Χρόνια τώρα ταχτάριζε τα παιδιά του χωριού, αφού δεν είχε αξιωθεί να αποκτήσει δικό της. Τα έπαιρνε στα πόδια της, στην αγκαλιά της, τα έπαιζε κι έκανε πως τα νανούριζε. Αυτόν τον καημό της κουβέντιαζε με την Παναγιά του βουνού, τη Γιάτρισσα. Ευλόγησέ με να σκιρτήσει μωρό στα σπλάχνα μου. Χάρισέ μου ένα παιδί. Τα δάκρυά της θάμπωναν τα μάτια τής εικόνας, τόσο σφιχτά που την αγκάλιαζε. Άφηνε στη Χάρη Της ένα μελισσοκέρι που είχε φτιάξει κι έπαιρνε πάλι το δρόμο της επιστροφής. Και σερνικοβότανο είχε πιει και χαρές στο Λιώτση έκανε να σμίξουνε όταν το φεγγάρι ήταν σε γέμιση. Όπως γεμίζει το φεγγάρι, έτσι να γεμίσει και η κοιλιά μου με παιδί, έλεγε. Και όλα τα γιατρικά τής κυρα-Φρόσως τηρούσε κατά γράμμα. Απόκαμε. Το είχε πάρει απόφαση πως δεν θα ‘πιανε παιδί δικό της στα χέρια της. –Και τι τα θέλεις; Παίδεμα είναι τα παιδιά, της έλεγε για να την παρηγορήσει ο Λιώτσης. Όλα τα παιδιά του χωριού, σα δικά σου είναι. Εσύ τα έχεις μεγαλώσει.Σα δικά μου, άντρα μου. Όχι όμως δικά μου, του απαντούσε κι έφευγε να πάει απόμερα, να σκουπίσει τα δάκρυά της και να ανοίξει το γιούκο της, που είχε μέσα όλη τη προίκα του μωρού κεντημένη με τα χέρια της.

     Ένα-ένα τα ρουχαλάκια τα ξεδίπλωνε, τα έπαιρνε αγκαλιά απαλά, σα να μην ήθελε να ξυπνήσει το μωρό που κοίμιζε τόσα χρόνια μέσα τους, τους έλεγε ταχταρίσματα και μετά πάλι τα ξαναδίπλωνε από την άλλη μεριά για να μη μείνει η τσάκιση, και δε θα δείχνει ωραίο πάνω του. Ο Λιώτσης το είχε πόνο στη καρδιά. Ξημέρωνε παραμονή της γιορτής Της. Αχάραγα σχεδόν, μυστικά απ’ τη γυναίκα του, κίνησε να πάει στη Γιάτρισσα να τη παρακαλέσει.- Μη με ξεσυνερίζεσαι για τις αμαρτίες μου, Κυρά μου. Εκείνη τη γυναίκα μου, δε τη πονάς; Χάρισέ μας ένα παιδί κι εγώ θα Σου φέρω τη πιο όμορφη καραμάνικη από το μαντρί μου.

     Άντε, μ’ ένα πόνο τής έλεγε το χωριό, η ώρα η καλή. Παιδί θα’ναι, της έλεγε η κυρα-Φρόσω, που είχε ξεγεννήσει κάμποσες, βλέποντας τη κοιλιά της. Γερό να’ναι κι ας είναι και κορίτσι. Εγώ το ίδιο θα το αγαπάω και πιότερο, έλεγε ο Λιώτσης. Κι έτρεχε να φέρει στη γυναίκα του ό,τι ποθούσε η ψυχή της, για να μη γεννηθεί το παιδί με ζήλεμα. Σαν ήρθε η ώρα η καλή γεννήθηκε το παιδί, αγόρι. Κερνούσε ο Λιώτσης όλο το χωριό και έσφαξε δυο πρόβατα για να γλυκάνει το στόμα των συχωριανών του να μη του το ματιάσουνε γιατί ήταν το πιο όμορφο απ’όλα τα άλλα. Μαύρα μάτια αμυγδαλωτά, μαύρα μαλλιά, όμορφο παιδί, πιασούμενο, ζωηρό. Κι έτσι το μεγάλωνε η Λιώτσαινα, το φιλούσε στα μάτια, του τραγουδούσε, το ταχτάριζε, του φορούσε τα ρουχαλάκια που του είχε φτιάξει. Του μιλούσε για τον ήλιο το πρωί, το χρώμα τ’ ουρανού και της θάλασσας, τα λουλούδια, τα ζωντανά, για τις εποχές που αλλάζουν στη φύση φορεσιές. Κι όσο το φιλούσε κι όσο του μιλούσε, τόσο κείνο ανταποκρινόταν στα χάδια της και στα φιλιά της κι έπιανε με τα χεράκια του το πρόσωπό της και το έψαχνε και κουβέντιαζε μαζί της. Χαρά ανείπωτη.

     Ξημέρωνε η παραμονή της Χάρης Της. Ο Λιώτσας πήρε από τη στάνη τη καλύτερη αρνάδα του κι ανηφόρισε στη Παναγιά τη Γιάτρισσα. Έβγαλε το κασκέτο του, γονάτισε μπροστά στην εικόνα Της κι έδεσε δίπλα της τη προβατίνα τη καραμάνικη. Στην έφερα, Κυρά μου, σ’ευχαριστώ. Ευχαριστώ Σε, που μ’ αξίωσες ένα παιδί, κι ας μου το’ στειλες να βλέπει όλες τις μέρες, νύχτες.

 

 Δρ Πολύβιος Ν. Πρόδρομος Ph.D.(Ed.)

Καθηγητής Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας

Συγγραφέας Εκπαιδευτικών Βιβλίων  ΝΕΓ & Λ  Λυκείου

 

 

Μεταφορά κειμένου με την έγκριση του συγγραφέα για το “Επί-Λόγου”:

Τζούλια Πουλημενάκου

 

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Αύγουστος 2021

 

 

 ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ  ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ  ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: EIΡΕΝΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ-ΑΔΑΜΙΔΟΥ

 

   Κείνο το πρωί, ο Καλότζερο ξύπνησε στις κακές του. Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι, πήγε στην παραθυρόπορτα του δωματίου, που αποτελούσε κι ολόκληρο το σπίτι του, παραμέρισε απότομα τη μαυρισμένη κουρτίνα και κοίταξε έξω βλαστημώντας.

  Μ’ όλο που η ώρα ήταν εφτά περασμένες, μόλις που έμπαινε μέσα λίγο φως, κι οι σκούρες σιλουέτες των μπροστινών σπιτιών διαγράφονταν, επιβλητικές, στο σκοτεινό δρομάκι. Μαύρα σύννεφα κόβανε δω και κει τον ουρανό κι από ώρα έπεφτε μια ψιλή, επίμονη και μονότονη βροχή.

  Ένα πρωινό του Φλεβάρη …ακόμα ένα τραγικό πρωϊνό.

 – Βρέχει … είπε ο Καλότζερο. Ακόμα βρέχει.

  Η γυναίκα του σηκώθηκε αργά, πήγε κοντά του και βάλθηκε να κοιτάζει και κείνη έξω, σιωπηλή. Με το νυχτικό τυλιγμένο γύρω στη χοντρή της κοιλιά και τα μαλλιά της αχτένιστα κι ανασηκωμένα, έμοιαζε με φάντασμα ή με μάγισσα. Ύστερα, έσβησε τη λάμπα του πετρελαίου κι άναψε λίγα ξύλα στην κουζίνα από τούβλα, για να βράσει το γάλα. Τα παιδιά, που κοιμόνταν σ’ ένα κρεβατάκι κολλημένο στο μεγάλο κρεβάτι, άρχισαν να βήχουν απ’ τον καπνό.

  Ο Καλότζερο έμεινε πολλή ώρα κοντά στην παραθυρόπορτα. Εδώ κι έξι μέρες ήτανε συνέχεια κλεισμένος στο σπίτι, δεν μπορούσε να πάει να δουλέψει, επειδή έβρεχε. Κείνο τον χειμώνα, πολύ λίγες μέρες είχε καταφέρει να δουλέψει.

– Έξι μέρες! γκρίνιαξε. Κι όταν ακόμα η βροχή θα έχει σταματήσει, εγώ θα πρέπει να περιμένω κι άλλο, γιατί το χώμα θα είναι βρεγμένο και δε θα μπορώ να περπατήσω.

  Το γάλα ήταν έτοιμο κι η γυναίκα του το σερβίρισε.

– Αυτό το γάλα είναι ξυνό! φώναξε ο Καλότζερο, μόλις το έβαλε στο στόμα του.

– Πώς ήθελες ν’ αγοράσω άλλο, αφού δεν υπάρχουν λεφτά; απάντησε θυμωμένη η γυναίκα. Θα ‘κανες καλύτερα να βρεις άλλη δουλειά, γιατί έτσι δεν μπορούμε να ζήσουμε. Περισσότερες μέρες κάθεσαι στο σπίτι και λιγότερες δουλεύεις.

– Εγώ φταίω αν βρέχει συνέχεια; ούρλιαξε ο Καλότζερο έξαλλος, κι άρχισε πάλι να βλαστημά.

– Δεν είπα πως φταις εσύ. Μα ξέρω πως τόσοι και τόσοι εργάτες δουλεύουν στις αποθήκες. Αν παρακαλέσεις τον μεσίτη, θα βρεις και συ μια θέση εκεί. Έτσι δε θα χάνεις τις μέρες σου και θα μπαίνει και κανένα κομμάτι ψωμί στο σπίτι.

– Λες και το φταίξιμο είναι δικό μου! ξανάπε θυμωμένος ο Καλότζερο. Αν όλοι οι εργάτες πήγαιναν στις αποθήκες, κανένας δε θα δούλευε στα χωράφια, και τότε θα διώχνανε και τους άλλους απ’ τις αποθήκες. Το ξέρεις πως δεν είναι εύκολο να μπεις στις αποθήκες. Χρειάζονται μέσα. Κι ύστερα, είναι κι η πολιτική στη μέση. Πρέπει να είσαι γραμμένος σε κόμμα. Εσύ δεν ξέρεις τι θα πει να είσαι γραμμένος σε κόμμα. Θα πει αν σήμερα κυβερνά το κόμμα σου, την έχεις καλά. Αν όμως αύριο πάψει να κυβερνά το κόμμα σου, την έχεις άσχημα, και μπορεί να καταλήξεις και στη φυλακή. Όχι, μακριά από κόμματα. Η κυβέρνηση θα έπρεπε να τα σκέφτεται ολ’ αυτά, αντί να μας υποχρεώνει να ψηφίζουμε, τώρα που τέλειωσε ο πόλεμος.

– Μακριά από κόμματα και παρέα με την πείνα, λοιπόν! απάντησε η γυναίκα.

– Θα το βουλώσεις, επιτέλους, ή να σου αστράψω κανένα χαστούκι; τη φοβέρισε κείνος και σηκώθηκε για να φύγει.

  Στο μεταξύ τα παιδιά είχαν ξυπνήσει κι έκλαιγαν.

  Καθώς φορούσε το παλιό πανωφόρι του, ο Καλότζερο πρόσεξε πως το ένα μανίκι έτριζε, έτοιμο να σπάσει.

– Δεν μπάλωσες ακόμα τούτο το μανίκι;

– Το μπάλωσα χτες.

– Ωραίο μπάλωμα τού έκανες! Δεν είσαι άξια για τίποτα. Δεν ξέρεις να κάνεις την παραμικρή δουλειά. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί σε παντρεύτηκα.

– Και γω μετάνοιωσα πικρά που σε παντρεύτηκα, έννοια σου! Κάθε μέρα μού κάνεις όλο και πιο μαύρη τη ζωή.

– Γιατί; Δεν είναι αλήθεια πως δεν ξέρεις να κάνεις τίποτα;

– Θα ξεκουμπιστείς καμιά φορά, ή να φύγω εγώ; Πού σηκώθηκες να πας; Στην ταβέρνα; Άντε, λοιπόν, πήγαινε!

– Θα πάω όπου μ’ αρέσει. Εσύ πρόσεχε τα παιδιά και φτιάξε το φιτίλι. Να μου μαντάρεις και τις κάλτσες μου.

  Ο Καλότζερο άνοιξε την πόρτα και βγήκε στον δρόμο φτύνοντας και βλαστημώντας.

– Έφυγε, επιτέλους, ‘κείνο το κτήνος, ο πατέρας σας! είπε η γυναίκα στα παιδιά, που τσίριζαν ακόμα. Ησυχάστε τώρα. Ας ελπίσουμε πως δεν θα ξαναγυρίσει. Μπούχτισα πια μαζί του και με τη ζωή. Ωχ! Τι δυστυχισμένη που είμαι! Πώς θα τα βγάλω πέρα με τούτα τ’ αθώα πλάσματα; Μακάρι να μ’ ήθελε κανένας για υπηρέτρια. Θα πήγαινα οπουδήποτε, ακόμα και στην κορυφή του βουνού.

  Κι έκλαιγε, καθώς τα έντυνε και τα χτένιζε.

  Αργότερα ήρθε μια γειτόνισσα, να ζητήσει λίγο μαϊντανό.

– Μου χρειάζεται για τ’ αυγά… εξήγησε.

  Όμως η γυναίκα του Καλότζερο δεν είχε να της δώσει.

– Δεν έχω τίποτα, μα τίποτα! απάντησε ανοίγοντας τα χέρια της.

– Ο άντρας σου δεν δουλεύει; ρώτησε η άλλη.

– Ναι, μ’ αυτόν τον καιρό πήγε να μαζέψει αέρα φρέσκο!

– Καταλαβαίνω … είπε σιγά η γειτόνισσα. Πότε θα γεννήσεις, αν θέλει ο Θεός;

– Τον Απρίλη.

– Μα μέχρι τότε θα έχει φτιάξει ο καιρός. Με το καλό, λοιπόν!

  Κι έφυγε τσαλαβουτώντας στις λάσπες.

   Τώρα ο ουρανός ήτανε καθάριος και το δρομάκι είχε αρχίσει να παίρνει ζωή. Η βροχή είχε σταματήσει, μα έκανε κρύο. Η καμπάνα της Αγίας Αικατερίνης καλούσε τους πιστούς στη λειτουργία.

  

ΚΑΡΜΕΛΟ ΤΣΙΑΤΣΙΑ – Ιταλός συγγραφέας

 Ο Καρμέλο Τσιατσία γεννήθηκε στο Πατερνό της Κατάνιας, το 1934. Τώρα ζει στο Κονελιάνο Βένετο, του Τρεβίζο. Σπούδασε φιλολογία κι είναι διευθυντής σε σχολείο μέσης παιδείας. Έχει γράψει μυθιστορήματα, άρθρα, δοκίμια και διηγήματα.

 

Από τα ανθολογημένα διηγήματα της ΕΙΡΕΝΑΣ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ-ΑΔΑΜΙΔΟΥ

με τίτλο “56 ΜΙΚΡΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ”

(Ιταλία σελ. 136-138)

 Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της “Εστίας”

Ι.Δ.ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε.

Αθήνα, Μάιος 1976

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑΣ:

Η Ειρένα Ιωαννίδου Αδαμίδου γεννήθηκε στην Αμμόχωστο και σπούδασε μουσική και ξένες γλώσσες στη Λοζάννη και στη Βιέννη. Μέχρι τώρα έχουν εκδοθεί 25 βιβλία της. Έχει γράψει 62 θεατρικά έργα, από τα οποία 50 έχουν δραματοποιηθεί σε θέατρο, τηλεόραση και ραδιόφωνο, 5 αυτοτελείς τηλεταινίες και 7 τηλεοπτικές σειρές, οι οποίες έχουν μεταδοθεί από την κρατική τηλεόραση της Κύπρου αλλά και σε πολλές χώρες του εξωτερικού, κι έχει μεταφράσει 112 θεατρικά έργα. Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία και έχει λάβει πολλές διακρίσεις. Από τα σημαντικότερα: Δύο Πανελλήνια Βραβεία Πεζογραφίας (3ο το 1985 και 1ο το 1992), το 1ο και μοναδικό Βραβείο του 7ου Παγκόσμιου Διαγωνισμού Θεατρικού Έργου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου (1994) και το 3ο Βραβείο Πεζογραφίας στον Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό «Οι κουλτούρες της Μεσογείου» (Γένοβα 2005). Το 2004 παρασημοφορήθηκε από τον Πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας για την προώθηση της ιταλικής κουλτούρας μέσω της λογοτεχνικής μετάφρασης.

 

Πηγή Βιογραφικού και φωτογραφίας: ianos.gr

 

 

Επιλογή, επιμέλεια και μεταφορά κειμένου στο διαδίκτυο για το “Επί-Λόγου”:

Τζούλια Πουλημενάκου

 (Αρχείο Ιδιωτικής Βιβλιοθήκης)

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Αύγουστος 2021

 

 

Απόψε βράδυ Αυγούστου οχτώ

Ναυαγισμένο στα ρηχά των άστρων

Το παλιό μου σπίτι με τα σαμιαμίθια

Και το χυμένο το κερί στο κομοδίνο επάνω

Πόρτες παράθυρα ανοιχτά

Το παλιό μου σπίτι αδειάζοντας

Φορτίο της ερημιάς μέσα στη νύχτα·

 

Σαστισμένες φωνές κι άλλες που ακόμη

Τρέχοντας μεσ’ στις φυλλωσιές αστράφτουν σαν

Μυστικά περάσματα πυγολαμπίδας

Από βάθη ζωής αναστραμμένης

Μες στο κρύο ασπράδι των ματιών

Εκεί που ακινητεί ο Καιρός

Κι η Σελήνη με τ’ αλλοιωμένο μάγουλο

 

Απελπιστικά σιμώνει το δικό μου·

Ένα θρόισμα σαν από χαμένης

Που ξανάρχεται αγάπης σκοτεινό αρχινούν:

“Mη”. Κι ύστερα πάλι “Μη”. “Μωρό μου”.

“Τί σού μελλε”. “Μια μέρα θα το θυμηθείς”.

“Παιδί παιδάκι με τα καστανά μαλλιά”.

“Εγώ που σ’ αγαπώ”. “Πες πάντα”. “Πάντα”.

 

Κι όπως μέσα στην απληστία του μαύρου

Που ανοίγεται στα δύο περιβολιού

Σβηστό απανθρακωμένο

Πάει και καταποντίζεται όλο το έχει σου

Ανεβαίνει απ’ της ψυχής τ’ απόνερα ένα

Κύμα θολό που οι φυσαλίδες του είναι

Άλλα τόσα παλιά ηλιοβασιλέματα

 

Παράθυρα τρεμάμενα στο φως του εσπερινού

Μια στιγμή που προσπέρασες την ευτυχία

Σαν τραγούδι όπου κρύφθηκε μήπως το δεις

Δακρυσμένο για σένα ένα κορίτσι –

Όλα της αγκαλιάς τα ιερά και του όρκου

Τίποτα τίποτα δεν πήε χαμένο

Απόψε βράδυ Αυγούστου οχτώ

 

Μέσ’ απ’ τη χλώρη του βυθού και πάλι

Το ίδιο εκείνο ατέρμονο ανατρίχιασμα

Μονοθροεί και συνθροεί τα φύλλα

Μονολογεί στην αραμαϊκή του απόκοσμου:

“Παιδί παιδάκι με τα καστανά μαλλιά

Σου ‘μελλε να χαθείς εδώ για να σωθείς μακριά”.

“Σου ‘μελλε να χαθείς εδώ για να σωθείς μακριά”.

 

Κι άξαφνα σαν τα πριν και τα μετά ιδωμένα·

Βατές όλες οι θάλασσες με τα λουλούδια

Μόνος αλλ’ όχι μόνος· όπως πάντα·

Όπως τότε νέος που προχωρούσα

Με κενή τη θέση στα δεξιά μου

Και ψηλά μ’ ακολουθούσε ο Βέγας

Των ερώτων μου όλων ο Πολιούχος. (1965)

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (1911 – 1996)

 

Από την Ποιητική Συλλογή “ΕΤΕΡΟΘΑΛΗ”

Δεύτερη Έκδοση, Αθήνα 1980

ΙΚΑΡΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

 

Επιλογή ποιήματος, επιμέλεια και μεταφορά για το “Επί-Λόγου” :

Τζούλια Πουλημενάκου (Αρχείο Ιδιωτικής Βιβλιοθήκης)

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Αύγουστος 2021

 

 

Είναι τόση η γαλήνη, που δεν ξέρω αν υπάρχουν

καρδιές χωριστές – τόσα μάτια, όσα βλέπουν

αυτή τη στιγμή : ζώα, ψάρια, φυτά και πουλιά

κι’ αδερφοί το στερέωμα, πάμφωτο, διάφανο, ανάμεσα

στην κάτασπρη γύρη του.

  Νιώθω μέσα στο στήθος μου

την καρδιά μου νερό που χορεύει και νιώθω

σα νάμαι ένας διάττοντας που πέφτοντας στάθηκε

για λίγο μετέωρος και γύρισε πάλι, φωτεινός και

  χαρούμενος,

προς τα πάνω. Ψυχή μου! Τι σε θέλω ψυχή μου; Τί

κάθεσαι και

  δε γίνεσαι μέλισσα; Δυο γραμμούλες φωτός,

δυο αστεράκια οι κεραίες σου – πέταξε, πρόλαβε, τρέξε,

ένα γύρο, δυο γύρους, τρεις γύρους, να φέρεις

  φωτιά στην κυψέλη σου.

 

Ψυχή μου, χαρά μου, τί κάθεσαι μέλισσα;

Άνοιξαν όλα τα λουλούδια του σύμπαντος. (1961)

 

Ποιητική Συλλογή «ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» – 1961

«ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΑΠΟΛΛΩΝΑ ΚΑΙ ΔΙΟΝΥΣΟΥ»

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ (1912-1991)

 

Από την Ανθολογία Ποίησης Νικηφόρου Βρεττάκου «ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ»

Τόμος Δεύτερος – ΤΡΙΑ ΦΥΛΛΑ

Εκδόσεις Θεμέλιο & Κ.Βρεττάκος – Αθήνα 1999

 

Επιλογή ποιήματος, επιμέλεια και μεταφορά για το “Επί-Λόγου” :

Τζούλια Πουλημενάκου (Αρχείο Ιδιωτικής Βιβλιοθήκης)

 

 

Επί-Λόγου – Λεύκωμα – Αύγουστος 2021

 

 

 

 

 

“Του Αυγούστου το φεγγάρι, ήλιος της ημέρας μοιάζει”

Ελληνική παροιμία

 

 

~~ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΗ ΝΥΧΤΑ~~

Το μπαλκονάκι του σπιτιού μού φαίνεται πως είναι

κορφή αναπάντεχη βουνού·

μέσα μου κάτι ολάνοιχτο δροσίζει την καρδιά μου,

γιομίζει μου το νου.

 

Θυμάμαι στο λαμπρό γιαλό το τάρασμα της βάρκας

με τ’ ανυπόταχτα πανιά.

Αλλάζει μοσκανάερα φιλάκια ο γέρο – πεύκος

με την μπουγαρινιά.

 

Τρέμουν ασημοφέρνοντας τα μαύρα κυπαρίσσια

στα ξόβεργα του φεγγαριού.

Άρρωστος κλαίει σπαράζοντας την ησυχία της νύχτας

και του καλοκαιριού.

 

Μέσα στης πλάσης τα ιερά και τα παραδομένα

το κρύο φως το ηλεχτρικό,

σαν άνομο· και δύσκολα ταιριάζει και μ’ εσένα,

τραγούδι αρχαϊκό.

 

Το κρύο το φως το ηλεχτρικό, του νέου ορμή, σαν ξένο,

χαροκοπιά του δυνατού,

άμοιαστος νόμος και ρυθμός, τον δρόμο διαφεντεύει,

και χύνεται παντού.

 

Τ’ ανεμοκυκλοπόδαρο θεριό, βογκά, μυρίζουν

τα πυρά χνότα του βαριά,

διαβαίνει τ’ αυτοκίνητο, τρυπά τη νύχτα ώς πέρα

μιαν άγρια μαχαιριά,

 

και τα παιδιά που παίζανε βουβαίνονται, και κάποια

λαλήματα μ’ αυτά μαζί.

Μάνα! γοργά ξαναρχινάν παιδιά κι ορνίθια· η φύση

απάνου απ’ όλα ζει.

 

Πίσω απ’ την κάδη την παλιά που το κρασί προσμένει

το νέο, στον ίσκιο πιο βαθύ,

ένα ζευγάρι ερωτικό τόπο και τρόπο βρίσκει

να σφιχτοφιληθεί. (1911)

 

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ (1859-1943)

 Από τα ΑΠΑΝΤΑ – ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ – ΤΟΜΟΣ Ε΄

ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ

ΑΘΗΝΑ, 2019

~~~~~~~~~~~~~~~

 

~~Ο ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ~~

Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
Κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά
Αύγουστε μήνα και Θεέ σε σέναν ορκιζόμαστε
Πάλι του χρόνου να μας βρεις στο βράχο να φιλιόμαστε
Απ΄την Παρθένο στον Σκορπιό χρυσή κλωστή να ράψουμε
Κι έναν θαλασσινό σταυρό στη χάρη σου ν΄ανάψουμε
Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
Κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (1911-1996)

 Από την Ποιητική Συλλογή “Τα ρω του Έρωτα” (1972)
Εκδόσεις Ύψιλον/βιβλία – 2006

~~~~~~~~~~~~~~

 

~~Ο ΦΥΛΛΟΜΑΝΤΗΣ~~

 Απόψε βράδυ Αυγούστου οχτώ

Ναυαγισμένο στα ρηχά των άστρων

Το παλιό μου σπίτι με τα σαμιαμίθια

Και το χυμένο το κερί στο κομοδίνο επάνω

Πόρτες παράθυρα ανοιχτά

Το παλιό μου σπίτι αδειάζοντας

Φορτίο της ερημιάς μέσα στη νύχτα·

 

Σαστισμένες φωνές κι άλλες που ακόμη

Τρέχοντας μεσ’ στις φυλλωσιές αστράφτουν σαν

Μυστικά περάσματα πυγολαμπίδας

Από βάθη ζωής αναστραμμένης

Μες στο κρύο ασπράδι των ματιών

Εκεί που ακινητεί ο Καιρός

Κι η Σελήνη με τ’ αλλοιωμένο μάγουλο

 

Απελπιστικά σιμώνει το δικό μου·

Ένα θρόισμα σαν από χαμένης

Που ξανάρχεται αγάπης σκοτεινό αρχινούν:

“Mη”. Κι ύστερα πάλι “Μη”. “Μωρό μου”.

“Τί σού μελλε”. “Μια μέρα θα το θυμηθείς”.

“Παιδί παιδάκι με τα καστανά μαλλιά”.

“Εγώ που σ’ αγαπώ”. “Πες πάντα”. “Πάντα”.

 

Κι όπως μέσα στην απληστία του μαύρου

Που ανοίγεται στα δύο περιβολιού

Σβηστό απανθρακωμένο

Πάει και καταποντίζεται όλο το έχει σου

Ανεβαίνει απ’ της ψυχής τ’ απόνερα ένα

Κύμα θολό που οι φυσαλίδες του είναι

Άλλα τόσα παλιά ηλιοβασιλέματα

 

Παράθυρα τρεμάμενα στο φως του εσπερινού

Μια στιγμή που προσπέρασες την ευτυχία

Σαν τραγούδι όπου κρύφθηκε μήπως το δεις

Δακρυσμένο για σένα ένα κορίτσι –

Όλα της αγκαλιάς τα ιερά και του όρκου

Τίποτα τίποτα δεν πήε χαμένο

Απόψε βράδυ Αυγούστου οχτώ

 

Μέσ’ απ’ τη χλώρη του βυθού και πάλι

Το ίδιο εκείνο ατέρμονο ανατρίχιασμα

Μονοθροεί και συνθροεί τα φύλλα

Μονολογεί στην αραμαϊκή του απόκοσμου:

“Παιδί παιδάκι με τα καστανά μαλλιά

Σου ‘μελλε να χαθείς εδώ για να σωθείς μακριά”.

“Σου ‘μελλε να χαθείς εδώ για να σωθείς μακριά”.

 

Κι άξαφνα σαν τα πριν και τα μετά ιδωμένα·

Βατές όλες οι θάλασσες με τα λουλούδια

Μόνος αλλ’ όχι μόνος· όπως πάντα·

Όπως τότε νέος που προχωρούσα

Με κενή τη θέση στα δεξιά μου

Και ψηλά μ’ ακολουθούσε ο Βέγας

Των ερώτων μου όλων ο Πολιούχος. (1965)

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (1911 – 1996)

 Από την Ποιητική Συλλογή “ΕΤΕΡΟΘΑΛΗ”

Δεύτερη Έκδοση, Αθήνα 1980

ΙΚΑΡΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

~~~~~~~~~~~~~~

 

~~AYΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΟΣ ΑΝΕΜΟΣ~~

Είναι τόση η γαλήνη, που δεν ξέρω αν υπάρχουν

καρδιές χωριστές – τόσα μάτια, όσα βλέπουν

αυτή τη στιγμή : ζώα, ψάρια, φυτά και πουλιά

κι’ αδερφοί το στερέωμα, πάμφωτο, διάφανο, ανάμεσα

στην κάτασπρη γύρη του.

  Νιώθω μέσα στο στήθος μου

την καρδιά μου νερό που χορεύει και νιώθω

σα νάμαι ένας διάττοντας που πέφτοντας στάθηκε

για λίγο μετέωρος και γύρισε πάλι, φωτεινός και

  χαρούμενος,

προς τα πάνω. Ψυχή μου! Τι σε θέλω ψυχή μου; Τί

κάθεσαι και

  δε γίνεσαι μέλισσα; Δυο γραμμούλες φωτός,

δυο αστεράκια οι κεραίες σου – πέταξε, πρόλαβε, τρέξε,

ένα γύρο, δυο γύρους, τρεις γύρους, να φέρεις

  φωτιά στην κυψέλη σου.

 

Ψυχή μου, χαρά μου, τί κάθεσαι μέλισσα;

Άνοιξαν όλα τα λουλούδια του σύμπαντος.

 

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ (1912-1991)

 Από την ποιητική συλλογή «ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» – 1961

Κεφάλαιο «ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΑΠΟΛΛΩΝΑ ΚΑΙ ΔΙΟΝΥΣΟΥ»

Ανθολογία Ποίησης Νικηφόρου Βρεττάκου «ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ»

Τόμος Δεύτερος – ΤΡΙΑ ΦΥΛΛΑ

Εκδόσεις Θεμέλιο & Κ.Βρεττάκος – Αθήνα 1999

~~~~~~~~~~~~~~

 

~~ΜΑΚΡΥΑ~~

Θα ‘θελα αυτήν την μνήμη να την πω…

Μα έτσι εσβύσθη πια… σαν τίποτε δεν απομένει –

γιατί μακρυά, στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια κείται.

 

Δέρμα σαν καμωμένο από ιασεμί…

Εκείνη του Αυγούστου – Αύγουστος ήταν; – η βραδυά…

Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια· ήσαν, θαρρώ, μαβιά…

Α ναι, μαβιά· ένα σαπφείρινο μαβί.

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π.ΚΑΒΑΦΗΣ (1863 – 1933)

 Από την Ποιητική Ανθολογία “Κ.Π.Καβάφης-Τα ποιήματα”

Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

Αθήνα, 2013 (Α΄έκδοση)

~~~~~~~~~~~~~~

 

~~ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΑ ΤΑΞΙΔΙΑ~~

 Του Αυγούστου απομεσήμερα

κάτω απ’ τις ηλιαχτίδες,

πετάω με τον άνεμο

σε μακρινές πατρίδες.

 

Και ταξιδεύω με πανιά

στο πλώριο το κατάρτι,

με του πουνέντε την ορμή

σε ουράνιο μονοπάτι.

 

Κάτω απ’ τον ίσκιο των κλαδιών

στον ψίθυρο τ’ αγέρα,

μέσα από δρόμους μυστικούς

φεύγει η ψυχή,

πετάει μακριά,

στο μισεμό της μέρας.

 

Στα άγια τούτα κείμενα

στα ιερά τα λόγια,

πύρινα τα νοήματα,

που την ψυχή φλογίζουν.

 

Σωκράτης, Πλάτων κι άλλοι εδώ

συνάχτηκαν σιμά μου

και με καλούν να ξαναβρώ

την πρότερή μου δόξα.

 

Κι εκεί νάτος που έρχεται

ο μέγας Σταγειρίτης, ο Αριστοτέλης

και κρατάει στο χέρι του

τον λόγο της επιστήμης

και του νοός του αείζωου,

του Σύμπαντος τη λίθο.

 

Κι αντάμα πορευόμαστε

σε λουλουδένιο κήπο,

που ‘χει για άνθη αστραπές

και για πουλιά τα λόγια.

 

Το σούρουπο τα σύννεφα

στην άκρη, στ’ ακροβούνι,

συνάχτηκαν και απειλούν,

τον κόσμο να σκεπάσουν!

 

Μα εκεί στο φρύδι του βουνού

πιο κάτω από τ’ αστέρια,

μορφές πετούν αστραφτερές

την καταχνιά σκορπίζουν.

 

Έγειρε ο Ήλιος ο λαμπρός

σ’ ουράνια λιβάδια

και φως λαμπρό, ελληνικό

σκορπίζει στα ουράνια.

 

Μένω ακίνητος, θωρώ

το μέγα τούτο θαύμα

και μέσα μου, μακριά,

εμπρός, ξωπίσω και τριγύρω,

ακούω ύμνο μυστικό,

θριαμβικό παιάνα.

 

Δεν έχει λόγια και ρυθμούς,

μ’ απλώνεται εντός μου

κι ακούω με τ’ αυτιά του νου,

το μέγα τούτο λόγο:

“Αιώνες άχρονοι πολλοί

κι αν θα διαβούν στα σκότη,

το αρχαίο πνεύμα θα διαβεί

το σκοτεινό φαράγγι,

να δώσει πάλι στη ζωή

τη φλογερή ιδέα.

Άνθρωποι δεν είναι αυτοί

που ζουν κάτι για να ‘χουν,

μα για να φτιάξουν προσπαθούν

αιώνια μες στο σύμπαν”.

 

ΝΙΚΟΣ ΤΑΒΟΥΛΑΡΗΣ 

 Από την ποιητική συλλογή “ΜΕ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ”

ΕΚΔΟΣΕΙΣ “ΑΜΑΡΥΛΛΙΣ” – 2007

~~~~~~~~~~~~~~

 

~~ΔΕΗΣΗ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ~~

 Έλα σαν αυγουστιάτικο μελτέμι

– προτού οι εφτά πληγές σφραγίζουνε το τέλος –

παραπονεμένος άνεμος

να χαϊδέψεις το κατώφλι μας.

Η φωνή μας σε περιμένει

– έχει απομείνει μονάχη –

τραγούδι επίμονο τού τζίτζικα στο κοιμητήρι.

Περιδιάβασε ανάμεσα στις τύψεις μας.

Έχει μια λύπη η δέησή μας,

από έναν παιδικό καιρό, που ξανάνθισε

μια τρυφερότητα νησιώτικης ακρογιαλιάς

που καθρεφτίζει του οικτιρμούς σου.

 

Κατέβα από τους λόφους,

φέρε την πηγή τού ελέους σου

ν’ αναβλύσει πλάι στην πληγή μας.

Μάζεψε πάλι εκ περάτων

τα μηνύματα τής χαράς,

φόρτωσέ τα πάνω σε δειλινές καμπάνες

που σημαίνουν την Παράκληση

και φέρ’ τα να τα καρφώσεις

στεφάνι στην πόρτα μας.

 

ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΜΟΥΝΤΕΣ (1935-2000)

Από τον Τόμο “ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΠΑΠΥΡΟΥ”

-ΔΥΟ ΑΙΩΝΕΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ-

ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΑΠΥΡΟΣ

ΑΘΗΝΑ, 1995

~~~~~~~~~~~~~~

 

 

Επιλογή ποιημάτων, επιμέλεια και μεταφορά για το “Επί-Λόγου” :

Τζούλια Πουλημενάκου (Αρχείο Ιδιωτικής Βιβλιοθήκης)

 

Επί-Λόγου – Λεύκωμα – Αύγουστος 2021

 

 

 

 Στη ζέστη της Ελλάδας

τα κολλημένα στέρνα μας

ανάβλυζαν νερά·

έπινα τον ιδρώτα σου

μαζί με τα φιλιά σου

το αχ σου

στη σκιά του παντζουριού.

Την ώρα που ανέβαινε

το άγριο μεσημέρι του τόπου

εφούντωνες κι εσύ

με τα τρελά τσουλούφια σου

τα θεία τσίνορά σου

το γέλιο σου πολύεδρο

μες στ’ αλμυρά πρίσματα του πάθους.

Στην τόση λάβρα

στην τόση ακινησία

με μόνο ίσκιο πάνω μας

το μαύρο πεπρωμένο

τα σκίτσα της ύπαρξής μας

έμοιαζαν μ’ εξίσωση εντόμων.

Κακοφορμίζει ο Αύγουστος

σαν ανοιχτή πληγή

και τα τζιτζίκια αστείρευτα

θυμίζουν πάλι τον ποιητή

στου ποιήματος το τέλος.

Άπνοια…

Η μύγα σχολαστικά τα πάντα π’ ασχημίζει

εκάθισε στο πέος σου

και τρώει το χυμό σου.

Περνάει με το μεγάφωνο

αυτός με τα καρπούζια·

το μεσημέρι πέφτει

στα πόδια μου

σαν κεφαλή κομμένη.

 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ – ΡΟΥΚ (1939-2020)

 

Από την Ποιητική Ανθολογία

“ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ-ΠΟΙΗΣΗ 1963-2011”

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Αθήνα, 2014 (Α΄έκδοση)

~~~~~~~

 

 

Επιλογή ποιήματος, επιμέλεια και μεταφορά για το “Επί-Λόγου” :

Τζούλια Πουλημενάκου (Αρχείο Ιδιωτικής Βιβλιοθήκης)

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Αύγουστος 2021

 

 

Του Αυγούστου απομεσήμερα

κάτω απ’ τις ηλιαχτίδες,

πετάω με τον άνεμο

σε μακρινές πατρίδες.

 

Και ταξιδεύω με πανιά

στο πλώριο το κατάρτι,

με του πουνέντε την ορμή

σε ουράνιο μονοπάτι.

 

Κάτω απ’ τον ίσκιο των κλαδιών

στον ψίθυρο τ’ αγέρα,

μέσα από δρόμους μυστικούς

φεύγει η ψυχή,

πετάει μακριά,

στο μισεμό της μέρας.

 

Στα άγια τούτα κείμενα

στα ιερά τα λόγια,

πύρινα τα νοήματα,

που την ψυχή φλογίζουν.

 

Σωκράτης, Πλάτων κι άλλοι εδώ

συνάχτηκαν σιμά μου

και με καλούν να ξαναβρώ

την πρότερή μου δόξα.

 

Κι εκεί νάτος που έρχεται

ο μέγας Σταγειρίτης, ο Αριστοτέλης

και κρατάει στο χέρι του

τον λόγο της επιστήμης

και του νοός του αείζωου,

του Σύμπαντος τη λίθο.

 

Κι αντάμα πορευόμαστε

σε λουλουδένιο κήπο,

που ‘χει για άνθη αστραπές

και για πουλιά τα λόγια.

 

Το σούρουπο τα σύννεφα

στην άκρη, στ’ ακροβούνι,

συνάχτηκαν και απειλούν,

τον κόσμο να σκεπάσουν!

 

Μα εκεί στο φρύδι του βουνού

πιο κάτω από τ’ αστέρια,

μορφές πετούν αστραφτερές

την καταχνιά σκορπίζουν.

 

Έγειρε ο Ήλιος ο λαμπρός

σ’ ουράνια λιβάδια

και φως λαμπρό, ελληνικό

σκορπίζει στα ουράνια.

 

Μένω ακίνητος, θωρώ

το μέγα τούτο θαύμα

και μέσα μου, μακριά,

εμπρός, ξωπίσω και τριγύρω,

ακούω ύμνο μυστικό,

θριαμβικό παιάνα.

 

Δεν έχει λόγια και ρυθμούς,

μ’ απλώνεται εντός μου

κι ακούω με τ’ αυτιά του νου,

το μέγα τούτο λόγο:

“Αιώνες άχρονοι πολλοί

κι αν θα διαβούν στα σκότη,

το αρχαίο πνεύμα θα διαβεί

το σκοτεινό φαράγγι,

να δώσει πάλι στη ζωή

τη φλογερή ιδέα.

Άνθρωποι δεν είναι αυτοί

που ζουν κάτι για να ‘χουν,

μα για να φτιάξουν προσπαθούν

αιώνια μες στο σύμπαν”.

 

ΝΙΚΟΣ ΤΑΒΟΥΛΑΡΗΣ

 

Από την ποιητική συλλογή

“ΜΕ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ”

ΕΚΔΟΣΕΙΣ “ΑΜΑΡΥΛΛΙΣ” – 2007

 

 

 

Επί-Λόγου – Λεύκωμα – Αύγουστος  2021