ΔΙΗΓΗΜΑ
Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Η σιγανή βροχή, ίδια δάκρυα μικρού παιδιού, συνέχιζε να πέφτει έξω από το τζάμι, σπάζοντας με παραπονιάρικο κλάμα πάνω στη λερωμένη άσφαλτο, σαν ραγισμένος απόηχος από βραχνή φωνή στο λυγμό παραπονιάρικου σκοπού.
Ο Αλέξης σηκώθηκε από το γραφείο του και πλησίασε το πρόσωπό του στο παγωμένο τζάμι. Η αναπνοή του κόλλησε πάνω στην στιλπνή διάφανη, επιφάνεια και του θόλωσε την όραση. Τα μικρά ασθενικά δεντράκια απέναντί του, σχεδόν χάθηκαν πίσω από το θόλωμα της ζεστής ανασαιμιάς του και του κρύου ή μήπως από τα δάκρυα που ξαφνικά άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια του. Μια νέα γυναίκα πέρασε βιαστική κάτω από την ομπρέλα της και το μαύρο πέτσινο πανωφόρι της. Πόσο πολύ του θύμισε εκείνη… Πριν από πόσον καιρό; Χρόνια, ημέρες, ώρες, στιγμές…μια αιωνιότητα…. Το δωμάτιο βυθίστηκε ξαφνικά στο μισοσκόταδο καθώς η οθόνη του υπολογιστή έσβησε μόνη της…στο μισοσκόταδο, στο ίδιο ακριβώς που ζούσε από τότε που πήρε τη μεγάλη απόφαση !
Κατερίνα! Μια σουβλιά τον διαπέρασε. Όχι δεν ήταν σουβλιά, ήταν εκείνο το ακαθόριστο σβήσιμο που ένιωθε κάθε φορά που τη σκεφτόταν, το ίδιο εκείνο κενό που πάντοτε κατέληγε στο ίδιο αναπάντητο, οδυνηρό ερώτημα: «Πώς τον έβγαλε έτσι ψυχρά και ανελέητα από τη ζωή της;»
Έκλεισε βιαστικά τον υπολογιστή. Φόρεσε το βαρύ γούνινο μπουφάν του και βγήκε στο δρόμο. Αμέσως τον κατάπιε η κραυγάζουσα χοάνη της πόλης. Οι μικρές αιχμηρές σταγόνες της βροχής συνεπικουρούμενες από τα γρατζουνίσματα του βοριά στο πρόσωπό του, τον έκαναν να ανοίξει το βήμα του. Προχώρησε βιαστικά για τη στάση του λεωφορείου. Το μακρύ όχημα ήλθε ασθμαίνοντας και σταμάτησε με ένα υπόκωφο στρίγκλισμα των φρένων του. Ο κόσμος πολύς κι ο αέρας μυρίζει ιδρωτίλα! Ένα νεαρό ζευγάρι έχει επιδοθεί σε τολμηρές περιπτύξεις, χωρίς να νοιάζεται για τους άλλους γύρω. Ένα μικρό φιδάκι ζήλειας και φθόνου αναδεύτηκε στα σωθικά του…
Στο λεωφορείο ήταν που την είχε γνωρίσει και εκείνος. Ήταν τυχερός και είχε βρει ένα άδειο κάθισμα. Εκείνη είχε μπει μια στάση μετά και είχε σταθεί δίπλα του. Το άρωμά της τον διαπέρασε σαν ριπή ανέμου. Καθώς την κοιτούσε από κάτω τού φάνηκε πανύψηλη. Ήταν ντυμένη για επίσημη έξοδο και προσπαθούσε μάταια να ισορροπήσει πάνω στα ψηλά της τακούνια. Στο τρίτο φρενάρισμα και καθώς παραλίγο να του έρθει πεσκέσι στην ποδιά του, το αποφάσισε.
– «Δεσποινίς, καθίστε σας παρακαλώ», είπε και σηκώθηκε.
– «Ευχαριστώ, δεν πειράζει θα τα καταφέρω», θέλησε εκείνη να κρατήσει τα προσχήματα, όμως το επόμενο φρενάρισμα και η παρά λίγο πτώση της, την έκαναν να αφήσει στην άκρη τις ευγένειες και να δεχτεί την προσφορά του άγνωστου.
Δεν αντάλλαξαν άλλη κουβέντα μέχρι τη στάση που κατέβηκε εκείνος. Το επόμενο βράδυ την ίδια ώρα βιάστηκε να πάει πάλι στη στάση του λεωφορείου. Όταν μπαίνοντας στο όχημα δεν τη βρήκε τον κατέλαβε απογοήτευση. Ύστερα σκέφτηκε πως ήταν βλακεία να πιστεύει ότι μπορούσε να τη συναντήσει πάλι με τον ίδιο τρόπο. Είχε περάσει μια εβδομάδα και σχεδόν την είχε ξεχάσει όταν τη συνάντησε και πάλι! Τούτη τη φορά όχι στο λεωφορείο, αλλά στο πολυκατάστημα να κοιτάζει τις βιτρίνες με τα ρούχα. Δεν έχασε την ευκαιρία και την πλησίασε.
– «Καλημέρα σας…»
Εκείνη γύρισε έκπληκτη στο ξαφνικό άκουσμα του χαιρετισμού του. Για μια στιγμή η απορία σχηματίστηκε στο γελαστό πρόσωπό της, αλλά την επομένη θυμήθηκε και το γέλιο φώτισε το πρόσωπό της.
– «Είστε ο… στο λεωφορείο…»
– «Πολύ καλά θυμάστε, ναι, είμαι ο… στο λεωφορείο….»
Γέλασαν και οι δύο με το αστείο.
– «Aλέξης», συστήθηκε εκείνος τείνοντας το χέρι του.
– «Κατερίνα», απάντησε εκείνη και άφησε ένα ζεστό μικρό χεράκι στην παλάμη του.
Το κρύο περόνιαζε ως και τους τοίχους των κτηρίων.
– «Τι λες πάμε να πιούμε κάτι ζεστό, αν καθίσουμε εδώ θα γίνουμε παγοκολώνες», πρότεινε ο Αλέξης, εξ άλλου πρόσθεσε βιαστικά για να προλάβει την αντίρρησή της, «αφού αυτοδιορίστηκα σωτήρας σου, έχω χρέος να σε σώσω και πάλι!»
Γέλασαν και οι δύο με την κρυμμένη προκάλυψη της πρόσκλησης – πρόκλησης, αλλά τελικά βρέθηκαν να πίνουν ζεστό τσάι πίσω από τα χνώτα της τζαμαρίας της καφετέριας. Έτσι μπήκε στη ζωή του η Κατερίνα. Για ένα χρόνο ζούσε σαν σε όνειρο. Όμως τα όνειρα δεν κρατούν για πάντα και σπανίως βγαίνουν αληθινά! Μια μέρα εκείνη τού δήλωσε ότι θέλει να χωρίσουν, χωρίς να του δώσει κάποια πειστική εξήγηση και βγήκε από τη ζωή του, έτσι ξαφνικά όπως είχε εισβάλλει. Μάλλον δε βγήκε από τη ζωή του, αφού εκείνος ένα χρόνο τώρα δεν την είχε ξεχάσει, απλώς δεν αποτελούσε πια κομμάτι της καθημερινότητας του…………………
Μπήκε στο σπίτι κυνηγημένος από τους βρυχηθμούς της πόλης. Τον υποδέχτηκε το στριγκό γέλιο της σιωπής. Σιωπή παντού ! Σιωπή που κρέμεται από τους τοίχους, και τα έπιπλα. Ίδια με γκρίζο δίχτυ αράχνης. Μόνο ο αντίλαλος των βημάτων του στα παγερά πλακάκια του διαδρόμου. Και η έλλειψη των ήχων, ματωμένα καρφιά στο μυαλό του, κουρασμένη βλαστήμια του αποκαμωμένου εργάτη, που την πήρε ο άνεμος μακριά, στο πουθενά.
Ψάχνει ασυναίσθητα με την κρυφή ελπίδα πως ίσως δει κάποιον. Κι όμως το ξέρει καλά, πως κανείς δεν τον περιμένει, μόνο το έρεβος της ομίχλης, εκείνης που ξαφνικά σκέπασε τον ουρανό της ψυχής του. Ανοίγει την τηλεόραση αποζητώντας σωσίβιο στα κίβδηλα λόγια των ηλεκτρονικών, ανθρώπινων ομοιωμάτων.. Η σιωπή μεγάλωσε κάτω από ορυμαγδούς θρυμματισμένων ονείρων…
Πολύχρωμα βεγγαλικά κι αστραφτερά φώτα. Γιορτάζουμε την έλευση της νέας χιλιετίας! Φως, λάμψη, φως άπλετο φως ! Μα, γιατί κρυώνει; Θεέ μου πόσο κρύο είναι το σπίτι ! Τρέχει στην έξοδο. Πρέπει να φύγει ! Ο απόηχος της τηλεόρασης τον καταδιώκει καγχάζοντας. Ο δρόμος γεμάτος ανθρώπους. Τον προσπερνάνε. Δεν τους γνωρίζει, δεν τον γνωρίζουν. Πάλι εκείνη η πολύβουη σιωπή μέσα του, πάλι αυτή η βαριά παγωνιά στο στήθος.
Προχώρησε στο μικρό πάρκο. Άδειο. Τα παγκάκια μοιάζουν να θρηνούν τη μοναξιά τους, κάτω από τη βραδινή ερήμωση, στον αργό θάνατο του φωτός της ημέρας. Ψάχνει για τα πολύχρωμα βεγγαλικά. Χάθηκαν ! Μόνο κάπου μακριά, πάνω από τις απροσδιόριστες σιλουέτες των λαϊκών πολυκατοικιών διαγράφονται μερικές πύρινες τροχιές στον ουρανό. Κάτι κρύο γαντζώνεται στην ψυχή του. Πόσο πολύ μοιάζουν ετούτες οι λαμπερές γραμμές, μ’ εκείνες των μηχανών του θανάτου, που πριν λίγο καιρό διαμέλιζαν ανθρώπους !
Η παγωνιά τον περονιάζει ως το μεδούλι. Κάθεται στο μουλιασμένο από την υγρασία παγκάκι. Δε σκέφτεται τίποτα. Το μυαλό του αρνείται να συμμετάσχει στα δρώμενα. Διαμαρτύρεται απέχοντας από την παραφροσύνη της ρηχότητας. Κρυώνει, μα δεν είναι από τον παγωμένο αέρα. Σε μια γωνιά δυο σκιές στοιχειώνουν το μισόφωτο. Πηγαίνει κοντά τους. Ένα παιδάκι μ’ ένα σκυλί τρέμουν, παγιδευμένα στο τέλμα της μοναξιάς και της εγκατάλειψης. Αναζητάει το βλέμμα τους. Πόσο θλιμμένο του φαίνεται, πόσο μοιάζει μ’ εκείνο το επιθανάτιο βλέμμα των παιδιών της Αφρικής, που είχε δει στις ειδήσεις. Εκείνων των μικρών, σκελετωμένων παιδιών, που περίμεναν αβοήθητα, τη σειρά τους για να πεθάνουν!… Σήμερα στις αρχές της τρίτης χιλιετίας μετά την έλευση του θεανθρώπου… Απλώνει τα χέρια του και αγγίζει τα μισοπαγωμένα σώματα. Τέσσερα μάτια βυθίζονται μ’ ευγνωμοσύνη στα δικά του. Τέσσερις φλόγες ζωής του λένε «ευχαριστώ». Θαλπωρή θεία, χύθηκε μέσα του ετούτη η άηχη, σεμνή μέθεξη του πραγματικού, αιώνιου φωτός ανάτασης. Τώρα ναι, κάτι σπιθίζει στο χώρο και στην ψυχή του.
– «Τι κάνετε εσείς εδώ, θα παγώσετε!»
-« Ήλθα να βρω το Μούργο, το σκυλάκι μου»
– «Καλά έκανες, όμως τώρα πήγαινε στο σπίτι σου, κάνει πολύ κρύο εδώ…»
– «Εντάξει, καληνύχτα!»
– «Καληνύχτα!»
Μόνος. Η έρημη παγωνιά σαν να έγινε ασήκωτη, τον περονιάζει ως το μεδούλι της ψυχής του. Ξαφνικά επιθύμησε να βρεθεί σε κλειστό χώρο. Σηκώνεται, τα βήματά του τον οδηγούν προς το σπίτι του. Τώρα αισθάνεται πιο έτοιμος ν’ αντιμετωπίσει τον χλευασμό των τεσσάρων τοίχων, τώρα όλα του φαίνονται ν’ αποπνέουν μια διαφορετική θερμότητα! Πλησιάζει στην εξώθυρα και βάζει το κλειδί στην κλειδαριά. Η πόρτα ανοίγει μ’ έναν μαλακό ψίθυρο. Ψάχνει να βρει τον διακόπτη του ηλεκτρικού, αλλά τον προλαβαίνει ο ήχος από την κλήση του κινητού του. Το χέρι του μένει μετέωρο και η πρασινωπή οθόνη της συσκευής φωτίζει παράξενα τον γύρω χώρο. Πατάει το πλήκτρο της απάντησης και φέρνει το τηλέφωνο στο αυτί του. «Αλέξη!». Κάτι τον διαπερνάει σαν λίγωμα και κάθεται στο λαιμό του. Εκείνη η φωνή, μα δεν κάνει λάθος, δεν μπορεί να κάνει λάθος, την έχει κάθε μέρα στο μυαλό του, στο είναι του, στα κύτταρά του, είναι εκείνη! «Κατερίνα!» «Εγώ είμαι Αλέξη…» «Που είσαι;» «Έρχομαι…»
Έκλεισε το τηλέφωνο αλλοπαρμένος. Βιάζεται ν’ ανοίξει το φως, όχι το φως, τα φώτα, θέλει να φωταγωγήσει ολόκληρο το σπίτι, τον κόσμο, την ψυχή του, θέλει να συμμετάσχει και αυτός στο ντελίριο της καινούργιας χιλιετίας…Όλα του φαίνονται αλλιώτικα τώρα, όλα γελάνε και γιορτάζουν!
Το κουδούνι. Τρέχει ν’ ανοίξει. Νοιώθει σαν να βίωσε ολόκληρη τη νέα χιλιετία και έγινε με μιας αθάνατος. Η στιγμή είναι που μετράει εξ άλλου, η μεγάλη στιγμή είναι που βιώνει κανείς την αθανασία, δεν είναι η διατήρηση της ύλης, αλλά εκείνο το άπιαστο, το μοναδικό αίσθημα, ότι σε μια ρωγμή του χρόνου όλου, έκλεισε μέσα του ολόκληρο το σύμπαν και η δική του είχε φτάσει, ήταν εκεί έξω από την πόρτα και μέσα στην ψυχή του!
Νίκος Ταβουλάρης
Ποιητής-Πεζογράφος-Δοκιμιογράφος
τ.Πρόεδρος της «Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών»
Μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός»
Από ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ:
Ο Νίκος Ταβουλάρης είναι ποιητής-πεζογράφος-δοκιμιογράφος. Γεννήθηκε το 1956 και κατάγεται από την Καρυούπολη Γυθείου Λακωνίας. Είναι έγγαμος και πατέρας δύο παιδιών. Τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην ιδιαίτερη πατρίδα του και σπούδασε Δημοσιογραφία, Μarketing και Διοίκηση Επιχειρήσεων. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια σχετικά με τα ανωτέρω αντικείμενα, μεταξύ των οποίων και την εφαρμογή του χαοτικού Μanagment. Διαθέτει πτυχία Δημοσιογραφίας, GRADUATE DIPLOMA IN MANAGEMENT STUDIES του Αγγλικού ΙSTITUTE OF COMMERCIAL MANAGEMENT (I.C.M.). Επίσης, από το Οlymbian university MBA στα αντικείμενα του MANAGEMENT BY CHAOS THE REAL TIME MΑNAGMENT SYSTEM και HOW TO THINK LIKE A MANAGER. Με τη λογοτεχνία και τη συγγραφή ασχολείται από τη εφηβική του ηλικία.Το πρώτο του μυθιστόρημα, το οποίο ξεκίνησε σε ηλικία 19 ετών, το εξέδωσε το 1997 από τις εκδόσεις «Όμβρος» με τίτλο «Η ανάσα της καταιγίδας-Ωδή στη ματωμένη Κύπρο».Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι αφιερωμένο «Στους αγνοούμενους της Κύπρου – Στη μνήμη των ηρωικών Τάσου Ισαάκ και Σολωμού Σολωμού». Το 2007 εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Με τα φτερά του ανέμου», από τις εκδόσεις «Αμαρυλλίς» και το 2008 την ποιητική ενότητα «Πέτρινος Κόσμος» από τις εκδόσεις «Γ.Χ.Αλεξανδρή». Το 2009 εξέδωσε το βραβευμένο μυθιστόρημα «Ώρα μηδέν», από τις εκδόσεις «Δρόμων», το οποίο είναι ενδεικτικό της γραφής του συγγραφέα και έχει χαρακτηριστεί ως «φιλοσοφικό μυθιστόρημα». Το 2014 εξέδωσε την ποιητική ενότητα «Νυν και Αεί» από τις Εκδόσεις «Όστρια».
Εκτός από τα λογοτεχνικά του βιβλία ο συγγραφέας έχει συγγράψει ικανό αριθμό επιστημονικών-τεχνικών βιβλίων σχετικών με το Managment και το Marketing. Το 2009 εξέδωσε από τις Εκδόσεις «Δρόμων» το πρωτοποριακό βιβλίο Συστημάτων Πωλήσεων «Αρμονική Πώληση». Το ανέκδοτο έργο του Νίκου Ταβουλάρη είναι πληθωρικό και αποτελείται από 20 ποιητικές συλλογές, πέντε μυθιστορήματα, τρία δοκίμια, τρεις συλλογές διηγημάτων, παραμύθια και πραγματείες. Το έργο αυτό έχει δημιουργηθεί σε μια χρονική περίοδο 35 ετών. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στην Αγγλική και Γαλλική γλώσσα. Έχουν δημοσιευθεί πολλές εργασίες του σε περιοδικά και εφημερίδες. Έχει δώσει πολλές διαλέξεις σχετικές με λογοτεχνικά και φιλοσοφικά θέματα και επιπλέον εκτός από τη συγγραφή διδάσκει την τεχνική της λογοτεχνικής γραφής. Οργάνωσε και διηύθυνε την ελεύθερη ομάδα λόγου «Σπείρα», στο πλαίσιο της οποίας πραγματοποιήθηκαν λογοτεχνικές και φιλοσοφικές συζητήσεις. Τιμήθηκε με βραβεία λογοτεχνικών διαγωνισμών σε όλα τα είδη του λόγου, με σηματικότερη τη διάκριση του Α΄Βραβείου ποίησης που απέσπασε το 1998 στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης των Δελφών της «Πανελλήνιας ΄Ενωσης Λογοτεχνών», με το ποίημα «Θα ‘θελα ν’ αγγίξω».
Ο Νίκος Ταβουλάρης διετέλεσε Έφορος της «Πανελλήνιας ΄Ενωσης Λογοτεχνών» για τη διετία 2007-2009 και Πρόεδρος για τη τριετία 2010-2013. Επανεξελέγη στη θέση του Προέδρου για τη διετία 2013-2015. Διετέλεσε Αντιπρόεδρος της «Πανελλήνιας ΄Ενωσης Λογοτεχνών» για τη διετία 2016-2018. Είναι τακτικό μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου “Παρνασσός”.
Επιμέλεια κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο με την άδεια του συγγραφέα: Τζούλια Πουλημενάκου
Επί-Λόγου – Λεύκωμα – Ιανουάριος 2022