δεν θ’ απομείνει

ουτ’ ένας στίχος

μια λέξη

ελάχιστο ένα ίχνος

στην κινούμενη άμμο

 

υμνώ λοιπόν το φως

μπροστά στην προαιώνια νύχτα

γιορτάζω

το δευτερόλεπτο της ύπαρξης

γράφοντας δακρυσμένα ποιήματα

 

κάθε βιβλίο μου

στην άβυσσο του τίποτα

είναι ένα πείσμα

μια περηφάνια

 

μια χειραψία με τη ματαιότητα

και το ανεξιχνίαστο μέλλον

 

Τόλης Νικηφόρου

Ποιητής

Από τη συλλογή Φλόγα απ’ τη στάχτη, 2017

Επιλεγμένα ποιήματα ~Ίχνη του δέους~ 1966-2017 

Εκδόσεις Ρώμη – 2018

Μαύρο λεφούσι πλάκωσε
ορδές οι αραπάδες
και ο Μπραΐμης θέλησε
τη Μάνη να πατήσει.

Κι ένα πουλάκι κελαϊδεί
και του πασά του κρένει:
«Πασά δεν είναι βράχοι τούτοι εδώ
δεν είναι ξερολίθια!
Είναι ψυχές που αντιβοούν
ψυχές αντρειωμένες,
δεν λογαριάζουν την Τουρκιά
μήτε και τα κανόνια»!

«Είμαι ο Μπραΐμης ο τρανός,
κανέναν δε φοβάμαι
ούτε τους βράχους, τα βουνά,
ούτε και τους Μανιάτες»!

Είκοσι δυο του Θεριστή
αχολογούν τα όρη
σαν τα φουσάτα όρμησαν
τη Μάνη να πατήσουν!
Μα βρήκαν εμπρός τους ήρωες,
ημίθεους πατριώτες,
που στάθηκαν ατρόμητοι
για τη γλυκιά πατρίδα!

Τα γιαταγάνια αστράψανε
βροντούν τα καριοφίλια,
στρώσεις νεκροί οι Αιγύπτιοι
στρώσεις οι πληγωμένοι
και ο Μπραΐμης ο τρανός
τη Μάνη δεν πατάει!

Τώρα τα μαυρογέρακα
τους βράχους αφεντεύουν
και τους νεκρούς Αγαρηνούς
θωρούν απ’ τα ουράνια,
των Μανιατών την ανδρειά
υμνούν, την περηφάνεια!

Δόξα τιμή απέραντη
στης Μάνης τους λεβέντες,
που πρώτοι εκείνοι αρχίσανε
τον πόλεμο στους Τούρκους
και πάλι τώρα στα στερνά
τους πήραν το κατόπι…

Να είχα φτερούγες μιαν αυγή
κι ένα φλογάτο δείλι,
και να πετώ στον ουρανό
τη Μάνη ν’ αγναντέψω.
Να δω ρουμάνια και βουνά
να δω και τα χωρία!
Τη δόξα την αείχρονη
των Μανιατών να υμνήσω,
που τη ζωή τους έδωσαν
για την ελευθερία!

 

Νίκος Ταβουλάρης

Ποιητής – Πεζογράφος  – Δοκιμιογράφος

π.Πρόεδρος της “Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών”

Μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου “Παρνασσός”

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Ιούνιος 2020

Ποια θεά των λουλουδιών

ποια Μούσα να ζητήσω

για να μου κάνει την αρχή

και την ωδή ν’ αρχίσω!

 

Φεγγάρι ασημένιο μου

της νιότης μου λουλούδι

του πύργου μου αρχόντισσα

της μέλισσας τραγούδι!

 

Ανθέ μου μυροβόλε μου

μπαλκόνι ανθισμένο

με γιασεμί και με κισσούς

ολόγυρα ζωσμένο!

 

Σου ‘στειλα χθες δέκα φιλιά,

σήμερα άλλα τόσα

κι όταν θα γίνουν εκατό

και γίνουνε διακόσα,

να τα κεντήσεις με χρυσό

στο φόρεμά σου τ’ άσπρο

και θα ‘σαι η πυργοδέσποινα

στου είναι μου το κάστρο!

 

Της νιότης μου επιθυμιά

των λουλουδιών αρώματα,

του δειλινού οι ανταύγειες

της αμφιλύκης χρώματα!

 

Πνοή ζωής τα πρώτα μας

και τα στερνά τα χιόνια

του στοχασμού αναποδιές

μεσ’ της ζωής τα χρόνια!

 

Δημήτριος Πουλημενάκος

16/6/2015

Ανέκδοτη Συλλογή

 

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Ιούνιος 2020

Γράφει η  Μίνα Μπουλέκου 

Η “Απρόσμενη Άνοιξη” συμβολίζει την άνοιξη και την ευτυχία που προσδοκούμε όλοι μας σε έναν κόσμο ιδανικό και εξευγενισμένο. Η ποιήτρια μάς καλεί σε ένα όμορφο και μαγικό ταξίδι αισθήσεων και χρωμάτων που θα αγγίξουν ολοκληρωτικά την ψυχή μας ξεφυλλίζοντας αυτές τις σελίδες του υπέροχου βιβλίου της. Η ποιητική της συλλογή χωρίζεται σε 3 ενότητες και ειδικότερα αναφέρεται στους 3 μήνες της Άνοιξης Μάρτιο, Απρίλιο, και Μάιο.

H ποιήτρια μάς παρουσιάζει στην 1η θεματική της ενότητα στοιχεία ποιητικής γραφής που απεικονίζουν το ελληνικό ιδεώδες της. Οραματίζεται μια Ελλάδα ολόφωτη σαν ηλιαχτίδα και συνάμα μας οδηγεί σε μονοπάτια λεύτερα να αφουγκρασθούμε τους ήχους της ειρήνης στην ιερή γη των αθανάτων.

Μας καλεί να αφυπνισθούμε μαζί της και να σταθούμε αγέρωχοι στα ιερά και στα όσια της πατρίδας μας στα υψηλά ιδανικά που μας κληροδότησαν οι ένδοξοι πρόγονοί μας, με μια μικρή σταγόνα του κόσμου που την βάφτισε ελπίδα «μια μικρή σταγόνα του απείρου που γέννησε την βροχή και άλλαξε τον κόσμο..», δείχνοντάς μας την δυνατή της θέληση απέναντι στον κοινωνικό και πολιτικό κομφορμισμό με μια ανεξαρτησία ψυχής και σθένους που την αντιπροσωπεύει  ως πνευματικό και καλλιεργημένο άνθρωπο.

Η ποιήτρια μας γράφει με μια “πνοή αθανασίας”

“Με ποια αλήθεια να βαφτίσω την ομορφιά

που απλώνεται εμπρός μου;

Με ποιο βλέμμα σπινθηροβόλο

ν’ ατενίσω το μέλλον της γης;

Με ποια πνοή ουρανοβόλα ν’ ανασάνω

τη θεία γαλήνη της ψυχής;”

Εκφράζοντας το ατελεύτητο σύνορο της ψυχής της και συνάμα καθοδηγώντας μας να ατενίσουμε τον ορίζοντα της ανθρώπινης υπόστασής μας.

H ποιήτρια μάς παρουσιάζει στη 2η θεματική της ενότητα στοιχεία ποιητικής γραφής που αναδεικνύουν τις υπαρξιακές της αγωνίες καθώς και τους φιλοσοφικούς της στοχασμούς σε μια αέναη αναζήτηση.

Μας καλεί ως σιωπηλός ταξιδευτής σε αλαργινούς ορίζοντες να ανταμώσουμε το φως της λύτρωσης σε μια ασύνορη ελευθερία στο πέλαγος της αιωνιότητας ως μύστες του σύμπαντος, σε μια ιερή τελετουργία με μια θυσία διαχρονική ανάμεσα στο τίποτα και στο πάντα.

Η ποιήτρια μάς γράφει..

“Μα όσο η Θάλασσα ποτίζεται

με του Θεού τα δάκρυα

κι ο άνεμος είναι δεμένος

στα ξάρτια του απέραντου,

εκείνος ο αχνός της θάλασσας

μοιάζει με κραυγή στο Είναι μου,

του νου μου τον ορίζοντα χαράσσοντας…”

Στοχάζεται με πλήρη συνείδηση οριοθετώντας τη δική της ξεχωριστή πορεία ανάμεσα στο απέραντο του πελάγου της ζωής  ακουμπώντας και τον τελευταίο λυγμό της σαν κραυγή μέχρι να βρει θάλασσες γαλήνιες που θα την οδηγήσουν σε εκείνη τη λυτρωτική πορεία στο αιώνιο ταξίδι του φωτός.

H ποιήτρια μάς παρουσιάζει στην 3η θεματική της ενότητα στοιχεία ποιητικής γραφής που υμνούν τον έρωτα με μια αέρινη πνοή μεταφέροντάς μας στης ψυχής της το μαϊστράλι που ριζώνει στο άπειρο της γης, στον αιώνα του κόσμου. Μια αρχή χωρίς τέλος φωλιάζει σαν πουλί ασάλευτο στην άγραφη μνήμη των ανθρώπων.

Και οι λέξεις της ξεπηδούν σαν χείμαρρος σε ένα ζωντανό κάλεσμα ζωής στης νιότης το ολάνθιστο φως.

Η ποιήτρια μάς γράφει..

“Έλα κοντά μου μέσα στην αγκαλιά της νύχτας.

Έλα μέσα στη σιωπή του σύννεφου.

Έλα σαν ηλιοφώτιστο θαλασσινό κύμα

Έλα σα διάφανη δροσοσταλίδα πρωϊνού.

..Εσύ, ολάκερη η ζωή ”

Μας καλεί σε ένα αιθέριο μονοπάτι, όπου μας ταξιδεύει σε άλλους κόσμους ονειρικούς και ταυτόχρονα η ποιητική της σκέψη μοιάζει δυνατή σαν φλογοβόλο βέλος διαπερνώντας κάθε κύτταρο της δικής μας ύπαρξης.

Η ποίηση της εκλεκτής μου φίλης Τζούλιας Πουλημενάκου είναι συμβολική και συνάμα γεμάτη όμορφες εικόνες και έντονα συναισθήματα. Η γλώσσα της γλαφυρή και το ύφος της λυρικό. Η ευαισθησία της είναι διάχυτη και απεικονίζεται έντονα στον ποιητικό της λόγο. Η αισθαντικότητά της αναβλύζει σε κάθε στίχο και ταυτόχρονα διατηρεί το βάθος και την ουσία της ποιητικής της έκφρασης.  Η ποίησή της είναι αναμφισβήτητα ποίηση με περιεχόμενο χωρίς να αφήνει νοηματικά κενά στον αναγνώστη.

Η ματιά της είναι διεισδυτική και σαν παλμογράφος της εποχής αποτυπώνει τις εσωτερικές και εξωτερικές αγωνίες καθώς και τα ερωτήματα που απασχολούν όλους μας. Μας φέρνει αντιμέτωπους με τη δική μας συνείδηση να αντιπαλεύει και να μάχεται ανάμεσα στο εγώ και στο εσύ, ανάμεσα στο εμείς και στο εσείς ως μέρος της ολότητας.

Η “Απρόσμενη Άνοιξη” είναι η Άνοιξη της Αφύπνισης, η Άνοιξη της Ξαστεριάς που ονειρευόμαστε όλοι μας να ζήσουμε σε έναν κόσμο πιο δίκαιο, πιο γνήσιο, και πιο αληθινό.

Την Ευχαριστούμε από καρδιάς!

για το Μήνυμα Ζωής που μας έστειλε…

Μίνα Μπουλέκου

Ποιήτρια-Πεζογράφος-Αρθρογράφος

Αθήνα, Δεκέμβριος 2017

Η Παρουσίαση του βιβλίου “Απρόσμενη Άνοιξη” πραγματοποιήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 2017 στην Αθήνα, στο Παραδοσιακό Καφενείο “Η Ωραία Ελλάς”, στο πλαίσιο των πολιτιστικών εκδηλώσεων με υπεύθυνη την κ. Άννα Στάικου

Οι ομιλητές της παρουσίασης  Νίκος Ταβουλάρης, Μίνα Μπουλέκου και Αγγελική Ψακή-Κωβαίου

Συντονιστής ο συγγραφέας Μιχάλης Γριβέας

Η Υπεύθυνη του Πολιτιστικού Τομέα του Πολυχώρου “Η Ωραία Ελλάς” κ. Άννα Στάικου

(Φωτογραφίες: Ζαφείρης Ζάφειρας)

 

Η αρχική φωτογραφία είναι από την αφίσα της παρουσίασης της συλλογής “Απρόσμενη ‘Ανοιξη”

(λεπτομέρεια της  “Άνοιξης” του Santro Botticelli 1445-1510)

 

Τη Δευτέρα 15 Ιουνίου στις 10:00

τα αριστουργήματα των Παρθένη, Παπαλουκά, Βυζάντιου, Μπουζιάνη, Λύτρα, Τσαρούχη, Γκίκα, Μόραλη, Τέτση, Γαϊτη, Φασιανού και πολλών άλλων, στο πλαίσιο της έκθεσης

«Η Ανθρώπινη Μορφή στην Ελληνική Ζωγραφική στον 20ό αιώνα»

από τις συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης – Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου και του Ιδρύματος Ε. Κουτλίδη

σας περιμένουν για ζωντανό διάλογο, καθημερινά και τα Σαββατοκύριακα, 

από τις 10:00 έως τις 18:00, έως τις 23 Αυγούστου,

μέσα σε περιβάλλον υγειονομικής ασφάλειας.

 

Πηγή εκδήλωσης και πληροφορίες:  www.thf.gr

Ποιητική ενότητα (Απόσπασμα)

γ

Δεν είμαι βέβαιος αν δεν θα επαναλάβω

πράγματα που σου είπα κατά κάποιο τρόπο

στο προηγούμενο γράμμα μου, μητέρα,

γιατί δεν είν’ εύκολο πια να τα ξεχωρίζω αυτά,

τίποτα πια δεν είναι εύκολο να ξεχωρίζω.

Αλλάζουν όλα διαρκώς μορφή, μητέρα,

όλα διαρκώς μεταμφιέννυνται, μητέρα,

αναπεριβάλλονται,

κυμαίνονται,

αναστέφονται,

ασταθούν,

περιδινούνται

και τα καινούργια δεν είναι καινούργια,

και τ’ άγνωστα δεν είν’ άγνωστα,

και τα σχήματα δεν είναι σχήματα,

κ’ οι αποστάσεις δεν είν’ αποστάσεις,

κ’ οι αποστάσεις δεν αφίστανται

κ’ ερωτοτροπούν

ίδια κι απαράλλαχτα σαν τη βουνοσειρά της Κερύνιας

που σήμερα την αγγίζεις με το χέρι σου,

που σήμερα σκύβει απάνω απ’ το σπίτι σου,

που σήμερα είναι γατούλα στα πόδια σου,

κι’ αύριο είναι μίλια μακρυά,

σαν την ανεξήγητη, λέω, βουνοσειρά της Κερύνιας

που  σήμερα είναι

κι’ αύριο δεν είναι,

που σήμερα είναι

κι’ αύριο δεν ξέρουν, δεν άκουσαν,

που σήμερα έχει όνομα

κι’ αύριο δεν έχει,

κ’ ενίστανται πια οι γεωγραφικοί χάρτες

και σαστίζουν

και διαμαρτύρονται

και δεν εμπιστεύονται.

Σαν την ανεξήγητη, λέω, βουνοσειρά της Κερύνιας

που άλλα χαρτιά σου δείχνει σήμερα κι’ άλλα αύριο,

που ισοπεδώνεται κι’ ανεβοκατεβαίνει

κ’ επανέρχεται και δεν επανέρχεται,

που κρεμά τ’ ανεύθυνο κουδούνι στο λαιμό,

που κρεμά κουδούνι και μυρσίνι στον λαιμό

και πηλαλά κορφή και σύγνεφο,

κι ανεμίζει κορφή και σύγνεφο,

κι’ ανεμίζει κορφή και μαντήλι,

κι’ ανεμίζει κορφή και χλωρό μαντήλι,

κι’ ανεμίζει κορφή και μαντήλι χαράς,

κι’ ανεμίζει κορφή και μαντήλι χωρισμού

και δεν ανεμίζει κορφή και μαντήλι χαράς,

και δεν ανεμίζει κορφή και μαντήλι χωρισμού

γιατί δήθεν το μαντήλι χωρισμού

επιμηκύνεται στη θάλασσα,

γιατί δήθεν το μαντήλι χωρισμού

επιβραδύνεται στη θάλασσα,

και ταξιδεύει και δεν ταξιδεύει,

και σφυρίζει ελιά,

και σφυρίζει χαρουπιά,

και σφυρίζει πεύκο και κυπαρίσσι

και γυρνά εδώθε και σφυρίζει μπάτη κι’ αρμύρα

και γυρνά εκείθε και σφυρίζει κάμπο

κι’ άχνα Αυγουστιάτικη,

και σφυρίζει ψέμα και παραμύθι,

και σφυρίζει μικρή αλήθεια

και σφυρίζει πικρή αλήθεια

και πικρό νερό και πικροδάφνη.

Έγιναν όλα ρευστά, μητέρα,

έγιναν όλα απροσδιόριστα ρευστά

έτσι όπως μαθαίναμε στη Φυσική μας Πειραματική,

έγιναν όλα υδράργυρος

μ’ εκείνη την ευθιξία,

μ’ εκείνο το διαλείπον τρέξιμο,

μ’ εκείνη την έλλειψη δαχτυλικών αποτυπωμάτων,

μ΄εκείνη την τελική σφαιροποίηση.

Έγιναν όλα συνώμυμα, μητέρα,

απέβαλαν την ταυτότητά τους,

απέβαλαν τα χαραχτηριστικά τους

και μας μπερδεύουν,

και δεν μπορούμε πια να τραβήξουμε γραμμή,

και δεν είμαστε πια βέβαιοι ποιος μας μιλά,

και δεν είμαστε πια βέβαιοι σε ποιον μιλάμε,

τι μιλάμε,

αν είμαστε καν εμείς που μιλάμε.

Οι λέξεις έγιναν απλοί ήχοι, μητέρα,

τις αφαίρεσαν. Εκφράζομαι σαφώς;

Κώστας Μόντης (1914-2004)

Ποιητής-Πεζογράφος

Απόσπασμα από την Ανθολογία

ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ – ΠΟΙΗΣΗ – ΤΟΜΟΣ 9

~ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ~ (γ – σελ.25-27)

Εκδόσεις Πάργα

Λευκωσία 2014

 

 

Επιλογή κειμένου: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό Αρχείο Βιβλιοθήκης)

 Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Ιούνιος 2020

 

 Διήγημα

       Ήταν η γιαγιά του Κωστή. Η Διδώ. Το μοναδικό πρόσωπο που μου γνώρισε απ’ την ακριβοθώρητη οικογένειά του. Την αγαπούσε πολύ. Την αγάπησα και γω, χωρίς περιορισμούς. Η αγαπησιάρα της όψη σού γεννούσε πολλαπλά και ειλικρινή αισθήματα. Ο βίος της συνταρακτικός, γιομάτος βάσανα. Και χαροκαμένος.

      Την πρώτη φορά που την επισκεφτήκαμε μαζί αισθάνθηκα άβολα. Τι να της πω! Είχε τόσους σταυρούς σηκώσει στους άλλοτε στητούς της ώμους! Έψαχνα μια τόση δα λεξούλα παρηγοριάς, μα το λεξιλόγιό μου φτωχό προς τα κει. Πόσες πικρές εμπειρίες να έχει ένα νεαρό κορίτσι, που ήμουν τότε, για να αισθανθεί το μέγεθος του πόνου της μάνας που χάνει τον μονάκριβό της γιο.

      «Γιαγιά, η Φανή σε συμπονάει για το θάνατο του πατέρα», επενέβη τότε ο Κωστής και αρκέστηκα απλά σε μια αγκαλιά διαρκείας. Η κυρά Διδώ ξεδιπλωνόταν από μόνη της εξάλλου, άνοιγε διάπλατα τα φύλλα της καρδιάς και γιόμιζε τις άγραφες σελίδες μου με γλαφυρές ατόφιες φράσεις, με συμπαγείς, ολοζώντανες εικόνες από της ζήσης της το διάβα.

      Η Διδώ γεννήθηκε στη Σμύρνη, το 1902. Ήταν ολοφάνερο πως κατάγεται από αρχοντογενιά. Μεγάλωσε με άνεση σε ένα τεράστιο οικοδόμημα με πολλά διαμερίσματα και υπηρετικό προσωπικό. Ο πατέρας της μεγαλέμπορος, πέμπτης γενεάς, ονομαστός σε όλη τη Μικρά Ασία· και όχι μόνο. Είχε λάβει λοιπόν άριστη γυμνασιακή εκπαίδευση, γνώριζε δύο ξένες γλώσσες και είχε τρόπους αβρούς και πληθωρικούς συνάμα.

      Ήταν νιόπαντρη όταν τους βρήκε το κακό. Το καζάνι κόχλαζε καιρό, ο αέρας έφερνε καθημερινά μαύρα νέφελα απάνω από τη σκέπη τους, μα δεν υπολόγιζαν σε τέτοια συμφορά. Τέτοιον ξεριζωμό απ’ τον τόπο τους και βιαιοπραγίες. Αν και αντίκρισε το σπίτι της παραδομένο στις φλόγες, έκλαιγε γοερά αδυνατώντας να το αποχωριστεί. Πρόλαβαν. Την τελευταία στιγμή ξεθάφτηκαν, δέκα νομάτοι, απ’ την κρυψώνα τους στο ξημέρωμα της τρίτης, και πιο δολερής ημέρας, και μπερδεύτηκαν στο πλήθος που έτρεχε πανικόβλητο μες στη σύγχυση. Ο πατέρας της, αιμόφυρτος, της έκανε κουρέλι το καινούριο πανωφόρι, την πασάλειψε με λάσπη να μη φαντάζει το ροδαλό της δέρμα και την έσπρωχνε απεγνωσμένα, ανάμεσα από πτώματα και πληγωμένους. Και την τραβούσε, να μην την αγγίξει χέρι άλλο, ξενικό, ώσπου να φτάσουν στην προκυμαία και να μπουν στη γραμμή για τα καράβια. Τον καλό της τον έχασαν, τη μάνα της τη σκότωσαν μπροστά τους, τα δυο αρσενικά αδέρφια της τα ξεχώρισαν πως είναι νεαροί και τα πήραν αιχμαλώτους. Κανέναν τους δεν ξαναείδε. Ούτε καν τον αγαπημένο της. Ανέβηκε στο καράβι μονάχη, με τη Μάνια, την ξαδέρφη της, ούτε ο πατέρας τα κατάφερε. Η πορεία του ανεκόπη στην επιβίβαση, έτσι άρεσε στους Τσέτες, να του πάρουν την ψυχή μια ανάσα πριν απ’ τη σωτηρία. Της έμεινε η δύναμη του χεριού του, ακόμα παίρνει όρκο πως την αισθάνεται στο μπράτσο της.

      Λύγισε τότες. Έχασε και το τελευταίο της στήριγμα. Η Μάνια έκλαιγε γοερά και σφιγγόταν επάνω της για να αντλήσει δύναμη. Ήταν και πεντέξι χρόνια μικρότερή της και κάθε στοιχειωμένη στιγμή του χαλασμού ήταν για την αγνή ψυχή της σοκαριστική. Η Διδώ δεν ξαφνιαζόταν πια.

      Το καράβι ξεμάκραινε μα κείνη η αίσθηση, της σάπιας σάρκας των σκοτωμένων, του μακάβριου, την ακολουθούσε παντού. Την οσμιζόταν στα βρώμικα ρούχα της, την εξέταζε με δέος στα ξεσκισμένα και καταματωμένα παπούτσια. Τα έβγαλε και τα ’ριξε στη θάλασσα, να μείνουν τα χνάρια της, εκεί, στην κατακρεουργημένη πατρίδα. Στο μέλλον, απ’ όλες τις αναδρομές του παρελθόντος, κράτησε μονάχα αυτή. Τον τρόμο των τριών τελευταίων ημερών. Τίποτα από τις ανέφελες και χαρμόσυνες στιγμές της νιότης. Για να μη βυθίζεται στου νόστου τις χαράδρες. Τον πανικό μονάχα και την απώλεια.  

      Ποιον να πρωτοθρηνήσει! Όσο και αν έψαξε για τον Αποστόλη της, για τους αδελφούς και τη μάνα, τίποτα, ίχνος ουδέν. Κανείς στους καταυλισμούς της Χίου και αργότερα, στου Βόλου, δεν τους είχε ανταμώσει. Η Μάνια στάθηκε πιο τυχερή βρήκε τον αδερφό της. Μαζί του ήρθαν στην Αθήνα και έπιασαν, με τα πολύτιμα που κουβαλούσαν στους κόρφους και στις τσέπες τις μυστικές, τούτο το σπιτάκι στο Βύρωνα.     

      Οι εικόνες της φρίκης δεν αποδιώχνονταν. Τα σπλάχνα της Διδώς ήταν διαρκώς σε άθλιο ανακάτεμα, ξερνοβολούσε σαν το γατί… και το αίμα, το αίμα των συμπατριωτών της που χάθηκαν, το είχε διαρκώς στα ρουθούνια. Ξοδεύτηκε άλικο, από τους βαρβάρους, και δεν την άφηνε να ησυχάσει. Αδυνάτισε και άργησε να διαπιστώσει πως και κάτι άλλο συνέβαινε μέσα της.

      Έχασε τις αισθήσεις της ένα πρωινό και τα ξαδέρφια της την πήγαν στο νοσοκομείο. Ο Αποστόλης ο δεύτερος, ήταν στα σκαριά, σα μάνα εξ ουρανού,  χόρτασε την ψυχή τους και επιτέλους γέλασε το χειλάκι τους. Γεννήθηκε το Μάιο του 1923, και μεγάλωνε με φροντίδα περισσή και αγάπη.

      Έζησαν κάμποσα χρόνια μαζί. Έπειτα παντρεύτηκε η Μάνια με έναν συμπατριώτη τους και μετακόμισε στη Νέα Σμύρνη. Ο Πολυχρόνης, ο αδερφός της, βρήκε μια καλή ευκαιρία για δουλειά και φόρτωσε τη βαλίτσα του για τη Θεσσαλονίκη. Και η Διδώ! 

      «Αυτή η τρώγλη, κορούλα μου, στέγασε τη λύπη και τη χαρά της μητρότητάς μου. Μετά από τόσα μεγαλεία στη σπιταρόνα μας στη Σμύρνη με τα δεκατέσσερα υπνοδωμάτια κατάντησα εδώ. Και δόξα τω Θεώ! Όχι, δεν παραπονιέμαι. Χίλιες φορές σε αχυρένιο καλυβάκι μα με όλους τους δικούς μου, παρά ετούτη η ερημιά. Αχ, με βρήκαν και τα χειρότερα… τώρα, στο τέλος της ζωής…», άφησε τη φράση μισοτελειωμένη. Η στρογγυλοπρόσωπη αγγελική μορφή της συσπάστηκε και έσφιξε ασυναίσθητα το μαύρο μαντήλι κάτω απ’ το σαγόνι της. Τούτη η αναφορά για τον Αποστόλη, το γιο της. Το καλοκαίρι που έφυγε πέθανε αιφνίδια από καρδιά, στα εξήντα δύο του χρόνια.

      «Από την ώρα που τον γέννησα με γιόμισε χαρές και υπερηφάνεια. Περάσαμε κακουχίες, αναδουλειά και πείνες, μα κείνος, πανάξιος για τα πάντα, με φρόντιζε και παράλληλα σπούδαζε. Του άρεσε τόσο πολύ και το θέατρο. Εικόνες απ’ το ολοκαύτωμα της Σμύρνης, της φριχτής κατοχής, του αντιστασιακού και του μεροκαματιάρη, τις μετέφερε με επιτυχία στο χαρτί και αργότερα και στο σανίδι. Ανέβηκαν δύο έργα του, ευτύχησε να τα δει! Έχω και τα εγγόνια μου! Τον Απόστολο τον τρίτο, και τούτον εδώ, ζωή να χουν. Θα ανταμώσουμε πάλι, ελπίζω γρήγορα, Μεγαλόχαρη, πόσο θα ζήσω πια!»

      Σταυροκοπήθηκε και σηκώθηκε να μας κεράσει γλυκάκι του κουταλιού και λικέρ γαρύφαλλου που έφτιαξε με τα χεράκια της. Μοσχοβόλησε η ατμόσφαιρα και ηττήθηκε η μούχλα του χαμόσπιτου. Το ήπιαμε στην υγειά της και μας αντευχήθηκε «υγιαίνετε».

     Μετά από τη μάνα ήταν το σωστό, συλλογιόμουν και η θλίψη της μου έκανε επιδρομή. Ο πόνος της γινόταν αυτόματα δικός μου. Γιατί; Ώρες ώρες ο Θεός δεν τα ’κανε καλά τα πράματα. Ήταν απολύτως άδικο κάποιοι άνθρωποι να καταδιώκονται αλύπητα από τη μοίρα.

      Την επισκεφτήκαμε πολλές φορές. Της κρατούσαμε ώρα συντροφιά.

      «Να την πάρεις τη Φανούλα», συμβούλευε τον Κωστή. «Να την πάρεις, και γρήγορα. Είναι καλή κοπέλα. Γιατί άμα περάσουν χρόνια έτσι, θα τη βαρεθείς και δε θα τηνε πάρεις».

      Γλυκιά νοσταλγία σ’ αυτές τις αναπολήσεις. Μαζί του πρωτοέφαγα γιαουρτλού. Μεσουρανούσε και το Ρεμπέτικο στις μεγάλες οθόνες και λάτρεψα σταδιακά τη Σμύρνη και τα τραγούδια της. Μπήκανε στο πετσί μου.

      Ο Κωστής, όχι, δε με πήρε. Μα η ζωή ανελέητη τον έφερνε τακτικά στο δρόμο μου. Συνεργάστηκα μάλιστα στενά με τη δεύτερη σύζυγό του, δε βαριέσαι. Όμως δεν ξαναπέρασα ποτέ από κείνη τη γωνίτσα του Βύρωνα. Δε ζήτησα να μάθω την τύχη της γιαγιάς του. Κοντεύουν τριάντα χρόνοι από τότε!  Και γνώρισα ανθρώπους, πρόθυμους απογόνους να μου μεταφέρουν ιστορίες αληθινές, της χαμένης τους πατρίδας, με σκοπό να τις ζωντανέψω στο χαρτί. Μα δε με ενέπνευσαν. Στη γιαγιά Διδώ είχα εναποθέσει και την ψυχή μου, δε ζορίστηκε η μελάνη μου να κυλήσει. Εις το επανιδείν λοιπόν, τούτο μονάχα θα της πω.

 

Φωτεινή Αζαμοπούλου

Ποιήτρια – Πεζογράφος

 

 

 Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Ιούνιος 2020

 

Πολλή ομορφιά σ’ έχει σκεπάσει,

Πολλή ομορφιά, πολλή κι ασάλευτη.

Με τι χέρια να σε κρατήσω,

Να μη ραγίσει και σχιστεί το αλάβαστρο,

Να μη γλιστρήσει και χαθεί μεσ’ απ’ τα μάτια

Το ατόφιο σου κορμί σαν το χρυσόψαρο.

Δεν ξέρω τι να κάμω.

Να σε σκεπάσω μ’ ένα πανί,

Μ’ ένα σεντόνι να σε κρύψω;

Να σ’ αγκαλιάσω ή να σε κλάψω;

Ψάχνω τα στήθη, ψάχνω τα μαλλιά,

Φιλώ τα χείλη σου να σε ξυπνήσω.

Είναι μια ερημία πάνω στα χείλη,

Είναι μια ερημία τρομαχτική.

Σαν όταν σκύβεις και φιλάς

Τα χείλη σου στον καθρέφτη

Και σε φοβίζει το ψυχρό κρυστάλλινο φιλί.

Το δίχτυ των ψυχών, Θεσσαλονίκη 1965

Ποιήματα ΙΙ, Θεσσαλονίκη 1970

 

Γιώργος Θέμελης (1900-1976)

Ποιητής-Δοκιμιογράφος-Θεατρικός Συγγραφέας

 

Από την Ανθολογία «ΕΠΕΙΔΗ Σ’ ΑΓΑΠΗΣΑ ΚΑΙ Σ’ ΑΓΑΠΩ ΑΚΟΜΗ»

-ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ-

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο: ΝΕΟΤΕΡΗ ΠΟΙΗΣΗ (19ος-20 ος αιώνας)

Επιμέλεια: Γιάννης Η. Παππάς

Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ- Αθήνα 2010

 

 

Επιλογή κειμένου: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό Αρχείο Βιβλιοθήκης)

 Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Ιούνιος 2020

 

 

 

 

 

Της Νέλλης Λαγάκου

Μελετώντας σελίδα τη σελίδα και μετρώντας τα βήματα της καρδιάς τής ποιήτριας, ερευνώντας τη σκέψη της, βαδίζοντας μαζί της το δρόμο τού ποιητικού της λόγου, ανακάλυψα ότι η όμορφη αυτή Μούσα της ποίησης που κρύβεται και παίζει, σαν εκείνο το κρυφτούλι που τόσο έξυπνα και ποιητικά γράφει στο ποίημα «Ημιτελές παιχνίδι», στο τέλος του βιβλίου της, κάποια στιγμή βγαίνει από τον κρυψώνα της και ρίχνει το βλέμμα της, απλώνει τα χέρια της κι αγκαλιάζει εκείνον, που είναι σίγουρη ότι θα την υπηρετήσει με αγάπη, με πάθος και με συνέπεια. Κάπως έτσι, διάλεξε αυτή η Μούσα μια ακόμη ψυχή, της φόρεσε το χιτώνα της ποίησης και της είπε: «Σου χαρίζω αυτό το δώρο μου, τον ποιητικό λόγο, ταξίδευε με τ’ όνειρο, η σκέψη σου ν’ αγκαλιάζει όλα τα μικρά και τα μεγάλα θαύματα του Θεού, τη φύση και τον άνθρωπο, που θα τον βρίσκεις παντού μέσα στην καθημερινότητα», γιατί όπως γράφει ο ποιητής Rainer Maria Rilke, στο βιβλίο του «Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή» : “Αν η καθημερινότητα σού φαίνεται φτωχή, μην την καταφρονήσεις, εκεί θα βρεις τον εαυτό σου απέναντι στους άλλους”.

Η Τζούλια Πουλημενάκου μάς προσφέρει τους καρπούς της δημιουργίας της, οι οποίοι μεταφέρουν μέσα τους αγάπη, αγωνία , ανάγκη για έκφραση και λέξεις μέσα σε στίχους ντυμένους με τη μουσική των αγγέλων. Η ποιήτριά μας, μάς δίνει το στίγμα τι σημαίνει αυτό, τονίζοντας στο ποίημά της «Όταν ο ποιητής γράφει» (στη σελ.37):

“ Όταν ο ποιητής γράφει/ η θάλασσα αγναντεύει το άπειρο/ και η ψυχή μεταλαμβάνει/ το νάμα του Θεού/ Όταν ο ποιητής γράφει/ ο χτύπος της καρδιάς του / είναι ο μυστικός παλμός της γης / και η απέραντη ανάσα του σύμπαντος.”

Ο ποιητικός λόγος της Τζούλιας Πουλημενάκου κινείται σε πολλές παραμέτρους, αγκαλιάζει με τις λέξεις του πολλά πρόσωπα και καταστάσεις, βαδίζει σε πολλούς δρόμους μικρούς και μεγάλους για να δει πως το φως διαχέεται σε κάθε γωνιά και μπαίνει σε κάθε ψυχή που αγωνιά και πονάει. Προσπαθεί ν’ ανακαλύψει και να αναζητήσει από πού έχει μπει το σκοτάδι και εμποδίζει το φως να φωτίσει τον άνθρωπο της ανάγκης, όποια κι αν είναι αυτή. Έτσι γράφει ότι: “Οι λέξεις γίνονται φως.. , γιατί η πένα μετουσιώνεται σε λάμψη φωτίζοντας τον κόσμο”. Κι ακόμη, στη σελ.31, στο ποίημα «Φεγγάρι μου», γράφει : “Φεγγάρι μου/ ανάτειλε το άγνωστο μέλλον της ζωής…/ με περιστέρια ολόλευκα μηνύματα ελπίδας στείλε!/ Aνυψώσου πέρα απ’ της νύχτας το άπειρο/ και με το ύστερο φως σου/ ζωντανή κράτησε την ψυχή μου!”

Σ’ αυτό το ποίημα, ο καθένας μας βρίσκει τον ήχο της ψυχής του.Κι αυτό είναι ποίηση. Να βρίσκουν όλοι τον εαυτό τους μέσα σ’ αυτή. Να βρίσκουν την αγάπη τους, την αγωνία τους, το δάκρυ του πόνου και της χαράς τους. Γιατί αυτό είναι ποίηση, όπως γράφει και ο δικός μας ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος στο ποίημά του «Ο κόσμος και η ποίηση»: “Άλλωστε τι θαρρείς πως στο βάθος είναι η ποίηση; / Είναι η γύρη των πραγμάτων του σύμπαντος./ Η γύρη σε πράξεις, η γύρη σε οδύνη, σε φως, σε χαρά, σε αλλαγές, σε πορεία, σε κίνηση./ Η ζωή κι η ψυχή/ σ’ ένα αιώνιο καθρέφτισμα μέσα στο χρόνο./ Τι νομίζεις,/λοιπόν,/κατά βάθος η ποίηση είναι./Μια ανθρώπινη καρδιά/ φορτωμένη όλον τον κόσμο».

Η ποιήτριά μας, με χαρακτηριστικό τρόπο γραφής, αέρινο, μητρικό, θα έλεγα, πλησιάζει την ποίηση σα να είναι παιδί της, και το κανακεύει και το ρωτάει στο ποίημά της «Ενηλικίωση», ακούστε πόσο γλυκό είναι: “Τη νύχτα γιατί τριγυρνάς στων αστεριών τους δρόμους;/ τo ρώτησα./Εκείνο μ’ αποκρίθηκε: N’ αργήσει η ανατολή/ το ξημέρωμα να ξεχαστεί να έλθει/ κι εσύ να γράψεις κάτι … για μένα…” και, βέβαια, η ποιήτρια τού «χάρησε ένα ποίημα μεγάλο», όπως γράφει.

Στην  ποίηση υπάρχει μια βαθιά ερωτική σχέση του ποιητή με το στίχο, με τις λέξεις, με το κάθε γράμμα ξεχωριστά, γιατί το κάθε γράμμα κουβαλάει και τη μουσική του, όπως η κάθε μουσική νότα παίζει με το δικό της ήχο, και αντιπροσωπεύει το δικό της ψυχικό παλμό. Η Τζούλια όμως, βαθειά προβληματισμένη με τα όσα συμβαίνουν μέσα μας και γύρω μας, ξεκινώντας από το εγώ που σημαίνει στην ποίηση και το εμείς, γράφει κοιτάζοντας τη ζωή να παίζει ένα μονόπρακτο έργο στη θεατρική σκηνή, με όλη την ανθρώπινη δραματουργική πορεία, με τις αμέτρητες εκπλήξεις. Και τελειώνει με τον στίχο «χωρίς χειροκρότημα». Και αυτό είναι του ποιητή και των ανθρώπων το αιώνιο παράπονο. Ακούστε το ποίημα αυτό που ταιριάζει στη ζωή όλων μας (σελ.17):

Mονόπρακτο”

Παράσταση θεάτρου είναι η ζωή μου.

Σε μία πράξη.

Το κορμί μου θεατρίνος στο παιχνίδι της.

Και η ψυχή μου;

Nα κυνηγά το αδύνατο

στη σκηνή του απέραντου χάους,

επεμβαίνοντας δραματικά

-την ύστατη στιγμή-,

δίνοντας το τέλος

σ’ ένα μονόπρακτο

χωρίς χειροκρότημα…

 

Στης ποίησης την ανεξάντλητη δύναμη όλα παίρνουν τη θέση τους μ’ ένα μαγικό τρόπο, που τις περισσότερες φορές προσφέρουν θεραπεία στους ανθρώπους που πονούν, που έχουν χάσει την πορεία τους μέσα στη ζωή, φανερώνοντας μια άλλη πλευρά και με τη μορφή τού ονείρου πλησιάζουν την αισιοδοξία και την ελπίδα. Στο ποίημα «Λέξεις ποτάμια», η Τζούλια γράφει: «Θα γυρίσω τη σελίδα/ και θ’ αντικρίσω τις λέξεις/ που θα γίνουν ποτάμια/ να ποτίσουν τη γη της ψυχής μου», και σε άλλο της ποίημα με τίτλο «Η σταγόνα του κόσμου», θα γράψει μ’ ένα τρόπο καταλυτικό και θα πλησιάσει τον άνθρωπο με μια δυναμική, που θα φτάσει στην ψυχή του με τη λέξη ‘ελπίδα’ : «Βαφτίστηκε στον ωκεανό της μνήμης/ με το όνομα «Ελπίδα»/ αυτή η μικρή σταγόνα του απείρου γέννησε τη βροχή/ και άλλαξε τον κόσμο».

Η ποιήτριά μας, δεν ξεχνάει να υμνήσει μέσα στους στίχους της αυτή την όμορφη πατρίδα μας, που πληγωμένη και ρημαγμένη, ξανανοίγει τα φτερά της και φτερουγίζει σαν τον αετό στις κορυφές του κόσμου. Στο ποίημά της στη σελ.70 με τίτλο «Να προσέχεις», η Τζούλια ξαναγυρίζει τη μνήμη της και την ψυχή της στο παρελθόν, όπως άλλωστε όλοι μας το κάνουμε συχνά, και θυμάται αυτή τη μητρική αγκαλιά που τη ζέσταινε και μέσα της η καρδούλα της χτυπούσε ακουμπησμένη στην καρδιά τής μάνας της. Κι ένιωθε πως ήταν ο φύλακας άγγελός της, που στις φτερούγες του την κράταγε σφιχτά για να την προστατεύσει από κάθε τι που μπορούσε να την πονέσει. Και της έλεγε και της ξανάλεγε «Να προσέχεις».  Ένα ποίημα που εμπεριέχει το μεγαλείο και τον κόσμο της αγάπης της μητέρας.Την αγωνία της για τη ζωή και το μέλλον του παιδιού της. Και η Τζούλια συνεχίζει να γράφει: «Να προσέχεις.. /κι αυτά τα λόγια σου/ χάραξαν την καρδιά μου…/ Όλα ήταν γραμμένα σ’ αυτό το ανήσυχο βλέμμα σου». Ένα ποίημα που αγγίζει όλες τις ψυχές των ανθρώπων. Επαναφέρει στην τάξη όσους ίσως από αμέλεια, ίσως από την προσωπική τους επαγγελματική και οικογενειακή πορεία, τη φόρτιση που μπορούν να έχουν, ξεχνούν αυτό το «παιδί μου να προσέχεις» και να θυμούνται πάντα αυτό το ανήσυχο βλέμμα της μάνας.

Η ποιήτριά μας, ακόμη αγγίζει – ατενίζει με περίσκεψη και τα παγκόσμια προβλήματα, που τελειωμό δεν έχουν και κλειδωνίζουν επικίνδυνα την ισορροπία της γης και των ανθρώπων. Γι’ αυτό, στην ποίησή της πρωταγωνιστεί το όραμα για την Ειρήνη. Και αυτή η λέξη βρίσκεται πίσω από κάθε πόλεμο και κραυγή απελπισίας, πίσω από το κλάμα των παιδιών, που ονειρεύονται έναν κόσμο δίχως σφαίρες και δίχως σταυρούς. Η ποιήτρια, λοιπόν, γράφει και οραματίζεται, προσδοκά ν’ ακούσει στο ποιήμά της «Ο ήχος της ειρήνης» :  «Τον ήχο της Ειρήνης πεθύμησα/όταν η τελευταία βόμβα θα εκλείψει/όταν το πρώτο χαμόγελο θα πλημμυρίσει/ και πάλι το σύμπαν των ψυχών μας». Πιστεύω ότι, αυτή η επιθυμία της βρίσκεται μέσα στης ποίησης την άγια τράπεζα, μέσα στων ποιητών τα βιβλία, που στις σελίδες τους η ψυχή τους προσεύχεται για την Ειρήνη του κόσμου.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να δώσω την ίδια ευχή στη Τζούλια, αυτή που μου είχε δώσει ο Νικηφόρος Βρεττάκος πριν 36 χρόνια, όταν του χάρησα τα δύο πρώτα μου βιβλία, όταν πρωτοδιορίστηκα στο Γύθειο.   Μου είπε : «Έχεις δρόμο ανοιχτό, προχώρα…» και σας διαβεβαιώ ότι αυτός ο δρόμος μετα όσα εμπόδια και δυσκολίες παρουσιάζει, αξίζει κανείς να τον περπατήσει, όσο κι αν κουραστεί και κάποτε απογοητευτεί. Στην αγαπητή μου Τζούλια, επαναλαμβάνω ότι η Μούσα της ποίησης τη διάλεξε, την ξεχώρισε, της έδωσε τη χάρη να υπηρετήσει τον ποιητικό λόγο με πάθος, με αγάπη, με αφοσίωση κι ας είναι λιγοστό το χειροκρότημα στο μονόπρακτο που λέγεται ποίηση. Στην ψυχή της όμως θα ξέρει, θα νιώθει ότι έκανε το χρέος της, το τάλαντό της δεν έκρυψε στη γη.

Γύθειο, 24 Αυγούστου 2016

 

Νέλλη Λαγάκου, Ποιήτρια-Συγγραφέας

τ.Σχολική Σύμβουλος Μέσης Εκπαίδευσης

Μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών

 

 

Η φωτογραφία είναι από το εξώφυλλο της συλλογής “Απρόσμενη ‘Ανοιξη”

(λεπτομέρεια της  “Άνοιξης” του Santro Botticelli 1445-1510)

 

 

 

 

 

Αφιέρωμα – Δοκίμιο “Εισαγωγή στην αμερικάνικη λογοτεχνία”

 Του Χόρχε Λουίς Μπόρχες σε συνεργασία με την Έστερ Θεμποριάν ντε Τόρρες

 

Η βιογραφία του Σίντνεϋ Λάνιερ (Sidney Lanier 1842-1881) είναι λιγότερο αξιομνημόνευτη από την ποιητική του θεωρία και την εφαρμογή της. Γεννήθηκε στην Πολιτεία της Γεωργίας, στο Μάκον. Καταγόταν από ουγενότους και σκωτσέζους . Το πρώτο του πάθος  υπήρξε η μουσική. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του διακρίθηκε ως φλαουτίστας. Στον Εμφύλιο, πολέμησε τέσσερα χρόνια στον στρατό των ομοσπονδιακών δυνάμεων και πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Βόρειους. Ήταν ήδη φυματικός και οι κακουχίες της αιχμαλωσίας, όπου το φλάουτο ήταν η μόνη του παρηγοριά, χειροτέρεψαν την αρρώστιά του. Σ’ ένα γράμμα του, διαβάζουμε : «Όλη σχεδόν η ζωή μου περιορίστηκε στο να μην πεθάνω». Η διδασκαλία, το δίκαιο, η μουσική, η παράφραση ρομαντικών βιβλίων και η μελέτη της αγγλοσαξονικής ποίησης υπήρξαν οι κύριες ασχολίες του. Το 1879 δίδαξε στην έδρα της αγγλικής ποίησης του Πανεπιστημίου του Τζων Χόπκινς.

Ο Βερλαίν είχε γράψει: «πάνω απ’ όλα, μουσική». Ο Σίντνεϋ Λάνιερ προχώρησε ακόμα περισσότερο. Δήλωσε ότι η ενόργανη μουσική και η μουσική των στίχων είναι στην ουσία ίδιες και εφάρμοσε στη δεύτερη τις μεθόδους και τους νόμους της πρώτης. Δήλωσε ακόμη ότι το σημαντικό στοιχείο της προσωδίας είναι ο χρόνος και όχι ο τόνος. Συνδύασε τον μουσικό προβληματισμό του μ’ έναν προβληματισμό μεταφυσικό, πράγμα που τον εξομοιώνει με μερικούς άγγλους ποιητές του 17ου αιώνα. Ο Λάνιερ κατηγόρησε τον Ουίτμαν ότι συγχέει την ποσότητα με την ποιότητα και έγραψε: «Ο Ουίτμαν συμπεραίνει ότι τα όργια είναι υπέροχα αφού τα λιβάδια είναι απέραντα και ότι κάθε αμερικανός είναι θεός αφού ο Μισισιπί είναι μεγάλος». Δεν κατόρθωσε να γίνει μεγάλος ποιητής. Ίσως, η επιθυμία του να γράψει για να αποδείξει μια προϋπάρχουσα θεωρία, να στάθηκε εμπόδιο στην έμπνευσή του. Άφησε κάποιους όμορφους στίχους. Στις πραγματείες του πάνω στην προσωδία, θα πρέπει να προσθέσουμε το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα «Πολύχρωμοι κρίνοι» (Tiger lilies), και μια μελέτη πάνω στον Σαίξπηρ και τους προδρόμους του.

Ο Τζων Γκρήνληφ Ουίτιερ (John Greenleaf Whittier 1807-1892) ήταν, όσο ζούσε, και στον Βορρά, εξίσου δημοφιλής σχεδόν με τον πολύπλοκο και σοφό Λονγκφέλλοου. Γεννήθηκε στο Χέηβερ-Χιλ, στη Μασσαχουσέτη. Ανήκε, όπως και οι γονείς του, στην «Εταιρεία των Φίλων», στους κοινά αποκαλούμενους «Κουάκερς», οι οποίοι είχαν αρνηθεί, από τον 17ο αιώνα, την άσκηση της βίας και έπαιρναν μέρος στον πόλεμο μόνο σα νοσοκόμοι , μερικές φορές και στο πεδίο της μάχης. Ήταν αυτό που σήμερα θα αποκαλούσαμε στρατευμένος ποιητής. Υποστήριξε, τις περισσότερες φορές με ηχηρούς στίχους, την  κατάργηση της δουλείας. Όπως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ο θρίαμβος της υπόθεσης που υπερασπιζόταν μείωσε το ενδιαφέρον του έργου του. Επέζησε στις ανθολογίες το μεγάλο του ποίημα «Κυκλωμένοι απ’ το χιόνι» (Snowbound), όπου περιγράφει με ολοζώντανο τρόπο μια χιονοθύελλα στη Νέα Αγγλία. Ο Ουίτερ ήταν τόσο αμερικανός που κατόρθωσε να μην έχει ανάγκη από αμερικανισμούς.

Για την Έμιλυ Ντίκινσον (Emily Dickinson 1830-1886), λέγεται συνήθως ότι υπήρξε η τελευταία των υπερβατικών. Γεννήθηκε στη Μασσαχουσέτη, στο χωριό Άμχορστ, και πέρασε εκεί σχεδόν όλη της τη ζωή. Ο πατέρας της ήταν ένας πουριτανός της παλιάς σχολής. Η Έμιλυ έγραψε ότι η καρδιά του ήταν «αγνή και τρομερή». Τον αγαπούσε μ’ έναν σεβασμό που απέκλειε κάθε οικειότητα. Ο Έντρουαρντ Ντίκινσον ήταν δικηγόρος. Δώριζε βιβλία στην κόρη του, με την περίεργη σύσταση να μην τα διαβάζει για να μην ταράξουν τον νου της. Η πουριτανική θεοκρατία δεν υπήρχε πια, είχε όμως κληροδοτήσει στους επιγόνους της έναν τρόπο ζωής και τη συνήθεια της αυστηρότητας και της μοναξιάς. Στα είκοσι τρία της, σε μια σύντομη επίσκεψη στην Ουάσιγκτον, γνώρισε έναν νεαρό ιεροκήρυκα, τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα αλλά, μαθαίνοντας ότι ήταν παντρεμένος, η Έμιλυ δε θέλησε να τον ξαναδεί και ξαναγύρισε στο χωριό της. Ήταν όμορφη και το γεγονός αυτό δεν την εμπόδισε να συνεχίσει να χαμογελά. Ζήτησε καταφύγιο στις αλληλογραφικές φιλίες , στον διάλογο με τα μέλη της οικογένείας της, στην πιστή ανάγνωση ενός μικρού αριθμού βιβλίων – Κητς, Σαίξπηρ, τη Βίβλο – στους μακρινούς περιπάτους στην εξοχή, συντροφιά με το σκύλο της Κάρλο και στη σύνθεση σύντομων ποιημάτων. Άφησε χίλια περίπου ποιήματα που η δημοσίευσή τους δεν την απασχόλησε καθόλου. Αρκετές φορές πέρασε χρόνια ολόκληρα χωρίς να περάσει το κατώφλι του σπιτιού της. Έγραψε σ’ ένα γράμμα της: «Με ρωτάτε για τους φίλους μου. Οι λόφοι, Κύριε, το ηλιοβασίλεμα κι ένας σκύλος που έχει την ίδια ηλικία μ’ εμένα, δώρο του πατέρα μου. Αξίζουν περισσότερο από τους ανθρώπους, γιατί ξέρουν, αλλά δε μιλάνε, κι ο θόρυβος του νερού που κοιμάται το μεσημέρι είναι πιο αρμονικός από το πιάνο μου». Σ’ ένα άλλο: «Δεν έχω κανένα πορτραίτο, αλλά είμαι αδύνατη σαν πουλί και τα μαλλιά μου λάμπουν σαν κάστανα και τα μάτια μου έχουν το χρώμα του Χερές που αφήνει στην  κούπα του ο επισκέπτης».

Παρά τις σημαντικές διαφορές, το ποιητικό έργο του Έμερσον και της Έμιλυ Ντίκινσον είναι συγγενή. Δεν πρέπει να αποδώσουμε αυτήν τη συγγένεια στην άμεση επίδραση του πρώτου, αλλά ακριβώς στο πουριτανικό περιβάλλον μέσα στο οποίο έζησαν και ο ένας και ο άλλος. Ήταν και οι δυο διανοούμενοι ποιητές, περιφρόνησαν και οι δυο, ή δεν καλλιέργησαν, τη γλυκύτητα του στίχου. Το πνεύμα του Έμερσον ήταν πιο καθαρό, η ευαισθησία της Έμιλυ Ντίκινσον ίσως πιο λεπτή. Και οι δυο χρησιμοποίησαν πολλές αφηρημένες λέξεις. Ένα έργο που συμπεριλαμβάνει χίλια ποιήματα και που δε  γράφτηκε για το τυπογραφείο, παρουσιάζει μοιραία ανισότητες, αλλά, στις καλύτερες σελιδες, το μυστικιστικό πάθος και το ταλέντο συνδυάζονται, όπως στους άγγλους ποιητές του 17ου αιώνα, τους οποίους ο Τζόνσον αποκάλεσε μεταφυσικούς και που, κατά κάποιον τρόπο, αναλογούν στους ισπανούς εννοιολογιστές. Η Έμιλυ μπορεί να πάρει μια κοινοτυπία – για παράδειγμα ότι ο άνθρωπος είναι σκόνη – και να τη μεταμορφώσει σε ποίηση λεπτών αποχρώσεων. Γράφει: «This quiet dust was gentleman and ladies» (Αυτή η ήσυχη σκόνη ήταν άντρες και γυναίκες). Σ’ ένα άλλο ποίημα δηλώνει ότι μόνο ο ηττημένος γνωρίζει τη νίκη. Σ’ ένα άλλο ακόμα, που μεταφράζουμε κατά λέξη: «Τα μόνα νέα που φτάνουν μέχρις εμένα είναι δελτία σταλμένα καθημερινά από την Αιωνιότητα. Το μόνο θέαμα που βλέπω: το αύριο και το σήμερα, ίσως η Αιωνιότητα. Δε συναντώ άλλον από τον Θεό, τη μοναδική οδό, την ύπαρξη̵̵  όταν θα την διατρέξω, αν υπάρχουν άλλα νέα ή άλλο θέαμα θαυμαστό, θα σου το διηγηθώ». Εκτός από την ερωτική ιστορία στην οποία αναφερθήκαμε ήδη, θα πρέπει να υπήρξε και κάποια άλλη, γιατί γράφει: «Πριν πεθάνω έχω πεθάνει κιόλας δυο φορές̵  θα πρέπει να δω αν η Αιωνιότητα δε μου επιφυλάσσει και τρίτο γεγονός, το ίδιο μεγάλο και ασύλληπτο μ’ εκείνο που μου έτυχε κιόλας δυο φορές. Οι αποχαιρετισμοί είναι το μόνο πράγμα που γνωρίζουμε από τον ουρανό και το μόνο που χρειαζόμαστε απ’ την κόλαση».

 

Χόρχε Λουίς Μπόρχες (1889-1986)

Συγγραφέας-Μεταφραστής-Κριτικός Λογοτεχνίας

 

Απόσπασμα από το βιβλίο-δοκίμιο

«Εισαγωγή στην αμερικάνικη λογοτεχνία»- Κεφάλαιο 7 (σελ.48-52)

Κατηγορία: Ξένο Δοκίμιο και Κριτική (Jorge Louis Borges)

Εκδόσεις Γλάρος

Αθήνα 1987

 

Βιογραφικό (περιλαμβάνεται στην εισαγωγή του βιβλίου):

Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες γεννήθηκε το 1899 στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής. Ήταν απόγονος αγωνιστών για τη χειραφέτηση της Αργεντινής, ενώ ο πατέρας του ήταν δικηγόρος και καθηγητής ψυχολογίας σε ξενόγλωσση παιδαγωγική σχολή. Από παιδί ακόμα ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες ήταν δίγλωσσος, αφού παράλληλα με τα ισπανικά, η αγγλόφωνη γιαγιά του τού μάθαινε να μιλά και να γράφει την αγγλική γλώσσα. Ο μικρός δήλωσε στον πατέρα του ότι ήθελε να γίνει συγγραφέας και σε ηλικία επτά χρόνων σύνταξε στα αγγλικά μια σύνοψη της ελληνικής μυθολογίας. Οκτώ χρόνων γράφει το πρώτο διήγημά του, ενώ ένα χρόνο αργότερα μεταφράζει και δημοσιεύει τον Ευτυχισμένο πρίγκιπα του Όσκαρ Ουάιλντ. Εξαιτίας μιας πάθησης στα μάτια του, που θα τον οδηγήσει προοδευτικά σε πλήρη τύφλωση, η οικογένεια Μπόρχες εγκαθίσταται στη Γενεύη, όπου ο Χόρχε Λουίς εγκαινιάζει εγκαινιάζει τις λυκειακές σπουδές του και αποκτά μια υψηλού επιπέδου μόρφωση, καθώς τελειοποιεί τις γνώσεις στην αγγλική, γαλλική και γερμανική γλώσσα. Ανακαλύπτει την εξπρεσσιονιστική ποίηση, τη γερμανική φιλοσοφία, τελειοποιεί τα λατινικά του και το 1919 εγκατεστημένος στη Μαγιόρκα της Ισπανίας, ολοκληρώνει την πρώτη ποιητική συλλογή του Οι κόκκινοι ρυθμοί όπου είναι φανερός ο θαυμασμός του για την επανάσταση των μπολσεβίκων στη Ρωσία. Η οικογένεια των Μπόρχες, έπειτα από πολλές προσωρινές διαμονές και πολλά ταξίδια στην Ευρώπη, επιστρέφουν το 1921 στο Μπουένος Άιρες, όπου και θα παραμείνει. Τώρα ο Μπόρχες ανακαλύπτει τις φτωχογειτονιές της γενέτειράς του με τους compafritos (μόρτες), γράφει ποιήματα, διηγήματα, δοκίμια και «φαντασίες», ιδρύει διάφορα περιοδικά, παίρνει μέρος σε λογοτεχνικούς ομίλους και από το 1925, που θα δημοσιεύσει την ποιητική συλλογή Η απέναντι Σελήνη και τα δοκίμια Έρευνες, θα δίνει το λογοτεχνικό παρόν με ένα έως δύο έργα τον χρόνο, μέχρι το 1985 που θα δημοσιευτεί και η τελευταία ποιητική συλλογή του, Οι συνωμότες. Ο Μπόρχες πέθανε στις 14 Ιουνίου του 1986 στη Γενεύη και τάφηκε σύμφωνα με την επιθυμία του, στην πόλη των εφηβικών του χρόνων, στο Μπουένος Άιρες.

Πηγή φωτογραφίας του συγγραφέα: 3pointmagazine.gr

Πηγή φωτογραφίας της Emily Dickinson: enloutrakio.gr

 

 

Επιλογή και μεταφορά κειμένου στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό αρχείο βιβλιοθήκης)

 Επί-Λόγου – Αφιερώματα – Κριτικές Λογοτεχνίας – Λεύκωμα –  Ιούνιος 2020