Περαστικά απο δω σμήνος πουλιά

μας φέραν μήνυμα βορινό, και τους κωφεύσαμε.

Στην τέφρα τους τα Ορτύκια αντιφεγγίζαν Παγετώνες,

και όχι μονάχα τούς κωφεύσαμε, μα και τους στήσαμεν ενέδρα

και τους ρίξαμε σκάγια και φωτιές, για να τα φάμε.

Και ποιοι; Eμείς που περιμέναμε

σαν και τι το βορινό μήνυμα,

τυφλωθήκαμε, και δίχως να σκεφθούμε που μας ήρθε,

του ρίξαμε φωτιές, το λαβώσαμε, τ’ αποδιώξαμε.

 

Περαστικό ήτανε το σμήνος, δε σου λέω,

μα ούτε την κούρασή του, τον αφανισμό του

δεν αγαπήσαμε, δεν σεβαστήκαμε·  και μια και λείψαν,

μας ήρθε τώρα η συμπόνευση και βάρος της ψυχής

για την άχαρη πράξη, για τη φαύλην επίθεση,

και ιδού μας, απομείναμε οι ενεπιτήδειοι,

οι βραδυκίνητοι στο νου των εμφανίσεων,

έρημοι, δίχως μήνυμα βορινό,

με τα συνηθισμένα μας τα “mea culpa”

και τις ανώφελες αιτιάσεις του εαυτού μας.

                                          

                                               (1931, Εκλογή, Α΄ , 1962, σ.114)

 

Τάκης Παπατσώνης  (1895-1976)

Ποιητής 

 

Το ποίημα περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας»

Κεφ.13 «Αποξένωση και αυτοσυγκατάβαση στους ποιητές του 1920» (σελ.364)

Συγγραφέας : Μario Vitti

Μετάφραση: Mυρσίνη Ζορμπά

Eκδόσεις ΟΔΥΣΣΕΑΣ – Αθήνα 1987

 

 

Επί-Λόγου – Λεύκωμα – Μάρτιος 2020

Επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό αρχείο βιβλιοθήκης)

Και μάθαμε να λέμε τη θάλασσα, θάλασσα

και τον ήλιο, ηλιάτορα.

Και μάθαμε να μιλούμε

με τους ύμνους των δέντρων,

με της αγριελιάς τον κότινο.

Στης ολόλευκης πέτρας το χάραγμα

η σμίλη του ωραίου

μειδίαμα σαν θροΐζουν

οι αμαρυλλίδες τ’ ανέμου στο Αιγαίο.

 

Κρατάμε στον κόρφο χρόνια και χρόνια

τη μέντα και το λευκό μπουγαρίνι,

της λεβάντας το πελαγίσιο

και του νου τ’ αστραπόβροντο

κάτω από το μυριοστόχαστο μπλε του ουρανού,

για να μυρίζουμε τα λόγια των Αρχαγγέλων φίλων,

να τα κλείνουμε στης χούφτας τη γλώσσα

και να γιορτάζει η Ανάσταση της άνοιξης.

 

Κανένα πιότερο αγαθό δεν μας έλαχε,

δεν ονειρευτήκαμε γλυκύτερους συριγμούς

από τούτους τους φωτεινούς ήχους της ηλιόπετρας.

Ο παράδεισος νοματίστηκε Ελλάδιος

και το θέσφατο έχει χαράξει το μέγα του θάμα.

Δε συλλογάται το χώμα γυμνό στο άνυδρο περιβόλι.

Με το φλογισμένο τ’ ατσάλι στοχάται

στων χεριών το βαθούλωμα,

στων πηλών τα εύτοκα καλούπια.

 

Δε θεριεύει η αγράμπελη τους χυμούς της

στα άπραγα κάστρα.

Προσδοκά πυρά μες στην πυρά.

Δεν συμβιβάζεται η αστραπή

με του ανέμου το ξελόγιασμα

στις πτυχώσεις του νέφους.

Προσδοκά τον ήλιο τον πρώτο, μαντατοφόρο,

για να μερέψει στο δίκαιο φως του.

 

Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου

Ποιήτρια

 

 Από την ποιητική συλλογή «Της Μούσας Επίκληση»

Εκδόσεις ΒΕΡΓΙΝΑ – Αθήνα 2017

 

 

 

Επί-Λόγου – Λεύκωμα – Μάρτιος 2020

Επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό αρχείο βιβλιοθήκης)

Επική ποίηση

( Απόσπασμα – στίχοι από 131-518)

Μπροστάρης ο Πετρόμπεης είκοσι τρεις του Μάρτη

ξεκίνησε με μια στρατιά ενθουσιασμό γεμάτη

έχει το Γέρο του Μοριά κι άλλους καπεταναίους

όλους ετοιμοπόλεμους έμπειρους και γενναίους.

Χαράματα ξυπνήσανε και φτάνουν μεσημέρι

κι η λευτεριά τους ευλογεί με το δεξί της χέρι.

Κοντά στ’ απομεσήμερο στην Καλαμάτα φτάνουν

αρχίζουν την επίθεση κι όλους τους Τούρκους πιάνουν

και τους αιχμαλωτίζουνε παίρνουν τον οπλισμό τους

κι ό,τι στην πόλη βρίσκεται το κάνουνε δικό τους.

Ζητωκραυγάζει ο λαός τη νίκη του γιορτάζει

το όραμα της λευτεριάς αρχίζει να χαράζει

σε κάθε πόλη και χωριό στήνεται πανηγύρι

οι άγγελοι ποτίζουνε τη λευτεριά με γύρη

να γλυκαθεί το στόμα της να βγει να τραγουδήσει

το μαύρο πένθος της σκλαβιάς παντοτινά να σβήσει.

Τα νέα τούτα φτάσανε στα κέντρα εξουσίας

σημάδια και προσάναμμα μιας νέας ανταρσίας

που προμηνούσε πόλεμο σφαγές λεηλασίες

και έβαζε σε κίνδυνο αρχές και ηγεσίες.

Πρώτος των Καλαβρυτινών ο Μέγας Καϊμακάμης

μαζί και ο θρησκευτικός του τέμενους Ιμάμης

μ’ ένα μεγάλο μπουγιουρντί καλούσαν τους ραγιάδες

να δώσουνε το λόγο τους στους τοπικούς αγάδες

πως αποδοκιμάζουνε κάθε μια ανταρσία

κι υποταγή δηλώνουνε σε κάθε εξουσία

να οπλιστούν και να χτυπούν κακούργους και φονιάδες

κι αμέσως να παρουσιαστούν στους τοπικούς αγάδες.

Να στρατευτούν ενάντια στους Κολοκοτρωναίους

Μανιάτες και Λαγκαδιανούς και στους καπεταναίους

να παίρνουν τα κεφάλια τους στην Πύλη να τα στέρνουν

και κάθε τους κακούργημα με αίμα να ξεπλένουν

αλλιώς θα πέσει έλεγε πέλεκυς στα παιδιά σας

θα χάστε τα κεφάλια σας και τα υπάρχοντά σας

απ’ το στρατό που έρχεται να επιβάλει τάξη

και η ψυχή κάθε ραγιά στα νέφη να πετάξει.

Τα νέα όμως τρόμαξαν και τη Μεγάλη Πύλη

και μαύρα νέφη σκέπασαν τον ερχομό τ’ Απρίλη.

Βγάζ’ ο Σουλτάνος διαταγή λέει ξεσηκωθείτε

πάρτε ντουφέκια και σπαθιά στους δρόμους ξεχυθείτε

και πιάστε τους γκιαούρηδες που σήκωσαν κεφάλι

κρεμάστε τους σκοτώστε τους να φοβηθούν οι άλλοι

σφάχτε τους άνδρες σαν αρνιά που βρίσκονται κοντά σας

πιάστε γυναίκες και παιδιά και κάντε τα δικά σας

πάρτε τις περιουσίες τους και μην τους λυπηθείτε

και να ’στε όλοι σίγουροι παράδεισο θα βρείτε.

Αλλόφρονες βγαίνουν ορδές στη Σμύρνη και στην Πόλη

σε κάθε μια γωνιά της γης και στην Ελλάδα όλη

σφάζουνε γέρους και παιδιά γυναίκες ατιμάζουν

φωτιά βάζουν στα σπίτια τους απ’ το θυμό τους βράζουν.

Πηγαίνουν στην Αγιά Σοφιά πιάνουν τον Πατριάρχη

την κεφαλή της εκκλησιάς του γένους τον Εθνάρχη

και τον κρεμάνε πάραυτα μπρος στην ωραία Πύλη

με ιαχές και με βρισιές στις δώδεκα τ’ Απρίλη.

Κι όμως μια άλλη πυρκαγιά ξεσπάει στη Βλαχία

’πο Έλληνες που μάχονταν για την ελευθερία.

Τον Υψηλάντη έχουνε μπροστάρη κι αρχηγό τους

φύλακα άγγελο πιστό προστάτη στο πλευρό τους

του Τσάρου αξιωματικός με πείρα και με γνώση

που πρώτος εστρατεύτηκε σώμα ψυχή να δώσει

για την πατρίδα το Χριστό το γένος ν’ αναστήσει

και μια πατρίδα σύγχρονη με τον καιρό να χτίσει.

Μα σε δυο μάχες φονικές Γαλάτσι Δραγατσάνι

ηττάται και το στράτευμα ολόκληρο το χάνει

ο ίδιος τραυματίζεται φεύγει για να γλυτώσει

σε άλλες μάχες ύστερες το αίμα του να δώσει.

Τα πράματα δυσκόλεψαν πολλοί εφοβηθήκαν

πετάξανε τα άρματα και στο καβούκι μπήκαν.

Είπαν δεν είναι η στιγμή τώρα να σηκωθούμε

γιατί πιο λίγοι είμαστε και θα αφανιστούμε

χωρίς ντουφέκια και σπαθιά μπαρούτι πυροβόλα

θα μας χαλάσουν σαν αρνιά και θα χαθούνε όλα

δε θα μπορέσουμε ξανά να πάρουμε κεφάλι

στα άγια τούτα χώματα θα κατοικήσουν άλλοι

αλλοεθνείς κι αλλόθρησκοι ξενοφερμένοι όλοι

θα εποικίσουν τα χωριά και κάθε μία πόλη

αυτή η γης θα πάψει πια να λέγεται δική μας

και δε θα ακουστεί ποτέ άλλο πια η φωνή μας.

Όλα τα μάτια πέφτουνε πια στον Κολοκοτρώνη

να δουν αν ο αγώνας τους αρχίζει ή τελειώνει

αν θα τον συνεχίσουνε ή θα λιποψυχήσουν

αν θα χτυπάνε τον εχθρό ή θα τον προσκυνήσουν

αν πάνε με το μαλακό ή θα ασκήσουν βία

αν θα θυσιάσουνε ζωές για την ελευθερία.

Τόνε ρωτούν τι σκέπτεται τι πρόκειται να γίνει

αν θα φουντώσει πυρκαγιά ή σβήσει το καμίνι

αν θα υποχωρήσουνε ή αν θα προχωρήσουν

αν θα τραβήξουνε μπροστά ή πίσω θα γυρίσουν.

Ώρες βασάνιζε το νου να βρει κείνα τα λόγια

όπου φλογίζουν τις καρδιές και όχι μοιρολόγια

για ν’ αντιστρέψει τον τροχό και προς τα μπρος να πάει

να αποτρέψει τη φυγή και νίκες να μετράει.

Σε μια πέτρα ανέβηκε εκεί στη Δημητσάνα

να ρίξει σπίρτο στη φωτιά ν’ ανάψει την αφάνα

και να σηκώσει πυρκαγιά τον τόπο να φωτίσει

το άγιο φως που άναψε ποτέ του να μη σβήσει.

Κοιτά ψηλά στον ουρανό τεντώνει το κορμί του

και άρχισε σαν κεραυνός να βγαίνει η φωνή του:

Γιατί ωρέ δειλιάσατε και τρέμει το κορμί σας

και σαν πουλί πετάμενο έφυγε η ψυχή σας;

Έτσι δε λευτερώνεται η ακριβή πατρίδα

μα σαν τσουνάμι στη στεριά θα ’ρθει η καταιγίδα

που θα σαρώσει όλους μας απ’ το λαιμό θα πνίξει

αν πούμε ο ξεσηκωμός πως έχει πλέον λήξει.

Δε θα μπορέσουμε ποτέ να πάρουμε κεφάλι

όταν τον τόπο μας αυτό τον κατοικήσουν άλλοι.

Ιστορική ανάμνηση θα μείνει η πατρίδα

κι αντί να δούμε λευτεριά θα ’ρθει μια καταιγίδα

που σαν ανεμοστρόβιλος όλα θα τα σαρώσει

με στάχτη και με κάρβουνο τη χώρα μας θα στρώσει.

Δείτε αν έχετε καρδιά λαρύγγι να βρυχάται

αφήστε μάνες και παιδιά και δίπλα μου ελάτε

κι όλοι μαζί σαν μια γροθιά στους κάμπους να χυθούμε

να διώξουμε τον τύραννο και να λευτερωθούμε.

Απόψε σ’ ένα όνειρο είδα την Παναγία

και μου ’πε ήρθε ο καιρός για την ελευθερία

να διώξετε τον τύραννο από τα χώματά σας

σαν άνθρωποι να ζήσετε εσείς και τα παιδιά σας

να βγάλτε το βαρύ ζυγό από την κεφαλή σας

κι ελεύθεροι να ζήσετε στη χώρα τη δική σας.

Το λόγο της μου έδωσε και δεν παίρνει πίσω

και τώρα με μία διαταγή το λόγο μου θα κλείσω.

Όσοι γενναίοι και πιστοί πίσω ακολουθάτε

όσοι προδότες και δειλοί σ’ ένα παπά να πάτε

να πείτε τ’ αμαρτήματα να σας ξομολογήσει

προτού η δόλια σας ψυχή το σώμα σας αφήσει.

Τα λόγια του πήραν φωτιά η γης ταρακουνήθη

ο κόσμος αφυπνίστηκε και σφόδρα εφοβήθη

άρχισε να ακολουθεί δεν είχε άλλο δρόμο

και το βαρύ ντουφέκι του εσήκωσε στον ώμο.

Οι Τούρκοι πανικόβλητοι στα κάστρα τους κλειστήκαν

σε νέες περιπέτειες και σε κινδύνους μπήκαν.

’Πο Καλαμάτα ξεκινούν όλοι μαζί πηγαίνουν

στης Αρκαδίας τα χωριά όπου τους περιμένουν

καπεταναίοι του Μοριά για να πολιορκήσουν

το κάστρο της Καρύταινας και δάφνες να κερδίσουν.

Είναι κλεισμένοι οι εχθροί για να προφυλαχτούνε

απ’ το σπαθί της λευτεριάς όλοι τους να σωθούνε

της Καλαμάτας τη φωτιά κι εκεί να μεταδώσουν

της σωτηρίας το χαλί περήφανα να στρώσουν.

Δυο μέρες την πολιορκούν φωνάζουν κι απειλούνε

στα τείχη ανεβαίνουνε πασχίζουνε να μπούνε

να διώξουν τον κατακτητή τη νίκη να κερδίσουν

και μετερίζι εχθρικό όρθιο να μην αφήσουν.

Όμως μετά τριήμερο βλέπουν να καταφτάνει

στρατός από την Τρίπολη και το ντουφέκι πιάνει

γίνονται μικροσυμπλοκές οι Τούρκοι τους νικάνε

καπεταναίοι κι άτακτοι για Καλαμάτα πάνε.

Δεν έχουνε τη δύναμη άλλο ν’ αντισταθούνε

σε έναν τακτικό στρατό και φεύγουν να σωθούνε.

Μόνο ο γέρος του Μωριά τους βλέπει και λυπάται

και τους φωνάζει δυνατά Αδέρφια μου που πάτε

ελάτε όλοι δίπλα μου να δώσουμε τη μάχη

ν’ αντιλαλήσουν τα βουνά ν’ ανθίσουνε οι βράχοι.

Κι αν τώρα πάτε μακριά θα ’ρθουνε να σας πιάσουν

στης Καλαμάτας το ναό όλους θα σας κρεμάσουν.

Εδώ πρέπει να δώσουμε τη μάχη τη μεγάλη

να πάρουμε τα κάστρα τους να φοβηθούν οι άλλοι.

Ο Παπαφλέσσας τον κοιτά και δυνατά φωνάζει

με μια ειρωνική φωνή σαν να το διασκεδάζει:

Αν θέλεις μείνε μόνος σου η ζαβολιά σ’ ανήκει

μα επειδή στοχάζομαι πως θα σε ’φαν οι λύκοι

σ’ αφήνω έναν από μας για να σε προστατεύει

που έχει μάθει ’πο μικρός με λύκους να χορεύει.

Έμεινε μόνος κι έρημος στα όρη και στους βράχους

κι άρχισε να στρατολογεί της Γορτυνίας βλάχους

να ξεκινά απ’ την αρχή την κλεφτουριά και πάλι

με του καιρού το πέρασμα να μαζευτούνε κι άλλοι

ώσπου μια μέρα βροχερή καταμεσής του Μάρτη

οι Τούρκοι της Καρύταινας ήταν όλοι φευγάτοι

επήγανε στην Τρίπολη μαζί μ’ όλους τους άλλους

παίρνοντας στο κατόπι τους μικρούς μα και μεγάλους.

Σιγά-σιγά γυρίζανε κι από την Καλαμάτα

σαν ’μαθαν της Καρύταινας τα νέα τους μαντάτα.

Το σχέδιό του ήτανε τους Τούρκους να μαντρώσει

όλους μέσα στην Τρίπολη και να τους εξοντώσει

από αρρώστιες και λιμούς ν’ αρχίσουν να πεθαίνουν

και ούτε για καυσόξυλα να μην μπορούν να βγαίνουν.

Κι αφού συγκέντρωσαν πολλούς δυνάμωσε τ’ ασκέρι

κι ευχήθηκε στην Παναγιά τη λευτεριά να φέρει

τα γύρω ’πο την Τρίπολη χωριά καταλαμβάνει

και σ’ άμεση εφαρμογή το σχέδιό του βάνει.

Την Τρίπολη από παντού στενά να περιζώσουν

να της στερήσουν την τροφή και να τήνε αλώσουν.

Η Πύλη ανησύχησε δεν ήθελε ν’ αφήσει

μόνη της την Τριπολιτσά και να την εκπορθήσει

ένας ασύντακτος στρατός που σήκωσε κεφάλι

κι απρόσμενα ξεκίνησε ετούτη δω την πάλη.

Στέρνει το Μουσταφάμπεη την Τρίπολη να σώσει

στους έγκλειστους που πέθαιναν βοήθεια να δώσει.

Από την Πάτρα ξεκινά στο Αίγιο σταματάει

μπαρούτι ξίφος και φωτιά στα χέρια του κρατάει

ό,τι στην Πόλη βρίσκεται γκρεμίζει και σκοτώνει

βάζει στα σπίτια πυρκαγιές και το ξεθεμελιώνει.

Μετά στην Ακροκόρινθο και Ναύπλιο πιο πέρα

δίνει στους ομόθρησκούς του της νίκης τον αέρα

που μέρες ήταν έγκλειστοι μέσα στα φρούριά τους

να σώσουν τα κεφάλια τους κι όλα τα αγαθά τους.

Έπειτα φτάνει Τρίπολη αρχές του Μάη μήνα

όπου τον υποδέχονται νταούλια και κλαρίνα

πίσω του τον ακολουθούν εξίμισι χιλιάδες

έτοιμοι να φορέσουνε στους Έλληνες χαλκάδες.

Έχει μαζί και ιππικό χίλιους πεντακόσους

κανόνια πυροβολητές γύρω στους διακόσους

σίγουρος ότι εύκολα όλους θα υποτάξει

της νίκης κατορθώματα και τρόπαια θ’ αδράξει

και έπειτα θα κατεβεί μέχρι τη Λακωνία

σε Σπάρτη και Μονεμβασιά να πάρει τα ηνία

ό,τι μπροστά του βρίσκεται να το ξεθεμελιώσει

στους πολιορκουμένους του τη λευτεριά να δώσει.

Δύσκολη η κατάσταση για τον Κολοκοτρώνη

είναι βαρύ κι ασήκωτο το έργο που σηκώνει.

Δεν έχει τακτικό στρατό να αντιμετωπίσει

ετούτη την κατάσταση και νίκες να κερδίσει

μα έχει ένα σχέδιο που αν το εφαρμόσει

σε δύο μήνες το πολύ χρυσούς καρπούς θα δώσει.

Πάει και βρίσκει έντρομους τους Μαυρομιχαλαίους

σ’ όλες τις δύσκολες στιγμές πρόθυμους και γενναίους

τους λέει ξεκινήσετε και το Βαλτέτσι πιάστε

χτίστε ταμπούρια δυνατά και με τη νίκη θα ’στε

κι όταν θα ’ρθούν κρατήστε τους εκεί όσο μπορείτε

ακόμη και αν πρόκειται όλοι σας να χαθείτε

και γω που θα ’μαι μακριά θα έρθω από πίσω

κι ένα κεφάλι τούρκικο όρθιο δε θ’ αφήσω

μόνος το Μπουσταφάμπεη θα πιάσω να κρεμάσω

Της Μάνης οι οπλαρχηγοί κι άλλοι καπεταναίοι

από τα γύρω τα χωριά πρόθυμοι και γενναίοι

π’ όλοι μαζί δεν έφταναν τους χίλιους νοματαίους

πιστούς στην επανάσταση στο φρόνιμα γενναίους

φτιάξαν ταμπούρια δυνατά και μετερίζια πρώτα

έτοιμοι να ανάψουνε της λευτεριάς τα φώτα.

Στη μάχη αριθμητικά θα ’ναι ένας προς έξι

όμως πιστεύουν όλοι τους η λευτεριά θα τρέξει

και με τ’ ατσάλινο σπαθί τη νίκη θα τους δώσει

θα κόψει αγριολούλουδα και θα τους στεφανώσει.

Δεν έχουν πυροβολικό και ιππικό στη μάχη

το ξέρουν ότι πολεμούν έρημοι και μονάχοι

μα έχουν φλόγα στην καρδιά όραμα για τη νίκη

και για μια χώρα μάχονται όπου σ’ αυτούς ανήκει.

Οι πύλες της Τριπολιτσάς ανοίγουν και περνάει

των Τούρκων όλος ο στρατός και για Βαλτέτσι πάει

μ’ απόλυτη υπεροχή σε όπλα και σε άνδρες

λένε πως θα γκρεμίσουνε φτωχόσπιτα και μάνδρες

και δε θ’ αφήσουν ζωντανό ρουθούνι ν’ αναπνεύσει

κι ο τελευταίος τους εχθρός από σπαθί θα πέσει.

Ήτανε μέρα λαμπερή τα δέντρα ανθισμένα

μα τα πουλιά τριγύρω τους κελάηδαγαν θλιμμένα

γιατί προαισθανόντουσαν αυτό που πα να γίνει

και θα καιγόντουσαν ψυχές στου πόνου το καμίνι.

Ώρα οκτώμισι πρωί χτυπάνε τα κανόνια

πέφτουν οβίδες στο σωρό σηκώνονται κοτρόνια

γκρεμίζουν οχυρώματα και τα ξεθεμελιώνουν

όσους μπροστά τους βρίσκονται χτυπάνε και σκοτώνουν.

Τρεις ώρες αμυνόντουσαν μόνοι τους οι Μανιάτες

με λιγοστούς Αρκαδινούς κι άλλους επαναστάτες

είχαν απώλειες πολλές κόντευαν να λυγίσουν

την τελευταία τους πνοή όλοι εκεί ν’ αφήσουν

ώσπου ο Γέρος του Μοριά με τον Πλαπούτα πλάι

από τα νώτα του εχθρού σαν κεραυνός ορμάει.

Ακολουθούνε συμπλοκές και πιάνονται στα χέρια

και σαν θηρία μάχονται με δόντια και μαχαίρια.

Απ’ την απέναντι μεριά ορμούν και οι Μανιάτες

πολύπειροι στον πόλεμο σκληροί επαναστάτες

γίνονται συμπλοκές πολλές μάχες εκ του συστάδη

που ώρες συνεχίζοντο απ’ το πρωί στο βράδυ.

Ένας προς έξι πολεμούν μα τους κατατροπώνουν

στα πυροβόλα του εχθρού τα στήθη τους ορθώνουν

ώσπου οι Τούρκοι σπάσανε και οπισθοχωρούνε

στα τείχη της Τριπολιτσάς τρέχουνε για να μπούνε.

Η νίκη τούτη κλείδωσε των σκλάβων τον αγώνα

που σαν αστέρι έλαμψε ετούτον τον αιώνα

έδειξε πως οι Έλληνες θε να τα καταφέρουν

τη λευτεριά στον τόπο τους μπορούνε να τη φέρουν

γιατ’ αν και λίγοι έχουνε τη δύναμη στα στήθια

οι φόβοι τους κι οι δισταγμοί ήτανε παραμύθια.

Στρωμένη πτώματα η γης τα λάφυρα μεγάλα

κανόνια όπλα άλογα σκεύη και τόσα άλλα.

Οι μαχητές απόκτησαν θάρρος κι εμπιστοσύνη

και με το νου τους έλεγαν αυτό που θε να γίνει

για μια πατρίδα λεύτερη περήφανη σαν πρώτα

που στο λαό της θα ’δινε της λευτεριάς τα φώτα.

Ο Μπουσταφάμπεης πενθεί και σαν θεριό βρυχάται

λάβρος μέσα στην Τρίπολη μόνος και συλλογάται.

Θέλει να πάρει τη ρεβάνς και να ξανατολμήσει

αυτούς που τον ταπείνωσαν όλους να τους σουβλίσει.

Έν’ ανοιξιάτικο πρωί δέκα οχτώ του Μάη

μ’ έξι χιλιάδες πεζικό για Δολιανά τραβάει.

Έχει μαζί και ιππικό κομπάζει θα κινήσει

ότι ετούτη τη φορά τίποτα δε θ’ αφήσει

όρθιο πάνω στη θέση του που να θυμίζει πόλη

κι από την κόψη του σπαθιού θε να περάσουν όλοι.

Λίγοι οι υπερασπιστές διακόσιοι άνδρες μόνο

ορκίστηκαν ν’ αντισταθούν στη μοίρα και στο χρόνο

με το Νικήτα αρχηγό του γέρου το καμάρι

είπαν ο Μπουσταφάμπεης το κάστρο δε θα πάρει

ότι θα πάθουν και εδώ ό,τι και στο Βαλτέτσι

πως δε θα μπουν να πάρουνε ούτε ένα κοτέτσι.

Η μάχη ήτανε σκληρή κράτησε δέκα ώρες

οι μαχητές αντέξανε στων κανονιών τις μπόρες

ώσπου με μια εξόρμηση με τα σπαθιά στα χέρια

τρέψανε σ’ άτακτη φυγή των Τούρκων τα ασκέρια.

Για δεύτερη τώρα φορά οι Έλληνες νικάνε

μπορεί να ’ναι λιγότεροι αλλά καλά κρατάνε.

Έχουν μπροστά τους πέλαγος μα θα το ξεπεράσουν

και το θεριό που μάχονται μπορούν να το δαμάσουν.

Ξέρουν ότι η λευτεριά κρατά σταυρό στα χέρια

κι όταν το δίκιο χάνεται μιλάνε τα μαχαίρια.

Έτσ’ ο Νικήτας έγινε ο πρώτος Τουρκοφάγος

ανίκητος στον πόλεμο της λευτεριάς ο μάγος.

Γιορτάζουν γύρω τα βουνά οι πέρδικες σφυρίζουν

λόγγοι και δάση και πουλιά όλα πανηγυρίζουν

για μια Ελλάδα λεύτερη μεγάλη σαν και πρώτα

να ξαναδώσει στους λαούς του πνεύματος τα φώτα.

Οι μάχες συνεχίζονται στη Γράνα και στο Λάλα

και γράφουν κατορθώματα πρωτόφαντα μεγάλα.

Η Τρίπολη ψυχορραγεί δεν έχει πια ελπίδες

από παντού τη ζώνουνε του τρόμου καταιγίδες.

Γράφει ο Γέρος του Μοριά επιστολή και στέρνει

στο Μπουσταφάμπεη Πασά και τούτα δω του κραίνει.

«Βρε άνθρωπέ μου έχασες τι άλλο περιμένεις

όλα τα κάστρα έπεσαν τώρα μόνος σου μένεις

παράδωσε τα όπλα σου και δώσε μου το χέρι

Δώσε σε μένα τα κλειδιά και δε θα πειραχτείτε

μα έχετε το λόγο μου πως θα λευτερωθείτε

κι αν θέλετε μένετε δω ή πάτε παραπέρα

με τον καιρό να ζήσετε και σεις μια άσπρη μέρα».

Όμως απάντηση καμιά έτσι κι αλλιώς χαμένος

αφού κι απ’ το Σουλτάνο πια ήτανε ξεγραμμένος

κρεμάλα τον περίμενε σε μεσιανό κατάρτι

αφού μ’ αυτά που έπαθε τον είχε τόσο άχτι

να χάσει μάχες κρίσιμες απ’ τους επαναστάτες

από μια χούφτα άτακτους και άοπλους χωριάτες.

Αρχές Ιούνη έφτασε στην Ύδρα ξεμπαρκάρει

την αρχηγία του στρατού σταλμένος για να πάρει

ο αδελφός τ’ Αλέξανδρου Δημήτρης Υψηλάντης

άνδρας με πίστη κι αρετές σωστός Ιεροφάντης.

Κατέβηκαν οι πρόκριτοι να τον προϋπαντήσουν

να τον γνωρίσουν ’πο κοντά μα και να τον τιμήσουν.

Διακόσα τα πλεούμενα που είναι στο λιμάνι

κι αρχίζουν κανονιοβολισμούς όταν εκείνος φτάνει

σειέται ο τόπος κι ο ντουνιάς η θάλασσα θεριεύει

κάθε Υδραίου η ψυχή βρυχάται κι αντρειεύει.

Είναι κοντός κι αδύναμος δεν έχει παρρησία

μα έφτανε ν’ αγωνιστεί για την ελευθερία.

Φορά πολύχρωμη στολή χρυσές οι επωμίδες

χρυσό το ξίφος στο πλευρό χρυσές και οι ελπίδες

για τον αγώνα π’ άρχισε κι ώσπου να τελειώσει

ν’ αγωνιστεί σα μάρτυρας και όλα να τα δώσει.

Βγαίνει ’πό το καράβι του στο βάθρο ανεβαίνει

στα πλήθη απευθύνεται κι αυτά τα λόγια κραίνει:

«Πατριώτες μου συνέλληνες και σκλάβοι μέχρι τώρα

σκεφτείτε ότι έφτασε του λυτρωμού η ώρα

να ξετινάχτε το ζυγό που ’χετε στο λαιμό σας

για την πατρίδα το λαό και για τον εαυτό σας.

Όλοι σας γέροι και παιδιά αμέσως εγερθείτε

να διώχτε τον κατακτητή και να λευτερωθείτε

να πάρουμε την Πόλη μας και την Αγιά Σοφία

για την πατρίδα το Χριστό και την ελευθερία».

Από την Ύδρα έφυγε και έφτασε στο Άστρο

προπύργιο του ξεσηκωμού και του αγώνα κάστρο.

Αρχιερείς και πρόκριτοι χτυπάνε τις καμπάνες

και τον καλωσορίζουνε άνδρες παιδιά και μάνες

κρατούν λουλούδια και κλαδιά όλοι ζητωκραυγάζουν

την πίστη για τη λευτεριά απ’ την ψυχή τους βγάζουν

κι όταν σε λίγο έβγαλε και την αργυροθήκη

χρήμα ζεστό για το λαό τ’ αγώνα υποθήκη

απογειώθη η κραυγή δόνησε τον αέρα

και στα λευκά τους ντύθηκαν η νύχτα και η μέρα.

Μπροστά το Γέρος του Μοριά και πίσω του τ’ ασκέρι

αρχίζουν να πυροβολούν για το καλό χαμπέρι

κι αντιλαλούνε τα βουνά ο Πάρνωνας γιορτάζει

και στο σκοτάδι της σκλαβιάς αρχίζει να χαράζει

το άγιο φως της λευτεριάς και της δικαιοσύνης

μαχαίρι της σκληρής σκλαβιάς και κάθε καταισχύνης.

Το Μάη εξεγέρθηκε και η Μακεδονία

και το ντουφέκι άρπαξε για την ελευθερία

παντού φωτιά και χαλασμός ντουφέκι και μαχαίρι

κι η Παναγιά τους ευλογεί με το δεξί της χέρι

για να στεριώσει του Χριστού η άγια εκκλησία

να πάρει σάρκα και οστά και η ορθοδοξία

να διώξουν τον ισλαμισμό που τους καταπιέζει

και όλα μαύρα γίνονται κάτω απ’ το τραπέζι.

Έδεσα και Χαλκιδική Νάουσα και πιο πέρα

σηκώθηκαν να πάρουνε της νίκης τον αέρα.

Το Άγιον Όρος και αυτό σηκώνει τη σημαία

για μια Ελλάδα λεύτερη μεγάλη και γενναία.

 

Πότης Κατράκης 

Λογοτέχνης 

 

Απόσπασμα από την ποιητική ενότητα

“Εθνεγερσία – 1821-1828”  (Επική Ποίηση)

Εκδόσεις Λεξίτυπον – Αθήνα 2019

Φωτογραφία εξωφύλλου βιβλίου:

Θεόδωρος Βρυζάκης “Η Έξοδος του Μεσολογγίου”, 1855

(Λάδι σε μουσαμά, 169 εκ.x127 εκ., Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη)

 

 

Επιλογή και μεταφορά κειμένου στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

 

Ποιητική Ενότητα  

ΛΕ΄

Φέτος δεν ήλθε η Άνοιξη!

Το τρομαγμένο βλέμμα της ενοχής μας

σκόρπισε στα δάχτυλα της βροχής.

Ένα μικρό ανθάκι έγινε πορφυρό

για μια στιγμή την αυγή,

μα πέθανε πριν το δειλινό

στις ψυχές μας!

 

Τα μικρά παιδιά ακροβατούν

στα πέταλα ανύπαρκτων λουλουδιών,

τα χελιδόνια που πρόσμεναν δεν ήλθαν…

Χάθηκαν στην άνυδρη έρημο της αδιαφορίας μας,

στην αναζήτηση της ουτοπίας.

 

Φέτος δεν ήλθαν τα σπαθόφτερα πουλιά

και πώς θα χαμογελάσουν οι ψυχές μας;

Μαζεύτηκαν τα παιδιά να δουν τα χελιδόνια

που δεν ήλθαν…

 

Κλάψανε τα παιδιά για τη χαμένη άνοιξη

και ύστερα πήρανε χαρτιά και ψαλίδια

κι έφτιαξαν χιλιάδες χάρτινα χελιδόνια!

Τους έδωσαν λίγη απ’ την άδολη ψυχή τους

κι εκείνα γοργοφτερούγισαν στον ουρανό,

στον ουρανό των παιδικών ψυχών.

 

Τα χελιδόνια ήλθαν για τα παιδιά,

τώρα η άνοιξη ήταν εδώ!

Μια χάρτινη άνοιξη,

με μυριάδες χάρτινα χελιδόνια…

Και ύστερα ήλθε το σύννεφο εκεί στην άκρη τ’ ουρανού.

Σε μιαν άκρη ένα μικρό κυκλάμινο ρίγησε!

 

Νίκος Ταβουλάρης

Ποιητής-Πεζογράφος-Δοκιμιογράφος

Μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός»

 

Απόσπασμα από την ποιητική ενότητα «Πέτρινος Κόσμος»

(Κεφάλαιο ΛΕ΄)

Εκδόσεις Γ.Χ. Αλεξανδρή

Αθήνα 2008

 

Μεταφορά κειμένου στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό αρχείο βιβλιοθήκης)

 

 

 

 

                           Άνοιξη θρύψαλο μενεξεδί

                           Άνοιξη χνούδι περιστέρας

                           Άνοιξη σκόνη μυριόχρωμη

                                             Στ’ ανοιχτά χαρτιά και στα βιβλία

                                             Κιόλας φυσούσε χλιαρό αεράκι

                                             Με τσιγγάνες που άρπαζε

                                             Σαν

                                             Χαρταετούς

                                             Ψηλά

                                             Και πουλιά που δοκίμαζαν το νέο τιμόνι τους

                          Άνοιξη πίκρισμα του σκίνου

                          Άνοιξη άζωτο της αμασχάλης

                         Άνοιξη σουσάμι αόρατο

                                             Από σύρμα που άξαφνα έσυρνε φωτιά

                                             Στη γωνιά του δρόμου με τις Καρυάτιδες

                                             Στρίβοντας

                                             Ένα τραμ

                                             Εστρίγγλιζε

                                             Στ’ άδεια οικόπεδα η μασιά του ήλιου εσκάλιζε

                                             Την τσουκνίδα και το σαλιγκαρόχορτο

                          Άνοιξη μυρμηκιά της μέρας

                          Άνοιξη αίμα του βολβού

                          Άνοιξη οπλοπολυβόλο απύλωτο

                                            Στων ωραίων γυναικών τα χέρια

                                            Όπου τύχει

                                             Ριπές

                                            Θάνατοι

                                            Εκατομμύρια σπερματοζωάρια

                                            Στων ωραίων γυναικών τα χέρια

                                            Τα δυνατά λουλούδια με τον ήλιο μέσα τους

                          Άνοιξη τσίτι τσιτωμένο

                          Άνοιξη σφήκα του χεριού

                         Άνοιξη «μη» «θα μας δούνε» «τέρας»

                                           Και το τέρας που γύριζε σαν τη λαντέρνα

                                           Μια παράξενη

                                           Άλλη

                                           Γειτονιά

                                           Και η χούφτα η βάναυση που ακαρτερούσε:

                                           Xάιντε η ριξιά να βρει το ζάρι της

                                           Κι η τζαμαρία το θαρραλέο λιθάρι της!

                        Άνοιξη κρύσταλλο και νίκελ

                        Άνοιξη παραπάτημα των κήπων

                        Άνοιξη «Μήνιν άειδε…»

                                         Θεά! Και τι σγουρά τα σκοτεινά τα μέρη!

                                         Και τα χείλη τι ζάχαρη βιολέτας!

                                         Και τι κηπάκι

                                         Τα λυτά

                                         Νωπά

                                         Μαλλιά

                                         Στην απαλή κοιλιά η ανάσα τι ταξίδι!

                       Άνοιξη μισοζαλισμένο ερείπιο

                       Άνοιξη κεφαλή Διός και πέλαγος

                       Άνοιξη Mercury Air Sedan

                                        Οι καμπάνες ανοίγανε μακριά

                                        Στο κενό του γλαυκού κάτω απ’ τα βλέφαρα

                                        Μια ρουφήχτρα

                                       Που κατάπινε

                                        Άσπρα

                                        Πούπουλα

                                       Οι ορμόνες της μουριάς κυρίευαν τα ύψη

                      Άνοιξη μούρο αδάγκωτο

                      Άνοιξη βιδωτό φιλί

                      Άνοιξη χάσμα της λιποθυμίας

                                         Το ντουβάρι ορέγονταν κι άλλα καρφιά

                                         Στην ώχρα μέσα η μνήμη του Νοσοκομείου ξυπνούσε

                                         Το τραγούδι που άστραφτε από τις χρυσόμυγες

                                         Κι έφερνε

                                         Γύρους

                                        Χαμηλά

                                        Στην αυλή με το κόκκινο κι άσπρο πλακάκι

                    Άνοιξη βούισμα στους κροτάφους

                   Άνοιξη αμόνι και σφυρί

                   Άνοιξη πρόσθια καταβύθιση

                                         Κάποιος απ’ τ’ ανοιχτό πάραθυρο έριχνε

                                         Λόγια που σπούσαν σαν αμύγδαλα

                                         Κάκτος

                                         Κάστωρ

                                         Κόνδωρ

                                         Ιέραξ

                                         Ενώ στ’ αντικρινό το Παρθεναγωγείο

                 Άνοιξη 37 και 2

                 Άνοιξη Love Amour και Liebe

                 Άνοιξη no nein και non!

                                        Τα κορίτσια δάγκωναν στη γομολάστιχα

                                        Και τινάζανε πίσω το κεφάλι

                                         Σα

                                         Να τραβούσαν

                                        Έξω

                                        Του σφαγμένου πετεινού τα σπλάχνα

                                        Τα κομμάτια τα σπλάχνα μεσ’ στα δόντια τους

               Άνοιξη δόντι λυσσαλέο

               Άνοιξη φούξια του παροξυσμού

               Άνοιξη αρτεσιανόν ηφαίστειο

                                         Κι άλλα κρυμμένα πίσω απ’ τον φεγγίτη

                                         Που παλεύαν τις ρόδινες κορδέλες

                                         Μια στιγμού-

                                         Λα μόνο

                                         Τα γυμνά στήθη

                                        Τα τρεμάμενα σπάρτα μεσ’ στους κάμπους

                                        Όπου ευφραίνονται οι ακρίδες

             Άνοιξη σάλτο της ακρίδας

            Άνοιξη μήτρα σκοτεινή

            Άνοιξη πράξη ακατονόμαστη

                                       Στ’ ανοιχτά χαρτιά και στα βιβλία

                                       Μια κηλίδα

                                       Μωβ

                                      Πήγαιν’  

                                      Ερχότανε

                                      Τα χυμένα νερά τα γυμνωμένα μέλη

                                      Λάμπανε πίσω από το παντζούρι

            Άνοιξη άνοιξη σαλπάροντας

            Άνοιξη άνοιξη σημαιοστόλιστη

           Άνοιξη «αντίο αντίο παιδιά!»

                                                        1939.-

 Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996)

Ποιητής

 

Ποιητική Συλλογή «Τα ετεροθαλή»

Δεύτερη Έκδοση – Αθήνα 1980

Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία

             

Επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό αρχείο βιβλιοθήκης)

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Μάρτιος 2020

           

 

 

 

Χάσαμε λοιπόν αυτό το σούρουπο.

Κανείς δεν μας είδε αυτό το βράδυ με τα χέρια ενωμένα

ενώ η νύχτα του Γαλαξία έπεφτε πάνω στον κόσμο.

Είδα απ’ το παράθυρό μου τη δειλινή γιορτή στους μακρινούς λόφους.

 

Μερικές φορές σαν μια μονέδα στρογγυλή

άναβε ένα κομμάτι ήλιου μεσ’ τα χέρια μου.

Εγώ σε θυμόμουνα με την ψυχή σφιγμένη

απ’ αυτή τη θλίψη που εσύ μού γνώρισες.

 

Τότε λοιπόν πού ήσουνα;

ανάμεσα σε ποιους ανθρώπους;

λέγοντας ποια λόγια;

γιατί θα μου έρχεται όλος ο έρωτας σαν χτύπημα

όταν αισθάνομαι θλιμμένος και σε νοιώθω αλαργινή,

 

 Έπεσε το βιβλίο που πάντα παίρνει κανείς μέσα στο λυκόφως

και σαν πληγωμένος σκύλος κύλησε στα πόδια μου ο μανδύας μου.

Πάντα, πάντα απομακρύνεσαι τα βράδια

προς τα κεί όπου το λυκόφως τρέχει σβύνοντας, δρασκελώντας αγάλματα.

 

Πάμπλο Νερούδα(1904-1973)

Από τη συλλογή ποιημάτων

«20 ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΝΑ ΘΛΙΜΜΕΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ»

(20 poemas de amor y una cancion desesperada)

Ποιητική Ανθολογία PABLO NERUDA (Βραβείο Νόμπελ 1971)-ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Εκδόσεις ΤΟΛΙΔΗΣ – Αθήνα 1971

 

Μετάφραση από το ισπανικό πρωτότυπο:

ANNA BΑΛΒΗ – CLOE VARELA DOCAMPO

 

 

 

Επί-Λόγου – Λεύκωμα – Μάρτιος 2020

Επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό αρχείο βιβλιοθήκης)

Με την πνοή του ανέμου

μέσα απ’ τ’ άσπρα σύννεφα

ξεχύνεται θαλασσινό τραγούδι,

του ορίζοντα ο κρυφός λυγμός

και τ’ ουρανού η ανάσα…

 

Σιγοψιθύρισμα οι σταλαγματιές

ακούγονται σα μυστικό ανείπωτο

στο πέλαγος του απείρου..

Ρυθμός κρυφού προορισμού η βροχή!

 

Μα όσο η θάλασσα ποτίζεται

                                    με του Θεού τα δάκρυα                                    

κι ο άνεμος είναι δεμένος

στα ξάρτια του απέραντου,

εκείνος ο αχός της θάλασσας

μοιάζει κραυγή στο Είναι μου,

του νου μου τον ορίζοντα χαράσσοντας…

 

Ο λυτρωτικός αχός της αλαργινής ψυχής μου!

 

Τζούλια Πουλημενάκου

 

Από την Ποιητική Συλλογή “Απρόσμενη Άνοιξη” 

Κέντρο Ευρωπαϊκών Εκδόσεων Χάρη Τζο Πάτση 

2η Έκδοση Αθήνα 2017

Το ανωτέρω ποίημα δημοσιεύθηκε στην λογοτεχική εφημερίδα “ΝΟΥΜΑΣ” στο τεύχος 165 / 2020 (Επιθεώρηση Τέχνης Γραμμάτων & Πνευματικού Προβληματισμού)

Έμεινα σήμερα μέσα, να σας φτιάξω έναν κήπο.

Δεν βγήκα στον δρόμο, δεν πήγα στην πόλη,

δεν είδα τους φίλους μου. Έσκαψα όσο

μπορούσα το χώμα. Ύστερα κάρφωσα

τα δέκα μου δάχτυλα να βγάλει νερό.

 

Όταν έδυε ο ήλιος, φύτρωσαν χρώματα.

 

Νικηφόρος Βρεττάκος

Ποιητική Συλλογή “Το βάθος του κόσμου – Παιχνίδια με τα χρώματα”

Ανθολογία “Τα ποιήματα” – Τόμος Δεύτερος 

Εκδόσεις Θεμέλιο – ΤΡΙΑ ΦΥΛΛΑ – 1999

 

Επί-Λόγου – Λεύκωμα – Μάρτιος 2020

Επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό αρχείο βιβλιοθήκης)

Επική Ποίηση

(Απόσπασμα)

“….Κι ενώ οι αμυνόμενοι πίσω από τα τείχη

παρακαλούσαν τους θεούς καλή να έχουν τύχη

απρόβλεπτος παράγοντας στον πόλεμο προβάλλει

από τα βάθη των θεών για να τους καταβάλει

κάτι που δεν περίμεναν δεν πέρναγε ’πο νου τους

κι ήταν κονταροχτύπημα στα νότα του στρατού τους.

 

Αρρώστια που ξεφύτρωσε κακιά επιδημία

κι όλη την πόλη γέμισε ανθρώπινα σφαγεία.

Ήρθε από την Αφρική απρόσκλητη και μόνη

για να συντρίψει πληθυσμούς στης σφύρας το αμόνι.

Ξεκίναγε με πυρετό και πόνο στο κεφάλι

ο φάρυγγας καιγότανε στης φρίκης το μαγκάλι

ο βήχας ήταν δυνατός ο εμετός φαρμάκι

και μόνη ανακούφιση ήταν λίγο νεράκι

να ρίχνουν στο κεφάλι τους και στο καυτό κορμί τους

και μια ανάσα δίνανε για λίγο στη ζωή τους.

 

Οι πιο πολλοί δεν άντεχαν ούτε για μια βδομάδα

κατά χιλιάδες παίθαιναν άρρωστοι στην αράδα

τα πτώματα γίναν σωροί κι άρχισαν να σαπίζουν

και δεν υπήρχε γιατρικό σε κάτι να ελπίζουν.

Όλοι τους απροστάτευτοι μπροστά στο θάνατό τους

δεν προσμέναν έλεος ούτε ’πο το Θεό τους.

 

Οι νόμοι καταργήθηκαν και η δικαιοσύνη

σ’ αυτή την κοσμοχαλασιά αρρώστησε και κείνη

κοπάδια ’τοιμοθάνατοι στα μαγαζιά ορμούσαν

σκοτώνανε τ’ αφεντικά και τα λεηλατούσαν.

Χτύπαγαν και βιάζανε γυναίκες μες την πόλη

με τρόμο ζούσαν οι αρχές και οι πολίτες όλοι.

Πολλοί γλυτώνανε τυφλοί άλλοι σακατεμένοι

απόκληροι της μοίρας τους στο δρόμο πεταμένοι.”

 

Πότης Κατράκης

Λογοτέχνης

 Από την ποιητική ενότητα (Επική Ποίηση)

«Ο Πρώτος Εμφύλιος – Πελοποννησιακός Πόλεμος»

(στίχοι αποσπάσματος 1792-1822) 

Εκδόσεις Λεξίτυπον – Αθήνα 2018

 

 

Μεταφορά κειμένου στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

Μέσα στον φόβο και στες υποψίες,

με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια,

λυώνουμε και σχεδιάζουμε το πώς να κάμουμε

για ν’ αποφύγουμε τον βέβαιο 

τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μάς απειλεί.

Κι όμως λανθάνουμε, δεν είν’ αυτός στον δρόμο·

ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα

(ή δεν τ’ ακούσαμε, ή δεν τα νοιώσαμε καλά).

Άλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν, 

εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας,

κι ανέτοιμους – πού πια καιρός –  μας συνεπαίρνει. (1911)

 

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1863-1933)

“Ποιήματα 1897-1918”

Από την Ποιητική Ανθολογία Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗΣ  –  ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ

Τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου

ΑΝΤΙΚΡΙΣΤΟΙ ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ

Εισαγωγή-Ανθολόγηση: Γιάννης Σουλιώτης

Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ – Αθήνα 2009

 

Επί-Λόγου – Λεύκωμα – Μάρτιος 2020

Επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό αρχείο βιβλιοθήκης)