Τα αποτελέσματα θα τα βρείτε πιο αναλυτικά στην ιστοσελίδα της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Αγίας Παρασκευής:

https://www.vivagiaparaskevi.gr/portal/

Ο Διαγωνισμός διεξήχθη υπό την αιγίδα του Ομίλου για την UNESCO Τεχνών Λόγου και Επιστημών Ελλάδος.

 

ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ:

  • MANIA BΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ, (Ποιήτρια, Μουσικός, Ειδική Σύμβουλος Δημάρχου Αγίας Παρασκευής για θέματα πολιτισμού)
  • ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΟΥΣΟΣ (Ποιητής-Πρόεδρος Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών),
  • ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΣ (Ποιητής-Συγγραφέας, Πρόεδρος του Μορφωτικού Συλλόγου Πετρούπολης),
  • KΩΣΤΑΣ ΒΑΣΙΛΑΚΟΣ (Ποιητής-Συγγραφέας) 
  • ΦΩΤΕΙΝΗ ΓΕΩΡΓΑΝΤΑΚΗ-ΨΥΧΟΓΥΙΟΥ (Ποιήτρια)

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ: ΠΟΙΗΣΗ 

Α΄ Βραβείο:

· – ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΠΑΤΕΡΑΚΗΣ, Χανιά, Κρήτη

Β΄ Βραβείο:

· – ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΚΑΝΑΚΗΣ, Νέα Σμύρνη

· – ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΜΠΟΥΡΑΣ, Ακράτα Αιγιαλείας

Γ΄ Βραβείο:

· – ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΟΥΡΤΗΣ, Ζωγράφου

· – ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΤΣΑΡΑΣ, Ζωγράφου

ΕΙΔΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ «Αλέκος Κοντόπουλος»:

· – ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ, Λάρνακα, Κύπρος

Α΄ Έπαινος

· – ΜΑΡΩ ΒΙΓΛΗ – ΑΡΧΟΝΤΗ, Πειραιάς

· – ΜΑΝΤΩ ΔΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Αθήνα

· – ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ, Νέα Ιωνία

Β΄ Έπαινος

· – ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΔΕΣΠΟΤΑΚΗΣ, Κολωνός

· – ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΤΣΙΛΙΒΗ – ΝΙΚΟΛΙΝΑΚΟΥ, Νέο Ηράκλειο

· – ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΓΑΚΗΣ, Θεσσαλονίκη

· – ΠΑΝΟΣ ΚΟΥΡΒΑΣ, Αθήνα

Γ΄ Έπαινος

· – ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΑΚΟΣ, Παπάγος

· – ΑΘΩΣ ΧΑΤΖΗΜΑΤΘΑΙΟΥ, Λεμεσός, Κύπρος

· – ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΦΑΡΜΑΚΗΣ, Αγία Παρασκευή

· – ΜΑΡΙΑ ΤΣΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ, Λουτράκι

· – ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΣΑΜΑΚΗ, Νέα Αρτάκη

 

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ: ΔΙΗΓΗΜΑ

 Α΄ Βραβείο:

· – ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ, Γεροσκήπου, Πάφος, Κύπρος

· – ΕΛΕΝΑ ΤΣΑΚΙΡΙΔΟΥ, Καβάλα

Β΄ Βραβείο:

· – ΤΙΝΑ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΟΥ, Καλαμάτα

· – ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΑΝΤΑ, Αγία Παρασκευή

Γ΄ Βραβείο:

· – ΘΑΛΕΙΑ ΒΑΓΙΑΚΗ, Αγία Παρασκευή

· – ΓΙΩΡΓΟΣ – ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΑΝΤΖΙΩΚΑΣ, Αγία Παρασκευή

· – ΜΑΡΙΑ ΚΟΡΡΕ, Αγία Παρασκευή

ΕΙΔΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ «Αλέκος Κοντόπουλος»:

· – ΛΑΜΠΡΙΝΗ – ΕΙΡΗΝΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, Καλλιθέα

· – ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΦΑΣΟΥΛΗ, Νέα Σμύρνη

· – ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΛΑΜΠΡΗ, Πάτρα

Α΄ Έπαινος

· – ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΠΑΝΟΥΡΓΙΑ, Νίκαια

· – ΒΙΚΥ ΕΔΙΑΡΟΓΛΟΥ, Θεσσαλονίκη

Β΄ Έπαινος

· – ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΔΡΑΓΟΥΝΗ, Γλυφάδα

· – ΑΝΝΑ ΜΑΥΡΟΥΔΗ, Καλύβια Θορικού

· – ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ – ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ, Τρίκαλα

Γ΄ Έπαινος

· – ΕΥΣΤΡΑΤΙΑ ΓΟΥΝΤΟΥΔΑΚΗ, Κομοτηνή

· – ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΚΟΚΟΝΕΣΗ, Παλλήνη

· – ΑΝΝΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ, Παπάγος

· – ΛΕΝΑ ΜΑΥΡΟΥΔΗ – ΜΟΥΛΙΟΥ, Βύρωνας

· – ΜΑΝΟΛΗΣ ΧΑΤΖΗΑΠΟΣΤΟΛΟΥ, Χανιά, Κρήτη

· – ΚΥΡΙΑΚΗ ΒΑΓΙΑΝΟΥ, Χίος

· – ΕΜΜΑΝΟΥΕΛΑ ΔΟΥΒΡΟΠΟΥΛΟΥ, Πύργος Ηλείας

· – ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ, Γιαννιτσά

 

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ: ΠΑΙΔΙΚΟ ΠAΡΑΜΥΘΙ

 Α΄ Βραβείο:

· – ΜΑΡΟΥΛΑ ΜΑΤΘΑΙΟΥ, Λέσβος

· – ΛΕΤΤΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Μελίσσια

Β΄ Βραβείο:

· – ΜΑΡΙΑΝΘΗ ΠΑΠΑΔΗ, Αγία Βαρβάρα

· – ΒΑΡΒΑΡΑ ΠΑΡΑΔΕΙΣΑ, Πολύγυρος Χαλκιδικής

Γ΄ Βραβείο:

· – ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΑΓΓΕΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Άνω Λιόσια

· – ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ, Βόλος

ΕΙΔΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ «Αλέκος Κοντόπουλος»:

· – ΕΛΙΣΑΒΕΤ – ΕΛΠΙΣ ΓΙΑΓΚΑΚΗ, Καλλιθέα

· – ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΡΑΚΟΥ, Πάφος, Κύπρος

Α΄ Έπαινος

· – ΘΕΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥΦΕΞΗ, Θεσσαλονίκη

· – ΠΕΛΑΓΙΑ ΓΙΑΝΝΟΛΟΠΟΥΛΟΥ, Θεσσαλονίκη

Β΄ Έπαινος

· – ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΟΝΙΔΑΚΗΣ, Περιστέρι

· – ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΙΩΑΝΝΟΥ, Σαντορίνη

· – ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΤΣΙΑΛΟΥ, Αγρίνιο

Γ΄ Έπαινος

· – ΣΟΥΛΑ ΤΣΙΑΤΣΙΟΥ, Τρίκαλα

· – ΕΛΕΝΗ ΚΟΥΚΗ, Αθήνα

· – ΣΟΦΙΑ ΛΑΠΠΑ, Χαλκιδική

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Εκδηλώσεις – Μάρτιος 2021

 

 

Αφιερώματα ποίησης

ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

 Ποιητική συλλογή “Οι άταφοι” (1966)

 Ι

 κατάγγιχτα στη νύχτα και την άσφαλτο

τα τείχη

η θάλασσα

οξυγώνια χτίσματα λογχίζουν τον ουρανό

καράβια σταχτωμένα από σιγή

της πολιτείας τα νεφελώματα

ρομφαίες στο νερό

μυριόχρωμες

βραχνές φωνές

αποχαμένες πριν την άρθρωση

στου μπετόν τους σπόνδυλους

γαλήνη

πηχτό το μαζούτ

πέτρα ο κάμπος

κάτω από του βορρά τον άνεμο

ως τα τεφρά βουνά

σφραγίδες του ορίζοντα

(…)

 (απόσπασμα)

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

Ποιητική συλλογή “Αναρχικά” (1979)

“Χρέος”

 χρωστάμε μόνον

σε κείνους που πολύ αγάπησαν

και ζήσανε την πίκρα

χρωστάμε μόνον

σε κείνους που πολύ αγωνίστηκαν

και ζήσανε την ήττα

χρωστάμε μόνον

σε κείνους που πολύ ονειρεύτηκαν

και ζήσανε τον εφιάλτη

χρωστάμε μόνον

σε κείνους που περιφρονήσανε τον θάνατο

και πέθαναν

κι είναι νεκροί

κι ανθίζουν

και μυρώνουνε το χώμα

 

χρωστάμε μόνον

το φως του κόσμου

 ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

Ποιητική Συλλογή “Ο μεθυσμένος ακροβάτης” (1979)

 “ποιητής”

 εγώ δεν γράφω στίχους

δεν τραγουδάω

σαν προαιώνιος κατακλυσμός

κλονίζω τα ίδια φράγματα

σαν την πανούργα θάλασσα

κατατρώω τον ίδιο βράχο

σαν πεισματάρης γύφτος

δουλεύω το ίδιο φυσερό

ανάβω την ίδια φλόγα

κολλάω αφίσες με το σάλιο μου

σκίζω στολές

τσακίζω αλύπητα παράσημα

χορεύω στις ανύποπτες πλατείες σας

μπερδεύω τους λογαριασμούς σας

ανοίγω το κλουβί να φτερουγίσετε

αδειάζω ένα τσουβάλι ζωφραφιές στα πόδια σας

 ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

Ποιητική Συλλογή “Το μαγικό χαλί” (1980)

“τα μάτια του πάνθηρα”

 είδα τα φοβερά μάτια του πάνθηρα

κόκκινα απ’ την προσμονή

μια νύχτα κατασκότεινη είδα εσένα

 

όχι το δικό μου αίμα

 ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

Ποιητική Συλλογή “Ελεύθερος σκοπευτής” (1982)

 “ποίηση 1982”

 οι δικές μας οι λέξεις

είναι λέξεις σκληρές και μεγάλες

μυτερές σαν καρφιά

λέξεις όπως το ξεραμένο πύο

μαύρες όπως τα φλέμματα

που βγάζουνε κάθε πρωί τα σωθικά μας

οι καπνοδόχες των εργοστασίων

τα τραίνα που αναπόδραστα ακολουθούν τις ράγες

κόκκινες λέξεις

όπως ο ήλιος ο μοναδικός

και το λουλούδι που σπαραχτικά ανθίζει

σε στεγνό και κατάμαυρο χώμα

 

οι δικές μας οι λέξεις

είναι λέξεις γυμνές

λέξεις γεμάτες τραύματα

συστατικά στοιχεία, αναγραμματισμοί

και μόρια της ίδιας αγωνίας

 

οι δικές μας οι λέξεις

προκηρύξεις κι αφίσες του τοίχου

φωτισμένα παράθυρα στο σκοτάδι της νύχτας
που αφυπνίζουν την πόλη

όταν κλείνει με πείσμα τα μάτια

στη γραφή του θανάτου

αυτές οι τελευταίες λέξεις

πριν κάθε εκτέλεση

πριν κάθε μεταμφίεση του καθημερινού θανάτου

τα δικά σου είναι δάχτυλα που γνωρίζουν το χάδι

είναι λέξεις κραυγές

οιμωγές και ελπίδες

που δοξάζουν το φως

που μετράνε με δέος το μπόι τους

και δεν τρέμουν

 

ίσως κάποτε τα δικά μας παιδιά

να μιλήσουν με άλλη φωνή

να βαδίσουν με ξένοιαστο βήμα

πάνω στις νότες της δικής μας μουσικής

και στους κυβόλιθους του δικού μας αγώνα

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

Ποιητική Συλλογή “Ο πλοηγός του απείρου” (1986)

 “γράμμα”

                                  Στην Ισιδώρα

 συγχώρα με για τον βαρύ χειμώνα

σου αναγγέλλω την επιστροφή των πελαργών

και σου χαρίζω δυο μικρά ποιήματα

να στροβιλίζονται στον κήπο σου

σαν ανοιξιάτιες νιφάδες

είσαι καλά;

  ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

Ποιητική Συλλογή “Ξένες χώρες” (1991)

 “μοναξιά”

 έρημος είναι μια θάλασσα χωρίς νερό

θάλασσα είναι μια έρημος χωρίς άμμο

μια έρημος και μια θάλασσα συνθέτουν τον ουρανό

ένα θε κι ένα ου

όπου καταποντίζεται πλησίστια η ψυχή μου

 ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

Ποιητική συλλογή “Το διπλό άλφα της αγάπης” (1994)

 “αιώνια λάμψη του προσωρινού”

 με χαίτη φεγγαροσυρμή

βλέμμα της γης στον ουρανό

αχ καθαρόαιμο φαρί

αχ άνοιξη

μήνυμα του θνητού στο ακαταμέτρητο

σιγά σιγά πως γλύστρησες στη φρονιμάδα

στον παγωμένο βάλτο της

αιώνια λάμψη του προσωρινού

πώς έσπασες τα φτερωτά σου πόδια

 ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

Ποιητική Συλλογή “Την κοκκινόμαυρη ανεμίζοντας της ουτοπίας” (1997)

 “δωρεά”

 τίποτα και ποτέ δεν μου χαρίσατε

τίποτα και ποτέ εγώ δεν θέλησα

 

άλλος σε μένα δώρισε

σ’ άλλον οφείλω

όσα σ’ εσάς απλόχερα επιστρέφω

 

από την εύνοια και τον έπαινο

εγώ που διάλεξα την εξορία

ζω στη δικη μου χώρα

 

αυτή που αύριο εσείς θα ονομάζετε πατρίδα

 ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

Ποιητική Συλλογή “Χώμα στον ουρανό” (1998)

 “λουσμένη στην ομίχλη όπως το σαββατόβραδο”

 λουσμένη στα δεκαοχτώ σου χρόνια θα σε περιμένω,

λουσμένη στην ομίχλη όπως το σαββατόβραδο, ένα

όνειρο του φανοστάτη πάνω απ’ τη θάλασσα, εκεί

που ο δρόμος μόλις άρχισε, εκεί που κάνει η δίψα το

αδύνατο να ανθίσει, εκεί που η προσμονή θαμπά

φωτίζει χιλιάδες μυστικά και θαύματα

 ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

Ποιητική Συλλογή “Γαλάζιο βαθύ σαν αντίο” (1999)

 “όταν ανθίζει κρύβεται”

 

στους πίνακες απλώνονται χρώματα μυστικά, τα

πιο ωραία ποιήματα γράφονται χωρίς λέξεις, όταν

ανθίζει κρύβεται και με τους ήχους χάνεται το κάτι

αυτής της άλλης μουσικής, και εμφανίζονται σκιές,

θρυμματισμένα σύμβολα, ίχνη που οδηγούν σε νέα

αινίγματα, και η σιγή, η απόλυτη πυκνότητα, το

ανέκφραστο λυτρωτικό σαν μοίρα, σαν πατρίδα

 ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

Ποιητική Συλλογή “Ένα λιβάδι στην ομίχλη που ονειρεύεται” (2002)

 “ποίηση, 2”

 όταν λυγίζει από καρπούς ένα μοναχικό κλαδί στον

άνεμο, όταν στην προαιώνια θάλασσα αστράφτει

ένας κόκκος άμμου, όταν του ναυαγού η ψυχή

ανεμίζει στον άδειο ορίζοντα, όταν η βεβαιότητα

του τίποτα προστίθεται στον πόνο κι όμως η κάθε

λέξη σχηματίζεται με αγάπη, όταν τα πάντα παραμένουν

ανεξήγητα κι όμως ανοίγει ένας φεγγίτης στις μυστικές

προσβάσεις τ’ ουρανού. όταν αυτόν τον δρόμο μόνο

ξέρεις, τον δρόμο μέσα στην ομίχλη

 

ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

Από την Ποιητική Ανθολογία “Ο ΠΛΟΗΓΟΣ ΤΟΥ ΑΠΕΙΡΟΥ” 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1966-2002

ΝΕΑ ΠΟΡΕΙΑ/2004

Βιογραφικό συγγραφέα: 

 Γιος προσφύγων από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Ρωμυλία, ο Τόλης Νικηφόρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, αποφοίτησε από το Κολλέγιο Ανατόλια και σπούδασε διοίκηση επιχειρήσεων. Εργάσθηκε κυρίως ως σύμβουλος οργάνωσης επιχειρήσεων στη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα και το Λονδίνο και ταξίδεψε σε πολλές χώρες.

Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε δέκα ευρωπαϊκές γλώσσες και έχουν περιληφθεί σε πολλές ελληνικές και ξένες ανθολογίες, καθώς και στα κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας της μέσης εκπαίδευσης στην Ελλάδα και την Κύπρο. Για το παραμύθι του Σοτοσαπόλ ο χρυσοθήρας τού απονεμήθηκε το βραβείο μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας της «Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς» το 1989 και για τη συλλογή διηγημάτων του Ο δρόμος για την Ουρανούπολη το κρατικό βραβείο διηγήματος το 2009.

Ο φιλόλογος και σκηνοθέτης Φώτης Συμεωνίδης γύρισε ένα ντοκιμαντέρ 58 λεπτών με τίτλο «Σ’ αγαπώ – Ελογοκρίθη, Η αλήθεια του ποιητή Τόλη Νικηφόρου», που προβλήθηκε με επιτυχία στο 17ο Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2015, σε διάφορα άλλα φεστιβάλ, σε αίθουσες βιβλιοθηκών και από την ΕΡΤ 3.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:

ΠΟΙΗΣΗ:  Οι άταφοι/ Θεσσαλονίκη, 1996 // Αναρχικά/ Θεσσαλονίκη, 1979 // Ο μεθυσμένος ακροβάτης, Θεσσαλονίκη, 1979  //  Το μαγικό χαλί/ Θεσσαλονίκη, 1980  //  Με τη φωτιά στα μάτια (συγκεντρωτική έκδοση των τριών προηγούμενων και της ανέκδοτης συλλογής Ελεύθερος σκοπευτής)/ Θεσσαλονίκη, 1982  //  Ο πλοηγός του απείρου/ Θεσσαλονίκη, 1986  //   Ξένες χώρες/ εκδ.Νέα Πορεία/ 1991  // Το διπλό άλφα της αγάπης/ εκδ.Νέα Πορεία, 1994, εκδ.Παρατηρητής, 2002  //  Την κοκκινόμαυρη ανεμίζοντας της ουτοπίας/ εκδ. Νέα Πορεία, 1997  //  Χώμα στον ουρανό/ εκδ. Νέα Πορεία, 1998  //  Γαλάζιο βαθύ σαν αντίο/ εκδ. Νέα Πορεία, 1999  // Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται/ εκδ.Νέα Πορεία, 2002  // Ο πλοηγός του απείρου (ποιήματα 1966-2002), εκδ. Νέα Πορεία, 2004  //  Μυστικά και θαύματα, ο ανεξερεύνητος λόγος της ουτοπίας/ εκδ.Μανδραγόρας, 2007  //  Το μυστικό αλφάβητο/ εκδ. Μανδραγόρας, 2010  // Μια κιμωλία στον μαυροπίνακα/ εκδ.Μανδραγόρας, 2012  //  Ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα (32 ποιήματα για τη Θεσσαλονίκη (1966-2013)/ εκδ. Μανδραγόρας, 2013  //  Φωτεινά παράθυρα/ εκδ. Μανδραγόρας, 2014 Ρίγος αιχμάλωτο στον ήχο της φωνής σου – 63 ποιήματα για τον έρωτα και την αγάπη (1966-2015)/ εκδ.Μανδραγόρας, 2015  //  Φλόγα απ’ τη στάχτη/ εκδ. Μανδραγόρας, 2017  //  Ίχνη του δέους, επιλεγμένα ποιήματα 1966-2017, εκδ. Ρώμη, 2018  //  Κόκκινες πηχτές σταγόνες/ εκδ. Μανδραγόρας, 2019 //Φαντάσματα/εκδ. Μανδραγόρας,2020//  El Piloto del Infinito, 45 ποιήματα μεταφρασμένα στα ισπανικά από τον José Antonio Moreno Jurado, Σειρά El Arbol de la Luz 6, Το Φωτόδεντρο, Pantilla Libros Editores LibrerosSevillaEspana, 2020

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ:   Αλμπατζάλ ή πώς βούλωσα τα μεγάφωνα/ Θεσσαλονίκη, 1971  //  Εγνατία οδός/ εκδ. Νέα Πορεία, 1973  //  Ονειροπολών εγκλήματα/ Θεσσαλονίκη, 1976,1977  //  Τα μάτια του πάνθηρα/ εκδ. Νέα Πορεία, 1996  //  Νόστος/ εκδ. Νέα Πορεία, 2000  //  Ο δρόμος για την Ουρανούπολη / εκδ. Νεφέλη, 2008 (κρατικό βραβείο διηγήματος)  //  Αγνώστου στρατιώτου/ εκδ. Μανδραγόρας, 2016  //  Από το τίποτα σαν θαύμα ξαφνικά-ιστορίες ποιημάτων/εκδ.Μανδραγόρας, 2018  //  Η λέσχη της κόκκινης ή γαλάζιας αλεπούς, διηγήματα/ εκδ. Μανδραγόρας, 2020

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ:  Η γοητεία των δευτερολέπτων/ εκδ. Νέα Πορεία, 2001  // Το κίτρινο περπάτημα στα χόρτα/ εκδ. Νεφέλη, 2005  //  Η εξαίσια ηδονή του βιασμού/ εκδ. Νεφέλη, 2006  //  Έρημο νησί στην άκρη του κόσμου/ εκδ. Νεφέλη, 2009

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ (για μεγάλους) :   Ένα παραμύθι για όλους/ εκδ. Πασχάλης, 1984  //  Νόσιλκα/ εκδ. Α.Σ.Ε., 1989  //  Σοτοσαπόλ ο χρυσοθήρας/ εκδ. Ο.Μ.Ε.Π., 1996 (βραβείο Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς)

 

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Μάρτιος 2021

 

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΚΑΒΑΦΗΣ (1863-1933)

 “Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομμαγηνή· 595 μ.Χ.”

 Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου

είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.

Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά.

Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,

που κάπως ξέρεις από φάρμακα·

νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.

 

Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι. –

Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,

που κάμνουνε – για λίγο – να μη νοιώθεται η πληγή. (1921)

~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

 ΗΛΙΑΣ ΒΟΥΤΙΕΡΙΔΗΣ (1874-1941)

 “Ποίηση”

 Γεμάτο το γραφείο χαρτιά, βιβλία·

στης σκέψης το βασίλειο τριγυρίζω·

θαρρώ με πνεύματα έξοχα ότι αρχίζω

σπουδαία και σοβαρή συνομιλία.

 

Κι η Μούσα πάλι μου ζητάει φιλία·

συχνά το χέρι στα μαλλιά βυθίζω·

μαύρες σειρές τ’ άσπρο χαρτί γεμίζω…

Ιδέες και μέτρα αρχίζουν συναυλία…

 

Έξω ήλιος λάμπει· η φύση όλη γελάει·

παντού χαρά Θεού· τραγούδι μοιάζει

ο κάθε κρότος, που η ζωή σκορπάει.

 

Πάμε, γλυκιά γυναίκα μου, να ιδούμε

ολάκερο το θαύμα, που μας κράζει,

και της ζωής την ποίηση να χαρούμε.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

  

ΤΑΣΟΣ ΚΟΡΦΗΣ (1929-1994)

“Των μοναχικών ποιητών”

                                                                             Κοσμική δεξίωση ποιητών

 Και, βέβαια, η ποίηση δεν υπάρχει εδώ

Στα πολυτελή σαλόνια με τη λαϊκότροπη μουσική.

Στους επώνυμους, φουσκωμένους διάνους,

Στην κοσμική ηθοποιό,

Που με συγκινημένη, τάχα, φωνή απαγγέλλει

Τα ονόματα των διάσημων ξένων ποιητών: Ενός φίλου

Του Πωλ Ελυάρ, ενός μεταφραστή της Βίβλου

Κι εκείνου του παμπόνηρου Ναπολιτάνου

Με το ψαλιδισμένο μουστάκι και τα πανούργα μάτια.

 

Καημένε Κέρουακ, εσύ που ξέρεις πόσο μεγάλοι

Είναι οι δρόμοι, που δεν οδηγούν πουθενά,

Κι ακροβατείς σε μια τροχισμένη λεπίδα

Μαχαιριού, περιφρονώντας κάθε εξουσία

Για τη νύχτα, εσύ ερωμένε κι εραστή,

Κρίνο της θάλασσας, που ανοίγεις και πεθαίνεις

Την ίδια στιγμή, εφήμερο έντομο,

Οδήγησέ μας από τα μονοπάτια του θανάτου

Στην πραγματική ζωή.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ (1910-1985)

 “Ποίηση 1948”

τούτη η εποχή

του εμφύλιου σπαραγμού

δεν είναι εποχή

για ποίηση

κι άλλα παρόμοια:

σαν πάει κάτι

να

γραφεί

είναι

ως

αν

να γράφονταν

από την άλλη μεριά

αγγελτηρίων θανάτου

 

γι’ αυτό και

τα ποιήματά μου

είν’ τόσο πικραμένα

(και πότε -άλλωστε- δεν ήσαν;)

κι είναι

-προ πάντων-

και

τόσο

λίγα

 

(ΕΛΕΥΣΙΣ, 1948)

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ (1912-1991)

 “Η ποίηση κ’ η ζωή”

 Δεν τελειώνει η ποίηση, όπως

κι’ ο ουρανός δεν τελειώνει. Όπως οι ώρες του Θεού

κ’ οι στροφές του πλανήτη μας. Οι ανταύγειες της

  ζωής,

διατηρούνε το σχήμα της μέσα στην ποίηση. Όσο

θα πηγαίνει και θάρχεται η θάλασσα, όσο

θα γεννιούνται λουλούδια και χρώματα, όσο

θα δίνουν οι άνθρωποι ο ένας στον άλλο το χέρι τους,

θα υπάρχει κ’ η ποίηση.

  Η ποίηση γεννιέται

μαζί με τα πράγματα, μαζί με τον έρωτα,

μαζί με τον πόνο. Παραδείγματος χάρη,

πολλών μου σελίδων η ποίηση γεννήθηκε

  μαζί με τα μάτια σου.

 

 Ποιητική Συλλογή “ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ” (1961)

ΚΕΦ.”Διάλογος με την ποίηση”

 Από την ποιητική Ανθολογία “ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ”

“τα ποιήματα” – Τόμος Δεύτερος

Τρία φύλλα – Εκδόσεις Θεμέλιο, 1999

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ (1916-2011)

 ” Όταν ο ποιητής…”

 Όταν ο ποιητής

Ανοίγει τα μάτια του

Στο καθημερινό θαύμα

Εμφανίζονται σιγά-σιγά

Όλα τα πένθιμα φαντάσματα

Όλα τα όνειρα τα λυπητερά

Σαν κεριά που καπνίζουν

 

Τότε με το χλωμό του δάκτυλο

Χαράζει τ’ αρχικά της αστραπής

Πάνω στη στιβαγμένη σκόνη

Πάνω στο πρόσωπο της χρονιάς

 

Που γέρνει

Μαστιγωμένο απ’ όλους τους ανέμους

Αλλάζει τη λάσπη

Σε κρουνούς από φωτεινό αίμα

Μεταμορφώνει τον θάνατο

Σ’ ερωτικό τραγούδι

 

Ω ποίηση αναμάρτητη

Εμπιστευμένη στη δροσιά της θύελλας

Ω ποίηση ατελεύτητη

Φτεροκόπημα χελιδονιών.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

 ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ (1924- 2008)

 “Τα Αντικλείδια”

Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.

Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν

τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί

κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι

και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.

Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς

δεν τούς ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.

Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη

και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια

γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.

Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.

Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ

για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.

Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν

από τότε που υπάρχει ο κόσμος

είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια

για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.

 

Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.

 (“Τα Αντικλείδια”, 1988)

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

 ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ (1925-2005)

“Επίλογος”

Κι όχι αυταπάτες προπαντός.

 

Το πολύ-πολύ να τους εκλάβεις σα δύο θαμπούς

προβολείς μες στην ομίχλη

Σαν ένα δελτάριο σε φίλους που λείπουν με τη μοναδική λέξη: ζω.

 

“Γιατί”, όπως πολύ σωστά είπε κάποτε κι ο φίλος μου ο Τίτος,

“Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες

Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα”.

 

Έστω.

Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου. Κρίνε για να κριθείς.

 (Ο στόχος, 1970)

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

 Τα ποιήματα των Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗ-Η.ΒΟΥΤΙΕΡΙΔΗ-Τ.ΚΟΡΦΗ-Ν.ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΥ-Τ.ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗ-Γ.ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ-Μ.ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ, είναι από το σχολικό βιβλίο “Βιβλιοθήκη της Αξιολόγησης”  – Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ’ Λυκείου Θεωρητικής κατεύθυνσης  – Επιμέλεια: Δημήτρης Γκανέτσος

ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ

 

Επιλογή ποιημάτων και μεταφορά στο διαδίκτυο με αναφορά στις πηγές: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό Αρχείο Βιβλιοθήκης)

 

 Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Μάρτιος 2021

 

 

Τη νύχτα που ο λογισμός

στο άπειρο πλανιέται,

παίρνω μολύβι και χαρτί,

συχνά για να σμιλέψω,

με γράμματα και συλλαβές

τα μύχια της ψυχής μου.

 

Έτσι κι απόψε κάθομαι,

μόνος μου ταξιδεύω,

σε κόσμους άλλους, μυστικούς,

του σύμπαντος αιθέρες.

 

Μα δε με στέργει ο λογισμός,

τα γράμματα κι οι λέξεις.

Νεκρό μέσα στα δάκτυλα,

κείτεται το μολύβι,

κι ακούω μόνο την κραυγή,

που βγαίνει απ’ την ψυχή μου.

 

Σαν τι να χτίζω συλλαβές,

σαν τι να πλέκω στίχους,

τι κι αν με λένε ποιητή,

τι κι αν γράφω τραγούδια.

 

Εχθές καθώς εδιάβαινα

στο πρωινό του Μάρτη,

είδα τ’ ανθρώπου την ψυχή

κουρέλι στα σκουπίδια.

 

Πρωί ολόφωτο, ζεστό!

Άνθρωποι γύρω πλήθος…

κι εκεί μονάχο στη γωνιά

ένα μικρό παιδάκι,

αμίλητο να καρτερεί,

μάταια ελεημοσύνη.

 

Ήταν δεν ήταν τριών χρονών,

στη χαραυγή της ζήσης,

και όμως άδικα, φριχτά,

την ερημιά, την παγωνιά

του κόσμου είχε γνωρίσει.

 

Μεσάνυχτα και αλυχτούν

οι σκύλοι του ερέβους!

Όχι μακριά μα μέσα μου,

καθώς αναθυμάμαι,

το πικραμένο βλέμμα του,

το παγωμένο γέλιο.

 

Ήλθε η αυγή και ξάγρυπνος

πέταξα τα χαρτιά μου.

Δε θα χαράξω γράμματα

και δε θα πλέξω στίχους,

αφού μακριά και άπραγος,

μέσα στους άλλους μένω.

 

Η ροδαυγή μας προσκαλεί,

ας πάρουμε τους δρόμους.

Όλοι εμείς, που ποιητές

θέλουμε να μας λένε

κι ας δώσουμε χαμόγελο,

αγνό απ’ την καρδιά μας,

σε δυο ματάκια παιδικά,

που μας προσμένουν μόνα.

 

ΝΙΚΟΣ ΤΑΒΟΥΛΑΡΗΣ

Ποιητική Συλλογή “Με τα φτερά του ανέμου”

Εκδόσεις “Αμαρυλλίς” 

Αθήνα, 2007

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Μάρτιος 2021

 

 

Η Παράδοση του Φρουρίου της Μονεμβασίας στις 23 Ιουλίου 1821

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού

————————————————————————————————-

 

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΩΝ ΕΚΠΟΜΠΩΝ

Του Νίκου Ι. Κουφού

 Στον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Ιεράς Μητροπόλεως Μονεμβασίας & Σπάρτης, με θέμα :

«Η ΛΑΚΩΝΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ 1821

 Οι θυσίες και τα κατορθώματα γνωστών και άγνωστων Αγωνιστών της Εθνικής Παλιγγενεσίας»

 Διαδικτυακή αναζήτηση : Ραδιόφωνο Μητρόπολης Σπάρτης

Live, κάθε Τετάρτη, στις 5.00΄μ. μ..

  ΜΑΡΤΙΟΣ 2021

 3 / 3 : Εισαγωγή στο 1821 με γενική αναφορά στη Λακωνία

10 / 3 : Εισαγωγή στο 1821 με γενική αναφορά στη Λακωνία – (Επανάληψη)

17 / 3 : Προετοιμασία και έναρξη της Επανάστασης στη Μάνη

24 / 3 : Οι πρώτες επαναστατικές κινήσεις στη Λακεδαίμονα

31 / 3 : Πολιορκία και Απελευθέρωση της Μονεμβασίας

 

ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2021

7 / 4 : Οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου στη φυλακή της Τριπολιτσάς

14 / 4 : Επίσκοπος Βρεσθένης Θεοδώρητος ο Β΄

21 / 4 : Η συμβολή των Λακεδαιμονίων στην προάσπιση της ακρόπολης του Άργους, τον Ιούλιο του 1822

28 / 4 : Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης

 

Επί-Λόγου – Εκδηλώσεις – Μάρτιος 2021

Στη δέκατη συνάντηση των εκδηλώσεων «Θέατρο-Τραύμα-Θεραπεία» εξερευνούμε τον μύθο και το πώς εισχωρεί στο παραμύθι και παραδίδεται προφορικά στην τελετουργία και τα τραγούδια.
Κυριακή 14 Μαρτίου 2021, ώρα: 12.00 μμ
Παρουσιάζουν
Αγνή Στρουμπούλη: «Oι πληγές είναι φωλιές λουλουδιών»
Μιράντα Τερζοπούλου: Παραστατικά λαϊκά δρώμενα και θεραπεία
Επιστημονική επιμέλεια-συντονισμός: Ιωσήφ Βιβιλάκης
Σύνδεσμος συμμετοχής: https://youtu.be/gV0SoV9OkOg
Σύνδεσμος εκδήλωσης στο Facebook: https://fb.me/e/5QyzGmq5P
Οι διαδικτυακές αυτές συναντήσεις μεταδίδονται απευθείας στο κανάλι του Τμήματος στο YouTube και κοινοποιούνται μέσα από τον ιστότοπο του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών, καθώς και από το κοινωνικό δίκτυο του Τμήματος στο Facebook.
Απευθύνονται σε όλους τους φοιτητές και τις φοιτήτριες του Προπτυχιακού και του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών του Τμήματος, στους/στις υποψήφιους/ες διδάκτορες, στους αποφοίτους, στους φίλους του Τμήματος και σε κάθε ενδιαφερόμενο.
Η συμμετοχή/παρακολούθηση είναι δωρεάν. Δεν απαιτείται εγγραφή.

 Μια πρωτοβουλία του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ υπό την αιγίδα της Κοσμητείας της Φιλοσοφικής Σχολής και την υποστήριξη των εκδόσεων Αρμός.
Χορηγός επικοινωνίας: Περιοδικό Φρέαρ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ  ΟΜΙΛΗΤΩΝ: 

ΑΓΝΗ ΣΤΡΟΥΜΠΟΥΛΗ/Αφηγήτρια λαϊκών μαγικών Παραμυθιών
Η Αγνή Στρουμπούλη γεννήθηκε το 1952 στον Πειραιά – από τότε η θάλασσα. Από το 1995 στα Ελληνικά λαϊκά παραμύθια. Μια άλλη θάλασσα μνήμης, ανακάλυψης και παρηγορίας. Έχει κάνει ανθολογήσεις: «Παραμύθια με ανεξιχνίαστες γριές» και «Παραμύθια με αρειμάνιους δράκους» εκδόσεις Απόπειρα, «Το Πετειναράκι» εκδόσεις ΑΠ Χίος, «Κάτι κατεργάρηδες ποντικοί» και «Αχ! αυτοί οι καλικάντζαροι» εκδόσεις Άσπρη λέξη, «Το κουντουνάκι» και «Ο δέντρος» εκδόσεις Καλειδοσκόπιο «Το περγαλιό» και «Το πετροκάραβο» εκδόσεις Αρμονία, «νάνι, νάνι…» εκδόσεις Ποταμός. Μεταφράσεις: «Κούκλες και Μαριονέτες», «Το θεατρικό παιχνίδι», «Κάστρα στην άμμο», «Λεξικό του Θεάτρου» στις εκδόσεις Gutenberg. «Μια γυναίκα: Καμίλλη Κλωντέλ» στις εκδόσεις της Εστίας. «Παραμύθια από το Κάιρο» στις εκδόσεις Απόπειρα. Δικό της βιβλίο: «Η μύγα», μικρά πεζά εκδόσεις Απόπειρα. Ραδιόφωνο: δεκατρία χρόνια εκπομπές στην Ελληνική Ραδιοφωνία. – 15 χρόνια Εργαστήρια για την Τέχνη της Αφήγησης στο Δήμο Αθηναίων, στο Μουσείο Μπενάκη, σε Δημόσιες Βιβλιοθήκες, κ.ά. – 25 χρόνια Παραστάσεις – Αφηγήσεις σε όλη την Ελλάδα και στο εξωτερικό· σε θέατρα, μουσεία, σχολεία, πανεπιστήμια, νοσοκομεία, φυλακές, βιβλιοθήκες, πολιτιστικά κέντρα, μουσικές σκηνές, φεστιβάλ, πλατείες, συνέδρια. Κι ακόμα πιο πριν: Κοινωνική λειτουργός και Υπεύθυνη Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων. Συνεχίζει ακάθεκτη.
ΜΙΡΑΝΤΑ ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΥ
Λαογράφος-Εθνολόγος, πρώην Ερευνήτρια Β΄ βαθμίδας, Κέντρου Έρευνας Ελληνικής Λαογραφίας, Ακαδημίας Αθηνών
Μακροχρόνια επιτόπια έρευνα εντός και εκτός Ελλάδας σχετικά με την παραδοσιακή μουσική, τη λαϊκή λατρεία και τις λαϊκές τελετουργίες καθώς και θέση και τους ρόλους των φύλων σ’ αυτές, ιδιαίτερα όσον αφορά εθνοτικές, θρησκευτικές, γλωσσικές μειονοτικές ομάδες. Αντικείμενο της έρευνας της υπήρξαν οι επιτελεστικοί κώδικες των θεατρικών δρώμενων όπως προσφέρονται για τη μελέτη της διαπραγμάτευσης της συλλογικής ταυτότητας των διαφόρων ομάδων. Υπεύθυνη πολλών ερευνητικών προγραμμάτων. Μαθήματα, σεμινάρια, διαλέξεις, δημοσιεύσεις σχετικά με τα παραπάνω θέματα, συμμετοχή σε εκδόσεις δίσκων παραδοσιακής μουσικής και εθνογραφικά ντοκυμαντέρ, συνεργασία σε δημιουργία ψηφιακών βάσεων δεδομένων κλπ. Βιντεοσκοπεί και φωτογραφίζει τα θέματα της έρευνας της.
Πηγή: https://www.facebook.com/theatre.uoa.gr ΤΜΗΜΑ ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΚΠΑ

 

Επί-Λόγου – Εκδηλώσεις – Μάρτιος 2021

Λογοτεχνικά Αφιερώματα

ΓΥΝΑΙΚΑ

Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.

Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.

Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία.

Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

 

 Από παιδί βιαζόμουνα μα τώρα πάω καλιά μου.

Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.

Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,

για μια στιγμή αν με λύγισε σήμερα δε με ορίζει.

 

Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.

Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.

Ποιος σκύλας γιος μας μούτζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,

που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;

 

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.

Γιομάτη φύκια και ροδάνθη αμφίβια Μοίρα.

Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,

πρώτη φορά σε μια σπηλιά στην Αλταμίρα.

 

 Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.

Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ πού μ’ είδες;

Στην άμμο πάνω σ’ είχα ανάστροφα ζαβώσει

τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες.

 

Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.

Κοντά σου ναύτες απ’ την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.

Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό

έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.

 

Πράσινο. Αφρός, θαλασσινό βαθύ και βυσσινί.

Γυμνή. Μονάχα ένα χρυσό στη μέση σου ζωστήρι.

Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτά Ισημερινοί

μες στου Giorgione το αργαστήρι.

 

Πέτρα θα του ‘ριξα και δε με θέλει το ποτάμι.

Τι σου ‘φταιξα και με ξυπνάς προτού να φέξει.

Στερνή νυχτιά του λιμανιού δεν πάει χαράμι.

Αμαρτωλός που δε χαρεί και που δε φταίξει.

 

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.

Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.

Εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω

ως να μου γίνεις, Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα. (1951)

 

 ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ (1910-1975)

Από την ποιητική συλλογή “Τραβέρσο”

~~~~~~~~~~~~

ΣΗΜΕΙΟ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΩΣ

Άγαλμα γυναίκας με δεμένα χέρια

 

Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,

εγώ σε προσφωνώ γυναίκα κατευθείαν.

 

Στολίζεις κάποιο πάρκο.

Από μακριά εξαπατάς.

Θαρρεί κανείς πως έχεις ελαφρά ανακαθήσει

να θυμηθείς ένα ωραίο όνειρο που είδες,

πως παίρνεις φόρα να το ζήσεις.

Από κοντά, ξεκαθαρίζει το όνειρο:

 δεμένα είναι πισθάγκωνα τα χέρια σου

μ’ ένα σκοινί μαρμάρινο

κι η στάση σου είναι η θέλησή σου

κάτι να σε βοηθήσει να ξεφύγεις

την αγωνία του αιχμαλώτου.

Έτσι σε παραγγείλανε στον γλύπτη:

αιχμάλωτη.

Δεν μπορείς

ούτε μια βροχή να ζυγίσεις στο χέρι σου,

ούτε μια ελαφριά μαργαρίτα.

Δεμένα είναι τα χέρια σου.

Και δεν είν’ το μάρμαρο μόνο ο Άργος.

Αν κάτι πήγαινε ν’ αλλάξει

στην πορεία των μαρμάρων,

αν άρχιζαν τ’ αγάλματα αγώνες

για ελευθερίες και ισότητες,

όπως οι δούλοι,

οι νεκροί

και το αίσθημά μας, 

εσύ θα πορευόσουνα

μες στην κοσμογονία των μαρμάρων

με δεμένα πάλι τα χέρια, αιχμάλωτη.

 

Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,

εγώ σε λέω γυναίκα αμέσως.

Όχι γιατί γυναίκα σε παρέδωσε

στο μάρμαρο ο γλύπτης

κι υπόσχονται οι γοφοί σου

ευγονία αγαλμάτων, 

καλή σοδειά ακινησίας.

Για τα δεμένα χέρια σου, που έχεις

όσους πολλούς αιώνες σε γνωρίζω,

σε λέω γυναίκα.

 

Σε λέω γυναίκα

γιατ’ είσαι αιχμάλωτη.

 

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ (1931-2020)

Ποιητική Συλλογή “Το λίγο του κόσμου”, 1971

~~~~~~~~~

  

Ε΄

 Tα δάχτυλά της

στο θαλασσί μαντήλι

κοίτα: κοράλλια.

 Θ΄

 ΝΕΑ ΜΟΙΡΑ

«Γυμνή γυναίκα

το ρόδι που έσπασε

ήταν γεμάτο αστέρια».

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ (1900-1971)

Ποιητική συλλογή “ΔΕΚΑΕΞΙ ΧΑΪΚΟΥ”

~~~~~~~~~~~

 

Η ΛΑΚΩΝΙΣΣΑ

Η ψυχή μου είναι σήμερα φορτωμένη τα μέλη της
και πορεύεται: τα πλευρά, τα χέρια, τα πόδια μου,
το πρόσωπο κεντημένο απ’ τον χρόνο
με ρυτίδες βαθιές, λοξές, ακατάστατες.
Καθώς η Λακώνισσα με τα ξύλα στις πλάτες της
στο απόκρημνο διάσελο με το μαύρο
ρημαγμένο φουστάνι της (αλλά διπλωμένη
μ’ ένα τούλι απ’ τον ήλιο που δύει)
πέτρα την πέτρα η ψυχή μου πορεύεται.

 

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ(1912-1991)

Ποιητική συλλογή “ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΟ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΟ” (1976)

~~~~~~~~~~~

 

γυναίκα

 κάθε μικρή σου υποταγή

μειώνει τη δική μου ελευθερία

εμένα ταπεινώνει

κάθε χαμένο σου δικαίωμα

πληγώνει τη δική μου αξιοπρέπεια

κάθε παραπανίσιο σου φορτίο

έχει σε μένα ρίζες προγονικές

κάθε σε βάρος σου αδικία

είναι μια στυγερή κλοπή

απ’ το παγκάρι της δικής μου εκκλησίας

κι όταν εσύ λιποψυχείς

εγώ είμαι ο αληθινός προδότης

στέκεσαι δίπλα μου

στο σπίτι, στη δουλειά ή στο οδόφραγμα

και με τα ίδια μάτια

ελεύθερα ατενίζουμε τον ήλιο

περήφανοι

ασυμβίβαστοι

ωραίοι μέσα στα τόσα ελαττώματά μας

εμείς που η φύση έταξε σε σάρκα μία

 ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

Ποιητική συλλογή Το μαγικό χαλί, 1980

~~~~~~~~~~

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Μάρτιος 2021

 

 

 Αφιερώματα

 

Η ελληνική πνοή ξαπλώθηκε στα πέρατα του κόσμου… Η ελληνική φλόγα δεν έσβησε… αλλά ζέστανε με το φως της τον κόσμο ολόκληρο… Πώς, λοιπόν, θα είχε χαθεί από μας, τους Έλληνες; Αν μελετήσει κανείς τα αρχαία κείμενα, τα αρχαία μνημεία και διαβάσει προσεκτικά την ιστορία των αγώνων της Ελλάδας, μέχρι και του τελευταίου Παγκοσμίου Πολέμου, τότε θα έχει χειροπιαστή την απόδειξη πως εμείς, οι εντός της Ελλάδας Έλληνες, είμαστε οι ίδιοι από αιώνες. Και δεν είμαστε μόνο εμείς, οι εντός της Ελλάδας Έλληνες. Είναι και ολόκληρος ο Ελληνισμός. Πώς επί τόσους αιώνες κρατήθηκε ο Ελληνισμός, κάτω από τους κατακτητές, ακέραιος;

  Για να γίνει νοητή η σημασία των παραδοσιακών χορών, των τραγουδιών και της μουσικής, πρέπει κανείς ν’ ανατρέξει για λίγο στην ιστορία του τόπου. Να εξετάσει τους ψυχολογικούς παράγοντες που βοήθησαν στην επιβίωση της φυλής μας μέσα από το “φολκλόρ”.

  Το “Πιστεύω” των αρχαίων Ελλήνων ήταν η Ελευθερία, η Υπερηφάνεια, η Ευγενής Άμιλλα. Και μέσα απ’ το Πιστεύω ξεπήδησε η εποχή του Φειδία και του Περικλή. Δημιουργία της ομορφιάς για την αιωνιότητα, βαθύτατη αίσθηση της αρμονίας, του μέτρου. Απόλυτη ισορροπία του πνεύματος και της ύλης. Η ευγενής άμιλλα στον στίβο. Μια μακρύτατη εποχή τραγικών και σατιρικών ποιητών. Και σ’ όλα αυτά συμμετείχε ο λαός. Ήταν κτήμα του. Δεν ήταν κτήμα των ολίγων μόνο. Και οι ολίγοι και οι πολλοί πολεμούσαν για τα πάτρια, όταν κινδύνευαν οι ηθικές αξίες, που τις είχαν πιο ψηλά από τη ζωή τους. Δεν θα μπορούσαν να ζήσουν αλλιώς.

  Το αυτό πνεύμα, παρ’ όλη την αυστηρότητα των εκδηλώσεων, επεκράτησε και στο Βυζάντιο. Το Βυζάντιο στάθηκε ο προμαχών του πολιτισμού και των ηθικών αξιών. Υπήρξαν Αυτοκράτορες του Βυζαντίου, οι οποίοι επί 50 χρόνια βρισκόντουσαν στο πεδίον της μάχης. Ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος, ο Ηράκλειος, οι Κομνηνοί. Και τέλος ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, η τραγική αυτή φυσιογνωμία, που βρήκε τον θάνατο στις επάλξεις της “Βασιλεύουσας” – της Κωνσταντινουπόλεως.

  Με το τέλος του σφράγισε την κατάρρευση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας… και έκλεισε το βιβλίο του βυζαντινού πολιτισμού, που είχε μια ιστορία χιλίων ετών… Και για την Ελλάδα εσήμανε την αρχή της σκλαβιάς. Της σκλαβιάς που κράτησε 400 περίπου χρόνια. Αλλά όχι τον θάνατο του Ελληνισμού. Όλ’ αυτά συνεχίστηκαν πάντα, χωρίς διακοπή. ΟΙ αποκαμωμένοι Έλληνες στηρίχθηκαν στη χριστιανική θρησκεία και στα βαθειά ριζωμένα κατάλοιπα του Πιστεύω της αρχαίας Ελλάδας, για να επιβιώσουν.

  Αυτά τα στοιχεία απετέλεσαν την ιστορική συνέχιση των Ελλήνων. Στοιχεία που βρίσκονται όχι μόνο στα αρχαία γλυπτά, στα αρχαία κείμενα, στα βυζαντινά μωσαϊκά και βιβλία, αλλά και ζωντανεμμένα, στους χορούς, στα τραγούδια, στη μουσική, στα ήθη και έθιμα, στις προλήψεις, στα πανηγύρια. Σήμερα ακόμα, όπου ζουν Έλληνες. Η κληρονομιά ανάμεσα στους αιώνες ζωντανή, δυναμική. Συγκλονιστικό βίωμα. Σ’ αυτό τον γεμάτο μαγεία τόπο. Τον τόπο όπου γεννήθηκαν. Και όπου πάντα μιλήθηκε και μιλιέται η ίδια γλώσσα, η ελληνική. Γι’ αυτό και οι λαϊκοί μας χοροί και τα τραγούδια μας έχουν σημαντική αξία. Επέζησαν ως πεμπτουσία της ιστορίας μας. Η ιστορία μας βρήκε την έκφρασή της με τον θησαυρό αυτό, που κανείς κατακτητής δεν μπορούσε να της αφαιρέσει. Και οι αναφαίρετες κληρονομιές που ο λαός μας κουβαλούσε μέσα του έγιναν η Μούσα του.

  Ο λαός μας, με λόγια απλά, αληθινά, τραγούδησε. Τραγούδησε όλους τους καημούς και τα βάσανά του… Πέρασε το τραγούδι του μέσα σ’ όλες τις εποχές και έφτασε στο αποκορύφωμά του με τους αγώνες της Ανεξαρτησίας. Εκεί έψαλλε, με τα κλέφτικα τραγούδια, όλο τον ηρωϊσμό και την αυτοθυσία του Έλληνα, εξύμνησε τη γενναιότητα της γυναίκας που πολεμάει δίπλα στον άνδρα, δίπλα στον αδελφό, στον γυιό.

  Με τα μοιρολόγια θρήνησε τον πόνο της μάνας, της αδελφής, της γυναίκας του αγωνιστή… Θρήνησε τον ήρωα.

  Ο χορός είναι η πιο άμεση εκδήλωση των ανθρώπινων αισθημάτων και συναισθημάτων. Η πιο ζωντανή. Είναι η ανάγκη του υποσυνείδητου, που μέσα σ’ αυτό είναι συγκεντρωμένα, ανάκατα, τα πάντα. Ο άνθρωπος λειτουργεί ενστικτωδώς. Η μόρφωση είναι απλώς βοηθητική. Πόσοι είναι οι άνθρωποι που δεν ξέρουν ούτε την υπογραφή τους να βάλουν και που έχουν μιαν ενστικτώδη ευπρέπεια, εντιμότητα και καλωσύνη; Και πόσοι είναι οι μορφωμένοι, με διπλώματα και τίτλους, που δεν έχουν αυτά τα προτερήματα;

  Oι λαοί δεν είχαν χαρτιά και μολύβια για ν’ αποτυπώσουν τα συναισθήματά τους. Ούτε και καιρό. Δούλευαν, πολεμούσαν, και κάποτε παίρνανε μιαν ανάσα χορεύοντας. Ο χορός δεν έχει δική του γραφή. Δυστυχώς. Εδώ και μερικά χρόνια, μερικοί μελετηταί επενόησαν τρόπους καταγραφής. Δεν μπορούν, οι τρόποι αυτοί ν’ αποδώσουν, για διαφόρους τεχνικούς λόγους, στους λαϊκούς χορούς. Η μόνη λύση είανι η επιστημονική κινηματογράφηση (ντοκυμανταίρ), με ειδικευμένον οπερατέρ. Ο κινηματογράφος θα είχε προσφέρει μεγάλη υπηρεσία στον κόσμο, για την κατανόηση των ανθρώπων μεταξύ τους, αν από την αρχή του είχε ασχοληθεί με την κινηματογράφηση των λαϊκών χορών στις διάφορες χώρες.

  Όταν λέμε ότι οι λαϊκοί μας χοροί κουβαλάνε μέσα τους την ιστορία μας, δεν εννοούμε, φυσικά, ότι χορεύονται όπως χορευόντουσαν πριν από 2.500 χρόνια. Αυτό θα ήταν παράλογο και να το σκεφθεί κανένας. Περιγραφές των χορών δεν υπάρχουν. Μόνο σε ωρισμένα αρχαία κείμενα μνημονεύονται ωρισμένοι χοροί.

  Στον Όμηρο, στον Πλούταρχο, στον Ξενοφώντα, αργότερα στον Λουκιανό κ.λ.π.

Έχομε όμως σωρεία αρχαίων αγγείων με παραστάσεις χορών, και απειράριθμες τοιχογραφίες σε βυζαντινά μοναστήρια.

  Μέσα στους λαϊκούς μας χορούς, στην έκφρασή τους, στην κίνησή τους, στον μουσικό τους ρυθμό, βρίσκουμε το νήμα που τα συνδέει με τα αρχαία κείμενα, τις αρχαίες μουσικές κλίμακες, τα αρχαία μέτρα, τη ζωγραφική των αρχαίων αγγείων, τις βυζαντινές τοιχογραφίες, τη βυζαντινή μουσική…

 

ΔΟΡΑ ΣΤΡΑΤΟΥ (1903-1988) 

Από το βιβλίο “Οι λαϊκοί χοροί – ένας ζωντανός δεσμός με το παρελθόν” (1966)

 

 

Πηγή: Λογοτεχνικό Περιοδικό “Παρουσία” – Επιθεώρηση Λόγου και Τέχνης – τ.27(81) Ιανουάριος-Φεβρουάριος-Μάρτιος 2020

Πηγή φωτογραφίας συγγραφέα: newsandtunes.com

 

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα –  Αφιερώματα – Μάρτιος  2021

 

 

 Άγαλμα γυναίκας με δεμένα χέρια

 

Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,

εγώ σε προσφωνώ γυναίκα κατευθείαν.

 

Στολίζεις κάποιο πάρκο.

Από μακριά εξαπατάς.

Θαρρεί κανείς πως έχεις ελαφρά ανακαθήσει

να θυμηθείς ένα ωραίο όνειρο που είδες,

πως παίρνεις φόρα να το ζήσεις.

Από κοντά, ξεκαθαρίζει το όνειρο:

 δεμένα είναι πισθάγκωνα τα χέρια σου

μ’ ένα σκοινί μαρμάρινο

κι η στάση σου είναι η θέλησή σου

κάτι να σε βοηθήσει να ξεφύγεις

την αγωνία του αιχμαλώτου.

Έτσι σε παραγγείλανε στον γλύπτη:

αιχμάλωτη.

Δεν μπορείς

ούτε μια βροχή να ζυγίσεις στο χέρι σου,

ούτε μια ελαφριά μαργαρίτα.

Δεμένα είναι τα χέρια σου.

Και δεν είν’ το μάρμαρο μόνο ο Άργος.

Αν κάτι πήγαινε ν’ αλλάξει

στην πορεία των μαρμάρων,

αν άρχιζαν τ’ αγάλματα αγώνες

για ελευθερίες και ισότητες,

όπως οι δούλοι,

οι νεκροί

και το αίσθημά μας, 

εσύ θα πορευόσουνα

μες στην κοσμογονία των  μαρμάρων

με δεμένα πάλι τα χέρια, αιχμάλωτη.

 

Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,

εγώ σε λέω γυναίκα αμέσως.

Όχι γιατί γυναίκα σε παρέδωσε

στο μάρμαρο ο γλύπτης

κι υπόσχονται οι γοφοί σου

ευγονία αγαλμάτων, 

καλή σοδειά ακινησίας.

Για τα δεμένα χέρια σου, που έχεις

όσους πολλούς αιώνες σε γνωρίζω,

σε λέω γυναίκα.

 

Σε λέω γυναίκα

γιατ’ είσαι αιχμάλωτη.

 

Ποιητική Συλλογή “Το λίγο του κόσμου”, 1971

Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1972)

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ (1931-2020)

Από τη Βιβλιοθήκη Αξιολόγησης

Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ΄Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης (τ.Β΄)

Επιμέλεια:  Δημήτρης Γκανέτσος

Εκδοτικός Όμιλος Συγγραφέων Καθηγητών

Αθήνα 2003

 

 

Επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου 

(Προσωπικό Αρχείο Βιβλιοθήκης)

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Μάρτιος 2021

 

 

Αφιερώματα Λογοτεχνίας

 

Εντρυφώ να κυττάζω αντικρύ μου το μικρόν μέλαθρον – οπού αι δοκοί της στέγης του, γυμναί φατνώματος, φαίνονται όλαι καπνισμέναι και μελανωμέναι από την λαμπήν της μικράς εστίας εις την γωνίαν της καιούσης τον χειμώνα – ταπεινόν ανώγειον, με τον εξώστην τον σκεπαστόν, και με την πετρίνην σκάλαν απ’ έξω, όπου ο μάστρο-Κυριάκος κρημνίζεται τακτικά πάσαν Κυριακήν το βράδυ, όταν επιστρέφη αργά εις την κατοικίαν. Καθημερινή μέθη δι’ εμέ είναι να κάθωμαι το δειλινόν, επί ώρας, έως την δύσιν του ηλίου και την πρώτην αμφιλύκην, έξω από το μικρόν καπηλείον, εις την εσχατιάν του χωρίου, εις την σκιάν και την δρόσον των δύο πελωρίων βαθυφύλλων μορεών, οπόθεν βλέπω όλους τους διαβάτας χωρίς να κυττάζω καθένα, ή να προμνηστεύω την καλησπέραν κανενός, και θεωρώ μόνον το μικρόν ανώγειον καλύβι, όπου βλέπω ως δύο σμαραγδίνας φλόγας να λάμπουν, και δύο σειράς μαργαριτών να μειδιούν, και οι δύο χρυσαυγείς πλοκάμους να κυμαίνωνται, ως μετάφρενα περιστεράς κατά τον Ψαλμωδόν…

      Έβλεπα τέως όλους αυτούς τους ονειρώδεις θησαυρούς εις τον πενιχρόν εξώστην, και εις το χάσμα των σαθρών παραθυροφύλλων, και στην πόρταν του κατωγιού, εξαρθρωμένην, και εις το στενόν το διπλανόν, το χωρίζον την οικίαν από της του Δήμου Μποροδήμου, ίσης και ομοίας κατά την όψιν. Έμβαινε, έβγαινε, ανέβαινε, κατέβαινε, η μικρή Πούλια με τους πλοκάμους του απέφθου χρυσού· εισέδυεν εις το κατώγι, δια να ταΐσει τας όρνιθας, εισεχώρει εις το στενόν, όπου είχεν αναμμένην φωτιάν, προς την δείλην θερινής ημέρας δια να μαγειρεύση το λιτόν δείπνον δια τον πατέρα της, όστις ήρχετο κατακουρασμένος το βράδυ από το μεροκάματον. Εμάλωνε την μικράν αδελφήν της, παιδίσκην ομοίαν με σεισουρίδα, την Γαρουφαλιώ, ήτις έτρεχε κι’ έκαμνε χιλίας τρέλλας εις το πρόθυρον κι’ εις όλην την γειτονιάν, φορούσα κοκκίνην φανέλλαν αμερικάνικην, την οποίαν της είχε στείλει από την Αμερικήν ο μονάκριβος αδελφός των, και ήτο όλη μορφασμός και μειδίαμα. Τα δύο χείλη της δεν έσμιγαν ποτέ, τόσον διαρκώς εγέλα. Τρία ήσαν όλα τ’ αδέλφια· ο Στράτος εις τον Νέον Κόσμον, εικοσαετής ήδη, είχε παρασυρθή από το ακράτητον ρεύμα της μεταναστεύσεως, και η Πούλια, δεκαέξ ετών, εφύλαγε το νοικοκυριό στο σπίτι, και η Γαρουφαλιώ δέκα ετών έκαμνε τρέλλας και αταξίας εις την γειτονιάν. Ο μάστρο-Κυριάκος είχε χηρεύσει προ οκταετίας ήδη, και κατώρθωνε να μη ξαναϋπανδρευθή – ίσως διότι δεν το ήθελαν.

       Είχεν εμβή το φθινόπωρον· ήτο ισημερία ήδη, κι’ εγώ ενύχτωνα ακόμη να κάθωμαι κάθε βράδυ υποκάτω εις την μορέαν. Η Πούλια, κάθε δειλινόν, εμαγείρευε το φαγί εντός του στενού, υπό τα σμίγοντα γείσα των δύο γειτονικών πενιχρών οικίσκων. Έσκυφτεν εις το πυρ, εφύσα με το στόμα της, εκοκκίνιζον ως υπό πυρετού τα μάγουλά της, κι’ οι δύο πλόκαμοί της οι χρυσοί εκρέμαντο κυμαινόμενοι εις τα νώτα της, έως την οσφύν της την λιγνήν. Όταν είχα αναχωρήσει προ τεσσάρων ετών από τον τόπον – τότε ήτο μικρή ακόμη κι’ εφόρει ωσάν φούστες, ήτοι ξενικά φορέματα. Τότε ήτο μία εντρύφησις, αδάπανος και ατίμητος, να την συναντά τις και εις τον δρόμον, και εις την βρύσην, και παντού, και ο άπεφθος χρυσός ήτον ακάλυπτος εις την κοινήν θέαν, και αυτή δεν υπώπτευε την αξίαν του και δεν το έκρυπτε. Τώρα που είχε μεγαλώσει, ή αυτή το ηθέλησεν, ή μία θεία της, η Κρυσταλλιώ, την είχε συμβουλεύσει, κι’ εφόρεσεν η κόρη εντόπια. Η θεία της αυτή, αδελφή του πατρός της, χήρα κι’ άκληρη τώρα, είχε πηδήσει, ως έλεγαν, πολλά εις τα νιάτα της, και δια τούτο ήτο πολύ αυστηρά ως προς την ανεψιάν της. Όθεν οι πλόκαμοι του χρυσού δεν εφαίνοντο τώρα, όσον το πάλαι, μισοκρυμμένοι υπό την μανδήλαν.

       Μίαν εσπέραν, παρ’ ελπίδα δεν εφάνη η ξανθή Πούλια. Εκάθισα ώρας υπό το φύλλωμα της μοριάς· τίποτε. Η πόρτα του σπιτιού ήτο ανοικτή, ομοίως και το παράθυρον. Η φωτιά δεν εκάπνιζε – ίσως ήτο σβεστή – κάτω εις το στενόν. Ίσως η κόρη έπλεκεν ή εμβάλωνε, καθημένη κάτω εις το πάτωμα – επειδή ήτον τελεία οικοκυρά, οδηγουμένη και από την θεία της, την Κρυστάλλω. Εκρύβη ο ήλιος εις την Πευκόραχχην αντικρύ, στο βουνόν, εμούχρωσεν, εσουρούπωσεν, άρχισε να σκοτεινιάζη. Τότε, δια του ανοικτού παραθύρου είδα εν άστρον να λάμπη εις το εσωτερικόν της μικράς οικίας. Ήτο άστρον πραγματικόν, δεν διέφερεν από τ’ άλλα άστρα, τα οποία αρτίως είχον αρχίσει να διασπείρωνται ανά το στερέωμα. Έλαμπεν υψηλά προς την οροφήν, υπό τας καπνισμένας δοκούς του μελάθρου. Τι ήτον; Ίσως το κανδήλι το καίον εμπρος εις τα εικονίσματα της οικίας. Αλλά δεν ήτο κανδήλι, διότι το άστρον εφαίνετο πολύ υψηλά εις τον όροφον, κι’ εκτός τούτου ήτο προς το δυτικόν μέρος, ενώ τα εικονοστάσια, ως γνωστόν, τίθενται προς το ανατολικόν μέρος, ή μικρόν παρεκκλίνουν είτε προς βορράν είτε προς νότον, πάσης Ελληνικής ορθοδόξου οικίας.

      Έπειτα, δια να είναι κανδήλι, κάποιος θα το είχεν ανάψει προ μικρού, και βεβαίως θα έβλεπα εις την σκιάν το εύκαμπτον, ως βλαστόν μυρσίνης, ανάστημα της Πούλιας, ίσως θα ήκουα και τον λυγμόν της τροχαλίας, τον μικρόν λείον κρότον, τον οποίον κάμνει προστριβόμενον το σχοινίον, δι’ ου αναβιβάζεται το κανδήλι προς τας ιεράς εικόνας. Θα υπέθετε πας πραγματιστής και θετικός άνθρωπος, ότι δια τινος οπής εις την στέγην του μικρού μελάθρου έφεγγε μικρά τις γωνία ουρανού, την ώραν της δύσεως προ της αμφιλύκης, κι’ εσχηματίζετο το αστεράκι εκείνο, το οποίον εφαίνετο κρεμάμενον εις τον όροφον της οικίας. Διότι ο μάστρο-Κυριάκος έφτιανε ή εξανάσυρνε τα σπίτια των άλλων, και ίσως δεν ηυκαίρει να επισκευάση το ιδικόν του. Πλην δεν μου ήρεσκεν εμέ να εκφράσω τοιαύτην υποψίαν ή να διατυπώσω τοιούτον συμπέρασμα.

        Τέλος, μίαν εσπέραν Κυριακής, επειδή ήτο ψύχος κι’ ενύκτωσεν ήδη, εισήλθα εις το μικρόν καπηλείον. Εκεί ήτον ο μάστρο-Κυριάκος, κι’ ο Γιάννης της Μιχάλαινας, κι’ ο Δήμος Μποροδήμος. Ο Κυριάκος εγίνετο ελευθέριος πάσαν Κυριακήν εσπέρας, ύστερον εξεχνούσε τον λογαριασμόν κι’ εμάλωνε με τον οινοπώλην. Ο Δήμος ο Μποροδήμος έλεγε πλείστα άκαιρα, άωρα αστεία. Ο Γιάννης της Μιχάλαινας, σοβαρός, εκάθητο, έπινε κι’ εσιώπα. Και οι τρεις ήσαν μέλη της ιδίας συντεχνίας.

 – Αραδιάζεις έναν τροχό, εξάδελφε; μου λέγει ο Κυριάκος, άμα με είδεν εισελθόντα.

   Μ’ εκάλει εξάδελφον, επειδή ο μακαρίτης ο πατήρ του ήτο ποτε ψυχογυιός ενός αειμνήστου θείου μου, έχοντος πολλά κτήματα, συγγάμβρου του πατρός μου.

 – Ας είναιι, αραδιάζω, είπα. Έχετε πολύ αραδιασμένο, εσείς;

 – Όχι, λιγοστά, είπεν ο Κυριάκος.

   Η φράσις είναι της ιδιαιτέρας συνθηματικής γλώσσης των οικοδόμων, σημαίνει δε το να πίνη τις κρασί. Συνέκρουσα τα ποτήρια μαζύ τους κι’ έπια.

 – Τάμαθες τα νέα, κυρ-Αλέξη; μου λέγει ο Δήμος ο Μπροδήμος, εγερθείς σοβαρός και φουσκώνων το στήθος του με κωμικόν τρόπον.

 – Τι τρέχει, Δήμο; είπα.

 – Θα γίνω διάκος.

 – Διάκος; αλήθεια;

 – Ναι, τώρα περιμένω τον Δεσπότη να έλθη. Μαζεύω αναφοράς. Δε μου λες, κυρ-Αλέξη, εσύ θα ξέρης… Ως πόσα ψιλά χρειάζεται να δώσω του Δεσπότη;

 – Δεν ηξεύρω, Δήμο.

     Είχεν έλθει τότε, προ ολίγου καιρού, δια πρώτην φοράν εις τον τόπον, περιοδεύων ο νεοχειροτόνητος Δεσπότης, όστις, καθώς εκακογλωσσούσαν πολλοί, είχε καταρτίσει τομολόγιον πρι φιξ, δια τας χειροτονίας των κληρικών. Είχε δε εκφρασθή ο ίδιος, ως έλεγαν, ότι είχεν ανάγκην να πληρώση «τα κουφέτα», όσα είχεν εξοδεύσει δια τα συγχαρητήρια της αρχιερωσύνης του.

      Δεν είχα καθίσει και ήμην έτοιμος να φύγω. Ο Κυριάκος, όστις εσυνήθιζεν εις τας ώρας αυτάς να φλυαρή πολλά εμπιστευτικά, εσηκώθη και με προέπεμπε, λέγων αν ήθελα να μείνω ακόμα «ν’ αραδιάσω τροχό». Είτα, καθώς με ηκολούθησεν έξω του μαγαζίου, άρχισε να μου λέγη, αν ήθελα να του κάμω αύριον ένα γράμμα προς τον υιόν του τον Στράτον, εις την Αμερικήν, να τον συμβουλεύσω να έχη τον νουν του, κ.τ.λ. Είτα μου είπε δια τας δύο κόρας του, μακαρίζων τον εαυτόν του, ότι είχε ένα κορίτσι τζουβαΐρι, τεφαρίκι, την Πούλιαν, και μίαν λαίμαργον ψευδολόγον μικράν, την Γαρουφαλιώ.

 – Ξέρεις τίποτα; μου λέγει. Την Πούλια μου την γυρεύουν από τώρα, χωρίς προικιά.

 – Χαρά σ’ εσένα, του είπα. Και δεν την δίνεις; Τι κάθεσαι;

 – Μα… για να σ’ πω… ν’ αξίζη και το μέρος!

   Και μου ωνόμασεν εν πρόσωπον.

   Εγώ έσεισα τους ώμους.

 – Λοιπόν, θα ΄ρθεις; μου λέγει. Θ’ αραδιάσουμε ένα ακόμα;

 – Δεν πίνω, του λέγω, και συ να μη πιής άλλο. Δευτέρα αύριο έχεις δουλειά. Σύρε να μαζωχθής στο σπιτάκι σου.

 – Θα πάω, μου λέγει. Δε θυμούμαι, είπα καληνύχτα στην παρέα;

 – Και να μην είπες, δεν πειράζει. Τράβα καλλίτερα να μην ξαναμπλέξης.

      Μου έλαβε τον βραχίονα, μισοζαλισμένος, καθώς τον εκτύπησε τ’ αέρι του υπαίθρου, και μ’ έσυρε κατά τον δρόμον, ψιθυρίζων διάφορα ασυνάρτητα, οικογενειακά. Επλησιάσαμεν προς το γωνιαίον σπίτι, το οποίον αντίκρυζε με τον οικίσκον του ιδικού του. Ο Κυριάκος μ΄έσυρε κατά τον δρόμον, εγώ τον έσυρα κατά το σπίτι. Μ’ εσταμάτησε πλησίον εις την γωνίαν του οικίσκου του προς τον δρόμον, όχι μακράν από την θύραν του κατωγείου και υπό την σκιάν του εξώστου, κι’ άρχισε να μου λέγη ατελείωτα.

     Ήκουσα τριγμόν του παραθύρου. Δεν επρόλαβα να κυττάξω, και το παραθυρόφυλλον υπανοιχθέν πάλιν έκλεισεν. Άλλον κρότον ήκουσα, ν’ ανοίγη η θύρα του ανωγείου, και αμυδρόν φως λυχναρίου έφεξε τον δρόμον.

     Ήτον η Πούλια. Εγνώρισε την φωνήν του πατρός της, τον οποίον επερίμενεν εναγωνίως πότε να έλθη την νύχτα πάσης Κυριακής. Εσηκώθη, επήρε τον λύχνον δια να φέξη – ίσως προνοούσα, δια να μην πέση και πάλιν ο μάστρο-Κυριάκος εις την σκάλαν, και μωλωπίση το πρόσωπόν του ως άλλοτε – ήνοιξε την θύραν και μας έφεγγε.

     Είπα μέσα μου «Κισμέτι, δια να ιδώ τ’ αστεράκι». Ηκολούθησα τον Κυριάκον – χωρίς ούτος να μου είπη να τον συνοδεύσω. Αλλά και πάλιν ούτε την χείρα μου άφηνεν, ούτε καληνύκτα μου έλεγεν. Ίσως θα επροτίμα να διανυκτερεύσωμεν εκεί εις το ύπαιθρον, παρά την γωνίαν. Εγώ επειδή δεν με άφηνε, τον ώθησα προς την οικίαν και τον υπεστήριξα δια να αναβή. Η Πούλια μου εμειδίασε πολύ γλυκά και είπε.

 – Καλησπέρα, μπάρμπα… Κόπιασε στο φτωχικό μας.

    Εκράτει τον λύχνον κι’ έλαμπεν όλη, αυτή, και τα μάτια της τα βαθυγάλανα, και τα δόντια της τα μαργαριταρένια, και τα πλούσια μαλλιά της τα χρυσόξανθα. Κι’ η ελιά που είχεν εις το αριστερόν μάγουλον, οπού την ενθυμούμην από τότε που ήτον μικρή ακόμη, κι’ αυτή έλαμπεν πλησίον εις τον μικρόν λακκίσκον του μειδιάματός της.

   Η μικρά Γαρουφαλιά, οπού είχε χορτάσει τα παιχνίδια ολημέρα την Κυριακήν, επειδή δεν είχε σχολείον, και είχεν φάγει πολλά κυδώνια, τα οποία την εφίλευαν οι γειτόνισσες, ερρογχάλιζεν εις μίαν γωνίαν. Εις την εστίαν είχεν ανάψει η Πούλια μικρόν πυρ, αν και δεν ήτο χειμών ακόμη, δια να ζεστάνη το φαγί του πατρός της, ό,τι είχε μείνει από το μεσημβρινόν γεύμα. Ο Κυριάκος εκάθισεν ή έπεσεν εις το πάτωμα και δεν μου έλεγε να μείνω ή να φύγω.

   Εγώ δεν ενθυμήθην πλέον να κυττάξω δια να δω το αστεράκι, το οποίον είχα ιδεί προ ημερών να φέγγη υπό την στέγην εντός της οικίας, αν και είχα αισθανθή μεγάλην περιέργειαν και επιθυμίαν προς λύσιν της απορίας μου. Ιστάμην ορθός, ακίνητος και δεν εχόρταινα να βλέπω την μικρήν Πούλιαν, κι’ έλεγα μέσα μου: Α! … χωρίς προικιά, και με προικιά…ω! μην την πωλής, είναι κρίμα…».

 – Δεν κάθεσαι, μπάρμπα; κόπιασε να καθίσης σιμά στον πατέρα μου! μ’ εξύπνησεν η φωνή της Πούλιας απ΄τ’ όνειρον όπου με είχε βυθίσει η μορφή της.

 – Δεν κάθομαι κορίτσι μου. Έτσι έτυχε ν’ ανεβώ.

   Είπα καληνύκτα, κι’ έφυγα.

                                                                            (Περ.Σμύρνης «Ο Κόσμος», τ. Α΄, Δεκέμβριος 1908)

 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ (1851-1911)

Από την Ανθολογία διηγημάτων – Επιλογή ΙΙΙ

κοινωνικά διηγήματα

2η έκδοση

Εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ

ΑΘΗΝΑ – 2011

Πηγή Φωτογραφίας του συγγραφέα: 1-2.gr

Επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό Αρχείο Βιβλιοθήκης)

 Επί-Λόγου – Αφιερώματα – Λεύκωμα – Mάρτιος 2021