Συλλογικό ποιητικό έργο 

Ελευθερία, εσύ της αλήθειας αγέρωχο στεφάνι!

 

Πίσω απ’ τις πτυχές της πανσελήνου κρύβεται ο νους!

 

Ακριβή μου θάλασσα, εσύ κι ο ήλιος το μυστικό μου!

 

Από τη μήτρα της γης γεννιέται η αγάπη!

 

Μίλα μου γι’ αγάπη ν’ αλλάξει τροχιά ο κόσμος!

 

Η νύχτα λύνει τον μαύρο μανδύα της και φανερώνεται λευκή η μέρα!

 

Μέσα στην αχανή όαση του νου ιχνηλατώ την άβυσσο.

 

Όταν ο ποιητής γράφει, η πένα του μετουσιώνεται σε φως.

 

Σκιαγραφώ μ’ ένα χαμόγελο τον σιωπηλό ήχο της απλότητας.

 

Αύγουστος 2020

Tζούλια Πουλημενάκου 

Ποιήτρια

 

Συμμετοχή  στο συλλογικό ποιητικό έργο

«ΘΕΜΕΛΙΟΙ ΛΙΘΟΙ» (e-bοok) 

Μονόστιχα ποιήματα -67- ποιητών σε επιμέλεια του Δημητρίου Γκόγκα

ISBN: 978-9925-7723-0-8 Β΄ΜΕΡΟΣ

Πηγή: https://dimitriosgogas.blogspot.com/2020/08/62-isbn-978-9925-7723-0-8_16.html?fbclid=IwAR0cQkeZ0hAr7C54PnFZdlSdA-XxxRpi4Tl7HaW8EgfvzdPKBTX1H22gQlY

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Αύγουστος 2020

ΗΛΕΚΤΡΙΣΕ

Θα επέστρεφες από ταξίδι.

Στο τηλέφωνο μού περιέγραψες

το τοπίο που διέσχιζες με το αυτοκίνητο,

τη διαύγεια και τα εξαιρετικά χρώματα της μέρας.

Ο ήχος της φωνής σου

άγγιξε, ηλέκτρισε με έρωτα όλο το σώμα μου.

 

Ένα ντελίριο.

Εκτυφλωτικός και πανίσχυρος ο έρωτάς μας.

 

Η ΠΡΟΒΑ

Στο θίασο που έκανε πρόβα για τη θεατρική παράσταση

ο σκηνοθέτης συχνά επαναλάμβανε

στους ηθοποιούς του:

«Άμεσα βγάλτε έξω τον πυρήνα των συναισθημάτων,

άμεσα εκτεθείτε».

 

Σκέπτομαι:

Ό,τι εξουθενωτικά ζητάει και η ποίηση,

τον απόκρυφο εαυτό σου να εκθέτεις,

μέχρις εσχάτων.

 

ΠΕΡΑ ΑΠ’ ΤΙΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΜΟΥ

  Φέγγος, αγλάισμα της ψυχής μου..

Σ’ ερωτεύτηκα,

και το λάγγεμα απύθμενο,

ίμερος ολοκληρωτικός.

 

Πέρα από τις δυνάμεις μου

να λύσω τα δεσμά

που με φέρνουν σε σένα.

Μαγικά δεσμά, ισόβια.

 

Αλεξάνδρα Μπακονίκα

Ποιήτρια

 

Από την Ποιητική Συλλογή «ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΛΗΜΕΡΙ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ»

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΙΞΠΗΡΙΚόΝ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2012

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Αύγουστος 2020

Επιλογή και μεταφορά κειμένου στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Αρχείο Ιδιωτικής Βιβλιοθήκης)

Αφιέρωμα στον Μίλτο Σαχτούρη

 

ΠΟΙΗΣΗ, ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ, ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ & ΜΟΥΣΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΜΙΛΤΟ ΣΑΧΤΟΥΡΗ

(ΥΔΡΑ 23-27/8.2020)

 

Ο Δήμος Ύδρας επαναπατρίζει τον ποιητή Μίλτο Σαχτούρη και με την σύμπραξη του περιοδικού Ο Αναγνώστης και την πολύτιμη βοήθεια του Εργοτάξιου Τέχνης του ζωγράφου Αλέξη Βερούκα οργανώνουν ένα πολυπρισματικό αφιέρωμα στο έργο και το πρόσωπο του ποιητή, στο οποίο συμμετέχουν ποιητές, φιλόλογοι πανεπιστημιακοί, εικαστικοί, ζωγράφοι και μουσικοί.

Τη Δευτέρα 24 Αυγούστου στο χώρο της Δημοτικής Αγοράς του Δήμου Ύδρας και στον περίβολό της, που εδώ και 3 χρόνια με πρωτοβουλία Δημοτών έχει εκφραστεί η διεκδίκησή της  να μετατραπεί σε χώρο καλλιτεχνικής παιδείας και δράσης, θα φιλοξενηθεί το Λογοτεχνικό Συμπόσιo «Κληρονόμος πουλιών, Μίλτος Σαχτούρης».

Στο λογοτεχνικό καφενείο, στο διαμορφωμένο περίβολο της Δημοτικής Αγοράς, το μεσημέρι στις 12.00, της Δευτέρας 24/8, οι ποιητές: Βερονίκη Δαλακούρα, Κωνσταντίνα Κορρυβάντη, Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, Λίνα Τσουκαλά, Έφη Κατσουρού, Δημήτρης Πέτρου, Αργύρης Παλούκας, Χρήστος Δασκαλάκης, θα διαβάσουν νέα, αδημοσίευτα  ποιήματά τους, αφιερωμένα στον Μίλτο Σαχτούρη. Ο διάσημος σολίστας Φλώρος Φλωρίδης θα συνοδέψει στο κλαρινέτο τις απαγγελίες των λογοτεχνών.

 

Μια φιλολογική επισκόπηση του έργου του Μίλτου Σαχτούρη

Το απόγευμα της Τρίτης  25/8 στις 7.00 μ.μ. στο Λογοτεχνικό Καφενείο της Αγοράς, θα μιλήσουν για το έργο του  Μίλτου Σαχτούρη, η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, ομότιμη καθηγήτρια της Νεοελληνικής Φιλολογίας του ΑΠΘ, η Ιωάννα Ναούμ, επίκουρη καθηγήτρια του τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ, ο Ευριπίδης Γαραντούδης, καθηγητής του ΕΚΠΑ και ο κριτικός λογοτεχνίας Βαγγέλης Χατζηβασιλείου. Συντονίζει ο εκδότης του ηλεκτρονικού περιοδικού «Αναγνώστης», Γιάννης Μπασκόζος.

Ο μελοποιημένος Σαχτούρης 

Το ίδιο απόγευμα στις 9.00 μ.μ. η μεταφράστρια και κριτικός λογοτεχνίας Κατερίνα Σχινά, θα μιλήσει για τον μελοποιημένο Σαχτούρη. Στη συνέχεια ο συνθέτης Νίκος Ξυδάκης θα παρουσιάσει στο πιάνο πρωτότυπη μουσική του, πάνω στο έργο του ποιητή.

Έκθεση Ζωγραφικής

Το βράδυ της Δευτέρας 24/8  στις 9.00 μ.μ. θα γίνουν τα εγκαίνια της έκθεσης στα καταστήματα της Αγοράς, σε επιμέλεια της ιστορικού τέχνης Ευγενίας Υφαντή και σχεδιασμό της έκθεσης από τον ζωγράφο Αλέξη Βερούκα. Στην έκθεση που έχει τίτλο “Κληρονόμος πουλιών, 15 καλλιτέχνες για τον Μίλτο Σαχτούρη”  οι εικαστικοί εμπνέονται από το έργο και τη μορφή του ποιητή – Αλέξης Ακριθάκης, Μιχάλης Αναστασίου, Έλενα Βότση, Γιάννης Κόττης, Αφροδίτη Λίτη, Τάσος Μαντζαβίνος, Λευτέρης Ξανθόπουλος, Ρένα Παπασπύρου, Εύα Περσάκη, Παναγιώτης Ράππας, Κυριάκος Ρόκος, Εδουάρδος Σακαγιάν, Νίκος Τρανός, Αλέκος Φασιανός, Γιάννης Ψυχοπαίδης.

(Διάρκεια της έκθεσης έως 14.9.2020, Ώρες λειτουργίας : 11.00 -14.00 και 19.00 – 23.30)

 

Τιμητική βραδιά για τον Λευτέρη Ξανθόπουλο

Οι εκδηλώσεις θα αρχίσουν την Κυριακή 23 Αυγούστου στις  9.00 μ.μ. με ένα φόρο τιμής στον Λευτέρη Ξανθόπουλο, που ήταν ο πρωτεργάτης του περσινού αφιερώματος στον Υδραίο ποιητή, και έφυγε ξαφνικά από τη ζωή στην αρχή του φετινού καλοκαιριού.

Στο θερινό σινεμά Γαρδένια, η κινηματογραφική λέσχη Ύδρας, θα προβάλει την εμβληματική ταινία του σκηνοθέτη, ποιητή και πεζογράφου Λευτέρη  Ξανθόπουλου “Καλή πατρίδα σύντροφε”( 1986 ). Θα προλογίσει ο Γιάννης Μπασκόζος, διευθυντής του ηλεκτρονικού περιοδικού Ο Αναγνώστης.  Στην εκδήλωση θα μιλήσουν η σκηνοθέτης Εύα Στεφανή και η μεταφράστρια Ρίτα Κολαϊτη. Η βραδιά θα ολοκληρωθεί με την προβολή της ταινίας μικρού μήκους “Ο Γιώργος από τα Σωτηριάνικα” (1978 ) διάρκειας 45΄, ένα βραβευμένο ντοκιμαντέρ του Λευτέρη Ξανθόπουλου, όπου επιχειρεί να καταγράψει τους μύθους της Ρωμιοσύνης, εντός και εκτός Ελλάδας. Την κινηματογραφική αυτή εκδήλωση οργανώνουν η Κοινωφελής Επιχείρηση Δήμου Ύδρας και η ομάδα των συντελεστών του Συμποσίου για τον Μίλτο Σαχτούρη.

Και άλλες ακόμα εκδηλώσεις στο πλαίσιο των εκδηλώσεων Κουντουριώτικα 2020

Την Τετάρτη 26/8 στις 8:30 μ.μ. στην  ανακαινισμένη αίθουσα τέχνης και πολιτισμού  «Μελίνα Μερκούρη» (παλιό λοιμοκαθαρτήριο ), θα φιλοξενηθεί η έκθεση “Γραφείο με θέα” φωτογραφίες 1948 – 1981 του Μάριο Βίττι, όπου στον  ίδιο χώρο θα γίνει η εκδήλωση για την ανακήρυξή του σε επίτιμο δημότη της Ύδρας.

Για τον μεγάλο ελληνιστή, θα μιλήσουν ο Διονύσης Καψάλης, ποιητής και διευθυντής του ΜΙΕΤ , η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, ομότιμη καθηγήτρια της Νεοελληνικής Φιλολογίας του ΑΠΘ και ο Ευριπίδης Γαραντούδης καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ. Παραγωγή διοργάνωση: ΜΙΕΤ, Δήμος Ύδρας.

Την Πέμπτη 27 Αυγούστου στις 9:30  το βράδυ εγκαινιάζεται η έκθεση του Γιάννη Κόττη με τίτλο το LOCKDOWN, έργα μικρής κλίμακας που δημιουργήθηκαν στο σπίτι του καλλιτέχνη στο Παρίσι κατά την διάρκεια του εγκλεισμού λόγω του κορονοϊού, στον χώρο κεντρικού καφενείου του λιμανιού της Ύδρας (Café Grande) και επιμέλεια της Έλυας Τσουβελεκάκη.

Τέλος το Σάββατο 29 Αυγούστου  στις 7:00 το βράδυ διοργανώνεται ημερίδα με θέμα: «Η πολιτειακή υποδομή της προεπαναστατικής Ύδρας και της υπόλοιπης Ελλάδας», με τον Δήμαρχο της Ύδρας Γιώργο Κουκουδάκη, την καθηγήτρια εγκληματολογίας Χριστίνα Ζαραφωνίτου, την καθηγήτρια ιστορίας Μαρία Ευθυμίου, τον υποψήφιο διδάκτορα ιστορίας Μηνά Αντύπα και συντονιστή τον Ανδρέα Αδριανόπουλο στον εξώστη της ιστορικής οικίας Λάζαρου Κουντουριώτη στην Ύδρα.

 

Πηγή: oanagnostis.gr   

Ο Αναγνώστης – Περιοδικό για το Βιβλίο και τις Τέχνες

 

Επί-Λόγου – Εκδηλώσεις – Αύγουστος 2020

Πίνω τα δάκρυα της εσπερινής σκέψης,

το αφιδατωμένο σώμα της νοσταλγίας, ξεδιψά.

Συμφιλιώνομαι με την απουσία του ευκταίου.

Ορφανά τα δάχτυλά μου πλέκουν στίχους εξομολόγησης,

να λυτρωθούν οι φόβοι της ανομολόγητης ευτυχίας.

Χαράζω δρόμο μυστικό στων γιασεμιών τις αυλές.

Μη φύγεις! Μείνε στην ευρύχωρη φωλιά των ματιών μου,

οι εικόνες έχουν σωθεί από την εύνοια του χρόνου.

Είσαι συ ή με ξεγελάει η σκιά της φυγής σου;

Μείνε! Θα σου χαρίσω όνειρα άγρυπνα

και τους ψιθύρους των κυμάτων

να ενορχηστρώνουν τις σιωπές σου.

Παλινδρομώ, αναβάλλοντας το ραντεβού

με την ευταξία των άστρων,

επαίρομαι αθόρυβα!

Πού χάθηκε η θορυβώδης νιότη; 

Πότε τα χρώματα ντυθήκανε το γκρίζο πανωφόρι;

Η πένα με συνθλίβει, λογχίζει το άνυδρο σώμα,

να τρέξει καημός, να ξεχειλίσει δάκρυ.

Οι αράδες θρασεύουν, βλασφημούν τις αγελαίες υπάρξεις

ή μήπως τις λυπούνται;

Αυτοπροσδιορίζονται οι μοναξιές των πόθων,

συμπάσχουν με τη θλίψη του απείρου.

Δεν ανησυχώ, η αγάπη βλασταίνει και σ’ αλμυρά λιβάδια.

Είσαι εδώ! Στην άκρη της νωχελικής γραφίδας,

γονιμοποιείς γαλήνιους, ευτυχισμένους στίχους.

 

Ιωάννα Α. Αγγελή

Ποιήτρια

 

Από την Ποιητική Συλλογή «Ανάπεμψις Πραεία»

Κεφάλαιο Ι «Πορεία ανάπεμψης» (Σελ.20)

Εκδόσεις ΑΓΓΕΛΑΚΗ

Αθήνα 2019

 

 

Το ποίημα Ανησυχίες πένας τιμήθηκε με το Β΄Βραβείο Ποίησης

από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών στον 35ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Αύγουστος 2020

Επιλογή και μεταφορά κειμένου στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Αρχείο Ιδιωτικής Βιβλιοθήκης)

 

Ολάκερη Εσύ,
Μητέρα υπερκόσμια,
Φως ουράνιο παραδείσου,
λατρεία και πίστη των ανθρώπων,
κελάηδισμα πουλιών
και κρίνο μυρωμένο!

Η εικόνα σου,
διάφανος καθρέφτης
των ονείρων μου,
υψώνεται φωτεινό λάβαρο
στην ψυχή μου
και παραδίνεται άχραντη
στου απείρου το φως!

Εσύ,
προστάτεψε τους ταπεινούς
και τους θνητούς
της γης ανθρώπους,
κάνε το θαύμα
και απέτρεψε τον Γολγοθά
και με του ονείρου το νανούρισμα,
σώσε μας από τη δίνη των καιρών
και πλάσε τις ελπίδες
στις καρδιές των ανθρώπων!

Ω! Εσύ, Παρθένα,
Μάνα του ήλιου και της ζωής
Παντάνασσα της δόξας!

Τζούλια Πουλημενάκου

Από την Ανθολογία Ποίησης «ΕΙΣ ΣΕ ΑΝΑΤΙΘΗΜΙ»
(Απόπειρα θρησκευτικής ποίησης)

Επιμέλεια: ΠΑΠΠΑ Β. ΒΑΣΙΛΙΚΗ

Θεσσαλονίκη 2014

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑΣ “ΕΙΣ ΣΕ ΑΝΑΤΙΘΗΜΙ”  στην διαδικτυακή εφημερίδα ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ από τη φιλόλογο Αρχοντά Σ. Αγλαΐα / 27.1.2015

Σχετικά με το ποίημα “Άχραντη Εικόνα” η φιλόλογος   Αγλαΐα Σ.Αρχοντά γράφει:

“Στην «Άχραντη Εικόνα» η Τζούλια Πουλημενάκου στρέφεται προς την υπερκόσμια Μητέρα, την οποία προσφωνεί και αποκαλεί με εξεύρεση λυρικών φράσεων θαυμασμού με οπτικές, ακουστικές και οσφρητικές αναφορές: «φως… κελάηδισμα πουλιών και κρίνο μυρωμένο!». Παρακάτω περιγράφει τον τρόπο που νιώθει την εικόνα Της, σαν υψωμένο φωτεινό λάβαρο στην ψυχή της. Παρακαλεί, ικετεύει την Παρθένο να προστατέψει τους ταπεινούς και τους θνητούς, να τους σώσει από τη δίνη των καιρών: «…κάνε το θαύμα/ και απότρεψε τον Γολγοθά/και με του ονείρου το νανούρισμα/σώσε μας από τη δίνη των καιρών/και πλάσε τις ελπίδες/στις καρδιές των ανθρώπων!»Είναι αξιοθαύμαστο, από την πλευρά της δημιουργού, ότι στην ουσία προσεύχεται για το καλό όλων των ανθρώπων, γεγονός που συνιστά και την ουσία του γνήσιου χριστιανού. Οι φράσεις, «Μητέρα υπερκόσμια, Μάνα του ήλιου και της ζωής , Παντάνασσα της δόξας , λατρεία και πίστη των ανθρώπων» φανερώνουν την πηγαία πίστη και σεβασμό  προς το πρόσωπο της Παρθένου, η οποία συντρέχει στα βάσανα όλων των πληγέντων.

Στην “Άχραντη Εικόνα” καθώς και στα άλλα δύο έργα, η βασική μόνο χρήση της στίξης, η αποφυγή της τελείας , όπου συμβαίνει, μαρτυρά την ανάγκη να συνεχίσει να παρακαλεί, χωρίς να διακόπτεται η σκέψη της Ανασκοπώντας, υποδηλώνεται το αβίωτο κενό και αβυσσαλέο ρήγμα μεταξύ ανθρώπων και Θεού. Ένας ευαίσθητος άνθρωπος, όμως, όπως η ποιήτρια, διαπιστώνει την τραγικότητα αυτού του γεγονότος και προστρέχει σε βοήθεια προς τα θεία, μιας και οι συγκαιρινοί άνθρωποι στροβιλίζονται στη δίνη των καιρών και χρήζουν της ελπίδας άνωθεν.”

Αγλαΐα Σ.Αρχοντά

Φιλόλογος

27.1.2015

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Αύγουστος 2020

Μια χαραμάδα φως

Που αν κοιτάξεις ανάμεσα – κήπος

Με λογιών λογιών φυτά

Επιθυμίες που άφησαν παντού πεινασμένες τον σπόρο

Κι ανθίζουν μόλις συναντήσουν για λίγο το βλέμμα σου

Και πετούν κλαδιά

Νεαρές δάφνες ασυλλόγιστες και γέροντες πλάτανοι

   Σκέψεις

Κι άπραγα γιασεμιά της μιας ημέρας ομορφιά

Μισογερμένα στο νερό με σχιστά βλέφαρα τα καλάμια

Αριστερά ιβίσκοι πολύχρωμοι της ανατολής

-Πόσα λουλούδια έχει σήμερα η γλάστρα, μαμά μου;-

Και δεξιά χωνάκια νυχτότροπα κι άλλα

Των μικρών ωρών συνωμότες

Να ευωδιάζουν νυσταγμένα τον έρωτα

Και να παραπατούν στις σκάλες

Με ανάκουστα βήματα ο Καιρός

Φυγοδικεί τοίχο τοίχο, ύστερα στρέφει και ξε-

Ριζώνει, ξεριζώνει τάχα παραφυάδες ολόγυρα

Ώσπου μόνο το δεντρολίβανο άναυδο

Ν’ αναλάβει, σοβαρό, να γίνει ο κήπος

Αναθρώσκοντας αργά παλιάς εκκλησίας θυμίαμα

Αντίς άλλων – πόθων – ευχών.

Ιουλίτα Ηλιοπούλου

Ποιήτρια

 

Από την Ποιητική Συλλογή «Το ψηφιδωτό της νύχτας»

Κεφάλαιο κ (σελ.28)

Εκδόσεις ύψιλον/βιβλία

Αθήνα 2018

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Αύγουστος 2020

Επιλογή και μεταφορά κειμένου στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Αρχείο Ιδιωτικής Βιβλιοθήκης)

Έλα να ανταλλάξουμε

κορμί και μοναξιά.

 

Να σου δώσω απόγνωση,

να μην είσαι ζώο,

να μου δώσεις δύναμη,

να μην είμαι ράκος.

 

Να σου δώσω συντριβή,

να μην είσαι μούτρο,

να μου δώσεις χόβολη,

να μην ξεπαγιάσω.

 

Κι ύστερα να πέσω

με κατάνυξη στα πόδια σου,

για να μάθεις πια να μην κλωτσάς.

Ποιήματα, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1992

Από τον δίσκο Τα τραγούδια της αμαρτίας, ΣΕΙΡΙΟΣ, 1996

Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις

Ντίνος Χριστιανόπουλος  (1931 – 2020)

Ποιητής

  

Από την ποιητική ανθολογία «ΕΠΕΙΔΗ Σ’ΑΓΑΠΗΣΑ ΚΑΙ Σ΄ΑΓΑΠΩ ΑΚΟΜΗ» 

Ποιήματα για την αγάπη και τον έρωτα

 Επιμέλεια: Γιάννης Η.Παππάς

Εκδόσεις Μεταίχμιο – 2010

Video YouTube: Μάνος Ορφανουδάκης

Στίχοι: Ντίνος Χριστιανόπουλος Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις Πρώτη εκτέλεση: Ανδρέας Καρακότας

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Αύγουστος 2020

Επιλογή και μεταφορά κειμένου στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Αρχείο Ιδιωτικής Βιβλιοθήκης)

ΕΞΟΔΟC ΜΕ ΤΟ ΑΛΟΓΟ  1

Οι καμπάνες χτυπούν! Τέλειωσε η νύχτα!

Ξημέρωσε έξω! Ακόμα να στο ειπούνε

τα δάκριά σου; Ξημέρωσε! Απ’ τις γρίλιες

πηδούν μικρές φωτιές μέσα στο σπίτι!

Έξω το φως, πλησίασε την καρδιά σου,

χτυπιέται από παντού πάνω στο σπίτι,

ζητά να πέσει κάπου και να γίνει

αίμα, χορός νυφιάτικος κι’ αγέρας

από φωνές του Θεού! Κλείσαν οι δρόμοι!

Το σπίτι σου είναι περικυκλωμένο

παντού από τη χαρά! Δε θα μπορέσεις

να φύγεις ! Σε ζητάνε ! Σου χτυπάνε

την πόρτα σου! Έχει φέρει τ’ άλογό της,

έφερε τ’ άλογό της να σε πάρει!

Βάλε τη φορεσιά σου! Βάλε τ’ άνθη

που σου μάζωξε η μάννα σου! Τα δάκρια

που τα πήρε το φως κι’ έγιναν κόμποι

λεμονιάς! Ήρθε η μοίρα σου! Έχεις φτάσει

στη μοίρα σου επιτέλους! Η έξοδός σου

φρουρείται από το φως! Έξω σφυρίζουν!

Σίμωσε στο παράθυρο! Άνοιξέ το!

– Χαρά!

            – Χαρά!

                         – Χαρά!

                                        Χαιρέτισέ τους!

Βγάλε την άσπρη μπόλια της ψυχής σου

Φέρτην κύκλο στο φως!

                                         Δώστε τα χέρια!

Πλησιάστε τις καρδιές! Κλάφτε απ’ αγάπη!

 

ΕΞΟΔΟC ΜΕ ΤΟ ΑΛΟΓΟ  2

Άνοιξε η πόρτα διάπλατα και βγήκα.

Άστραψα, βγήκα, πρόβαλα στον κόσμο,

Λάμποντας πάνω στ’ άλογο, γελώντας

κατ’ από την αυγή. Τα πέταλά του

σπιθοβόλησαν άξαφνα κι’ οι σπίθες

χτυπηθήκαν στους τοίχους, χτυπηθήκαν

πάνω στα δέντρα, λάμψαν στον αγέρα,

τρέχουν πίσω μας. Τ’ άλογο χορεύει

δυο ρόδα στα καπούλια του. Χορεύει

στη χαίτη του τον ήλιο.

                           – Χόπλα !  Χόπλα !

Μια κόκκινη φωτιά που μεγαλώνει,

χτυπά με την ουρά του το γαλάζιο

δεξιά κι’ αριστερά, γέρνουν τα στάχια…

– Χαρά!

           -Χαρά!

                      -Χαρά!

                                Σηκώνεται όρθιο,

παίζουνε τα ποδάρια του στον αέρα

σα να σκάφτουν το φως, σα να χτυπάνε

τις πόρτες τ’ ουρανού:

                                  »Γυρίστε πίσω!

»Νεκροί!  Νεκροί!  Νεκροί! Γυρίστε πίσω!

»Μας χωρούσεν η γης! Γυρίστε πίσω!

»Τα σπίτια μας! Να χτίσουμε στην πέτρα

»τα σπίτια μας!  Νεκροί! Σας αγαπούσε!..

»Μ’ έστειλε να σας πω!..Γυρίστε!..Μου είπε!..

»Όλοι μαζύ!..»

                       -Χαρά!

                                  Δώστε τα χέρια!

Πλησιάστε τις καρδιές! Κλάφτε απ’ αγάπη!

 

ΕΞΟΔΟC ΜΕ ΤΟ ΑΛΟΓΟ  3

Τ’ αλόγου μου ο λαιμός σα ν’ αναβρύζει

μέσα στο φως ορθός, χορεύει πάνω

στον ουρανό τη χαίτη του. Μια λάμψη

πέφτει απ’ τον ουρανό, τρυπώνει, τρέχει

το γαλάζιο πουλί μέσα μου, λυώνει

την καρδιά του σε τρίλιες. Δε χωράνε

στο σώμα μου οι φωνές! Κοιτώντας γύρω,

χαμογελώ σφυρίζοντας τον ήλιο

στον αυλό της χαράς!

                                  Σκίζονται οι φλούδες,

μπαίνει το φως παντού, σκάφτει, ζεσταίνει,

σηκώνονται οι νεκροί, ακούονται οι ρίζες

σαν ποδοβολητά μέσα στο χώμα!

Ξάφνου, σε μια στροφή, τ’ άλογο βλέπει

την άσπρη κερασιά που έχει φυτρώσει

πάνω στην πέτρα που έκλαια κι’ αφηνιάζει

θαμπωμένο από τ’ άνθη της. Στηλώνει

τα ποδάρια του απότομα, παλεύει

να σηκώσει τον ήλιο, γέρνει δώθε,

γέρνει κείθε απ’ το βάρος του, τρεκλίζει,

γονατίζει, σηκώνεται, γυρίζει

το κεφάλι του πίσω, χρεμετίζει

κοιτάζοντας τα δάκριά μου.

                                                -Πού πάμε;

-Παντού! Σ’ όλη τη γης!

                                         Δώστε τα χέρια!

Πλησιάστε τις καρδιές! Κλάφτε απ’ αγάπη!

 

ΕΞΟΔΟC ΜΕ ΤΟ ΑΛΟΓΟ  4

Η καρδιά μου χτυπώντας σαν φτερούγα

όμορφου αγγέλου μέσα μου, ξαφνιάζει

την ατμόσφαιρα γύρω μας. Γιομίζει

φως κι’ ουρανό το στόμα μου, σφυρίζω

μες στη γαλάζια μέρα! Τ’ άλογό μου…

-Χαρά!

          -Χαρά!

                   -Χαρά!

                               Ποιος μας φωνάζει!

Τ’ άλογο…

          -Ποιος;

                   -Χαρά!

                               Τρέχει, διπλώνει

τα πόδια του στο φως· μένουνε πίσω

δέντρα, φωνές, πλαγιές! Η μέρα βουΐζει

σα νάναι η γης ολόκληρη μια κοίτη

μεγάλου ποταμιού που κατεβαίνει

με δύναμη! Σα να κατρακυλάμε

στο ρεύμα του καβάλα…

                                         Χόπλα! Χόπλα!

Στη μοίρα μας!  Στη μοίρα μας!  Αδέλφια!

Δεξιά κι’ αριστερά μου!

                                   Γειά σας! Γειά σας!

Χτυπά το πέταλό του ανάβει η πέτρα.

Χτυπά το πέταλό του κι’ απ’ τα δέντρα

πέφτουν λουλούδια πάνω μας. Ακόμα!

Πιο γρήγορα! Πιο γρήγο…

                                          Χόπλα! Χόπλα!

Πριν βασιλέψει ο ήλιος! Να μοιράσω

τους άσπρους αυτούς κρίνους! Να σκορπίσω

στα τέσσερα σημεία τα περιστέρια

που ακολουθάνε πίσω μου, χαμένα

μες στην πλημμύρα του ήλιου, καθισμένα

στο ρεύμα της χαράς!

                                          Δώστε τα χέρια!

Πλησιάστε τις καρδιές! Κλάφτε απ’ αγάπη! (1952)

 

Nικηφόρος Βρεττάκος (1912-1991)

Ποιητής

 

Από την ποιητική συλλογή «ΕΞΟΔΟC ΜΕ ΤΟ ΑΛΟΓΟ» (ΥΜΝΟC CTH XAΡΑ)

Σπαράγματα από στίχους που γράφτηκαν κατά τη συνήθεια του Νικηφόρου πάνω σε πακέτα τσιγάρων

Εκδόσεις ΠΟΤΑΜΟΣ-ΑΘΗΝA 2008

 

Επιλογή και μεταφορά κειμένου στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό Αρχείο Βιβλιοθήκης)

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Αύγουστος 2020

Κάθομαι μόνος

και κλέβω μια πνοή

απ’ την ανάσα του ανέμου,

να μερώσω τα σπλάχνα μου…

 

Ο άνεμος!

Αχ πως τον ζηλεύω!

Πηγαίνει παντού…

Πριν από λίγο, πέρασε για μια στιγμή

απ’ τα περβόλια με τις λεμονιές

και γέμισε αρώματα!

 

Ο άνεμος!

Ετούτος ο νυχτερινός επισκέπτης

θέλει να γίνουμε φίλοι!

Με καλεί να ταξιδέψω μαζί του,

να βρούμε τις νεράιδες

κάτω στην ακροποταμιά,

που καθρεπτίζονται, φεγγαρόλουστες,

στ’ ασημένια νερά.

 

Έχει φεγγάρι απόψε!

Το βλέπεις ανάσα μου;

Κοίτα πως λάμπει!

Σαν τα μάτια σου όταν

με κοιτάνε!

 

Όχι δε θ’ ακολουθήσω τον άνεμο!

Κι ας χορεύουν οι νεράιδες γυμνές

πάνω στα νούφαρα,

κρεμασμένες από τις άκρες

των φεγγαραχτίδων!

 

Όχι, θα μείνω να κοιτάζω τα μάτια σου

εκεί ψηλά στο φεγγάρι !

Χαμογέλασε!

Να γίνει ακόμη πιο φωτεινό!

Χαμογέλασε

κι είναι το γέλιο σου

πανσέληνος στις ψυχές μας απόψε!

 

Νίκος Ταβουλάρης

Ποιητής – Πεζογράφος  – Δοκιμιογράφος

τ.Πρόεδρος της “Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών”

Μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου “Παρνασσός”

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Αύγουστος 2020

Κάποτε, σ’ ένα βαρυθυμό μου μεσονύχτι,

την ώρα που το πνεύμα μου βυθούσα,

βαριεστημένος και κατάκοπος,

σε κάποιο σοφό, λησμονημένο, αλλόκοτο βιβλίο,

και το κεφάλι μου από νύστα προσκυνούσε,

ξάφνου σα να ‘κουσα ανάλαφρο ένα κρότο,

σαν κάποιος να χτυπούσε

της κάμαράς μου την πόρτα σιγανά:

«Κάποιος περάτης θα ‘ναι,

που χτυπάει την πόρτα μου, είπα,

αυτό θε να ‘ναι, αυτό και τίποτ’ άλλο».

 

Ω, καλά το θυμούμαι, ήτανε τότε

παγερός Δεκέμβρης μήνας,

και κάθε του τζακιού μου κούτσουρο, ως εσβηόταν,

την τελευταία του ξάπλωσε σκιά στο πάτωμά μου,

και λαχταρούσα φλογερά να φέξει·

μάταια απ’ τα βιβλία μου ζητούσα

παρηγοριά για το χαμό της Λεονόρας,

της φωτεινής, αταίριαστης κοπέλας,

που τώρα οι άγγελοι την κράζουνε «Λεονόρα»,

μα που εδώ κάτου δε θε ν’ ακουστεί

τ’ όνομά της Ποτέ πια.

 

Και το αβέβαιο θλιβερό απαλοθρόισμα

της μεταξένιας μου ερυθρής κουρτίνας

με ξάφνιζε πρωτόφαντα κι αλλόκοτα,

τόσο, που για να στρώσω

της καρδιάς μου τους παλμούς

αδιάκοπα ξηγούσα στον εαυτό μου:

«Κάποιος περάτης αργονυχτωμένος

στην πόρτα μου θα ευρέθη

και μου χτυπάει δειλά,

αυτό θε να ‘ναι,

αυτό και τίποτ’ άλλο».

 

Μα σε λίγο ξεθάρρεψε η ψυχή μου

και δίχως πια δισταγμό:

«Κύριε, φωνάζω, ή Κυρία, συχώρεσέ με,

είν’ αλήθεια πως είχ’ αποκαρώσει,

κι εσείς πάλι τόσον απαλά,

τόσο δειλά χτυπήσατε την πόρτα

της κάμαράς μου, τόσο σιγά,

που άκουσα και δεν άκουσα».

Κι ευθύς ανοίγω διάπλατα, μα απόξω

τρισκόταδο βαθύ και τίποτ’ άλλο.

 

Και στάθηκα ώρα αντικρίζοντας τα σκότη,

σαν απολιθωμένος, φοβισμένος

και μ’ απορία, ονειρευάμενος όνειρα,

που ώς τα τώρα θνητός δεν εξεθάρρεψε

να ονειρευτεί κανένας

μα τίποτα δεν τάραξε τη σιγαλιά τριγύρω

κι ανόθευτο εστάθη το σκοτάδι

μια μόνη λέξη εφτερούγισε: «Λεονόρα».

Κι αυτή τη στέναξα εγώ,

και μια ηχώ αντιμίλησέ μου: «Λεονόρα».

Αυτό, μονάχ’ αυτό και τίποτ’ άλλο.

 

Κι ως γύρισα ξανά στην κάμαρά μου,

με την ψυχή βαθιά μου φλογισμένη,

ξανάκουσα ένα κρότο πιο μεγάλο:

«Τώρα πια σίγουρα, είπα, σίγουρα είναι κάτι

πίσω απ’ του παραθύρου την κουρτίνα

ας κοιτάξουμε τι ‘ναι,

ας ξεδιαλύνουμε και το μυστήριο αυτό·

ας ηρεμήσει μια στιγμή η καρδιά μας

και θα το ξεδιαλύνουμε κι αυτό·

ο άνεμος θα ‘ναι μοναχά και τίποτ’ άλλο».

 

Μα ανοίγω το παράθυρο, και ξάφνου,

σαλεύοντας με χάρη τα φτερά του,

ξεχύθη μέσα ένα υπέροχο Κοράκι,

άξιο παλαιών αγίων καιρών, να σταθεί,

ή ν’ αργοπορήσει διόλου, με φερσίματα

αφέντη σκαρφαλώνει απάνω από τη θύρα

της κάμαράς μου, και κουρνιάζει

απά σε κάποια προτομή της Παλλάδος,

πάνω ακριβώς απ’ της κάμαρας την πόρτα·

σκαρφάλωσε, θρονιάστηκε εκειδά και τίποτ’ άλλο.

 

Κι ως μες στη φαντασία μου τη θλιμμένη

το εβένινο πουλί κάποιο χαμόγελο έμπαζε

με την αγέλαστη αυστηρή του στάση:

«Μ’ όλο το μαδημένο φαλακρό κεφάλι σου, είπα,

για δειλό δε μοιάζεις,

εφιαλτικό και πένθιμο Κοράκι,

που έρχεσ’ από της νύχτας τ’ ακρογιάλια·

πες μου μονάχα, ποιο τ’ αρχοντικό

όνομα που σου δίνουν εκεί κάτου

στην πλουτώνεια ακρογιαλιά της νύχτας;».

Και το Κοράκι αποκρίθη: «Ποτέ πια».

 

Ξαφνιάστηκα σφοδρά, σαν άκουσα έτσι ξάστερα

το άχαρο αυτό πετούμενο να μ’ απαντάει·

– και μ’ όλο που η απόκρισή του δε φαινότανε

να ‘χει καμιά μεγάλη σημασία, –

γιατί κανένας άνθρωπος ώς τώρα,

πρέπει να ομολογήσουμε, δε θα ‘λαχε

τέτοιο να δει πουλί πάνω απ’ την πόρτα

της κάμαράς του, πουλί είτε κι άλλο ζώο

θρονιασμένο σε μια γλυπτή προτομή,

στης κάμαράς του απάνωθε τη θύρα

και να ‘ναι τ’ όνομά του «Ποτέ πια».

 

Μα τ’ απομόναχο Κοράκι, κουρνιασμένο

απάνω στη γαλήνια προτομή,

μονάχα εκείνα επρόφερε τα λόγια,

λες και σ’ αυτά τα δυο λόγια

καταστάλαζε ακέρια του η ψυχή.

Δεν εξεστόμισε άλλο τι, μήτε και φτεροσάλεψε

ώσπου άρχισα να σιγομουρμουρίζω:

«Κι άλλοι μου φίλοι εφύγαν και μ’ αφήσαν,

ώς την αυγή κι αυτό θε να μ’ αφήσει,

καθώς κι οι ελπίδες μου όλες φτερουγίσαν».

Μα το πουλί μού αποκρίθη: «Ποτέ πια».

 

Ριγώντας απ’ την άπλετη ησυχία,

που απλώθηκε ξοπίσω από την ξάστερη

εκείνη απόκρισή του: «Α, δίχως άλλο, εσκέφτηκα,

η φράση αυτή π’ ολοένα μου τονίζει,

αυτή θε να ‘ναι η γνώση του όλη κι όλη,

κληρονομιά από κάποιο δύσμοιρο αφέντη

που η συμφορά τον είχε πάρει κυνηγώντας,

ώσπου  όλα τα τραγούδια του πια εκλείναν,

όλα μ’ αυτή την ίδια επωδό·

ώσπου τα πένθιμα τραγούδια της ελπίδας του

ετελειώναν με την ίδια μελάγχολη επωδό:

                                        «Ποτέ πια, Ποτέ πια».

Μα καθώς το Κοράκι στην ψυχή μου

έφερν’ ακόμα εκειό το χαμογέλιο,

μια πολυθρόνα τράβηξα βαθιά

αντίκρυ στο πουλί, στην Παλλάδα και στην πόρτα,

και μέσα στα βελούδινα βυθώντας μαξιλάρια,

τους στοχασμούς μου αρχίνησα να στρώνω ένα προς ένα,

ζητώντας να ξηγήσω τ’ ήθελε αυτό το παλαιϊκό

οιωνικό πουλί, τ’ ήθελε αυτό το σκότεινο,

άχαρο, ισχνό και οιωνικό πουλί

το παλαιϊκό, τ’ ήθελε να σημάνει

με την κραυγή του: «Ποτέ πια».

 

Και κάθισα εκειδά γυρεύοντας να δώσω

μια εξήγηση σ’ εκείνο, με δίχως ν’ απευθύνω

ούτε μια λέξη στο πουλί, που τα βαθιά του μάτια,

βυθώντας τώρα μέσα μου,

φλογίζανε τα βάθη της καρδιάς μου,

κάθισα να μαντέψω εκείνο κι άλλα μύρια,

βυθισμένος μες στ’ απαλά βελουδένια μαξιλάρια,

που τα φλόγιζε η λάμπα, στα μαβιά

βελουδένια μαξιλάρια, που η λάμπα μου τα φλόγιζε,

στα μαξιλάρια, που αλίμονο εκείνη

δε θα ξαπλώσει: Ποτέ πια.

 

Κι άρχισ’ ο αγέρας γύρω να βαραίνει,

μυρωμένος απόνα θυμιατήρι

αόρατο, που το σαλεύαν Σεραφείμ

με ανάλαφρη περπατησιά, που εσβηότανε

βουβά πα στο χαλί. Κι έκραξα τότε: «Δόλιε,

ο Θεός σου με τα Σεραφείμ του

σού στέλνει, σου χαρίζει τη λησμοσύνη,

το νηπενθές για τη χαμένη σου Λεονόρα·

πιες το, ω πιες τό γλυκό νηπενθές και ξέχασέ την».

Μα το Κοράκι μού κράζει: «Ποτέ πια».

 

«Προφήτη, του είπα τότε, μαύρο πνεύμα, –

πουλί είτε δαίμονα, για μένα όμως Προφήτη, –

ο Πειρασμός κι αν σε στέλνει,

είτε η ανεμοζάλη αν σε ξέβρασε εδώ,

απελπισμένο μα αδάμαστο ακόμα,

σ’ αυτή τη μαγεμένη ερημιά,

σ’ αυτό το στοιχειωμένο από τη φρίκη σπίτι,

πες μου αλήθεια, σε ικετεύω,

υπάρχει κάτω στη Γαλαάδ

κανένα βάλσαμο; Υπάρχει; Σε ικετεύω, πες μου».

Μα το Κοράκι αποκρίθη: «Ποτέ πια».

 

«Προφήτη, του είπα πάλι, μαύρο πνεύμα, –

πουλί είτε δαίμονα, για μένα όμως Προφήτη, –

στ’ όνομα τ’ ουρανού που απλώνει απάνωθέ μας,

στ’ όνομα του Θεού, που πιστεύουμε κι οι δυο μας,

πες στην ψυχή αυτή τη βαρυπικραμένη

αν έχει ελπίδα στην απόμακρη Εδέμ

για ν’ αγκαλιάσει μια κόρη αγιασμένη,

που οι άγγελοι την κράζουνε «Λεονόρα»,

μια φωτεινή αταίριαστη κοπέλα,

που οι άγγελοι την κράζουνε «Λεονόρα».

Μα το Κοράκι αποκρίθη: «Ποτέ πια».

 

«Αυτά τα λόγια ας είναι τα στερνά σου,

πουλί είτε δαίμονα, – φώναξα και σηκώθηκα, –

πάρε το δρόμο σου ξανά για την ανεμοζάλη

και τα πλουτώνεια ακρογιάλια της νυχτός,

κι ούτε φτερό μην αφήκεις για σημάδι

της ψευτιάς, που ξεστόμισε η ψυχή σου·

απαραβίαστη άφησε την άπλετη ερημιά μου·

φύγε απ’ την προτομή πάνω απ’ την πόρτα,

και τράβηξε το ράμφος σου απ’ τα σπλάχνα μου,

γλίτωσε τη ματιά μου απ’ τη μορφή σου».

 

Και το Κοράκι αποκρίθη: «Ποτέ πια».

Και το Κοράκι στέκει,

και στέκει πάντ’ ασάλευτο

στην ωχρή της Παλλάδος προτομή θρονιασμένο,

στης κάμαράς μου απάνωθε την πόρτα,

κι είναι τα μάτια του απαράλλαχτα με μάτια

ενός δαίμονα, που σ’ όνειρο έχει γείρει·

κι ως παιχνιδίζει απάνω του της λάμπας μου το φως,

τον ίσκιο του στο πάτωμα ξαπλώνει,

και η ψυχή μου από τον ίσκιο αυτόν

που αργοσαλεύει στο πάτωμα,

δε θέλει ανασκωθεί Ποτέ της πια. (1845)

 

Έντγκαρ ΆλλανΠόε    (Edgar Allan-Poe 1809-1849)

Συγγραφέας-Ποιητής-Δοκιμιογράφος-Κριτικός Λογοτεχνίας

 

Σημείωση: “Το Κοράκι” (“The raven”) σε μετάφραση του Ν.Προεστόπουλου είναι από τη συλλογή EDGAR POE ΠΟΙΗΜΑΤΑ των εκδόσεων Δ.ΚΟΡΟΝΤΖΗ

Το ανωτέρω ποίημα συμπεριλαμβάνεται στη Μυθιστορηματική Βιογραφία του ΕΝΤΓΚΑΡ ΠΟΕ 

της συγγραφέα Λιλίκας Νάκου με τίτλο “ΠΟΤΕ ΠΙΑ”

Εκδόσεις ΔΩΡΙΚΟΣ

Αθήνα 1981

 

Απόσπασμα από το βιβλίο (σελ.199):

 

“Το 1873, οι θαυμαστές του Πόε του σηκώνανε, στον τάφο του, ένα άγαλμα, και ο μεγάλος Άγγλος ποιητής Τέννυσον, έγραφε:

 Στην πιο μεγάλη ιδιοφυία της Αμερικής

Η πολιτεία του Ρισμόν τώρα υπερηφανευόταν για το ένδοξο πια παιδί της. Και στο πάρκο της Βαλτιμόρης θα δείτε τώρα ένα μεγάλο μπρούτζινο άγαλμα, που του έστησαν το 1921 οι Γάλλοι θαυμαστές του. Τον ίδιο χρόνο, τον Οκτώβριο, η πόλη πάλι του Ρισμόν, έδινε 20 χιλιάδες δολάρια για να ιδρύσει το «Sanctuaire» του Έντγκαρ Πόε, που σκοπό έχει να περισυλλέξει κάθε ενθύμιο και χειρόγραφο που άφησε. Είναι άλλωστε τώρα ο «κλασικός» Ποιητής της Αμερικής, και βρίσκεται σε κάθε ανθολογία. Αλλά, αλίμονο! η δόξα ήρθε πολύ αργά! Ζώντας, ο Πόε, μην το ξεχνάμε, πεινούσε.

Πλήρωσε ακριβά ο Πόε τη μεγαλοφυία του. Η κοινωνία, ακόμα και τώρα, σπάνια βοηθεί έναν μεγαλοφυή καλλιτέχνη. Πρέπει πρώτα να πεθάνει, και ύστερα από πολλά χρόνια να του στήσει άγαλμα! Έτσι πραγματικά συνέβηκε και με τον Έντγκαρ Πόε.”

 

Λιλίκα Νάκου (1904-1989)

Δημοσιογράφος-Πεζογράφος

 

 

Επιλογή και μεταφορά κειμένου στο διαδίκτυο:Τζούλια Πουλημενάκου

(Αρχείο προσωπικής βιβλιοθήκης)

Επί-Λόγου – Λεύκωμα – Αύγουστος 2020