(…) Το ρεμπέτικο, κι αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο, έχει επιβάλει πια τη δύναμή του, λίγο-πολύ σ’  όλους μας, είτε θετικά, είτε αρνητικά, είτε δηλαδή το παραδεχόμαστε είτε όχι, ενώ συγχρόνως βλέπουμε να έχει δημιουργηθεί γύρω του μια επιπόλαιη κατάσταση μόδας, που μας κάνει ν’ αντιδρούμε δικαιολογημένα  σ’ αυτήν και ν’ αμφιβάλλουμε για την μελλοντική ποιοτική εξέλιξη του είδους. (Εδώ πέρα βέβαια, παίρνω σαν δεδομένο την ποιοτική του αξία.) Και στον τόπο μας καθώς κι έξω, όλα περνούν απ’ αυτήν την περίοδο που ονομάζουμε μόδα. Μήπως απέφυγε κάτι τέτοιο το δημοτικό μας τραγούδι πριν πενήντα χρόνια, σαν φούντωσε το κίνημα των δημοτικιστών; Κι ακόμη πριν δυο χρόνια, το ίδιο δεν είχε συμβεί με τις λαϊκές εικαστικές τέχνες, όπου ο Θεόφιλος κι ο Παναγής Ζωγράφος προβάλλονταν στο ίδιο πλάνο με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα;

Ποιος μπορεί να σταματήσει μια τέτοια κατάσταση κι ακόμη, ίσως, να μην παραδεχτεί την αναγκαιότητα αυτής της περιόδου μόδας –ας την πούμε – ωσότου τα πράγματα κατασταλάξουν και έλθουν στη φυσική τους θέση; Το ίδιο πρέπει, νομίζω, να περιμένουμε και για τα ρεμπέτικα.

Γιατί θα ‘ναι κάπως ανόητο να νομίσουμε ότι ο χασάπικος μπορεί ή προσπαθεί ν’ αντικαταστήσει το ταγκό. Οι λαϊκοί τούτοι ρυθμοί έχουν κάτι περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται για να καλυφθούν οι βραδινές μας διασκεδαστικές ώρες – άσχετα αν αυτός ο χαρακτήρας επιβάλλεται κι επικρατεί στις λαϊκές τάξεις.

Το να θελήσει, λοιπόν, κανείς ν’ αγνοήσει την πραγματικότητα και μάλιστα του τόπου του, μόνο κακό του κεφαλιού του μπορεί να  κάμει… Τα χρόνια μας είναι δύσκολα και το λαϊκό μας τραγούδι, που δεν φτιάχνεται από ανθρώπους της φούγκας και του κοντραπούντου ώστε να νοιάζεται για εξυγιάνσεις και για πρόχειρα φτιασιδώματα υγείας, τραγουδάει την αλήθεια και μόνο την αλήθεια.

Η εποχή μας δεν είναι ούτε ηρωική ούτε επική και το τέλειωμα του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου άφησε σχεδόν όλα τα προβλήματα άλυτα και μετέωρα. Τα μετέωρα αυτά προβλήματα δημιουργούνε περιφερόμενα ερωτηματικά, που δεν περιορίζονται φυσικά μόνο στον τομέα της πολιτικής και της κοινωνιολογίας, μα ξαπλώνονται με την ίδια δύναμη και στη φιλοσοφία. Και στην τέχνη, ακόμη και στην πιο καθημερινή στιγμή του ανθρώπου.

Ο τόπος μας επιπλέον ακολουθάει, σχεδόν δίχως διακοπή, έναν πόλεμο μ’ επιμονή και με πίστη για την τελική νίκη, μα πάντα, και ιδιαίτερα σήμερα, κοπιαστικό και οδυνηρό. Σκεφθείτε τώρα κάτω από αυτές τις αδυσώπητες συνθήκες, την παρθενική ιδιοσυγκρασία του λαού μας. – Παρθενική γιατί τα εκατό χρόνια μόνον ελεύθερης ζωής, δεν ήσαν ικανά ούτε να την ωριμάσουν ούτε ν’ αφήσουν περιθώριο για να ριζώσουν τα τελευταία ευρωπαϊκά ρεύματα. Φανταστείτε λοιπόν όλην αυτή την στοιβαγμένη ζωτικότητα και ομορφιά  συνάμα, ενός λαού σαν του δικού μας, να ζητά διέξοδο, έκφραση, επαφή με τον έξω κόσμο και να αντιμετωπίζει όλα αυτά που αναφέραμε πιο πάνω σαν κύρια γνωρίσματα της εποχής. Κι ακόμα σκεφτείτε τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες του τόπου μας. Η ζωτικότητα καίγεται, η ιδιοσυγκρασία  αρρωσταίνει, η ομορφιά παραμένει. Αυτό είναι το ρεμπέτικο. Κι από δω πηγάζει η θεματολογία του.

Επαναλαμβάνω: Ένας ανικανοποίητος μα έντονος ερωτισμός που ακριβώς η έντασή του αυτή του προσδίδει έναν πανανθρώπινο χαρακτήρα, και μια επιτακτική διάθεση φυγής   από την πραγματικότητα με  οιοδήποτε τεχνικό μέσον, που η χρησιμοποίησή  του δείχνει την παθητικότητα της τάξης που το μεταχειρίζεται.

Το ρεμπέτικο κατορθώνει, με μια θαυμαστή ενότητα, να συνδυάζει τον λόγο, την μουσική και την κίνηση. Από την σύνθεση μέχρι την εκτέλεση, μ’ ένστικτο δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την τριπλή αυτή εκφραστική συνύπαρξη, που ορισμένες φορές, σαν φτάνει τα όρια της τελειότητος, θυμίζει μορφολογικά την αρχαία τραγωδία. Όχι πως το δημοτικό τραγούδι δεν έχει κι αυτό στοιχεία διοχετευμένα στο ρεμπέτικο. Μα πολύ λιγότερα. Η παρουσία του είναι έντονη, ιδιαίτερα στο ελαφρότερο είδος, που περισσότερο το χαρακτηρίζει μια χάρη και μια νησιώτικη αλαφράδα. Παράδειγμα φέρνω το «Πάρ’ τη βάρκα στο λιμάνι – κάτω στο Πασαλιμάνι»,καθώς και τον γνωστότατο «Αντρέα Ζέπο». Και τα δυό έχουν πολύ έντονα πάνω τους την σφραγίδα του δημοτικού μας τραγουδιού.

(…) Εδώ, ο ζεϊμπέκικος έχει χάσει ολότελα την αρχική ρυθμική του αγωγή κι έχει γίνει αργός, βαρύς, μακρόσυρτος και περιεχτικότερος. Χορεύεται από έναν μόνο χορευτή και επιδέχεται αφάνταστη ποικιλία αυτοσχεδιασμών με μόνο δεδομένο την αίσθηση του ρυθμού. Ο καλός χορευτής στο ζεϊμπέκικο θα  ‘ναι εκείνος που θα διαθέτει τη μεγαλύτερη φαντασία και την κατάλληλη πλαστικότητα ώστε να μην αφήσει ούτε μια νότα μπουζουκιού, που να μην την αποδώσει με μια αντίστοιχη κίνηση του σώματός του. Σαν χορός είναι ο δυσκολότερος κι ο δραματικότερος σε περιεχόμενο.

Ο χασάπικος βασίζεται πάνω στον ρυθμό των 4/4 και ο τρόπος που χορεύεται – δύο χορευτές συνήθως, αλλά και τρεις και τέσσερις πολλές φορές – αναπτύσσεται σαν μια προέκταση του δημοτικού χορευτικού τρόπου, με μια κάποια ευρωπαϊκή επίδραση. Ο ζεϊμπέκικος είναι ο πιο καθαρός σύγχρονος ελληνικός ρυθμός. Ο δε χασάπικος έχει αφομοιώσει μια καθαρή ελληνική ιδιομορφία. Πάνω σ’ αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας τη μελωδική γραμμή διακρίνουμε καθαρά την επίδραση ή καλύτερα την προέκταση του βυζαντινού μέλους. Όχι μόνο εξετάζοντας τις κλίμακες που από το ένστιχτο των λαϊκών μουσικών διατηρούνται αναλλοίωτες, μ’ ακόμη παρατηρώντας τις πτώσεις, τα διαστήματα και τον τρόπο εκτέλεσης. Όλα φανερώνουν την πηγή, που δεν είναι άλλη από την αυστηρή και απέρριτη εκκλησιαστική υμνωδία.

(…) Κάποτε θα κοπάσει η φασαρία γύρω τους κι αυτά θα συνεχίσουν ανενόχλητα τον δρόμο τους. Ποιος ξέρει τι καινούρια ζωή μας επιφυλάσσουν τα νωχελικά κι απαισιόδοξα 9/8 για το μέλλον. Όμως  εμείς, στο μεταξύ, θα ‘χουμε νιώσει πλέον για τα καλά, την δύναμή τους. Και θα τα ακούμε, πολύ φυσικά και σωστά, να υψώνουν την φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν για να ερμηνεύουν τον βαθύτερο εαυτό μας.

 

Μάνος Χατζιδάκις (1925-1994)

Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ»

Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ (Έβδομη έκδοση)– Αθήνα 2013

 

H έκδοση αυτή περιέχει τριάντα έξι κείμενα του Μάνου Χατζιδάκι, που δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς σε περιοδικά και εφημερίδες, ή εκφωνήθηκαν σε ζωντανές ομιλίες προς το κοινό.

“Για το ρεμπέτικο” – αποσπάσματα από τη διάλεξη που δόθηκε στο “Θέατρο Τέχνης”, το 1949. Τα αποσπάσματα αυτά δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό “Νέα Δημιουργία” , τεύχος 27 , 25 Μαρτίου 1949.

                                                                            

Πηγή φωτογραφίας:imerodromos.gr               ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ:

Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στην Ξάνθη στις 23 Οκτωβρίου 1925. Από την ηλικία των τεσσάρων ετών άρχισε να μελετάει πιάνο, ενώ από το 1940-43 ανώτερα θεωρητικά, με τον Μενέλαο Παλλάντιο, σημαντική μορφή της Ελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής. Παράλληλα, σπούδαζε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ γαλουχήθηκε από καλλιτέχνες και διανοούμενους της γενιάς του μεσοπολέμου (Σεφέρης, Γκάτσος, Σικελιανός). Από το 1945 συνεργαζόμενος κυρίως με το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης, έγραψε μουσική για πολλές αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες, καθώς και για έργα σύγχρονου ρεπερτορίου: “Ορέστεια” (1950), “Μήδεια” (1956), “Εκκλησιάζουσες” (1956), “Λυσιστράτη” (1957), “Κύκλωπας” (1959), “Όρνιθες” (1959), “Λεωφορείον ο Πόθος” (1948), “Ματωμένος Γάμος” (1948), “Το γλυκό πουλί της νιότης” (1960), “Το φυντανάκι” (1989) κ.α. Το 1948 γράφει, για μία μικρή λευκή αχιβάδα, έργο το οποίο ο ίδιος ξεχωρίζει, στο σύνολο της εργασίας του. Το 1949 με την περίφημη διάλεξη του για το ρεμπέτικο (1949), ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στη συντηρητική αστική κοινωνία. Αναμόρφωσε όλο το ελληνικό τραγούδι, δρομολογώντας σε νέους μουσικούς ορίζοντες.

Παράλληλα με το θέατρο από το 1946 ο Μάνος Χατζιδάκις, συνέθεσε μουσική για 80 ελληνικές και ξένες ταινίες: “Στέλλα” (1955), ο “Δράκος” (1956), “America-America” (1963). Τo 1960 του απονέμεται βραβείο για το τραγούδι, “Τα παιδιά του Πειραιά”, της ταινίας: “Ποτέ την Κυριακή”. Δύο χρόνια αργότερα, ανέβασε στην Αθήνα την “Οδό Ονείρων”, παράσταση σταθμό για το ελληνικό μουσικό θέατρο, με πρωταγωνιστή τον Δημήτρη Χορν. Στο διάστημα 1966-72 έζησε στη Ν. Υόρκη , όπου έγραψε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του: “Ρυθμολογία” (έργο για πιάνο), “Ο Μεγάλος Ερωτικός” (κύκλος τραγουδιών, βασισμένος σε ποιήματα αρχαίων και σύγχρονων), εκεί ξεκίνησε και την “Εποχή της Μελισσάνθης”, μια μουσική ιστορία με αυτοβιογραφικά στοιχεία, που διαδραματίζεται λίγο μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου.

Ο Μάνος Χατζιδάκις, προσωπικότητα πολύπλευρη και πολυδιάστατη, εκτός από την σύνθεση είχε και άλλες καλλιτεχνικές δραστηριότητες. Ίδρυσε και διηύθυνε την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών (1964-67), το Πολύτροπο (καφεθέατρο 1972), Μουσικές Γιορτές στα Ανώγεια Κρήτης (1978, φεστιβάλ μουσικής), τους Μουσικούς αγώνες στην Κέρκυρα(1981) τον Σείριο (δισκογραφική εταιρεία, 1985) την Ορχήστρα των Χρωμάτων (ορχήστρα συμφωνικής μουσικής, 1989), τέλος διηύθυνε τον κρατικό ραδιοσταθμό (Τρίτο Πρόγραμμα, 1975-81), τον οποίο μετέτρεψε σε σημείο αναφοράς ποιότητας και ιδεών. Από την αρχή της παρουσίας του στον ελληνικό μουσικό χώρο, ήταν διαρκώς δισκογραφικά παρών με δίσκους που θεωρούνται πια κλασικοί: “Τo χαμόγελο της Τζοκόντα” (1964), “Αθανασία” (1975), “Σκοτεινή μητέρα” (1985) “Τα τραγούδια της Αμαρτίας” (1992) κ.α. Επίσης δημοσίευσε τέσσερα βιβλία με ποιήματα και σχόλια: “Μυθολογία”, “Μυθολογία Δεύτερη” , “Τα σχόλια του Τρίτου”, “Ο Καθρέπτης και το Μαχαίρι”. Το απόγευμα της 15ης Ιουνίου του 1994, ο Μάνος Χατζιδάκις “άρχισε το ταξίδι του προς τα άστρα”….

Πηγή βιογραφικού: ikarosbooks.gr

 

Επιμέλεια και μεταφορά κειμένου : Τζούλια Πουλημενάκου

(Αρχείο ιδιωτικής βιβλιοθήκης)

Επί-Λόγου – Λεύκωμα – Φεβρουάριος 2020

 

Βάναμε τις παλιές προσωπίδες, και πάμε.

τραγουδώντας στον χορό.

Ένας πιερότος σου μιλεί. Γελάς.

Γνέφεις κρυφά σε κάποιον αρλεκίνο.

Σου ρίχνει ένα μάτσο μενεξέδες.

Ωστόσο παίζουν πάντα τα βιολιά.

Ένας ιππότης κάτι ψιθυρίζει.

Καθώς περνάμε δίπλα στον μπουφέ,

πέφτει μπροστά σου ένα λευκό ρόδο.

Δε μάθαμε ποτέ ποιος το ‘χει ρίξει…

Ωστόσο παίζουν πάντα τα βιολιά…

Κάνει ζέστη… πετώ τη μάσκα.

Συ, όμως, δεν τη βγάζεις – τη φορείς.

Και τότε, ξαφνικά, χωρίς να θέλω – γεννιέται πάλι,

μέσα μου μια σκέψη. Νομίζω τη φορούσες από πάντα –

νομίζω δεν την έβγαλες ποτέ!

Η μάσκα που μου κρύβει τη μορφή σου

βρίσκεται πιο πολύ μες στην ψυχή σου…

Ναπολέων Λαπαθιώτης

Περιοδικό Μπουκέτο – 1929

Ταξίδεψα, στων ρόδινων νεφών το θύσανο,

μια ηλιαχτίδα λαμπερή του πόθου!

Της νιότης και απαντοχής μυριόστομο τραγούδι.

Του σαλαγάρη τ’ άνεμου φτερό.

Στα πέρατα του κόσμου καβαλάρης, προσμένοντας…

του λουλουδιού την τρυφερή ματιά ν’ αδράξω,

να βρω μιαν άλλη θάλασσα, μακριά από το μουράγιο.

 

Ναυτάκι εγώ της ερημιάς στο πέλαγος του ήλιου,

χάραξα τις αιμάτινες γραμμές των οριζόντων

και τα φτερά μου άπλωσα στ’ ασήμι του ονείρου,

λιωμένο αστερόβροχο στου σύμπαντος τη φτέρνα.

Σαγίτα οριοπλούμιστη,

από του κόρφου πέταξα το τρυφηλό απανέμι.

Στους ουρανούς αρμένισε καράβι η ψυχή μου

στην απαλάμη του Θεού, στων κοριτσιών τους πόθους!

 

Κι ως, μανιασμένος ο βοριάς κεντρούσε το σκαρί μου,

στις αντροφόνες τις κλαγγές, στους γοερούς τους θρήνους,

τόσο αγάλλιαζε η ψυχή στην άγρια ετούτη πάλη

και χαμογέλαε στους αφρούς, στα τρομερά τελώνια.

 

Και να, που βρέθηκα ξανά, μακριά από τα λιμάνια,

πέρα στο μεσοπέλαγο, στης μάχης την αντάρα.

Σπασμένα έχω τα κουπιά, συντρίμμια τα κατάρτια,

μα μένει ακόμη ζωντανή στα στήθη η ελπίδα.

 

Γοργά θε να ‘ρθει στο βοριά σύντροφος ο σιρόκος

και ο πουνέντες, τρομερός, πιστά ακολουθάει!

Ταχιά ζυγώνει η στιγμή, που θα συναντηθούνε,

τα δυο θεριά, που μάχονται τον κόσμο να κουρσέψουν.

Μα δε με νοιάζει κι αν θα ’ρθουν, όρθιος ακόμη μένω.

Θα ’ναι πανώρια η στιγμή κι ευλογημένη η ώρα !

 

Ποιος νοιάζεται για τη στεριά κι απάνεμα λιμάνια,

σαν τον καλούν τα πέλαγα μακριά να ταξιδεύει,

με των κυμάτων την ορμή και της ψυχής τους δράκους,

καβάλα σ’ άτι ονειρικό, αιώνια να παλεύει!

 

 

Νίκος Ταβουλάρης

Ποιητής-Πεζογράφος-Δοκιμιογράφος

Μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός»

Πρώην Πρόεδρος της «Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών»

 

Από την Ποιητική Συλλογή «Με τα φτερά του ανέμου»

Εκδόσεις «Αμαρυλλίς» 2007

 

 

Φωτογραφία: Claude-Joseph Vernet – 1767 – “A storm on a Mediterranean Coast” (detail)

Π Ρ Ο Σ Κ Λ Η Σ Η

Ο Μουσικοσυνθέτης, Λογοτέχνης & Δημοσιογράφος

Πάνος Χατζηγεωργιάδης

σας προσκαλεί στην παρουσίαση του βιβλίου του

“ΑΣΜΑΤΑ ΝΕΚΡΙΚΑ”

ΚΥΡΙΑΚΗ, 1η ΜΑΡΤΙΟΥ 2020 ΚΑΙ ΩΡΑ 19:00

Αρχελάου 4, Παγκράτι

 

ΟΜΙΛΗΤΕΣ: 

κ. Αργυρώ Χατζηπαναγιώτου, Εκπαιδευτικός, μελετήτρια Λογοτεχνίας

κ. Γεώργιος Καλογεράκης, Σύμβουλος επιχειρήσεων,

Σύμβουλος Θεραπευτικής Ραδιαισθησίας και Πνευματικής Απόκρισης

 

Ποίηση θα απαγγείλουν οι ηθοποιοί:

κ. Δήμητρα Δερζέκου

κ. Νίκος Παπακωνσταντίνου

 

 

Θα πενθώ πάντα – μ’ ακούς; – για σένα,

μόνος, στον Παράδεισο.

 

Ι.

Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές

Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος

Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός

 

Πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

 

Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας

Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα

Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.

 

ΙΙ.

Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται

Χωρίς εμάς και τραγουδώ τ’ άλλα που πέρασαν

Εάν είναι αλήθεια

 

Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουσαν γλυκά

Οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω από τα νερά

Τα “πίστεψέ με” και τα “μη”

Μια στον αέρα, μια στη μουσική

Τα δυό μικρά ζώα, τα χέρια μας

Που γύρευαν ν’ ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο

Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες

Και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί

Πάνω απ’ τις ξερολιθιές, πίσω απ’ τους φράχτες

Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου

Κι έτρεμε τρεις φορές το μωβ  τρεις μέρες πάνω από τους καταρράχτες

 

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ

Το ξύλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό

Στον τοίχο, τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά

 

Τη γάτα που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά

Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό

Την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο

Πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος.

 

IΙΙ.

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ’ αχανή
σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά – κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μεσ’ από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας
στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε

Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαιδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το “τι” και το “ε”
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό
πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεγμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά
που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το
εξαργυρώνει:

Tόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μεσ’ στους τέσσερεις τοίχους , το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο
Δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μεσ’ στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα.

ΙV.

Είναι νωρίς ακόμη μεσ’ στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς

Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ’ ακούς

Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ’ ακούς

Μαχαίρι

Σαν κριάρι που τρέχει μεσ’ στους ουρανούς

Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ’ ακούς

Είμ’ εγώ, μ’ ακούς

Σ’ αγαπώ, μ΄ακούς

Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ

Το λευκό νυφικο της Οφηλίας, και μ’ ακούς

Πού μ’ αφήνεις, πού πας και ποιός, μ’ ακούς

Σου κρατεί το χέρι πάνω απ’ τους κατακλυσμούς

Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες

Θά’  ρθει μέρα, μ’ ακούς

Να μας θάψουν κι οι χιλιάδες ύστερα  χρόνοι, μ’ ακούς

Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ’ ακούς

Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ’ ακούς

Των ανθρώπων

Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει, μ’ ακούς

 

Στα νερά ένα-ένα, μ’ ακούς

Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς

Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς

Όπου κάποτε οι φιγούρες, μ’ ακούς

Των Αγίων

Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς

Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς

Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω

Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς

Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς

Ή κανείς ή κι δυο μαζί, μ΄ακούς

Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ’ ακούς

Της αγάπης

Μια για πάντα το κόψαμε, μ’ ακούς

Και δε γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς

Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας

Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς

Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς

Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς

Μεσ’ στη μέση της θάλασσας

Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς

Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς

Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς

Άκου, άκου

Ποιός μιλεί στα νερά και ποιός κλαίει – ακούς;

Ποιός γυρεύει τον άλλο, ποιός φωνάζει – ακούς;

Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς

Σ΄αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (1911-1996)

 

(Απόσπασμα από το ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ – Κεφ. Ι – IV,  Σελ.11-19)

Τέταρτη Έκδοση ΙΚΑΡΟΣ – Φεβρουάριος 1982

 

 

Επιλογή και μεταφορά κειμένου στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό αρχείο βιβλιοθήκης)

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ

Ι.

Σήκω από το λήθαργο της ηρεμίας

καρδιά μου

και μην φοβηθείς να φορτωθείς

των κεραυνών τα λεπίδια

να διαβείς τη νύχτα της ύπαρξης

να φτάσεις

ως τα αθώρητα της δημιουργίας πρίσματα

και να αντλήσεις

τα μπριλάντια και τα μαργαριτάρια

της  άφατης των αιθέρων γνώσης.

Δέξου της μοίρας τα ραπίσματα

ψυχή μου

και άνοιξε τα άυλα φτερά σου

να ταξιδέψεις στο χάος της αβύσσου

εκεί που δοκιμάζεται του λόγου η αντοχή

και θρυμματίζεται το κέλυφος της νύχτας

για να ακούσεις

τις συναυλίες των ουράνιων χορδών

και να συλλέξεις

τους άπιαστους των αινιγμάτων σπόρους.

Και συ νου μου

Άπλωσε τα πανιά σου και βάλε πλώρη

για την ασύνορη των άστρων  λάμψη

για της σοφίας το άμετρο ύψος βάθος και πλάτος

και μέσα από το άγριο

της συνείδησης και των αισθήσεων μαστίγωμα.

Σκίσε

τα παραπετάσματα της αειπάρθενης γνώσης

και περνώντας μέσα από του σκότους

τις δρεπανιφόρες τρύπες

εκπόρθησε του μυστηρίου τις πύλες

και έλα πρόσωπο με πρόσωπο

με τη γιγάντια

ασύλληπτη και ανερμήνευτη δύναμη

που κυλάει τους τροχούς του θαύματος

και το τιμόνι του σύμπαντος κόσμου

κρατάει στα δυο της χέρια.

Και ζήτησε να μάθεις

το σκοπό των ουράνιων κύκλων

που ζεύουν της ζωής το φτερούγισμα

στη λευκή του απείρου οπτασία

και γράψε τον στης καρδιάς μου τους χτύπους

για να βλαστήσουν και να θρέψουν

της αιωνιότητας το τραγούδι.

Πέρασε μέσα από την ομίχλη

της νεκρικής των πλασμάτων πομπής

και δέσε όλες τις φωτιές

σε ένα σύμπλεγμα ελπίδας και χαράς

για να χορέψει η νύχτα με το φως

ανεμίζοντας το άσπρο της μαντήλι

στα πέντε κρινοδάχτυλά της.

Κλείσε ερμητικά τα παράθυρά σου

να μη σου πνίξει η εκτυφλωτική λάμψη

τις υπερούσιες αναλαμπές

και φάει η λύσσα του κακού

του ερωτισμού σου τις ώρες.

Σπάσε του σκοταδιού τις αλυσίδες

και άνοιξε διάπλατα τις πόρτες της ελπίδας.

Εκπόρθησε τη δυναστεία του κακού

και ενθρόνισε τη δεσποτεία των ρόδων.

Σύντριψε της σιωπής το όστρακο

και έμπα στου ονείρου

το ανεξάντλητο σκοτάδι

και φτάσε ως εκεί

που θάλλει η άναρχη φωτιά

και καταυγάζει κόσμους.

Έβγα περίπατο στους μακρινούς γαλαξίες

και ρίξε μια ματιά στον άγνωρο λόγο

που αναθρώσκει από του μηδενός τα βάθη

και με της τρέλας τα δάχτυλα

πλέκει το πεπρωμένο μου.

Παντρέψου νου μου με το φως

και ανέβα στους άχρωους αιθέρες

για ν’ αγναντέψεις και να αισθανθείς

το ανθισμένο με αίμα και οστά

του σύμπαντος δέντρο

που πάλλεται στα χτυπήματα

της νεκρικής σιωπής των αγγέλων.

Καταδύσου

ως τις βαθιές τής άγνοιας χαράδρες

και αναδύσου ξανά

μέσα από τις πύρινες λαίλαπες

κρατώντας στα πλοκάμια σου

το αίνιγμα της ύπαρξης του κόσμου

και κάνε με να ξαναγεννηθώ απ’ την αρχή

προτού αιχμαλωτίσει η σκοτεινιά

της μοίρας μου το αύριο.

Μη λυγίσεις νου μου

μπροστά στο άμετρο  ύψος τ’ ουρανού

και στο άπατο βάθος της αβύσσου.

Μη λυγίσεις

στους ανεμοστρόβιλους που φυσάνε

μέσα από τις λάμψεις των κυμάτων

της πύρινης γνώσης

που σπάνε τους κρίκους της λογικής

και βυθίζουν στου μηδενός τον πυθμένα

των ονείρων τις πράσινες ελπίδες.

Μη διστάσεις

να περάσεις από τις τρομερές καταπακτές

τους φοβερούς και άμετρους γκρεμούς

του τρόμου, του χλευασμού και της ταπείνωσης

μέσα από τις καθαρτήριες φλόγες του σκότους

από τα ανήμερα δόντια του θηρίου χρόνου

τους αβυσσαλέους ανέμους

της τύφλωσης και του αφανισμού.

Μη διστάσεις

να κολυμπήσεις στους ποταμούς των δακρύων σου

και πατώντας

στην ετοιμόρροπη του ίλιγγου γέφυρα

να συρθείς ως ερπετόν

και να φτάσεις μέχρις εκεί

που ολοφύρονται οι νεκροί

και κοχλάζουν τα ενεργά ηφαίστεια

που καταυγάζουν πλανήτες και άστρα.

 

ΙΙ.

Μεθυσμένος παραπατώ

και αδειάζω το αίμα μου

στο λαρύγγι της τρέλας.

Σφίγγεται και αναδιπλώνεται η καρδιά μου

καθώς αγνοώ

αν προσπαθώ να εκπορθήσω το όνειρο

αν ξεκινώ από το όνειρο

αν πορεύομαι για να καταλήξω στο όνειρο

αν ξεκινώ για να ατενίσω

ανύπαρκτα και ασύνορα όντα

που λατομούνται και σφυρηλατούνται ήδη

στα εργαστήρια του άγνωρου λόγου.

Μέσα μου βόσκουνε οι ρίζες της φωτιάς

της ζούγκλας τα θηρία

ξεσχίζουν με τα νύχια τους

τα σωθικά και τις ελπίδες μου

και κατακρεουργούν

την ανυπότακτη για φως συνείδησή μου.

Τρεκλίζουν τα γόνατά μου

πνίγεται στη μαύρη ομίχλη το γέλιο μου

γοερές κραυγές εξέρχονται

από τα ματωμένα σωθικά μου

και οι φρικτές μάσκες

της ταπείνωσης και της εξαθλίωσης

μου στήνουν οδοφράγματα

και μου ανοίγουν βαθιά ορύγματα

στη ματωμένη πορεία μου.

Οι καμπάνες της συντριβής μου

χτυπούν μερόνυχτα στο προσκέφαλό μου

μου προαναγγέλουν

το ανέφικτο της ματωμένης πορείας μου

και γεμίζουν με παραισθήσεις την ακοή μου.

Η άγνοια της απεραντοσύνης

στρωμένη με λεπίδια μαχαιριών

και γω ξυπόλητος οδοιπόρος

με τα πόδια μου να κατακρεουργούνται

στην περιστροφική τους κίνηση

και να αγκομαχώ από το δυσβάσταχτο βάρος

της οδυνηρής αναζήτησής σου.

Κι όμως δε σταματάω να ζητώ εξήγηση

του ανερμήνευτου έργου σου

και να πορεύομαι σταθερά να ανέβω

στης μοίρας μου το σταυρό

και να πνιγώ

στις αφρισμένες θάλασσες της καρδιάς μου.

 

ΙΙΙ.

Σκοτάδια πριν από τη γέννησή μου

σκοτάδια στην αόρατη δίνη

των ουράνιων σωμάτων σου

καυτερά τρυπάνια

που στροβιλίζονται στο μυαλό μου

καθώς στην πορεία μου

προσπαθώ να ατενίσω τη μορφή σου

και τα αόρατα βήματά σου.

Συντετριμμένος ο λογισμός μου

καθώς σε αναζητώ στα άμετρα ύψη

της λάμψης που περικλείει τον θρόνο σου.

Άναυδος παρατηρώ

τα άγνωστα της ύπαρξής σου βήματα

που με γεμίζουν τρόμο, με εκτινάσσουν

έξω από τα  απάτητα κάστρα σου

με γκρεμίζουν

στα βαθιά της λογικής μου σκοτάδια

και με κάνουν να κολυμπάω

στην απύθμενη των ουρανών θλίψη.

Ατενίζοντας σε θαμπά

μέσα από την εκτυφλωτική ροή

του σημαίνοντος και του ασήμαντου

σε θαυμάζω και βογγάω καθώς αναδύομαι

από τις ρίζες του αγέννητου ειδώλου μου.

Και στο χάος της θείας βοσκής σου

εξαϋλώνομαι σε σταγόνες πνεύματος

που αρδεύει του μυαλού μου την άγνοια.

Θαυμάζω και ερευνώ εσένα

που σαν όνειρο έρχεσαι

αλλά και ως άνθος του σκότους

που κάθε τέλος σου είναι και αρχή

και κάθε αρχή και ένα τέλος σου.

Άμετρο της  τελειότητάς του το μέγεθος

χρυσή βλάστηση

που δεν μπορεί ο νους μου να τη βοσκήσει

αλλά επιστρέφει δαρμένος και αδικαίωτος

στην ουράνια αναζήτησή σου

δεμένος με χαλκάδες και αλυσίδες

κατασπαραζόμενος

από του μυστηρίου σου το γύπα

στην ενατένιση του αβυσσαλέου

και απύθμενου ουράνιου θόλου σου.

Θαυμαστό το ασύνορο και ασύλληπτο

φως των αστεριών σου

σπέρμα φωτιάς που εξήλθε του νου σου

και έσκαψε

τα χέρσα του σκοταδιού βάραθρα

που μέσα στο περίγραμμά τους

παγίδεψες το θαύμα της ύπαρξής μου.

 

Πότης Κατράκης

Λογοτέχνης

 

Από την ποιητική σύνθεση ~Σε αναζητώ”Μυστικισμός”~

Απόσπασμα Ι – ΙΙ – ΙΙΙ (σελ.1-22)

Εκδόσεις Λεξίτυπον –Αθήνα 2017

Το ανωτέρω ποίημα στην παρούσα έκδοση είναι μεταφρασμένο και στην αγγλική γλώσσα

 

Youtube Eπιμέλεια Βίντεο : Stella Gkoutzourela 

Επιλογή και μεταφορά κειμένου στο διαδίκτυο:Τζούλια Πουλημενάκου

(Αρχείο προσωπικής βιβλιοθήκης)

 

Για το Επί-Λόγου-Λεύκωμα-Φεβρουάριος 2020

 

 

 

 

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

του Πάνου Χατζηγεωργιάδη

Ανάμεσα στους θάνατους

που ζείς εκ των πραγμάτων

μια ζωή που δεν την ζείς

θάνατος, των θανάτων!

Νικηφόρος Βυζαντινός

 

Είναι στιγμές που νιώθεις τόσο ξένος με την ανθρώπινη κοινωνία. Που η κοινωνία και οι όροι που αυτή θέτει στα μέλη της, συνθλίβουν κάθεαντίληψη που έχεις εσύ περί ανθρωπισμού, περί σεβασμού του διπλανού μας όντος. Νιώθεις πως όλα αυτά δεν μπορεί παρά να είναι ένα κακό όνειρο, πως ποτέ δεν συνέβησαν και πως αποτελούν ευφάνταστες διηγήσεις κάποιου παραγωγικού νού. Κι όμως, ώρες ώρες η πραγματικότητα έρχεται να σκηνοθετήσει τα καλύτερα ή τα χειρότερα έργα. Έρχεται να συνθλίψει το ιδεατόν και να επιβάλλει με σιδηρά πυγμή το απολύτως εφικτόν, τοπραγματικόν.

Είναι γεγονός αδιαπραγμάτευτο, πως η κοινωνική θέση της γυναίκας και η χειραφέτισή της, σε κοινωνίες αυστηρά παραδοσιοκρατικές όπως η νεοελληνική κοινωνία, δεν ήταν μια μάχη δίχως απώλειες. Δεν ήταν έναγεγονός που πρέπει να θεωρούμε δεδομένο. Διακρίσεις επί διακρίσεων, εξευτελισμός, απαξίωση, βία σωματική και το χειρότερο ψυχολογικής φύσεως και πάντα με βάση αυτό το “τι θα πει ο κόσμος” αυτόν τον εφιαλτικό παρονομαστή που υπογραμμίζει πολλά απο τα εγκλήματα ακόμα και του κοινού ποινικού δικαίου αλλά πιότερο του άγραφου, του πίσω από τις κλειστές πόρτες εθιμικού δικαίου, καθόρισαν την κοινωνική θέση του θηλυκού μέλους της νεοελληνικής κοινωνίας για αιώνες και συνεχίζουν να το κάνουν με μιάν αδιάσπαστη, αδιόρατη κοινή γραμμή, υπογραμμίζονταςμια νοοτροπία περισσότερο, παρά μια κοινωνική στάση έναντι της γυναίκας. Της οιασδήποτε γυναίκας.

Στο αμέσως προηγούμενο κείμενο μου, μια αναφορά στην“Φόνισσα” του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, την τραγική ιστορία της Φραγκογιαννούς, μίας πτωχής, λαικής, αμόρφωτης γυναίκας, η οποία καθίσταται την ίδια στιγμήθύμα και θύτης των αυτοθέλητων ή όχι και τόσο πράξεών της, θέλησα να εκφράσω αυτόν ακριβώς τον προβληματισμό μου περί της κοινωνικής θέσης της γυναίκας στην Ελλάδα, τα τελευταία εκατόν πενήντα ή και περισσότερο χρόνια.

Με την σημερινή μου αναφορά στο έργο σήμα κατατεθέν του Γρηγόριου Ξενόπουλου, την εξίσου τραγική “Στέλλα Βιολάντη”, έρχομαι να καταδείξω πως αυτή η θέση της γυναίκας, που από ιερό πρόσωπο που είναι, μεταβάλλεται σε ένα κοινωνικό ράκος, αποδιοπομπαίο απο τους πάντες, δεν έχει να κάνει με την κοινωνική της τάξη, αλλά με την νοοτροπία μιάς κοινωνίας. Είναι δυνατόν θα αναρωτηθεί κάποιος, η γυναικεία κακοποίηση με την οιανδήποτε αφορμή, να αποτελεί δείγμα μιάς πολιτισμένης κοινωνίας;

Εξαρτάται πραγματικά από το πώς ορίζει κανείς τον πολιτισμό και το πώς τον αντιλαμβάνεται.

Η τιμή που εθίχθει αποτελούσε κάποτε έγκλημα με ποινή θανάτου. Ενός θανάτου όχι πάντοτε με φυσικά μέσα όπου θα ήταν και προτιμότερος, αλλά ενός θανάτου κοινωνικού, ενός εν δυνάμει και δια βίου θανάτου ως τονπραγματικό θάνατο.

Η Στέλλα Βιολάντη δεν είναι η πτωχή αγράμματη μεσόκοπη γυναίκα. Η εν το σκότος της αμαθείας περιπατούσα γυνή και για αυτό τα βασανιστήριάτης ίσως δεν επιδέχονται ελαφρυντικών. Είναι γόνος μιάς μεγαλοαστικής, πλούσιας οικογένειας με έναν πατέρα που πιστεύει πως αυτός οφείλει να ορίζει ως και τις ανάσες των  προστατευόμενων από αυτόν, μελών της οικογένειας.

Οι μεγαλοαστικοί κοινωνικοί φραγμοί, ενίοτε αποδυκνείονται κατά πολύ τραχύτεροι των απλοϊκών, λαικών, αμόρφωτων εν τέλει και ως ελαφρυντικόν, κοινωνικών στρωμάτων. Οι μεγαλοαστοί πρέπει να είναι ή τουλάχιστον να δείχνουν τέλειοι ως το τελευταίο τους, κατά την έξωθενμαρτυρία, κύτταρο. Τα κοινωνικά πρέπει της μεγαλοαστικής κοινωνίας, μιάς κοινωνίας “κράτος εν κράτει” της γενικότερης κοινωνίας, επιβάλλουν εθιμοτυπία που δεν συναντάς στις λαϊκές μάζες. Εκεί δεν υπάρχει το δικαίωμα της αμφισβήτησης, τουλάχιστον μιλώντας για τηνεποχή των αρχών του περασμένου αιώνα. Εκεί ένα γράμμα αγάπης, ένα δελτάριο όπου λίγες λέξεις τόλμήθηκαν να γραφούν ως έκφραση συναισθήματος, μπορεί να αποτελέσουν αιτία θανάτου για τη γυναίκα πουτολμά να εκφύγει των κοινωνικών πρέπει της τάξεώς της.

Η Στέλλα Βιολάντη είναι μια ηθογραφία χαρακτήρων εκ των καλύτερων του είδους της. Είναι ένα σκιαγράφημα προσεκτικό των εσωτερικών εαυτών μα και των σχέσεων που συνδιαμορφώνουν τους τελικούς χαρακτήρες προς τοναναγνώστη – θεατή. Είναι μια αναφορά στον εσωτερικό πόλεμο των ψυχών σε αντίφαση και με φόντο πάντοτε το αυστηρά ελεγκτικό κοινωνικό περιβάλλον, το άμεσο και το γενικότερο.

Η Στέλλα Βιολάντη είναι ένα φάντασμα.

Ένα σύμβολο της γυναίκας που διεκδικεί το ελάχιστο για σήμερα, μα τα πάντα για τότε. Διεκδικεί την ευτυχία και πεθαίνει κρατώντας την σφικτά μέσα στην ψυχή της. Μαρτυρά πραγματικά, μα δεν προσκυνά στους άγριους καιρούς της υποταγής που έτυχε να ζήσει. Ο πατέρας της, είναι ο συμβολισμός της κοινωνίας. Είναι ένας υποκριτής εκτός θιάσου. Είναι ένα, χωρίς να το γνωρίζει, έρμαιο της μοίρας. Είναι ο χαμένος της υπόθεσης, διότι είναι αυτός ο οποίος υποτάσσεται στα κοινωνικά πρέπει της τάξης του αλλά και της εποχής του όπως και του κοινωνικού ρόλου που προέρχεται απο το φύλο. Είναι ένα υποκείμενο το οποίο νομίζει ότι έχει δική του θέληση μα στην ουσία δενείναι παρά ένα αυτόματο, ένα ρομπότ που έχει διδαχθεί συγκεκριμένους κανόνες και οτιδήποτε άλλο τον αποσυντονίζει σφόδρα. Είναι τέλος το μέσον για να αναδειχθεί η προσωπικότητα της κόρης του, δίχως να το θέλει. Ένας άνθρωπος πνιγμένος μέσα στον ωκεανό των νοοτροπιών της εποχής του, δίχως δική του βούληση κι ας μοιάζει ότι διοικεί τους πάντες και τα πάντα.

Η Στέλλα είναι άλλο πράγμα.

Είναι η νικήτρια της μάχης. Είναι αυτή που θυσιάζεται αυτοθέλητα για το ιδανικό της, που εδώ πραγματώνεται μέσα από έναν έρωτα που κι αυτός μοιάζει να υπήρξε μόνο στο μυαλό της. Είναι το ΟΧΙ που βροντοφωνάζει ο άνθρωπος ενάντια στα κοινωνικά, ηθικά, πολιτισμικά (με την ευρεία έννοια) “πρέπει” και κοινές συμβάσεις. Είναι μια ηρωίδα που κανείς ποτέ δεν θα στήσεί άγαλμα μα θα μείνει για πάντα ως μορφή, ως σύμβολο αντίστασης στο κοινωνικό μας ασυνείδητο.

Η Στέλλα είναι παντού και πουθενά.

Το ίδιο και ο υπόλοιπος θίασος που προχωρά την υπόθεση του τραγικού αυτού διηγήματος. Κι αυτός ο θίασος της γυναίκας του Βιολάντη ή της αδελφής του μας δείχνουν πολλά. Μας δείχνουν την ανοχή και την υποταγή όταν έχει πλέον πεισθεί κανείς πως τίποτε δεν αλλάζει, τίποτε δεν μπορεί να γίνει καλύτερο, μας δείχνουν κι αυτές οι γυναίκες το πως από τα πολλά κτυπήματα τα περασμένα μέσα απο γενιές και γενιές, μαθαίνεις να μην αντιδράς πλέον. Να δέχεσαι απλά την μοίρα που σου επιβάλει το φύλο σου έστω και αν αυτή η μοίρα δεν σε υπολογίζει για άνθρωπο. Και δεν είναι διόλου τυχαίο το πως αυτό το κείμενο θεωρήθηκε από την αρχή του κάτι το αξεπέραστο στα νεοελληνικά μας γράμματα. Ίσως να επέτυχε τόσο πολύ γιατί αυτή η κοινωνία οφείλει κάτι στη γυναίκα και στον ρόλο της μέσα στην κοινωνία.

Ίσως η ενοχή αυτής της κοινωνίας για τη γυναίκεια καταπίεση, όλα τούτα τα φαντάσματα των κακοποιημένων γυναικών ανεξαρτήτως τάξης, μόρφωσης που παρελάυουν δίπλα στην Βιολάντη, αυτά τα σιωπηλά πλάσματα που έζησαν και πέθαναν μέσα στην απαξίωση και στην ερημιά της μοναξιάς τους, χαμογελώντας για τους έξω κύκλους μα με κουρελιασμένες τις ψυχές, να παίρνουν μέσα απο αυτήν τη Στέλλα Βιολάντη, τη θέση που κανείς ποτέ δεν τους έδωσε.

Κανείς ποτέ δεν έγραψε για αυτές, κανείς ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει την μορφή τους, το πως έδειχναν, κάπου, κάπως, κάποτε. Σε ένα τοπίο άχρονο που μπορεί να είναι από ένα μεγαλοαστικό παλάτι του 1900 μα και μια απλή κάμαρα σε μια πολύβουη πολυκατοικία της Αθήνας του 2020…

Σε αυτές που δεν μπορούν να μιλήσουν, αφιερώνεται το παρόν. Δεν μπορούν να μιλήσουν είτε διότι πλέον δεν υπάρχουν, είτε διότι υπάρχουν αλλά δεν μπορούν να ζήσουν.

Αφιερώνεται στο ιερόν πρόσωπο της γυναίκας.

 

Πάνος  Χατζηγεωργιάδης

Μουσικοσυνθέτης, Λογοτέχνης και Αρθρογράφος

Member of Performing Rights Society  –  London – U.K.

Mob. (+30) 697.247.8143

http://nikiforosvizantinospoetry.blogspot.com/

http://www.motionfocusmusic.com/

 

ΣΥΝΤΟΜΟ ΒIOΓΡΑΦΙΚΟ : Ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης γεννήθηκε στα 1976. Μετά το πέρας των εγκύκλιων σπουδών του, σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων και Ψυχολογία σε Πανεπιστήμια του εξωτερικού. Ως μουσικοσυνθέτης, είναι μέλος της Performing Rights Society του Λονδίνου με δισκογραφική παρουσία στον χώρο απο τις αρχές του 2000 και σε χώρες όπως η Αγγλία, Ολλανδία και Δανία. Πριν κάποια χρόνια, υπήρξε υποψήφιος σε βραβεία της διεθνούς μουσικής σκηνής στο Los Angeles, Hollywood της Καλιφόρνια. Ως λογοτέχνης έχει βραβευθεί σε πολλούς και σημαντικούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Αρθρογραφεί κυρίως με άρθρα γνώμης και λογοτεχνικές αναφορές, επί δεκαετία.

 

Πηγή φωτογραφίας : diogeneia.lis.upatras.grΑπό Εκδοτικός οίκος Κολλάρου – http://diogeneia.lis.upatras.gr/apanthisma/stella-violanti, κοινό κτήμα, https://el.wikipedia.org/w/index.php?curid=479267

 

Επί-Λόγου – Αφιερώματα – Κριτικές Λογοτεχνίας– Φεβρουάριος 2020

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΔΙΗΓΗΜΑ

Όταν μπήκε στο καφενείο, κείνο το απόγευμα, ήτανε νωρίς ακόμα. Κάθισε σ’ ένα τραπέζι, πίσω από το μεγάλο τζάμι που έβλεπε στη λεωφόρο. Παράγγειλε καφέ.

Σε άλλα τραπέζια, παίζανε χαρτιά ή συζητούσανε.

Ήρθες ο καφές. ΄Αναψε τσιγάρο, ήπιε δυό γουλιές, κι άνοιξε την απογευματινή εφημερίδα.

Καινούριες μάχες είχαν αρχίσει στην Ινδοκίνα. «Αι απώλειαι εκατέρωθεν υπήρξαν βαρύταται», έλεγε το τηλεγράφημα.

Ένα ακόμη ιαπωνικό αλιευτικό που γύρισε με ραδιενέργεια.

«Η σκιά του νέου παγκοσμίου πολέμου απλούται εις τον κόσμο μας», ήταν ο τίτλος μιας άλλης είδησης.

Ύστερα διάβασε άλλα πράγματα: το έλλειμμα του προϋπολογισμού, προαγωγές  εκπαιδευτικών, μια απαγωγή , ένα βιασμό, τρεις αυτοκτονίες. Οι δυό, για οικονομικούς λόγους. Δυό νέοι, 30 και 32 χρονώ. Ο πρώτος άνοιξε το γκάζι, ο δεύτερος χτυπήθηκε με πιστόλι.

Αλλού είδε κριτική για ένα ρεσιτάλ πιάνου, έπειτα κάτι για τη μόδα, τέλος την «Κοσμική Κίνηση» : «Κοκταίηλ προχθές παρά τω κυρίω και τη κυρία Μ.Τ. Χάρμα ευμορφιάς και κομψότητος η κυρία Β.Χ. με φόρεμα κομψότατο εμπριμέ και τοκ πολύ σικ. Ελεγκάντικη εμφάνιση η δεσποινίς Ο.Ν.»

΄Αναψε και άλλο τσιγάρο. ΄Εριξε μια ματιά στις «Μικρές Αγγελίες»:

ΠΩΛΕΙΤΑΙ νεόδμητος μονοκατοικία, κατασκευή αρίστη, εκ 4 δωματίων, χολ, κουζίνας, λουτρού πλήρους, W.C.

ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ εις σοβαρόν κύριον δωμάτιον εις β΄ορόφου, ευάερον, ευήλιον…

ΖΗΤΕΙΤΑΙ πιάνο προς αγοράν…

Σκέψεις γυρίζανε στο νου του.

Από τότε που τέλειωσε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, η σκιά του τρίτου δεν είχε πάψει να βαραίνει πάνω στον κόσμο μας. Και στο μεταξύ, το αίμα χυνότανε,  στην Κορέα χτες, στην Ινδοκίνα σήμερα, αύριο…

Πέρασε το χέρι του στα μαλλιά του. Σκούπισε τον ιδρώτα στο μέτωπό του-είχε ιδρώσει-, κι όμως δεν έκανε ζέστη.

Ο πόλεμος, η βόμβα υδρογόνου, οι αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, η «Κοσμική Κίνησις» … Το πανόραμα της ζωής!

Δεν είχε αλλάξει καθόλου προς το καλύτερο η ζωή μας ύστερ’ απ’ τον πόλεμο. Όλα είναι τα ίδια σαν και πριν. Κι όμως είχε ελπίσει κι αυτός, όπως είχαν ελπίσει εκατομμύρια άνθρωποι σ’ όλη τη γη, πως ύστερ’ από τον πόλεμο, ύστερ’ από τόσο αίμα που χύθηκε, κάτι θ’ άλλαζε. Πως θαρχόταν η ειρήνη, πως ο εφιάλτης του πολέμου δε θα ίσκιωνε πια τη γη μας, πως δε θα γίνονταν τώρα αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, πως…

Σουρούπωνε. Μερικά φώτα είχαν ανάψει κιόλας στα μαγαζιά αντίκρυ. Στο καφενείο δεν είχανε ανάψει ακόμα τα φώτα. Του άρεσε έτσι το ημίφως.

Σκέφτηκε τη σύγχυση που επικρατεί στον κόσμο μας σήμερα. Σύγχυση στον τομέα των ιδεών, σύγχυση στον κοινωνικό τομέα, σύγχυση…

Δεν έφταιγε η εφημερίδα που έκανε τώρα αυτές τις σκέψεις. Τα σκεφτότανε όλα αυτά τον τελευταίο καιρό, πότε με λιγότερη, πότε με περισσότερη ένταση. Σκεφτότανε το σκοτεινό πρόσωπο της ζωής. Την ειρήνη, τη βαθιά τούτη λαχτάρα, που κρέμεται από μια κλωστή. Σκεφτότανε τη φτώχεια, την αθλιότητα. Σκεφτότανε το φόβο που έχει μπει στις καρδιές.

Στον καθρέφτη, δίπλα του, είδε το πρόσωπό του. Ένα πολύ συνηθισμένο πρόσωπο. Τίποτα δε μαρτυρούσε την ταραχή που είχε μέσα του.

Είχε πολεμήσει κι αυτός στον τελευταίο πόλεμο. Και είχε ελπίσει. Μα τώρα ήτανε πια χωρίς ελπίδα. Ναι, δε φοβότανε να το ομολογήσει στον εαυτό του πως ήτανε χωρίς ελπίδα.

Μια σειρά από διαψεύσεις ελπίδων ήτανε η ζωή του. Είχε ελπίσει τότε… Είχε ελπίσει ύστερα…

Κάποτε, πριν από χρόνια, είχε ελπίσει στον κουμμουνισμό. Μα είχε διαψευστεί και εκεί. Τώρα δεν είχε ελπίδα σε καμιά ιδεολογία!

Ζήτησε ένα ποτήρι νερό ακόμα. Αυτή η διάψευση από τις λογής λογής ιδεολογίες ήτανε βέβαια γενικό φαινόμενο. Και παραπάνω από τη διάψευση, η κούραση, η αδιαφορία, που οι πιο  πολλοί, η μεγάλη πλειοψηφία νιώθει μπροστά στις διάφορες ιδεολογίες.

Κοίταζε τα τρόλεϋ που περνάγανε ολοένα στη λεωφόρο, το πλήθος… Μπροστά του, η εφημερίδα ανοιχτή. Όλα αυτά που είχε δει και πρωτύτερα: η σκιά του καινούριου πολέμου, η Ινδοκίνα, οι δυό αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, η «Κοσμική Κίνησις»…

-Τσιγάρα! ένας πλανόδιος μπήκε.

Πήρε ένα πακέτο.

Στις έξι σελίδες της εφημερίδας: η ζωή. Κι αυτός,ήτανε τώρα ένας άνθρωπος που δεν έχει ελπίδα.

Θυμήθηκε, πριν από χρόνια, ήτανε παιδί ακόμα, είχε αρρωστήσει βαριά μια θεία του, ξαδέλφη της μητέρας του. Την είχανε σπίτι τους. Ήρθε ο γιατρός και βγαίνοντας από το δωμάτιο της άρρωστης, είπε με επίσημο ύφος:

-Δεν υπάρχει πλέον ελπίς!

Έτσι κι αυτός, τώρα, είχε φτάσει στο σημείο να λέει:

-Δεν υπάρχει πλέον ελπίς!

Του φάνηκε φοβερό που ήτανε χωρίς ελπίδα. Είχε την αίσθηση πως οι άλλοι στο καφενείο τον κοιτάζανε κι άλλοι από το δρόμο σκέφτονταν και ψιθυρίζανε μεταξύ τους: «Αυτός εκεί δεν έχει ελπίδα!» Σα να ήταν έγκλημα αυτό. Σα να είχε ένα σημάδι πάνω του που το μαρτυρούσε. Σα να ήτανε γυμνός ανάμεσα σε ντυμένους.

Σκέφτηκε τα διηγήματα που είχε γράψει, δίνοντας έτσι μια διέξοδο στην αγωνία του. Άγγιζε θέματα του καιρού μας: τον πόλεμο, την κοινωνική δυστυχία… Ωστόσο, δεν το αποφάσιζε να τα εκδώσει. Φοβότανε! Φοβότανε την ετικέτα που θα του δίνανε σίγουρα οι μεν και οι δε. Όχι, έπρεπε να τα βγάλει. Στο διάολο η ετικέτα! Αυτός ήταν ένας άνθρωπος, τίποτε άλλο. Ούτε αριστερός ούτε δεξιός. ΄Ενας άνθρωπος που είχε ελπίσει άλλοτε, και τώρα δεν έχει ελπίδα, και που νιώθει χρέος του να το πει αυτό. Βέβαια, άλλοι θάχουν ελπίδα, σκέφτηκε. Δεν μπορεί παρά νάχουν.

Ξανάριξε μια ματιά στην εφημερίδα: η Ινδοκίνα, η «Κοσμική Κίνησις», το ρεσιτάλ πιάνου, οι δυό αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, οι «Μικρές Αγγελίες»…

ΖΗΤΕΙΤΑΙ γραφομηχανή…

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ραδιογραμμόφωνον…

ΖΗΤΕΙΤΑΙ τζιπ εν καλή καταστάσει…

ΖΗΤΕΙΤΑΙ τάπης γνήσιος περσικός…

΄Εβγαλε την ατζέντα του, έκοψε ένα φύλλο κι έγραψε με το μολύβι του:

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ελπίς

΄Υστερα πρόσθεσε το όνομά του και τη διεύθυνσή του. Φώναξε το γκαρσόνι. Ήθελε να πληρώσει, να πάει κατευθείαν στην εφημερίδα, να δώσει  την αγγελία του, αν παρακαλέσει, να επιμείνει να μπει οπωσδήποτε στο αυριανό φύλλο.

 

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

Λογοτέχνης

Από τα διηγήματα «ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ»

Ενενηκοστή Έκδοση-Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ-Αθήνα 2009

Βραβείο Λογοτεχνίας Ευρωπάλια, Βρυξέλλες 1982

 

Πηγή φωτογραφίας: peri-grafis.net

Ο Αντώνης Σαμαράκης είχε λάβει τις κάτωθι τιμές και βραβεία:

KΡΑΤΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ, 1962

ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ «12», Έπαθλο Κώστα Ουράνη, 1966

ΜΕΓΑΛΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, 1970 (Γαλλία)

ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΕΥΡΩΠΑΛΙΑ, ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ, 1982 

ΚΡΑΤΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, 1995 (Γαλλία)

ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΙΠΠΟΤΗ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ & ΤΕΧΝΩΝ, 1995

ΜΕΓΑΛΟΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΤΑΓΜΑΤΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΥ Γ΄, 1992 (Κύπρος)

 

 

Επιλογή και μεταφορά κειμένου στο διαδίκτυο:Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό αρχείο βιβλιοθήκης)

 

 

Τα μάτια 
ζωντανοί παιδικοί βόλοι
με χρώματα,
π’ αστράφτουν τη μέρα
στου ήλιου το φως.
Καθρέφτες του έσω 
του εσώτατου εαυτού μου
κει που αδράχνουν τα πάθη το αίμα,
πού ‘ναι κουβάρι
με τ’  αποπαίδια των αισθήσεων 
τα ένστικτα…
Τα σπλάχνα μου κοιμήθηκαν 
μαύρες ώρες
στη σκάτζα των αιώνων!
Χοντρά σκοινιά
τ’  αγγεία μου, κάβοι
δε μ’  άφησαν να γκρεμιστώ 
στην άβυσσο,
χοντρά σκοινιά που μέσα τους 
ρεει με ορμή το αίμα μου.
Τα σπλάχνα μου
μαραμένα αγριολούλουδα
στις εξοχές
μιας ορφανής
ματαιωμένης Άνοιξης’
Οι βλαστοί τους
-τα αιμοφόρα αγγεία μου-
κάβοι παλιοί αφημένοι 
σαπίζουν 
στους ταρσανάδες της λήθης,
λαβωμένοι στο πηγαινέλα 
των ανέμων 
πούναι συνοδιά 
και θάνατος μαζί!

 

Ανδρέας Δαβουρλής

Ποιητής 

 

 

 

 

 

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΔΟΚΙΜΙΟ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ένα από τα φιλοσοφικά έργα της αρχαιότητας που προκάλεσε διαχρονικά πληθώρα συζητήσεων και επίδραση στη μετέπειτα φιλοσοφική σκέψη, υπήρξε η «Πολιτεία του Πλάτωνα». Στο εν λόγω έργο ο φιλόσοφος επιχειρεί να προσεγγίσει το ιδεώδες πολίτευμα, εκείνο στο οποίο -έχοντας προσδιορίσει τη φύση της δικαιοσύνης και της αδικίας– ο άνθρωπος θα μπορεί να ζει ευτυχισμένος στα πλαίσια της πόλης. Έχοντας ο ίδιος βιώσει αρκετές απογοητεύσεις από το πολιτικό σκηνικό της εποχής [1], ο Πλάτωνας αναζητά την ανώτερη μορφή πολιτεύματος, εκείνη που θα μπορεί να εξασφαλίζει στους πολίτες το ύψιστο αγαθό, την ευδαιμονία, μακριά από τις ανεπάρκειες και τη διαφθορά των υπαρχόντων πολιτευμάτων –ιδίως δε της δημοκρατίας. Σε αυτά τα πλαίσια οδηγείται στη θεωρητική κατασκευή ενός ιδανικού πολιτεύματος, το οποίο θα ικανοποιεί εκείνες τις προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν στον άνθρωπο και στο σύνολο αυτό το ύψιστο αγαθό.

Παρακάτω θα παρουσιάσουμε τον τρόπο με τον οποίο ο Πλάτωνας συγκροτεί την πολιτειακή δομή αυτής της ιδεώδους πολιτείας και εν συνεχεία, θα εξετάσουμε και θα αποτιμήσουμε κριτικά τα επιχειρήματα που εκθέτει ο Έλληνας Φιλόσοφος εναντίον του δημοκρατικού πολιτεύματος, λαμβάνοντας υπόψη και τη θεώρησή του περί τριμερούς διάκρισης της ανθρώπινης ψυχής.

 

 Η ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΙΔΕΩΔΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ

Στην Πολιτεία ο Πλάτωνας μελετά ουσιαστικά το ζήτημα της δικαιοσύνης και ειδικότερα τον τρόπο με τον οποίο μπορεί ο άνθρωπος να ευδαιμονήσει στα πλαίσια της πόλης-κράτους. Καθώς, όμως, η δικαιοσύνη εξαρτάται κυρίως από το εκάστοτε πολίτευμα, γίνεται κατανοητό ότι και η ευδαιμονία του ανθρώπου είναι άμεσα συνυφασμένη με τον τρόπο διακυβέρνησης που ασκείται κατά περίπτωση. Ο Πλάτωνας ασκεί οξεία κριτική στα πολιτεύματα της εποχής, θεωρώντας τα ανεπαρκή για να εξασφαλίσουν στον άνθρωπο αυτό το ύψιστο αγαθό. Έτσι, καταλήγει στη συγκρότηση μιας ιδεώδους πολιτείας. Η πολιτεία αυτή θα παρουσιάζει τέτοια δομή και χαρακτηριστικά, ώστε να διασφαλίζεται η δικαιοσύνη ως βασική προϋπόθεση της ευδαιμονίας.

Η Πολιτεία του Πλάτωνα απαρτίζεται από τρεις κοινωνικές τάξεις. Η κατώτερη είναι οι παραγωγοί, η αμέσως επόμενη απαρτίζεται από τους φύλακες, ενώ στην ανώτερη βρίσκονται οι κυβερνήτες[2]. Αν και σαφώς διακριτές μεταξύ τους, εντούτοις δεν υπάρχουν ανάμεσά τους μεγάλες ανισότητες, καθώς καθεμία θεωρείται αναγκαία διότι είναι προορισμένη να επιτελέσει μια συγκεκριμένη λειτουργία μέσα στην πόλη. Έτσι, η τάξη των παραγωγών είναι επιφορτισμένη με «την παραγωγή των υλικών αγαθών που είναι αναγκαία, όχι μόνο για τη δική τους υλική συντήρηση αλλά και γι’ αυτήν ολόκληρου του κράτους[3]». Πρόκειται για την τάξη που διαθέτει το μεγαλύτερο πληθυσμό. Προστατεύεται από τις ανώτερες, ενώ ταυτόχρονα τις υπηρετεί. Η πρόσβαση στην εξουσία είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Αντίθετα, οι φύλακες έχουν μεγαλύτερη πρόσβαση, καθώς αποτελούν βοηθούς των κυβερνητών και συνιστούν την άμυνα της πόλης και προστατευτικό σώμα για τις άλλες δύο τάξεις[4]. Τέλος, οι κυβερνήτες είναι εκείνοι που έχουν «την απόλυτη ευθύνη για τη διακυβέρνηση του κράτους, […] τη δικαιοσύνη, τη νομοθεσία και […] την προστασία του κράτους από εσωτερικούς και εξωτερικούς κινδύνους[5]». Ποιο είναι όμως το κριτήριο που καθορίζει σε ποια τάξη ανήκει ο κάθε πολίτης;

Κυρίαρχο ρόλο σε αυτή την ταξινόμηση διαδραματίζει η παιδεία από μικρή κιόλας ηλικία («Πρέπει να τους δοκιμάζουμε από την παιδική τους κιόλας ηλικία…»[6]). Βασικό αντικείμενο σπουδής είναι τα μαθηματικά. Η απόδοση των ατόμων σε αυτά καθορίζει τη μετέπειτα πορεία τους. Αυτοί που πρώτοι συναντούν προβλήματα κατατάσσονται στην τάξη των παραγωγών[7]. Όσοι καταφέρνουν να συνεχίσουν την εκπαίδευση συνιστούν τους φύλακες. Όμως, στην πορεία οι φύλακες διαιρούνται σε δύο κατηγορίες. Όσοι δεν ανταπεξήλθαν στην ανώτερη εκπαίδευση των μαθηματικών αποχωρούν και λειτουργούν ως πολεμιστές και βοηθοί των κυβερνητών (φύλακες-επίκουροι). Αντιθέτως, όσοι ολοκληρώσουν με επιτυχία αυτό το στάδιο της εκπαίδευσης συνεχίζουν με τη μελέτη της φιλοσοφίας: «…να ασχοληθούν με τη φιλοσοφία, ανυστερόβουλα και άξια […] έτσι ώστε η πολιτική δύναμη και η φιλοσοφία να συναντηθούν στο αυτό πρόσωπο[8]». Ολοκληρώνοντας τις σπουδές τους με επιτυχία τοποθετούνται στους κυρίως φύλακες, δηλαδή στους κυβερνήτες (φύλακες-βασιλείς), διότι μπορούν να ταυτίσουν το συμφέρον της πόλης με το δικό τους και να το προστατεύσουν[9]: «Κι εκείνον που μέσα από αυστηρές δοκιμασίες […] θα βγαίνει πάντοτε καθαρός πρέπει να τον καταστήσουμε άρχοντα της πόλης…»[10]. Το επόμενο ερώτημα, όμως, που γεννάται είναι με ποιον τρόπο σε μια κοινωνία της οποίας κυρίαρχο χαρακτηριστικό θεωρείται η δικαιοσύνη, νομιμοποιείται η ύπαρξη ορισμένων διαφοροποιήσεων ανάμεσα στις τάξεις;

Την απάντηση δίνει η υπόθεση του γενναίου ψεύδους. Ειδικότερα, οι κυβερνήτες όταν ανέλθουν στην εξουσία θα πρέπει να διηγηθούν στις υπόλοιπες τάξεις ένα «ευγενές ψεύδος», σύμφωνα με το οποίο οι πολίτες –αν και αδέλφια από την ίδια μητέρα όλοι– διαφέρουν ως προς το είδος, καθώς άλλοι από αυτούς περιέχουν χρυσάφι στην ψυχή τους (κυβερνήτες), άλλοι ασήμι (φύλακες) και άλλοι σίδερο και χαλκό (παραγωγοί)[11]. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί μια μορφή «λευκού» ψέμματος, καθώς η διατύπωσή του δικαιολογείται εφόσον αποσκοπεί στο κοινό καλό ολόκληρης της πολιτείας. Η παρουσίαση αυτή είναι αλληγορική και δεν σχετίζεται με την κατοχή πλούτου. Άλλωστε, η δυνατότητα πλουτισμού στην ιδεώδη πολιτεία είναι σαφώς περιορισμένη, ειδικά στις ανώτερες τάξεις. Οι κυβερνήτες δεν πρέπει να έχουν καμία σχέση με τον πλούτο και την ιδιοκτησία, έτσι ώστε να παραμένουν αφοσιωμένοι στο καθήκον τους[12]: «κανένας τους δεν πρέπει να έχει περιουσία δική του […] κανένας τους δεν πρέπει να έχει σπίτι και κελάρι…»[13].

Το γενναίο ψεύδος έχει, επιπλέον, σκοπό να συντηρήσει μια ύψιστης σημασίας προϋπόθεση ύπαρξης της πόλης: την ενότητα. Ο Πλάτωνας θεωρεί ότι η ιδανική πόλη είναι αδιαίρετη. Σε αυτήν υπάρχει ενότητα συμφερόντων και ομοφωνία ανάμεσα στις τάξεις της. Για το λόγο αυτό, η πόλη αυτή δεν μπορεί να είναι ούτε υπερβολικά μεγάλη ούτε υπερβολικά μικρή, ενώ οι ανισότητες (όπως ο πλουτισμός και η φτώχεια) δεν έχουν καμία θέση γιατί δεν εξυπηρετούν τους σκοπούς της[14]. Κάθε τάξη εκτελώντας τον προορισμένο ρόλο της βοηθά στην εύρυθμη λειτουργία της πόλης και θέτει τα θεμέλια της ενότητάς της. Μια ακόμα απορία που θα μπορούσε να διατυπωθεί σε αυτό το σημείο έχει να κάνει με το στοιχείο εκείνο που εξασφαλίζει ότι σε κάθε περίπτωση οι τρεις τάξεις πράγματι θα επιτελέσουν το έργο τους.

Σύμφωνα με τον Πλάτωνα κάθε τάξη αντιστοιχεί προς ορισμένο μέρος της ανθρώπινης ψυχής και εκτελεί την αντίστοιχη λειτουργία. Έτσι, η τάξη των κυβερνητών αντιστοιχεί προς το λογιστικόν μέρος που έχει ως κύριο σκοπό του την αναζήτηση της αλήθειας και την αύξηση των γνώσεων, ενώ απώτερος στόχος του είναι να κυβερνά την ψυχή στο σύνολό της[15]. Το λογιστικόν μέρος της ψυχής είναι “το μόνο το οποίο ελκύεται από ευχαριστήσεις που συμπεριλαμβάνουν το μακροπρόθεσμο καλό ολόκληρου του οργανισμού[16]”.

Η σωστή καλλιέργεια του λογιστικού οδηγεί στη σοφία. Αντίθετα, το θυμοειδές διακρίνεται για δύο γνωρίσματα. Αρχικά για τη βία και την επιθετικότητά του και κατ’ επέκταση για την άντληση ευχαρίστησης από τις νίκες και τις τιμές. Εφόσον η καλλιέργεια του θυμοειδούς είναι η ορθή, κατακτάται η αρετή της ανδρείας[17]. Το μέρος αυτό αναπτύσσει συνεργασία με το λογιστικόν με γνώμονα πάντοτε το κοινό καλό: «το θυμοειδές διασώζει αλώβητο […] ό,τι του διαμήνυσε ο λογισμός…[18]». Είναι σαφής ο παραλληλισμός του με την τάξη των φυλάκων[19]. Τέλος, το επιθυμητικόν εκφράζει επιθυμίες που μπορεί να προσηλωθούν σε διάφορες κατευθύνσεις –συμπεριλαμβανομένων των βασικών ανθρώπινων αναγκών. Το επιθυμητικόν διακρίνεται για το χαοτικό του χαρακτήρα, όσο χαοτική είναι και η πολυπληθέστατη τάξη των παραγωγών, όπου ο καθένας θέτει έναν διαφορετικό στόχο και εξυπηρετεί έναν ιδιαίτερο ρόλο[20].

Η ιδεώδης πολιτεία αποτελεί στην πραγματικότητα μια μεγάλη ψυχή. Ως εκ τούτου διέπεται από τις αρετές που διακρίνουν την ψυχή, της οποίας τα μέρη βρίσκονται μεταξύ τους σε αρμονία. Εφόσον κυριαρχεί το λογιστικόν πρυτανεύει η λογική και η σοφία των κυβερνητών. Εφόσον το θυμοειδές συνεργάζεται με το λογιστικόν επικρατεί η ανδρεία που επιβάλουν οι φύλακες. Καθώς οι δημιουργοί και οι φύλακες εκτελούν το έργο τους, αποδέχονται την αναγκαιότητα υποταγής στο σχεδιασμό του λογιστικού μέρους, δηλαδή των κυβερνήτων κι έτσι επικρατεί η σωφροσύνη[21]. Μια τέτοια πολιτεία, κατά τον Πλάτωνα, δεν μπορεί παρά να είναι δίκαιη, εφόσον κάθε μέρος της εκτελεί το έργο της απρόσκοπτα και χωρίς να δημιουργεί εμπόδια στα άλλα μέρη. Αυτή η πολιτεία δεν έχει ανάγκη από νόμους. Βάση της είναι η παιδεία που καλλιεργεί αγαθούς ανθρώπους με υγιή χαρακτήρα, ενώ οι κυβερνήτες της διαθέτουν ακόμα περισσότερο ακέραιο χαρακτήρα και αποτελούν το υπόδειγμα. Σε αυτή την πολιτεία, λοιπόν, το πνεύμα των νόμων είναι ενσταλαγμένο στη συνείδηση των πολιτών, οι οποίοι δεν έχουν ανάγκη εντολών[22]

Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ

Η σύλληψη της ιδεώδους πολιτείας αποτελεί, όπως είδαμε, προϊόν της βαθύτατης απογοήτευσης που βίωσε ο Πλάτωνας από το πολιτικό σκηνικό της εποχής στην οποία έζησε. Τυραννίες βίωσε τόσο στη γενέτειρα του, την Αθήνα, όσο και στα ταξίδια που πραγματοποίησε στη Σικελία. Εντούτοις, την εντονότερη κριτική ασκεί προς τη δημοκρατία, την οποία θεωρεί ως ένα άκρως διεφθαρμένο πολίτευμα. Ίσως αυτή του η στάση, πηγάζει από το γεγονός ότι τη δημοκρατία την αντιμετώπιζε ως ένα συνονθύλευμα πολιτευμάτων, το οποίο συγκεντρώνει χαρακτηριστικά απ’ όλα τα υπόλοιπα. Αυτό σήμαινε για το μεγάλο φιλόσοφο ότι η δημοκρατία όχι μόνο δε διακρίνεται για την πολυμορφία της, αλλά αντίθετα δε διαθέτει συγκεκριμένο σχήμα κι αυτό την καθιστά εξαιρετικά ασταθές πολίτευμα[23]. Σε ποια σημεία εστιάζει, όμως, την κριτική του;

Ένα βασικό γνώρισμα της δημοκρατίας είναι η ελευθερία. Ο Πλάτωνας, όμως, αμφισβητεί το γεγονός ότι πρόκειται για ουσιαστική ελευθερία. Πώς είναι δυνατό να μιλάμε για ελευθερία, λέει, σε μια κοινωνία στην οποία εκείνοι που θεωρητικά δεν είναι ελεύθεροι (δούλοι) απολαμβάνουν την ίδια ελευθερία με εκείνους που τους αγόρασαν[24]; Το επιχείρημα αυτό ασφαλώς υπήρξε ανεδαφικό, όμως, στη συνέχεια ο Πλάτωνας διατύπωσε ορισμένα βαθύτερα επιχειρήματα. Σε μια δημοκρατία υποστηρίζει πως είναι αδύνατη η ενότητα. Δεδομένου ότι υπάρχει μια θεωρητική πολυφωνία και ελευθερία σκέψης και άποψης, αυτό σημαίνει ότι μέσα στη δημοκρατία υπάρχουν τόσα κράτη όσα και τα άτομα που το απαρτίζουν: «σ’ αυτή την πολιτεία, περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού, θα συνυπάρχει κάθε καρυδιάς καρύδι […] Σαν ρούχο παρδαλό, στολισμένο με κάθε λογής πλουμίδια […] Και ίσως, είπα, πολλοί άνθρωποι […] να την κρίνουν κιόλας ως την πιο όμορφη[25]». Έτσι, μια βασική προϋπόθεση συγκρότησης της πόλεως, η ενότητα, χάνεται[26]. Στην πραγματικότητα, εκείνο που χάνεται είναι η ενότητα της ψυχής. Όταν στην ψυχή δεν κυριαρχεί ενότητα, αυτόματα κατανοούμε ότι κανένα μέρος δεν υπακούει στον ρόλο του.

Ένα άλλο σημείο στο οποίο ασκεί δριμεία κριτική είναι οι νόμοι. Θεωρεί ότι, καθώς πρόκειται για πολίτευμα χωρίς συγκεκριμένο τύπο, αυτό συνεπάγεται απουσία κανόνων. Στηρίζει αυτόν τον ισχυρισμό στο γεγονός ότι οι παραβιάσεις του νόμου στην αθηναϊκή δημοκρατία ήταν συχνό φαινόμενο. Θεωρεί, ακόμα παραπέρα, ότι η έλλειψη νομιμοφροσύνης μαρτυρά και την απουσία κατάλληλου εκπαιδευτικού πλαισίου[27]: «…χωρίς διόλου να νοιάζεται να μάθει με τι είχε ως τώρα ασχοληθεί αυτός που έρχεται να μπει στην πολιτική…[28]». Ο ίδιος θεωρούσε τους συμπολίτες του ιδιαίτερα απείθαρχους, ιδιαίτερα από τη στιγμή που η πρόσβαση στα δικαστικά αξιώματα ήταν ανοιχτή σε όλους[29]. Καθώς, λοιπόν, τα μέρη της δημοκρατικής ψυχής στερούνται της απαιτούμενης ενότητας είναι επόμενο κατά την πλατωνική σκέψη να απουσιάζει εντελώς το ύψιστο αγαθό που μπορεί να κατακτήσει η ψυχή, δηλαδή η δικαιοσύνη.

Ο Πλάτωνας κατ’ ουσία κατακεραυνώνει τη δημοκρατία. Η ελευθερία και η ισότητά της κατακρίνονται, ενώ ο δημοκρατικός άνδρας παρομοιάζεται με χαμαιλέοντα που προσαρμόζεται στις εκάστοτε συνθήκες για να διεκδικήσει τις προσωπικές του επιθυμίες[30]. Ο παραλληλισμός με τους δημαγωγούς είναι προφανής. Σε μια πολιτεία με δημαγωγούς που εξυπηρετούν προσωπικά συμφέροντα, τα μέρη της συλλογικής ψυχής δε βρίσκονται μεταξύ τους σε αγαστή συνεργασία, αλλά αντίθετα λειτουργούν ατομικά και αίρεται η διάκριση κυβερνώντων-κυβερνωμένων[31]. Θα λέγαμε, δηλαδή, ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει διαίρεση της ψυχής σε μέρη. Τελικά, η δημοκρατία αποτιμάται ως ένα από τα κατώτερα πολιτεύματα, κάτι που φαίνεται από το γεγονός ότι κατά τον Πλάτωνα, η ίδια πηγάζει από την ολιγαρχία, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να προετοιμάζει και το έδαφος για την τυραννία.[32]

ΣΥΝΟΨΗ -ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η ιδεώδης πλατωνική πολιτεία αποτελείται από τρεις τάξεις: παραγωγοί, φύλακες και κυβερνήτες. Η εκπαίδευση καθορίζει την τάξη στην οποία θα ενταχθεί κάθε άτομο. Καθεμία από αυτές είναι αφοσιωμένη σε ορισμένο ρόλο. Έχοντας λάβει την ορθή παιδεία, κάθε τάξη εκτελεί σωστά το ρόλο της κι έτσι τα μέρη της πολιτείας βρίσκονται σε ενότητα και ισορροπία, ακριβώς όπως συμβαίνει και με τα μέρη της ψυχής.

  • Το λογιστικόν αντιστοιχεί προς τη σοφία του κυβερνήτη και ελέγχει τα άλλα δύο μέρη.
  • Το θυμοειδές συνεργάζεται με το προηγούμενο για να τηρείται η τάξη, ρόλο που επιτελούν οι φύλακες που είναι ανδρείοι.
  • Το επιθυμητικόν είναι το πλέον χαοτικό μέρος και αντιστοιχεί προς τους πολυπληθείς παραγωγούς.

Επομένως όταν επικρατεί ενότητα των μερών της πόλης-ψυχής, τότε κυριαρχεί το ύψιστο αγαθό, η δικαιοσύνη, που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της ατομικής και συλλογικής ευδαιμονίας και εξασφαλίζει την αρμονική συνεργασία των τριών μερών εφόσον το καθένα τους επιτελεί σωστά τον ρόλο του.

Η δημοκρατία, κατά τον Πλάτωνα, αποτυγχάνει ως πολίτευμα επειδή είναι ανίκανη να επιτύχει ισορροπία και ενότητα των μερών. Κάθε άτομο αποτελεί μια διαφορετική εκδοχή του κράτους, εφόσον υπάρχει πλήρης ελευθερία. Επίσης, η δράση των δημαγωγών είναι αποτρεπτική προς κάθε έννοια ισορροπίας, καθώς σε αυτή την περίπτωση η χειραγώγηση των ατόμων κυριαρχεί. Εν τέλει, κανείς δεν έχει καθορισμένο ρόλο κι έτσι η συνεργασία των μερών αίρεται και η ενότητα καθίσταται αδύνατη.

Ιανουάριος 2020

Μίνα Μπουλέκου

Συγγραφέας-Ποιήτρια-Αρθρογράφος

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 

  • Δήμας Πάνος, «Η φιλοσοφία του Πλάτωνα» στο Καλογεράκος Ι. – Θανασάς Π. – Μπάλλα Χ. – Τσούνα Β. – Δήμας Π. – Πολίτης Β. – Κοντός Π. – Ιεροδιακόνου Κ. – Καλλιγάς Π. – Ράγκος Σ. – Γιαννάκης Η. – Ζωγραφίδης Γ. – Βιρβιδάκης Σ. Ελληνική Φιλοσοφία και Επιστήμη: από την Αρχαιότητα ως τον 20ο Αιώνα, τόμος Α’, Η Ελληνική Φιλοσοφία από την Αρχαιότητα ως τον 20ο Αιώνα, ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σσ. 121- 160.
  • Πλάτων, Πολιτεία, μτφρ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, Πόλις, Αθήνα 2002.
  • Annas Julia, Εισαγωγή στην Πολιτεία του Πλάτωνα, μτφρ. Χ. Γραμμένου, επιμ. Χ. Ζαφειρόπουλος – Π. Μπουρλάκης, Καλέντης, Αθήνα 2006.
  • Baker Ernest, Ο πολιτικός στοχασμός στην Αρχαία Ελλάδα: Ο Πλάτων και οι καταβολές του, μτφρ. Κ. Κολιόπουλος, επιμ. Ζ. Κωτούλα – Η. Παπαγιαννόπουλος, Ποιότητα, Αθήνα 2007.
  • Coleman Janet, Ιστορία της Πολιτικής Σκέψης, τόμος Α’, μτφρ. Γ. Χρηστίδης, επιμ. Π. Βαλλιάνος, Κριτική, Αθήνα 2005.
  • Popper Karl, Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της, τόμος Α’, μτφρ. Ε. Παπαδάκη, Παπαζήση, Αθήνα 2003.

 

 ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 Σε αυτό περιλαμβάνονται η διεφθαρμένη –κατά τον ίδιο– δημοκρατία της Αθήνας, η διακυβέρνηση των Τριάκοντα τυράννων στην ίδια πόλη, το ιδιότυπο ολιγαρχικό πολίτευμα της Σπάρτης, καθώς και οι σκληρές τυραννίες της Σικελίας.

2 Δήμας Πάνος, «Η φιλοσοφία του Πλάτωνα» στο Καλογεράκος Ι. – Θανασάς Π. – Μπάλλα Χ. – Τσούνα Β. – Δήμας Π. – Πολίτης Β. – Κοντός Π. – Ιεροδιακόνου Κ. – Καλλιγάς Π. – Ράγκος Σ. – Γιαννάκης Η. – Ζωγραφίδης

Γ. – Βιρβιδάκης Σ. Ελληνική Φιλοσοφία και Επιστήμη: από την Αρχαιότητα ως τον 20ο Αιώνα, τόμος Α’, Η Ελληνική Φιλοσοφία από την Αρχαιότητα ως τον 20ο Αιώνα, ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σ. 153.

3 Ό.π., σ. 154.

4 Ό.π., σ. 154.

5 Δήμας, ό.π., σ. 154.

6 Πλάτων, Πολιτεία, μτφρ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, Πόλις, Αθήνα 2002, σ. 251.

7 Δήμας, ό.π., σ. 153.

8 Πλάτων, ό.π., σ. 405.

9 Annas Julia, Εισαγωγή στην Πολιτεία του Πλάτωνα, μτφρ. Χ. Γραμμένου, επιμ. Χ. Ζαφειρόπουλος – Π. Μπουρλάκης, Καλέντης, Αθήνα 2006, σ. 132.

10 Πλάτων, ό.π., σ. 251.

11 Annas, ό.π., σ. 133.

12 Annas, ό.π., σ. 133.

13 Πλάτων, ό.π., σ. 259.

14 Annas, ό.π., σ. 135.

15 Ό.π., σ. 162.

16 Δήμας, ό.π., σ. 151.

17 Annas, ό.π., σ. 163.

18 Πλάτων, ό.π., σ. 325.

19 Annas, ό.π., σ. 165.

20 Ό.π., σ. 166.

21 Ό.π., σ. 169.

22 Coleman Janet, Ιστορία της Πολιτικής Σκέψης, τόμος Α’, μτφρ. Γ. Χρηστίδης, επιμ. Π. Βαλλιάνος, Κριτική, Αθήνα 2005, σ. 213.

23 Baker Ernest, Ο πολιτικός στοχασμός στην Αρχαία Ελλάδα: Ο Πλάτων και οι καταβολές του, μτφρ. Κ. Κολιόπουλος, επιμ. Ζ. Κωτούλα – Η. Παπαγιαννόπουλος, Ποιότητα, Αθήνα 2007, σ. 537.

24 Popper Karl, Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της, τόμος Α’, μτφρ. Ε. Παπαδάκη, Παπαζήση, Αθήνα 2003, σ. 93.

25 Πλάτων, ό.π., σ. 611.

26 Baker, ό.π., σ. 538.

27 Baker, ό.π., σ. 539.

28 Πλάτων, ό.π., σ. 613.

29 Coleman, ό.π., σ. 212.

30 Baker, ό.π., σ. 541.

31 Ό.π., σ. 543.

32 Ό.π., σ. 545.

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Η Μίνα Μπουλέκου γεννήθηκε στην Αθήνα και διαμένει μόνιμα στο Καπανδρίτι Αττικής. Είναι μητέρα 2 παιδιών.  Παρακολουθεί μαθήματα στην σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών στο τμήμα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο Πατρών (Ε.Α.Π.).  Γνωρίζει Αγγλικά και Γερμανικά. Είναι Συγγραφέας, Ποιήτρια και Αρθρογράφος, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών (Π.Ε.Λ.), μέλος του Ελληνικού Πολιτιστικού Ομίλου Κυπρίων Ελλάδος (Ε.Π.Ο.Κ.), μέλος του Λογοτεχνικού Ομίλου ΞΑΣΤΕΡΟΝ του περιοδικού ΚΕΛΑΙΝΩ, μέλος της WORLD POETRY CANADA INTERNATIONAL, μέλος του Ελληνικού Τμήματος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων με την ιδιότητα της αρθρογράφου, ιδρυτικό μέλος του πολιτιστικού σωματείου «ΟΙ ΚΟΡΥΦΑΙΟΙ» το οποίο δημιουργήθηκε από την κα. Μαρία Χατζηνικολάου. Επίσης είναι συνεργάτης, αρθρογράφος του διαδικτυακού portal η Πύλη της Ψυχολογίας Psychology.gr. Έχει εκδώσει μέχρι στιγμής 5 βιβλία από τις Εκδόσεις Όστρια, εκ των οποίων τα 3 είναι ποιητικές συλλογές με τους ακόλουθους τίτλους: 1) Με τη Ροή του Ανέμου,  2) Πέρα απ’ τον ορίζοντα 3) Το Σάλπισμα των Ψυχών, 4) 1 δοκίμιο με τίτλο: «Προβληματισμοί του Σύγχρονου Ανθρώπου» και 5) 1 εικονογραφημένο παραμύθι με τίτλο: «Η Λαχανόκαρδη».Έχει αποσπάσει σημαντικά βραβεία, επαίνους και διακρίσεις. Έχει συμμετάσχει σε συλλογικά έργα-ποιητικές ανθολογίες των εκδόσεων ΟΣΤΡΙΑ, ΒΕΡΓΙΝΑ, ΕΝΤΥΠΟΙΣ, ΑΓΓΕΛΑΚΗ, ΕΧΕΔΩΡΟΣ, ΕΠΟΚ.Έχει παρακολουθήσει πολιτικές και φιλοσοφικές ημερίδες. Κριτικές έχουν δημοσιευθεί στα παρακάτω λογοτεχνικά περιοδικά: «Κελαινώ» του Λογοτεχνικού Ομίλου «Ζαλώνη» Ξάστερον καθώς και στο «Πνευματική Ζωή» του  Μιχάλη Σταφυλά.

  

Πηγή φωτογραφίας: newsbomb.gr

.