Τώρα που μεγαλώσαμε
η σκεπή πάνω απ’ τη θύμηση μεγάλωσε.
Κι εμείς δεν είμαστε οι νεαροί πολεμιστές
να περπατάμε και να κοιτάμε τον ουρανό
όνειρα να τρέφουμε…

 

Γιατί μας έμειναν λίγες αντοχές
λίγες ανάσες θα ζαλίζουν ακόμα τις ομίχλες μας
και μέχρι να σκοτεινιάσει το βουνό
θα ξαπλώνουμε σ’ ένα φαράγγι βαθύ
να θυμόμαστε πόσο χάσαμε ουρανό.

 

Αλλά οι μνήμες θα ’ρχονται τόσο έντονα
θα περνάνε τον καιρό
και σαν τύμπανα θα μας χτυπούν
σαν πέλαγο θα μας κυκλώνουνε
μέχρι να μας σκοτώσουνε οριστικά
την ώρα που ο τόπος θα φεγγοβολεί
σα να ’μαστε εμείς οι νικητές
χωρίς να πολεμήσουμε.

 

Γεώργιος Ελευθ. Καραγιάννης

Συγγραφέας-ποιητής

28/11/2019

Μυριάδες φωνές με κατέκλυσαν
απ’ της αβύσσου τα πελάγη
ζωσμένες σαν ικέτιδες
ξεπρόβαλλαν έτοιμες
να με σφιχταγκαλιάσουν
«το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον»

Ανόθευτες σιωπές αιωρήθηκαν
σαν σταλαχτίτες της βροχής
κυρίευσαν το είναι μου..
στου απείρου το γεφύρι.

Για μια στιγμή στάθηκα
στου αγέρι τα λημέρια
σαν ανεμόμυλος δίχως φτερούγες
γέρνοντας σε ένα αμυδρό φως.

Βαθύ ποτάμι ο λογισμός
και η δύστυχη γνώση
της ατέλειωτης ιδιοτέλειας
σκόρπισε φόβους
στα έλη του παραλόγου.

Μα τι ωφελεί;
όταν η ψυχή αιμορραγεί
φιλάσθενη και ανήμπορη
να υψώσει φωνή,
υπερασπιζόμενη
και τον ελάχιστο αέρα
που της έχει δοθεί ως χάρη;

Άνθρωποι μικροί,
πηγαινοερχόντουσαν
έρποντας την ευτέλεια
σαν σε κινούμενη άμμο.
Ερήμην της φωνής.
Ερήμην της συνείδησης .

Για μια στιγμή
έδιωξα κάθε σύννεφο
που σκίαζε την πρωινή ομίχλη
στον αναλλοίωτο χρόνο
του Παντός.

Ο δείκτης του εκκρεμούς
πάγωσε ένα ολόκληρο λεπτό.
όσο διαρκεί φευγαλέα
το ταξίδι μιας ψυχής.

 

© Μίνα Μπουλέκου

Συγγραφέας – Ποιήτρια – Αρθρογράφος

 

Από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή

“Στα Χνάρια των Ανθρώπων”

 

 

 

Π Ρ Ο Σ Κ Λ Η Σ Η

Η Ένωση Θεατρικών Συγγραφέων Κύπρου (Ε.Θ.Σ.Κ.) και η Εκκλησία Αγίου Επιφανίου Λυμπιών

σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βραβευμένου θεατρικού βιβλίου

της Τούλας Κακουλλή  “ΜΑΛΒΩ”

στις 31 Ιανουαρίου 2020 και ώρα 7 μ.μ. στο Πολιτιστικό Κέντρο Λυμπιών

με ομιλήτρια την εκπαιδευτικό Σωτηρούλα Γρηγορίου

 

Χαιρετίζουν:

Μιχάλης Γεωργίου, Κοινοτάρχης Λυμπιών

Αιδεσιμολογιότατος πατήρ Θεόδωρος Γρηγορίου,  εκ μέρους της εκκλησίας

Άντρη Πλάτου, εκπαιδευτικός,  εκ  μέρους του Κ.Σ.Π.Ν.Β.

Γιώργος Θεοδοσίου, Πρόεδρος και νομικός σύμβουλος της Ε.Θ.Σ.Κ.  

 

Θεατρικό αναλόγιο με αποσπάσματα του έργου από την πολυβραβευμένη θεατρική ομάδα: ΠΑΡΑΒΑΣΗ Λυμπιών

Μουσική παρέμβαση με το τραγούδι “Για τη Λουκία” (σε στίχους της Τούλας Κακουλλή)

από τη Φλώρα Τίφα Παντελή σε σύνθεση και πρώτη εκτέλεση από την ίδια.

Την εκδήλωση διανθίζουν παιδιά του Δημοτικού Σχολείου Λυμπιών

Αντιφώνηση από τη συγγραφέα Τούλα Κακουλλή

Παρουσίαση-συντονισμός: Μαρίνα Μάστρου, Γραμματέας της Ε.Θ.Σ.Κ.

 

 

 Μικρό πουλί της προσφυγιάς

ψάχνω να βρω απάγκιο,

για να κουρνιάζω τις βραδιές,

Ελλάδα Μάνα Γη μου!

 

Ψάχνω να βρω απάγκιο!

Είχα ορθάνοιχτα φτερά και στα ψηλά πετούσα,

εκεί που το τραγούδι μου άγγιζε τα ουράνια!

Μου μπήξαν βέργες στην αυλή, σκιάχτρα στο πέρασμά μου,

Με φόβησαν και μ’ έδιωξαν, μ’ είπαν αγριοπούλι!

Και τώρα έρημο πουλί

ψάχνω να βρω απάγκιο!

 

Οι σκέψεις πάνε κι έρχονται, η μια μετά την άλλη,

χάνονται και ξανάρχονται στου νου μου την οθόνη!

Συννεφιασμένος ουρανός κι ο νους μου νεφελώδης,

…τι είχα και τι έχασα και πού θα καταλήξω…

κάθομαι και στοχάζομαι

πουλί ξενιτεμένο!

 

‘Στραποβολεί ο ουρανός κι ηφαίστειο η γη μου,

των αδερφιών τα αίματα πήραν φωτιά και καίνε

ό,τι στον ουρανό πετά κι ό,τι στη γη κινείται!

Βρυχάται ο Δράκος κι αντηχεί ο βρυχηθμός στ’ αυτιά μου

και οι Σειρήνες του γιαλού, ποια θα με ξεγελάσει..!

Κι εγώ μοναχικό πουλί

ψάχνω να βρω αγάπη!

 

Τα βάζω με τη Μοίρα μου, τα βάζω με τον Ήλιο,

κοιτάζω την Ανατολή και της γυρνώ την πλάτη.

Ψάχνω να βρω την πίστη μου, μα πόρτες σφαλισμένες…

Ψάχνω να βρω τ’ αδέλφια μου από το ίδιο αίμα

και τη γλυκιά μανούλα μου,

που πάει κατά τη … Δύση.

 

Στον ουρανό ψηλά κοιτώ και τον παρακαλάω,

να βρω γιατρό και γιατρικό να γιάνω τα φτερά μου,

να βρω νερό να δροσιστώ, αέρα ν’ αναπνεύσω

και μια μικρή ζεστή φωλιά

τα βράδια να κουρνιάζω!

                     

Ελλάδα Μάνα Γη μου!

…Μπορεί να έχασα πολλά, Πίστη, Φτερά, Πατρίδα…!

Κέρδισα όμως τη Ζωή, είδα το Φως, τον Ήλιο,

που μου ’δωσαν οι φίλοι μου, σαν πέρασα τη γη τους.

Μικρό πουλί της προσφυγιάς, χωρίς γονείς, αδέλφια

με την Ελλάδα στην καρδιά,

Πνοή Ζωής για μένα!

 

Μου άπλωσαν τα χέρια τους, μ’ άνοιξαν την καρδιά τους

και τα φτερά μου γιάνανε, ψηλά για να πετώ!

Βρήκα ελιά να στηριχτώ, δεντρί να τραγουδάω,

ένα γαλάζιο ουρανό, χωρίς φραγμούς και σκιάχτρα

κι ένα μπαλκόνι απάγκιο,

Ελλάδα Μάνα Γη μου!

 

Πουλάκι αηδονόγλωσσο, όπως και στα παλιά,

θα το φωνάξω δυνατά, με τη γλυκιά λαλιά μου,

σ’ όλον τον κόσμο ν’ ακουστώ, σ’ Ανατολή και Δύση,

σε Χριστιανούς, σ’ Αγαρηνούς και σ’ όλους τους μεγάλους,

πως στη Ζωή μου έταξα

να τραγουδώ  “Ε λ λ ά δ α” !

 

Δημήτριος Πουλημενάκος

Υποστράτηγος ε.α.

Γύθειο, Μάρτιος 2016

 

 

 

Φύσηξε,

κι απ’ το χνώτο της

η θάλασσα ναυάγια ανέσυρε.

Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της

κι ο ουρανός δάκρυσε όνειρα.

Ένα βήμα της πάνω στο χώμα

και στις γάμπες της τυλίχτηκαν οι ρίζες των αιώνων.

Όγδοη μέρα αναδημιουργίας.

Με το νύχι του αϊτού

χαράζει άλλη μια ρυτίδα στο μέτωπο του Προμηθέα

και εξαγνίζει αμαρτήματα προγόνων.

Απ’ τον βωμό,

της Ιφιγένειας το ελάφι αρπάζει

και θυσιάζει βωβούς πόθους γυναικών.

Δυο σταγόνες απ’ το κώνειο του Σωκράτη

χύνει στο χαρτί και οι λέξεις χλοΐζουν ποιήματα.

Της απόμειναν οι μνήμες που συνωστίζονταν

στα κενοτάφια της γενιάς της.

Απόθεσε πάνω στον σταυρό

αναίτιες κραυγές, ακατάληπτα νοήματα, αξίες άνυδρες.

Προσκύνησε γονυπετής

και ξανάβαλε στη μήτρα την αιωνιότητα.

Iωάννα  Α. Αγγελή

Ποιήτρια

 

Το ποίημα Όγδοη μέρα αναδημιουργίας τιμήθηκε με το Ειδικό Βραβείο Ποίησης

από την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών

στον Πανελλήνιο και Παγκύπριο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό έτους 2018

 

 

 

 

 

 

ΔΙΗΓΗΜΑ (Απόσπασμα)

Κάθε ρωγμή σου

ας μπορούσα να κλείσω

τραύμα ακριβό μου

Ο ήλιος είχε σφηνώσει στις γρίλιες των παραθυριών, όταν σταμάτησε για λίγο στη μέση της παλιάς, αγαπημένης διαδρομής. Βγήκε από το αυτοκίνητο και πήρε μια βαθιά ανάσα. Υγρή και ζεστή άχνιζε η λιμνοθάλασσα, εισχωρώντας βαθιά στα ρουθούνια της, που ανοιγόκλειναν άπληστα. Η μυρωδιά της την κυρίευσε, τα μάτια της δάκρυσαν. Δεξιά κι αριστερά οι πελάδες¹ λικνίζονταν νωχελικά στη φιλόξενη αγκαλιά της, με όλα τα χρώματα τ’ ουρανού να μπλέκονται μαγικά στο θολό νερό της.

Οι γαΐτες² μισοβυθισμένες στο πορτοκαλί του δειλινού, έπλεαν σ’ έναν αργόσυρτο ρυθμό, παραπονιάρη, ραγισμένο, όπως του χρόνου τα κομμάτια.

Η ίδια εικόνα απαράλλαχτη, μοναδική, της έβαψε τα μάτια με μαβιές και κίτρινες πινελιές που ο χρόνος δεν κατάφερε όσο κι αν πάσχισε να ξεθωριάσει. Μικρές ψηφίδες ανασύρθηκαν από τα βάθη του νου και της ψυχής σπεύδοντας να ενωθούν σε μια ματιά, σε μιαν ανάσα, σ’ έναν αναστεναγμό ώστε να στεριώσει το βήμα, να πατήσει τα γνώριμα χνάρια, να βρει τον δρόμο εκείνον τον παλιό, πάνω στους τριζάτους ξύλινους πασσάλους.

Γύρισε στην πόρτα το κλειδί που αντιστάθηκε για λίγο, μα στον δεύτερο τριγμό υποχώρησε σαν να ̓ταν μόλις χθες που στριφογύριζε στην κλειδαριά. Η πελάδα μύριζε ξεραμένο φύκι και σάπιο ξύλο μπροστά στο καταδεκτικό φως του ήλιου που, πριν βυθιστεί στη λιμνοθάλασσα, άφησε μιαν αχτίδα αλμυρισμένη για το καλωσόρισμα.

Ο παλιός καθρέφτης ήταν εκεί. Στο άνοιγμα της πόρτας με την ξύλινη κορνίζα του, το θολό του γυαλί, το σαρακοφαγωμένο του πόδι, σαν να απάντησε στο πρώτο τρίξιμο του ξύλινου δαπέδου, σαν να σάλεψε ελαφρά κι έγειρε μπροστά καθρεφτίζοντάς την σχεδόν ολόκληρη. Στο πλάι του είχε ξεμείνει κι ο παμπάλαιος, ψηλός καλόγηρος από ξύλο καρυδιάς, με τ’ απομεινάρια των συναισθημάτων εκεί που άλλοτε κρέμονταν τα καπέλα κι οι ομπρέλες.

Ομπρέλες μαύρες κι ένα θλιβερό ψιλόβροχο έξω από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα, καπέλα με μαύρες πλερέζες και οι μαύρες καστόρινες γόβες που φορούσε η μητέρα της εκείνο το πρωί. Ο λατρεμένος της πατέρας είχε φύγει για πάντα, τυλιγμένος σ’ ένα σύννεφο από ψίθυρους σχετικά με την αρρώστια του, στις μπερδεμένες αναμνήσεις ενός κοριτσιού έξι χρονών, στα θλιμμένα μάτια που δέσποζαν στα πρόσωπα και στα χέρια, πολλά χέρια που την πήγαιναν εδώ κι εκεί, να μη δει, να μη θυμάται, να μην προλάβει να δακρύσει.

Λίγο καιρό πριν, στην τελευταία βόλτα τους στην Κλείσοβα³ με τη γαΐτα, της τραγουδούσε τα λόγια που νόμιζε πως γράφτηκαν για εκείνη, την αγαπημένη του κόρη, «…έλα στην πόλη αρχόντισσα, ρήγισσα να σε κάνω, να σε καθίσω σε χαλιά και σε μετάξια επάνω…». Μεγάλη του αδυναμία η Άννα μετά από δυο αγόρια, καμάρι κρυφό αν και ακολούθησε η Φανούλα, το στερνοπούλι, μα ήταν βρέφος εκείνον τον καιρό κι η μάνα της είχε όλο το βάρος της φροντίδας του.

Το στοργικό του χέρι που μέσα του είχε βουλιάξει το δικό της την πρώτη μέρα στο σχολείο, με την μπλε της ποδιά και τα λευκά σοσόνια, το δειλό της πάτημα στην εξώπορτα που συνοδεύτηκε με το γλυκό του βλέμμα, χάραξε τα βήματά της και της είπε τόσα πολλά δίχως ν’ αρθρώσει λέξη. Χάθηκαν όλα τόσο ξαφνικά σαν να τα σάρωσε ανεμοστρόβιλος. Πώς από μικρή αρχόντισσα έγινε το ορφανό, πώς τα βλέμματα θαυμασμού έγιναν οίκτος, πώς οι γονείς του πατέρα της που ποτέ δεν πίστεψαν σ’ αυτόν τον γάμο του μοναχογιού τους -αρχοντόπουλο, μορφωμένο και με θέση καλή στο τελωνείο της Πάτρας- με μια φτωχή, ασήμαντη κοπέλα, ταπεινής οικογένειας ψαράδων! Την έκλεψε ένα βράδυ που η βροχή και η υγρασία περόνιαζε τον τόπο όλο. Κρυψώνα και καταφύγιο το μοναστήρι του Αη Συμιού, μέχρι το ξημέρωμα. Όλη τη νύχτα κάτω από το μεγάλο πλατάνι στον περίβολο, ο ένας στον κόρφο του άλλου, πουλιά κυνηγημένα στης πρώτης νιότης τον καημό, άμυαλοι, φευγάτοι.

Η υγρασία τούς τρυπούσε τα κόκαλα κι ήταν ο ύπουλος εχθρός, σαράκι που τον έτρωγε για χρόνια μετά, ώσπου να ρίξει οριστικά την αυλαία σε μια ζωή που φαινόταν πως θα κυλήσει χαρισάμενη, σ’ ένα τρελό όνειρο που χωρίς δεύτερη σκέψη έπλασαν οι άγουρες καρδιές.

(Απόσπασμα)

Μαριάνθη Πλειώνη

Συγγραφέας

Το ανωτέρω διήγημα απέσπασε Έπαινο από τον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» το 2016

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

  1. Πελάδες είναι τα μικρά ξύλινα σπιτάκια των ψαράδων στη λιμνοθάλασσα που στηρίζονται σε πασσάλους.
  2. Η γαΐτα είναι μικρό ξύλινο σκάφος για ρηχά νερά που οι ψαράδες μετακινούσαν με τη βοήθεια κονταριού.
  3. Κλείσοβα είναι το μικρό νησάκι 2 χλμ. από το Μεσολόγγι έκτασης ενός στρέμματος.
  4. Στίχοι από βουκολικό τραγούδι του 1938 του Κώστα Κοφινιώτη και μουσική Μιχ. Σουγιούλ (Του Γιάννου η φλογέρα).
  5. Αη Συμιός, μοναστήρι του 1740, ιστορικός τόπος συνάντησης των εξοδιτών του Μεσολογγίου.

 

 Από το βιβλίο διηγημάτων «Δύο Μ στους ίσκιους της αγάπης»

Κεφάλαιο Α΄  “Πυρωμένα αγκάθια” – Διήγημα 1ο

Εκδόσεις 24 γράμματα

ΣΕΙΡΑ: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΑΘΗΝΑ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2019

 

 

Επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο με άδεια των συγγραφέων:  Τζούλια Πουλημενάκου

 

 

ΔΙΗΓΗΜΑ (Απόσπασμα)

Κόκκινο βελούδο

ντύθηκε το δειλινό

σαν μάτωσε 

     Ο μπαρμπα-Μάρκος έγειρε το κεφάλι στο ασπροκέντητο μαξιλάρι και με φωνή που ίσα έσκαγε από τον λάρυγγα προσπαθούσε να κάνει ζάφτι την ψυχή του που τον παίδευε και δεν υπάκουε στα παρακαλετά, να τον αφήσει να αλαργέψει επιτέλους από τους θνητούς και να συντροφέψει πια με τους δικούς του ταξιδευτές, αν αξιωνόταν να τους συναντήσει, στη γη της αιώνιας ζωής. Το είχε βάλει αμέτι μωχαμέτι να τον ζουρλάνει, να τον καταπιεί, να τον ποδοπατήσει. Όχι, δε θα του έκανε τη χάρη να τον συνοδέψει γλυκά και τρυφερά στο κατώφλι του άλλου κόσμου.

«Μπαρμπα-Μάρκο», του ψιθύρισε με φωνή πνιγμένη στης οχιάς το δηλητήριο, «δε θα μου ξεφύγεις τόσο γρήγορα. Γελάστηκες καψερέ, αν νομίζεις πως τα γηρατειά και η ανημποριά, θα γίνουν λήθη για τα καμώματά σου. Θα πληρώσεις κι εδώ για τις πομπές σου. Όσο πιο γρήγορα τα μαρτυρήσεις, τόσο πιο εύκολα θα σ’ αφήσω να λυτρωθείς».

Αναμαλλιασμένη τριγυρνούσε σαν ξωτικό αλλοπαρμένο μες στο δωμάτιο του ετοιμοθάνατου. Μύριζε το κακοφόρμισμα της σάρκας του, γέλαγε ξέφρενα χορεύοντας πάνω από το κεφάλι του κι έπειτα με έναν πήδο 24 ξανάμπαινε μέσα του και τον τριβέλιζε. Το σκεβρωμένο κορμί του μαινόταν με βία εναντίον της προσπαθώντας να την ξεγελάσει, όπως έκανε ο ίδιος τόσα χρόνια σε όλους γύρω αφήνοντας την ντροπή, να ξεπλυθεί στο αίμα της μονάκριβης κόρης του, που είχε ερωτευθεί τρελά τον Δημητρό, τον λεβεντονιό του καφετζή, που σαν την πρωτοαντίκρισε να σεργιανά με τ’ άλογό της στις όχθες του Ελασσονίτη, τσάκισαν τα παραθυρόφυλλα της καρδιάς του.

Η σκέψη του, κοπελούδα γοργόφτερη τον έστερξε πίσω στη νιότη, τότε που καμαρωτός πάταγε τη γη και αχολογούσε ο θεσσαλικός κάμπος. Κάθε βηματησιά κι αυτή τρανταζόταν, αναστέναζε με το ακούμπημά του. Είχε τα πάντα. Μελαχρινή ομορφάδα, κορμοστασιά ζηλευτή, περιουσία και γυναίκες που έλιωναν για δαύτονε κι ας ήξεραν πως ήταν σατανάς σκέτος. Η γαλάζια του ματιά τις σαΐτευε και τις έκανε να τρέχουν ξοπίσω του σαν ατάιστα σκυλιά. Μα αυτός πεντάρα δεν έδινε για καμιά. Μόνο η Μαριγώ η κόρη του παπα-Γιάννη, έλιωσε τα κρούσταλλα της καρδιάς του, σαν την είδε ένα βράδυ Ανάστασης με τα ολόμαυρα μαλλιά της λυμένα να σεργιανούν χαμηλά στης μέσης το βαθούλωμα και το κοντυλένιο της πρόσωπο βουτηγμένο στη γλύκα του μελιού.

«Ετούτη δω», μονολόγησε, «θα την κάνω δική μου». Έστειλε προξενιά στον πατέρα της που βουρλίστηκε από τη στεναχώρια, μόλις τ’ άκουσε. Δεν ήθελε να δώσει το στερνοπούλι του σ’ αυτόν που το όνομά του είχε συνδεθεί με την αψάδα και τον φόβο. Δεν του άρεσε και η διαφορά ηλικίας. Ένα δεκαοχτάχρονο κορίτσι να γίνει βορά στα χέρια του Μάρκου που πάταγε τα τριάντα. Μα δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Γιος του άρχοντα του τόπου με βιος αμέτρητο, πώς θα το αρνιόταν; Όχι πως νοιαζόταν για τους χρυσούς παράδες, μα γνώριζε πως θα ήταν αδύνατον να ξεφύγει από το θέλημά του. Με καρδιά ασήκωτη είπε το ναι και τα στέφανα αλλάχτηκαν μέσα σε λίγους μήνες με γλέντια ξέφρενα, που κράτησαν μια βδομάδα κοντά, όπως όριζε το αρχοντιλίκι.

Η αγωνία του πατέρα της όμως μέρα με τη μέρα μεγάλωνε και φίδια τον έζωναν. Προαίσθημα θαρρείς είχε ο καψερός και δεν έπεσε έξω. Η κόρη του, η λαφίνα του η καμαρωτή, κύρτωσε και μαράζωσε από τη φωνή, τη σκληράδα, την παγωνιά του κύρη της. Βουβάθηκε το γέλιο στα σπλάχνα της από τον καημό και τη τζοχάδα του άντρα, όταν δεν αγκάλιασε το αγόρι που περίμενε πως θα φανεί στην κοιλιά της γυναίκας του. Αντί για γιο εκείνη του έφερε πεσκέσι την Αννιώ, την κόρη που έμελλε χρόνια αργότερα να του γιάνει την πληγή ξεχνώντας ολότελα τον καημό για το αρσενικό, που δεν αντίκρυσε.

Η γυναίκα του, όπως του είπε η μαμή, πάλεψε με τη φωτιά στη γέννα, που έμελλε να είναι η πρώτη και η τελευταία της.

«Η Παναγιά το ’θελε κι έζησαν μάνα και παιδί. Τα ’βαλε με το θεριό και τα κατάφερε. Μόνο που δε θα ματαξιωθεί να ζήσει το θαύμα της γέννησης», του μολόγησε.

Τα λόγια της επαναλήφθηκαν και από τον γιατρό,  όταν την πήγε στην πόλη, για να την εξετάσει, να βεβαιωθεί για τα μαντάτα. Πώς να κουμαντάρει το μυαλό, ότι θα έμενε η φαμίλια του δίχως αρσενικό; Τι να μολογήσει τώρα στα δικά του πρωτοτόκια;

(Απόσπασμα)

Μαριάνθη Παπάδη

Συγγραφέας

 

Το ανωτέρω διήγημα απέσπασε τον Α’ Έπαινο στον 35ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό

της «Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών» το 2016

Από το βιβλίο διηγημάτων «Δύο Μ στους ίσκιους της αγάπης»

Κεφάλαιο Α΄  “Πυρωμένα αγκάθια” – Διήγημα 2ο

Εκδόσεις 24 γράμματα

ΣΕΙΡΑ: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΑΘΗΝΑ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2019

 

 

Επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο με άδεια των συγγραφέων:  Τζούλια Πουλημενάκου

 

 

Ήσουν εσύ η λέξη

στο ερμητικά κλειστό συρτάρι,

μέσα στο ξεχασμένο λεύκωμα

της περασμένης νιότης.

Και ξαφνικά, ο αέρας της ψυχής

φύσηξε φως απέραντο

και τα γράμματα αναδύθηκαν

απ’ το σκοτεινό τους πέρασμα

κι ήρθαν στου νου το λογισμό,

σα σύννεφο,

ακροβατώντας…

 

Και μ’ ένα Άλφα αθάνατο

-όχι στερητικό, μα  κεφαλαίο-

σαν αιμάτινη ροή στις φλέβες,

ξεκινάς την πορεία σου στο άπειρο…

Κι έπειτα στέλνεις νάμα θεϊκό

με το Νι της νοσταλγίας

και του νόστου την ελπίδα.

 

Ζωγραφίζεις με χρώματα του έρωτα

το Έψιλον της ουράνιας ευτυχίας

και ταξιδεύεις μ’ ένα Μι μεθυστικό 

σα μαϊστράλι σε ταξίδι αλαργινό,

παρέα με το Όμικρον του ονείρου

ολάκερο το σύμπαν ν’ ανταμώσεις…

 

Κι ύστερα, πρόβαλε η θεία σιγή

ψίθυρος σιγανός το Σίγμα,

στην αέρινη ψυχή σου ακουγόταν…

 

Τέλος ζήλεψε το θαυμαστικό

κι ήρθε περήφανο κοντά σου να σταθεί,

ν’ αγγίξει την πνοή σου,

με τα φτερά σου να υψωθεί …

Εσύ, ο Α Ν Ε Μ Ο Σ!

 

©Τζούλια Πουλημενάκου

 Από την ποιητική συλλογή «Απρόσμενη Άνοιξη»

Κεφάλαιο ΙΙΙ “ΜΑΗΣ”

Κέντρο Ευρωπαϊκών Εκδόσεων Χάρη Τζο Πάτση

Β΄ Έκδοση – Αθήνα 2017

Επιμέλεια βίντεο: Γιώτα Φραγκουλάκη

Επί-Λόγου – Τα έργα μου – Τα ποιήματά μου – Λεύκωμα – Ιανουάριος 2020  

 

~ Mέρα πρώτη ~

Πάλι βαφτίστηκε το βλέμμα
στο γαλάζιο σου
άγγιξε της ψυχής
το ακρόπρωρο
την αρμυρή σου αύρα
πήρε ανάσα απ’ την ανάσα σου
θαλασσινό χελιδόνι γίνηκε
η καρδιά
και φτερουγάει

 

Ανδρέας Δαβουρλής
αίγινα της καρδιάς
Θέρος 2019

Ανέκδοτη ποιητική συλλογή

 

Π Ρ Ο Σ Κ Λ Η Σ Η

 

Το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ) & οι Εκδόσεις Άγρα

σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου της Αλεξάνδρας Ρασιδάκη

“ΥΠΟ ΡΟΜΑΝΤΙΚΗ ΟΠΤΙΚΗ ΓΩΝΙΑ – ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΣ ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ”  

την Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2020, στις 8.30 μ.μ.

στο βιβλιοπωλείο του ΜΙΕΤ, Αμερικής 13 στην Αθήνα.

Για το βιβλίο θα μιλήσουν:

ΛΙΖΥ ΤΣΙΡΙΜΩΚΟΥ, Ομότιμη Καθηγήτρια Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας

στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΑΚΑΣΗ, αναπληρώτρια Καθηγήτρια Γερμανικής Λογοτεχνίας

και Συγκριτικής Γραμματολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

και η συγγραφέας του βιβλίου