EΠΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

(Απόσπασμα στίχ.4263-4514)

Οι τρεις μήνες περάσανε και ο Απρίλης φτάνει

κι ο Πορθητής από μακρά την προσευχή του κάνει

να ‘ναι η έφοδος σκληρή στον ύπνο να τους πιάσει

σε δέκα μέρες το πολύ όλους να τους κρεμάσει.

Το ξέρει ότι πολεμά μ’ έναν Παλαιολόγο

και έχει στο κεφάλι του έναν ακόμη λόγο

να φύγει τούτο τ’ όνομα να μην τ’ ακούει άλλο

και του θυμίζει προφανώς εκείνον τον μεγάλο     4270

που έπεσε μαχόμενος κι είπανε θα γυρίσει

πάλι με χρόνια με καιρούς την Πόλη ν’ αναστήσει.

Τώρα πια η επίθεση θα είναι πιο μεγάλη

που μόνο και να τη θωρείς θε να σε πιάνει ζάλη.

Έχει στρατό ξεκούραστο και πιο πολλά κανόνια

μεσάνυχτα να κελαηδούν αντάμα με τ’ αηδόνια

και οι πολιορκούμενοι είναι εξαντλημένοι

ταλαίπωροι και νηστικοί πολλοί τραυματισμένοι

κι αφού με το χωριό αυτό θα έχει τελειώσει

της Αχαΐας τα βουνά που ‘χουνε δόξα τόση     4280

θ’ αφήσει και θα πορευτεί για Ταίναρο Μαλέα

να γράψει από την αρχή μια ιστορία νέα.

Συγκλίνουν τα στρατεύματα ‘πο Αίγιο και Πάτρα

στο Σαλμενίκο φτάνουνε τη νύχτα με τα άστρα

στήνουν τα πυροβόλα τους, σύρουνε τους κριούς τους

τις σκάλες και τα άγκιστρα, τους ξύλινους δοκούς τους

βροντάνε τα κανόνια τους και πέφτουν οι οβίδες

και των επιτιθέμενων αυξάνουν οι ελπίδες

πως θα το κατορθώσουνε τον δρόμο τους ν’ ανοίξουν

τον κάθε αμυνόμενο στο αίμα του να πνίξουν.     4290

Για είκοσι μερόνυχτα ο χαλασμός κρατάει

κι ακόμα για παράδοση το κάστρο δε μιλάει

στέκει ορθό και άπαρτο και μισογκρεμισμένο

στεγνό από εφόδια μα αποφασισμένο

να πολεμήσει άφοβα μέχρι κι ο τελευταίος

να πέσει στο καθήκον του περήφανος κι ωραίος.

Φεύγ’ ο Απρίλης άκαρπος και φτάνουνε στον Μάη

το Σαλμενίκο μάχεται άπαρτο και κρατάει

έχει ακόμη τα κλειδιά μα και την περηφάνια

στο τούρκικο στρατόπεδο σκορπάει την αφάνεια.     4300

Πάλι τα όρνια σκέπασαν τον ουρανό και κράζουν

βρήκαν τροφή και χαίρονται σα να το διασκεδάζουν.

Ακόμα περισσότεροι είναι οι λαβωμένοι

απόκληροι της μοίρας τους και καταδικασμένοι

δεν έχουνε περίθαλψη γιατρό για να τους γειάνει

κι ο Πορθητής που τους θωρεί δεν ξέρει τι να κάνει

σε άλλους βγάζει τη στολή τους απελευθερώνει

κι άλλους που ‘ναι βαρύτερα τους αποτελειώνει

να πάψουν άλλο να πονούν να σκούζουν να φωνάζουν

να του πλακώνουν την καρδιά τις νύχτες να τον σφάζουν.     4310

Μικρή πάλι ανάπαυση εις την πολιορκία

και βιάζεται να κατεβεί μέχρι τη Λακωνία.

Έχει κι εκεί λογαριασμούς και θέλει να τους κλείσει

το αίμα το χριστιανικό να τρέξει πάλι βρύση

αλλά το Σαλμενίκο δω του κάθισε στη μύτη

και ήταν σα να δέχτηκε στο στήθος του κομήτη

κάτι πολύ απρόσμενο μα και θανατηφόρο

της συφοράς κατάμαυρο πουλί μαντατοφόρο.

Ένα αίσθημα ντροπής στο αίμα του κυλάει

και μ’ ένα παραμιλητό τις νύχτες περπατάει     4320

σκέφτεται πως κατέλαβε την Πόλη σε δυο μήνες

και άλλες πόλεις φρούρια τις άλωσε και κείνες

σε δύο μήνες το πολύ σε πέντε κάτι άλλες

που ήταν βράχοι άπαρτοι κι απείρως πιο μεγάλες

και βρέθηκε ένα χωριό για να τον σταματήσει

το άνθος του στρατεύματος στα τείχη του ν΄αφήσει.

Όμως γαι τρίτ’ επίθεση άλλο πια δε βαστάει

αλλά και νοτιότερα δε σκέφτεται να πάει

στρατοπεδεύει γύρω του κανείς να μην πλησιάζει

στην πείνα και στον πόνο του ολημερίς να βράζει.     4330

Αλλά ο Μάης πέρασε και ο Ιούνης φτάνει

κι αυτός από την πίκρα του κοντεύει να πεθάνει

το βλέπει να ‘ναι όρθιο σημαιοστολισμένο

περήφανο και άξιο λιοντάρι ανδρειωμένο

κι από τα νεύρα του ‘ρχεται το αίμα στο κεφάλι

και αγωνίζεται να βρει μια κάποια λύση άλλη.

Είναι Ιούλης τώρα πια ο Αύγουστος πλησιάζει

δεκάξι μήνες μάχεται το κάστρο και στενάζει

από την κάθε του μεριά είναι αποκλεισμένο

μα στέκεται περήφανο βουβό κι ανδρειωμένο.     4340

Τα τρόφιμα έχουν σωθεί και το νερό μυρίζει

κι ο αετός από ψηλά άρχισε να δακρύζει.

Οι πιο πολλοί πολεμιστές είναι πια σκοτωμένοι

και όσοι όρθιοι στέκονται βαριά τραυματισμένοι.

Ελάχιστοι τ’ απόμειναν που τα σπαθιά κρατάνε

στα τείχη πάνω στέκονται κι ακλόνητοι κοιτάνε

να φτάνουνε ολόγυρα οι πολιορκητές τους

με τα βαριά κανόνια τους και με τις μηχανές τους.

Το μέλλον του πια ζοφερό και προδιαγεγραμμένο

μα τ’ όνομα των μαχητών στον ουρανό γραμμένο     4350

να λάμπει μέσ’ στην σκοτεινιά το μέλλον να φωτίζει

κι ούτε στιγμή η χώρα τους να πάψει να ελπίζει

πως θα ξανάρθει η στιγμή και θα επιδιώξει

με μια καινούρια έγερση τον τύραννο να διώξει.

Αγέρωχος και άτρωτος είν’ ο Παλαιολόγος

και βγαίνει απ’ το στόμα του ο τελευταίος λόγος

λακωνικός και συνετός καθώς η ώρα φτάνει

όλοι τους να φορέσουνε της δόξας το στεφάνι

που θα φωτίσει στο εξής σαν του Θεού λαμπάδα

στη σκοτεινιά που έπεσε στη σκλαβωμέν’ Ελλάδα.     4360

Στον άμβωνα ανέβηκε και η φωνή του βγαίνει

κρυστάλλινη κι αγέρωχη και στα αυτιά τους μπαίνει

σαν μια αστείρευτη πηγή που τους αναπτερώνει

και τις ψυχές τους σαν φωτιές στον ουρανό απλώνει:

“Εμείς οι λίγοι μείναμε στην τελευταία μάχη

που όλα θα τα δώσουμε ένδοξα και μονάχοι

τον τύραννο τσακίσαμε μήνες σχεδόν δεκάξι

χωρίς καμιά βοήθεια και δείξαμε στην πράξη

η χώρα δε σκλαβώνεται ό,τι και να της κάνουν

και πρέπει να γνωρίζουνε μόνο τον χρόνο χάνουν     4370

γιατί αργά ή γρήγορα πίσω πάλι θα πάνε

κι όσο περνάει ο καιρός οδύνες θα μετράνε.

Οι τελευταίοι μείναμε πιο λίγοι ‘πο τρακόσοι

και ο σκοπός που έχουμε είναι να πέσουν τόσοι

απ’ τους εχθρούς που θα’ ρχονται να πάρουν τις ψυχές μας

κι ώσπου να εξαντλήσουμε όλες τις αντοχές μας

όπου θα βαρεθούν μετά να σκάβουν και να θάβουν

και πυρκαγιές μέσ’ στην ψυχή του τύραννου θ’ ανάβουν.

Κι αν τύχει κι ένας είμαι γω από τους τελευταίους

επιθυμώ ένα ‘πο σας από τους πιο γενναίους     4380

να ‘ρθει κοντά μου με στοργή να ’μ’ αποκεφαλίσει

και σαν θεού αγίασμα το αίμα μου να χύσει

να ποτιστεί τούτη η γης κι αδούλωτη να μείνει

να τρέφεται η λευτεριά κρυφός πυρσός να γίνει

που θα ανάψει κάποτε σε τούτα δω τα μέρη

και τη χαμένη λευτεριά πάλι θα ξαναφέρει.

Δε θέλω να με πιάσουνε και να με ξευτελίσουν

και τ’ άψυχο κεφάλι μου γι’ ανάθεμα το στήσουν

ούτε και να ταπεινωθώ ούτε να τους κοιτάξω

μα ήσυχος κι ατάραχος στο χάος να πετάξω     4390

να ΄πα να βρω τ’ αδέρφια μου που πέσανε στην Πόλη

και φώναξαν πριν φύγουνε εις την Ελλάδα όλη

τα τείχη κι αν γκρεμίζονται πάλι θα ξαναχτίσουν

και την Ελλάδα που πενθεί ξανά θα αναστήσουν

όπως ανέστη κι ο Χριστός και λάμπει στους αιώνες

για να χτιστούν απ’ την αρχή καινούροι Παρθενώνες.

Πάρτε τώρα τα όπλα σας στα τείχη ανεβείτε

και στον εχθρό που έρχεται μολών λαβέ να πείτε”.

Ανέβηκαν στα τείχη τους ολόγυρα κοιτάζουν

και είδαν στον ορίζοντα αργά να πλησιάζουν     4400

με τύμπανα και σάλπιγγες αλαλαγμούς παιάνες

εκεί που θα ταφούν κορμιά και θα θρηνήσουν μάνες

χιλιάδες ποικιλόχρωμοι στρατιώτες σαν και πρώτα

με τις σημαίες τους ψηλά και αναμμένα φώτα.

Είναι ακόμη σκοτεινιά δεν έχει ξημερώσει

και περιμένουν τη στιγμή ο Πορθητής να δώσει

το σύνθημα και έπειτα να πέσουν οι οβιδες

σαν του καιρού απρόσμενες και μαύρες καταιγίδες

κι έπειτα στη συνέχεια όλα τους να τα δώσουν

του Σαλμενίκου το κορμί να ξεθεμελιώσουν.     4410

Τρεις μέρες το βομβάρδιζαν γκρεμίσανε τα τείχη

προσμένοντας πως θα φανεί κάποια στιγμή η τύχη

ν’ ανοίξει κάποια πύλη του και μέσα να ορμήσουν

κι όπως την Πόλη λίγο πριν να το εξαφανίσουν

να σφάξουνε τους άνδρες του και έπειτα να πιάσουν

γυναίκες και ανήλικα παιδιά να τα βιάσουν.

Κι η τύχη τούτη τη φορά τους έκανε τη χάρη

και το κλειδί στον Πορθητή έδωσε για να πάρει

το Κάστρο που του στοίχισε νεκρούς κατά χιλιάδες

κι έφερε στο Δοβλέτι του ανείπωτους μπελάδες.     4420

Δυο πόλεις γκρεμιστήκανε και άρχισαν να μπαίνουν

όσο μπορούσαν βιαστικά στα τείχη για να σφάξουν

και τ’ άψυχα κουφάρια τους στα όρνια να πετάξουν

ούτε γυναίκες και παιδιά να τα εξευτελίσουν

σπίτια και καταστήματα για να λεηλατήσουν.

Βλέπουνε μόνο δω κι εκεί στρατιώτες σκοτωμένους

και δίπλα τους γενίτσαρους απογοητευμένους

που χάσανε τα λάφυρα και όσα προσδοκούσαν

κοιτούσαν μόνο πτώματα που δεν τους αφορούσαν.     4430

 

Ήσυχος και νηφάλιος αλλά και κουρασμένος

ο Πορθητής ξεκίνησε και αποφασισμένος

να φτάσει νοτιότερα Ταίναρο και Μαλέα

και να στεριώσει τελικά μία Τουρκία νέα

να πιάνει απ’ τον Δούναβη μέχρι τη Λακωνία

απ’ τα Ιόνια νησιά και μέχρι τη Συρία

να χτίσει όμορφα τζαμιά πολυτελή τεμένη

να διαδώσει το Ισλάμ και ήσυχος να μένει.

Στη Μεσσηνία δυτικά βαδίζει και στεριώνει

που ‘ναι δυο κάστρα άπαρτα Μεθώνη και Κορώνη     4440

τα έχουνε οι Βενετοί κι είναι οχυρωμένα

με τείχη για την άμυνα και θάλασσα ζωσμένα

σκέπτεται μήπως και αυτά αντίσταση προβάλουν

σε νέες περιπέτειες και πειρασμούς τον βάλλουν

τους στέρνει ένα μήνυμα ύδωρ και γη να δώσουν

αν θέλουν από τη σφαγή και κείνοι να γλυτώσουν

κι αυτοί με δώρα πλούσια και όχι με μαχαίρια

τα κάστρα παραδίνουνε μέσα στα δυο του χέρια.

Κατηφορίζει νότια φτάνει στη Λακωνία

στη Μονεμβάσια στέκεται με μια αμηχανία.     4450

Είναι το φρούριο ψηλό απόρθητο φαντάζει

ώρες πολλές απέναντι κάθεται και κοιτάζει

να δει αν του ‘ναι εύκολο κι αυτό να το αλώσει

αν ο στρατός του λάφυρο μπορεί να του το δώσει.

Το βλέπει από τη στεριά απόρθητο φαντάζει

βράχος ψηλός κι απότομος την είσοδο του φράζει.

Παίρνει ένα πλεούμενο ‘πο θάλασσα κοιτάει

βλέπει γκρεμό πανύψηλο και στη στεριά γυρνάει.

Του ‘ρθε μια σκέψη στο μυαλό να το πολιορκήσει

να του στερήσει την τροφή και να το γονατίσει     4460

μα το κατέχουν Βενετοί που έχουνε τα πλοία

και μπαινοβγαίνουν στη σειρά όλα με ευκολία

κι ο στόλος του ανέτοιμος είναι για ναυμαχίες

να πλεύσει και να εμπλακεί σε τέτοιες ιστορίες.

Έστειλε μόνο μήνυμα να του το παραδώσουν

και την πολιορκία του αν θέλουν να γλυτώσουν

μα ήτανε αρνητιικό του ‘παν η Γερουσία

λέει να το κρατήσουνε με κάθε μας θυσία.

Λίγο το καλοσκέφτηκε και είπε δε συφέρει

για κάστρο που ‘ναι άπαρτο τσάμπα να υποφέρει     4470

και κάνει μια μεταβολή προς Λακεδαιμονία

μια κώμη του Λακωνικού με πλούσια ιστορία

στρατοπεδεύει Χαρακιά και στην Πυλά το βράδυ

στήνει ‘να γλέντι με χορό πριν πέσει το σκοτάδι.
Μετά πηγαίνει Βάτικα Λάχι και Μεσοχώρι

σε δυο χωριά που στέκονται ψηλά πάνω στα όρη

φτάνει ως τον Καβομαλιά στη θάλασσα κοιτάζει

και με φωνή παλλόμενη επιστροφή διατάζει.

Αφήνει μόνο μια φρουρά στη Λακεδαιμονία

τους φόρους να εισπράττουνε με τάξη και ευνομία.     4480

Γυρίζει πίσω και ευθύς Γύθειο στρατοπεδεύει

και στην ταλαιπωρία του διέξοδο γυρεύει.

Ζητά να μάθει και του λεν ότι εκεί πιο πέρα

μόνο κατσίκια βόσκουνε και παίζουν τη φλογέρα

δεν έχουνε να πιούν νερό σιτάρι για να φάνε

λούπινα και φραγκόσυκα μόνο καλλιεργάνε

μέσα σε πύργους κατοικούν και ξημεροβραδιάζουν

και με το καριοφίλι τους το μέλλον τους χαράζουν.

Κάθε τους Πύργος φρούριο είναι με καραμπίνες

και η πολιορκία τους μπορεί να πάρει μήνες     4490

είναι όλοι απένταροι και φόρους δεν πληρώνουν

και όταν απουσιάζουνε γυναίκες αρματώνουν

να πολεμούν αντί γι’ αυτούς με όπλα και δρεπάνια

και να γυρίζουν σπίτια τους με δάφνινα στεφάνια.

Λίγο το καλοσκέφτηκε και είπε πάμε πίσω

δεν έχω πλέον όφελος για να καθυστερήσω

στα βράχια να τους κυνηγώ χωρίς κέρδος κανένα

και να ‘χω κατά πάνω μου τα όπλα τους στραμμένα.

Γι’ αυτό και τα μαζεύουμε για Τραπεζούντα πάμε

να διώξουμε τους Έλληνες εμείς να κυβερνάμε     4500

αφού κι αυτοί αρνήθηκαν τους φόρους να πληρώσουν

γι’ αυτό και τα κεφάλια τους στο πιάτο θα μου δώσουν

να κυβερνάνε άρχοντες απ’ τη δική μας γέννα

εμπιστοσύνη πια καμιά δεν έχω σε κανένα.

 

Μένει η Μάνη λεύτερη χωρίς να την πατήσουν

τα πόδια των κατακτητών και να την αφανίσουν

μια σπίθα όπου έμελλε την πυρκαγιά ν’ ανάψει

και ο δαυλός της λευτεριάς τον τύραννο να κάψει

να ξεσηκώσει τον λαό να πάρει το μαχαίρι

το λάβαρο της λευτεριάς με το δεξί του χέρι     4510

να στήσει υπερήφανο πάνω στην Άγια Λαύρα

να βάλει άσπρη φορεσιά να ξεντυθεί τα μαύρα

στο Σαλμενίκο κει κοντά για να το αναστήσει

στους τελευταίους που ‘πεσαν αγάλματα να στήσει.

 

ΠΟΤΗΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ

 Απόσπασμα από την ποιητική ενότητα “Η Άλωση της Πόλης” (επική ποίηση)

(Στίχοι 4263-4514)

Εκδόσεις Λεξίτυπον
Αθήνα, 2016

 

 

Επιλογή αποσπάσματος και μεταφορά στο διαδίκτυο με την έγκριση του συγγραφέα: Τζούλια Πουλημενάκου

Επί-Λόγου – Λεύκωμα – Μάιος 2021

 

 

 

Η Φλωρεντία σα ν’ άδειασε της φάνη μες στον ύπνο της,

  το χάραμα ως αρχίζει,

κι από τις φιλενάδες της μακριά τους δρόμους μοναχή

  να σιγοσεργιανίζει…

 

Το νυφικό της φόρεμα φορώντας το μεταξωτό,

  τα πέπλα τα κρινάτα,

τα σταυροδρόμια γύριζε, και στ’ όνειρο της φάνταζε

  καινούρια η κάθε στράτα…

 

Κι από τους λόφους πο’ λουζεν αχνό ανοιξιάτικο αυγινό,

  σα μακρινά μελίσσια

αργόηχα τα καμπαναριά ξεψυχισμένα αχούσανε

  βαθιά στα ερημοκλήσια…

 

Και ξάφνου, σα να βρέθηκε σε περιβόλι ανάμεσα,

  μέσα στον άσπρο αέρα,

ντυμένο στα νυφιάτικα, με νερατζιές και με μηλιές

  γεμάτο πέρα ως πέρα…

 

Κι όπως τη σέρναν οι ευωδιές, ένα ψηλό δαφνόδεντρο

  της φάνη να ζυγώνει,

που στην κορφή του ανέβαινε, σκαλί πηδώντας το σκαλί

  απάνου, ένα παγόνι·

 

Κ’ εκείνο λύγαε το λαιμό στο ‘να και στ’ άλλο το κλαδί

  δαφνόκουκα γεμάτο,

κ’ ένα έτρωγε, ένα το ‘παιρνε κι από τον κλώνο το ‘ριχνε

  γοργό στο χώμα κάτω…

 

Την κεντημένη της ποδιάν σήκωσεν αθέλητα

  στον ίσκιο, μαγεμένη,

και να· σε λίγο εβάραινεν απ’ τα σγουρά δαφνόκουκα

  μπροστά της φορτωμένη.

 

Απ’ της αυγής τον κάματο έτσι αναπαύτη μια στιγμή

  μες σε δροσάτο νέφος·

και γύρα οι φιλενάδες της απ’ το κρεβάτι, επρόσμεναν

  για να δεχτούν το βρέφος! … (1915)

 

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ (1884-1951)

 Από την ποιητική συλλογή  “Λυρικός Βίος” –  Λυρικά Ι

Κεφ. “Αφροδίτης Ουρανίας”

Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία – Αθήνα, 1966

~~~~~~~~~~~~~~~

  

Επί-Λόγου – Λεύκωμα – Μάιος 2021

 

 

 

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

“μου λείπει τ’ όνομά μου στα δικά σου χείλη

αυτά που μόνο εσύ για μένα ήξερες”

ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

 

 ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

 “Ούτε ένα ξέφτι απ’ το χαμόγελό σου”

 μου λείπει η άνοιξη

η άνοιξη μετά βαρύ χειμώνα

που πλημμυρίζει τον αέρα φτερουγίσματα

το φως μου λείπει

απ’ τα γαλάζια μάτια σου

τις επτασφράγιστες τώρα μητέρα

πύλες του κόσμου

 

μου λείπει τ’ όνομά μου στα δικά σου χείλη

αυτά που μόνο εσύ για μένα ήξερες

 

τώρα δεν μένει τίποτα

ούτε το θρόισμα από το φόρεμά σου

μια νότα απ’ τη φωνή σου

μικρό ένα ξέφτι απ’ το χαμόγελό σου

τώρα δεν μένει

παρά να σκεπαστώ μ’ αυτό το τίποτα

και στο κενό βουβός να βλέπω

κάποιον που θάλεγες πως είμαι εγώ

σαν τον χλωμό αντικατοπτρισμό

μιας παιδικής φωτογραφίας σου

 ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

Ποιητική Συλλογή “ΞΕΝΕΣ ΧΩΡΕΣ” (1991)

Από την Ποιητική Ανθολογία

ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ – “Ο ΠΛΟΗΓΟΣ ΤΟΥ ΑΠΕΙΡΟΥ”

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1966-2002 – ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΑ ΠΟΡΕΙΑ/2004

 ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ (1902-1930)

 “Ο μοιραίος δρόμος”

                                                     Της Μητέρας μου

 Μητέρα μου· παιδί σου εμέ πιστό

με αφήνει η κάθε μέρα που διαβαίνει.

Σε με το πρόσωπό σου εικονιστό

και μέσα μου η ψυχή σου φωληασμένη.

 

Δε σ’ ένοιωσα πριν να σε χωριστώ

μα η θύμησή σου ακέρηα που μου μένει,

μου δείχνει εμένα, εκεί να εξιλαστώ

για πάντα θλιβερή μετανοιωμένη.

 

Πιστό παιδί σου. Τη μαρτυρική

ζωή σου ζωή μου να τη νοιώσω

Μητέρα μου καλή, πονετική.

 

Και στον κρυφό καημό σου, να μη δουν

τον πόνο σου όσοι αγάπαγες, να δώσω

και γω τα σπλάχνα μου – άνθη να μαδούν …

 ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ

Από την ποιητική συλλογή “ΟΙ ΤΡΙΛΛΙΕΣ ΠΟΥ ΣΒΗΝΟΥΝ” (1928)

 ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ (1914-2004)

 “Γράμματα στη μητέρα”

Ποιητική Ενότητα (Απόσπασμα)

 γ

Δεν είμαι βέβαιος αν δεν θα επαναλάβω

πράγματα που σου είπα κατά κάποιο τρόπο

στο προηγούμενο γράμμα μου, μητέρα,

γιατί δεν είν’ εύκολο πια να τα ξεχωρίζω αυτά,

τίποτα πια δεν είναι εύκολο να ξεχωρίζω.

Αλλάζουν όλα διαρκώς μορφή, μητέρα,

όλα διαρκώς μεταμφιέννυνται, μητέρα,

αναπεριβάλλονται,

κυμαίνονται,

αναστέφονται,

ασταθούν,

περιδινούνται

και τα καινούργια δεν είναι καινούργια,

και τ’ άγνωστα δεν είν’ άγνωστα,

και τα σχήματα δεν είναι σχήματα,

κ’ οι αποστάσεις δεν είν’ αποστάσεις,

κ’ οι αποστάσεις δεν αφίστανται

κ’ ερωτοτροπούν

ίδια κι απαράλλαχτα σαν τη βουνοσειρά της Κερύνιας

που σήμερα την αγγίζεις με το χέρι σου,

που σήμερα σκύβει απάνω απ’ το σπίτι σου,

που σήμερα είναι γατούλα στα πόδια σου,

κι’ αύριο είναι μίλια μακρυά,

σαν την ανεξήγητη, λέω, βουνοσειρά της Κερύνιας

που σήμερα είναι

κι’ αύριο δεν είναι,

που σήμερα είναι

κι’ αύριο δεν ξέρουν, δεν άκουσαν,

που σήμερα έχει όνομα

κι’ αύριο δεν έχει,

κ’ ενίστανται πια οι γεωγραφικοί χάρτες

και σαστίζουν

και διαμαρτύρονται

και δεν εμπιστεύονται.

Σαν την ανεξήγητη, λέω, βουνοσειρά της Κερύνιας

που άλλα χαρτιά σου δείχνει σήμερα κι’ άλλα αύριο,

που ισοπεδώνεται κι’ ανεβοκατεβαίνει

κ’ επανέρχεται και δεν επανέρχεται,

που κρεμά τ’ ανεύθυνο κουδούνι στο λαιμό,

που κρεμά κουδούνι και μυρσίνι στον λαιμό

και πηλαλά κορφή και σύγνεφο,

κι ανεμίζει κορφή και σύγνεφο,

κι’ ανεμίζει κορφή και μαντήλι,

κι’ ανεμίζει κορφή και χλωρό μαντήλι,

κι’ ανεμίζει κορφή και μαντήλι χαράς,

κι’ ανεμίζει κορφή και μαντήλι χωρισμού

και δεν ανεμίζει κορφή και μαντήλι χαράς,

και δεν ανεμίζει κορφή και μαντήλι χωρισμού

γιατί δήθεν το μαντήλι χωρισμού

επιμηκύνεται στη θάλασσα,

γιατί δήθεν το μαντήλι χωρισμού

επιβραδύνεται στη θάλασσα,

και ταξιδεύει και δεν ταξιδεύει,

και σφυρίζει ελιά,

και σφυρίζει χαρουπιά,

και σφυρίζει πεύκο και κυπαρίσσι

και γυρνά εδώθε και σφυρίζει μπάτη κι’ αρμύρα

και γυρνά εκείθε και σφυρίζει κάμπο

κι’ άχνα Αυγουστιάτικη,

και σφυρίζει ψέμα και παραμύθι,

και σφυρίζει μικρή αλήθεια

και σφυρίζει πικρή αλήθεια

και πικρό νερό και πικροδάφνη.

Έγιναν όλα ρευστά, μητέρα,

έγιναν όλα απροσδιόριστα ρευστά

έτσι όπως μαθαίναμε στη Φυσική μας Πειραματική,

έγιναν όλα υδράργυρος

μ’ εκείνη την ευθιξία,

μ’ εκείνο το διαλείπον τρέξιμο,

μ’ εκείνη την έλλειψη δαχτυλικών αποτυπωμάτων,

μ΄εκείνη την τελική σφαιροποίηση.

Έγιναν όλα συνώμυμα, μητέρα,

απέβαλαν την ταυτότητά τους,

απέβαλαν τα χαραχτηριστικά τους

και μας μπερδεύουν,

και δεν μπορούμε πια να τραβήξουμε γραμμή,

και δεν είμαστε πια βέβαιοι ποιος μας μιλά,

και δεν είμαστε πια βέβαιοι σε ποιον μιλάμε,

τι μιλάμε,

αν είμαστε καν εμείς που μιλάμε.

Οι λέξεις έγιναν απλοί ήχοι, μητέρα,

τις αφαίρεσαν. Εκφράζομαι σαφώς;

 ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ

 Απόσπασμα από την Ανθολογία “ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ” – ΠΟΙΗΣΗ-ΤΟΜΟΣ 9

~ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ~(γ-σελ.25-27)

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΡΓΑ – ΛΕΥΚΩΣΙΑ 2014

~~~~~~~~~~~~~~

  

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ (1912-1991)

“Ευγενίας μνήμη”

 Ανεξιχνίαστες οι βουλές της αγράμματης

όσο κ’ η φύση ή όσο κι ο Θεός που γνωρίζουν

τα πάντα εξ αιτίας της αγάπης. Λοιπόν,

την είδα που πάλευε σκαλωμένη να φτάσει

ένα αστέρι, στην κορφή της βελανιδιάς.

 

(Να το βάλει στο ξύλινο τραπέζι

που γράφω εναντίον της νύχτας).

  ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

Ποιητική Συλλογή “Απογευματινό Ηλιοτρόπιο” (1976)

 Από την ποιητική ανθολογία “ΝΙΚΟΦΟΡΟΥ ΒΡΕΤΤΑΚΟΥ-ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ”

ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ  – ΤΡΙΑ ΦΥΛΛΑ-ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΘΕΜΕΛΙΟ

ΑΘΗΝΑ, 1999

 ~~~~~~~~~~~~~~

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΚΑΒΑΦΗΣ (1863-1933)

 “Δέησις”

Η θάλασσα στα βάθη της πήρ’ έναν ναύτη. –
H μάνα του, ανήξερη, πιαίνει κι ανάφτει

 στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και ναν’ καλοί καιροί –

 και όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί.
Aλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,

 η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θάλθει πια ο υιός που περιμένει.(1898)

 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΚΑΒΑΦΗΣ

 Από τα ανθολογούμενα ποιήματα “ΚΑΒΑΦΗΣ-ΑΠΑΝΤΑ” (1896-1933)

Β΄ Τόμος – ΕΚΔΟΣΕΙΣ Πανταζή Φυκίρη

ΑΘΗΝΑ, 1982

~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ (1884-1951)

“Η μάνα του Ντάντε”

 Η Φλωρεντία σα ν’ άδειασε της φάνη μες στον ύπνο της,

  το χάραμα ως αρχίζει,

κι από τις φιλενάδες της μακριά τους δρόμους μοναχή

  να σιγοσεργιανίζει…

 

Το νυφικό της φόρεμα φορώντας το μεταξωτό,

  τα πέπλα τα κρινάτα,

τα σταυροδρόμια γύριζε, και στ’ όνειρο της φάνταζε

  καινούρια η κάθε στράτα…

 

Κι από τους λόφους πο’ λουζεν αχνό ανοιξιάτικο αυγινό,

  σα μακρινά μελίσσια

αργόηχα τα καμπαναριά ξεψυχισμένα αχούσανε

  βαθιά στα ερημοκλήσια…

 

Και ξάφνου, σα να βρέθηκε σε περιβόλι ανάμεσα,

  μέσα στον άσπρο αέρα,

ντυμένο στα νυφιάτικα, με νερατζιές και με μηλιές

  γεμάτο πέρα ως πέρα…

 

Κι όπως τη σέρναν οι ευωδιές, ένα ψηλό δαφνόδεντρο

  της φάνη να ζυγώνει,

που στην κορφή του ανέβαινε, σκαλί πηδώντας το σκαλί

  απάνου, ένα παγόνι·

 

Κ’ εκείνο λύγαε το λαιμό στο ‘να και στ’ άλλο το κλαδί

  δαφνόκουκα γεμάτο,

κ’ ένα έτρωγε, ένα το ‘παιρνε κι από τον κλώνο το ‘ριχνε

  γοργό στο χώμα κάτω…

 

Την κεντημένη της ποδιάν σήκωσεν αθέλητα

  στον ίσκιο, μαγεμένη,

και να· σε λίγο εβάραινεν απ’ τα σγουρά δαφνόκουκα

  μπροστά της φορτωμένη.

 

Απ’ της αυγής τον κάματο έτσι αναπαύτη μια στιγμή

  μες σε δροσάτο νέφος·

και γύρα οι φιλενάδες της απ’ το κρεβάτι, επρόσμεναν

  για να δεχτούν το βρέφος! …

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ 

 Από την ποιητική συλλογή  “Λυρικός Βίος” –  Λυρικά Ι

Κεφ. “Αφροδίτης Ουρανίας”

Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία – Αθήνα, 1966

~~~~~~~~~~~~~~~

 

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ (1922 – 1988)

“Μητρικές προβλέψεις”  (Μοιραίες συναντήσεις) 

 Κι η μητέρα φορούσε πάντα φαρδιά φορέματα,

για να σκεπάζει ίσως κι εκείνον

που δε γίναμε.

~~~~~~~

  “Πανσέληνος”

 “Μητέρα”, της λέω, “μη μου ετοιμάζεις πια το γάλα – δεν μπορείς να καταλάβεις ότι είσαι πεθαμένη;”
Περίμενα να δω τι θα πει. Ήταν Ιούνιος βράδυ, με μια φανταστική πανσέληνο στον ουρανό.
Και μη μου πείτε πως αυτό δεν ήταν μια απάντηση. 

~~~~~~~

“Ταξίδι χωρίς τέλος”

 (…) Άλλοτε πάλι πηγαίνω στο παλιό πατρικό σπίτι, ετοιμόρροπο,

άδειο, αλλά μ’ ένα μου στεναγμό ξαναγίνεται αμέσως κατοικήσιμο,

εκεί βρίσκω τη μικρή Αννέτα, παίζουμε το αντρόγυνο πίσω απ’ τον καναπέ,

την άλλη μέρα όμως έρχεται η μητέρα της και παραπονιέται

στη μητέρα μου, “αυτές τις βρωμιές να τις κάνει στο σκύλο σας

τον Λέων” φωνάζει, της βγάζουμε γλυκό, ησυχάζει λίγο,

εξάλλου είναι φτωχή και στο τέλος κατανοεί… (…)

 ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

  Αποσπάσματα από την Ποιητική Συλλογή “ΒΙΟΛΕΤΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ”

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ – ΑΘΗΝΑ, 1985

 ~~~~~~~~~~~~~

 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ (1939-2020)

 “Η μάνα μου κι ο Σατανάς” (απόσπασμα)

                                                                        Στον Philip Ramp

 (…) Οι κληρονόμοι της μάνας

είναι τα πράγματα

μα εγώ τρίβω τη μουσούδα μου

στα πράγματα

σαν γάτα που λέρωσε στο σαλόνι

καταπίνω μετανοημένη

τα σάλια και τ’ αλάτια μου

και τρέχω να κρυφτώ

στην πάνω σκάλα

το μεγάλο αιλουροειδές.

Την ανεβαίνω

με κουτρουβαλάει

τη σκαρφαλώνω

και με φτύνει.

Κάηκε το πλατύσκαλο

κοπήκαν τα σκοινιά

μαζεύτηκαν στην άκρη της τρύπας

τα φοβερά σκαθάρια.

Μάνα, κινδυνεύω

αιωνία σου η μνήμη.

Κινδυνεύω πολύ

αιωνία σου η μνήμη.

                                                ΄Ανοιξη 1970

 ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ

Απόσπασμα από το ποίημα “Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΚΙ Ο ΣΑΤΑΝΑΣ”

Από την Ποιητική Συλλογή “ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ, ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ” (1974)

 Από τα ανθολογούμενα ποιήματα  “ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ

ΠΟΙΗΣΗ 1963-2011” – Εκδόσεις Καστανιώτη

ΑΘΗΝΑ, 2014

~~~~~~~~~~~~

 

Επιλογή ποιημάτων και μεταφορά στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό Αρχείο Βιβλιοθήκης)

  

Επί-Λόγου – Λεύκωμα – Αφιερώματα – Μάιος 2021

 

  

 

 

 

“Η ποίηση πρέπει νάναι

ένας οδηγός μάχης κι ευτυχίας

ένα όπλο στα χέρια του λαϊκού αγωνιστή

μια σημαία στα χέρια της Ελευθερίας”

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

 ΦΕΓΓΑΡΙ

 Πάνου απ’ τον ύπνο μας το πλατάγισμα του αντίσκηνου –

ύπνος κομματιασμένος απ’ τον άνεμο·

ένα τοπίο μισό μαύρο, μισό κίτρινο,

ένα κομμένο πόδι ψάχνοντας για το σώμα του

κι ο ραβδοσκόπος χτυπώντας την πέτρα – δοκιμάζοντας·

κι ο θάνατος χτυπώντας την καρδιά μας – δοκιμάζοντας.

 

Ένας παραμιλάει μες στον ύπνο του.

Ένας φωνάζει σαν τον πληγωμένο στο πεδίο της μάχης.

Οι άλλοι δεν τον ακούνε. Κοιμούνται.

Μην έχουνε λοιπόν πεθάνει;

Κι η ίδια φωνή φωνάζοντας: “νερό, νερό”.

 

Δεν είναι τίποτα. Κοιμήσου.

Μεθαύριο θα σου φέρω μια βρύση στα χέρια μου.

Θα σου φέρω ένα ποτάμι μεθαύριο. Κοιμήσου.

Δεν είναι το καράβι. Είναι ο άνεμος.

Ο διάδρομος με τα πλακάκια, μισά μαύρα, μισά κίτρινα

και τα δεκανίκια της νύχτας στο διάδρομο.

 

Δεν είναι τίποτα. Είναι ο άνεμος. Κοιμήσου.

Η αντίσταση του τεντωμένου σκοινιού.

Αντέχει το σκοινί – κι η απόφαση αντέχει.

Δεν κόβεται στα δυο το δίκιο. Η Παναγία του Φεγγαριού

τριγυρίζει ξυπόλυτη μέσα στ’ αντίσκηνα.

 

Με τέτοιον άνεμο τι θέλετε; – παραμιλούσε.

Κόβουνται στη μέση τα λόγια των πεθαμένων.

Τι θέλετε; Τι θέλετε;

Τι θέλει το φεγγάρι στη σκηνή των γερόντων;

Έχει ένα μικρό σουγιά το φεγγάρι

να σκαλίσει αμπελόφυλλα στην κασέλα του μπαρμπα-Μήτσου.

Έχει δυο μικρές Κυριακές μέσα στα μάτια του.

 

Τι να τον κάνουμε τούτο το σουγιά;

 

Είναι μια φλέβα στον καρπό του χεριού – δεν είναι εκεί –

πάρα μέσα είναι ο σφυγμός, πάρα μέσα,

και το σκοινί που αντιστέκεται στον άνεμο –
ου γιου – ούου γιου – μπαρμπα-φεγγάρι,

δεν κόβουνται τούτα τα σκοινιά

παράτα το σουγιά σου – παράτα τον,

πήγαινε στ’ άρρωστα παιδιά να πουλήσεις ασημένια σταυρουλάκια.

Μέσα σε τούτα τα χοντρά παπούτσια είναι πολύ λιγνά τα ποδάρια σου.

Δεν μπορούνε να σύρουν τα ποδάρια σου

ετούτα τα χοντρά παπούτσια των συντρόφων.

 

Σκύψε και μέτρησέ τα

να λογαριάσεις τον δρόμο που περπάτησαν,

τον δρόμο που θα περπατήσουν,

τον δρόμο που δεν έχει τέλος.

Ετούτα τ’ άρβυλα τα μπαλωμένα, τα χοντροκαμωμένα,

δεν είναι για τα πόδια σου, φεγγάρι.

Ετούτα τ’ άρβυλα περπάτησαν τον πόνο,

περπάτησαν τον θάνατο, μπαρμπα-φεγγάρι,

τον θάνατο δίχως να σκοντάψουν.

 

Άντε, τραβήξου από τον δρόμο τους βερέμικο φεγγάρι.

 

 ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ (1909-1990)

Ποιητική Συλλογή “ΠΕΤΡΙΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ” (1957)

 

Από την ποιητική ανθολογία “ΤΑ ΕΠΙΚΑΙΡΙΚΑ” (1945-1969)

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ

ΑΘΗΝΑ, 1975

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

Επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό Αρχείο Βιβλιοθήκης)

  

Επί-Λόγου – Λεύκωμα – Μάιος 2021

 

 

 

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ – ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ ΣΕ ΑΤΟΜΙΚΗ ΕΠΟΧΗ

 Πήραμε τα σπίτια σειρά και δεν είχαν

ένα ρόδο στα τζάμια τους. Περπατώντας ακούσαμε

τις φωνές των παιδιών, μουσκεμένες, παράφωνες,

γιομάτες ραγίσματα. Οι μηχανές απειλούσαν

στα εργοστάσια τους φίλους μας – κ’ ύστερα,

τόσα χέρια στον κόσμο, χωρίς λίγο χώμα,

να φυτέψουν το σπόρο τους, να πλάσουνε κάτι,

να δέσουν το εγώ τους με τούτο τον κόσμο,

με τούτο το φως. Κι’ απάνω τους, έτοιμο

το κοβάλτιο. Το μαύρο του στόμιο

χάσκει σαν άβυσσο – έχει

της γης όλη απέναντι.

  (Υπάρχουν σοφοί

που σκάφτουν στον ήλιο με ακάθαρτα χέρια.

Μην εμπιστεύεσαι. Μόνο η αγάπη

  είναι σοφή).

 ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ (1912-1991)

 Ποιητική συλλογή “ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ” (1961)

Κεφάλαιο “Η ειρήνη έρχεται στον κόσμο”

 Από την Ποιητική Ανθολογία “ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΒΡΕΤΤΑΚΟΥ-ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ”

ΤΟΜΟΣ Β΄

Εκδόσεις Θεμέλιο – Τρία Φύλλα

ΑΘΗΝΑ,1999

_________________

  

ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ – ΑΜΟΡΓΟΣ (Απόσπασμα)

 Στου πικραμένου την αυλή βγαίνει χορτάρι μαύρο

Μόνο ένα βράδυ του Μαγιού πέρασε ένας αγέρας

Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου

Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.

 

Κι αν θα διψάσεις για νερό θα στύψουμε ένα σύννεφο

Κι αν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι

Μόνο καρτέρει μια στιγμή ν’ ανοίξει ο πικραπήγανος

Ν’ αστράψει ο μαύρος ουρανός να λουλουδίσει ο φλόμος.

 

Μα ήταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλός κι εχάθη

Ήταν του Μάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα

Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου

Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.

 ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ (1911-1992)

Απόσπασμα από την ποιητική ενότητα “ΑΜΟΡΓΟΣ”

ΔΕΚΑΤΗ ΕΒΔΟΜΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ

ΑΘΗΝΑ, 2013

 ___________________

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ – Ι.  ΚΟΚΚΙΝΟ

 Το στόμα που είναι δαίμονας μιλιά κρατήρας

Φαϊ της παπαρούνας αίμα του καημού

Που είναι μεγάλο κίμινο της άνοιξης

Το στόμα σου μιλάει με τετρακόσια ρόδα

Δέρνει τα δέντρα λιγώνει όλη τη γη

Χύνει μέσ’ στο κορμί την πρώτη ανατριχίλα.

 

Σπουδαία του δάχτυλου ευωδιά το πάθος μου πληθαίνει

Το μάτι μου ανοιχτό πονάει στ’ αγκάθια

Δεν είναι η βρύση που ποθεί των δυο στηθιών τα ορνίθια

Όσο το βούισμα της σφήκας στους γυμνούς γοφούς.

 

Δώστε μου την ουλή του αμάραντου τα μάγια

Της κλώστρας κοπελιάς

Το “αντίο” το “έρχομαι” το “θα σου δώσω”

Σπηλιές υγείας θα το πιούνε στην υγεία του ήλιου

Ο κόσμος θα ‘ναι ή ο χαμός ή το διπλό ταξίδι

Εδώ στου ανέμου το σεντόνι εκεί στου απείρου τη θωριά.

 

Βίτσα τουλίπα μάγουλο της έγνιας

Σπλάχνο δροσάτο της φωτιάς

Θα ρίξω ανάσκελα τον Μάη θα τον σφίξω στα μπράτσα μου

Θα τον δείρω τον Μάη θα τον σπαράξω.

 ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (1911-1996)

  Από την Ποιητική Ενότητα “ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ”

Απόσπασμα από το κεφάλαιο “ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΧΤΙΔΑ”

ΔΕΚΑΤΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΙΚΑΡΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

ΑΘΗΝΑ, 2002

 __________________

 

ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ – ΜΑΗΣ 1968

ανώφελο

ανώφελο πια να ψαύετε νευρικά

τα κλείστρα των πολυβόλων

ανώφελο να σημάνετε τις σειρήνες

 

σαν δείτε τους ίσκιους

πάνω στα κράσπεδα να βαραίνουν

σαν πλημμυρίσει τους δρόμους

το ακατάσχετο κύμα

σαν η πλατεία στενάξει

από τη μεγάλη βοή του πλήθους

χαμένη εδώ και τριάντα χρόνια

όταν μια κόκκινη σημαία

δώσει νόημα στους χυμούς της άνοιξης

μην αμφιβάλλετε πως είναι η ώρα

 

σαν δείτε τα ίχνη του ερχομού

παραδοθείτε πια

 ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

Από την ποιητική συλλογή “ΑΝΑΡΧΙΚΑ” (1979)

 ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ

ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ “Ο ΠΛΟΗΓΟΣ ΤΟΥ ΑΠΕΙΡΟΥ” – ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1966-2002

ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΝΕΑ ΠΟΡΕΙΑ/ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 2004

 _______________________

  

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ – Η ΦΛΟΓΕΡΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ (Απόσπασμα)

 Στα ωραία νησιά, στα τραγικά νησιά, στα εννιά

ερμονήσια

μελαχρινά τα ροσμαρίνια, ολόξανθα τα σπάρτα,

περίσσια, κι ανασταίνουνε σπάρτα και ροσμαρίνια.

Κι ο Μάης ο λάγνος βασιλιάς με το Φεγγάρι πλέκει

παθητικές κι αχόρταγες αγάπες μεθυσμένες

απο τ’ ασώπαστα πουλιά κι από τα περιγιάλια

τα θρακικά, τα μουσικά και ακοίμητα, που ο γήλιος

ο ανατολίτικος αδρύς τα ζη καικ τα πυρώνει.

Παθητικές και αχόρταγες αγάπες μεθυσμένες,

από τα παναρμονικά κομμάτια που του παίζουν

του γαυριασμένου βασιλιά του Μάη για ν’ απολάψη

το πάθος του με τ’ όμορφο παιδόπουλο Φεγγάρι,

τα μαστιχόδεντρα, οι μυρτιές, οι κουμαριές, τα βάτα,

και τα πρινάρια κ’ οι αγριλές και τα κρουστά τα πεύκα,

που χάιδεμα είν’ η σκέπη τους και μπάλσαμο η πνοή τους,

κι ό,τι χλωρό σιγολαλά, φουντώνει, ισκιώνει, σειέται.

Κι ανάμεσα στα πράσινα τα γλυκοφιλημένα

της αύρας που του λιοπυριού μερεύει την αψάδα,

να η Πρώτη! να ο ξερόβραχος, και σάμπως ποτισμένος

από το αίμα μιας πληγής που στάει, δεν κλει, από χρόνια.

Ξάγναντα στη Χρυσόπολη, στην ουρανόπολη, όπως

την είπε κι ο τραγουδιστής, ξέχωρη μέσα στ’ άλλα,

όσο της λείπει πράσινο, τόσο της δίνεται όλο

να χαίρεται το αγκάλιασμα τ’ άχανο του πελάγου

και τ’ ουρανού· κι αγνάντια της λαμποκοπά και πάντα

ο βιθυνιώτης Όλυμπος, του ασκητισμού ένας κόσμος,

βράδι κι αυγή ροδόλευκος καικ χιονισμένος πάντα,

σα μιαν εκστατική ψυχή, που πάντα, για του κόσμου

το λυτρωμό, τα κρίματα φορτώνεται του κόσμου.

 ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ (1859-1943)

 Απόσπασμα από την Ποιητική Ενότητα “Η ΦΛΟΓΕΡΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ”

ΚΕΦΑΛΑΙΟ “ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ”

Από την Ανθολογία “ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ” ΑΠΑΝΤΑ,

ΤΟΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ

ΕΚΔΟΣΗ : ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ

ΑΘΗΝΑ, 2019

 __________________

  

ΝΙΚΟΣ ΤΑΒΟΥΛΑΡΗΣ – ΝΥΝ ΚΑΙ ΑΕΙ (Απόσπασμα)

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄

 Με του Μαγιού τα ρόδα

στήσανε χορό οι ελπίδες μου,

στων νεφών τ’ ασύνορα πλάτη.

Άπλωσα τα δάκτυλα της ψυχής μου,

ν’ αδράξω το νέκταρ της αθανασίας!

 

 Τα χέρια άνοιξα να στηρίξω τον ουρανό,

τα χέρια τίναξα να κρατήσω τη Γη από το χάος,

τα χέρια μου άπλωσα στις παλλόμενες φωτοροές

των ύστερων του δειλινού Απολλώνιες σαγίτες,

στο απέραντο πέλαγος των ελπίδων.

 

 Το χθες σήμανε πανίστιο τα χάλκινα του σήμαντρα

και μυριάδες οι φλόγες στα πελάγη των δροσοσταλίδων του αείχρονου.

Το παρόν ζώστηκε τ’ άρματά του,

να κουρσέψει το Είναι του σύμπαντος!

Το μέλλον με προϋπάντησε

μ’ ένα αιμάτινο ρόδο στα χείλη.

 

 Τραγουδώντας κάτω από το βροχή,

τα στερνά σου τα μηνύματα αφουγκράστηκα Λόγε.

Θρηνώντας πάνω στο πέλαγος της μοναξιάς

τα αιμάτινα βήματα σου ακολούθησα,

παυσίλυπο Έαρ του κόσμου.

Στο αθώο πρόσωπο του παιδιού

την αλήθεια μετάλαβα.

Το τραγούδι της ζωής την αυγή,

το χρόνο τάισα μ’ ελπίδα,

από της ψυχής μου τα λούλουδα.

 

 Κι όταν το γιόμα κουράστηκα να πλανιέμαι

στην άνυδρη έρημο της ουτοπίας,

έγινα ανεμοπνοή του παντός

και τίναξα από τους ώμους μου την τέφρα της πλάνης,

έτσι όπως οι γλάροι τινάζουν τις θαλασσοσταλίδες από τα φτερά τους.

Και τότε ήλθε η άρρητη αγάπη στους μίσχους των ματιών μου

να κουρνιάσει σαν το σπουργίτι

και τότε μετάλαβα σ’ ένα κοχύλι του ήλιου,

σ’ ένα φιλί του ανέμου,

σε μια κοφτερή ματιά του απέραντου ουρανού

το ασύλληπτο μεγαλείο σου Κύριε!

 ΝΙΚΟΣ ΤΑΒΟΥΛΑΡΗΣ

 Απόσπασμα από την Ποιητική Ενότητα “ΝΥΝ ΚΑΙ ΑΕΙ”

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄ – ΕΚΔΟΣΕΙΣ “ΟΣΤΡΙΑ”

ΑΘΗΝΑ, 2014

~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

Επιλογή ποιημάτων και μεταφορά στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό Αρχείο Βιβλιοθήκης)

  

Επί-Λόγου – Λεύκωμα – Αφιερώματα –  Μάιος  2021