“23,5 ΜΟΙΡΕΣ ΚΛΙΣΗ” του Μιχάλη Κ.Γριβέα

Διήγημα 

     «Στο διάολο, ψευτοκαπετάνιε της μπουνάτσας, μουζίκε του γλυκού νερού!» ξεστόμισα, με μια υπόκωφη βλαστήμια, αγανακτισμένος από τον καφέ που χύθηκε στο παντελόνι μου καθώς το παγοθραυστικό πήρε επικίνδυνη κλίση μονόπαντα.

     Φράση οργής μιας κι όλες οι οριζόντιες επιφάνειες, πάνω στον κόκκινο θαλασσινό εκπορθητή, είχαν καμπουριάσει τόσο χαμηλά όσο η ράχη μιας υπερεκατονταετούς γριάς. Στο σαλόνι του πλοίου μοναχά τα τραπεζάκια, που είχαν βάσεις πακτωμένες στο δάπεδο, στέκονταν στις θέσεις τους. Όλα τ’ άλλα: καρέκλες, ποτά, βαλίτσες είχαν κυλιστεί στη δεξιά πλευρά στριμωγμένα σχεδόν το ένα πάνω στο άλλο απο τη μεγάλη κλίση που είχε πάρει το σκάφος. Περιπλέαμε τα βόρεια παράλια της Σκαδνιναβικής Χερσονήσου και πασχίζαμε, σπάζοντας την παγωμένη επιφάνεια του Βόρειου Αρκτικού Ωκεανού, να φτάσουμε στο Μπόντο της Νορβηγίας, το οποίο ήταν ο προορισμός μας. Ξεκινήσαμε πριν λίγες μέρες από το Σβερόντβιγκ, το ρώσικο λιμάνι της υπερβόρειας περιφέρειας του Αρχάγγελσκ. Τώρα είχαμε περάσει μέσα στην Αρκτική Ζώνη πλησιάζοντας για τα καλά τον Πόλο. Φαίνεται, λοιπόν, ότι αυτός ο άξεστος «βαρκάρης» διάλεξε τούτη την ώρα για να δοκιμάσει τις αντοχές μας, γέρνοντας το παλιό σκαρί πάνω στον πάγο.

     Περνώντας το βλέμμα μου ανάμεσα στα δεξιά φινιστρίνια αντίκρισα έξω έναν πίδακα από ρινίδες θρυμματισμένου πάγου καθώς η γερμένη λαμαρίνα της κουπαστής έγδερνε, σαν κοφτερή λάμα, την κρυσταλλωμένη επιφάνεια της θάλασσας. Ύστερα κοιτώντας έξω απ’ τ’ αντίθετα παράθυρα, τα οποία είχαν ανασηκωθεί, η ματιά μου καρφώθηκκε στον πρασινωπό ουρανό που λαμπύριζε από το βόρειο σέλας. Τούτη η «απόκοσμη» φωταψία ήταν ο μέγιστος φωτισμός της φύσης γύρω μας, μιας και ο ήλιος δεν ανέτειλε ποτέ μέσα στο καταχείμωνο. Η παγωνιά των -25 και η απόλυτη άπνοια συμπλήρωναν το πάλλευκο τοπίο που μας περιέβαλλε.

     Διαπιστώνοντας πως κανένα καιρικό φαινόμενο δε διατάρασσε την παγωμένη μπουνάτσα, έτρεξα στην καμπίνα του καπετάνιου για να ζητήσω τον λόγο που τόσο αδικαιολόγητα κι ανεξήγητα είχε μπατάρει το παγοθραυστικό μας. Ω του θαύματος, όμως, μέχρι ν’ ανέβω τη σκάλα που οδηγούσε στο ανώτατο κατάστρωμα, το πλοίο είχε ξαναγίνει οριζόντιο! Μπαίνοντας στο πιλοτήριο κάρφωσα τα μάτια μου στο κλισίμετρο. Έδειχνε 23,5 κλίση αριστερά!

    «Σίγουρα το παλιοκρισίμετρό σου είναι σκουριασμένο όπως όλα σε τούτο το σαπιοκάραβο!» είπα απειλητικά στον καπετάνιο.

    «Γιατί το λες αυτό;» μου αντέτεινε εκείνος.

    «Γιατί τώρα που ίσιωσες το σκάφος το όργανο δείχνει είκοσι τόσες μοίρες κλίση…».

     Ο καπετάνιος, με πατρικό ύφος, μου είπε:

    «Αντίθετα, αγαπητέ μου, το όργανο είναι σωστό και η ένδειξή του ακριβής. Γιατί, με σκοπό να επανέλθουν στην οριζόντια θέση τα επίπεδα των καταστρωμάτων, έχω δώσει ανάποδη κλίση στο πλοίο».

     «Δηλαδή προηγουμένως, όταν μπατάραμε, το όργανο έδειχνε μηδενική κλίση;» τον ρώτησα απορημένος.

      Αυτός, αφού χάιδεψε την παχιά λευκή γενειάδα του, μου απάντησε:

     «Πρέπει να ξέρεις ότι η αιτία που έχουμε τέσσερις εποχές είναι ότι ο άξονας του πλανήτη μας, δύο φορές τον χρόνο, παίρνει κλίση. Λόγω αυτού του σκυψίματος της Γης έχουμε – εδώ στο βόρειο ημισφαίριο – αυτούς τους μήνες χειμώνα. Το κλισίμετρο, λοιπόν, φυσικά και έδειχνε μηδέν όταν εσύ αισθανόσουν κλίση… Γιατί, φίλε μου, προηγουμένως δεν έγερνε το πλοίο, αλλά η ίδια η Γη…!»

 

Μιχάλης Κ. Γριβέας

Συγγραφέας

Το ανωτέρω διήγημα βραβεύτηκε στον 2ο διαγωνισμό σύντομου διηγήματος με θέμα

«Χειμώνας των eyelands» και των Εκδόσεων «Παράξενες Μέρες»

και περιλαμβάνεται στο βιβλίο διηγημάτων του συγγραφέα

με τίτλο «Ανελκύστε τη Σελήνη»

Εκδόσεις Ιωλκός

Αθήνα 2019

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Μάιος 2020