Π Ρ Ο Σ Κ Λ Η Σ Η

 

Ο Σύλλογος Λόγου – Μουσικής – Τέχνης «ΛΙΝΟΣ»  

σας προσκαλεί να παρακολουθήσετε  

ΤΗ  ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ  ΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΥ ΙΣΤΟΥ

“Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ”

με θέμα «Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΩΣ ΄ΑΝΤΙΔΟΤΟ΄ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ»

 

Το ΣΑΒΒΑΤΟ, 21 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2020, 5μ.μ. έως 9μ.μ.

 

Με την αιγίδα του Οργανισμού Πολιτισμού Νεολαίας & Άθλησης του Δήμου Αθηναίων

Σε παγκόσμια ζωντανή αναμετάδοση από το κανάλι ΦΡΥΚΤΩΡΙΕΣ

 

Π Ρ Ο Γ Ρ Α Μ Μ Α

Ευαγγελία Μαραγγιανού, Καθηγήτρια Φιλοσοφίας Ε.Κ.Π.Α., Φιλοσοφία & φόβος

Ερμύλος Πλευράκης, Δρ Φιλοσοφίας, Φόβος του πνεύματος: Ένα σχεδίασμα εγελιανής έμπνευσης

Νίκος Ταβουλάρης, Συγγραφέας, Δοκιμιογράφος, Η φιλοσοφία νοητικό εργαλείο κατά του φόβου

Μαρίνα Προμπονά, Φιλόλογος, Συγγραφέας, Η φιλοσοφία στην τροχιά του φόβου

Παύλος Κοτσώνης, Πολιτικός Επιστήμονας, Δημοτικός Σύμβουλος,

Κοινωνικοοικονομικές προκλήσεις & φόβος στην εποχή της covid-19

Άννα Λάζου, Επίκ. Καθηγήτρια Φιλοσοφίας, Σκηνοθέτις,

“…δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα…” Η διαλεκτική του φόβου στο αρχαίο ελληνικό δράμα

& δείγμα εργασίας της ομάδας όρχησης Πέρσαι – Αισχύλος (video)

 

Προλογίζει η Όλγα Κανελλοπούλου-Ντινοδήμου, Μουσικολόγος, Συγγραφέας,

Πρόεδρος του Συλλόγου “ΛΙΝΟΣ”

Συντονίζει η Άννα Λάζου

 

Επί-Λόγου – Εκδηλώσεις – Noέμβριος 2020

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ ΠΟΙΗΣΗΣ

 

φαντάσματα

 ευγενικέ αναγνώστη πρόσεχε

όπως σ’ ερειπωμένους πύργους

χαμένους μέσα στην ομίχλη

ανάμεσα σ΄αυτούς τους στίχους

κυκλοφορούν φαντάσματα

που σέρνουν πίσω τους βαριά

τις αλυσίδες του ανεκπλήρωτου

 

φαντάσματα της νιότης και του έρωτα

ιδανικών και ονείρων

μιας κάποιας φευγαλέας ευτυχίας

 

κι ακόμα πρόσεχε γιατί δεν ξέρεις

αν το χαμόγελό τους είναι δάκρυ

κι όταν απλώνουν χέρια αόρατα

πόσο σφιχτά θα σ’ αγκαλιάσουν

 

φαντάσματα ποιήματα με λέξεις μυστικές

περιπλανιούνται μες το φως

σε γειτονιές παλιές λησμονημένες

αναζητώντας όσα αγάπησαν

και ίσως κάποτε αλώσουν την ψυχή σου

 

ανταλλαγή

πενήντα τέσσερα χρόνια στη λογοτεχνία

και τριάντα εννέα βιβλία

εξακόσια τόσα ποιήματα

 

το έργο της ζωής μου

ανταλλάσω

χωρίς κανένα δισταγμό

με ευτυχισμένα τα παιδικά μου χρόνια

 

κι ας είναι αυτή η πιο μάταιη προσφορά

κι η πιο μεγάλη αγνωμοσύνη

 

σε κάθε αλφάβητο το πρώτο γράμμα

να ξεπροβάλλεις στη γωνιά του δρόμου

και να ‘σαι η αιώνια άνοιξη

ένας έρωτας που δεν τελειώνει

το κόκκινο πουλί που φτερουγίζει

για πάντα έξω απ’ το κλουβί

 

το θαύμα εκείνο να ‘σαι

που καταργεί τον χρόνο

σε κάθε αλφάβητο το πρώτο γράμμα

σε κάθε ποίημα η μουσική

σε κάθε βλέμμα η λάμψη

 

απ’ όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού

μέσα στη νύχτα να είσαι φως

 

πέρα από κάθε λογική

 με πόσα επιφωνήματα

γράφεται ο έρωτας

με πόσες αυταπάτες η διάρκεια

με πόσο ψύχος συλλαβίζεται

το τέλος;

 

και το νηφάλιο ύστερα

με πόσες γράφεται απορίες

μα τίποτα δεν φοβηθήκαμε

μια ξαφνική επιστροφή

τους γείτονες που σίγουρα μας άκουγαν

κάποια προδοτικά ίχνη;

 

πώς άραγε άναψε η φωτιά

πώς έσβησε

πώς χόρτασαν οι αχόρταγοι

κι έγινε στάχτη τέτοιο πάθος;

 

ένα ποίημα

μια λάμψη ξαφνικά απ’ το τίποτα

είναι ο έρωτας

μυστήριο πέρα από κάθε λογική

και κάθε απάντηση

 

μνήμη

και  πάλι δάκρυσα για σένα

μετά σαράντα τόσα  χρόνια

 

και έμεινα βουβός και μόνος

χωρίς να βλέπω να κοιτάζω

τη γκρίζα μέρα έξω απ’ τα τζάμια

 

υγρά τα μάτια πικρά τα χείλη

με το χαμόγελο σου ν’ αναδύεται

πέρα απ’ τον χρόνο

 

θα είχα τόσα να σου πω

από την περιπέτεια της ζωής μου

ίσως αρκεί όμως μόνο αυτό

 

με τα ζεστά σου χέρια

έζησα, πατέρα

στα μάτια μου με τη δική σου αγάπη

 

έκθαμβα μάτια

πίσω από έκθαμβα μάτια κρύβονται

σε χαραμάδες αχνές της μνήμης

 

διάφανα ονειρικά κι όμως απτά

αμίλητα και ηλεκτρισμένα

 

αιφνιδιαστικά εμφανίζονται

συχνά χαμογελούν γλυκά

πιο οδυνηρά μες στο δικό τους φως

 

απόσταγμα από πολύτιμες στιγμές

φαντάσματα για πάντα αγαπημένα

 

Tόλης Νικηφόρου

Ποιητής-Πεζογράφος

Από την ποιητική συλλογή «φαντάσματα»

Σειρά: Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση

Έργο εξωφύλλου: Σαράντης Καραβούζης

Εκδόσεις Μανδραγόρας

Αθήνα 2020

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ:

Γιος προσφύγων από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Ρωμυλία, ο Τόλης Νικηφόρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, αποφοίτησε από το Κολλέγιο Ανατόλια και σπούδασε διοίκηση επιχειρήσεων. Εργάσθηκε κυρίως ως σύμβουλος οργάνωσης επιχειρήσεων στη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα και το Λονδίνο και ταξίδεψε σε πολλές χώρες.

Τα Φαντάσματα είναι το 39ο βιβλίο του (το 12ο που εκδίδεται από τον Μανδραγόρα). Προηγήθηκαν 22 ποιητικά βιβλία (μαζί με τη συγκεντρωτική έκδοση Ο πλοηγός του απείρου, 2004 και τα επιλεγμένα ποιήματα  Ίχνη του δέους, 2018) και 16 πεζογραφίας (4 μυθιστορήματα, 9 συλλογές διηγημάτων και 3 παραμύθια για μεγάλους).

Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε δέκα ευρωπαϊκές γλώσσες και έχουν περιληφθεί σε πολλές ελληνικές και ξένες ανθολογίες, καθώς και στα κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας της μέσης εκπαίδευσης στην Ελλάδα και την Κύπρο. Για το παραμύθι του Σοτοσαπόλ ο χρυσοθήρας τού απονεμήθηκε το βραβείο μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας της «Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς» το 1989 και για τη συλλογή διηγημάτων του Ο δρόμος για την Ουρανούπολη το κρατικό βραβείο διηγήματος το 2009.

Ο φιλόλογος και σκηνοθέτης Φώτης Συμεωνίδης γύρισε ένα ντοκιμαντέρ 58 λεπτών με τίτλο «Σ’ αγαπώ – Ελογοκρίθη, Η αλήθεια του ποιητή Τόλη Νικηφόρου», που προβλήθηκε με επιτυχία στο 17ο Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2015, σε διάφορα άλλα φεστιβάλ, σε αίθουσες βιβλιοθηκών και από την ΕΡΤ 3.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:

ΠΟΙΗΣΗ:  Οι άταφοι/ Θεσσαλονίκη, 1996 // Αναρχικά/ Θεσσαλονίκη, 1979 // Ο μεθυσμένος ακροβάτης, Θεσσαλονίκη, 1979  //  Το μαγικό χαλί/ Θεσσαλονίκη, 1980  //  Με τη φωτιά στα μάτια (συγκεντρωτική έκδοση των τριών προηγούμενων και της ανέκδοτης συλλογής Ελεύθερος σκοπευτής)/ Θεσσαλονίκη, 1982  //  Ο πλοηγός του απείρου/ Θεσσαλονίκη, 1986  //   Ξένες χώρες/ εκδ.Νέα Πορεία/ 1991  // Το διπλό άλφα της αγάπης/ εκδ.Νέα Πορεία, 1994, εκδ.Παρατηρητής, 2002  //  Την κοκκινόμαυρη ανεμίζοντας της ουτοπίας/ εκδ. Νέα Πορεία, 1997  //  Χώμα στον ουρανό/ εκδ. Νέα Πορεία, 1998  //  Γαλάζιο βαθύ σαν αντίο/ εκδ. Νέα Πορεία, 1999  // Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται/ εκδ.Νέα Πορεία, 2002  // Ο πλοηγός του απείρου (ποιήματα 1966-2002), εκδ. Νέα Πορεία, 2004  //  Μυστικά και θαύματα, ο ανεξερεύνητος λόγος της ουτοπίας/ εκδ.Μανδραγόρας, 2007  //  Το μυστικό αλφάβητο/ εκδ. Μανδραγόρας, 2010  // Μια κιμωλία στον μαυροπίνακα/ εκδ.Μανδραγόρας, 2012  //  Ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα (32 ποιήματα για τη Θεσσαλονίκη (1966-2013)/ εκδ. Μανδραγόρας, 2013  //  Φωτεινά παράθυρα/ εκδ. Μανδραγόρας, 2014 Ρίγος αιχμάλωτο στον ήχο της φωνής σου – 63 ποιήματα για τον έρωτα και την αγάπη (1966-2015)/ εκδ.Μανδραγόρας, 2015  //  Φλόγα απ’ τη στάχτη/ εκδ. Μανδραγόρας, 2017  //  Ίχνη του δέους, επιλεγμένα ποιήματα 1966-2017, εκδ. Ρώμη, 2018  //  Κόκκινες πηχτές σταγόνες/ εκδ. Μανδραγόρας, 2019 // El Piloto del Infinito, 45 ποιήματα μεταφρασμένα στα ισπανικά από τον José Antonio Moreno Jurado, Σειρά El Arbol de la Luz 6, Το Φωτόδεντρο, Pantilla Libros Editores Libreros, Sevilla, Espana, 2020

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ:   Αλμπατζάλ ή πώς βούλωσα τα μεγάφωνα/ Θεσσαλονίκη, 1971  //  Εγνατία οδός/ εκδ. Νέα Πορεία, 1973  //  Ονειροπολών εγκλήματα/ Θεσσαλονίκη, 1976,1977  //  Τα μάτια του πάνθηρα/ εκδ. Νέα Πορεία, 1996  //  Νόστος/ εκδ. Νέα Πορεία, 2000  //  Ο δρόμος για την Ουρανούπολη / εκδ. Νεφέλη, 2008 (κρατικό βραβείο διηγήματος)  //  Αγνώστου στρατιώτου/ εκδ. Μανδραγόρας, 2016  //  Από το τίποτα σαν θαύμα ξαφνικά-ιστορίες ποιημάτων/εκδ.Μανδραγόρας, 2018  //  Η λέσχη της κόκκινης ή γαλάζιας αλεπούς, διηγήματα/ εκδ. Μανδραγόρας, 2020

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ:  Η γοητεία των δευτερολέπτων/ εκδ. Νέα Πορεία, 2001  // Το κίτρινο περπάτημα στα χόρτα/ εκδ. Νεφέλη, 2005  //  Η εξαίσια ηδονή του βιασμού/ εκδ. Νεφέλη, 2006  //  Έρημο νησί στην άκρη του κόσμου/ εκδ. Νεφέλη, 2009

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ (για μεγάλους) :   Ένα παραμύθι για όλους/ εκδ. Πασχάλης, 1984  //  Νόσιλκα/ εκδ. Α.Σ.Ε., 1989  //  Σοτοσαπόλ ο χρυσοθήρας/ εκδ. Ο.Μ.Ε.Π., 1996 (βραβείο Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς)

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα –  Αφιερώματα – Νοέμβριος  2020

 

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

 

Δεν ανήκω σ’ εκείνους που έχουν τη γνώμη ότι ο πόλεμος πρέπει μοιραία να κυριαρχήσει επάνω μας, ν’ αποστομώσει δηλαδή τις φυσικές ή πνευματικές μας ροπές και να μην αφήσει στο πρώτο επίπεδο του ενδιαφέροντός μας παρά την Ανάγκη. Η Ανάγκη βέβαια υπάρχει και πρέπει να λυθεί και θα λυθεί. Αλλ’ αν το ψωμί είναι πιο χρήσιμο απ’ την Ποίηση, αυτό κιόλας δε σημαίνει πως η τελευταία ετούτη παύει να παραμένει ένας από τους πιο αληθινούς στόχους του ανθρώπου. Από την απλή, τη μηχανική, την καθημερινή πράξη του, ίσαμε το μυστήριο της γέννησης ή του θανάτου του, κι από τη συμβατική μέσα στην κοινωνία θέση του ίσαμε την αγωνία της ελευθερίας του πνεύματός του, ο άνθρωπος διατρέχει μεγάλες ψυχικές αποστάσεις, πονεί, δρα, ονειρεύεται, κι η ποίησή του, η τέχνη του, ανάβουν τις μεγάλες τους φωτιές πέρα, σε περιοχές δυσκολοπροσδιόριστες, εκεί που ίσως μυστικά συνορεύουν η υπέρτατη ευδαιμονία κι η υπέρτατη απόγνωση.

Αλήθεια, με ποιον τρόπο φτάνει κανένας ίσαμε εκεί; Τα λόγια είναι μεγάλα, όμως εκείνα που έχουμε να πούμε είναι ακόμα πιο μεγάλα. Μπορεί να τα διατυπώνουμε όσο μπορούμε πιο καθαρά, να τα χτενίζουμε, να τα ταχτοποιούμε, ποτέ δεν καταφέρνουμε τίποτε όσο έχουμε για μόνο μας κριτήριο τη λογική και τη γνώση, όσο ενδιαφερόμαστε να ερμηνέψουμε μόνο κι όχι ν’ αποκαλύψουμε το μυστικό και λυρικό νόημά τους.

Όταν στις πιο μοναχικές μας στιγμές νιώθουμε την ανάγκη της έκφρασης, η φαντασία είναι αυτή που μόνη μπορεί – όχι σα μνήμη αρρωστημένα ξαναφερμένη στο σήμερα, όχι σα φυγή από το πραγματικό, καθώς θα το νομίζανε οι περισσότεροι, αλλά σαν προβολή στο μέλλον, και σα γενναία μεταμορφωτική επέμβαση στις συνθήκες ενός παρόντος –, είναι αυτή μονάχα που μπορεί να επιτελέσει το θαύμα. Θα ‘τανε λιποψυχία κι αμάρτημα να την αφήσει κανείς δισταχτική, δειλή, μετρημένη, κατάλληλη δηλαδή ν’ αντιπροσωπεύει έναν κόσμο το ίδιο δειλό, δισταχτικό, μετρημένο, καταδικασμένο σε μαρασμό, τη στιγμή ακριβώς που θα μπορούσε να τη λειτουργήσει ώς τις έσχατες συνέπειές της, απολαμβάνοντας έτσι κι όλα της τα ευεργετήματα. Σήμερα, οπόταν η φθορά εκατομμυρίων σελίδων ποιητικού λόγου έχει κάνει τη συγκίνηση απαιτητικότερη, μονάχα η βίαιη χειρονομία της φαντασίας μπορεί να ελπίσει σε αληθινά δάκρυα. Τι σημασία μπορεί να έχει αυτό το σπάσιμο, αυτός ο αναστατωμός του αιώνιου ύπνου των κοινών και μακάριων ανθρώπων για την ποίηση δε μου φαίνεται ανάγκη να εξηγήσω.

Αν στ’ αλήθεια υπάρχει ένας αέρας ποιητικός – αυτός μόνο μεσ’ απ’ τις ρωγμές της σπασμένης συμβατικότητας πνέει και ξεχύνει τις ζωοδότρες του ριπές. Είναι ο  αέρας που χιλιάδες χρόνια τώρα, με διαφορετική βέβαια ένταση, μα με την ίδια ευγένεια και την ίδια φορά, πνέει μες στ’ άξια λυρικά έργα, κλασικά, ρομαντικά, υπερρεαλιστικά – αδιάφορο. Απ’ τη Σαπφώ ή τον Μίμνερμο ίσαμε τον Σολωμό ή τον Σικελιανό κι από τον Ντάντε Γκαμπριέλ Ροσσέττι ή τον Γουίλλιαμ Μπλέηκ ίσαμε τον Νοβάλις και τον Κητς – είναι οι ίδιες κατά βάθος αρετές που υπάρχουν και λάμπουν ανάλογα με τις απαιτήσεις της εποχής τους, οι ίδιες που και σήμερα περνούν από έργα σαν του Λόρκα ή του Μαγιακόφσκι.

Πώς, λοιπόν, συμβαίνει να βλέπουμε μια μεγάλη μερίδα του αναγνωστικού κοινού – τη μεγαλύτερη ίσως – με θαυμασμό σκυμμένη πάνω στα έργα των παλαιότερων, με ειρωνικό χαμόγελο ή ολοφάνερη αντιπάθεια πάνω στα έργα των νεότερων;

Κάθε μέρα που περνάει με κάνει ολοένα και περισσότερο να πιστεύω πως το μεγαλύτερο μέρος του αναγνωστικού κοινού μήτε τα έργα των παλαιότερων καταλαβαίνει, τουλάχιστον το μέρος εκείνο που ίσα-ίσα αποτελεί τη μοναδική αξία τους, το σπίθισμα της μεγαλοφυΐας τους, την αίγλη της ιδιαίτερής τους επιβολής. Οι περισσότεροι καταλαβαίνουμε την υπόθεση, τον μύθο, τα ερμηνευτικά σχόλια της κριτικής επάνω στις συνθετικές αρετές τού έργου, μπορεί να θαυμάζουν τη θέση που τυχόν έχει πάρει το έργο αυτό μες στους αιώνες, αλλά την παρουσία τής ουσίας του λυρισμού, την πραγματική συγκίνηση, που δονεί τους στίχους, και δικαιώνει το ανάβλυσμά τους, την αγνοούν, την περνούν ανυποψίαστα, σα να μην ήτανε παρά μια τυχαία και αδιάφορη λεπτομέρεια.

Έτσι λοιπόν βλέπουμε κάθε μέρα αξιοπρεπέστατους κυρίους, με θέσεις μεγάλες μέσα στην κοινωνία, με βιβλιοθήκες μεγάλες πίσω απ’ τις γυριστές πολυθρόνες τους, να κινούν το κεφάλι τους με οίκτο μπροστά σε πίνακες ή βιβλία πρωτοπόρων και να διαδηλώνουν τον αποτροπιασμό τους για τον κατήφορο που πήρε κι όπου βρέθηκε να κυλάει σήμερα η Ποίηση και η Τέχνη. Το χειρότερο μάλιστα είναι ότι οι κύριοι αυτοί, κατά βάθος καλόπιστοι και ειλικρινείς, παρουσιάζονται απόλυτα πεπεισμένοι για το δίκιο τους και βαθύτατα συγκινημένοι για το παραστράτισμα – όπως το θεωρούνε  – των νέων εργατών του πνεύματος.

Στην πρώτη παρατήρηση που είναι δυνατόν να τους γίνει σχετικά με την κακή μέθοδο που χρησιμοποιούν για να πλησιάσουν ένα ποίημα τινάζονται με αγανάκτηση και κοιτάζουνε γύρω τους με δίκαιη απορία, ωσάν να θέλουνε να πούνε: «Αν δεν καταλαβαίνουμε εμείς, τότε ποιος, διάβολε, καταλαβαίνει;». Και το πιστεύουν! Σάμπως η ποίηση να μην είναι παρά ζήτημα σοφής κεφαλής και εργαστηρίου, πείρας μελετητικής και κοινωνικής ικανότητας για σταδιοδρομία. Κι όμως εκεί εντοπίζεται το κακό που γίνεται σήμερα αιτία της μεγάλης μας ασυμφωνίας.

Ε λοιπόν, όσο για μένα, το λέω! Κάθε μέρα που περνάει με κάνει ολοένα και περισσότερο να πιστεύω πως η κατανόηση της ποίησης είναι κάτι το εντελώς άσχετο με ό,τι ώς τώρα συνηθίσαμε να ονομάζουμε ευφυΐα, άσχετο με όλα όσα κάτω από τον γενικό τίτλο «πνευματικά προσόντα» εξασφαλίζουν, όταν υπάρχουν, στον κάτοχό τους κοινωνικές επιτυχίες και θαυμασμούς. Η κατανόηση αυτή είναι πολύ περισσότερο ζήτημα μιας άλλης ικανότητας, που θα μπορούσαμε ίσως να ονομάσουμε ποιητική νοημοσύνη.

Η ποιητική αυτή νοημοσύνη μπορεί να λείπει από τους παντογνώστες, κι ωστόσο να κατοικεί μέσα στον πιο απλόν άνθρωπο. Μπορεί, δεν ξέρω, να στηρίζεται σε μια σωστή συναισθηματική και ψυχική αγωγή, να  ‘χει σχέση με την ύπαρξη μιας καλής ποιότητας ευαισθησίας, με την παρουσία μιας ανάγκης πραγματικής για ποιητικό πέταγμα. Οπωσδήποτε, ένα είναι το γεγονός: ότι εκείνοι που κάνουν τόσον πάταγο γύρω από κλασικά κείμενα στέκουν ανήμποροι μπροστά στα σημερινά, επειδή η λογική τους πανοπλία δεν έχει τρόπο να επιδειχτεί και να λειτουργήσει. Εδώ λείπει η ασφάλεια της κατοχύρωσης των αιώνων, λείπει το θέμα που θα γινόταν το μεγάλο σωσίβιο (ή, τουλάχιστον, είναι υποταγμένο σε άλλους κανόνες έκφρασης, αόρατους γι’ αυτούς), λείπει το καθιερωμένο μέτρο. Πώς να ριψοκινδυνέψουν τον ενθουσιασμό τους, πώς να δείξουνε και να συζητήσουνε τις γνώσεις τους της ιστορίας ή της στιχουργικής;  Συμπέρασμα: λείπει από την αρματωσιά τους η ποιητική νοημοσύνη κι αυτό, στα  μάτια μας, είναι που τους κάνει να φαίνονται το ίδιο ανήμποροι, τόσο για τα παλαιά όσο και για τα καινούρια έργα.

Εδώ κι ένα μήνα κυκλοφόρησε στην Αθήνα ένα μεγάλο ποίημα του Νίκου Γκάτσου με τον τίτλο Αμοργός. Το ποίημα αυτό, γραμμένο σύμφωνα με τις ποιητικές αρχές του André Breton και τις φιλοσοφικές του θεωρίες του Husserl, έχει ωστόσο, το μεγάλο καλό να μην απαιτεί καμιά γνώση των θεωριών αυτών για μιαν απρόσκοπτη κατανόησή του. Προσωπικά εγώ, το χαίρομαι, όχι μόνο γιατί βλέπω μέσα του ρίζες ουσιαστικά ελληνικές, αλλά και, ειδικότερα, μοραΐτηκες, πράγμα που πρώτη φορά (εάν εξαιρέσω τον Σπήλιο Πασσαγιάννη) συμβαίνει στον τόπο μας. Δε θα επιχειρήσω εδωπέρα καμιά κριτική για την Αμοργό, παρόλο που θα ‘θελα να μιλήσω μια μέρα για τον τρόπο που ξαναφέρνει στην αισθητική του 20ού αιώνα το επικολυρικό ύφος, για την εντέλεια του ρυθμού, που έρχεται να θυμίσει πόσο δύσκολο πράγμα είναι ο σωστός ελεύθερος στίχος, για το παράδοξο σύμπλεγμα της γερμανικής (χαιλντερλινικής, θα έλεγα) αντίληψης του ρομαντισμού με τον sui generis δωρικό ρομαντισμό της Μάνης, τέλος, για τον πειστικό τόνο της φωνής του και για τις ωραίες, τις υπέροχες κάποτε, εικόνες του που, αν όχι τίποτε άλλο, και  μόνον αυτές έπρεπε να προκαλέσουν την αγαλλίαση των αναγνωστών, αν φυσικά οι αναγνώστες είχανε μια καλή αισθητική αγωγή και μπορούσαν αφιλόκερδα να κινήσουν τη φαντασία τους αντί να ζητούν αντιστοιχίες ζωής ή ηθικά διδάγματα που ο ποιητής ο ίδιος ποτέ του δε διανοήθηκε να δώσει.

Δε θα επιχειρήσω λοιπόν καμιά κριτική, γιατί σήμερα μ’ ενδιαφέρει ένα άλλο πράγμα: να εκφράσω την απορία μου, πιο σωστά, να διαδηλώσω την κατάπληξή μου, για τον τρόπο που οι άνθρωποι των γραμμάτων – οι περισσότεροι τουλάχιστον – δέχτηκαν αυτό το βιβλίο, για τη συμπεριφορά τους απέναντί του, συμπεριφορά που, το λέω αμέσως, δείχνει ολοφάνερα πόσο λίγο ξέρουν όλοι τους να σταθούν σωστά απέναντι σ’ αυτό που ονομάζουμε «ποιητικό φαινόμενο». Το ξέρω, θα ήταν κουτό να βγω και να κατηγορήσω με τη σειρά μου όλους όσοι κατηγόρησαν την Αμοργό. Απεναντίας, περιμένω πάντοτε τη μελέτη εκείνη που θα χτυπήσει εύστοχα τ’ αδύνατα σημεία ενός σημερινού ποιητικού κειμένου. Δυστυχώς, οι  επικρίσεις ή περιορίζονται στην ειρωνεία και τη σάτιρα, πράγμα που καταντάει – τι διάβολο, δεν το καταλαβαίνουν; – εντελώς ανόητο ή φανερώνουν μιαν αδεξιότητα τόσο παιδική, τόσο απίστευτα πρωτόγονη, και στον τρόπο της προσέγγισης και στον τρόπο της ανάλυσης των βασικών στοιχείων του ποιητικού έργου, που είναι στ’ αλήθεια να μένει κανένας εμβρόντητος και ν’ αναρωτιέται κατά πού τάχα θα πρέπει να κατευθύνει τον οίκτο που νιώθει ν’ ανεβαίνει μέσα του: κατά τους μορφωμένους αυτούς κυρίους, που επιμένουν να καταγίνονται με την ποίηση, πιστεύοντας ότι την «καταλαβαίνουν», ή κατά τους ίδιους τους ποιητές, που, ενώ θα μπορούσαν χωρίς ίχνος προσπάθειας να βγάζουν κάθε εικοσιτετράωρο κι από μια ποιητική συλλογή, ικανή να ενθουσιάσει τον κ.Μιχαήλ Ροδά, και όλους τους αναγνώστες τύπου Ροδά του κόσμου, ματώνουνται για ν’ αντισταθούν στην ευκολία και να περάσουν μέσα από τη γενική χλεύη στον χώρο της ουσιαστικής δημιουργίας.

Σκοπός μου δεν είναι ν’ αναλάβω καμιάν επίθεση προσωπική, κι αν χρησιμοποίησα για μια στιγμή το όνομα του κ.Ροδά, το έκανα γιατί μου χρειαζότανε ένα σύμβολο εκείνων που όχι μόνον έχουν απλοϊκή και χονδροειδή αντίληψη για την ποίηση αλλά και θάρρος και θράσος για να τη συζητούν. Είναι τόσο πολλοί, τώρα τελευταία, στον τόπο μας! Θ’ άξιζε, μου φαίνεται, κι αδιαφορώντας αν μερικοί απ’ αυτούς είναι καλόπιστοι ή ευγενικοί άνθρωποι, από ένα είδος γυμναστικής πνευματικού ήθους να τους γυρίζουμε την πλάτη και να μην ατενίζουμε παρά κατά την άλλη όχθη, εκεί όπου νέοι άνθρωποι ετοιμάζονται να πρωτοεκδηλωθούνε και να ρίξουν τα σπέρματα της φαντασίας τους μέσα στη δική μας, τη γεμάτη από αναβρασμό, ζωή. Εμείς, οι αμέσως προγενέστεροί τους, κάναμε το καθήκον μας. Σε μιαν εποχή όπου δεν υπήρχε τίποτε απολύτως πίσω μας, που δεν υπήρχε γύρω μας ούτε ίχνος ατμόσφαιρας δεχτικής, αναλάβαμε μιαν επιτέλους όχι θεματογραφική επανάσταση, που άλλωστε και σήμερα έχουμε όλο το κέφι, όλη την πίστη, που χρειάζουνται για να τη συνεχίσουμε. Ας τη συνεχίσουν κι αυτοί. Ας προτιμήσουν, αντί ν’ αποτελέσουν όλοι τους μαζί ένα φέρετρο επιμελέστατα κλεισμένο πάνω στη χλιαρή στάχτη του κόσμου που πεθαίνει, να πλέξουν τα μπράτσα τους και ν’ αποτελέσουν τη μεγάλη Σχεδία που μέσ’ από μπουρινιασμένα πελάγη θα περισώσει και θα φέρει την Ελπίδα μας σε μια καινούργια, εύφορη γη.    1943.- 

                                                                             

                                                                             ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (1911-1996)

Απόσπασμα από το βιβλίο «ΑΝΟΙΧΤΑ ΧΑΡΤΙΑ»

Κεφάλαιο 8ο : ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ (σελ.476-481)

Τρίτη Έκδοση (οριστική) – Δεκέμβριος 1987

Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Αφιερώματα – Νοέμβριος  2020

Επιλογή κειμένου και μεταφορά από το πρωτότυπο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Ιδιωτικό Αρχείο Βιβλιοθήκης)

 

Χώρεσα σε κεραυνό,

σε ραγισμένα νέφη,

σε κόκκινη ορίζοντα γραμμή.

 

Χώρεσα στην ανάσα του ανέμου,

σε ήχο του Νοτιά,

σε σκοτεινή θάλασσα.

 

Χώρεσα στο ρείθρο του ποταμού,

σε κλώνους του πεύκου,

στη γαλήνη του δειλινού.

 

Χώρεσα σε αρχαία ερείπια,

στης πένθιμης καμπάνας το μοιρολόι,

στον ανθό της πικροδάφνης.

 

Χώρεσα στου ήλιου το φως,

στου αυλού το μαγεμένο γέλιο,

στον ίσκιο του ροδόχρωμου φεγγαριού.

 

Χώρεσα σε άγονη γη,

στον κρύο παλμό του χειμώνα.

Αγριολούλουδο στη ρωγμή του βράχου.

 

Χώρεσα γλυκόπικρο δάκρυ στα μάτια σου.

Σε χείλη που ανθίζουν κερασιές,

στων αστεριών τα φυλλώματα.

 

Χώρεσα στο αιώνιο ξόδεμα της καρδιάς.

Στο απέραντο της μνήμης.

Χώρεσα τα ανέγγιχτα του χρόνου.

Σε λέξεις, στίχους και στροφές.

 

Ρούλα Τριανταφύλλου

Ποιήτρια

 

Από την Ποιητική Συλλογή “Τα ανέγγιχτα του χρόνου”

Εκδόσεις Διάνυσμα – 2017

 

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Νοέμβριος  2020