ΟΜΙΛΙΑ-ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Γυναίκα και Ποίηση.  Είναι κάτι που δημιουργείται νέο, είναι κάτι που έρχεται ζωντανό, που μας φέρνει ζωή. Η Γυναίκα δημιουργεί, οι Ποιητές δημιουργούν. Άρα, η Γυναίκα και η Ποίηση είναι δύο δυνάμεις δημιουργικές, αμφίδρομες, οι οποίες μας φέρνουν κάτι καινούργιο, κάτι νέο, μια νέα οντότητα σχεδόν εκ του μηδενός.

  Μήπως, λοιπόν, όταν λέμε Ποίηση εννοούμε Γυναίκα; Kαι αντίστροφα, όταν λέμε Γυναίκα, εννοούμε Ποίηση; Φυσικά, εδώ δεν θέλουμε να παρεξηγηθούν οι άντρες, γιατί υπάρχουν και άντρες ποιητές, αλλά μιας και μιλάμε για τη Γυναίκα και την Ποίηση, θα δώσουμε μια έμφαση περισσότερο στη Γυναίκα, στη μητέρα που φέρνει στον κόσμο τα παιδιά της και τα μεγαλώνει και στην Ποίηση που και αυτή φέρνει στο φως τα δικά της πνευματικά «παιδιά».

  Η Ποίηση στη σύγχρονη μορφή της κατακτά όλο και περισσότερους και πιο εκφραστικούς τρόπους διαιώνισής της. ΄Οπως η Γυναίκα τροφοδοτεί με ζωή την ανθρωπότητα, έτσι και η Ποίηση τροφοδοτεί με ζωή την ομορφιά του νου και της ψυχής, διεισδύει στο παρελθόν, τοποθετείται στο παρόν και ανακαλύπτει τις αόρατες πτυχές του μέλλοντος, ως ένας άλλος προφήτης,  μέσα από τη λογική και το συναίσθημα -, όπου το βρίσκουμε αρκετές φορές στον γυναικείο τρόπο και λόγο γραφής -, άλλοτε με ρομαντικό και άλλοτε με λυρικό ύφος, ελεύθερη ή ομοιοκατάληκτη, γαληνεύει την ψυχή μας, αλλά και λιτή με καθαρή σαφήνεια, αλλά και αρκετές φορές με ύφος ασαφή, υπαινικτικό, υπερρεαλιστικό, ανάλογα με τον χρόνο και τα βιώματα της εποχής που γράφεται. Αλήθεια, πόσο πολύ μοιάζει η Ποίηση με τη Γυναίκα;

  Έτσι όπως ανέτειλε μια νέα εποχή για τη Γυναίκα τον τελευταίο και πλέον αιώνα, σε προσωπικό και  επαγγελματικό επίπεδο, έτσι ανατέλει και για την Ποίηση ένας καινούργιος φωτεινός δρόμος συναισθημάτων, ευαισθησίας, και συνεχούς αναζήτησης για ένα καλύτερο αύριο.

  Ο Ντοστογιέφσκι είπε, ότι: «Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο». Εγώ θα τολμήσω να παραλλάξω λίγο τους στίχους και θα πω, ότι: «H Γυναίκα και η Ποίηση μπορεί να σώσει τον κόσμο», η κάθε μια με τις δικές της ορατές ή αόρατες δυνάμεις.

  Η Γυναίκα είναι η αληθινή Δημιουργός της ζωής και σμιλεύει με αυτή τη δύναμή της την αρμονία σε όλα τα στάδια της ανθρώπινης υπόστασης. Η Γυναίκα στις μέρες μας είναι πιο χειραφετημένη και έχει αρχίσει να συμμετέχει στην κοινωνία και να διεκδικεί όλα τα κοινωνικά και πολιτικά της δικαιώματα και έτσι πολλές φορές έχει το πάνω χέρι σε πολλές καταστάσεις που κατά το παρελθόν το είχε μόνο το ανδρικό φύλο. Δεν θα αναλύσω την ιστορία της γυναίκας ανά τους αιώνες, άλλωστε δε θα μας φτάσει όλη η μέρα να συζητάμε και να αναλύουμε την ιστορία της, την εξέλιξή της από την αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα, τη γυναίκα στο Βυζάντιο, τη γυναίκα του μεσοπολέμου, την εταίρα, την παλλακίδα, τη δούλα, τη γυναίκα της υπαίθρου, την ηρωίδα γυναίκα όλων των αγώνων τής Επανάστασης για την ελευθερία της πατρίδας μας, ή ακόμα και τη γυναίκα της δικής μας πατρίδας τη μανιάτισσα, τη σπαρτιάτισσα ή τη σύγκρια, και πόσες άλλες γυναικείες ταυτότητες υπάρχουν, που ίσως μια άλλη φορά επεκταθούμε εκτενέστερα. Σ’ ένα σημείο όμως θα ήθελα να σταθώ περισσότερο που πιστεύω είναι από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις της – εκτός από το ότι έγινε οικονομικά ανεξάρτητη και «μπήκε» στον επαγγελματικό χώρο των αντρών -, το ότι σήμερα είναι περίπου ίση με τον άντρα σε ό,τι αφορά τον πολιτικό στίβο, όπου από αυτό το σημαντικό βήμα, ακούγεται η φωνή της, ο λόγος της, η δυναμική της, δικαίωμα που ήταν αποκλειστικά του «δυνατού» φύλου» -των αντρών-, εκείνη η κατά τ’ άλλα «αδύναμη». Και λέω “περίπου” γιατί έχει πολύ δρόμο ακόμα να διανύσει σ’ έναν τέτοιο στίβο, κατ’ εξοχήν ανδροκρατούμενο.

  Παρ’ όλα αυτά βέβαια, υπάρχουν ακόμα δύσκολες καταστάσεις στον βίο της γυναίκας ανά τον κόσμο, κυρίως σε υποανάπτυκτες χώρες, που την τοποθετούν σε κατώτερη θέση από τον άντρα, στερώντας της την ελευθερία για προνόμια και ευκαιρίες σε επαγγελματικούς – ως επί το πλείστον – χώρους. Έτσι, η Γυναίκα, έχει να δώσει πολλούς ακόμα αγώνες στο μέλλον, διεκδικώντας περισσότερα δικαιώματα και επιλογές για ίση εξέλιξή της με τον άντρα.

  Η σύγχρονη Γυναίκα έρχεται αντιμέτωπη με έναν άνισο αγώνα, όπου στη μία πλευρά βρίσκεται η επαγγελματική σταδιοδρομία της και στην άλλη πλευρά η μητρότητα, έχει πολλές φορές το δίλημμα να ακολουθήσει το όνειρό της ή να μείνει στο σπίτι να αναθρέψει τα παιδιά της και πώς θα οργανώσει ένα σωστό σπιτικό ταυτόχρονα με την εργασιακή της κατάσταση. Ο βιολογικός ρόλος της Γυναίκας, πάντως, θα είναι πρωταρχικός και αναντικατάστατος και η αίσθησή του στην κοινωνία θα την κάνει να αποκτήσει περισσότερη αυτοπεποίθηση για να ξεπεράσει όλες αυτές τις στερήσεις και τα άνισα εμπόδια.

  Τώρα, όσον αφορά την Ποίηση και τον ρόλο των ποιητών, αυτός πρέπει να είναι πρωτοποριακός με όραμα και ενεργούς στόχους. Η αισιοδοξία, η αλήθεια και η αυτοπεποίθηση πρέπει να συνυπάρχουν σε όλους τους ποιητές και συγκεκριμένα σ’ αυτούς που έχουν να παρουσιάσουν ένα σημαντικό έργο. Πάντα σεβόμενοι τη σημαντική συμβολή των άξιων ποιητών τής χώρας μας και την παρακαταθήκη και ανεκτίμητη κληρονομιά που μας άφησαν, πατώντας στα χνάρια τους, πάντα να προβάλλουν την ψυχή του ανθρώπου και την ανωτερότητά της, που αυτό είναι το ύψιστο αγαθό της ύπαρξής μας.

  Η γνήσια Ποίηση με την απαράμιλλη ομορφιά τής Ελληνικής γλώσσας, τη διαχρονικότητα των νοημάτων της, τη λυρική της μορφή ανά τους αιώνες, πιστοποιεί ένα όραμα μεγάλων αξιών, βαθιάς πνευματικής αναζήτησης μεταξύ και των ποιητών αλλά και αυτών που διαβάζουν και εμπνέονται από αυτήν. Επίσης, η αυθεντική Ποίηση διασώζει την Ιστορία και τον Πολιτισμό μας και γίνεται κρίκος που ενώνει τις πνευματικές με τις ηθικές αξίες, τη λογική με το συναίσθημα, το παρελθόν με το σήμερα και κατά προέκταση με το θεϊκό στοιχείο.

  Η Ποίηση, καταλήγοντας, δίνει πνευματική τροφή και μελέτη σε όσους καταπιάνονται με αυτήν και θέλουν να την αποκρυπτογραφήσουν και να αναλύσουν ακόμα και τα πιο δύσκολα νοήματά της.  Η απαγγελία, δε, ενός ποιήματος προσφέρει γαλήνη, ευχαρίστηση και ανάταση ψυχής. Σε ταξιδεύει, σε αναγεννά, σε μεταφέρει σε μαγικές ρόδινες αυγές και μετουσιώνει τη λύπη σε χαρά και το μηδέν σε παν. Ο Ποιητής γράφει με την ατόφια, γνήσια και αληθινή ψυχή του, καταθέτοντας το πνεύμα του και την καρδιά του.

  Πόσο σημαντική είναι η Γυναίκα για τους ποιητές φαίνεται από τη γραφή τους, εμπνεύστηκαν και ύμνησαν τη Γυναίκα με τους στίχους τους.

  Mπορούμε να ξεχάσουμε τους υπέροχους λυρικούς στίχους της “Ελένης” του Νομπελίστα Ποιητή μας Οδυσσέα Ελύτη, όπου υμνεί τη γυναίκα ;

 « Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι,
μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές,
όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμό. Εσένα!
Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως,
πριν απ’ τον έρωτα έρωτας
κι όταν σε πήρε το φιλί
γυναίκα…»

   Ή τους μοναδικούς στίχους του Ποιητή μας Γιάννη Ρίτσου, όπου η Γυναίκα αναζητεί τον εσώτερο εαυτό της στη “Σονάτα του σεληνόφωτος”:

 «Άφησέ με να ’ρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!

Είναι καλό το φεγγάρι, – δε θα φαίνεται που άσπρισαν τα μαλλιά μου.

Το φεγγάρι θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δεν θα καταλάβεις.
Άφησέ με να ‘ρθω μαζί σου.

Όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μέσα στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες.

Ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
Λησμονημένα λόγια – δεν θέλω να τ’ ακούσω. Σώπα…» 

      Επίσης, ο Ποιητής των ναυτικών μας Νίκος Καββαδίας γράφει στο ποίημά του «Γυναίκα»:

 “Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο διψάς χρυσάφι.

Πάρε, ψάξε, μέτρα . Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω

ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα”.

     Aλλά και μια Γυναίκα Ποιήτρια η Κική Δημουλά γράφει για τη Γυναίκα στο ποίημά της «Σημείο Αναγνωρίσεως»:

 “Άγαλμα γυναίκας με δεμένα χέρια

Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,

εγώ σε προσφωνώ γυναίκα κατευθείαν.

Στολίζεις κάποιο πάρκο. Από μακριά εξαπατάς.

Θαρρεί κανείς πως έχεις ελαφρά ανακαθήσει

να θυμηθείς ένα ωραίο όνειρο που είδες,

πως παίρνεις φόρα να το ζήσεις. Από κοντά, ξεκαθαρίζει το όνειρο:

δεμένα είναι πισθάγκωνα τα χέρια σου

μ’ ένα σκοινί μαρμάρινο κι η στάση σου είναι η θέλησή σου

κάτι να σε βοηθήσει να ξεφύγεις την αγωνία του αιχμαλώτου.

Έτσι σε παραγγείλανε στον γλύπτη: αιχμάλωτη.” (Απόσπασμα)

     Ακόμα και ο Λάκωνας Ποιητής μας Νικηφόρος Βρεττάκος γράφει για τη Γυναίκα της πατρίδας του, στο ποίημά του «Η Λακώνισσα»:

 “Η ψυχή μου είναι σήμερα φορτωμένη τα μέλη της
και πορεύεται: τα πλευρά, τα χέρια, τα πόδια μου,
το πρόσωπο κεντημένο απ’ τον χρόνο
με ρυτίδες βαθιές, λοξές, ακατάστατες.
Καθώς η Λακώνισσα με τα ξύλα στις πλάτες της
στο απόκρημνο διάσελο με το μαύρο
ρημαγμένο φουστάνι της (αλλά διπλωμένη
μ’ ένα τούλι απ’ τον ήλιο που δύει)
πέτρα την πέτρα η ψυχή μου πορεύεται.”

     Ας θυμηθούμε και τα μοναδικά «16 χαϊκού» του Νομπελίστα Ποιητή μας Γιώργου Σεφέρη, όπου έγραψε στίχους για τη Γυναίκα:

 «Γυμνή γυναίκα

το ρόδι που έσπασε

ήταν γεμάτο αστέρια».

«Tα δάχτυλά της

στο θαλασσί μαντήλι

κοίτα: κοράλλια».

      Ή τους τελευταίους στίχους της “Ελένης”, επίσης του Ποιητή μας Γιώργου Σεφέρη, όπου γράφει για μια γυναίκα:

 «….πώς τόσος πόνος τόση ζωή

 πήγαν στην άβυσσο

για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη».

     Με όσες προεκτάσεις φιλοσοφικές, νοηματικές, πνευματικές έχουν τα συγκεκριμένα ποιήματα για τη Γυναίκα,  ένα είναι το σημείο που καταλήγει ο αναγνώστης που τα διαβάζει ή ο κριτής που τα αναλύει: Είναι ακριβώς εκείνο το σημείο έναρξης, αναφοράς της ουσίας της ανθρώπινης ύπαρξης και μέσα σε ένα αέναο φαύλο κύκλο η Γυναίκα μετουσιώνεται σε Δημιουργός Ζωή

Τζούλια Πουλημενάκου

Η ομιλία πραγματοποιήθηκε στο Ξενοδοχείο “Αμαλία” στις 19 Μαρτίου 2019, αφιερωμένη στην Παγκόσμια Ημέρα Γυναίκας και την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, σε διοργάνωση τής Διεθνούς Ένωσης Γυναικών Λακωνίας “Οι Λάκαινες”

 

(Απόσπασμα)

Μικρή εγκυκλοπαίδεια υποκοριστικών

                                     Στην κόρη μου ΕΡΗ

ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ μου, θέλω να σου φέρω

τα φαναράκια των κρίνων

να σου φέγγουν τον ύπνο σου.

Θέλω να σου φέρω

ένα περιβολάκι

ζωγραφισμένο με λουλουδόσκονη

πάνω στο φτερό μιας πεταλούδας

για να σεργιανάει το γαλανό όνειρό σου.

Θέλω να σου φέρω

ένα σταυρουλάκι αυγινό φως

δυό αχτίνες σταυρωτές απ’ τους στίχους μου

να σου ξορκίζουν το κακό

να σου φωτάνε

μη μου σκοντάψεις, κοριτσάκι,

έτσι γυμνόποδο και τρυφερό

στ’ αγκάθι κ’ ενός ίσκιου.

Κοιμήσου.

Να μεγαλώσεις γρήγορα.

Έχεις να κάνεις πολύ δρόμο, κοριτσάκι,

κ’ έχεις δυό πεδιλάκια μόνο από ουρανό.

Κοιμήσου.

Το πρόσωπο της μητερούλας φέγγει

πάνω απ’ τους ρόδινους λοφίσκους του ύπνου σου

εαρινό φεγγάρι

ανάμεσα απ’ τα στάχυα της έγνοιας της

και τα τριαντάφυλλα των τραγουδιών μου.

Κοιμήσου, κοριτσάκι.

Είναι μακρύς ο δρόμος.

Πρέπει να μεγαλώσεις.

Είναι μακρύς

  μακρύς

   μακρύς ο δρόμος.

ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ,

πώς τα φίλιωσες όλα, πώς τά ‘σμιξες –

καμιά φωνή δε λέει μου «όχι»,

έτσι καθώς με δένεις

μ’ εχτρούς και φίλους

με τα παλιά και τ’ αυριανά

όλα αυριανά

κι όλα για πάντα.

Πού ‘ναι ο παλιός γκρεμνός; – δε βλέπω –

γκρεμνός δεν είναι –

γεφύρι εσύ

κι ούτε γεφύρι,

ζωή.

Ανάμεσα στη μάνα σου και μένα

εσύ

ανάμεσα στο χτες και τ’ αύριο

εσύ

ανάμεσα στο χώμα και στο φως

εσύ –

η ζωή τραβάει, τραβάει

κ’ η σιωπή

άκου πώς μιλάει

πώς χαμογελάει.

Έτσι καθώς με φίλιωσες

μ’ εχτρούς και φίλους

οι φλέβες μου μες στα πουλιά

οι ρίζες μου στη θάλασσα

τα φύλλα μου στ’ αστέρια.

Έτσι να κάνω να διαβώ

με μια μονάχα δρασκελιά

γη κι ουρανό.

Κοριτσάκι,

ένα λευκό περιστεράκι

με δυο φτερά ανοιχτά

την κούνια σου φωτά.

Ώρα καλή κι ώρα χρυσή

ήρθες με την καλήν αυγή

κ’ η αυγή με σένα

να σμίξεις ουρανό και γη

κ’ η ζωή να γίνει

φως και ψωμί

φως και κρασί

φως και γαλήνη.

Και πίσω από την πόρτα μας

η κυρά, η νοικοκυρά

η γκαρδιακιά

η μεγάλη, η άγια σκούπα

με τις δυο γερές γροθιές στη μέση

πάντα ξάγρυπνη, πάντα έτοιμη

δεν αφήνει

φύλλο κίτρινο να πέσει

απ’ την άρρωστη σελήνη

μήτε σκιά να δρασκελήσει

το κατώφλι μας

μη σκοντάψει, μην πονέσει

μήτε στο μικρό – μικρό νυχάκι της

η ειρήνη.

ΚΟΙΜΗΣΟΥ, κοριτσάκι.

Ανάμεσα σε δυο αστραπές χαμόγελα

ένα γλαυκό – γλαυκό ελαφάκι σε κοιτάζει.

Ένα μικρό – μικρό ποτάμι αστέρια

και δυο κεράσια

σου φέρνει το ελαφάκι μες στο στόμα του.

Κ’  εγώ σου πλέκω

σου πλέ – σου πλέκω, κοριτσάκι,

με λυγαριές, με λυγαρίτσες

κομμένες απ’ τις πιο χρυσές  αχτίνες

σου πλέ – σου πλέκω

ένα μικρό – μικρό καλάθι

να το περάσεις στο μικρό – μικρόν αγκώνα σου

να βγεις στη στράτα, κοριτσάκι,

κι ό,τι θα βάζεις μέσα, κοριτσάκι,

ίσκιο ή πετρούλα ή μολυβένιο στρατιωτάκι

θα γίνεται άσπρο φως και λουλακί κρινάκι.

Κοιμήσου.

Να μεγαλώσεις γρήγορα.

Είναι πικρή – πικρή η ζωή μας, κοριτσάκι,

και πρέπει να τη σιάξουμε

γλυκειά-γλυκειά τη ζωή σου.

Κοιμήσου, κοριτσάκι.

Σ’ ένα κλωνί γαζίες – γαζίες χαμόγελα

σ’ ένα κλωνάκι αστέρια

κρεμάσαμε σημαιούλες τις ανάσες μας

να σου αερίζουν τα μαλλάκια,

κρεμάσαμε κ’ ένα σπαθάκι φως να ξεφλουδίζεις

το φλούδι του ίσκιου απ’ της αυγούλας τα ροδάκινα.

Κοιμήσου.

ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ ανθίζουν,

δεν ξέρουν γιατί,

ανθίζουν.

Τα λουλούδια δε νοιάζονται

να γίνουν καρποί,

γίνονται καρποί.

Κ’ εγώ τραγουδάω,

δεν ξέρω γιατί,

τραγουδάω.

Έχω ένα κοριτσάκι

έχω ένα κοριτσάκι.

Είμαι ένα δέντρο μες στη μέση τ’ ουρανού.

Σ’ ένα μαξιλάρι – φεγγαράκι

το παιδί μου αποκοιμήθηκε.

Όλη η πλάση

στις μύτες των ποδιών

κοιτάζει απ’ το παράθυρό μας

κοιτάζει το παιδί μου

που κοιμήθηκε.

Όλα τ’ αστέρια

μια μυγδαλιά ανθισμένη αστέρια

μπρος στο παράθυρό μας

κοιτάζει το παιδί μου

που κοιμήθηκε.

Ο θεός των σπουργιτιών και των παιδιών

πίσω από μια κουρτίνα λουλουδένια

κοιτάζει το παιδί μου

που κοιμήθηκε.

Σιγά, μανούλα,

σιγά.

Θα το ξυπνήσεις.

Τι θόρυβο που κάνει

η πορτούλα της καρδιάς σου

καθώς ανοιγοκλείνει

στον κήπο της χαράς.

Τι αγέρα που φέρνει

έτσι που ανοιγοκλείνεις

τα

ματόκλαδά σου

θαμπωμένη

απ’ το φεγγάρι της χαράς.

Σιγά.

      Σιγά.

Το παιδί μου κοιμήθηκε

κ’ εγώ τραγουδάω.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

 Απόσπασμα από την ποιητική ενότητα «Πρωινό Άστρο» (σελ.7-12)

Τριακοστή έκτη έκδοση

©Έρη Ρίτσου, 1990

©Έκδόσεις Κέδρος, Α.Ε. 1961

 

Επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό αρχείο βιβλιοθήκης)

 

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

Γράφει η Τζούλια Πουλημενάκου 

Σας ευχαριστώ ιδιαίτερα για την παρουσία σας σήμερα, με την οποία τιμάτε τον κ.Δημήτρη Παπακωνσταντίνου, τον ποιητή που έχει έλθει από την άλλη άκρη της  Ελλάδας, τη μακρινή αλλά όμορφη Κοζάνη, για να παρουσιάσει σήμερα εδώ, στην αίθουσα της “Πανελλήνιας ΄Ενωσης Λογοτεχνών” – της οποίας είναι μέλος -, την ποιητική του συλλογή «Μικρή Περιήγηση».

Η συλλογή αυτή εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1996 και ήταν η πρώτη ποιητική συλλογή του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου , και το 2016 προχώρησε και σε δεύτερη έκδοση (από τις Εκδόσεις Εντύποις).  Και αν αυτή η συλλογή είναι έργο της νιότης του, όπως ο ίδιος αναφέρει στη σημείωση για τον αναγνώστη στην εισαγωγή του βιβλίου,  φανταστείτε τώρα (περίπου 20 χρόνια μετά), σε ποιο πνευματικό σημείο θα έχει φτάσει η γραφή του. Κι αν κρίνω από το γεγονός ότι βραβεύεται συνεχώς για το συγγραφικό του έργο – το καλοκαίρι απέσπασε το Α΄βραβείο στους Δελφικούς Ποιητικούς Αγώνες -, νομίζω ότι η συλλογή “Μικρή Περιήγηση” που παρουσιάζουμε  σήμερα, ετεροχρονικά,  ήταν ένας καλός οιωνός για τη μελλοντική του εξέλιξη και την πνευματική του άνοδο.  Εδώ, μπορούμε να πούμε, ότι, καθώς περνούν τα χρόνια, η διαχρονική αξία αυτού του βιβλίου εξακολουθεί να αποπνέει μια ευαισθησία στην ψυχή και μια ομορφιά στον συναισθηματικό κόσμο του αναγνώστη.

Η συλλογή αποτελείται από δύο ενότητες. Τη «Μικρή περιήγηση», ένα σπονδυλωτό  ποίημα, μια ποιητική ενότητα θα έλεγα, από 36 άτιτλα μέρη και από «Το γαλάζιο τετράδιο», που περιέχει έξι ανεξάρτητα ποιήματα. Όλα με το χαρακτηριστικό λυρικό ύφος τού ποιητή, με το έντονο συγκινησιακό στοιχείο,  με τον έντεχνα λογοτεχνικό του λόγο, με την άρτια γνώση της ελληνικής γλώσσας, δίνοντας έτσι στον αναγνώστη τη δυνατότητα να περιπλανηθεί ο καθένας στο δικό του ψυχικό και πνευματικό κόσμο.

Η «Μικρή Περιήγηση»  του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου είναι ένας διάλογος, μια εσωτερική συνέντευξη με την ψυχή και το όνειρο του ανθρώπου για πνευματική αναζήτηση και προσωπική ευτυχία. Διαλογίζεται λοιπόν με την ψυχή του, για να επικοινωνήσει με τον εσωτερικό του κόσμο και γενικότερα με τον άνθρωπο. Οι περισσότεροι από μας διαβάζουμε ποίηση ή ακόμα και γράφουμε, για πάρα πολλούς λόγους. Γιατί η ποίηση μπορεί να είναι το καταφύγιό μας, γιατί η ποίηση μπορεί να είναι το απάνεμο λιμάνι μας, γιατί η ποίηση μπορεί να είναι η ελευθερία του  λόγου μας.    Αλλά ένας αληθινός  ποιητής γράφει γιατί η  ποίηση  ΕΙΝΑΙ. Γιατί είναι η ψυχή του, γιατί είναι το λιμάνι του, γιατί είναι η ουσία του. Η ποίηση λοιπόν ΕΙΝΑΙ  για τον αυθενικό ποιητή,  και εδώ ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου έχει έλθει για να αποδείξει ότι η ποίησή του και συγκεκριμένα η  «Μικρή Περιήγησή»  του,  ΕΙΝΑΙ μια επίπονη διαδρομή αναζήτησης ανάμεσα στην ανθρώπινη υπόσταση και κατά προέκταση στον κόσμο της ψυχής μας.

ΕΙΝΑΙ μια πολύ δομημένη και ευαίσθητη προσέγγιση πολλαπλών εκφράσεων τής ανθρώπινης ψυχής.     Η ψυχή του ποιητή εδώ στην παρουσιαζόμενη ποιητική συλλογή, είναι η θάλασσα. Η θάλασσα σε όλες της τις μορφές.   Με όλα τα επίθετα που τη συνοδεύουν και την κάνουν μοναδική στην πένα  του ποιητή. Ατελεύτητη, γαλήνια,  αλμυρή, φωτεινή,  πολλές φορές αγριεμένη, πικρή, πονεμένη, ερωτική,  μα πάντα σιωπηλή, καρτερική,  ώρια, ασπρογάλαζη και κυρά.    Μερικά από τα επίθετα που χρησιμοποιεί στο λόγο του ο ποιητής για να βαφτίσει τη θάλασσα, δείχνοντας την καλλιτεχνική του ευαισθησία, αλλά ταυτόχρονα προσφέροντας στον αναγνώστη πλούτο, ο οποίος μπορεί να  χαρακτηριστεί  σημαντικός για τα γράμματα στη σύγχρονη εποχή μας.   Πολλοί ποιητές μας έχουν γράψει για τη θάλασσα. Ελύτης, Σεφέρης, Καβάφης, Βρεττάκος, Βάρναλης, Χριστιανόπουλος και τόσοι άλλοι.  Ο Καρυωτάκης στο «Εγκώμιο για τη θάλασσα» λέει : « Η θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη. Γιατί έχει την όψη του ιδανικού. Και τ’ όνομά της είναι ένα θαυμαστικό».

Εδώ, λοιπόν, στη «Μικρή περιήγηση» της «μεγάλης»  θάλασσας του ποιητή  υπάρχει κάπου κρυμμένη και η ψυχή του. Το ιδανικό και οι αξίες του. Η ποίηση του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου με την απλότητα και τον λυρισμό της  δεν τέρπει μόνο τον αναγνώστη, αλλά και τον προβληματίζει με τη νοηματική του ευρύτητα και τις φιλοσοφικές προεκτάσεις του λόγου του.    Ο ποιητής, λοιπόν, είναι από εκείνους τους τυχερούς που παράλληλα με το ταλέντο που του έδωσε η φύση, έχει και ένα επιπλέον χάρισμα .. διαβάζοντάς τον βυθίζεσαι στη μαγεία του πνεύματος και ταξιδεύεις κι εσύ μαζί του σ’ αυτήν  την απέραντη θάλασσα της μαγικής δύναμης του λόγου του.

Εκτός από τη θάλασσα της ψυχής τού ποιητή, το βιβλίο διακρίνεται και για την αγάπη του για το φυσικό στοιχείο, τη γη της πατρίδας του, τα χρώματα που περιβάλλουν τον ήλιο, το φεγγάρι, τα δέντρα, τα γιασεμιά, τα νερά που πρασινίζουν και καθώς διαβάζεις τη συλλογή νιώθεις ένα βαθύ σεβασμό για όλα αυτά τα γνήσια  συναισθήματα  που περιβάλλουν τη σύνθεση του ποιητικού τοπίου του ποιητή.

Τα «όνειρα» στην περιγραφή του ποιητή, άλλοτε σαν αλλόκοτα πουλιά και άλλοτε σαν φεγγάρια πορεύονται στον ποιητικό ουρανό του με έντονη φαντασία και λυρισμό, μεταφέροντας μυνήματα ελπίδας και ζωής. Γράφει ο ποιητής στη σελ.17:  «Ανάλαφρες, αέρινες θαρρείς ανοίγουνε στον άνεμο/ λευκές σα χιόνι/απαλές φτερούγες  προς τον ήλιο/ ψηλώνουν, χάνονται στροβιλιστά κύματα κύματα στο φως/ τ’ αλλόκοτα πουλιά των ονείρων».  Και στο ποίημα «Μικρή μου Άνοιξη»(σελ.58) : «Mε τα φεγγάρια των ονείρων μου στα μάτια»

Η ποίηση του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου διακρίνεται για τον λυρισμό της, άλλωστε είναι  ένα χαρακτηριστικό της ποίησης γενικότερα, και από λέξη σε λέξη σε μεταφέρει στην ποιητική αυτή μυστική θάλασσα της ύπαρξης και των φιλοσοφικών ερωτημάτων περί ζωής και θανάτου. Και εδώ, ο ποιητής βάζει τον αναγνώστη στη διαδικασία της σκέψης. Του δίνει θα λέγαμε άφθονη  πνευματική τροφή, να ενεργοποιηθεί η διάνοιά  του και να προβληματιστεί, δίνοντας απαντήσεις στα δικά του συναισθηματικά και υπαρξιακά προβλήματα. Η μνήμη επιστρέφει ως ναυαγός . Το πρόσωπο σε πρώτο ενικό που τονίζει την υπαρξιακή του υπόσταση σαν γέροντας σοφός που διαλογίζεται. Μια συνεχής αναζήτηση ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία, στη ζωή και τον θάνατο.  Γράφει ο ποιητής στο ποίημα στη σελίδα 22 : «Ανίδεος εγώ παντοτινά, ναυάγησα . Αλίμονο /ήταν εκεί οι ξέρες/κάτω απ’ τα νερά/μίλια ατελείωτα» .  Και συνεχίζει: «Κι είναι του κίνδυνου θαρρείς, του θανάτου η στιγμή/το Απόλυτο ολάκερο και η μεγάλη Εξώπορτα./Και παραμέσα το Παρόν, το Παρελθόν, το Μέλλον/κι η Ουσία./Αόρατη./Ώσπου να σηκωθείς λευτερωμένος απ’ το χώμα, το νερό, το ταπεινό σαρκίο».

Eπίσης, στο ποίημα στη σελίδα 19, αλληγορικό, με γρίφους που ο καθένας τούς ερμηνεύει με τον προσωπικό του κώδικα, αποκαλύπτοντας τα συναισθηματικά μονοπάτια της «μικρής περιήγησης» και στον εσωτερικό κόσμο του αναγνώστη αλλά και του ποιητή που εξ αρχής καταλαβαίνουμε ότι βρίσκεται εκείνος πίσω από τις λέξεις:

(“Κι έπειτα, ήρθες εσύ απ’ το ΄πουθενά/ κι ήταν εδώ ‘το πουθενά΄ ίσαμε να ‘ρθεις”).

“Κατάλευκη, αγνή, περιστεράκι τ’ ουρανού/στο παραθύρι της καρδιάς/ήλιος χρυσός σηκώθηκε./Και το τραγούδι μου μαζί μου συλλαβίζει”

Ο ποιητής μεταφέρει εικόνες, γεύσεις, αλλά  και ήχους. Η κινητοποίηση της ακοής στην ποίηση υποστηρίζει και απογειώνει το ποίημα, όπως μόνο η μουσική μπορεί να το καταφέρει.

Γράφει ο ποιητής στο ποίημα στη σελίδα 18:
«Αχ είναι ο ήλιος ο γλυκός/ στ’ αψηλαλώνια δουλευτής/κι είναι αλμυρά της κυρά-θάλασσας τα χείλη./Κι ο αγέρας παίρνει το τραγούδι μου και το σκορπά/ κι είναι η ζωή γλυκό πιοτό/σ’ ένα ποτήρι.»

Ο ποιητής ελπίζει μέσα από τη γραφή του σε έναν καλύτερο κόσμο και ενώ οι φίλοι έχουν χαθεί ελπίζει σε νέους, και παρακαλεί τη βροχή να πέσει απαλή στις έγνοιες του και να τον προφυλάξει σαν τη μουσική που ημερώνει,  και το δάκρυ που πέφτει ζεστό στα μάγουλα και ανακουφίζει.. Γράφει ο ποιητής στο ποίημα στη σελίδα 39 και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Πέσε βροχή, πέσε απαλή πάνω απ΄τις έγνοιες μου/πέσε απαλή, σαν μουσική που ξεμακραίνει/ αγνή και άγια σαν εικόνα μυστική/απόμακρη/φίλων που χάθηκαν στο χθες/ φίλων που θα ‘ρθουν.»

Οι μεταφορές, οι παρομοιώσεις, τα σημεία στίξης (όπου χρειάζονται), οι παρενθέσεις, τα εισαγωγικά, τα αποσιωποιητικά, δημιουργούν μια μαγική ατμόσφαιρα,  δίνοντας μια εικαστική ματιά στα νοήματα και μια ζωντάνια στις λέξεις, σαν να βρίσκονται σε ζευγάρια και να εναλλάσονται μεταξύ τους στον ίδιο ρυθμό, χορεύοντας σε ένα μαγικό παιχνίδισμα , αφήνοντας τη φαντασία και το συναίσθημα να στροβιλιστούν στο απέραντο σύμπαν του αναγνώστη. Λέξεις όπως : «γυαλός-γυαλί, σχήματα-σχέδια, ψιθυρίσματα-ψηλαφίσω», «μεσημεριού-μεθυστικούς», «βήματα-βύθισε». Επίσης, «γλυκό φεγγάρι», «μάτια από θάλασσα», «ασήμι τ’ ουρανού», «νυσταγμένες αγκαλιές», «σαν λωτοφάγος ναυαγός», «νήμα κυματιστό». Τα έντονα αλληγορικά  στοιχεία που χρησιμοποιεί ο ποιητής στη συλλογή αυτή, χαρακτηρίζουν  το αισθητικό και νοηματικό πιστεύω του.  Όπως, χαρακτηριστικά, γράφει:  «Ποτάμι δίχως όχθες ο καιρός τα καλοκαίρια», και «Κι ίσως μπορέσω με τις χούφτες μου κλειστές να θυμηθώ της κουκουβάγιας το βραχνό νυχτερινό συνιάλο», επίσης « το ποίημα ήταν εκεί. Ίσκιος αχνός κάτω από τα βλέφαρα μια πολιτεία», και «(Κι έπειτα, ήρθες εσύ απ΄το “πουθενά”/κι ήταν εδώ το “πουθενά” ίσαμε να’ ρθεις).»

Η  δεύτερη ενότητα της συλλογής «Από το γαλάζιο τετράδιο» περιέχει έξι ανεξάρτητα ποιήματα, τα οποία είναι πλούσια σε λυρισμό, συναίσθημα, αλλά και δεν υστερούν από τη γνησιότητα του πνευματικού. Η γλωσσική ζωντάνια των ποιημάτων αυτών προσφέρει στον αναγνώστη την απόλαυση και την αίσθηση πώς τίποτε δεν παρεκκλίνει των νοημάτων και καμιά λέξη δεν περισσεύει. Γράφει ο ποιητής στο ποίημα «Τραγούδια της σιωπής» : «Μα παραπέρα/ εκεί που η οπτασία χάνεται/σκοτάδι λες πως γίνηκε μεμιάς/η αναπνοή/της φτωχικής ζωής σου».  Επίσης: «Ποθήσαμε να φέρουμε εκείνη τη νυχτιά/τη μούσα/ τη γλυκιά κιθάρα… ‘Ομως η Μούσα ξέχασε να τραγουδά/παρθένα νυσταγμένη γλυκοπλάγιασε/αργά στα παιδικά της παραμύθια/».

Εύχομαι  στον ποιητή Δημήτρη Παπακωνσταντίνου αυτό το μαγικό άγγιγμα της Μούσας να μην τον αφήσει ποτέ. Να μην ξεχάσει ποτέ να του τραγουδά.

Τελειώνοντας, θα κλείσω με δύο στίχους του ποιητή μας Γεώργιου Σεφέρη, γιατί η ποίηση υπάρχει, η ποίηση EINAI: «Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – Και τι θα γινόμασταν αν η πνοή μας λιγόστευε;» 

Τζούλια Πουλημενάκου

Η Ποιητική Συλλογή “Μικρή Περιήγηση” (Εκδόσεις Εντύποις) του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου παρουσιάστηκε στην Αθήνα, στην αίθουσα της “Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών” στις 13 Οκτωβρίου 2017

 

Γράφει η Τζούλια Πουλημενάκου 

«Ποτέ ως τώρα δεν είχε αισθανθεί τόσο έντονη την παρουσία ενός απόντα. Κι ο θάνατος αυτός πήρε τη μορφή της ατάραχης νύχτας δίχως φεγγάρι, μόνο με αμέτρητα φωτεινά αστέρια, που σχημάτιζαν δάκρυα στην ουράνια απεραντοσύνη και στάλαζαν πάνω στο ήδη νοτισμένο χώμα του γλυκού φθινοπώρου.Ποτέ πριν στη ζωή της δεν είχε νοιώσει αυτό το αδηφάγο χέρι να της σκίζει τα σωθικά κι εκείνη να μην μπορεί να κάνει τίποτα για να το εμποδίσει. Μόνο το ένιωθε να μπαίνει βαθιά μέσα της και  να την πονάει, να την κομματιάζει, κι αυτή η αστείρευτη αγριάδα σταματημό δεν είχε.

Κοιτούσε μόνο ψηλά με απόγνωση και μέσα στο αδιάκριτο έρεβος τ’ ουρανού, διέκρινε το χέρι μιας γυναίκας που της έγνεφε. Μια μοναδική πηγή ζωής, μέσα στο μαύρο παγωμένο θόλο της δικής της ανυπαρξίας».  Ε.Ι.

Κι όπως ο Αμερικανός ποιητής Έζρα Πάουντ είχε πει : «Καλοί συγγραφείς είναι αυτοί που χρησιμοποιούν μια γλώσσα αποτελεσματική. Που είναι, δηλαδή καθαρή και ακριβής», έτσι και η συγγραφέας του βραβευμένου μυθιστορήματος «Χρυσή Λάσπη» Ελισάβετ Ιακωβίδου, μέσα από την εξαιρετική λογοτεχνική γραφή της κατάφερε να κάνει τη λάσπη της ζωής των τσιγγάνων «χρυσή» κάτω από τα πύρινα χρώματα του ήλιου. Η γραφή της συγγραφέως καταφέρνει να προσεγγίσει μαζί με το όνειρο και τη λογική τού να είσαι ελεύθερος και να παλεύεις για αυτό το ύψιστο αγαθό. Μέσα σε μια κοινωνία που η μοίρα των ανθρώπων είναι καθορισμένη από το πρώτο λεπτό της ζωής τους, η συγγραφέας σε κάνει να βλέπεις τους τσιγγάνους Ρομά με πιο συμπαθητική ματιά και να γίνεσαι ένα μαζί τους και στο τέλος να τους θαυμάζεις για τη δύναμη, τις αξίες και τα πρότυπά τους. Μέσα από τις διεκδικήσεις και τα δεινά τους, να ωριμάζει η έννοια της ελευθερίας, μετατρέποντας τις δυσκολίες τους σε όνειρα, που –άραγε-, μπορούν να πραγματοποιηθούν;

«Το να είσαι συγγραφέας δε σημαίνει να κηρύττεις μιαν αλήθεια, σημαίνει να ανακαλύπτεις μια αλήθεια.», είχε πει ο Τσέχος συγγραφέας Μίλαν Κούντερα.

Κι εδώ, η Ελισάβετ Ιακωβίδου έχει πετύχει αυτό ακριβώς. Να ανακαλύψει μιαν αλήθεια. Κατ΄αρχήν,  με την εξαιρετική λογοτεχνική γραφή της και την ικανότητα τής εναλλαγής του συναισθήματος και της λογικής, έπειτα, με τις σκέψεις και τις ιδέες της να πραγματεύεται διαχρονικές αξίες και τέλος με την αισθητική της άποψη στα γεγονότα, είτε αυτά είναι αληθινά είτε είναι μυθοπλασία. Και η αλήθεια στη «Χρυσή Λάσπη» βρίσκεται ακριβώς μέσα σ’ αυτά τα χώματα, τα αναμεμειγμένα με νερό, που ήταν και το μοναδικό παιχνίδι των παιδιών των τσιγγάνων. Η αλήθεια της ύπαρξης μιας φυλής, που είναι αδήριτα δεμένη με αυτή τη λάσπη που χρυσίζει την άνοιξη από τον ήλιο και που η ανάγκη για καλύτερη ζωή για τους περισσότερους, είναι ανύπαρκτη.

Η ιστορία ξεκινά από κάποιο σημείο στην Ελλάδα, συγκεκριμένα στην οροσειρά της Πίνδου, με ενδιάμεσα περάσματα από τα Βαλκάνια και τη χώρα των Ρως και τέλος την Κωνσταντινούπολη των ευγενών και των αυτοκρατόρων.

Γράφει η συγγραφέας: “Άρχισε να κουνάει τα χέρια της σαν απελπισμένες φτερούγες πουλιών που αργοπεθαίνουν και δεν μπορούν πια να πετάξουν. ΄Ηταν σίγουρη πια, ότι κι αυτή είχε λουστεί από το φως και τα χρώματα της σελήνης. Ήταν πλέον ευδιάκριτη όπως κι αυτοί που τη σίμωσαν. Το ριζικό της ήταν γραμμένο, της το είχε δείξει η μπάμπω της, λίγο πριν πεθάνει.”

Hρωίδα του βιβλίου η μικρή Καρμελίτα, μια τσιγγανοπούλα με ταλέντο και εξυπνάδα, που γεννήθηκε σ’ αυτή τη «Χρυσή Λάσπη», σε μια φυλή που το μέλλον της ήταν καθορισμένο από πριν γεννηθεί, με ένα γολγοθά ζωής μπροστά της, με οδυνηρές απώλειες και απογοητεύσεις, που ακόμα  και η ίδια δεν τις φανταζόταν.

Θα μπορέσει να ξεφύγει από τη μοίρα της, από τη λάσπη που η ζωή την πέταξε; Θα μπορέσει να βρει τη δύναμη να αλλάξει την πορεία της και να ανακαλύψει το δρόμο της αληθινής ευτυχίας; Θα καταξιωθεί ποτέ από κάποια κοινωνία σαν επαγγελματίας, σαν ολοκληρωμένη γυναίκα και σαν ελεύθερος άνθρωπος; Θα τελειώσει η «Οδύσσεια» της Καρμελίτας; Kαι ποιο θα είναι το τίμημα που θα πληρώσει; Θα ζήσει την καλύτερη ζωή που ονειρεύεται;

Ερωτήματα που η ίδια θα πρέπει να τα απαντήσει με πόνο ψυχής και σώματος. ΄Ενας αγώνας δύσκολος. ΄Ετσι άλλωστε δεν είναι και ο αγώνας της ζωής;

Διαβάζοντας το βιβλίο, νιώθεις κι εσύ ένα με τους ήρωες, συμμετέχεις, αγαπάς, συμπονάς, τραυματίζεσαι, απογοητεύεσαι, αλλά περισσότερο βιώνεις, αυτό που η φυλή αυτή έχει γεννηθεί… την ελευθερία… Νιώθεις την ανάγκη αυτών των ανθρώπων να θέλουν να μείνουν σε ένα τόπο, αλλά ταυτόχρονα να μην τους στερείς και την ελευθερία τους στις πράξεις, στον τρόπο ζωής  και στα συναισθήματά τους. Η «Χρυσή Λάσπη» είναι ένα μυθιστόρημα που αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη με την καθαρή και άρτια λογοτεχνική του έκφραση και ταυτόχρονα συναρπάζει με τη φαντασία και την πλοκή των ηρώων του. Είναι ένα ταξίδι στους ορατούς και αόρατους ρόλους της ζωής, που άλλοτε δυσκολεύουν και προβληματίζουν και άλλοτε στέκονται σαν φωτεινοί φάροι και σε προστατεύουν από τις πιο οδυνηρές καταστάσεις.

Το βιβλίο είναι γεμάτο ανατροπές. Εκεί που νομίζεις ότι όλα έχουν τελειώσει, και δεν υπάρχουν άλλα δεινά στο διάβα της ζωής των ηρώων, εκεί σ΄αυτές τις μαγικές σελίδες,  συμβαίνει κάτι άλλο, ανατρεπτικό, αναπάντεχο, που σε συνεπαίρνει και σε κρατά σε αγωνία μέχρι το τέλος.  Λαχτάρα για λύτρωση, αγάπη και έρωτας, αγωνία, δύναμη και αγώνας, πόνος και δάκρυα… μια συνεχής αναζήτηση καταστάσεων και συναισθημάτων που κάνει αυτό το βιβλίο να το λατρέψεις. Μια πορεία στο άπειρο για την αναζήτηση του ιδανικού, του ονείρου, της αλήθειας, αλλά και της ίδιας της ζωής, μέσα από τη λάσπη που χρυσίζει, ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία, σε μια αδιάστατη αλλά πολύ πραγματική ταυτόχρονα Οδύσσεια, που οδηγεί τελικά τον αναγνώστη να πιστέψει, πως η λάσπη μπορεί να γίνει «χρυσή» με δύναμη και αγώνα ψυχής…

Τελειώνοντας, θα ήθελα να μεταφέρω το δικό μου μήνυμα που απεκόμισα διαβάζοντας αυτό το εξαιρετικό βιβλίο της Ελισάβετ Ιακωβίδου.  Ας ακολουθήσουμε αυτό το ταξίδι στο φως, όσο κι αν η πορεία του είναι οδυνηρή και ο αγώνας δύσκολος. Όσο κι αν το τίμημα είναι μεγάλο. Αξίζει να βγούμε από το σπήλαιο της άγνοιας, που μας κρατά ομήρους, δεμένους με τα δεσμά της προκατάληψης, κι ας αναζητήσουμε κι εμείς τη δική μας Ιθάκη, σπάζοντας τις αλυσίδες και όπως η Καρμελίτα, έτσι κι εμείς, να μετατρέψουμε τη δική  μας καθημερινή λάσπη, σε μια «χρυσή» πορεία προς το φως!  

 

Τζούλια Πουλημενάκου

Από την παρουσίαση του βιβλίου “Χρυσή Λάσπη” της Ελισάβετ Ιακωβίδου                                     Αγερανός Μάνης  “Εlise Cottage” , 26 Μαρτίου 2016

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Απόσπασμa

Κεφάλαια Ι – V

ΕΤΣΙ ΣΥΧΝΑ ΟΤΑΝ ΜΙΛΩ ΓΙΑ ΤΟΝ ΗΛΙΟ

ΜΠΕΡΔΕΥΤΑΙ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ ΕΝΑ

ΜΕΓΑΛΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ ΚΑΤΑΚΟΚΚΙΝΟ.

ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΒΟΛΕΤΟ ΝΑ ΣΩΠΑΣΩ.

 

I

Δεν ξέρω πια τη νύχτα φοβερή ανωνυμία θανάτου

Στο μυχό της ψυχής μου αράζει στόλος άστρων.

Έσπερε φρουρέ για να λάμπεις πλάι στο ουρανί

Αεράκι ενός νησιού που με ονειρεύεται

Ν’ αναγγέλλω την αυγή από τα ψηλά του βράχια

Τα δυό μάτια μου αγκαλιά σε πλέουνε με το άστρο

Της σωστής μου καρδιάς: Δεν ξέρω πια τη νύχτα.

 

Δεν ξέρω πια τα ονόματα ενός κόσμου που μ’ αρνιέται

Καθαρά διαβάζω τα όστρακα τα φύλλα τ’ άστρα

Η έχτρα μού είναι περιττή στους δρόμους τ’ ουρανού

Εξόν κι αν είναι τ’ όνειρο που με ξανακοιτάζει

Με δάκρυα να διαβαίνω της αθανασίας τη θάλασσα

Έσπερε κάτω απ’ την καμπύλη της χρυσής φωτιάς σου

Τη νύχτα που είναι μόνο νύχτα δεν την ξέρω πια.

 

ΙΙ

ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

Πάει καιρός που ακούστηκεν η τελευταία βροχή

Πάνω από τα μυρμήγκια και τις σαύρες

Τώρα ο ουρανός καίει απέραντος

Τα φρούτα βάφουνε το στόμα τους

Της γης οι πόροι ανοίγουνται σιγά-σιγά

Και πλάι απ’ το νερό που στάζει συλλαβίζοντας

Ένα πελώριο φυτό κοιτάει κατάματα τον ήλιο!

 

Ποιος είναι αυτός που κείτεται στις πάνω αμμουδιές

Ανάσκελα φουμέρνοντας ασημοκαπνισμένα ελιόφυλλα

Τα τζιτζίκια ζεσταίνονται στ’ αυτιά του

Τα μυρμήγκια δουλεύουνε στο στήθος του

Σαύρες γλιστρούν στη χλόη της μασχάλης

Κι από τα φύκια των ποδιών του αλαφροπερνά ένα κύμα

Σταλμένο απ’ τη μικρή σειρήνα που τραγούδησε:

 

Ω σώμα του καλοκαιριού γυμνό καμένο

Φαγωμένο από το λάδι κι από το αλάτι

Σώμα του βράχου και ρίγος της καρδιάς

Μεγάλο ανέμισμα της κόμης λυγαριάς

Άχνα βασιλικού πάνω από το σγουρό εφηβαίο

Γεμάτο αστράκια και πευκοβελόνες

Σώμα βαθύ πλεούμενο της μέρας!

 

Έρχονται σιγανές βροχές ραγδαία χαλάζια

Περνάν δαρμένες οι στεριές στα νύχια του χιονιά

Που μελανιάζει στα βαθιά μ’ αγριεμένα κύματα

Βουτάνε οι λόφοι στα πηχτά μαστάρια των νεφών

Όμως και πίσω απ’ όλα αυτά χαμογελάς ανέγνια

Και ξαναβρίσκεις την αθάνατη ώρα σου

Όπως στις αμμουδιές σε ξαναβρίσκει ο ήλιος

Όπως μεσ’ στη γυμνή σου υγεία ο ουρανός.

 

ΙΙΙ

Μέρα στιλπνή αχιβάδα της φωνής που μ’ έπλασες

Γυμνόν να περπατώ στις καθημερινές μου Κυριακές

Ανάμεσ’ από των γιαλών τα καλωσόρισες

Φύσα τον πρωτογνώριστο άνεμο

Άπλωσε μια πρασιά στοργής

Για να κυλήσει ο ήλιος το κεφάλι του

Ν’ ανάψει με τα χείλια του τις παπαρούνες

Τις παπαρούνες που θα δρέψουν οι περήφανοι άνθρωποι

Για να μην είναι άλλο σημάδι στο γυμνό τους στήθος

Από το αίμα της αψηφισιάς που ξέγραψε τη θλίψη

Φτάνοντας ως τη μνήμη της ελευθερίας.

Είπα τον έρωτα την υγεία του ρόδου την αχτίδα

Που μονάχη ολόισα βρίσκει την καρδιά

Την Ελλάδα που με σιγουριά πατάει στη θάλασσα

Την Ελλάδα που με ταξιδεύει πάντοτε

Σε γυμνά χιονόδοξα βουνά.

Δίνω το χέρι στη δικαιοσύνη

Διάφανη κρήνη κορυφαία πηγή

Ο ουρανός μου είναι βαθύς κι ανάλλαχτος

Ο,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα

Ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα.

 

ΙV

Πίνοντας ήλιο κορινθιακό

Διαβάζοντας τα μάρμαρα

Δρασκελίζοντας αμπέλια θάλασσες

Σημαδεύοντας με το καμάκι

Ένα τάμα ψάρι που γλιστρά

Βρήκα τα φύλλα που ο ψαλμός του ήλιου αποστηθίζει

Τη ζωντανή στεριά που ο πόθος χαίρεται

Ν’ ανοίγει.

 

Πίνω νερό κόβο καρπό

Χώνω το χέρι μου στις φυλλωσιές του ανέμου

Οι λεμονιές αρδεύουνε τη γύρη της καλοκαιριάς

Τα πράσινα πουλιά σκίζουν τα όνειρά μου

Φεύγω με μια ματιά

Ματιά πλατειά όπου ο κόσμος ξαναγίνεται

Όμορφος από την αρχή στα μέτρα της καρδιάς.

 

V

Ποιo μπουμπούκι ακόμη ανέραστο απειλεί τη μέλισσα

Ο άνεμος βρίσκει μια παρέα φυλλώματα κυματιστά

Η στεριά σκαμπανεβάζει

Στον αφρό των χόρτων οι μουριές ανοίγουν τα πανιά

Το τελευταίο ταξίδι μοιάζει με το πρώτο-πρώτο.

Ω να σπάσουν οι πέτρες να λυγίσουνε τα θυμωμένα σίδερα

Ο αφρός να φτάσει ως την καρδιά ζαλίζοντας τα θεριεμένα μάτια

Η θύμηση να γίνει ένα κλαδάκι δυόσμου αμάραντο

Κι από τη ρίζα του να ορμήσουν άνεμοι γιορτής

Εκεί να γείρουμε το μέτωπο

Τ’ αστραφτερά μας πράγματα να ‘ναι κοντά

Στην πρώτη απλοχεριά του πόθου

Η κάθε γλώσσα να μιλεί την καλοσύνη της ημέρας

Ήμερα να χτυπάει στις φλέβες ο παλμός της γης.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (1911-1996)

Απόσπασμα από την ποιητική ενότητα «ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ»

(Κεφ. Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, ΙV, V – Σελ.9-16)

 

Δέκατη έκδοση – Αθήνα 2002

Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία

Προμετωπίδα Γιάννη Τσαρούχη

 

 

Επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου                                                                 

(Προσωπικό αρχείο βιβλιοθήκης)

 

 

 

WOMLAND | ART & LIFESTYLE GUIDE    (Ιούλιος 2012)

Τζούλια Πουλημενάκου: “Τα ποιήματά μου είναι η αλήθεια που αναπνέω”

Ορμητικό ποτάμι το συναίσθημα… Η φόρτιση μέσα της… Ό, τι γεννά η ορμή, μετατρέπεται σε δημιουργία… Ποίηση… Εκ των έσω…

Το δικό της ταξίδι συναισθημάτων και συγκινήσεων, το δικό της ταξίδι στο εσωτερικό της ψυχής της, μεταφέρεται στο χαρτί, και φθάνει σε εμάς, χαρίζοντάς μας ταξίδια στον νοητό κόσμο…

Εμπνέεται από την Πανσέληνο, την γοητεύει η Ανατολή του Ηλίου…

Τζούλια Πουλημενάκου. Μια νέα γυναίκα, ταλαντούχα, με έντονο συναισθηματικό κόσμο, γράφει ποίηση και ζει μέσα από αυτήν…Ανακαλύπτει το είναι της, στο ταξίδι της, με βουτιά στο συνειδητό “είναι”, μεταφέροντας έξω, αριστουργήματα! Το ορμητικό ποτάμι των συναισθημάτων και της δημιουργίας, δεν σταματά.. Είναι τρόπος ζωής γι εκείνη… Από τα δεκαπέντε της χρόνια… Και θα συνεχίσει να είναι.

Γνωρίστε την Τζούλια Πουλημενάκου, μέσα από τη συνέντευξη που μας παραχώρησε, αλλά και μέσα από τα ποιήματά της…Ταξιδέψτε μαζί της… Στον κόσμο της ποίησης που δημιούργησε…

ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

Ήμουν.
Ένα μήνυμα σε κενό μπουκάλι.
Πεταμένο στη θάλασσα.
Γλάροι κατάλευκοι.
Γυαλιστερά κοχύλια.
Μια υπόσχεση δώρο ξεχασμένο.
Ήμουν.
Βρέχομαι με αλμυρό νερό.
Κόκκοι άμμου τα δάκρυα.
Καθρεφτίζεται το πρόσωπο.
Είμαι…

Το ποίημα με τίτλο “ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ” συμπεριλαμβάνεται στην πρόσφατη Ανθολογία ποίησης και πεζού λόγου –πρόσφατη Ανθολογία ποίησης και πεζού λόγου – Αφιέρωμα στον Ποιητή-Ακαδημαϊκό Νικηφόρο Βρεττάκο. Η συμμετοχή της Τζούλιας Πουλημενάκου, είναι 5 ποιήματα.(!!!)

Συνέντευξη στη δημοσιογράφο Βένη Παπαδημητρίου στο διαδικτυακό Magazino Womland/Art & Lifestyle Guide της Μαρίας Τρίγκα 

♦ Η Βένη Παπαδημητρίου συζητά με την Τζούλια Πουλημενάκου για το WomLand

1) Πότε άρχισες να γράφεις ποιήματα;

Σε ηλικία 14 ετών τόλμησα να γράψω το πρώτο μου ποίημα. Ήταν ένα ερωτικό, απλό τετράστιχο ποιηματάκι, αλλά ταυτόχρονα τόσο σημαντικό για μένα.

2) Πώς κατάλαβες ότι έχεις το χάρισμα;

Από εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε μέρα που να μην γράψω κάτι. Είχε γίνει μέρος πια της ζωής μου. Ήμουν σίγουρη ότι αυτό θα κρατήσει πολύ. Είχε βρεθεί τότε στα χέρια μου ένα λογοτεχνικό περιοδικό με ποιήματα του Μιλτιάδη Μαλακάση, του Λάμπρου Πορφύρα, του Κ. Χατζόπουλου και θυμάμαι ότι αυτά τα ποιήματα τα λάτρεψα. Μου άρεσαν πολύ και ταυτίστηκα με αυτά. Έχουν έντονο συναισθηματικό χαρακτήρα και νοιώθω ότι έχω επηρεαστεί από αυτά.

ΑΓΓΕΛΟΣ

Κι όταν το νοιώθω πως σε χάνω
σαν περιστέρι φέρνεις μήνυμα ελπίδας,
όταν τα μάτια μου θολώνουν
και τα χείλη στέκουνε βουβά
μπροστά στην αβεβαιότητα,
εσύ ελπίζεις..

Χωρίς υποσχέσεις και όρκους της στιγμής
φτιάξαμε μι΄αγάπη που μας εκφράζει,
μακριά από το ψέμα και την υποκρισία,
φτιάξαμε για τον έρωτα μια φωλιά στην καρδιά μας..

Στην αγάπη δεν χρειάζονται λόγια.
Αρκεί που κοιταζόμαστε.
Είναι ευκαιρία να μην χάσουμε την ευκαιρία.
Είσαι για μένα και είμαι για σένα,

Ο άγγελος της ψυχής,

Ο ταξιδιώτης του ονείρου,

Ο ταπεινός προσκυνητής..»

3) Ένιωθες σιγουριά γι΄ αυτά που έγραφες, ή ήθελες την επιβεβαίωση από κάποιον, κάποιους δικούς σου ανθρώπους;

Ξεκίνησα να γράφω αποκλειστικά για μένα, για μια δική μου εσωτερική ανάγκη, έβλεπα ότι το να γράφω με βοηθούσε στο να ωριμάσω καλύτερα και να εξωτερικεύω στο χαρτί τον ψυχικό μου κόσμο. Ένοιωθα σίγουρη για αυτά που έγραφα, δεν χρειαζόταν να ζητήσω την γνώμη των δικών μου, ήταν κάτι που αφορούσε εμένα. Οι δικοί μου άργησαν πολύ να δούνε τα ποιήματά μου.

4) Τι είναι ποίηση για σένα;

Η ποίηση για μένα είναι – όπως είπα και παραπάνω – μια ανάγκη να επικοινωνήσω με το έσω μου και έτσι να το εξωτερικεύσω χρησιμοποιώντας τις λέξεις. Έτσι, δίνω δύναμη και πνοή στον εαυτό μου μέσω των ποιημάτων μου. Ο Καρυωτάκης έλεγε ότι “η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε”. Εγώ θα έλεγα ότι είναι το καταφύγιο που ψάχνω και ανακαλύπτω και κάτι διαφορετικό για τον εαυτό μου κάθε φορά. Ακόμα θα έλεγα ότι είναι ένα ταξίδι συναισθημάτων και συγκινήσεων, ένα ταξίδι στο εσωτερικό της ψυχής. Αυτό δεν είναι άλλωστε;

5) Τι σε εμπνέει να γράφεις; Τα θέματά σου είναι συγκεκριμένα ή γενικά;

Τα ποιήματά μου είναι περισσότερο βιωματικά, είναι η ζωή μου, τα λάθη μου, ο έρωτας, η αγάπη, η μοναξιά.. είναι τα όνειρά μου.. Εμπνέομαι από την Πανσέληνο.. Γοητεύομαι από την Ανατολή.. Αφήνομαι στο ηλιοβασίλεμα … έχω γράψει σε ένα ποίημά μου. Η έμπνευσή μου είναι ο συναισθηματικός μου κόσμος. Εμπνέομαι από τα χρώματα, το κόκκινο του έρωτα, το γαλάζιο της θάλασσας.. το μαβί της θλίψης.. Τα ποιήματά μου είναι η αγάπη που παίρνω από τους αγαπημένους μου ανθρώπους που ζουν γύρω μου, είναι η αλήθεια που αναπνέω και η καθημερινότητα που προσπαθώ να ομορφύνω.

ΧΟΡΟΣ

Ψιχάλα.
Διάφανο άγγιγμα στο βαθύ
μπλε της ψυχής..
Ο αέρας παιχνίδι με τη φύση.
Πόσο απέραντο γαλάζιο
χωράει στο βλέμμα;

Έρωτες μακρινοί ορίζοντες
σα ναυάγια στο χρόνο χαμένα,
καρδιές ραγισμένες συντρίμμια του νου,
κοχύλια στην άμμο αφημένα..

Έλα και χόρεψε ανατολής χορό
Έλα και μέθυσε μ΄αιώνιο κρασί..

6) Έχεις εκδώσει κάποια ποιήματά σου; Αν ναι – ποιος είναι ο τίτλος, αν όχι, σκέφτεσαι κάποια στιγμή να προχωρήσεις στην έκδοση όλων όσων έχεις γράψει;

Δεν έχω εκδώσει ακόμα, αν και έχω μια ποιητική συλλογή έτοιμη και σκέφτομαι κάποια στιγμή να προχωρήσω στην έκδοσή της.Πρόσφατα συμμετείχα σε μια ομαδική Ανθολογία ποίησης και λόγου – Αφιέρωμα στα 100 χρόνια του Ποιητή και Ακαδημαϊκού Νικηφόρου Βρεττάκου και είμαι ιδιαίτερα χαρούμενη για αυτή μου τη συμμετοχή.

7) Έχεις συγκεκριμένες στιγμές που γράφεις; Κρατάς σημειώσεις, ή όταν έρχεται η έμπνευση αρχίζεις και γράφεις;

Τις περισσότερες φορές γράφω όταν είμαι συναισθηματικά φορτισμένη, είτε είναι σε λύπη, είτε σε χαρά. Φυσικά όταν έρχεται η έμπνευση πάντα θα έχω μολύβι και χαρτί για να καταγράψω κάτι που σκέφτηκα, οπουδήποτε και να βρίσκομαι.

8) Σε εκτονώνει η συγγραφή; Αισθάνεσαι καλύτερα; Λειτουργείς με την ψυχή; Ποια είναι η Τζούλια;

Σίγουρα όταν γράφω εκτονώνομαι. Είμαι χαμηλών τόνων και η συγγραφή με κάνει να εξωτερικεύομαι και να επικοινωνώ μέσα από αυτήν. Η εσωτερική εκτόνωση είναι λύτρωση για μένα. Αυτό μου προσφέρει το γράψιμο. Νοιώθω σίγουρη για τον εαυτό μου και όμορφα γράφοντας. Σίγουρα λειτουργώ με την ψυχή, τα ποιήματά μου είναι η ψυχή μου..

9) Πιστεύεις ότι ποιητές και συγγραφείς είναι ιδιαίτερες προσωπικότητες, ή όπως όλοι;

Όλοι οι άνθρωποι είμαστε ιδιαίτερες προσωπικότητες, όλοι μας έχουμε την ποίηση μέσα μας. Απλά οι ποιητές και οι συγγραφείς μπορούν να αποτυπώνουν τις σκέψεις τους σ’ ένα χαρτί και να κάνουν τις λέξεις να ζωντανεύουν… Να σε ταξιδεύουν, χωρίς να σε νοιάζει ο προορισμός…Έχουν αυτό το επιπλέον χάρισμα!

10) Θα συνεχίσεις να γράφεις σίγουρα…Η ορμή δε σταματάει, έτσι δεν είναι;

Σίγουρα θα συνεχίσω να γράφω δεν τίθεται τέτοιο θέμα, είναι τρόπος ζωής πια και το γνωρίζω πάρα πολύ καλά αυτό. Άλλωστε, όπως λες, η ορμή δεν σταματάει… Κι αν κάποια στιγμή σταματήσει, πάντα θα υπάρχει κάτι να τη θυμίζει…

Τζούλια, εύχομαι να συνεχίσεις να γράφεις ποιήματα, να είσαι βαθειά συναισθηματική, να βλέπεις τον κόσμο από το οπτικό πεδίο που τον βλέπεις μέχρι σήμερα. Να εμπνέεσαι και να ζεις μέσα από την ποίηση. Να σε διαβάζουμε.. Να διακριθείς, γιατί το αξίζεις πραγματικά…

Βένη Παπαδημητρίου

Αθήνα, 18 Ιουλίου 2012

 

Η Τζούλια Πουλημενάκου έχω τη χαρά να είναι μια πολύ αγαπημένη μου φίλη και γι’ αυτό δεν θέλω να πω πολλά, παρά μόνο πως έχει ιδιαίτερες ευαισθησίες σαν άνθρωπος και μια ποιοτική καλλιτεχνική φλέβα.  Είναι μια σπάνια προσωπικότητα και της εύχομαι τα καλύτερα, αλλά πάνω απ’ όλα να αγγίξει τα όνειρά της!

Μαρία Τρίγκα

Γιατί καταγινόμαστε στην ελληνική φιλοσοφία ακόμα σήμερα, 1400 χρόνια από τότε που ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός έκλεισε (529 μ.Χ.) την τελευταία ελληνική φιλοσοφική σχολή, την Πλατωνική Ακαδημία της Αθήνας; Mιάμιση χιλιετηρίδα χριστιανική παιδεία δεν έφτασε να ξεπεράσει αυτή την «ειδωλολατρική» φιλοσοφία και να την κάνει άχρηστη για μας;  Η φιλοσοφία των νέων χρόνων δεν προχώρησε τόσο πέρα από τα πορίσματα της ελληνικής διανόησης όσο η φυσική επιστήμη κι η τεχνική προχώρησαν πέρα από το σκαλοπάτι που το είχαν φτάσει στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, ώστε να μη χρειαζόμαστε να διδαχτούμε τίποτε απ’ αυτή; Μήπως κάθε λαός και κάθε εποχή δεν έχουν τη δική τους φιλοσοφία, και μπορεί η φιλοσοφία ενός από καιρό περασμένου λαού, όπως οι Έλληνες, να έχει για μας άλλο ενδιαφέρον παρά της αρχαιομάθειας; Τέτοια ερωτήματα είναι υποχρεωμένος να θέτει όποιος καταπιάνεται με τη μελέτη της ελληνικής φιλοσοφίας και να προσπαθήσει ν’ απαντήσει σ’ αυτά.

Πρώτα είναι χωρίς άλλο μια ιστορική περιέργεια, που τραβάει και τον νεότερο άνθρωπο σ΄αυτή τη μελέτη. Η ελληνική φιλοσοφία είναι σπουδαίο συστατικό της ευρωπαϊκής πνευματικής ζωής, που χωρίς αυτή δε θα μπορούσαμε να καταλάβουμε την ανάπτυξή της. Μα σ’ αυτό το καθαρά ιστορικό αντίκρισμα η ιστορία της φιλοσοφίας προβάλλει σα μέρος της ιστορίας του πολιτισμού, πρώτα του πολιτισμού του ελληνικού λαού. Κι είναι μέρος της χωρίς άλλο, αφού το κάθε φιλοσοφικό σύστημα κι οι προσωπικοί του δημιουργοί, ριζώνουν στη γενική πνευματική ιδιοσυγκρασία του καιρού, άρα είναι ιστορικά καθορισμένοι, ακόμα κι όταν ξεπερνούν την εποχή τους, και με τα διανοήματά τους δείχνουν καινούργιους δρόμους στις κατοπινές γενεές. Όμως η ιστορία της φιλοσοφίας έχει και τους ιδιαίτερούς της νόμους, γιατί οι προσπάθειες των φιλοσόφων να λύσουν το κοσμικό πρόβλημα δεν παρουσιάζουν εξωτερική μονάχα και λίγο πολύ τυχαία αλληλουχία, παρά το ένα πρόβλημα φυτρώνει από το άλλο μ’ εσωτερική αναγκαιότητα, το ένα σύστημα σέρνει το άλλο πίσω του σαν προκοπή ή σα συμπλήρωμα, σαν αντίφαση ή σαν αντίθεση. Έτσι κι η ιστορία της φιλοσοφίας ενός λαού καθρεφτίζει την ανάπτυξη της διανόησής του κι η ιστορία της γνώσης καταντάει, από τη δική της μεριά, ένα κομμάτι γνώση της ιστορίας.

Μπορούμε όμως να μιλήσουμε για την ιστορία της φιλοσοφίας σε γενική έννοια; Ο κάθε λαός, ο κάθε πολιτισμένος λαός δεν κατάφερε να κάνει φιλοσοφία. Πολλοί λαοί έχουν αγίους, προφήτες, θρησκευτικούς μεταρρυθμιστές,  πολλοί λίγοι όμως φιλοσόφους. Από τους λαούς της αρχαιότητας υπολογίσιμοι είναι, εκτός από τους Έλληνες, μονάχα οι Ινδοί και οι Κινέζοι. Για τους τελευταίους, αυτοί που ξέρουν τα φιλοσοφικά τους συγγράμματα, λένε πως η γλώσσα τους ακόμα δεν είναι κατάλληλη για φιλοσοφία. Το βαθύτερό τους σύστημα, ο ταοϊσμός του Λάο-Τσε, είναι περισσότερο μυστικισμός παρά φιλοσοφία, ενώ ο Κογκ-Τσε, που κατά τη δική του μαρτυρία ήταν «μεταδότης κι όχι δημιουργός» και σφιχτοκρατιόταν από τη θρησκεία, ήταν περισσότερο κήρυκας ηθικής παρά φιλόσοφος και δεν είχε αντίληψη για μεταφυσικά ζητήματα. Είναι αλήθεια πως οι Ινδοί έβγαλαν διάφορα φιλοσοφικά ζητήματα, η ινδική φιλοσοφία όμως, ακόμα και στα πιο υλιστικά της συστήματα, δε χάνει ποτέ την επαφή με τη θρησκεία, δε γίνεται δηλαδή ποτέ ανεξάρτητη, και με τον απόκοσμό της χαρακτήρα είναι κάτι ολότελα ασυμβίβαστο με την δική μας τη φύση. Όπως κι αν είναι όμως, δεν υπάρχει καμιά συνάφεια ανάμεσα στη φιλοσοφική διανόηση των Κινέζων και των Ινδών είτε ανάμεσα στη διανόηση ενός από τους λαούς αυτούς και των Ελλήνων. Οι τρεις αυτοί λαοί δημιούργησαν τη φιλοσοφία τους αντλώντας από τη δική τους ουσία. Η ελληνική φιλοσοφία όμως έγινε η γενάρχισσα ολόκληρης της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας. Οι φιλοσοφικές ιδέες που βρίσκουμε στα βιβλία των Ρωμαίων δεν είναι πρωτότυπες παρά δανεισμένες από τους Έλληνες και μεταδομένες με το φόρεμα της λατινικής γλώσσας στο μεσαιωνικό και το νεώτερο κόσμο.

Η ελληνική φιλοσοφία έχει, όπως όλα τα δημιουργήματα της ελληνικής διάνοιας, το γνώρισμα του πηγαίου και του θεμελιακού για την ανάπτυξη ολόκληρου του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού. Ποτέ ένας λαός δεν αντίκρισε την ουσία του και τους θεσμούς, τα ήθη και έθιμα που ανάβλισαν απ’ αυτή, με τόσο μεγάλη απροκαταληψία όση οι Έλληνες, κανένας δεν κοίταξε το γύρω κόσμο κι ολόκληρο το σύμπαν με ανοιχτότερο μάτι. Κι η απροκαταληψία αυτή, ζευγαρωμένη με μια δυνατή αίσθηση της πραγματικότητας, που της αντιστοιχούσε μια όχι λιγότερο δυνατή αφαιρετική ικανότητα, τους έκανε ικανούς να καταλάβουν πολύ νωρίς τις θρησκευτικές τους παραστάσεις αυτό που ήταν: πλάσματα της καλλιτεχνικής φαντασίας, και στη θέση ενός μυθικού κόσμου να βάλουν έναν άλλο φτιαγμένο με τη δύναμη της ανεξάρτητης ανθρώπινης διανόησης, του λόγου, που είχε την απαίτηση να εξηγεί την πραγματικότητα από φυσικά αίτια. Αν δεν είναι μικρότερη εκδούλευση το να βλέπει και να θέτει κανείς τα προβλήματα – γιατί το να έχει κανείς απορίες για τις καθιερωμένες, τις απλοϊκές αντιλήψεις, το θαυμάζειν, είναι η αρχή κάθε φιλοσοφίας – από το να τα λύνει, ήδη από την άποψη αυτή οι Έλληνες κατάφεραν πράγματα που θα μείνουν. Όλα τα βασικά ζητήματα της φιλοσοφίας, της θεωρητικής όσο  και της πρακτικής, τα έθεσαν κι απάντησαν με τη χαρακτηριστική για το ελληνικό πνεύμα διάφανη καθαρότητα. Δημιούργησαν τις βασικές έννοιες της φιλοσοφίας, κι επειδή φιλοσοφία και φυσική ήταν στην αρχή αχώριστες, έφτιαξαν επίσης μεγάλο μέρος από τις έννοιες της φυσικής επιστήμης, που μέσα σ’ αυτές κινείται και μ’ αυτές δουλεύει ολόκληρη η κατοπινή ευρωπαϊκή φιλοσοφία κι επιστήμη.

Θεμελίωσαν όλους τους βασικούς κλάδους της φιλοσοφίας, σχημάτισαν όλες τις τυπικές μορφές της κοσμοθεωρίας. Ακόμα κι η εκκλησιαστική φιλοσοφία του Μεσαίωνα, η Σχολαστική, δεν μπόρεσε να κάνει χωρίς αυτή, και, σαν κινδύνευε να ναρκωθεί σ’ ένα παρανοημένο αριστοτελισμό, ήταν πάλι το γνήσιο, το ξαναζωντανεμένο στην Αναγέννηση, ελεύθερο ελληνικό πνεύμα, που ξύπνησε τη νόηση και την έρευνα της εποχής σε καινούργια ζωή κι άνοιξε το δρόμο στη νεότερη φιλοσοφία. Κι άν στην τελευταία αυτή, με την ανάπτυξη των καθέκαστα επιστημών και τα φιλοσοφικά προβλήματα έγιναν πολυπλοκότερα, πάλι τα βγάζει πέρα καλύτερα στις μπερδεψιές  όποιος δε χάνει από το μάτι τις μεγάλες βασικές γραμμές της φιλοσοφικής διανόησης, που οι Έλληνες τις τράβηξαν μια για πάντα,  και ξέρει ν’ ανάγει το περίπλοκο σε απλά αρχικά διανοήματα και να το καταλαβαίνει ξεκινώντας από τέτοια.

Όμως οι διανοητικές οικοδομές των Ελλήνων φιλοσόφων δεν πρέπει να περνούν μονάχα για προπαιδεία της νεότερης φιλοσοφίας, παρά έχουν σαν εξαιρετική συμβολή στην ανάπτυξη της πνευματικής ζωής του ανθρώπου την ιδιαίτερη αξία τους. Ήταν οι Έλληνες που ασφάλισαν ύστερα από αγώνα τη λευτεριά και την αυτοτέλεια της φιλοσοφικής διανόησης, που διαλάλησαν κι επίβαλαν την αυτονομία του λογικού, και μάλιστα από δυο απόψεις. Η «σοφία» στην ελληνική έννοια σήμαινε πάντα δίπλα στη θεωρητική ερμηνεία του κόσμου ένα ορισμένο πρακτικό αντίκρισμα της ζωής.  Εκείνο, λοιπόν, που ξεχωρίζει τον Έλληνα «σοφόν» είναι, κοντά στην ανεξαρτησία της επιστημονικής διανόησης, η επίσης καθαρά λογικά θεμελιωμένη εσωτερική ελευθερία για τη ρύθμιση της ζωής, η «αυτάρκεια». Οι πρωτοπόροι Έλληνες φιλόσοφοι έζησαν κιόλας πάντα σα φιλόσοφοι. Αυτό που ο Νίτσε το είπε «θαρρετή ξαστεριά φιλοσοφικής ζωής» και το είχε παράπονο που αυτό δεν το βρίσκει στους φιλοσόφους των νέων χρόνων. Αν η απουσία θρησκευτικής δογματικής ευνοούσε τις προσπάθειες για τη δημιουργία και διάδοση της φιλοσοφικής ερμηνείας του κόσμου, η πρακτική φιλοσοφία μια που έλειπε ηθική θεμελιωμένη στην αυθεντία της θρησκείας, γέμιζε κυριολεκτικά ένα κενό στην πνευματική κι ηθική ζωή του λαού, μια θέση, που σε άλλους λαούς την έπιανε η πίστη στην αποκάλυψη, που κανόνιζε και την πρακτική ζωή.

Αυτό έδωσε στην ελληνική φιλοσοφία τη μεγάλη της δημοτικότητα και θέση στη ζωή των Ελλήνων κι αργότερα των Ρωμαίων πολύ σπουδαιότερη και πολύ σημαντικότερη από κείνη που πήρε η φιλοσοφία των νέων χρόνων. Η τελευταία, παρ’ όλες τις θεωρητικές επαγγελίες για την ανεξαρτησία της, ήταν πάντα περιορισμένη από τη δύναμη της εκκλησιαστικής ζωής  και μιας ηθικής μπλεγμένης με τη θρησκεία κι έμεινε υπόθεση των λογίων και κτήμα μικρού σχετικά κύκλου. Η ελληνική φιλοσοφία, αντίθετα, επειδή βλάστησε από το πνεύμα του λαού όπως πριν απ’ αυτήν η τέχνη και η ποίηση, είναι οργανικό συστατικό του ελληνικού πολιτισμού και της ανήκει η ίδια υπέρχρονη σημασία, όπως στ’ άλλα δημιουργήματα των Ελλήνων, που με αυτά έχει στα καλύτερά της έργα κοινή την ξετελειωμένη καλλιτεχνική μορφή. Όπως τα τραγούδια του Ομήρου, όπως τα αριστουργήματα της αττικής τραγωδίας και της τέχνης των χρόνων του Περικλή, και το γέννημα αυτό του ελληνικού νου στέκεται εμπρός μας με αμάραντη δροσερότητα.

ΤΣΕΛΛΕΡ – ΝΕΣΤΛΕ

(Μετάφραση από τη Δέκατη Τρίτη έκδοση ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗ)

Αθήνα, Έκδοση Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 1942

 Το ανωτέρω κείμενο είναι από την Εισαγωγή της «Ιστορίας της Ελληνικής Φιλοσοφίας» (Κεφ.Ι)

 

Ο Eduard Zeller (Έντουαρντ Τσέλλερ – 1814-1908) ήταν από τους μεγάλους ιστορικούς της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας.

Ο Wilhelm Nestle (Βίλχελμ Νέστλε), ελληνιστής ζητημάτων ελληνικής φιλοσοφίας, επιμελήθηκε τη νεότερη έκδοση του έργου του Τσέλλερ.

 

Επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου (Προσωπικό αρχείο βιβλιοθήκης)

Πηγή φωτογραφίας του Έντουαρντ Τσέλλερ: intownpost.com