,

“ΓΙΑ ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ” του Μάνου Χατζιδάκι

(…) Το ρεμπέτικο, κι αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο, έχει επιβάλει πια τη δύναμή του, λίγο-πολύ σ’  όλους μας, είτε θετικά, είτε αρνητικά, είτε δηλαδή το παραδεχόμαστε είτε όχι, ενώ συγχρόνως βλέπουμε να έχει δημιουργηθεί γύρω του μια επιπόλαιη κατάσταση μόδας, που μας κάνει ν’ αντιδρούμε δικαιολογημένα  σ’ αυτήν και ν’ αμφιβάλλουμε για την μελλοντική ποιοτική εξέλιξη του είδους. (Εδώ πέρα βέβαια, παίρνω σαν δεδομένο την ποιοτική του αξία.) Και στον τόπο μας καθώς κι έξω, όλα περνούν απ’ αυτήν την περίοδο που ονομάζουμε μόδα. Μήπως απέφυγε κάτι τέτοιο το δημοτικό μας τραγούδι πριν πενήντα χρόνια, σαν φούντωσε το κίνημα των δημοτικιστών; Κι ακόμη πριν δυο χρόνια, το ίδιο δεν είχε συμβεί με τις λαϊκές εικαστικές τέχνες, όπου ο Θεόφιλος κι ο Παναγής Ζωγράφος προβάλλονταν στο ίδιο πλάνο με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα;

Ποιος μπορεί να σταματήσει μια τέτοια κατάσταση κι ακόμη, ίσως, να μην παραδεχτεί την αναγκαιότητα αυτής της περιόδου μόδας –ας την πούμε – ωσότου τα πράγματα κατασταλάξουν και έλθουν στη φυσική τους θέση; Το ίδιο πρέπει, νομίζω, να περιμένουμε και για τα ρεμπέτικα.

Γιατί θα ‘ναι κάπως ανόητο να νομίσουμε ότι ο χασάπικος μπορεί ή προσπαθεί ν’ αντικαταστήσει το ταγκό. Οι λαϊκοί τούτοι ρυθμοί έχουν κάτι περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται για να καλυφθούν οι βραδινές μας διασκεδαστικές ώρες – άσχετα αν αυτός ο χαρακτήρας επιβάλλεται κι επικρατεί στις λαϊκές τάξεις.

Το να θελήσει, λοιπόν, κανείς ν’ αγνοήσει την πραγματικότητα και μάλιστα του τόπου του, μόνο κακό του κεφαλιού του μπορεί να  κάμει… Τα χρόνια μας είναι δύσκολα και το λαϊκό μας τραγούδι, που δεν φτιάχνεται από ανθρώπους της φούγκας και του κοντραπούντου ώστε να νοιάζεται για εξυγιάνσεις και για πρόχειρα φτιασιδώματα υγείας, τραγουδάει την αλήθεια και μόνο την αλήθεια.

Η εποχή μας δεν είναι ούτε ηρωική ούτε επική και το τέλειωμα του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου άφησε σχεδόν όλα τα προβλήματα άλυτα και μετέωρα. Τα μετέωρα αυτά προβλήματα δημιουργούνε περιφερόμενα ερωτηματικά, που δεν περιορίζονται φυσικά μόνο στον τομέα της πολιτικής και της κοινωνιολογίας, μα ξαπλώνονται με την ίδια δύναμη και στη φιλοσοφία. Και στην τέχνη, ακόμη και στην πιο καθημερινή στιγμή του ανθρώπου.

Ο τόπος μας επιπλέον ακολουθάει, σχεδόν δίχως διακοπή, έναν πόλεμο μ’ επιμονή και με πίστη για την τελική νίκη, μα πάντα, και ιδιαίτερα σήμερα, κοπιαστικό και οδυνηρό. Σκεφθείτε τώρα κάτω από αυτές τις αδυσώπητες συνθήκες, την παρθενική ιδιοσυγκρασία του λαού μας. – Παρθενική γιατί τα εκατό χρόνια μόνον ελεύθερης ζωής, δεν ήσαν ικανά ούτε να την ωριμάσουν ούτε ν’ αφήσουν περιθώριο για να ριζώσουν τα τελευταία ευρωπαϊκά ρεύματα. Φανταστείτε λοιπόν όλην αυτή την στοιβαγμένη ζωτικότητα και ομορφιά  συνάμα, ενός λαού σαν του δικού μας, να ζητά διέξοδο, έκφραση, επαφή με τον έξω κόσμο και να αντιμετωπίζει όλα αυτά που αναφέραμε πιο πάνω σαν κύρια γνωρίσματα της εποχής. Κι ακόμα σκεφτείτε τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες του τόπου μας. Η ζωτικότητα καίγεται, η ιδιοσυγκρασία  αρρωσταίνει, η ομορφιά παραμένει. Αυτό είναι το ρεμπέτικο. Κι από δω πηγάζει η θεματολογία του.

Επαναλαμβάνω: Ένας ανικανοποίητος μα έντονος ερωτισμός που ακριβώς η έντασή του αυτή του προσδίδει έναν πανανθρώπινο χαρακτήρα, και μια επιτακτική διάθεση φυγής   από την πραγματικότητα με  οιοδήποτε τεχνικό μέσον, που η χρησιμοποίησή  του δείχνει την παθητικότητα της τάξης που το μεταχειρίζεται.

Το ρεμπέτικο κατορθώνει, με μια θαυμαστή ενότητα, να συνδυάζει τον λόγο, την μουσική και την κίνηση. Από την σύνθεση μέχρι την εκτέλεση, μ’ ένστικτο δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την τριπλή αυτή εκφραστική συνύπαρξη, που ορισμένες φορές, σαν φτάνει τα όρια της τελειότητος, θυμίζει μορφολογικά την αρχαία τραγωδία. Όχι πως το δημοτικό τραγούδι δεν έχει κι αυτό στοιχεία διοχετευμένα στο ρεμπέτικο. Μα πολύ λιγότερα. Η παρουσία του είναι έντονη, ιδιαίτερα στο ελαφρότερο είδος, που περισσότερο το χαρακτηρίζει μια χάρη και μια νησιώτικη αλαφράδα. Παράδειγμα φέρνω το «Πάρ’ τη βάρκα στο λιμάνι – κάτω στο Πασαλιμάνι»,καθώς και τον γνωστότατο «Αντρέα Ζέπο». Και τα δυό έχουν πολύ έντονα πάνω τους την σφραγίδα του δημοτικού μας τραγουδιού.

(…) Εδώ, ο ζεϊμπέκικος έχει χάσει ολότελα την αρχική ρυθμική του αγωγή κι έχει γίνει αργός, βαρύς, μακρόσυρτος και περιεχτικότερος. Χορεύεται από έναν μόνο χορευτή και επιδέχεται αφάνταστη ποικιλία αυτοσχεδιασμών με μόνο δεδομένο την αίσθηση του ρυθμού. Ο καλός χορευτής στο ζεϊμπέκικο θα  ‘ναι εκείνος που θα διαθέτει τη μεγαλύτερη φαντασία και την κατάλληλη πλαστικότητα ώστε να μην αφήσει ούτε μια νότα μπουζουκιού, που να μην την αποδώσει με μια αντίστοιχη κίνηση του σώματός του. Σαν χορός είναι ο δυσκολότερος κι ο δραματικότερος σε περιεχόμενο.

Ο χασάπικος βασίζεται πάνω στον ρυθμό των 4/4 και ο τρόπος που χορεύεται – δύο χορευτές συνήθως, αλλά και τρεις και τέσσερις πολλές φορές – αναπτύσσεται σαν μια προέκταση του δημοτικού χορευτικού τρόπου, με μια κάποια ευρωπαϊκή επίδραση. Ο ζεϊμπέκικος είναι ο πιο καθαρός σύγχρονος ελληνικός ρυθμός. Ο δε χασάπικος έχει αφομοιώσει μια καθαρή ελληνική ιδιομορφία. Πάνω σ’ αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας τη μελωδική γραμμή διακρίνουμε καθαρά την επίδραση ή καλύτερα την προέκταση του βυζαντινού μέλους. Όχι μόνο εξετάζοντας τις κλίμακες που από το ένστιχτο των λαϊκών μουσικών διατηρούνται αναλλοίωτες, μ’ ακόμη παρατηρώντας τις πτώσεις, τα διαστήματα και τον τρόπο εκτέλεσης. Όλα φανερώνουν την πηγή, που δεν είναι άλλη από την αυστηρή και απέρριτη εκκλησιαστική υμνωδία.

(…) Κάποτε θα κοπάσει η φασαρία γύρω τους κι αυτά θα συνεχίσουν ανενόχλητα τον δρόμο τους. Ποιος ξέρει τι καινούρια ζωή μας επιφυλάσσουν τα νωχελικά κι απαισιόδοξα 9/8 για το μέλλον. Όμως  εμείς, στο μεταξύ, θα ‘χουμε νιώσει πλέον για τα καλά, την δύναμή τους. Και θα τα ακούμε, πολύ φυσικά και σωστά, να υψώνουν την φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν για να ερμηνεύουν τον βαθύτερο εαυτό μας.

 

Μάνος Χατζιδάκις (1925-1994)

Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ»

Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ (Έβδομη έκδοση)– Αθήνα 2013

 

H έκδοση αυτή περιέχει τριάντα έξι κείμενα του Μάνου Χατζιδάκι, που δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς σε περιοδικά και εφημερίδες, ή εκφωνήθηκαν σε ζωντανές ομιλίες προς το κοινό.

“Για το ρεμπέτικο” – αποσπάσματα από τη διάλεξη που δόθηκε στο “Θέατρο Τέχνης”, το 1949. Τα αποσπάσματα αυτά δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό “Νέα Δημιουργία” , τεύχος 27 , 25 Μαρτίου 1949.

                                                                            

Πηγή φωτογραφίας:imerodromos.gr               ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ:

Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στην Ξάνθη στις 23 Οκτωβρίου 1925. Από την ηλικία των τεσσάρων ετών άρχισε να μελετάει πιάνο, ενώ από το 1940-43 ανώτερα θεωρητικά, με τον Μενέλαο Παλλάντιο, σημαντική μορφή της Ελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής. Παράλληλα, σπούδαζε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ γαλουχήθηκε από καλλιτέχνες και διανοούμενους της γενιάς του μεσοπολέμου (Σεφέρης, Γκάτσος, Σικελιανός). Από το 1945 συνεργαζόμενος κυρίως με το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης, έγραψε μουσική για πολλές αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες, καθώς και για έργα σύγχρονου ρεπερτορίου: “Ορέστεια” (1950), “Μήδεια” (1956), “Εκκλησιάζουσες” (1956), “Λυσιστράτη” (1957), “Κύκλωπας” (1959), “Όρνιθες” (1959), “Λεωφορείον ο Πόθος” (1948), “Ματωμένος Γάμος” (1948), “Το γλυκό πουλί της νιότης” (1960), “Το φυντανάκι” (1989) κ.α. Το 1948 γράφει, για μία μικρή λευκή αχιβάδα, έργο το οποίο ο ίδιος ξεχωρίζει, στο σύνολο της εργασίας του. Το 1949 με την περίφημη διάλεξη του για το ρεμπέτικο (1949), ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στη συντηρητική αστική κοινωνία. Αναμόρφωσε όλο το ελληνικό τραγούδι, δρομολογώντας σε νέους μουσικούς ορίζοντες.

Παράλληλα με το θέατρο από το 1946 ο Μάνος Χατζιδάκις, συνέθεσε μουσική για 80 ελληνικές και ξένες ταινίες: “Στέλλα” (1955), ο “Δράκος” (1956), “America-America” (1963). Τo 1960 του απονέμεται βραβείο για το τραγούδι, “Τα παιδιά του Πειραιά”, της ταινίας: “Ποτέ την Κυριακή”. Δύο χρόνια αργότερα, ανέβασε στην Αθήνα την “Οδό Ονείρων”, παράσταση σταθμό για το ελληνικό μουσικό θέατρο, με πρωταγωνιστή τον Δημήτρη Χορν. Στο διάστημα 1966-72 έζησε στη Ν. Υόρκη , όπου έγραψε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του: “Ρυθμολογία” (έργο για πιάνο), “Ο Μεγάλος Ερωτικός” (κύκλος τραγουδιών, βασισμένος σε ποιήματα αρχαίων και σύγχρονων), εκεί ξεκίνησε και την “Εποχή της Μελισσάνθης”, μια μουσική ιστορία με αυτοβιογραφικά στοιχεία, που διαδραματίζεται λίγο μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου.

Ο Μάνος Χατζιδάκις, προσωπικότητα πολύπλευρη και πολυδιάστατη, εκτός από την σύνθεση είχε και άλλες καλλιτεχνικές δραστηριότητες. Ίδρυσε και διηύθυνε την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών (1964-67), το Πολύτροπο (καφεθέατρο 1972), Μουσικές Γιορτές στα Ανώγεια Κρήτης (1978, φεστιβάλ μουσικής), τους Μουσικούς αγώνες στην Κέρκυρα(1981) τον Σείριο (δισκογραφική εταιρεία, 1985) την Ορχήστρα των Χρωμάτων (ορχήστρα συμφωνικής μουσικής, 1989), τέλος διηύθυνε τον κρατικό ραδιοσταθμό (Τρίτο Πρόγραμμα, 1975-81), τον οποίο μετέτρεψε σε σημείο αναφοράς ποιότητας και ιδεών. Από την αρχή της παρουσίας του στον ελληνικό μουσικό χώρο, ήταν διαρκώς δισκογραφικά παρών με δίσκους που θεωρούνται πια κλασικοί: “Τo χαμόγελο της Τζοκόντα” (1964), “Αθανασία” (1975), “Σκοτεινή μητέρα” (1985) “Τα τραγούδια της Αμαρτίας” (1992) κ.α. Επίσης δημοσίευσε τέσσερα βιβλία με ποιήματα και σχόλια: “Μυθολογία”, “Μυθολογία Δεύτερη” , “Τα σχόλια του Τρίτου”, “Ο Καθρέπτης και το Μαχαίρι”. Το απόγευμα της 15ης Ιουνίου του 1994, ο Μάνος Χατζιδάκις “άρχισε το ταξίδι του προς τα άστρα”….

Πηγή βιογραφικού: ikarosbooks.gr

 

Επιμέλεια και μεταφορά κειμένου : Τζούλια Πουλημενάκου

(Αρχείο ιδιωτικής βιβλιοθήκης)

Επί-Λόγου – Λεύκωμα – Φεβρουάριος 2020