Μονάχα ικεσίες και δάκρυα από διαμάντια

Οι άνθρωποι σου στέλνουν

Ω Σελήνη της αγρύπνιας και της σταύρωσης!..

Ακόμη και στο όρος των Ελαιών, θλιμμένη

Παρατηρούσες τον Ιησού και σώπαινες…

Κρατώντας τη γαλάζια αναπνοή σου,

Εισέπραττες την προσευχή του

Και ριγούσες με το ανθρώπινο κομμάτι

Της ψυχής, του εκλεκτού των εκλεκτών!..

Ευχόσουνα, γλυκές ναν’ οι πληγές του

Κι όχι δηλητήριο για τον άνθρωπο

Των επόμενων καιρών

Κληρονόμο και χρεώστη

Της πράξης των προγόνων

Που γνωρίσανε καλά την αθωότητα

Και την εμίσησαν…

Έφη Γιακανίκη-Κοκόλια

Ζωγράφος-Ποιήτρια-Κριτικός Λογοτεχνίας

 

Από την ποιητική συλλογή «Η ξανθούλα που δεν έφυγε»

Εκδόσεις  «Αμαρυλλίς»

Αθήνα 2005

 

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Μάιος 2020

Νύχτα θα επιστρέψουμε στα σώματά μας

το ίδιο ανύπαρκτοι όπως όταν ήμασταν εντός των.

Τότε σαν σκιές θα διαφεύγουμε, τότε σαν από άλλες τύψεις

       κυνηγημένοι θα πεθαίνουμε.

Μάταιες οι ματιές που θα μας περιμένουν. Μάταια τα σώματα

που θα μας ζητούν. Εμείς δεν θα είμαστε πια εμείς.

Θα είναι άλλοι πίσω από εμάς. Μπροστά από εμάς. Τίποτα.

Εμείς πια δεν θα έχουμε παρά ένα πρόσωπο μέσα στη νύχτα

αυτό το αποτυπωμένο στα χαρτιά τους πρόσωπο δεν θα είναι

        το δικό μας.

Εμείς θα διαφεύγουμε από το πλήθος φορώντας γυαλιά,

δίχως μάτια θα διαφεύγουμε από την ομίχλη, τα δέντρα

        θα διαφεύγουμε.

Χωρίς υποψίες μπροστά στα παράθυρα θα αλλάζουμε

τα πουκάμισα, τις αθλητικές φανέλες. Έφυγε ο Παύλος,

        θα ρωτάμε.

Στα λεωφορεία θα μπαίνουμε. Θα κατεβαίνουμε στις αποβάθρες.

Δίχως επιθυμίες θα πίνουμε. Δεν θα βλέπουμε όνειρα.

Δεν θα βλέπουμε καράβια να περνούν στο βάθος των υαλοπινάκων.

Τραίνα να μακραίνουνε τους τόπους. Το θάνατό μας δεν θα

        βλέπουμε.

Γιώργος Χρονάς

Ποιητής

 

Από την Ανθολογία «ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΟΝΑΣ – ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ»

1973-2008

Από την συλλογή “ΟΙ ΛΑΜΠΕΣ –  Τα πρωινά της ινσουλίνης” (1973-1974)

Εκδόσεις Οδός Πανός

Αθήνα 2008

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Μάιος 2020

Επιλογή και μεταφορά κειμένου στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό Αρχείο Βιβλιοθήκης)

 

 

Αναφορά – προσέγγιση στο μυθιστόρημα “Στην ψυχή μου το άγγιγμά σου” της Φωτεινής Αζαμοπούλου

Του Πάνου Κούρβα

Στο σπουδαστήρι των νοηματικών διεργασιών της ανοίγει τη σκηνή της μυθιστοριογονίας. Τα γεννήματα της φαντασίας της εικονοποιούν πεθυμιές και αρμοδένονται με τον λόγο. Όαση στέκει, εκεί, όπου αφθονούν οι μελωδίες και οι ψίθυροι των πόθων της ντύνουν τα γυμνά γεγονότα με λεπτομέρειες, για να ηχήσει απ΄ τα μεγάφωνα της μυθοπλασίας η ηχώ της ψυχής της.

Ως αγνή ιδεολόγος, με φιλάλληλα οράματα μάς συστήνεται, μια πολυόματη συγγραφέας που διαγράφει στο λογοτεχνικό στερέωμα πνευματικές πτήσεις. Με ξέθαμπο τον οπτικό της ορίζοντα στην ψυχολογία των δίσεκτων ημερών, θεματογραφεί στοχασμούς με πολυεπίπεδα σύμβολα. Με ενδιάθετο λόγο δημιουργεί στων συνειρμών το φυτώριο. Αναπλάθει με ρέουσα γραφή τα αισθήματα σε παραστατικές εικόνες, και μια πλημμυρίδα φωτός γίνεται το λογοτεχνικό τους ντύμα. Με ασίγαστο πάθος η γραφίδα της γίνεται αμφίστομη μάχαιρα και αραδιάζει αποσταγμάτων συνθέματα απ’ τον βυθό της ψυχής της. Αποδίδει φωτογραφικά τις ιστορίες της και φιλτράρει μέσα απ’ την προσωπική της διόραση τη λειτουργική ευόδωση των προσδοκιών της.

Το έργο της ασκίαστο και πολύπαλμο δονεί τον εσωτερικό μας κόσμο και με τη ρωμαλεότητα της πένας της και την αγνότητα των αντιλήψεών της διανθίζει τις σελίδες της. Με θέρμη αγκαλιάζει τις ιδέες της και με την φαντασία να έχει πρωτεύουσα θέση, ζωγραφίζει τον πόνο, ζωντανεύει ονείρατα με έμφυτες μορφές, γίνεται αρχιτέκτονας φαντασμαγοριών. Με δίχως σωσίβιο, το πέλαγος των περιπετειών καταγράφει, με το πλοίο του μύθου θαλαττεύει σε ωκεάνεια βάθη δίχως να λογιάζει λιμάνι.

Με χειρισμούς υφάντρας αράχνης, πλέκει τις συντεταγμένες των παραγράφων της με το στημόνι και το υφάδι του λόγου, δίνοντας φωνή στον εσωτερικό της μονόλογο. Ζωντανεύει τα ινδάλματά της, και οι ήρωές της γεννιούνται για να μας συντροφεύουν με τους μυθιστοριογραφικούς ελιγμούς των μαιάνδρων της σκέψης της.

Στην πεζογραφική της δημιουργία, σαν άλλη ωραία Ελένη, η εμπνευσμένη λογοτέχνιδα μού αποκάλυψε την ταυτότητά της.

Ως αναγνώστης κοινώνησα την πνευματική της σοδειά με το ψυχικό της παυσίπονο που, ως «δώρημα τέλειον», «άνωθεν εστί».

Πάνος Κούρβας

Λογοτέχνης

 

 

Επί-Λόγου-Αφιερώματα-Κριτικές Λογοτεχνίας-Μάιος 2020

ΤΕΥΚΡΟΣ:  …ες γην εναλίαν Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν

                      οικείν Απόλλων, όνομα νησιωτικόν

                      Σαλαμίνα θέμενον της εκεί χάριν πάτρας.

                      …………………………………………………………..

ΕΛΕΝΗ:       Ουκ ήλθον ες γην Τρωάδ’, άλλ’ είδωλον ην.

                      …………………………………………………………..

ΑΓΓΕΛΟΣ:  Τι φης;

                      Νεφέλης αρ’ άλλως είχομεν πόνους πέρι;

                                              

                                                   ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ,  ΕΛΕΝΗ

«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».

 

Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,

συ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους

στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές

αυτών που ξέρουν πώς δε θα γυρίσουν.

Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη

βήματα και χειρονομίες  δε θα τολμούσα να πω

              φιλήματα·

και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.

 

Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».

 

Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το

               νησί;

Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:

καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες των ανθρώπων

ή των θεών·

                  η μοίρα μου που κυματίζει

ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα

και μιαν άλλη Σαλαμίνα

μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό το γυρογιάλι.

                                                     Το φεγγάρι

βγήκε απ’ το πέλαγο σαν Αφροδίτη·

σκέπασε τ’ άστρα του Τοξότη, τώρα πάει νά ‘βρει

την καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ’ αλλάζει.

Πού είν’ η αλήθεια;

Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης·

το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.

 

Αηδόνι ποιητάρη,

Σαν και μια τέτοια νύχτα στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα

σ’ άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν τον θρήνο,

κι ανάμεσό του – ποιος θα το έλεγε – η Ελένη!

Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.

Ήταν εκεί, στα χείλια τής ερήμου·  την άγγιξα, μου μίλησε:

«Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια» φώναζε.

«Δεν μπήκα στο γαλαζόπρωρο καράβι.

Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία».

 

Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό

           το ανάστημα

ίσκιοι και χαμόγελα παντού

στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα·

ζωντανό δέρμα, και τα μάτια

με τα μεγάλα βλέφαρα,

ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα.

                                                     Και στην Τροία;

Τίποτε στην Τροία – ένα είδωλο.

Έτσι το θέλαν οι θεοί.

Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν πλάσμα

      ατόφιο·

κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια.

 

Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.

Τόσα κορμιά ριγμένα

στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης·

τόσες ψυχές

δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.

Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα

για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη

μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου

για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.

Κι ο αδελφός μου;

                              Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,

τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους;

 

«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».

 

Δακρυσμένο πουλί,

                                   στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη

που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,

άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,

αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,

αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,

αν είναι αλήθεια πως οι ανθρώποι δε θα ξαναπιάσουν

τον παλιό δόλο των θεών·

                                      αν είναι αλήθεια

πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,

ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη

ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο

είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,

δεν το’ χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει

μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε

πως τόσος πόνος τόση ζωή

πήγαν στην άβυσσο

για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ (1900-1971)

Από την ποιητική συλλογή «Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ»

Στον κόσμο της Κύπρου, Μνήμη και Αγάπη

…Κύπρον, ου μ’ εξέσπισεν…

 

 

 Ποιητική Ανθολογία ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ – «Ποιήματα»

Εικοστή Τρίτη Έκδοση (ανατύπωση Οκτώβριος 2012)

ΙΚΑΡΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

 

 ΠΗΓΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ: parathyro.politis.com.cy

Επιλογή ποιήματος και μεταφορά στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό Αρχείο Βιβλιοθήκης)

 

 

 

(21/5/15)

Παρατηρώ πως η λάμψη σου

σταγόνα σταγόνα κυλά στης νύχτας τ’ ανάμεσα

και υποτάσσει της ψυχής μου το μαύρο.

Μια στάλα, εσύ, φως τ’ ουρανού

ξεχωρίζεις, μονάκριβο χνάρι μου,

στο μονοπάτι του ονείρου μου.

Ρανίδα μικρή που μυρίζεις αγιόκλημα

σα βροχή ξεδιψάς της ψυχής μου τη γη

εκεί που για χάρη σου δίνω άφεση

στον πόνο και τη λησμονιά

και σου φυτεύω γιασεμιά

ν’ ανθίζουν για σένα μόνο.

Γέλιο μου και της λαχτάρας γλυκασμέ μου,

τον δρόμο μου ξαναχαράζω

μέσα στα μάτια σου

και ανταμώνω τον κόσμο απ’ την αρχή.

Σταυρούλα Δεκούλου-Παπαδημητρίου

Ποιήτρια

 

Από την ποιητική συλλογή «Στον αστερισμό του Ιβίσκου»

Εκδόσεις Βεργίνα

Αθήνα 2018

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Μάιος 2020

 

 

Διήγημα 

     «Στο διάολο, ψευτοκαπετάνιε της μπουνάτσας, μουζίκε του γλυκού νερού!» ξεστόμισα, με μια υπόκωφη βλαστήμια, αγανακτισμένος από τον καφέ που χύθηκε στο παντελόνι μου καθώς το παγοθραυστικό πήρε επικίνδυνη κλίση μονόπαντα.

     Φράση οργής μιας κι όλες οι οριζόντιες επιφάνειες, πάνω στον κόκκινο θαλασσινό εκπορθητή, είχαν καμπουριάσει τόσο χαμηλά όσο η ράχη μιας υπερεκατονταετούς γριάς. Στο σαλόνι του πλοίου μοναχά τα τραπεζάκια, που είχαν βάσεις πακτωμένες στο δάπεδο, στέκονταν στις θέσεις τους. Όλα τ’ άλλα: καρέκλες, ποτά, βαλίτσες είχαν κυλιστεί στη δεξιά πλευρά στριμωγμένα σχεδόν το ένα πάνω στο άλλο απο τη μεγάλη κλίση που είχε πάρει το σκάφος. Περιπλέαμε τα βόρεια παράλια της Σκαδνιναβικής Χερσονήσου και πασχίζαμε, σπάζοντας την παγωμένη επιφάνεια του Βόρειου Αρκτικού Ωκεανού, να φτάσουμε στο Μπόντο της Νορβηγίας, το οποίο ήταν ο προορισμός μας. Ξεκινήσαμε πριν λίγες μέρες από το Σβερόντβιγκ, το ρώσικο λιμάνι της υπερβόρειας περιφέρειας του Αρχάγγελσκ. Τώρα είχαμε περάσει μέσα στην Αρκτική Ζώνη πλησιάζοντας για τα καλά τον Πόλο. Φαίνεται, λοιπόν, ότι αυτός ο άξεστος «βαρκάρης» διάλεξε τούτη την ώρα για να δοκιμάσει τις αντοχές μας, γέρνοντας το παλιό σκαρί πάνω στον πάγο.

     Περνώντας το βλέμμα μου ανάμεσα στα δεξιά φινιστρίνια αντίκρισα έξω έναν πίδακα από ρινίδες θρυμματισμένου πάγου καθώς η γερμένη λαμαρίνα της κουπαστής έγδερνε, σαν κοφτερή λάμα, την κρυσταλλωμένη επιφάνεια της θάλασσας. Ύστερα κοιτώντας έξω απ’ τ’ αντίθετα παράθυρα, τα οποία είχαν ανασηκωθεί, η ματιά μου καρφώθηκκε στον πρασινωπό ουρανό που λαμπύριζε από το βόρειο σέλας. Τούτη η «απόκοσμη» φωταψία ήταν ο μέγιστος φωτισμός της φύσης γύρω μας, μιας και ο ήλιος δεν ανέτειλε ποτέ μέσα στο καταχείμωνο. Η παγωνιά των -25 και η απόλυτη άπνοια συμπλήρωναν το πάλλευκο τοπίο που μας περιέβαλλε.

     Διαπιστώνοντας πως κανένα καιρικό φαινόμενο δε διατάρασσε την παγωμένη μπουνάτσα, έτρεξα στην καμπίνα του καπετάνιου για να ζητήσω τον λόγο που τόσο αδικαιολόγητα κι ανεξήγητα είχε μπατάρει το παγοθραυστικό μας. Ω του θαύματος, όμως, μέχρι ν’ ανέβω τη σκάλα που οδηγούσε στο ανώτατο κατάστρωμα, το πλοίο είχε ξαναγίνει οριζόντιο! Μπαίνοντας στο πιλοτήριο κάρφωσα τα μάτια μου στο κλισίμετρο. Έδειχνε 23,5 κλίση αριστερά!

    «Σίγουρα το παλιοκρισίμετρό σου είναι σκουριασμένο όπως όλα σε τούτο το σαπιοκάραβο!» είπα απειλητικά στον καπετάνιο.

    «Γιατί το λες αυτό;» μου αντέτεινε εκείνος.

    «Γιατί τώρα που ίσιωσες το σκάφος το όργανο δείχνει είκοσι τόσες μοίρες κλίση…».

     Ο καπετάνιος, με πατρικό ύφος, μου είπε:

    «Αντίθετα, αγαπητέ μου, το όργανο είναι σωστό και η ένδειξή του ακριβής. Γιατί, με σκοπό να επανέλθουν στην οριζόντια θέση τα επίπεδα των καταστρωμάτων, έχω δώσει ανάποδη κλίση στο πλοίο».

     «Δηλαδή προηγουμένως, όταν μπατάραμε, το όργανο έδειχνε μηδενική κλίση;» τον ρώτησα απορημένος.

      Αυτός, αφού χάιδεψε την παχιά λευκή γενειάδα του, μου απάντησε:

     «Πρέπει να ξέρεις ότι η αιτία που έχουμε τέσσερις εποχές είναι ότι ο άξονας του πλανήτη μας, δύο φορές τον χρόνο, παίρνει κλίση. Λόγω αυτού του σκυψίματος της Γης έχουμε – εδώ στο βόρειο ημισφαίριο – αυτούς τους μήνες χειμώνα. Το κλισίμετρο, λοιπόν, φυσικά και έδειχνε μηδέν όταν εσύ αισθανόσουν κλίση… Γιατί, φίλε μου, προηγουμένως δεν έγερνε το πλοίο, αλλά η ίδια η Γη…!»

 

Μιχάλης Κ. Γριβέας

Συγγραφέας

Το ανωτέρω διήγημα βραβεύτηκε στον 2ο διαγωνισμό σύντομου διηγήματος με θέμα

«Χειμώνας των eyelands» και των Εκδόσεων «Παράξενες Μέρες»

και περιλαμβάνεται στο βιβλίο διηγημάτων του συγγραφέα

με τίτλο «Ανελκύστε τη Σελήνη»

Εκδόσεις Ιωλκός

Αθήνα 2019

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Μάιος 2020

 

 

Άφησέ με,

να σε ποτίσω

με σταγόνες της βροχής,

να γλυστήσω στο βάθος της καρδιάς σου

να σιγοψιχαλήσω τον έρωτα

να βυθίσω τον πόθο στα μάτια σου

να ριζώσω καρπούς αγάπης

στην ψυχή σου.

 

Άφησέ με,

να γεμίσω αρώματα το κορμί σου

να χαθώ στις δυνατές παλάμες σου,

να κυλήσω μέσα σου σα δροσοσταλιά

να μετρήσω την ερημιά του πόνου μου

να σταλάξω στο κρυφό σου σπήλαιο.

 

Άφησέ με,

να στενάξω

να κλάψω,

η ζωή μου

να σταλάξει στην ψυχή σου.

Να μείνω εκεί για αιώνες,

ο σταλακτίτης σου να γίνω.

Κράτησέ με…

 

©Τζούλια Πουλημενάκου

 Ποιητική Συλλογή «Αθώες Νοσταλγίες»

Αθήνα 2014

 

Επί-Λόγου – Τα έργα μου – Τα ποιήματά μου – Λεύκωμα –  Μάιος 2020

Είναι μια απέραντη σιωπή αυτοί οι λόφοι.

Τεράστιες χώρες στο μήνα Σεπτέμβρη.

Ήλιοι που γνέφουνε σεμνά μέσα στις καρδιές μας.

 

 Είναι μια απέραντη σιωπή αυτοί οι λόφοι

 Κι ας σπέρνουν στους ορίζοντες οι άνεμοι το θρόισμά τους.

 Ας τινάζουν τα φτερά τους μικρά πετούμενα

 και νικιέται ο βαθύτερος θάνατος.

 Μέσα στις φοβερές αντάρες, στις αόρατες ομίχλες

 Στα χαμομήλια και τις παπαρούνες που ζυγώνουνε τα πατρικά μας.

 

Είναι μια απέραντη σιωπή:

το σοκάκι που πρώτο περπάτησες,

το κλαδί που έσπασες,

το πρώτο πουλί που σκότωσες,

κι ανέβηκες τους σιωπηλούς λόφους.

 

Πάνω στις ράχες αγνάντεψες τον υποσχόμενο κάμπο.

Δώρα σου στείλανε: την ψευτιά, το μίσος, την εκδίκηση.

Θες, μες στη σιωπή που διαρκεί ο χρόνος ενός ρόγχου

να τους τα επιστρέψεις

μα δώρα μουρμουράς και δεν μοιράζονται.

 

Κι είναι η ζωή ένα έλεος πρώτα σε σένα

κι ύστερα σαν να γελούσες, πίστεψες -σαν να γελούσες-

πως θα έσπαγε η απέραντη σιωπή

την ώρα που ράγισαν οι πλαγιές των ρημαγμένων λόφων

μα ολότελα, αφέθηκες στην κατάρα της.

 

Δημήτριος Γκόγκας

Ποιητής

 

Eπιλογή ποιήματος από το προσωπικό ιστολόγιο του δημιουργού

“Οι ποιητές που αγάπησα και άλλες μικρές και μεγάλες ιστορίες λόγου” (Ανθολόγιο Ποίησης)

http://dimitriosgogas.blogspot.com/

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Μάιος 2020

 

 

Ποίηση σε ποντιακή διάλεκτο

 

Ποίος εμαυρολόεσεν; Ποίος εμαυροείπεν;
«Κρωμέτες κατηβαίν’ ’ς σον Άδ’, τη Κωσταντά ο Δήμον!»
Κι εβόεσαν τα σύμπαντα κι η γη συνεταράεν,
κι ας σα συνεταράγματα ενοίεν τ’ Άδ’ η πόρτα
κι έρθεν το μαύρον το χαπάρ’ ’ς σον σκοτεινόν τον Άδην.

 ’Σ σον Άδ’ έσαν ταένυφοι και νέϊκα παλληκάρα,
’ς σον Άδ’ έσαν σουμαδεμέν’ κι έμορφα νυφαδόπα,
’ς σον Άδ’ καρδόπα θλιβερά και παραπονεμένα,
έκ’σαν ατο κι ελάγκεψαν κι εσκώθαν ’ς σο ποδάριν,
και ν’ έρθανε και ν’ έκοψαν τη Δήμονος τη στράταν.

 «Έπαρ’, Δήμο, την κεμεντζέν και σύρον το τοξάριν!
Πέει μας π’ έκατσες κι έφαες, που έπες κρεν νερόπον;
Σίνος χαράν τραγώδεσες; Τίναν επαρεξέγκες;
Κι αν έν’, Δήμο μ’, Καλομηνάς κι αν είν’ καλά ημέρας,
κι αν είναι τα παρχάρα ’μουν μάραντα φορτωμένα,
κι αν είναι τα ψηλά ραxά καταπρασινισμένα!»

 «Αν έρται ο Μάρτ’ς ο μάραντον κι Απρίλτς μανουσακέας,
αν έρται κι ο Καλομηνάς και τα καλά ημέρας,
εμείς ’κι παρχαρεύουμαι και ’ς σον παρχάρ’ ’κι πάμε!
Κι αν έν’ Δεκαπενταύγουστον κι αν έν’ τη Παναΐας
’ς σον Αεσέρ’ ’κι αχπάσκουμες, ’ς σην Σουμελάν ’κι πάμε!

’Κ’ έχουμε τα παρχάρα ’μουν και τ’ άγια μοναστήρα,
’κι έχουμε τα ψηλά ραxά και τα νερά τα κρύα!
Εφέκαμε τα μέρα ’μουν κι επήγαμ’ ’ς άλλα κόσμα
μακρά και πέραν θάλασσας ’ς σο πλαν τη Ρωμανίαν!»

 «Ντο λες, ντο λες, ναι Δήμο μου, ντο λες κι απολογάσαι;
Είδες τον Άδην σκοτεινόν, είδες τον Άδην μαύρον,
είδες τον τόπον ντο πατείς, χωρίς άθα και φύλλα,
είδες τον τόπον ντο δαβαίντς χωρίς κρύα νερόπα
κι εσάσεψες την απαντή σ’ και την απολοΐα σ’!»

«Παρακαλώ, παρακαλώ θεού παρακαλίαν!
Μ’ απλώνετεν την κεμεντζέν, τρομάζ’νε τα χερόπα μ’!
Μ’ απλώνετεν και το τοξάρ’ καίεται το καρδόπο μ’!
Μη λέτε με να τραγωδώ, γομούντανε τ’ ομμάτα μ’!
Εγώ λόγον ’κι εσάσεψα, μη λέτεν εκομπώθα.
Ντο είδαν τ’ ομματόπα μου ’μολόεσα και είπα!»

Τον λόγον ’κ’ ετελείωσεν και την απολοΐαν
και ν’ έρθαν κι εγομώθανε ’ς ση Δήμο μ’ το κιφάλιν
και ν’ έρθαν κι εμυρίστανε τη Δήμονος τα χέρα
και ντο τερούν; ’Κ’ εμύριζαν ατά μανουσακέαν!

 ’Σ σον Άδ’ να βάϊ, ’ς σον Άδ’ ν’ αϊλί, ’ς σον Άδ’ μαύρα λαλίας
κι ο Δήμον στέκ’ ασάλευτος κι ο Δήμον μαραιμένος!
’Κι σκών’ απάν’ τ’ ομμάτα του τα καταδακρωμένα,
’κι αποδιπλών’ τα γόνατα ’τ’, τα καταδιπλωμένα,
’κι αποσταυρών’ τα χέρα του, τα κατασταυρωμένα.

 

Ηλίας Τσιρκινίδης (1915-1999)

Ποιητής

 

Δημοσιεύτηκε στο μηνιαίο λαογραφικό περιοδικό Χρονικά του Πόντου,

τχ. 21-22, Αθήνα, Ιούνιος 1946, σελ. 526.

 

Πηγή κειμένου: pontos-news.gr

Πηγή φωτογραφίας: pinterest

 

Επί-Λόγου – Λεύκωμα –  Μάιος 2020

Ταξιδιωτικό αφήγημα

 

Κάποτε όταν ήμουν μικρός, είχε πέσει στα χέρια μου, δεν ξέρω πως, ένα τεράστιο λαϊκό βιβλίο, με τον τίτλον Τα απόκρυφα της Αλεξανδρείας  που του έλειπε η αρχή και το τέλος. Το είχα κρυμμένο σ’ ένα σεντούκι στην αποθήκη που ήταν κάτω απ’ το σπίτι μας, σε μια πληκτική επαρχιακή πόλη κι έπαιρνα κάθε τόσο από ένα φυλλάδιο για να το διαβάσω στα κλεφτά, πίσω από καμιά πόρτα, στο σχολείο την ώρα του μαθήματος, ή στον δρόμο όταν εγύριζα σπίτι μου.

Καμιά φορά, όταν έλειπαν όλοι κατέβαινα αθόρυβα στην αποθήκη που μύριζε πάντα υγρασία, και κει γύρω από πράγματα παλιά και λησμονημένα, εδιάβαζα το τεράστιο βιβλίο που μου φαινόταν πιο ωραίο απ’ ό,τι ήταν, γιατί διαβάζοντάς το είχα τη συναίσθηση και τον φόβο ότι έκανα κάτι τι απαγορευμένο…

Έλεγε, καθώς αμυδρά θυμάμαι, για μιαν πολιτεία μυστηριώδη, με υπόγειες στοές, γιομάτη ύποπτα σπίτια, για μια μαύρη ουσία που λεγόταν «χασίς» κι είχε παράξενες ιδιότητες και γι’ άλλα πολλά πράγματα, που τώρα τα ‘χω ξεχάσει…

Ήταν ένα βιβλίο, καθώς κατάλαβα έπειτα, κοινό, χωρίς καμιάν αξία, ένα βιβλίο απ’ αυτά που διαβάζουν τα κορίτσια του λαού, τ’ απογέματα κι οι παντρεμένες γυναίκες, όταν έχουν ανία… Όμως εμένα, ενός παιδιού δέκα χρονώ, έδωσε την εντύπωση του παράδοξου και του υπερφυσικού και η λέξη «Αλεξάνδρεια» έμεινε πάντα στο νου μου συνδυασμένη μ’ αυτό το βιβλίο…

Είδα την Αλεξάνδρεια μια καλοκαιρινή μέρα, σκεπασμένη από μιαν άχνην φωτός που έλεγες πως έβγαινε από εκείνην… Μου έδωσε από μακριά την εντύπωσιν μιας γυναίκας που εβαρέθηκεν ν’ ακούει εκμυστηρεύσεις και ξαπλωμένη καπνίζει όπιο και χασίς χωρίς να μεθάει..

                                                                            ******

Όταν πλευρίσαμε σ’ ένα μέρος του λιμανιού,  μαζεύτηκεν έξω απ’ το πλοίο άπειρος κόσμος. Σ’ ένα κιγκλίδωμα κλεισμένο, καμιά εικοσαριά αραπάδες εργάτες έμοιαζαν με ζώα φυλακισμένα. Όταν πρατιγάραμε όλο εκείνο το πλήθος, Ευρωπαίοι, μαύροι χρυσοντυμένοι υπάλληλοι ξενοδοχείων, εβραίοι πωλητάδες ξεχύθηκαν μέσα στο πλοίο.

Οι πουλητάδες πουλούσαν μέσα σε μικρές ψάθινες κόφες πορτοφόλια, τσιγάρα, μπανάνες, χουρμάδες, κομπολόγια, φωνάζοντας με μια φωνή ρυθμικήν και παζαρεύοντας ολόκληρες ώρες.

Σε λίγο δεν άκουες τίποτ’ άλλο από το ρυθμικό τραγούδι των αραπάδων που φόρτωναν κάρβουνο και ξεφόρτωναν εμπορεύματα:

Χεεεέλε χεεεέλε… Γιαααάλα χέλε… Χεεελέ χέλε γιά…

                                                                             ******

Η Αλεξάνδρεια είναι μια πολιτεία γιομάτη κίνηση και ζωή. Έχει θαυμασίους δρόμους, ωραίες πλατείες και κήπους. Επλανήθηκα ώρες πολλές στους δρόμους της, ζητώντας να βρω την Αλεξάνδρεια του βιβλίου που διάβασα και το απόκρυφό της μυστήριο. Επήγα στα μεγάλα της καφενεία, στα αριστοκρατικά της πανσιόν μα παντού συναντούσα «Ευρώπη».

Όταν εγύριζα κουρασμένος στο πλοίο  είπα την πίκρα μου σ’ έναν μαύρο καμαρότο, τον Άχμετ. Αυτός μού ‘πε δείχνοντας τ’ άσπρα του δόντια:

«Χαβάγκα… πάρε τον έκτο ντόκο και τράβηξε ίσια πάνω. Εκεί θα βρεις αυτό που γυρεύεις ή πήγαινε στην πλατεία Μουχαμετάλη, έμπα στην οδό Ελ Φαράχτα, μέτρησε πέντε στενά και στον πέμπτο αριστερά έμπα. Δεν έχεις να χάσεις».

                                                                              ******

Στη συνοικία που τη λένε «Κινένα», όταν πέσει το βράδυ γριές αραπίνες ξεδοντιασμένες, καθισμένες σταυροπόδι έξω από τις πόρτες τους φωνάζουνε με μια χοντρή βραχνιασμένη φωνή τούς διαβάτες.

Ιαάλε για χαβάγκα!… Ουάχατ σελλίν! Έσμα για χαβάγκα.

Απ’ τις ανοιχτές πόρτες διακρίνεις μέσα σε σκοτεινές τρώγλες ξαπλωμένες γυναίκες κάθε φυλής που καπνίζουν, μασάνε καπνό, φτύνουν και χαϊδεύουν τα δάκτυλα των ποδιών τους.

Στη συνοικία που λέγεται «Χαμομήλι» σε κάτι  αλατίες κρυφές, αράπηδες καθισμένοι πάνω σε λερά μαξιλάρια καπνίζουν χασίς ή τραβούν κοκαΐνη και μελαψές γυναίκες ολόγυμνες, κρατώντας το κεφάλι τους με τα χέρια χορεύουν. Άλλες τραγουδούν κάτι ξεψυχισμένα τραγούδια με την ίδια πάντοτε επωδό που σχίζουν τ’ αυτιά σου…

Στις γωνίες των σκοτεινών δρόμων στέκουνε γέροι ζητιάνοι και μικρά μισόγυμνα αραπάκια που σε τραβάν απ’ το ρούχο για να σε οδηγήσουνε κάπου… Όλα κει πάνω είναι σκοτεινά και μυστηριώδη…

Πηγαίνοντας στην Αλεξάνδρεια ήθελα να πραγματοποιήσω κι ένα παλιό όνειρό μου, που πολλές φορές με βασάνισε. Να γνωρίσω τον ποιητή που έχει συνδέσει το μυστήριό του με το μυστήριο της ηδονικής πόλεως, τον Κ.Π.Καβάφη. Πέρασα πολλές φορές από το σπίτι που μου είπαν πως κάθεται και τον οραματίστηκα σκυμμένον να γράφει στο σκοτεινό του δωμάτιο. Όμως δεν πήγα. Πρέπει ν’ αφήνει κανείς μιαν επιθυμία του ανεκπλήρωτη. Πρέπει κανείς να αφήνει κάτι τι να τον βασανίζει…

Όταν αισθανθείς ένα πράγμα βαθιά, δεν μπορείς ποτέ καλά να το εξωτερικεύσεις. Το μεγαλύτερο μέρος το κρατεί εγωιστικά ο εαυτός σου. Αν μπορούσα να γράψω ό,τι είδα στην Αλεξάνδρεια θα γέμιζα φύλλα και φύλλα. Το μόνο που μπορώ να πω είναι πως είναι μια πολιτεία που σα μια πεισματάρα γυναίκα κρατεί φυλαγμένο το εύκολο μυστικό της…

    Το βράδυ, όταν εφύγαμε, κοιτάζοντας την πολιτεία με τα πολύχρωμα φωτερά μάτια, που ελάμπανε, μου φάνηκε πως γνώρισα μέσα α’ αυτά τα γεμάτα μυστήριο μάτια της Βασίλισσας Κλεοπάτρας.

                                                                                                                             Φεβρουάριος 1932*

 Νίκος Καββαδίας (1910-1975)

Ποιητής

 Από το βιβλίο «Το Ημερολόγιο ενός τιμονιέρη»

Αθησαύριστα Πεζογραφήματα και Ποιήματα

Κεφάλαιο «Ταξειδιωτικαί Αναμνήσεις»

Επιμέλεια: GUY (MICHEL) SAUNIER

 Εκδόσεις ΑΓΡΑ

Δ΄Ανατύπωση – Αθήνα 2015

 

*Δημοσιεύτηκε στο δ΄φύλλο του Πειραϊκού Βήματος, στις 21 Φεβρουαρίου 1932

 

 

Επιλογή και μεταφορά κειμένου στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό Αρχείο Βιβλιοθήκης)

Επί-Λόγου – Λεύκωμα –  Μάιος 2020