, ,

“ΤΡΕΙΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΟΥ 19ου  ΑΙΩΝΑ” του Χόρχε Λουίς Μπόρχες

Αφιέρωμα – Δοκίμιο “Εισαγωγή στην αμερικάνικη λογοτεχνία”

 Του Χόρχε Λουίς Μπόρχες σε συνεργασία με την Έστερ Θεμποριάν ντε Τόρρες

 

Η βιογραφία του Σίντνεϋ Λάνιερ (Sidney Lanier 1842-1881) είναι λιγότερο αξιομνημόνευτη από την ποιητική του θεωρία και την εφαρμογή της. Γεννήθηκε στην Πολιτεία της Γεωργίας, στο Μάκον. Καταγόταν από ουγενότους και σκωτσέζους . Το πρώτο του πάθος  υπήρξε η μουσική. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του διακρίθηκε ως φλαουτίστας. Στον Εμφύλιο, πολέμησε τέσσερα χρόνια στον στρατό των ομοσπονδιακών δυνάμεων και πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Βόρειους. Ήταν ήδη φυματικός και οι κακουχίες της αιχμαλωσίας, όπου το φλάουτο ήταν η μόνη του παρηγοριά, χειροτέρεψαν την αρρώστιά του. Σ’ ένα γράμμα του, διαβάζουμε : «Όλη σχεδόν η ζωή μου περιορίστηκε στο να μην πεθάνω». Η διδασκαλία, το δίκαιο, η μουσική, η παράφραση ρομαντικών βιβλίων και η μελέτη της αγγλοσαξονικής ποίησης υπήρξαν οι κύριες ασχολίες του. Το 1879 δίδαξε στην έδρα της αγγλικής ποίησης του Πανεπιστημίου του Τζων Χόπκινς.

Ο Βερλαίν είχε γράψει: «πάνω απ’ όλα, μουσική». Ο Σίντνεϋ Λάνιερ προχώρησε ακόμα περισσότερο. Δήλωσε ότι η ενόργανη μουσική και η μουσική των στίχων είναι στην ουσία ίδιες και εφάρμοσε στη δεύτερη τις μεθόδους και τους νόμους της πρώτης. Δήλωσε ακόμη ότι το σημαντικό στοιχείο της προσωδίας είναι ο χρόνος και όχι ο τόνος. Συνδύασε τον μουσικό προβληματισμό του μ’ έναν προβληματισμό μεταφυσικό, πράγμα που τον εξομοιώνει με μερικούς άγγλους ποιητές του 17ου αιώνα. Ο Λάνιερ κατηγόρησε τον Ουίτμαν ότι συγχέει την ποσότητα με την ποιότητα και έγραψε: «Ο Ουίτμαν συμπεραίνει ότι τα όργια είναι υπέροχα αφού τα λιβάδια είναι απέραντα και ότι κάθε αμερικανός είναι θεός αφού ο Μισισιπί είναι μεγάλος». Δεν κατόρθωσε να γίνει μεγάλος ποιητής. Ίσως, η επιθυμία του να γράψει για να αποδείξει μια προϋπάρχουσα θεωρία, να στάθηκε εμπόδιο στην έμπνευσή του. Άφησε κάποιους όμορφους στίχους. Στις πραγματείες του πάνω στην προσωδία, θα πρέπει να προσθέσουμε το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα «Πολύχρωμοι κρίνοι» (Tiger lilies), και μια μελέτη πάνω στον Σαίξπηρ και τους προδρόμους του.

Ο Τζων Γκρήνληφ Ουίτιερ (John Greenleaf Whittier 1807-1892) ήταν, όσο ζούσε, και στον Βορρά, εξίσου δημοφιλής σχεδόν με τον πολύπλοκο και σοφό Λονγκφέλλοου. Γεννήθηκε στο Χέηβερ-Χιλ, στη Μασσαχουσέτη. Ανήκε, όπως και οι γονείς του, στην «Εταιρεία των Φίλων», στους κοινά αποκαλούμενους «Κουάκερς», οι οποίοι είχαν αρνηθεί, από τον 17ο αιώνα, την άσκηση της βίας και έπαιρναν μέρος στον πόλεμο μόνο σα νοσοκόμοι , μερικές φορές και στο πεδίο της μάχης. Ήταν αυτό που σήμερα θα αποκαλούσαμε στρατευμένος ποιητής. Υποστήριξε, τις περισσότερες φορές με ηχηρούς στίχους, την  κατάργηση της δουλείας. Όπως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ο θρίαμβος της υπόθεσης που υπερασπιζόταν μείωσε το ενδιαφέρον του έργου του. Επέζησε στις ανθολογίες το μεγάλο του ποίημα «Κυκλωμένοι απ’ το χιόνι» (Snowbound), όπου περιγράφει με ολοζώντανο τρόπο μια χιονοθύελλα στη Νέα Αγγλία. Ο Ουίτερ ήταν τόσο αμερικανός που κατόρθωσε να μην έχει ανάγκη από αμερικανισμούς.

Για την Έμιλυ Ντίκινσον (Emily Dickinson 1830-1886), λέγεται συνήθως ότι υπήρξε η τελευταία των υπερβατικών. Γεννήθηκε στη Μασσαχουσέτη, στο χωριό Άμχορστ, και πέρασε εκεί σχεδόν όλη της τη ζωή. Ο πατέρας της ήταν ένας πουριτανός της παλιάς σχολής. Η Έμιλυ έγραψε ότι η καρδιά του ήταν «αγνή και τρομερή». Τον αγαπούσε μ’ έναν σεβασμό που απέκλειε κάθε οικειότητα. Ο Έντρουαρντ Ντίκινσον ήταν δικηγόρος. Δώριζε βιβλία στην κόρη του, με την περίεργη σύσταση να μην τα διαβάζει για να μην ταράξουν τον νου της. Η πουριτανική θεοκρατία δεν υπήρχε πια, είχε όμως κληροδοτήσει στους επιγόνους της έναν τρόπο ζωής και τη συνήθεια της αυστηρότητας και της μοναξιάς. Στα είκοσι τρία της, σε μια σύντομη επίσκεψη στην Ουάσιγκτον, γνώρισε έναν νεαρό ιεροκήρυκα, τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα αλλά, μαθαίνοντας ότι ήταν παντρεμένος, η Έμιλυ δε θέλησε να τον ξαναδεί και ξαναγύρισε στο χωριό της. Ήταν όμορφη και το γεγονός αυτό δεν την εμπόδισε να συνεχίσει να χαμογελά. Ζήτησε καταφύγιο στις αλληλογραφικές φιλίες , στον διάλογο με τα μέλη της οικογένείας της, στην πιστή ανάγνωση ενός μικρού αριθμού βιβλίων – Κητς, Σαίξπηρ, τη Βίβλο – στους μακρινούς περιπάτους στην εξοχή, συντροφιά με το σκύλο της Κάρλο και στη σύνθεση σύντομων ποιημάτων. Άφησε χίλια περίπου ποιήματα που η δημοσίευσή τους δεν την απασχόλησε καθόλου. Αρκετές φορές πέρασε χρόνια ολόκληρα χωρίς να περάσει το κατώφλι του σπιτιού της. Έγραψε σ’ ένα γράμμα της: «Με ρωτάτε για τους φίλους μου. Οι λόφοι, Κύριε, το ηλιοβασίλεμα κι ένας σκύλος που έχει την ίδια ηλικία μ’ εμένα, δώρο του πατέρα μου. Αξίζουν περισσότερο από τους ανθρώπους, γιατί ξέρουν, αλλά δε μιλάνε, κι ο θόρυβος του νερού που κοιμάται το μεσημέρι είναι πιο αρμονικός από το πιάνο μου». Σ’ ένα άλλο: «Δεν έχω κανένα πορτραίτο, αλλά είμαι αδύνατη σαν πουλί και τα μαλλιά μου λάμπουν σαν κάστανα και τα μάτια μου έχουν το χρώμα του Χερές που αφήνει στην  κούπα του ο επισκέπτης».

Παρά τις σημαντικές διαφορές, το ποιητικό έργο του Έμερσον και της Έμιλυ Ντίκινσον είναι συγγενή. Δεν πρέπει να αποδώσουμε αυτήν τη συγγένεια στην άμεση επίδραση του πρώτου, αλλά ακριβώς στο πουριτανικό περιβάλλον μέσα στο οποίο έζησαν και ο ένας και ο άλλος. Ήταν και οι δυο διανοούμενοι ποιητές, περιφρόνησαν και οι δυο, ή δεν καλλιέργησαν, τη γλυκύτητα του στίχου. Το πνεύμα του Έμερσον ήταν πιο καθαρό, η ευαισθησία της Έμιλυ Ντίκινσον ίσως πιο λεπτή. Και οι δυο χρησιμοποίησαν πολλές αφηρημένες λέξεις. Ένα έργο που συμπεριλαμβάνει χίλια ποιήματα και που δε  γράφτηκε για το τυπογραφείο, παρουσιάζει μοιραία ανισότητες, αλλά, στις καλύτερες σελιδες, το μυστικιστικό πάθος και το ταλέντο συνδυάζονται, όπως στους άγγλους ποιητές του 17ου αιώνα, τους οποίους ο Τζόνσον αποκάλεσε μεταφυσικούς και που, κατά κάποιον τρόπο, αναλογούν στους ισπανούς εννοιολογιστές. Η Έμιλυ μπορεί να πάρει μια κοινοτυπία – για παράδειγμα ότι ο άνθρωπος είναι σκόνη – και να τη μεταμορφώσει σε ποίηση λεπτών αποχρώσεων. Γράφει: «This quiet dust was gentleman and ladies» (Αυτή η ήσυχη σκόνη ήταν άντρες και γυναίκες). Σ’ ένα άλλο ποίημα δηλώνει ότι μόνο ο ηττημένος γνωρίζει τη νίκη. Σ’ ένα άλλο ακόμα, που μεταφράζουμε κατά λέξη: «Τα μόνα νέα που φτάνουν μέχρις εμένα είναι δελτία σταλμένα καθημερινά από την Αιωνιότητα. Το μόνο θέαμα που βλέπω: το αύριο και το σήμερα, ίσως η Αιωνιότητα. Δε συναντώ άλλον από τον Θεό, τη μοναδική οδό, την ύπαρξη̵̵  όταν θα την διατρέξω, αν υπάρχουν άλλα νέα ή άλλο θέαμα θαυμαστό, θα σου το διηγηθώ». Εκτός από την ερωτική ιστορία στην οποία αναφερθήκαμε ήδη, θα πρέπει να υπήρξε και κάποια άλλη, γιατί γράφει: «Πριν πεθάνω έχω πεθάνει κιόλας δυο φορές̵  θα πρέπει να δω αν η Αιωνιότητα δε μου επιφυλάσσει και τρίτο γεγονός, το ίδιο μεγάλο και ασύλληπτο μ’ εκείνο που μου έτυχε κιόλας δυο φορές. Οι αποχαιρετισμοί είναι το μόνο πράγμα που γνωρίζουμε από τον ουρανό και το μόνο που χρειαζόμαστε απ’ την κόλαση».

 

Χόρχε Λουίς Μπόρχες (1889-1986)

Συγγραφέας-Μεταφραστής-Κριτικός Λογοτεχνίας

 

Απόσπασμα από το βιβλίο-δοκίμιο

«Εισαγωγή στην αμερικάνικη λογοτεχνία»- Κεφάλαιο 7 (σελ.48-52)

Κατηγορία: Ξένο Δοκίμιο και Κριτική (Jorge Louis Borges)

Εκδόσεις Γλάρος

Αθήνα 1987

 

Βιογραφικό (περιλαμβάνεται στην εισαγωγή του βιβλίου):

Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες γεννήθηκε το 1899 στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής. Ήταν απόγονος αγωνιστών για τη χειραφέτηση της Αργεντινής, ενώ ο πατέρας του ήταν δικηγόρος και καθηγητής ψυχολογίας σε ξενόγλωσση παιδαγωγική σχολή. Από παιδί ακόμα ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες ήταν δίγλωσσος, αφού παράλληλα με τα ισπανικά, η αγγλόφωνη γιαγιά του τού μάθαινε να μιλά και να γράφει την αγγλική γλώσσα. Ο μικρός δήλωσε στον πατέρα του ότι ήθελε να γίνει συγγραφέας και σε ηλικία επτά χρόνων σύνταξε στα αγγλικά μια σύνοψη της ελληνικής μυθολογίας. Οκτώ χρόνων γράφει το πρώτο διήγημά του, ενώ ένα χρόνο αργότερα μεταφράζει και δημοσιεύει τον Ευτυχισμένο πρίγκιπα του Όσκαρ Ουάιλντ. Εξαιτίας μιας πάθησης στα μάτια του, που θα τον οδηγήσει προοδευτικά σε πλήρη τύφλωση, η οικογένεια Μπόρχες εγκαθίσταται στη Γενεύη, όπου ο Χόρχε Λουίς εγκαινιάζει εγκαινιάζει τις λυκειακές σπουδές του και αποκτά μια υψηλού επιπέδου μόρφωση, καθώς τελειοποιεί τις γνώσεις στην αγγλική, γαλλική και γερμανική γλώσσα. Ανακαλύπτει την εξπρεσσιονιστική ποίηση, τη γερμανική φιλοσοφία, τελειοποιεί τα λατινικά του και το 1919 εγκατεστημένος στη Μαγιόρκα της Ισπανίας, ολοκληρώνει την πρώτη ποιητική συλλογή του Οι κόκκινοι ρυθμοί όπου είναι φανερός ο θαυμασμός του για την επανάσταση των μπολσεβίκων στη Ρωσία. Η οικογένεια των Μπόρχες, έπειτα από πολλές προσωρινές διαμονές και πολλά ταξίδια στην Ευρώπη, επιστρέφουν το 1921 στο Μπουένος Άιρες, όπου και θα παραμείνει. Τώρα ο Μπόρχες ανακαλύπτει τις φτωχογειτονιές της γενέτειράς του με τους compafritos (μόρτες), γράφει ποιήματα, διηγήματα, δοκίμια και «φαντασίες», ιδρύει διάφορα περιοδικά, παίρνει μέρος σε λογοτεχνικούς ομίλους και από το 1925, που θα δημοσιεύσει την ποιητική συλλογή Η απέναντι Σελήνη και τα δοκίμια Έρευνες, θα δίνει το λογοτεχνικό παρόν με ένα έως δύο έργα τον χρόνο, μέχρι το 1985 που θα δημοσιευτεί και η τελευταία ποιητική συλλογή του, Οι συνωμότες. Ο Μπόρχες πέθανε στις 14 Ιουνίου του 1986 στη Γενεύη και τάφηκε σύμφωνα με την επιθυμία του, στην πόλη των εφηβικών του χρόνων, στο Μπουένος Άιρες.

Πηγή φωτογραφίας του συγγραφέα: 3pointmagazine.gr

Πηγή φωτογραφίας της Emily Dickinson: enloutrakio.gr

 

 

Επιλογή και μεταφορά κειμένου στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό αρχείο βιβλιοθήκης)

 Επί-Λόγου – Αφιερώματα – Κριτικές Λογοτεχνίας – Λεύκωμα –  Ιούνιος 2020