ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ – ΝΕΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ

Τίτλος βιβλίου: “ΠΑΡΑΘΕΡΙΣΤΗΣ”

Συγγραφέας: Γεώργιος Ελ. Τζιτζικάκης 

ISBN: 978-960-382-009-3

Εκδόσεις Κάκτος – Αθήνα 2020

Γράφει η Τζούλια Πουλημενάκου 

O “Παραθεριστής, το νέο βιβλίο του συγγραφέα Γεωργίου Ελ. Τζιτζικάκη (από τις Εκδόσεις Κάκτος), είναι ένα βιβλίο ψυχοθεραπευτικό, ένα βιβλίο αυτοβελτίωσης και αφορά αυτούς που προσπαθούν να διώξουν από το δέρμα τους κι απ’ το μυαλό τους τα τοξικά συναισθήματα, που έχουν δημιουργηθεί από στερεότυπα και ταμπού αλλοτινών εποχών, όπου ευτυχώς σιγά σιγά αρχίζουν να εκλείπουν και η ζωή επιτέλους να μπαίνει στον αληθινό της δρόμο. Ο συγγραφέας με αιχμηρή πένα στο συναίσθημα και στις ανάγκες του, είτε αυτές είναι βιολογικές είτε είναι πνευματικές, κατορθώνει να καρφώσει το μαχαίρι βαθιά στο χώμα και να ξεριζώσει τις άχρηστες ρίζες τής προκατάληψης, είτε είναι του εαυτού μας είτε των άλλων, τοποθετεί τα πράγματα στην πραγματική τους υπόσταση, χρησιμοποιώντας εκείνες τις «κακές» λέξεις, όχι για να προκαλέσει ή να δείξει ότι είναι άνετος στη συγκεκριμένη φρασεολογία, αλλά για να σπάσει αυτό το φράγμα της ενοχής, της ενοχής για τη ζωή, για τον θάνατο, για τη γυναίκα και κατά προέκταση για κάτι τόσο φυσικό, όσο και ο τρόπος που όταν γεννηθήκαμε βγάλαμε την πρώτη μας κραυγή… Γιατί έτσι μας έμαθαν, να ζούμε με προκαταλήψεις και ταμπού, και με μια σφραγίδα ότι όλα αυτά είναι κακά πράγματα και δε θα πρέπει να μιλάμε γι’ αυτά .. κλπ κλπ. Πώς λοιπόν, όντας μεγάλοι πια, θα μπορέσουμε να αποτινάξουμε όλο αυτό από πάνω μας; Πώς θα ξεχωρίσουμε την αληθινή ηθική από την αυθεντικότητα των συναισθημάτων μας; Ένα βιβλίο πραγματικό εγχειρίδιο για το πώς θα ξαναγεννηθεί ο πραγματικός εαυτός μας όταν όλα αυτά είναι ριζωμένα μέσα μας και έχουν διαμορφώσει έναν άλλον άνθρωπο και πώς θα καταφέρουμε να βγούμε από αυτό το απήθμενο σκοτάδι… Και εδώ είναι που ο συγγραφέας κατορθώνει να πετύχει στο τέλος του βιβλίου, να στήσει τις ενοχές του στον τοίχο, τον φόβο , την απόγνωση , την αυτοκτονία , τον θυμό, να τα στριμώξει όλα αυτά και να τα κλειδώσει σε ένα δωμάτιο, όπου μόνο εκείνος έχει τα κλειδιά, και είναι στο χέρι του πώς θα τα χρησιμοποιήσει ή αν θα τα πετάξει στη θάλασσα μια για πάντα. Κι έτσι από το βαθύ σκοτάδι να βγει στο φως…
Όλοι μας έχουμε την ευθύνη των πράξεών μας στην ενήλικη ζωή μας και κανείς άλλος δε φταίει για την άσχημη πορεία της. Ο συγγραφέας μέσα από πραγματικά γεγονότα ή ακόμα και από μυθοπλαστικά στοιχεία, τα οποία τα χρησιμοποιεί ως μέθοδο ψυχοθεραπείας, κατορθώνει να σωθεί από όλα αυτά που τον στριμώχνουν συναισθηματικά, όταν ακριβώς συνειδητοποιεί ότι όλες οι λύσεις βρίσκονται στη δική του σκέψη, όταν ανακαλύπτει ότι το κλειδί της επιτυχίας και της διάσωσης του εαυτού του το είχε εκείνος.
Ο «Παραθεριστής» του Γεωργίου Ελ. Τζιτζικάκη είναι ο ίδιος μας ο εαυτός, εκείνος ο γυμνός εαυτός μας, που αν τον κοιτάξουμε στον καθρέφτη μας το πρωί που θα ξυπνήσουμε και τον παρατηρήσουμε (πριν ακόμα τον καλλωπίσουμε), θα τον δούμε στην πραγματική του διάσταση. Αυτά τα γεγονότα διαπραγματεύεται ο συγγραφέας στο βιβλίο του, καταφέροντας με γλαφυρό και αποκαλυπτικό τρόπο να ξεγυμνώσει τις ενοχές, τα πάθη, τα λάθη, τα αρνητικά συναισθήματα του ανθρώπου και να τα επαναφέρει στην αληθινή τους διάσταση, εκείνη που ο άνθρωπος λυτρώνεται και  επαναπροσδιορίζει τη ζωή του στην κοινωνία σε νέες, ουσιαστικότερες βάσεις.
Τζούλια Πουλημενάκου
Ποιήτρια
28/10/2020

Απόσπασμα από το βιβλίο (σελ.175): 

“Εντέλει, η όποια ευτυχία προσδοκάς να ζήσεις στη ζωή σου δεν θα έρθει μόνη της, εσύ θα πρέπει να την προκαλέσεις και να τη δημιουργήσεις, ενώ συνήθως έρχεται μετά από δεκάδες πίκρες και εκατοντάδες αποτυχίες μας. Οι ήττες μας είναι αυτές που μας ωθούν να δούμε το λάθος μας, να το διορθώσουμε και να κερδίσουμε μια επόμενη μάχη (ακόμη κι αν ώς τότε ηττηθούμε δεκάδες ακόμη φορές).

Στην περίπτωση της Τζέσι, ναι, ίσως, εκτός από το σκληροτράχηλο τσαγανό της, να έπαιξε ρόλο και μια ανώτερη δύναμη, εκείνη που τη γούσταρε ως ψυχή και της έφερε στον δρόμο από το πουθενά μια πέτρα χρυσού, όμως εγώ ποτέ δεν πίστεψα πως όντως είχε βρει εκείνη την πέτρα. Ακόμα κι αν τη βρήκε, αυτό δε λέει τίποτα. Μεγαλώνοντας, γνώρισα πολλούς ανθρώπους που βρήκαν θησαυρούς στους δρόμους τους, μα είχαν μάτια τυφλά για να τους δούνε και χέρια δειλά για να τους πιάσουνε. Άλλοι πάλι, από μόνοι τους, αρνούμενοι να αποδεχτούν τα χίλια κομμάτια τους (και έτσι να βοηθηθούν και να βοηθήσουν τον εαυτό τους), ακόμα και μια πέτρα χρυσού να έβρισκαν στον δρόμο τους, θα την πετούσαν στον καθρέφτη τους για να τον θρυμματίσουν – ετούτο θα το έκαναν όχι επειδή το θέλουν, μα γιατί τους είναι πιο γνώριμος ο πόνος, το βάσανο, η διάλυση, η υποχώρηση, παρά η μάχη, η ελπίδα, το θάρρος και η λύτρωση που πάντα απαιτεί προσπάθεια και ριζική αλλαγή διαδρομής.”

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ:

Ο Γεώργιος Ελ. Τζιτζικάκης γεννήθηκε το 1981, ζει στην Αθήνα και κατάγεται από τα Χανιά. Έχει σπουδάσει Διοίκηση Επιχειρήσεων και Δημόσιες Σχέσεις, από το 2008 κατέχει τον τίτλο του Reiki Therapist Of Usui System of Natural Healing, και έχει δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά στον χώρο της καλλιτεχνικής βιβλιοδεσίας. Η ενασχόλησή του με τη συγγραφή ξεκινά από τα εφηβικά του χρόνια. Στα δεκαεπτά του κερδίζει βραβείο από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών για το διήγημά του “Ο ζητιάνος” και εκδίδεται το πρώτο του βιβλίο με τίτλο “Σιωπή…η δυνατότερη κραυγή…”. Έκτοτε, έχει γράψει μυθιστορήματα, συλλογές διηγημάτων, θεατρικά έργα, παραμύθια και στίχους για τραγούδια. Συνεργάζεται με εκδοτικούς οίκους της Ελλάδας ως αξιολογητής κειμένων και σύμβουλος εκδόσεων και αρθρογραφεί για θέματα που αφορούν στη λογοτεχνία, τη μουσική και το θέατρο, ενώ επί σειρά ετών έχει ασχοληθεί με την παραγωγή μουσικών εκπομπών στο ραδιόφωνο. Ο “Παραθεριστής” είναι το όγδοο βιβλίο του συγγραφέα και αποτελεί ένα auto-fiction μυθιστόρημα, βασισμένο σε πραγματικές εμπειρίες, η καταγραφή του οποίου αποτέλεσε για τον ίδιο ένα πρότυπο θεραπευτικό πείραμα.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

“Σιωπή…η δυνατότερη κραυγή…” Διηγήματα, 2000

“Ένα γέλιο…που έκλαιγε…”, Διηγήματα, 2005

“Να μην ξεχάσω να ξυπνήσω”, Μυθιστόρημα, 2010, Ιωλκός

“Γυναίκα η Κόλαση… Γυναίκα ο Παράδεισος”, Διηγήματα, 2012, Περίπλους

“Τ’ αηδονιού το δάκρυ”, Μυθιστόρημα, 2015, Ωκεανίδα

“Ένα δράμι δύναμης”, Μυθιστόρημα, 2016, Ωκεανίδα

“Αντίο δεν είπα, ακόμη ζω”, Διηγήματα, 2018, Ωκεανίδα

“Παραθεριστής””, Μυθιστόρημα, 2020, Κάκτος

   

                                                     Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Οκτώβριος 2020

 

 

Μυθιστόρημα (Απόσπασμα)

Κεφάλαιο 10ο : «Οι σχέσεις μας με τα όνειρα»

     Πόσες χιλιάδες όνειρα έχω δει – αμέτρητα. Και βλέπω ακόμα. Άλλα μ’ αρέσουν και θέλω να κρατήσουν όλη τη νύχτα, όλη τη ζωή. Άλλα μου σφίγγουν την καρδιά και θέλω να ξυπνήσω, να γλιτώσω από δαύτα. Κι όταν ξυπνάω φοβάμαι να ξανακοιμηθώ μη μ’ αρπάξουν πάλι στα νύχια τους τα ίδια και χειρότερα. Όταν όμως βλέπω καλά όνειρα δε θέλω να ξυπνήσω για να συνεχιστούν, και λέω μέσα στον ύπνο μου «τι όμορφα, τι όμορφα», και λέω να τα θυμηθώ σαν θα ξυπνήσω για να μη μου φύγουν και να τα πω σε κάποιον για να χαρεί κι αυτός ή να τα γράψω. Μα όταν ξυπνάω, πολλές φορές, δε θυμάμαι απολύτως τίποτα και μένω με την αίσθηση μιας μεγάλης απώλειας, πολύ θλιμμένος, χαμένος, σιωπηλός, κι ύστερα σαν προβληματισμένος, και μου φταίει το μαξιλάρι, το σεντόνι, το δεξί μου χέρι, το ‘να παπούτσι μου που δεν ξέρω πώς βρίσκεται στη μέση της κάμαρας ή το ξυπνητήρι στο κομοδίνο που ο λεπτοδείχτης του κινείται πολύ πιο αργά απ’ το μυαλό μου και δεν καταφέρνω να τα συντονίσω για να σκεφτώ με συνέχεια τη σκέψη μου. Άλλοτε πάλι θυμάμαι ένα όνειρο μέσες άκρες και τρέμω μη μου φύγουν και προσπαθώ να τ’ αναπλάσω, να τα συναρθρώσω, και παρεμβαίνουν κι άλλα νόθα κομμάτια και μπερδεύονται, αλλάζουν θέσεις, τροποποιούνται, κι εγώ μένω απέξω, κι αρχίζω μάλιστα να κάνω μιαν επιλογή «αυτό θα κρατήσω», «αυτό θα πετάξω», και πολύ ενοχλούμαι απ’ αυτή μου την ανάμιξη που την ξέρω και τη χαρακτηρίζω π α ρ α χ ά ρ α ξ η, γιατί σκληραίνει αφόρητα η άυλη ύλη του ονείρου, χώρια που αρχίζει κιόλας να λογικοποιείται και να συμβολοποιείται και να προτείνεται σε ψυχολογικές ή κοινωνικές ερμηνείες ή ακόμη σε ηθικά παιδαγωγικά συμπεράσματα. Ε, τότες όλα παν κατά διαόλου. Και παιδεύουμαι απ’ την αρχή ν’ αφαιρέσω τις άγαρμπες προσθήκες και να διατηρήσω λίγα έστω αποσπάσματα απ’ την πρώτη αέρινη ουσία. Δε βγαίνει πάλι τίποτα της προκοπής. Καμιά φορά όμως, σπάνια, βέβαια, ξαναθυμάμαι ένα ο λ ό κ λ η ρ ο όνειρο, και κυκλοφορώ μέσα του, κι είμαι μέρος του, όπως στο «Σκιώδη χώρο» ή στο «Όνειρο με τους κρίνους», κι είμαι κι εγώ αέρινος – ένα μετέωρο χαμόγελο, ένας δημιουργός αδημιούργητος που δεν θέτει ερωτήσεις, δεν του θέτουν ερωτήσεις, δε χρωστάει καμιάν απάντηση στους άλλους ή στον εαυτό του, ελεύθερος μέσα στο άπλετο α ν ε ξ ή γ η τ ο που είναι (ίσως) το θάμβος, η ομορφιά, η άγνοια, η μαγεία, ο έρωτας, όλος μαζί ο έρωτας κι ο θάνατος, η αιωνιότητα ορατή και μεταφυσική, η αγνότητα, η αγιοσύνη. Ζω λίγες ώρες μέσα σ’ αυτή τη μέθη και ξαφνικά τινάζομαι, χτυπάω τα μεριά μου για να βεβαιωθώ πως ξύπνησα, πως είμαι εγώ,  πως είμαι εδώ, όχι άγγελος ή σύννεφο ή αερόστατο, εγώ, ένας άνθρωπος πλάι στους ανθρώπους, εδώ, στη γη, στην πατρίδα του ανθρώπου, μέσα στ’ όμορφο θνητό μου σώμα, και ξαναχτυπάω τα μεριά μου σαν τον Οδυσσέα, που οι Φαίακες τον βγάλαν κοιμισμένον απ’ το πλοίο και τον αποθέσαν στα πατρικά του χώματα κι έφυγαν, κι όταν ξύπνησε αυτός τα χαράματα στην Ιθάκη, δεν ήξερε που βρίσκεται κι άρχισε να μετράει τα χαλκώματα, ίσως για να εντοπιστεί με συμφέρουσες πρακτικές απασχολήσεις.

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ,  Ι

Τον βγάλαν απ’ το πλοίο κοιμάμενον, μαζί με τις κουβέρτες του,

τον άφησαν μαλακά στη στεριά, λίγο πιο πάνω απ’ το λιμάνι του Φόρκινα,

μπροστά στο σπήλαιο, κάτω απ’ την ελιά· αποθέσαν πλάι του

τα δώρα των Φαιάκων – τρίποδες, χαλκώματα, λεβίτια –

κι έφυγαν πάλι. Σαν ξύπνησε εκείνος

μήτε φαντάζονταν που το φιλόξενο καράβι, που τον έφερε,

είχε πετρώσει κιόλας σε έμπα της Σχερίας,

στο λιμάνι κατάντικρυ·  μήτε και γνώρισε καθόλου

τα πατρικά του χώματα. Θεϊκή καταχνιά τον περιέβαλλε

μετά την εικοσάχρονη δοκιμασία. Ωστόσο

μέτρησε τα χαλκώματα ένα ένα, μη του κλέψαν τίποτες.

Κι η πονηριά, μήτε και τούτη τη στιγμή, δεν του ‘λειψε,

Όταν ρωτούσε τ’ όμορφο βοσκόπουλο, να μάθει

τον τόπο τούτο που πατούσε, τα συνήθεια του. Κι η Θεά

όχι μονάχα το ανεχόταν, το απαιτούσε κιόλας, το καμάρωνε.

Έπρεπε τρόπος να βρεθεί μη χαθεί τίποτα

από τις μνήμες του μεγάλου ταξιδιού, από τα δώρα που έλαβε και θ’ άφηνε.

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ,  ΙΙ

Σαν ξύπνησε, λοιπόν, κοίταξε ολόγυρα –

δέντρα, βραχώδη μονοπάτια, ευρύχωρα

λιμάνια κάτω, ένα σύννεφο στο νότο· –

τίποτα, τίποτα δεν ήξερε. (Τάχα να τα ‘βρισκε

τρανότερα ή μικρότερα;). Κείνο που πιότερο

ονειρευόταν, τώρα που έφτασε, έμοιαζε

πιότερο ξένο και άγνωστο. Μη φταίξιμο ήταν

του μακριού χρόνου ή φταίξιμο της γνώσης

έξω απ’ τον χρόνο; Με τις δυο παλάμες του

χτύπησε τα μεριά του να βεβαιωθεί πως ξύπνησε.

«Πού βρίσκομαι;» είπε μόνο. Κι ύστερα

σαν το σκυλί που βγαίνει από μεγάλη πόρτα, χάραμα,

εκεί, στη ρίζα της καλής ελιάς, αλάφρωσε.

Τινάζουμαι, λοιπόν, απ’ το κρεβάτι. Πηγαίνω στο μέρος ν’ αλαφρώσω κι εγώ. Ακούω το κάτουρό μου στη λεκάνη. Και ε ί μ α ι, και είμαι ε δ ώ. Επιστρέφω απ’ τη θεϊκή καταχνιά στα πράγματα και στα γεγονότα. Ρίχνω μπόλικο νερό στο πρόσωπο και στα μαλλιά μου. Ψήνω τον καφέ μου. Ανάβω  τσιγάρο. Φυσώ τον καπνό απ’ τα ρουθούνια και το στόμα μου βγάζοντας έξω τον προηγούμενο φόβο μου μήπως εξαερωθώ μες στ’ όνειρο. Μέσα μου σχηματίζονται ολοζώντανες οι λέξεις. Ονομάζω φιλικά τ’ αντικείμενα που μας προσδιορίζουν και μας επιβεβαιώνουν τη θέση μας και την πορεία μας. Λέω: κρεβάτι, τραπέζι, παράθυρο, καρέκλα, ποτήρι, φλιτζάνι. Κι είναι πράγματι φλιντζάνι. Το πιάνω από το συμπαθητικό χερούλι του, το ανεβάζω στα χείλη μου και ρουφάω τον καφέ μου. Ενώ στ’ όνειρο, μόλις έκανα να το σηκώσω, διαλύθηκε το φλιτζάνι κι έμεινε ο καφές στο σχήμα του φλιτζανιού , μα δεν είχε χερούλι να τον πιάσω και να τον φέρω στο στόμα μου κι υποχρεώθηκα να σκύβω το κεφάλι μου κάθε τόσο για να πίνω γουλιά γουλιά τον καφέ μου, ακριβώς όπως κάνουν οι κότες όταν πίνουν νερό στη γούρνα της αυλής. Το ίδιο ανεβοκατεβάζαμε τα κεφάλια μας. Μα, για να πω την αλήθεια, μ’ άρεσε κιόλας – να τρώω και να πίνω σαν πουλί –όχι, βέβαια, κότα, μα περιστέρι ή έστω σπουργίτι. Τώρα, λοιπόν, κάθουμαι στο τραπέζι μου, πίνω τον καφέ μου, καπνίζω, ψαχουλεύω τα χαρτιά μου, κάνω τις αναγνωρίσεις μου, κάτι σημειώσεις ορνιθοσκαλίζω (μη και ξεχάσω), μετράω κι εγώ ένα ένα τα χαλκώματά μου, τους μαντικούς τρίποδες, τα λεβίτια της μαγειρικής και της πλύσης, γιατί πρώτος ο Όμηρος με δίδαξε να βρίσκω τρόπους μη χαθεί τίποτα από τις μνήμες του μ ε γ ά λ ο υ   τ α ξ ι δ ι ο ύ, από τα δώρα που έλαβα και θ’ άφηνα – μη χαθεί τίποτα από τ’ όνειρο, τον μύθο και την ιστορία. Μήπως και τ’ όνειρο δεν είναι ένα μεγάλο ταξίδι μέσα στο πριν, στο τώρα, στο μετά, μες στο δικό μας άγνωστο και στ’ άγνωστο του κόσμου, μες στο αιώνιο; Φτάνει να βρεις την ώρα και τον τρόπο να το πεις και να το πράξεις, κι είναι έτσι σα να πετυχαίνεις  το ακατόρθωτο. Γι’ αυτό κι εγώ πασκίζω νύχτα μέρα να καταγράψω τα όμορφα και τα καλά του κόσμου, να γίνει πιο καλή (όσο γίνεται) η ζωή για μένανε και για όλους. Και τώρα δα θυμήθηκα κι άλλο ένα όνειρο και θέλω να σας ιστορήσω και τα δύο του μέρη, γιατί ‘τανε στ’ αλήθεια χωρισμένο σε δύο μέρη ή σε δύο πράξεις. Λοιπόν, βρισκόμουνα κάπου κοντά στη θάλασσα (δεν ξέρω αν στην ακρογιαλιά ή μες στη θάλασσα ή πάνω στη θάλασσα), και μες στη θάλασσα ήταν ένας ανεστραμμένος κώνος από άψητο πηλό – όχι ένας κώνος που επιπλέει και τραμπαλίζεται σαν μισοβυθισμένη βάρκα, αλλά χτισμένος μες στη θάλασσα, με την αιχμή του στηριγμένη στον πάτο και με τα χείλια του δυο σπιθαμές πάνω απ’ τη θάλασσα, σχηματίζοντας έναν κύκλο από γαλήνιο φωτεινό νερό ενώ γύρω του χτυπιόταν η φουρτούνα. Και παραξενευόμουνα πώς δε θρίβεται ο πηλός απ’ τα κύματα, αφού εγώ μια στιγμή μόλις ακούμπησα τα χέρια μου πάνω του και γέμισαν τριμμένον άργιλο. Τότε (μήτε και τώρα ξέρω πως) καμιά εικοσπενταριά μικρά παιδιά, αγόρια και κορίτσια ολόγυμνα, βρεθήκανε πιασμένα με τα χέρια τους στο στόμιο του κώνου, γύρω γύρω, φτιάχνοντας μια μεγάλη ωραία μαργαρίτα. Σκύβανε τα κεφάλια τους στο φωτεινό νερό κι εκεί καθρεφτιζόντανε τα όμορφα πρόσωπά τους φτιάχνοντας έναν άλλο κύκλο μέσα στο νερό νερένιο και ξαφνικά μύρια χρυσόψαρα γεμίσανε τον μέσα κύκλο σα χρυσόσκονη της μαργαρίτας. Ύστερα φτάσαν οι μεταλλωρύχοι με  πελώριες νταλίκες, βγάλαν τα ρούχα τους, ντυθήκαν βατραχάνθρωποι, σηκώσανε τον πήλινο κώνο και τράβηξαν δεν ξέρω κατα πού. Χαθήκανε. Μόνο ακουγόταν το νερό που κρουνέλιζε στον πέρα δρόμο καθώς άδειαζε ο κώνος, αλλά δεν είμαι βέβαιος αν ακουγόταν θόρυβος νερού μες στ’ όνειρο. Τότε εγώ βρέθηκα μόνος στη στεριά κι ίσως έβρεχε κι έκανε μαύρο. Εκατοντάδες μαύρες ομπρέλες περπατούσαν μόνες τους μισό μέτρο πάνω απ’ τη γη – φαίνεται κρατημένες απ’ τα χέρια υπόγειων ανθρώπων, και το παράξενο είναι πως διόλου δεν παραξενευόμουν που οι ομπρέλες, αν και τα χερούλια τους τα κράταγαν ανθρώποι κάτου απ’ τη γη, αυτές διασχίζανε ανεμπόδιστα τη γη σα να ‘ταν αέρας. Το ΄βρισκα πολύ φυσικό. Κι ήταν. Μα ενώ κοιτάω τις ομπρέλες κι αρχίζω να πιάνω φιλίες μαζί τους, παίρνει το μάτι μου στον δρόμο κάτι που γυαλίζει – ένα ζευγάρι ματογυάλια. Τα σηκώνω. Τα σκουπίζω με τη ζερβιά άκρη του σακακιού μου. Τα φοράω. Τι ‘ναι αυτό, θε μου; Τι φως; Άσπρο φως, άσπρο, κάτασπρο. Δε βρέχει. Όχι. Χιονίζει. Ούτε χιονίζει. Το άσπρο δε διαστίζεται από νιφάδες. Έχει χιονίσει. Η πλαγιά του βουνού είναι σαν μπαμπάκι. Αυτός που κατηφορίζει παραπαίοντας απ’ το βουνό μοιάζει με τον Νιζίνσκι. Ναι, αυτός είναι. Γερασμένος. Τρεκλίζει. Αυτός με τα πουλίσια πόδια. Το ‘χει σκάσει απ’ το σπίτι του. Έχει θυμώσει με τη γυναίκα του γιατί αυτή επιμένει να τον ταΐσει κρέας. Κι αυτός δε θέλει. Δε θέλει να τη βλέπει μήτε αυτή να τρώει κρέας. Και το ‘σκασε. Μα πού πάει; Τα πόδια του βουλιάζουν στο χιόνι. Θα σωριαστεί. Κάπου είναι κρυμμένος ο φονιάς. Ετούτος ο χιονοσωρός είναι τάφος. Δυο ξερά παλούκια είναι μπηγμένα πάνω του. Εδώ θα τον έχουν θάψει. Το ξέρει καλά ο Νιζίνσκι. Προχωρεί. Μα πού τραβάει επιτέλους; Φτάνει στο χείλος του γκρεμού. Θα γκρεμοτσακιστεί. Μα, να, εκεί στην άκρη, ένα μικρό δέντρο. Το αγκαλιάζει. Στεριώνεται και πισωπατάει. Πλησιάζω. «Το ‘δες;» μου λέει. «Το ‘δα» του λέω. «Μ’ έπιασε με τα δυο του χέρια ο Θεός απ’ τη μέση. Με κράτησε. Δε μ’ άφησε να πέσω». «Ναι», του λέω. «Αυτό σημαίνει πως πρέπει να γυρίσω σπίτι μου». «Ναι», του λέω. «Είμαι κι εγώ Θεός», μου λέει. «Ήσουν», του λέω, κι αμέσως διορθώνω: «Είσαι», του λέω.  Κάνει να μου πάρει τα γυαλιά μου. Του σπρώχνω το χέρι. Εξαφανίζεται. Στεριώνω τα γυαλιά στη μύτη μου, γιατί δε στεριώνουν  καλά πίσω απ’ τα αυτιά μου. Ο φωτισμός αλλάζει. Ξάστερη νύχτα. Στο βάθος της λεωφόρου, ωραία φωτισμένης από ψηλούς φανοστάτες, βλέπω  τον Τέλη καβάλα στη μοτοσικλέτα του. Έρχεται ολοταχώς κατευθείαν προς εμένα. Σταματάει χωρίς να σβήσει τη μηχανή. «Έρχεσαι βόλτα με τον γάιδαρό μου;» λέει. «Πάμε» του λέω. Καβαλικεύω πίσω του. Φεύγουμε, αστραπή. Τον αθεόφοβο. Γλιστράει ανάμεσα σε δυο λεωφορεία, τρέχει πότε δεξιά, πότε αριστερά, προσπερνάει αυτοκίνητα, δε σταματάει με το κόκκινο φανάρι, προσπερνάει και τις δυο νταλίκες των μεταλλωρύχων, «πιο αργά – του φωνάζω – θα τσακιστούμε». Αυτός τίποτα. Σφίγγω τα χέρια μου στα δυνατά πλευρά του. Ο αέρας τής ταχύτητας μού τινάζει μπρος πίσω τα μαλλιά. Απαγκιάζω πίσω απ’ τις γερές του πλάτες, πίσω από το κράνος του, σαν πίσω από κάποιον γιγαντόσωμο χαλκοντυμένο πολεμιστή. Όχι. Ντύνομαι ολόσωμον τον Τέλη, θωρακίζομαι ολόσωμος με μιαν άτρωτη χαλύβδινη πανοπλία. Δεν έχω μήτε αχίλλειον πτέρνα. Του σφίγγω πιότερο τα ρωμαλέα του πλευρά και κολλάω πάνω του. «Μη, – φωνάζει – με γαργαλάς». Γελάω. Κατεβάζω τα χέρια μου στη μέση του. Το  ίδιο κρουστή και ρωμαλέα κι αυτή. Τρέχουμε. Φεύγουμε. Πετάμε. Δεν είναι πια δρόμος, αυτοκίνητα, φανάρια. Μόνο ουρανός. Πετάμε στη γραμμή του γαλαξία, με τρομερή ταχύτητα – μια ακίνητη σχεδόν ταχύτητα. «Θες στραγάλια;» μου φωνάζει. «Βάλε το χέρι σου στη δεξιά τσέπη του μπουφάν μου και πάρε». Βάζω το χέρι μου στην τσέπη του. Πιάνω μια φούχτα στραγάλια. Είναι ζεστά απ’ το σώμα του. Τα ροκανίζω ένα ένα, ενώ με το ζερβί μου χέρι κρατιέμαι πιο σφιχτά απ’ τη μέση του. Ακούω το τρίξιμο των δοντιών μου. Απ’ το τρίξιμο ξυπνάω. Έχει ξημερώσει. Πριν ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου τρέχω στη βιβλιοθήκη μου, βρίσκω το «Ημερολόγιο του Νιζίνσκι». Το ξεφυλλίζω. Διαβάζω το μέρος που είχα δει στον ύπνο μου. Ρίχνω ματιές και σε άλλες σελίδες της ωραίας του τρέλας.  Και μήπως τα όνειρά μας δεν είναι η δικιά μας τρέλα που τη ζούμε στον ύπνο μας για να μπορούμε τη μέρα να μην είμαστε τρελοί, να τη θυμόμαστε και να ‘μαστε συγκρατημένοι, κι αποφεύγοντας τις υπερβολές της (που τις ζήσαμε ωστόσο στο ακέραιο) να κάνουμε με μέτρο σωστά τη δουλειά μας; Και θαρρώ πως κάποιος σοφός είχε πει: «σοφία δεν είναι παρά η συνειδητοποίηση και πολιτογράφηση της παραφροσύνης». Εγώ δεν ξέρω απ’ αυτά. Διαβάζω πιο κάτω στο «Ημερολόγιο του Νιζίνσκι» κάποιες αράδες που μ’ άρεσαν και τις έχω από τότε υπογραμμίσει. «Μόλις σήμερα, στο γεύμα, μπόρεσα να παρατηρήσω την πεθερά μου. Ζήτησε ένα μανταρίνι, κι εγώ της πρόσφερα αυτό που ‘χαν φυλάξει για μένα, λέγοντάς της πως δε θα με πείραζε να φάω εγώ πορτοκάλι. Το πήρε δίχως να βγάλει άχνα. Δεν της έκρυψα πως αυτό δε μ’ άρεσε καθόλου μα καθόλου. Ο πεθερός μου, ο Όσκαρ, παίρνει αμέσως το μέρος της. Εγώ παίρνω πίσω το μανταρίνι. Δίνω το μισό στον Όσκαρ, το άλλο μισό στη γυναίκα μου. Όμως αυτή δε θέλει να το πάρει, νομίζοντας πως θέλω να το φάω εγώ. Το ξαναβάζω, λοιπόν, στο πιάτο της πεθεράς μου. Αυτή αρνείται να το φάει και δε λέει λέξη». Βρε τη γριά-γκιόσα (αυτό δεν το γράφει ο Νιζίνσκι, το λέω εγώ). Καλά το λένε πως αυτός που δεν έχει μάθει να λέει ευχαριστώ δεν έχει γίνει ακόμα άνθρωπος. Όταν βγω έξω θα πάω στον διπλανό μανάβη ν’ αγοράσω πολλά μανταρίνια. Όχι πορτοκάλια. Και δε θα δώσω ούτε μισό στη γρια-γκιόσα, κι ας είναι και σπουδαία ηθοποιός. Θα τα φάμε όλα οι δυο μας, ξεφλουδίζοντάς τα με τα δάχτυλά μας, οι δυο μας, αντικριστά, ξιπόλητοι (για να βλέπω τα φτερωτά του ακόμη πόδια), εγώ κι ο Νιζίνσκι. Τα κουκούτσια και τα φλούδια θα τα ρίξουμε στο πάτωμα, να χρυσίζουν στον ήλιο που μπαίνει απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο και να μοσκοβολάνε. Τα πέντε που μείνανε θα τα δώσω στον Πέτρο.

ΚΑΡΛΟΒΑΣΙ,  9 VIII.83

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ (1909-1990)

Λογοτέχνης

 Απόσπασμα από το Μυθιστόρημα «ΜΕ ΤΟ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΤΟΥ ΑΓΚΩΝΑ»

Κεφάλαιο 10ο «Η σχέση μας με τα όνειρα» (σελ.120-131)

Δεύτερη Έκδοση

Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ – Αθήνα 1984

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ:

Ο Γιάννης Ρίτσος  (Μονεμβασιά, 1 Μαΐου 1909 – Αθήνα, 11 Νοεμβρίου 1990) ήταν ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές με διεθνή φήμη και ακτινοβολία. Δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα και μελέτες. Τα έργα του συμπληρώνουν πολλές μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα. Αρκετά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες. Πολιτικά ανήκε στην Αριστερά (συγκεκριμένα στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας και την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά).

Ο Ρίτσος νόσησε από φυματίωση, ξεπέρασε την ασθένεια (πράγμα δύσκολο για την εποχή) και πέρασε από υλικές και ηθικές δοκιμασίες. Στο σανατόριο του «Σωτηρία», όπου νοσηλευόταν, ήρθε κοντά με τον μαρξισμό και την Αριστερά, πράγματα που επηρέασαν βαθύτατα την ποίησή του και τον τρόπο ζωής του. Αφού πέρασε από διάφορα σανατόρια, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως αυτοδίδακτος σκηνοθέτης στην Εργατική Λέσχη και ως ηθοποιός και χορευτής σε επιθεωρήσεις.

Η αγωνιστική του έφεση και η επαναστατική του φύση τον οδηγούν στην προσχώρηση του κινήματος των «Πρωτοπόρων» και κατόπιν, το 1942, στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, ενώ έγινε μέλος και του Κ.Κ.Ε. Αργότερα αρχίζουν οι εξορίες στη Λήμνο, στη Μακρόνησο και στον Άγιο Ευστράτιο. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, προσχώρησε στην Ε.Δ.Α.

Το 1956 ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση και στην Κούβα. Κατά τη διάρκεια της χούντας των Συνταγματαρχών εξορίστηκε και πάλι, αρχικά στη Γυάρο και κατόπιν στη Λέρο Με το πέρας της δικτατορίας και τη μεταπολίτευση, ο Ρίτσος έγινε ευρέως γνωστός, τόσο στον ελλαδικό χώρο, όσο και στο εξωτερικό, ενώ ακολούθησαν πολλές διακρίσεις και βραβεύσεις.

Η Σονάτα του Σεληνόφωτος, ο Επιτάφιος και η Ρωμιοσύνη είναι κάποια από τα σημαντικότερα ποιήματα του Ρίτσου, ενώ έχει κάνει και πολλές μεταφράσεις ξένων ποιητών όπως του Ναζίμ Χικμέτ, του Αλεξάνδρου Μπλοκ, του Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι κ.ά. Πολλά ποιήματα του Ρίτσου έχουν μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη, γνωστότερα εξ αυτών: Η Ρωμιοσύνη και ο Επιτάφιος και άλλα.

Μεταξύ των τιμητικών διακρίσεων του Ρίτσου περιλαμβάνονται το κρατικό βραβείο ποίησης και το βραβείο Λένιν. 

 

Πηγή βιογραφικού: el.vikipedia.org

 

Επιλογή και μεταφορά κειμένου από το πρωτότυπο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό Αρχείο Βιβλιοθήκης)

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Οκτώβριος 2020

 

Ημερομηνία/Ώρα
18/10/2020 – 27/12/2020
18:00 – 19:30

Τοποθεσία
Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών & Μουσικής Β&Μ Θεοχαράκη

Μία παράσταση για όλη την οικογένεια.

Το ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη και η Ομάδα The Young Quill συνεργάζονται για πρώτη φορά με αφορμή τη θεατρική παράσταση «Ένα σπίτι από γυαλί»! Από τις 18 Οκτωβρίου 2020 και κάθε Κυριακή στις 18:00 στο αμφιθέατρο του Ιδρύματος. Η πλοκή του έργου διαδραματίζεται στην Αθήνα της δεκαετίας του ΄50 και φωτίζει προβληματισμούς και αντιλήψεις που ισχύουν μέχρι σήμερα, ενώ παράλληλα πραγματεύεται τις δυναμικές των σχέσεων που δημιουργούνται ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας, εξ’ αιτίας των ιστορικών και κοινωνικοπολιτικών συνθηκών που επικρατούν στη χώρα. Η σκηνοθέτις Αικατερίνη Παπαγεωργίου σημειώνει: «Το έργο κινείται σε ένα σχετικά ρεαλιστικό πλαίσιο ακολουθώντας όμως το ονειρικό ύφος του πρωτότυπου. Πρόκειται για ένα διαχρονικό έργο αναμνήσεων, που επιτρέπει στους μικρούς σε ηλικία θεατές να διαχειριστούν λεπτές έννοιες, ερωτήματα και αλήθειες όπως, η μοναξιά, η ανάγκη για κοινωνική ανέλιξη, η αποφυγή αποδοχής της πραγματικότητας, η διαφορετικότητα,  οι συμπεριφορές των γονιών που υψώνουν φράχτες ανάμεσα στους ίδιους και στα παιδιά τους, η έλλειψη επικοινωνίας, η εσωτερική ανάγκη για δραπέτευση είτε διανοητική είτε πραγματική».

Η υπόθεση:

Κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’50, η Αδαμαντία μία ηρωική και ιδιαίτερα αυταρχική μητέρα ζει με τα δύο της παιδιά τον Θωμά και τη Δάφνη  σε μία φτωχική γειτονιά της Αθήνας. Τα δυο αδέλφια μέσω της τέχνης δραπετεύουν από την πραγματικότητα που τα πληγώνει. Ο νεαρός Θωμάς, ζωγραφίζει και λατρεύει το σινεμά. Η Δάφνη, που είναι χτυπημένη από πολιομυελίτιδα και κουτσαίνει, ζει περισσότερο μέσα στο σπίτι, αποδεχόμενη την ιδιαιτερότητά της και έχοντας δημιουργήσει έναν δικό της κόσμο γεμάτο από μινιατούρες γυάλινων ζώων. Η Αδαμαντία δεν μπορεί να αποδεχθεί τη διαφορετικότητα των παιδιών της και το βασικά της μέλημα είναι να τα κάνει όπως η ίδια επιθυμεί. Η άφιξη ενός ιδιαίτερου επισκέπτη ο οποίος ανταποκρίνεται πλήρως στα πρότυπα της τότε εποχής και αποτελεί ίσως τη μοναδική ευκαιρία κοινωνικοποίησης της Δάφνης, γίνεται η αιτία για να επέλθει μια σκληρή και αναπόφευκτη σύγκρουση των ηρώων με την πραγματικότητα.

Αμφιθέατρο Ιδρύματος Θεοχαράκη

Από 18 Οκτωβρίου έως 27 Δεκεμβρίου

Κάθε Κυριακή στις 18:00 – για 11 μόνο παραστάσεις

*Τις Κυριακές 8 και 15 Νοεμβρίου η ώρα της παράστασης είναι 20:30

Διάρκεια παράστασης: 85′ (χωρίς διάλειμμα)

 

Συντελεστές:

Διασκευή κειμένου: Ομάδα The Young Quill

Σκηνοθεσία: Αικατερίνη Παπαγεωργίου

Σκηνικά και Σχεδιασμός Φωτισμών: Κωστής Μουσικός

Κουστούμια: Μάριος Ράμμος

Πρωτότυπη Μουσική: Γιάννης Χριστοδουλόπουλος

Χορογραφίες: Χρυσηίς Λιατζιβίρη

Παίζουν (αλφαβητικά): Φιλία Κανελοπούλου, Χρήστος Καραβέβας, Χριστίνα Κωστέα, Φάνης Μιλλεούνης.

Διεύθυνση Παραγωγής: Όλγα Γουναρά

Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή

Γραφιστική επεξεργασία: Μανώλης Λιονάκης

Βίντεο: Μιχάλης Μπροκαλάκης

 

Πηγή: thf.gr

 

Επί-Λόγου – Εκδηλώσεις – Οκτώβριος 2020

 

 ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ – ΝΕΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ

 

Τίτλος βιβλίου: “Ελπίδα. Το βιβλίο που κάηκε”

Συγγραφέας: Σοφία Τανακίδου 

Κατηγορία: Νουβέλα

ISBN: 978-618-00-2064-9

Αυτοέκδοση – 2020

 

Απόσπασμα από το βιβλίο: 

Η παρουσίαση

Είχε έρθει, όμως, η μέρα της παρουσίασης και τώρα έπρεπε να επικεντρωθεί μόνο σε αυτήν, έκανε πολλές πρόβες μπροστά στον καθρέφτη, πριν ξεκινήσει. Ήθελε να είναι όλα τέλεια, όπως και το βιβλίο της, που για εκείνον ήταν σίγουρα τέλειο, γιατί ήταν η ψυχή της κι αυτό τα έλεγε όλα. Όταν ανέβηκε στην εξέδρα και στάθηκε όρθιος απέναντι σε τόσο κόσμο, τα έχασε τελείως. Μπροστά στον καθρέφτη ήταν πιο εύκολο, εδώ όμως ένιωθε φοβερά αμήχανος. Πήρε μια βαθιά ανάσα, κοίταξε κάτω με μια γρήγορη ματιά τα πιο γνωστά του άτομα, που άρχισαν να τον χειροκροτούν δίνοντάς του κουράγιο, και δειλά – δειλά ξεκίνησε την ομιλία του. «Έχω την τιμή να παρουσιάσω εγώ αυτό το βιβλίο……

Αυτό λοιπόν το βιβλίο, που θα σας παρουσιάσω, είναι η μικρή ιστορία ενός ανθρώπου που ονειρεύτηκε και πάλεψε με όλες τις αντίξοες καταστάσεις που ο χρόνος κι η ζωή μπορούν να σε φέρουν αντιμέτωπο, για να πραγματοποιήσει ένα όνειρο. Γιατί τα όνειρα πρέπει με κάθε κόστος, ακόμα και της ίδιας της ζωής, να πραγματοποιούνται· δεν πρέπει να μένουν ανεκπλήρωτα. Γιατί, τι είναι ένας άνθρωπος χωρίς όνειρα, χωρίς προσδοκίες; Ένας ζωντανός νεκρός! Γιατί, όταν στερηθεί κάποιος ένα όνειρο, η ψυχή του πεθαίνει μαζί του, δίχως όνειρα δεν ξημερώνει η μέρα και δεν τελειώνει η νύχτα. Δίχως όνειρα η ζωή είναι ένας ζωντανός θάνατος. Κανείς δε βλέπει ότι είσαι πεθαμένος, μόνο η ψυχή σου το βλέπει και βουλιάζεις, δεν ζεις, απλά ανασαίνεις σ’ ένα φριχτό κόσμο, δίχως να ξέρεις τι σου φταίει, τι σου λείπει, τι σε σκοτώνει. Όλοι στη ζωή για την Ελπίδα είμαστε οι ήρωες ενός βιβλίου. Αυτό το βιβλίο άλλοι επιθυμούν να το κάψουν, άλλοι να το εκδώσουν και άλλοι απλώς να το ζήσουν. Κάθε ήρωας αποφασίζει μόνος του ποιος θα είναι ο ρόλος του στην ιστορία που θα γραφτεί, με τις επιλογές που θα κάνει. Αποφασίζει πότε θα μετανιώνει και πότε θα επιβεβαιώνεται για τη στάση του, αλλά θα πρέπει να φτάσει στην τελευταία σελίδα του βιβλίου, στην τελευταία λέξη, για να μάθει αν τα κατάφερε, αν κάθε του προσπάθεια ήταν επιτυχημένη, σύμφωνα με αυτό που ο καθένας ως ήρωας είχε θέσει ως προτεραιότητα…..

ΣΟΦΙΑ ΤΑΝΑΚΙΔΟΥ

 

ΚΕΙΜΕΝΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟΥ:

      Τα όνειρα πρέπει με κάθε κόστος , ακόμα και της ίδιας της ζωής, να πραγματοποιούνται· δεν πρέπει να μένουν ανεκπλήρωτα. Γιατί, τι είναι ένας άνθρωπος  χωρίς όνειρα, χωρίς προσδοκίες; Ένας ζωντανός νεκρός! Γιατί, όταν στερηθεί κάποιος ένα όνειρο, η ψυχή του πεθαίνει μαζί του, δίχως όνειρα δεν ξημερώνει η μέρα και δεν τελειώνει η νύχτα. Δίχως όνειρα η ζωή είναι ένας ζωντανός θάνατος. Κανείς δε βλέπει ότι είσαι πεθαμένος, μόνο η ψυχή σου το βλέπει και βουλιάζεις, δε ζεις, απλά ανασαίνεις σ’ έναν φρικτό κόσμο, δίχως να ξέρεις τι σου φταίει, τι σου λείπει, τι σε σκοτώνει.

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ:

    Η Σοφία Τανακίδου γεννήθηκε στην Μακρυνίτσα Σερρών και μεγάλωσε στους Αμπελόκηπους Θεσσαλονίκης. Μένει μόνιμα πια στη Χαλάστρα Θεσσαλονίκης είναι σύζυγος και μητέρα δύο παιδιών.

     Γράφει ποίηση από την εφηβική της ηλικία. Έχει λάβει μέρος σε ποιητικούς διαγωνισμούς και ποιήματα της έχουν φιλοξενηθεί σε blogs, sites και ραδιοφωνικές εκπομπές. Συμμετέχει σε αυτοέκδοση ποιητικής συλλογής με τη συνεργασία δύο ακόμα ποιητών με τον τίτλο “Τρι-λογία ψυχής”.  

     Έχει εκδώσει την πρώτη της προσωπική συλλογή ποίησης με τίτλο “Σοφίας Ποίηση” από την εκδοτική “Δυάς” (2020), και την πρώτη της νουβέλα “Ελπίδα. Το βιβλίο που κάηκε” (Αυτοέκδοση-2020).

 

                                                     Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Οκτώβριος 2020

 

 

ΕFFET DE NUIT

La nuit. La pluie. Un ciel blafard que déchiquette

De flèchew et de tours à jour la silhouette

D’ une ville gothique éteinte au lointain gris.

La plaine. Un gibet plein de pendus rabougris

Secoués par le bec avide dew corneilles

Et dansant dans l’ air noir dew gigues nonpareilles,

Tandis que leurs pieds sont la pâture des loups.

Quelques buissons d’ épine épars, et quelques houx

Dressant  I’horreur de leur feuillage à droit, à gauche,

Sur le fuligineux fouillis d’un fond d’ ébauche.

Et puis, autour de trois livides prisonniers

Qui vont pieds nus, un gros de hauts pertuisaniers

En marche, et leurs fers droits, comme des fers de herse,

Luisent  à contre-sens des lances de l’ averse.

PAUL-MARIE VERLAINE (1844-1896)

ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ

Νύχτα. Βροχή. Ένας ουρανός θαμπός, που τον σπαθίζει,

όσο είναι φως, με πύργους και με τόξα, η σιλουέτα

πολιτείας γοτθικιάς, μακριά μες στο σταχτί σβησμένης.

Κάμπος. Μια αγχόνη, από κορμιά που σήπονται γεμάτη,

που με τις μύτες τα σκουντούν τ’ αχόρταγα κοράκια,

κι ενώ χορεύουν άμοιαστες πόλκες στον μαύρο αέρα,

τα κρεμασμένα πόδια τους τα ‘χουν οι λύκοι δείπνο.

Αγκάθια σκόρπια, λιγοστά χαμόδεντρα και πρίνοι,

που δώθε κείθε όλο πετούν των φύλλων τους τα σκιάχτρα

μέσα στο σάλο της καπνιάς, καθώς σε σκίτσο φόντο.

Κι ύστερα, γύρω από δυό τρεις νεκρόθωρους δεσμώτες,

που παν γυμνόποδοι, φρουροί διακόσοι κι εικοσπέντε

τους πάνε, και τ’ ατσάλια τους, ορθά σαν λύσγου ατσάλια,

γυαλίζουνε, αντιμέτωπα με της βροχής τις λόγχες.

Μετάφραση: ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ (1899-1944)

PROMENADE SENTIMENTALE

Le couchant derdait ses rayons suprêmes

Et le vent berçait les nénuphars blêmes;

Les grands nénuphars entre les roseaux

Tristement luisaient sur les calmes eaux.

Moi  j’ errais tout seul, promenant ma plaie

Au long de l’ étang, parmi la saulaie

Où la brume vague évoquait un grand

Fantôme laiteux se désespérant

Et pleurant avec la voix des sarcelles

Qui se rappelaient en battant des ailes

Parmi la saulaie où j’ errais tout seul

Promenant ma plaie ; et l’ épais linceul

Des ténèbres vint noyer les suprêmes

Rayons du couchant dans ses ondes blêmes

Et des nénuphars, parmi les roseaux,

Les grands nénuphars sur les calmes eaux.

PAUL-MARIE VERLAINE (1844-1896)

 

ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ

Η δύση άφηνε τις ύστατες αχτίδες

Κι ο άνεμος τα χλωμά τα νούφαρα κινούσε·

τ’ ανοιχτά νούφαρα, μέσα από τα καλάμια

θλιβερά γυάλιζαν στο άτρεμο κύμα απάνω.

Μόνος πλανιόμουνα, σέρνοντας την πληγή μου

Μέσα από τις ιτιές, μπρος στων νερών το μάκρος,

που η πάχνη η άπλαστη όμοιαζε μεγάλο

φάντασμα άσπρο σαν το χιόνι, απελπισμένο,

με τις άγριες πάπιες μαζί θρηνώντας,

που τα φτερά χτυπάν κι η μια την άλλη κράζουν,

μέσα από τις ιτιές, που ολόμονος πλανιόμουν

σέρνοντας την πληγή μου· και των ίσκιων ήρθε

το άφεγγο σάβανο, τις ύστατες να πνίξει

της δύσης αντηλιές μες στα χλωμά νερά του

και τα νούφαρα, μεσ’ από τα καλάμια,

τ’ ανοιχτά νούφαρα στο άτρεμο κύμα απάνω.

Μετάφραση: ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ (1899-1944

 

PAUL-MARIE VERLAINE (1844-1896)

Από την ποιητική συλλογή «POÈMES SATURNIENS» («ΚΡΟΝΕΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ»)

ΠΑΡΙΣΙ 1866

 Μετάφραση: Τέλλος Άγρας (1899-1944)

 

Από το βιβλίο «Νυχτερινή φαντασία»

Paul VERLAINE

Σειρά: Ξένη Μούσα

Μεταφράσεις: ΑΓΡΑΣ – ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ – ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ –

ΠΑΛΑΜΑΣ – ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ – ΠΟΡΦΥΡΑΣ

Εκδόσεις Ποταμός – Αθήνα 2003

 

 

 Επί-Λόγου – Λεύκωμα – Οκτώβριος 2020

Επιλογή και μεταφορά κειμένου στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Αρχείο ιδιωτικής βιβλιοθήκης)