Προσκυνητής στο αέναο ταξίδι τ’ ουρανού,

συνοδοιπόρος με τούτο το ματωμένο φεγγάρι,

αυτήν την απριλιάτικη νύχτα,  θα γίνω!

 

Σ΄αυτήν την άγια πανσέληνο,

την πορφυρή, την αιμάτινη,

θα κρεμάσω το ουράνιο τόξο της ελπίδας

και τα πολύχρωμα όνειρα της γης!

 

Έλα φεγγάρι μου και λαμπύρισε άλικο

στου απέραντου κόσμου το κύτταρο!

Κύλισε πύρινο στου είναι μου τις φλέβες

και ζέστανε την ψυχή μου!

 Σβήσε τη θλίψη και γίνε ρόδινο στεφάνι

στ’ ουρανού σου το άπειρο!

Στων αστεριών σου τον παράδεισο

να διαβώ και να ταξιδέψω,

τη φωτεινή σπίθα της ελπίδας

αναζητώντας…

 

 Τζούλια Πουλημενάκου

 

Από την Ποιητική Συλλογή “Απρόσμενη Άνοιξη” 

Κέντρο Ευρωπαϊκών Εκδόσεων Χάρη Τζο Πάτση 

2η Έκδοση Αθήνα 2017

Eπιμέλεια βίντεο: Γιώτα Φραγκουλάκη

Επί-Λόγου – Τα έργα μου – Τα ποιήματά μου – Λεύκωμα –  Απρίλιος 2020

Ανέκαθεν οι σοφές κεφαλές, οι συγγραφείς μεγάλου διαμετρήματος δεν καταδέχονται να κατεβούν στα ζητήματα της καθημερινής ζωής, στα «μικροπροβλήματα»  που αντιμετωπίζουν σε κάθε βήμα του οι κοινοί άνθρωποι. Όταν ακούς από παντού ότι υπάρχει μια έρευνα και μια μάθηση που όλα τα θέματα τα εξετάζει σοβαρά και λέγεται «φιλοσοφία», αν τύχει και είσαι αμύητος και τρέξεις να συμβουλευτείς για το δικό σου θέμα τους  λεγόμενους «φιλοσόφους», δοκιμάζεις μια μεγάλη έκπληξη. Βρίσκεις στα έργα τους απαντήσεις (ή προσπάθειες για απάντηση) σε πλήθος αποριών, που άλλες καταλαβαίνεις και άλλες δεν καταλαβαίνεις, αλλά για το συγκεκριμένο ζήτημα, το καυτό, το σοβαρό, το επείγον, που ζητείς βοήθεια, δεν ακούς λέξη. Σα να το θεωρούν περιθωριακό, και ούτε καν το αναφέρουν. Στην αρχή συστέλλεσαι να ρωτήσεις εκείνον που σε συμβουλεύει να απευθυνθείς στους «φιλοσόφους», τους παντογνώστες, και με την ελπίδα ότι οι «μεγάλοι» κάπου, μέσα στα πολυσέλιδα έργα τους, θα ασχοληθούν και με το ζήτημά σου, προχωρείς και ψάχνεις. Γρήγορα όμως απογοητεύεσαι και εγκαταλείπεις κάθε προσδοκία. Αυτοί έχουν να κάνουν με τα πολύ «σοβαρά» και τέτοια δεν θεωρούν το δικό σου που ωστόσο δεν σε αφήνει ήσυχο μέρα και νύχτα και γίνεται εφιάλτης της ζωής σου. Ξαναβάζεις τότε τα έργα τους στο ράφι που τα βρήκες, και όταν στο μέλλον ακούς τη μαγική λέξη «φιλοσοφία», κουνάς με σκεπτικισμό το κεφάλι σου: «Είναι – λες – για τους αργόσχολους αυτή η σπουδή, όχι για όσους η προσωπική ανάγκη απαιτεί άμεση βοήθεια». Μπορεί να προχωρήσεις και περισσότερο·  να πεις ότι η «φιλοσοφία» είναι περιττή, άχρηστη για τη ζωή, και να την κοροϊδέψεις… Ας μείνουμε όμως στην πρώτη θέση, τη συγκαταβατική· αυτή μάς αρκεί.

Όποιος έχει προσέξει τις αντιδράσεις των κοινών ανθρώπων απέναντι στα «φιλοσοφικά» βιβλία που έπεσαν στα χέρια τους, δεν νομίζω ότι θα βρει υπερβολικές τις παραπάνω παρατηρήσεις. Επειδή συμβαίνει να μ’ ενδιαφέρει αυτή η (καλώς ή κακώως λεγόμενη) «επιστήμη των επιστημών», μπορώ να βεβαιώσω ότι δεν απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Όταν έτυχε να συναντήσω έναν απελπισμένο άνθρωπο  που ο αμείλικτος τροχός της καθημερινής βιοπάλης δεν του αφήνει στιγμήν αναψυχής και του δίνω τη συμβουλή, αντί να ζητεί μάταιη παρηγοριά στο ποτό που τον αποκτηνώνει, να διαβάσει «φιλοσοφία», και συγκεκριμένα τα έργα ξακουστών σοφών της αρχαιότητας ή των νέων χρόνων που ασχολούνται με γνωσιολογικά και, κυρίως με  ηθικά προβλήματα, τον ακούω σε λίγες μέρες να ομολογεί με δυσφορία:

-Έσκυψα με συγκίνηση και ταραχή στα βιβλία που μου δάνεισες, στη γνωσιολογία και στην ηθική, γρήγορα όμως τα παράτησα αποκαμωμένος και αδειανός, όπως πριν. Στη γνωσιολογία διάβασα, στην αρχή, πολλές σελίδες για την αντινομική μορφή της οντολογικής απορίας, αν πρέπει τελικά να προτιμήσουμε τη ρεαλιστική ή την ιδεαλιστική λύση της. Ύστερα ζαλίστηκα διαβάζοντας τις απόπειρες που γίνονται ανέκαθεν για τη φαινομενολογική ανάλυση του αντικειμένου και τη διατομή της έννοιας του υποκειμένου της γνώσης. Και στο τέλος έπεσα στο θ έμα των κατηγοριών, στον ορισμό και την παραγωγή τους, στον πίνακα και την αλληλουχία τους… Σε τι με βοηθούν όλα αυτά, είπα, και πέρασα στα άλλα βιβλία, στους τόμους της Ηθικής. Το πρόβλημά μου, σκέφτηκα, είναι κατά κύριο λόγο ηθικό· πρέπει λοιπόν να το έχουν μελετήσει και λύσει οι «ηθικοί» φιλόσοφοι. Αλλά και αυτοί με απογοήτεψαν. Εκατοντάδες σελίδες αφιερώνουν στη σωκρατική ηθική, στην καντιανή ηθική, στη βιολογική ηθική, στο πολύκροτο ζήτημα των ηθικών αξιών, στην αυθυπαρξία και στην ιεραρχία τους. Πουθενά όμως δεν εξηγούν τη συμφορά του δύστυχου ανθρώπου που οι συνθήκες της ζωής τον αναγκάζουν να «φεύγει» από τον εαυτό του με τον ένα τρόπο ή τον άλλο· τι μπορούν λοιπόν να μου πουν; Αυτοί δεν μπορούν· δεν θέλουν ή δεν καταδέχονται. Και στις δύο περιπτώσεις μού είναι άχρηστοι…

Τι να αποκριθείς σ’ αυτή τη δεινή αντίρρηση, την τόσο βεβαιωμένη από τα πράγματα; Ό,τι η φιλοσοφία σαν έργο του νου θεωρητικό, που έχει ανέκαθεν στενή σχέση με τη ζήτηση της αλήθειας και πολύ χαλαρότερη με την εμπνοή της φαντασίας, με την ποίηση (νόμιμη κι αυτή ενασχόληση του πνεύματος), οφείλει να αρχίζει από τα γενικά ζητήματα και να αφήνει στον στοχαστικό άνθρωπο την πρωτοβουλία και την ευθύνη να λύνει τα προβλήματά του; Όταν πιέζεσαι από την ανάγκη, δεν περιμένεις· επείγεσαι, και τη σιωπή του άλλου τη θεωρείς (δικαίως) αποφυγή ή ολιγωρία. Ο άνθρωπος γεννιέται σ’ ένα κόσμο που προϋπάρχει, και είναι εξοπλισμένος (από τη φύση και την οικογένεια) για να ζήσει σ’ ένα «περιβάλλον» βιολογικό, ψυχολογικό, κοινωνικό προσχηματισμένο από πρόσωπα και γεγονότα που ούτε τις δυνατότητες έχει ούτε τα μέσα να το ελέγξει. Έρχεται στη ζωή ντυμένος ένα σώμα που υδεν το έχει ζητήσει – γερό ή αδύνατο, άρτιο ή ανάπηρο, όμορφο ή δύσμορφο – και μ’ αυτό πρέπει να τα βγάλει πέρα, με τους άλλους ανθρώπους και με τον εαυτό του. Απροσδιόριστη εξ’ αρχής είναι και η διανοητική του κατάσταση· μπορεί άλλωστε και να μη μείνει η ίδια, να βελτιωθεί ή να χειροτερέψει. Με αυτά τα προσόντα και τα μειονεκτήματα καλείται να ζήσει. Οι περιστάσεις θα τον οδηγήσουν· την ίδια ή και μεγαλύτερη επίδραση θα έχουν και οι συμπτώσεις.  Αν χρειαστεί όμως βοήθεια, πού θα καταφύγει; Η βιοπάλη, το άλλο φύλο, οι Αρχές και οι νόμοι τους, οι περιπλοκές της υγείας, τα ανεβοκατεβάσματα της μοίρας τον φέρνουν διαρκώς σε δύσκολη θέση,  και του αναθέτουν να πάρει αποφάσεις που θα σφραγίσουν με ανεξίτηλα χρώματα την ύπαρξή του: επάγγελμα, γάμος, παιδιά, δικαστήρια, στρατός κτλ. Κτλ. Είναι λ.χ. αδέξιος και φυτοζωεί στη δουλειά του· δεν είναι εντυπωσιακός, και η γυναίκα που αγαπάει, τον αποστρέφεται· ο γιος ή η κόρη του πήραν λοξό δρόμο και δεν μπορεί να τους ξαναφέρει κοντά του· και ούτε ανώδυνα ούτε ανεπαίσχυντα έρχονται τα  γεράματα που δεν αργούν. Δεξιά και αριστερά τον παραφυλάει η εκτροπή, η αυτοκτονία, το έγκλημα. Την ώρα της μεγάλης δυστυχίας από ποιον θα ζητήσει συμβουλή; Είναι όλοι σε θέση να τον καταλάβουν; Θα προσπαθήσουν να αντιληφθούν τη δεινή θέση του και να του δείξουν τον δρόμο της σωτηρίας ή δεν θα του δώσουν σημασία: θα περιορισθούν σε τυπικές, εξωτερικές και άχρηστες συστάσεις, και θα κοιτάξουν πρώτα το δικό τους συμφέρον;

Μην πείτε τα «προβλήματα» αυτά μικρά και ασήμαντα. Έτσι μπορεί να τα χαρακτηρίσει όποιος δεν μπερδεύτηκε στους τροχούς των ή κατόρθωσε (πράγμα ακόμη σπανιότερο) να διαφύγει την πίεσή τους με μικρές απώλειες. Οι πολλοί, οι περισσότεροι τα έχουν δοκιμάσει και ξέρουν τι στοιχίζουν. Ας μη το λένε· οι άνθρωποι δεν αγαπούν να ομολογούν τις σκέψεις που περνούν από το κεφάλι τους τις ώρες της μεγάλης δοκιμασίας. Φορούν κάθε μέρα τη στολή της υποκρισίας που τους ταιριάζει και ή κρύβουν τις θύελλες που έχουν ξεσπάσει μέσα τους, ή (εάν τους συμφέρει και περιμένουν ωφελήματα) υπερβάλλουν στην εκδήλωσή τους. Πώς θα τους φερθείτε τις ώρες της δυστυχίας; Εδώ είναι η «φιλοσοφία», θα τους πείτε,  η πείρα των αιώνων, οι υψηλές «επιστήμες»; ανάγνωση και γραφή γνωρίζεις· άνοιξε τα χοντρά βιβλία και θα βρεις την απάντηση που γυρεύεις. Αυτή θα είναι η συμβουλή σου;

Μην παραξενευτείς τότε εάν έπειτα από λίγο, ακούσεις τον μαθητευόμενο σοφό, γεμάτον απόγνωση και θυμηδία-, να σου απαντά με τα περίφημα λόγια μιας πασίγνωστης τραγωδίας: «Αχ! έχω φιλοσοφία, νομική και ιατρική, αλλοίμονο και θεολογία συστηματικά σπουδάσει με θερμή προσπάθεια. Να! όμως που στέκομαι εδώ, εγώ ο φτωχός τρελός, «και είμαι τόσο ξυπνός όσο και πρώτα!». («Φάουστ» του Goethe, μέρος α΄, νύχτα).

Η λύση στο θέμα που εξετάζουμε θα είναι (ας με συγχωρέσει ο αναγνώστης) πολύ απλή. Την ώρα της δοκιμασίας τον άνθρωπο που χειμάζεται θα τον στείλουμε όχι στη «φιλοσοφία», αλλά στους «φιλοσόφους». Εκείνη με τα υψηλά νοήματα και τις αφαιρέσεις της πολύ λίγα θα του πει, για να τον στηρίξει και να τον παρηγορήσει, αυτοί εδώ έχουν να του πουν πολλά, πιο πολύ από την προσωπική τους εμπειρία παρά από τις μελέτες τους. Κατά βάθος μόνο ο «άνθρωπος» μπορεί να σώσει τον άνθρωπο, όχι το βιβλίο. Και ο «άνθρωπος» αυτός, της επικουρίας, δεν είναι ανάγκη να έχει πάντοτε εγκύψει στα χοντρά βιβλία· αρκεί να τον έχει διδάξει η ζωή με τον πόνο της. Για τούτο «φιλόσοφοι» , με το νόημα που έχουν στο άρθρο μας, δεν είναι οι «ειδικοί». (Αν τύχει να είναι και το ένα και το άλλο, ακόμη καλύτερα). Αλλά όσοι δοκιμάστηκαν, βασανίστηκαν, ταλαιπωρήθηκαν στις σκληρές βιωτικές μέριμνες και με τη σκέψη – την ήττα ή υποχώρηση, τον συμβιβασμό ή τη μεταμέλεια – έζησαν τις δυσκολίες και σήμερα τις βλέπουν με άλλο μάτι, όχι με την ορμή του πάθους που χτυπάει εδώ κι εκεί τυφλά, για να βρει διέξοδο στο απροχώρητο. Πώς θα τους ονομάσουμε αυτούς τους συμβούλους της έσχατης ανάγκης; Ας μη πολυπραγμονήσουμε με το όνομά τους. Μπορεί να είναι σύντροφοι της βιοπάλης, γνώριμοι της τελευταίας ώρας, ηλικιωμένοι συγγενείς – ή δάσκαλοι, λησμονημένοι φίλοι, εξομολόγοι…

Πρακτικούς φιλοσόφους, θα τους πούμε· όχι θεωρητικούς. Την πρακτική φιλοσοφία, τη φιλοσοφία της ζωής σπούδασαν και ασκούν, όχι τη θεωρητική, την «από καθέδρας». Έναν καιρό, στα χρόνια τα παλιά, και οι δύο φιλοσοφίες (η πρώτη δεν ήταν πολύ αναπτυγμένη) αποτελούσαν έναν κορμό γνώσεων. Εκείνο που κυρίως μάθαιναν τον άνθρωπο, ήταν πώς να ζει, αλλά και πώς να πεθαίνει ευπρεπώς, αφού και ο θάνατος είναι μέρος του προγράμματος της ζωής. Σήμερα δεν είναι πια ενωμένες. Η δεύτερη μάλιστα, επειδή την αποτελούν περιστασιακές και υποκειμενικές, όχι αιώνιες και αντικειμενικές αλήθειες, δεν έχει την ίδια εκτίμηση από τους ειδικούς. Κάνουν όμως λάθος οι μύστες αυτοί του «απόλυτου». Οι ποιητές (και μάλιστα οι μυθιστοριογράφοι) τη γνωρίζουν καλά και δικαίως προσφέρουν κάποτε στον άνθρωπο μεγαλύτερες υπηρεσίες.

Τι έχει να πει ο πρακτικός «φιλόσοφος» στον άνθρωπο που χειμάζεται;

Πολλά. Τα περισσότερα βέβαια εντελώς προσωπικά, ανάλογα με το είδος της περιπέτειας και το μέτρο ειλικρίνειας τού εξομολογούμενου. Αντλημένα από τη δική του εμπειρία. Έχει όμως κι αυτός τις δικές του γενικές αρχές, τις αλήθειες που ταιριάζουν σε  κάθε περίπτωση και πρέπει να επαναλαμβάνονται. Θα του πει λ.χ. δύο αδαμάντινους κανόνες που τους ξεχνούμε στη δυστυχία μας. Πρώτα ότι δε λύνονται όλα τα προβλήματα σ’ αυτή τη ζωή, τα περισσότερα παραμένουν άλυτα και μας πληγώνουν, έως ότου με τον  καιρό περάσουν στο δεύτερο επίπεδο και χάσουν την οξύτητά τους. Και έπειτα ότι αυτά που συμβαίνουν στον βασανισμένο άνθρωπο (η προσβολή και η κακεντρέχεια των άλλων, ή η «κακιά ώρα», το μοιραίο και ανεπανόρθωτο) δεν είναι  μοναδικά, συμβαίνουν σε πολλούς σ’ αυτόν τον άθλιο πλανήτη, αλλά οι μυαλωμένοι άνθρωποι δεν παρασύρονται στο χαμό· την τελευταία στιγμή κρατιούνται και σώζονται. Αυτά φυσικά δεν αρκούν· οι προσωπικές περιπτώσεις είναι άπειρες. Στις περισσότερες όμως, θα παρατηρήσει ο πρακτικός φιλόσοφος, η συμφορά έρχεται από μιαν αξιοθρήνητη παρεξήγηση: Ο άνθρωπος λησμονεί ότι ο πρωτογονισμός είναι μια πολύ παλαιά φάση της ανθρωπότητος, και σήμερα είναι αναχρονικός εκείνος που εξακολουθεί να δανείζεται απ’ αυτόν τα όπλα του. Δεν χειροδικεί πια ο πολιστιμένος άνθρωπος, ούτο το ρίχνει στο πιοτό ή στην ερημιά για να «ξεχάσει». Έχουμε πια «νόμους» που προβλέπουν και «πολιτείες» που διαθέτουν τα μέσα τού σωφρονισμού. Ηττημένος δεν είναι πιο ο «παθός», αλλά όποιος καταδικάζεται για τη μωρία του.

Ζητώ την άδεια να επαναλάβω εδώ μια μικρή περικοπή από ένα βιβλίο μου που δεν είδε ακόμα το φως: «Όσο και αν τρέχει σήμερα με μεγάλο διασκελισμό και με γοργό ρυθμό ο χρόνος και μαζί του μεταβάλλονται οι διαθέσεις, οι αντιλήψεις, οι συνήθειές μας, το ανθρώπινο τοπίο δεν έχει, ή δεν έχει ακόμη αλλάξει ριζικά. Και ένας καλός λόγος, αν είναι τίμιος και θαρραλέος, πάντα μπορεί να ωφελήσει εκείνους που αισθάνονται την ανάγκη βοήθειας από κάποιον που τον δίδαξε πολλά η ζωή με τις εμπειρίες και τις δοκιμασίες της». Πριν απ’ όλα, εκείνα που χρειάζονται στον άνθρωπο για να μη ναυαγήσει στη ζωή είναι (κατά τον σοφό Κινέζο Κομφούκιο) η βούληση, η αγάπη και η σκέψη· κοντά σ’ αυτά όμως να μην παραγνωρίζουμε τον «καλό λόγο». Την αξία του την καταλαβαίνουμε, άμα μας λείψει.

 

Ευάγγελος Π.Παπανούτσος  (1900-1982)             

Παιδαγωγός,φιλόσοφος.δοκιμιογράφος,θεολόγος, 

Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Βερολίνου, Παρισιού – Διδάκτωρ της Φιλοσοφίας του

Πανεπιστημίου της Τιβίγγης, Μέλος  της Ακαδημίας Αθηνών

Απόσπασμα από το βιβλίο «Τα μέτρα της εποχής μας»

Η κρίση-Η φιλοσοφία-Η τέχνη-Η παιδεία-Τα πρόσωπα-Ο άνθρωπος

Εκδόσεις Φιλιππότη (Σύγχρονος Προβληματισμός 6)

Αθήνα 1981

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ:

Ο Ευάγγελος Παπανούτσος γεννήθηκε το 1900 στον Πειραιά. Σπούδασε στα πανεπιστήμια Αθηνών, Βερολίνου, Τυβίγγης και Παρισίων. Διετέλεσε διδάκτωρ της Φιλοσοφίας, του γερμανικού Πανεπιστημίου της Τυβίγγης. Και “τιμής ένεκεν” διδάκτωρ του Δικαίου, του σκωτικού Πανεπιστημίου του Αγίου Ανδρέου. Η συμβολή του στη λειτουργία και στην ανακαίνιση της Ελληνικής Παιδείας είναι πασίγνωστη. Υπηρέτησε την εκπαίδευση από το 1920, και ως εκπαιδευτικός πέρασε όλες τις βαθμίδες της ιεραρχίας, έως ότου (μετά την απελευθέρωση της χώρας) διορίστηκε γενικός διευθυντής και αργότερα (1950 και 1963) γενικός γραμματέας στο Υπουργείο Παιδείας. Δίδαξε επί 20 χρόνια φιλοσοφία, ψυχολογία και παιδαγωγικά στον μορφωτικό σύλλογο “Αθήναιον”. Διετέλεσε αντιπρόεδρος του “Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ομίλου” και βουλευτής επικρατείας στην πρώτη Δημοκρατική Βουλή. Με τη διεύθυνσή του δημοσιεύτηκαν 15 τόμοι του Περιοδικού “Παιδεία” (1946-1961) και 100 τόμοι Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, έκδοση Ι. Ζαχαρόπουλου (1954-1958). Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει δεκάδες βιβλία, όχι μόνο στην ελληνική, αλλά και στη γερμανική, την αγγλική και τη γαλλική. Πέθανε το 1982.

 

Πηγή φωτογραφίας & Βιογραφικό: ianos.gr

 

Επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο: Τζούλια Δ. Πουλημενάκου (Ιδιωτικό Αρχείο Βιβλιοθήκης)

Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι, απ’ όσες
γυναίκες του Στειριού συμμαζευτήκαν
τον Eπιτάφιο να στολίσουν, κι όσες
μοιρολογήτρες ώσμε του Mεγάλου
Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,
ποια να στοχάστη – έτσι γλυκά θρηνούσαν! –
πως, κάτου απ’ τους ανθούς, τ’ ολόαχνο σμάλτο
του πεθαμένου του Άδωνη ήταν σάρκα
που πόνεσε βαθιά;

                           Γιατί κι ο πόνος
στα ρόδα μέσα, κι ο Eπιτάφιος Θρήνος,
κ’ οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ’ του ναού τη θύρα, αναφτερώναν
το νου τους στης Aνάστασης το θάμα,
και του Xριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τούς φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!

Aλλά το βράδυ το ίδιο του Σαββάτου,
την ώρα π’ απ’ την Άγια Πύλη το ένα
κερί επροσάναψε όλα τ’ άλλα ως κάτου,
κι απ’ τ’ Άγιο Bήμα σάμπως κύμα απλώθη
το φως ώσμε την ξώπορτα, όλοι κι όλες
ανατριχιάξαν π’ άκουσαν στη μέση
απ’ τα “Xριστός Aνέστη” μιαν αιφνίδια
φωνή να σκούξει: “Γιώργαινα, ο Bαγγέλης!”

Kαι να· ο λεβέντης του χωριού, ο Bαγγέλης,
των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Bαγγέλης,
που τον λογιάζαν όλοι για χαμένο
στον πόλεμο· και στέκονταν ολόρτος
στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι
ξύλινο, και δε διάβαινε τη θύρα
της εκκλησιάς, τι τον κοιτάζαν όλοι
με τα κεριά στο χέρι, τον κοιτάζαν,
τον χορευτή που τράνταζε τ’ αλώνι
του Στειριού, μια στην όψη, μια στο πόδι,
που ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι
της θύρας, και δεν έμπαινε πιο μέσα!

Kαι τότε – μάρτυράς μου νά ‘ναι ο στίχος,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος –
απ’ το στασίδι πού ‘μουνα στημένος
ξαντίκρισα τη μάνα, απ’ το κεφάλι
πετώντας το μαντίλι, να χιμήξει
σκυφτή και ν’ αγκαλιάσει το ποδάρι,
το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη,
– έτσι όπως το είδα ο στίχος μου το γράφει,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος -,
και να σύρει απ’ τα βάθη της καρδιάς της
ένα σκούξιμο: “Mάτια μου… Bαγγέλη!”

Kι ακόμα, – μάρτυράς μου νά ‘ναι ο στίχος,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος -,
ξοπίσωθέ της, όσες μαζευτήκαν
από το βράδυ της Mεγάλης Πέφτης,
νανουριστά, θαμπά για να θρηνήσουν
τον πεθαμένον Άδωνη, κρυμμένο
μες στα λουλούδια, τώρα να ξεσπάσουν
μαζί την αξεθύμαστη του τρόμου
κραυγή που, ως στο στασίδι μου κρατιόμουν,
ένας πέπλος μου σκέπασε τα μάτια!…

 

Άγγελος Σικελιανός (1884-1951)

Ποιητής-Συγγραφέας -Δραματουργός

 

Από τα «Ορφικά» (αποσπάσματα)

ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ – ΑΝΘΟΛΟΓΗΜΑ

30 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ

ΑΘΗΝΑ 1981

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Απρίλιος 2020

Επιλογή και μεταφορά κειμένου στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Ιδιωτικό Αρχείο Βιβλιοθήκης)

 

 

 

 

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ – ΚΕΦ. V

Η κωδωνοκρουσία του φωτός

μάς υποδέχεται

στο ξανθό ακροθαλάσσι.

 

Η αυγή περνάει στην αμμουδιά

βρέχοντας μόλις τα γυμνά της πέλματα

στο χρυσό κύμα.

 

Μια νέα κοπέλα

άνοιξε το παράθυρο

και χαμογέλασε στη θάλασσα.

Έκλεισε τα μάτια της στο φως

για ν’ ατενίσει βαθιά της

την υπόκωφη λάμψη

του χαμογέλιου της.

 

Άκου τα σήμαντρα

των εξοχικών εκκλησιών.

Φτάνουν από πολύ μακριά

από πολύ βαθιά.

Απ’ τα χείλη των παιδιών

απ’ την άγνοια των χελιδονιών

απ’ τις άσπρες αυλές της Κυριακής

απ’ τ’ αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες

των ταπεινών σπιτιών.

 

Άκου τα σήμαντρα

των εαρινών εκκλησιών.

Είναι οι εκκλησίες

που δε γνώρισαν τη σταύρωση

και την ανάσταση.

 

Γνώρισαν μόνο τις εικόνες

του Δωδεκαετούς

πού ‘χε μια μάνα τρυφερή

που τον περίμενε τα βράδια στο κατώφλι

έναν πατέρα ειρηνικό που ευώδιαζε χωράφι

πού ‘χε στα μάτια του το μήνυμα

της επερχόμενης Μαγδαληνής.

 

Χριστέ μου

τι θά ‘τανε η πορεία σου

δίχως τη σμύρνα και το νάρδο

στα σκονισμένα πόδια σου;

 

Μακριά, μακριά

μ’ ένα γλαυκό χαμόγελο

κοιτούσες

τον ουρανό

ενώ τα μύρα των σταχυών

και τα βήματα των γυναικών

γελούσαν

μπρος στο παράθυρό σου.

 

Αγαπημένη

κόβοντας χαμομήλια

και βλέποντας τη θάλασσα

θα ξαναπούμε

την παιδική μας δέηση

μαζί με τα πουλιά και με τα φύλλα.

 

Κι από βαθιά κι από μακριά τα σήμαντρα

των παιδικών εκκλησιών

θα τραγουδούν το τραγούδι

της τρυφερής Ναζαρέτ

πάνω απ’ τους πράσινους κάμπους.

 

Γιάννης Ρίτσος

Ποιητής

Απόσπασμα από την ποιητική ενότητα «Εαρινή Συμφωνία» – Κεφάλαιο V

Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ – Εικοστή δεύτερη έκδοση – Αθήνα 1986

 Επί-Λόγου – Λεύκωμα – Απρίλιος 2020

Επιλογή και μεταφορά κειμένου στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Αρχείο ιδιωτικής βιβλιοθήκης)

 

 

 

 

Πώς οι δρόμοι ευωδάνε με βάγια στρωμένοι,

ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρο μπαξέδες!

Η χαρά της γιορτής όλο και πιότερο αξαίνει

και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.

 

Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,

των αλλώνε τα μίση καιρό τήνε θρέφαν

κι αν η μαύρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,

να που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!

 

Α! πώς είχα σα μάνα κ’ εγώ λαχταρήσει

(ήταν όνειρο κ’ έμεινεν, άχνα και πάει)

σαν και τ’ άλλα σου αδέλφια να σ’ είχα γεννήσει

κι από δόξες αλάργα κι αλάργ’ από μίση!

 

Ένα κόκκινο σπίτι σ’ αυλή με πηγάδι…

και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι…

νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδυ,

το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.

 

Κι αμ’ ανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι,

με τα ρούχα γεμάτα ψιλό ροκανίδι,

(άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι

ν’ ανασαίνει βαθιά τ’ όλο κέδρον αγέρι.

 

Κι αφού λίγο σταθείς και το σπίτι γεμίσει

τον καλό σου τον ίσκιο, Πατέρα κι Αφέντη,

η ακριβή σου να βγάνει νερό να σου χύσει,

ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν’ αρχίσει.

 

Κι ο κατόχρονος θάνατος θα ᾽φτανε μέλι

και πολλή φύτρα θα ᾽φηνες τέκνα κι αγγόνια

καθενού και κοπάδι, χωράφι κι αμπέλι,

τ’ αργαστήρι εκεινού, που την τέχνη σου θέλει.

 

Κατεβάζω στα μάτια τη μαύρην ομπόλια,

για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει…

Ξεφαντώνουν τ’ αηδόνια στα γύρο περβόλια,

λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.

 

Φεύγεις πάνου στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου,

Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.

Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου,

δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

 

Καθώς, κλαίει, σαν της παίρνουν το τέκνο, η δαμάλα,

ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.

Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα:

τρέχουν αίμα τ’ αστήθια, που βύζαξες γάλα.

 

Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου

στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας να μπεις!

Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)

δεν ήξεραν ακόμα ούτε ποιο τ’ όνομά σου!

 

Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη…

Δολερά ξεσηκώσανε τ’ άγνωμα πλήθη

κι όσο η γήλιος να πέσει και νάρθει το δείλι,

το σταβρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κ’ οι φίλοι.

 

Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,

σα ρωτήσανε: «Ποιος ο Χριστός;» τι πες «Να με»!

Αχ! δεν ξέρει, τι λέει το πικρό μου το στόμα!

Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!

 

Κώστας Βάρναλης (1884-1974)

Ποιητής

Από την Ποιητική Συλλογή «Το φως που καίει» (1922)

 

Πηγή ποιήματος: antonispetrides.wordpress.com/2014/04/13/greek-easter-poems/

 

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Απρίλιος 2020

 

 

 

 

 

Δράμα και θάμα του Απριλιού και του κυρίου, Λαμπρή,

μυστικό ρόδο που οι σκληροί γεννούν του μαρτυρίου Σταυροί!

Χαρά των άδολων καρδιών και των ολόασπρων κρίνων Λαμπρή

βοήθα, τη δόξα του ξανά το Γένος των Ελλήνων να βρει!

 

Γίνε Ελεούσα Παναγιά ή με το δώρο η Κόρη, Λαμπρή,

μεσουρανίς κάμε να πάνε οι πρώτοι κι οι δαφνοφόροι καιροί.

Στο στόμα ως έχουν το φιλί του Πάσχα όλοι μεγάλοι, μικροί,

δείξε φιλί αναστάσιμο και στην Ελλάδα πάλι, Λαμπρή!

 

Πρόσταξε του όκνου οι δαίμονες να πέσουν

                                           και του μίσους νεκροί.

Στήσε μας της θυσίας βωμούς και της αγάπης Κροίσους, Λαμπρή.

Από λατρείες παλιές και νέες άναψε και υμέναιον ένα, Λαμπρή,

για μιαν απίστευτη στο θάμα των Ελλήνων γέννα μπορεί!

 

Κωστής  Παλαμάς (1859-1943)

Ποιητής

 

Από το εκπαιδευτικό-δοκιμιακό βιβλίο

του Παιδαγωγού-Συγγραφέα-Εκδότη Χάρη Σ.Πάτση:  

«ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ – Ο ΣΤΥΛΟΒΑΤΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΙΣΜΟΥ ΚΑΙ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΣ»

Κέντρο Ευρωπαϊκών Εκδόσεων Χάρη Τζο Πάτση Μ.Ε.Π.Ε.

Αθήνα 2008

 

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Απρίλιος 2020

Επιλογή και μεταφορά κειμένου στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

 

 

 

 

 

Ποιητική Ενότητητα

Διάβηκε η μέρα, χωρίς τραγούδι, χωρίς γέλιο στα χείλη,

στα κύματα καβάλα καλπάζουν του νου μας τ’ άγρια άτια.

Η νύχτα κούρσεψε τα πάντα γύρωθε

κι εκείνο το παιδικό πρόσωπο του μικρού στην άκρη της σειράς.

Στα δάση οι κουκουβάγιες θρηνούν!

Γυάλινη η ανάσα του κόσμου,

θρυμματίζεται στον στεναγμό μας.

Κι ο κεραυνός που βρόντηξε,

έγινε κρίνο φλογοβόλο,

στις ματωμένες μας φούχτες.

Φέτος το καλοκαίρι, θυμάσαι;

Δεν προλάβαμε να ερωτευτούμε.

Φέτος το καλοκαίρι δεν προφτάσαμε

να φτιάξουμε λουλούδια από τον ήλιο.

Σκουλήκι η καρδιά και κατατρώει τα σπλάχνα,

σκουλήκι και ο νους, την ψυχή μας ροκανίζει.

Σε μακρινή, μαύρη αυγή κρεμάστηκε η θλίψη,

της ερημιάς το δάκρυ,

πετράδι στης εγκατάλειψής μας το γιορντάνι,

αερικά γίναμε

και βαδίζουμε διάφανοι ανάμεσα στα νεκρά σώματά μας.

Μακριά, τάχα που; Ακούγονται καμπάνες.

Έγινα σήμαντρο και αναγγέλλω το θάνατο που ζυγώνει.

Το τελευταίο γνώριμο τοπίο που θυμάμαι,

είναι εκείνο το πέτρινο περιβόλι με τις αγριοφραγκοσυκιές,

πέτρινες αγριοφραγκοσυκιές,

ενός πέτρινου κόσμου.

 

Νίκος Ταβουλάρης

Ποιητής-Πεζογράφος-Δοκιμιογράφος

Μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός»

 

Απόσπασμα από την ποιητική ενότητα «Πέτρινος Κόσμος»

(Κεφάλαιο Ε΄)

Εκδόσεις Γ.Χ. Αλεξανδρή

Αθήνα 2008

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Απρίλιος 2020

 

 

 

 

 

Τα χέρια τ’ ακριβά, δικά μου που έγιναν,

ωραία ωραία, μικρά μικρά,

κι ύστερ’ απ’ όλα τα θανάσιμα γλιστρήματα

κι απ’ όλα αυτά τ’ ανίερα κοσμικά.

 

Ύστερ’ από τ’ αραξοβόλια και τις αμμουδιές

κι από τους τόπους κι από τα λημέρια,

ρηγικά χέρια πιο πολύ κι απ’ των παραμυθιών,

μου ανοίγουν τα όνειρα τ’ αγαπημένα χέρια.

 

Ονειρευτά χέρια απλωμένα απάνου απ’ την ψυχή μου,

τάχα το ξέρω εγώ τι θά ‘χετε καταδεχτεί

να ειπείτε της ψυχής μου που μαράζωσε

μέσα σ’ αυτού του κόσμου την κακούργα βοή;

 

Τάχα είναι ψέμα το όραμα σεμνό που το ξανοίγω,

συμπάθειας όραμα πνευματικής,

μιάς επιστήθιας, μιάς απέραντης αγάπης,

στοργής που όλα μου απάνου της τα παίρνει μητρικής;

 

Αγαπημένα μου όνειρα, χεράκια μου αγιασμένα,

πόνε πανώριε, ποθητέ δερμέ μου εσύ,

τα χέρια αυτά, τα χέρια αυτά, σεπτά μου χέρια,

κάμετε τη χειρονομία που συγχωρεί.

 

ΠολΜαρί Βερλέν (Paul-Marie Verlaine 1844-1896)

Λογοτέχνης

 

Από την ποιητική συλλογή «Sagesse» («Φρόνηση»)

Παρίσι και Βρυξέλλες 1881

 Μετάφραση: Κωστής Παλαμάς (1859-1943)

 

Από το βιβλίο «Νυχτερινή φαντασία»

Paul VERLAINE

Σειρά: Ξένη Μούσα

Μεταφράσεις: ΑΓΡΑΣ – ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ – ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ –

ΠΑΛΑΜΑΣ – ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ – ΠΟΡΦΥΡΑΣ

Εκδόσεις Ποταμός – Αθήνα 2003

 

 

 Επί-Λόγου – Λεύκωμα – Απρίλιος 2020

Επιλογή και μεταφορά κειμένου στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Αρχείο ιδιωτικής βιβλιοθήκης)

 

 

 

 

Διήγημα

Στην αρχή όλα ήσαν σε υποδειγματική τάξη, όσο αφορά το χτίσιμο του τείχους της Βαβυλώνας. Ίσως  μάλιστα σε υπερβολικά μεγάλη τάξη. Οι άνθρωποι σκέφτονταν πολύ: για δρόμους, μεταφραστές, εργατικές κατοικίες και μέσα συγκοινωνίας, σα να είχαν μπροστά τους ολόκληρους αιώνες δουλειάς. Τα μεγάλα και επίσημα πνεύματα της εποχής είχανε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το χτίσιμο έπρεπε να γίνεται με όσο το δυνατό αργότερο ρυθμό. Κι η δικαιολογία τους γι’ αυτό ήταν ότι «το σπουδαιότερο πράγμα όλης της επιχείρησης είναι η σκέψη: να χτίσουμε ένα τείχος που να φτάνει μέχρι τον ουρανό. Μπροστά σε τούτη τη σκέψη, όλα τ’ άλλα είναι ασήμαντες λεπτομέρειες. Η σκέψη, όταν πια συλληφθεί σ’ όλο της το μεγαλείο δεν μπορεί να χαθεί με κανέναν τρόπο. ΄Οσο υπάρχουν άνθρωποι, θα υπάρχει κι η δυνατή επιθυμία να χτιστεί το τείχος ως το τέλος. Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει οι άνθρωποι να μην έχουν καμιά έγνοια για το μέλλον. Αντίθετα, πρέπει να είναι ολότελα απερίσκεπτοι. Οι ανθρώπινες γνώσεις μεγαλώνουν, πλουτίζονται ολοένα. Η τέχνη του χτισίματος έχει προοδεύσει και θα προοδεύσει ακόμα περισσότερο. Μια δουλειά, που τώρα χρειαζόμαστε ένα χρόνο για να την κάνουμε, σ’ εκατό χρόνια θα τελειώνει ίσως με μισό χρόνο, και θα είναι μάλιστα καλύτερη και στερεότερη. Γιατί, λοιπόν, να σπαταλάμε άδικα τις δυνάμεις μας σήμερα; Αυτό θα είχε νόημα μόνο στην περίπτωση που θα ελπίζαμε να τελειώσουμε το τείχος σε διάστημα μιας γενιάς. Όμως κάτι τέτοιο είν’ αδύνατο να γίνει. Άλλωστε υπάρχει κι η πιθανότητα η επόμενη γενιά, με τις πιο τελειοποιημένες της γνώσεις, να μη βρει καλή τη δουλειά της προηγούμενης γενιάς και να γκρεμίσει ό,τι έχτισε εκείνη, για να τα ξαναχτίσει απ’ την αρχή…»

΄Ετσι σκέφτονταν, μ’ αποτέλεσμα να λιγοστεύουν, όσο πήγαιναν, ο ζήλος κι οι δυνάμεις τους, μέχρι που κατάληξαν να φροντίζουν περισσότερο για την εργατούπολη, παρά για το χτίσιμο του τείχους. Κάθε αγροτική ένωση διεκδικούσε τώρα την ωραιότερη συνοικία. Άρχισαν να τσακώνονται μεταξύ τους, ώσπου έφτασαν σ’ αιματηρές συγκρούσεις κι ύστερα σε πολέμους, που δε σταμάτησαν πια ποτέ. Τότε οι αρχηγοί βρήκαν ένα νέο επιχείρημα, ότι, δηλαδή, δεν υπήρχε η απαραίτητη αυτοσυγκέντρωση που απαιτούσε το τείχος κι ότι θα έπρεπε ή να χτιστεί με πολύ αργό ρυθμό, ή ν’ αναβληθεί το χτίσιμο μέχρι που να επιτευχθεί μια γενική συμφωνία για ειρήνη. Ωστόσο, οι άνθρωποι δεν ξόδευαν τον καιρό τους μονάχα σε πολέμους. Στα διαλείμματα ασχολούνταν με τον εξωραϊσμό της πόλης, πράγμα που έδινε, φυσικά, αφορμή για νέες ζήλειες και νέους πολέμους. Έτσι πέρασε η πρώτη γενιά, όμως καμιά απ’ τις επόμενες δεν ήταν διαφορετική. Μόνο η δύναμη των χεριών μεγάλωνε όλο και περισσότερο, και μαζί της η πολεμική μανία. Άλλωστε, η δεύτερη κιόλας ή η τρίτη γενιά κατάλαβε πόσο παράλογη ήταν η ιδέα του τείχους – ουρανοξύστη, όμως οι άνθρωποι ήσαν πια πολύ στενά δεμένοι μεταξύ τους, για να εγκαταλείψουν την πόλη.

Όλα όσα λέγονται και τραγουδιούνται σ’ αυτήν την πόλη, είναι γεμάτα απ’ την προφητική λαχτάρα κάποιας μέρας, όπου μια τεράστια γροθιά θα κομματιάσει την πόλη σε πέντε μικρότερες γροθιές, στοιβαγμένες τη μια πάνω στην άλλη. Γι’ αυτό κι η πόλη έχει τη γροθιά σαν έμβλημά της.

 

Φραντς Κάφκα (1883-1924)

Λογοτέχνης

Από το βιβλίο της Ειρένας Ιωαννίδου-Αδαμίδου

«56 ΜΙΚΡΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ»

ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ» Ι.Δ.ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε.

Αθήνα 1976

    

O Φραντς Κάφκα (Franz Kafka) γεννήθηκε στην Πράγα το 1883 και πέθανε στη Βιέννη, σ’ ένα σανατόριο, το 1924. Μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος και δοκιμιογράφος, από τους πιο πολυσυζητημένους της σύγχρονης λογοτεχνίας.

 

 

Πηγή φωτογραφίας:

Από Atelier Jacobi: Sigismund Jacobi (1860–1935) – http://www.bodleian.ox.ac.uk/news/2008_july_02, Κοινό Κτήμα, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=5428566

 

Περισσότερα για τον λογοτέχνη και την εργογραφία του στη Βικιπαίδεια: 

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A6%CF%81%CE%B1%CE%BD%CF%84%CF%82_%CE%9A%CE%AC%CF%86%CE%BA%CE%B1

Πηγή φωτογραφίας εξωφύλλου: iskra.gr

 

 

Επί-Λόγου – Λεύκωμα – Απρίλιος 2020

Επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό αρχείο βιβλιοθήκης)

Αφήγημα

(Aπόσπασμα) 

Κεφ. 5o : Στην αγκαλιά του δάσους

     Ένα λεωφοριάκι τους άφησε στην αρχή του φαραγγιού, λίγα χιλιόμετρα έξω απ’ τη Χώρα. Εκεί τους περίμενε η άλλη παρέα: Ο Μιχάλης, η Αλεξάνδρα, ο Στέργιος, η Φιλομένα, η Τζέσικα.

Δεν ήταν παιδιά του δάσους, αλλά συμμαθητές τους. Όμως, είχαν την ευκαιρία να ζήσουν όμορφες στιγμές στο ορεινό χωριό και στην κατασκήνωση  γίνεται τρόπος χαράς για κάποιες ομάδες αγοριών και κοριτσιών το κατακαλόκαιρο.

Κοντά τους θα βρισκόταν σε λίγο ο Θύμιος, φίλος του Μιχάλη, γιατί, όπως είπε ο Μιχάλης στα παιδιά, το δάσος το ήξερε απ’ έξω και ανακατωτά, ήταν παιδί του δάσους… Σ’ αυτό γεννήθηκε και σ’ αυτό μεγάλωσε. Ζούσε σ’ ένα κοντινό χωριουδάκι και κάθε μέρα πήγαινε εκεί. Η θάλασσα ήταν κάπως μακριά και δεν κατέβαινε, παρόλο που η αδελφή του ζούσε εκεί.

– Από το δάσος, είπε ο Μιχάλης, δεν πειράζει τίποτε, μόνο μια σφενδόνα έχει κι ένα γερό, λεπτό και μακρύ ξύλο. Σκαρφαλώνει στα δένδρα με σβελτάδα, σαν σκίουρος κι εκεί ψηλά μιλάει με τα ζώα και με τα πουλιά … Εγώ γνώριζα τους γονείς του και,  όταν με προσκάλεσαν να πάω στο χωριό, έγινα φίλος με τον Θύμιο. Αμέσως με πήγε στο δάσος και με ξενάγησε σαν να ήταν ο κύριός του!…

– Έλα, μου είπε να σου δείξω την κρυψώνα μου. Πήγα και σκαρφαλώνοντας σ’ ένα δένδρο, φτάσαμε σ’ ένα πολύ χοντρό κλαδί που ήταν προφυλαγμένο απ’ τη βροχή απ’ τ’ άλλα κλαδιά τα οποία ήταν ψηλότερα. Εκεί είχε αποθέσει αρκετά χρήσιμα πράγματα, όπως ένα μικρό φανάρι, δύο τρία κεριά για να λένε σάισμα – για να κοιμάται. Είχε και δύο γερά και μακριά ξύλα για να προστατεύεται, αν και αγαπούσε τα ζώα του δάσους τόσο, όσο τον αγαπούσαν και αυτά…

Είχε επίσης και πράγματα τα οποία μάλλον είχε βρει στο δάσος, καθώς το εξερευνούσε: Μια πυξίδα, ένα ρολόι τσέπης κι ένα μαχαιράκι. Όταν τον παρατήρησα καλύτερα, είδα μια φλόγα στα μάτια του που πετούσαν σπίθες, ενώ βαθύτερα, μέσα τους, έβλεπα έλατα και άλλα δένδρα που φαινόταν ότι αγαπούσε πολύ.

Εκεί πάνω στο δάσος που θα πάμε, θα απολαύσουμε μια πολύ σπάνια ομορφιά, η οποία όμως εύκολα καταστρέφεται με τη φωτιά. Ο Θύμιος όμως είναι τόσο τυχερός, που απολαμβάνει αυτή την ομορφιά, γιατί είναι πάντα τόσο δεμένος με αυτήν.

Περπατούσαμε, και ξαφνικά ένας δυνατός θόρυβος διέκοψε τους διαλογισμούς μου. Ήταν ο θόρυβος ενός δένδρου που έπεφτε. Αφήσαμε το καταφύγιο του Θύμιου και τρέξαμε προς το μέρος απ’ το οποίο ερχόταν ο θόρυβος. Προφτάσαμε και είδαμε μερικούς ανθρώπους οι οποίοι, μόλις μας είδαν, έφυγαν τρέχοντας. Άφησαν πίσως τους πριόνια, αναπτήρες, τσεκούρια, καμμένα δένδρα και μια αναμμένη φωτιά στη μέση, μάλλον για να ζεσταθούν, παρόλο που ήταν κατακαλόκαιρο. Έτσι είναι, στο βουνό κάποτε κάνει κρύο και το καλοκαίρι…

Ο φίλος μας έκλαψε για τα δένδρα που καίγονταν, για τα δένδρα που τόσο αγαπούσε. Όμως, είπε ο Μιχάλης, δε χρειάζεται να σας κουράζω με πολλά λόγια… Μόνοι μας θα απολαύσουμε το δάσος και τα χρώματά του. Ο Θύμιος απλά θα μας δείχνει τα κατατόπια…

Το φαράγγι ήταν ανηφορικό και κατάφυτο. Το μονοπάτι που χανόταν κάπου κάπου, μα πάντα η ανηφοριά τούς οδηγούσε εκεί. Ο Μιχάλης και οι άλλοι διέκριναν γέρικα δένδρα που έγερναν και δημιουργούσαν αψίδες, θάμνους πυκνούς από κουμαριές, μυρσίνες και δάφνες, όλη την πανδαισία του πράσινου με τις τόσες αποχρώσεις. Κάποιες στιγμές έκαναν μικρές στάσεις για να ξεκουράζονται, κυρίως τα κορίτσια και τότε οι μικροδιηγήσεις έδιναν κι έπαιρναν…

Αποφάσισαν να σταθμεύσουν για λίγο ακόμη, πριν πάρουν την τελική ορμή ανόδου να καθίσουν κάτω από μια βελανιδιά με μεγάλη κουφάλα και ζωντανά φύλλα. Ένα ρυάκι πιο πέρα καλούσε όσους διψούσαν κοντά του, ενώ τα τιτιβίσματα των αλητών του ουρανού και των ρεματιών ηχούσαν σαν απαλή μουσική. Απ’ την ατμόσφαιρα ανέβαινε μια πρωτόφαντη γαλήνη την οποία διέκοπταν μακριά κουδουνίσματα ζώων και συρσίματα ερπετών. Γαλήνη, αντάμα με τη μουσική των πουλιών και τις υποσχέσεις της μέρας…

Τότε ο Γιώργος πήρε τον λόγο:

–  Εμείς βέβαια, δε θα περπατήσουμε ένα πυκνό δάσος σανν αυτά της Πίνδου ή της Ευρώπης, μα θα απολαύσουμε μυστικά, γιατί στις καταπράσινες φυλλωσιές που μας φιλοξενούν βλέπουμε από τώρα την κίνηση μικρών ζώων και ερπετών. Εδώ όμως θα γίνει κάτι που σπάνια βλέπουμε: Παιδιά, αγόρια και κορίτσια, τριγυρίζουν στο δάσος και κάποιοι, όπως εγώ, ονειρεύονται να γίνουν κυνηγοί. Γνώρισα κάποτε ένα τέτοιο αγόρι με μακριά ξανθά μαλλιά, ένα αγόρι με τα χρώματα και την οσμή του δάσους. Έμοιαζε κι αυτό με λουλούδι του δρυμού, μόνο που ήταν πιο όμορφο και πιο ωραίο από κάθε φυτό και άνθος. Ήταν ένας μικρός κυνηγός που έτρεχε με τη σφενδόνα του κινώντας ρυθμικά και κυκλικά τα γυμνασμένα και λυγερά του πόδια…

Είχε επίσης κι ένα τόξο που με τα βέλη του χτυπούσε ζωάκια και πουλιά, μόνο για την τροφή του. Το τέντωνε, σκόπευε και σου θύμιζε την Άρτεμη, τον Ηρακλή και τόσους ήρωες και θεούς της μυθολογίας. Ήταν τόσο γρήγορο, που κινούταν σαν φάντασμα και ήταν τόσο δύσκολο να βρεις το σπίτι του στο δάσος. Έβρισκες όμως τ’ αδέλφια του τα τριαντάφυλλα και τις αδελφές του τις βελανιδιές και πιο χαμηλά όλα τα χρώματα που έπλεκαν μαγεία!…

Όσοι το έβλεπαν έμεναν κατάπληκτοι απ’ τη φυσική ομορφιά του και μερικοί λένε πως είναι ο προστάτης άγιος του δάσους και πως με το μικρό του τόξο δίνει και πέρνει ζωή απ’ τα άνθη και από όλον τον κόσμο της ερημικής ομορφιάς. Η δύναμή του φτάνει και στο βασίλειο των ζώων, τα οποία εποπτεύει σαν αστυνόμος της ανυπεράσπιστης απ’ τους εμπρηστές φύσης. Αυτός ο ξανθομάλλης άγγελος θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ουράνιο άνθος με φανταχτερά χρώματα και με απαλά βελουδένια φύλλα, αυτό το αγόρι με τα μάτια του δάσους και των κορυφών…

– Μοιάζει με παραμύθι της μυθολογίας μας ο κόσμος αυτός του αγοριού… είπε ο Μιχάλης.

– Κι όμως, είναι αληθινός, τον αντίκρισα…

– Μάλλον στα βιβλία… συμπλήρωσε η Χριστίνα.

– Κατά τη γνώμη σας, έκανε ο Γιώργος απολογητικά. Ναι, υπάρχει και θα το καταλάβετε με αυτά που θα δείτε σε λίγο…

Σηκώθηκαν και πήραν την τελευταία στροφή του μονοπατιού. Όσο ανέβαιναν, οι θάμνοι αραίωναν και οι βελανιδιές παραχωρούσαν σιγά σιγά τη θέση τους στα πευκοκυπάρισσα και στα πρώτα ελάτια. Το σκηνικό άλλαζε, το δάσος πρόβαλλε όμορφο, επιβλητικό, με τη σοβαρή του όψη και τη φιλόξενη κορμοστασιά του. Στο τέλος του φαραγγιού τούς περίμενε μια έκπληξη. Βρέθηκαν μπροστά σ’ ένα μικρό σχετικά οροπέδιο το οποίο, αν διέσχιζαν, θα συνέχιζαν την άνοδό τους στο βουνό. Όμως, το υψόμετρο ήταν αρκετό, κόντευε τα χίλια μέτρα και ο Μιχάλης τούς πρότεινε ν’ αφήσουν τα μικροπράγματά τους εκεί κι έτσι να συνεχίσουν την εξερεύνηση, τη μικρή τους περιπέτεια… Συμφώνησαν. Ο ήλιος είχε ήδη ανατείλει, γλυκιά φωτοχυσία της Ανατολής σκορπιζόταν ανάλαφρα στον ουρανό, η θάλασσα στο βάθος ήταν ήσυχη και τα πλεούμενα έμοιαζαν με μικρές κουκκίδες.

Στο οροπέδιο οργίαζε το γιορτάσι των λουλουδιών με την απίστευτη και ντροπαλή της πολυχρωμία, ενώ δεξιά και αριστερά, η μαδημένη χλόη πρόδινε την παρουσία κοπαδιών που πηγαινοέρχονταν. Η παρέα χάζεψε για λίγο απολαμβάνοντας μια άλλη ομορφιά, ώσπου μια φωνή ενός κοριτσιού ήχησε ανήσυχα:

-Κοιτάξτε έναν λαγό πώς τρέχει εκεί πέρα, δεξιά μας! Το ζωάκι, τρομαγμένο απ’ τους θορύβους και τα ξεφωνητά, χάθηκε στο βάθος και βρήκε καταφύγιο στο πυκνό φύλλωμα ενός θάμνου. Ο Κώστας έτρεξε σε αναζήτησή του, μα καθώς περιεργαζόταν τον θάμνο, μια φωνή τον αιφνιδίασε:

-Μην πειράζεις τα ζωάκια μου! Ποιος εισαι που κυνηγάς ό,τι ομορφότερο στο δάσος;

Ο Κώστας γύρισε έκπληκτος και μόλις αντίκρισε το νέο παιδί, κατάλαβε αστραπιαία πως θα ήταν ο Θύμιος, αν οι περιγραφές του Μιχάλη ήταν σωστές. Ο Μιχάλης όμως, που βρισκόταν λίγα μέτρα πιο πέρα, φώναξε με χαρά:

-Θύμιο, τι κάνεις; Να η παρέα μας. Θα τους γνωρίσεις όλους…

-Ναι, έκανε το αγόρι του δάσους, αν δεν κυνηγούν τους καλούς μου φίλους, τα ζωάκια μου…

Μαζεύτηκαν όλοι γύρω απ’ τον Θύμιο, ο οποίος ήταν αρκετά τολμηρός και δεν εντυπωσιάστηκε απ’ τα νέα πρόσωπα. Μάλλον ένιωθε βασιλιάς του δάσους μπροστά σε υπήκοους. Χωρίς να περιμένει οδηγίες, άρχισε να δείχνει στην παρέα τα μέρη και τις ομορφιές που κρύβονταν πέρα απ’ το οροπέδιο.

-Βλέπετε εκεί πέρα, στην απέναντι πλαγιά, στο μέρος που ισώνουν οι τόποι; Εκεί τα καλοκαίρια μαζεόνται αγόρια και κορίτσια και κάνουν την κατασκήνωσή τους. Μπορείτε να διακρίνετε και κάποια μικρά κτίσματα. Πιο πέρα, υπάρχει ένα παλιό αλώνι, γιατί οι κάτοικοι του κάτω χωριού καλλιεργούσαν παλιά το οροπέδιο. Έσπερναν σιτάρι και το αλώνιζαν εκεί. Το κουβαλούσαν με τ’ άλογά τους και ήταν χαρά Θεού. Δεξιά σας θα αντικρίσετε κι έναν ανεμόμυλο, όμορφο, πέτρινο. Εκεί γινόταν το αλεύρι απ’ τις σοδειές της χρονιάς. Όμως, το δάσος έχει τα μυστικά του τα οποία μόνοι σας πρέπει να ψάξετε και ν’ ανακαλύψετε…

Ο Θύμιος, που άρχισε να κουράζεται κάπως από τα πολλά πρόσωπα, είπε πως έχει κάποια δουλειά και πως θα τους συναντούσε σε δύο ώρες. Στην πραγματικότητα άλλα είχε στον νου …

 

Απόσπασμα από το Βιβλίο των μαθητών (σελ.51-58)

«Κορίτσια και αγόρια με τα χρώματα της θάλασσας και του δάσους»

Φιλολογική επιμέλεια: Νίκος Μακρής, Καθηγητής Φιλοσοφίας και Ελληνικών (του Ελληνικού Τμήματος του Τρίτου Ευρωπαϊκού Σχολείου Βρυξελλών)

Πίνακας εξωφύλλου βιβλίου και εικονογράφηση κειμένου: Αλέξανδρος Μακρής

 Εκδόσεις ΔΡΟΜΩΝ  – Αθήνα 2005

 

Οι μαθητές – συγγραφείς της Β΄τάξης Γυμνασίου

του ΙΙΙ Ευρωπαϊκού Σχολείου Βρυξελλών σχολ.έτους 2005 :

Λεωνίδας Αλεξάκης

Αλέξανδρος Αργυρίου-Τσικρικώνης

Κώστας Ασωνίτης

Γιώργος Μπαρζούκας

Αλεξάνδρα Χριστοδούλου

Αλίκη Χριστοφόρου-Κωνσταντάρα

Μιχάλης Ντιναλέξης

Χρήστος Ιέρνα

Ντόρα Χριστοδούλου

Γιάννης Κορκόβελος

Ελισάβετ Λιβερίου

Χριστίνα Μαραμπούτη

Ευγενία-Φιλομένα Μεϊντανοπούλου

Στέργιος Σχοινάς

Τζέσικα Σπηλιώτη

Ρωμανός-Θεόδωρος Θεοδωρίδης

Δημήτρης Τσιτουρίδης

Μαρία Βασσάκη

Μάγδα Βασιλοπούλου

 

Σημείωση από την εισαγωγή του βιβλίου: H  πρωτοβουλία ανήκει στον καθηγητή της Φιλοσοφίας και Ελληνικών κ.Νίκο Μακρή, ο οποίος διδάσκει το μάθημα της γλώσσας στην τάξη της Β΄Γυμνασίου του Τρίτου Ευρωπαϊκού Σχολείου Βρυξελλών (σχολ.έτους 2005).  Ο κ.Μακρής έκρινε πως δύο συγκεκριμένες εκθέσεις των αγοριών και των κοριτσιών του τμήματός του ήταν πραγματικά λογοτεχνήματα και αποφάσισε να τους δώσει μυθιστορηματική πλοκή, χωρίς ν’ αλλάξει φυσικά τα κείμενα των μαθητών του. Τα παιδιά του τμήματος που διδάσκονται και Νεοελληνική Λογοτεχνία συνέταξαν τις εκθέσεις τους μετά τη διδασκαλία κειμένων των Στρατή Μυριβήλη, Ηλία Βενέζη και Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου. Ήταν τόσο γόνιμη η μελέτη αυτών των κειμένων και τόσο δημιουργική η αφομοίωσή τους, που έδωσε στις εκθέσεις πραγματική λάμψη, η οποία φαίνεται στις σελίδες του βιβλίου. Οι μαθητές μας, λοιπόν, προσφέρουν το πραγματικά όμορφο αφήγημά τους στους γνωστούς και στους άγνωστους φίλους τους, μικρούς και μεγάλους. Αξίζουν τις ευχαριστίες μας και τα συγχαρητήρια μας!

Τούλα Βασιλάκου

Αναπληρώτρια Διευθύντρια

του Τρίτου Ευρωπαϊκού Σχολείου Βρυξελλών

 

 

Επί-Λόγου – Λεύκωμα – Απρίλιος 2020

Επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό αρχείο βιβλιοθήκης)