ΔΙΗΓΗΜΑ  

    Βέβαια, η τύχη της το είχε, κοντά εις όλα τ’ άλλα βάσανά της, να ευρεθή και στο σπίτι της αυτό, όπου εκατοικούσε, εις μέρος τόσον παράμερον, και τόσον ξανοιχτόν συνάμα· σιμά εις τον αιγιαλόν, κατέναντι εις μικράν πλατείαν, και ανάμεσα εις δύο εργαστήρια, το εν σιδηρουργείον, το άλλο βαρελάδικον. Διότι όλα αυτά τα διάφορα μέρη ήσαν ως κυψέλαι, ως σφηκοφωλεαί, όπου εμαζώνοντο καθημερινώς όλες “ο ι    κ λ ή ρ ε ς” της γειτονιάς και του χωρίου, κι’ εθορυβούσαν, κι’ εχαλνούσαν τον κόσμον.

     Νέα όταν ήτον η Μαχώ, εν όσω είχε ακόμα ελπίδα, ν’ αποκτήση κι’ αυτή τέκνον, εσυνήθιζε ν’ αγαπά ό,τι σήμερον ωνόμαζε “κλήρες”, τα παιδιά του κόσμου. Αλλ΄αφού είχε κάμει τόσα ταξίματα και μετεχειρίσθη ψευτογιατρικά, κι’ επήγε δύο τρεις φορές στα “Θέρμα”, και η στείρωσίς της δεν εθεραπεύθη, και δεν ημπόρεσε να καρπογονήση – τώρα, τελευταίον, εξενιτεύθη και ο σύζυγός της, κι’ αυτή πλέον ήρχισε να γηράζη – δεν ημπορούσε πλέον να υποφέρη τα μικρά παιδία· καθίσταντο λίαν οχληρά!

     Διότι, ο γιαλός είχε βάρκες, και μέσα στις βάρκες επηδούσαν οι κ λ ή ρ ε ς, κι’ εφώναζαν, και ατακτούσαν· αν ήτον καλοκαίρι, πρωϊ, βράδυ, μεσημέρι, δεν έπαυαν να κολυμβούν κι’ εβουλιούσαν τις βάρκες, κι’ έκαναν διαβολεμένο θόρυβον· και η μικρά πλατεία είχε δέντρα, κι’ επάνω στα δέντρα ανερριχώντο οι κλήρες, κι’ έτρωγαν μισοάγουρα τα μούρα και τα ζίζυφα, κι’ εκυνηγούσαν τα πουλιά, κι’ έσπαζαν τα κλωνάρια· και κανέν απ’ αυτά δεν έπιπτε ποτέ κάτω να μισερωθή, δια να πάρουν φόβον τ’ άλλα. Και από το εν εργαστήριον ο βαρελάς ήτον άνθρωπος μαλακός κι’ επέτρεπεν εις τις κλήρες να κυλούν τα βαρέλια, να του χαλούν τα στεφάνια, να κάμουν ώρες-ώρες τρομερόν βόμβον εις την γειτονιάν. Και όσον δια τους δύο αδελφούς γύφτους του άλλου εργαστηρίου, ο μάστρο-Γιάννης, όσον και αν τα εμάλωνε, δεν ημπορούσε να τα περιορίση· και ο Γιάλα-Ντρίτσας επικαλούμενος, ο άλλος αδελφός, ήτον πάντοτε σχεδόν μεθυσμένος κι’ οι μάγκες είχαν εύρει με αυτόν καλή διασκέδασιν. Εκτυπούσαν κι’ έσπαζαν τους φυσητήρες, έκλεπταν τεμάχια σιδήρων, του ήρπαζαν τις βρεχτούρες, και τον εκυνηγούσαν με αλλαλαγμούς και φωνές.

– Γιάλα-Ντρίτσα! Γιάλα-Ντρίτσα!

     Δίπλα εις το σπίτι της θειάς Μαχώς, εκατοικούσε η Αφροδώ, με τον άντρα της και τα παιδιά της. Η Αφροδώ είχε – πώς τα μοιράζει ο Θεός! – οκτώ παιδιά, όλο κορίτσια! Εν μόνο αγόρι είχε κάμει, και ως δια να διορθωθή το πανόραμα της φύσεως, της το είχε πάρει ο χάρος. Κάποια εχθρά της στρίγκλα, τις οίδε ποία, της είχε ρίξει τα κορίτσια επάνω στον γάμον της, όταν ανεγινώσκετο ο Αρραβών. Δεν είχαν λάβει πρόνοιαν οι δικοί της, να της βάλουν το Τετραβάγγελον εις τον κόρφον της. Άλλως, ο πενθερός της, έλεγαν, ότι εδιάβαζε τον Σολομωνικήν, και ίσως εκείνη η αμαρτία να είχε φθάσει…

    Είχεν οκτώ κορίτσια, όλα ως αραπάκια, το εν μελανώτερον του άλλου. Αλλ’ όταν έφθαναν το εν μετά το άλλο, και πολύ σύντομα, εις την ήβην, όλα εξάσπριζαν, ωμόρφαιναν, εγίνοντο αγνώριστα… Αυτά κατορθώνει η δημιουργός μήτηρ, η φύσις!

    Η θειά Μαχώ, “σαν ψέμματα, σαν αλήθεια”, της είχε ζητήσει να της δώση εν των κορασίων της, να το υιοθετήση. Η Αφροδώ, με όλας τα ανάγκας της (ο σύζυγός της, χωρικός, είχεν μικράν τινα κτηματικήν περιουσίαν), αδιστάκτως ηρνήθη!…

    Μίαν χρονιάν, όταν ήλθεν η Μεγάλη Εβδομάς, από την Τετάρτην εσπέρας, καθώς διεκόπησαν τα μαθήματα του δημοτικού σχολείου, όλες οι “πανούκλες” του χωριού, του σχολείου, και του δρόμου, είχαν κολλήσει γύρω, εις την μικράν πλατείαν και εις το σιδηρουργείον, κι’ έκαμνον δαιμονικόν θόρυβον. Απαιτούσαν από τον Γιάλα-Δρίτσαν να τους δώση μεγάλα καρφιά, “τζαβόττες”, δια να καίουν τα καψύλια των. Άλλοι εζητούσαν επιτακτικώς να τους κατασκευάση μικρά “κανονάκια”. Έψαλλον τον στίχον του άσματος:

 Χαλκιά, χαλκιά, φτιάσ’ μας καρφιά,

φτιάσ’ μας πειρούνια τρία

ο σκύλος ο παράνομος…

    Η βρεχτούρα έπαιζε μέγα μέρος εις όλην αυτήν την διαμάχην και την στιχομυθίαν. Την μίαν την είχαν κλέψει οι μάγκες, και την έβρεχαν με θαλάσσιον νερόν, ο Γιάλα – Δρίτσας τούς εφοβέριζε με την άλλην.

    Εις επίμετρον, ο νέος δήμαρχος, όστις είχε εκλεχθή το έτος εκείνο, θέλων να νεωτερίση και να μιμηθή ό,τι γίνεται εις τας πόλεις είχε διατάξει να κατασκευασθή εξέδρα επί της μικράς πλατείας, δια να ψαλή η Ανάστασις. Ο ναός απείχε περί τα διακόσια βήματα. Επάνω εις τους δοκούς και εις τα ξύλα και τα σκελετά εκείνα, εκόλλησαν όλες οι “κλήρες” και δεν εξεκολλούσαν. Περισσότερον θόρυβον έκαμνον αυτοί παρά όσην δουλειά οι μαστόροι, από το πρωί ως το βράδυ· ωμοίαζον με μυίγες, οπού είχαν πέσει επάνω εις κολλητικόν γλυκύ στρώμα. Παν νεοφανές πράγμα ήτο δι’ αυτούς ανέκφραστος αγαλλίασις.

    Η πτωχή η “Άκληρη”, δεν ετόλμα πλέον ν’ ανοίξη παράθυρον, να τους επιπλήξη. Είχε διδαχθή εκ πικράς πείρας, ότι το “να τους μαλώνη” τις ήτο δι’ αυτούς μεγάλη διασκέδασις· και άλλο καλλίτερο δεν εζητούσαν, ειμή να εύρουν πλάσμα τι, να κάμνη το σοβαρόν, δια να τον πάρουν “στο μεζέ”. Προ πολλού καιρού ήδη είχε λάβει τα μέτρα της, να μην παραπονήται ποτέ, αλλά να υποφέρη εν άκρα υπομονή. Το οποίον είναι σπανία φρόνησις, και δι’ άνδρα ακόμη.

    Τέλος ήλθεν η νύκτα του Μεγάλου Σαββάτου. Τα μεσάνυκτα εψάλη η Ανάστασις, επί της εξέδρας, κατά τα σχέδια του νέου δημάρχου. Όλος ο κόσμος εστάθη γύρω εις την εξέδραν, οι γυναίκες ολίγον παραπίσω. Η θεία Μαχώ, μαζύ με άλλας δύο ή τρεις, χήρας ή γραίας, εστάθησαν έξω της γυναικείας θύρας του ναού, κι’ εθεώντο μακρόθεν.

   Γυναίκες τινες εγόγγυσαν, ότι δεν ήκουον ή ότι δεν έβλεπον καλά τα εν τη εξέδρα. Εσυμπέραναν μόνον ότι εψάλλετο το “Χριστός ανέστη” από τας σταυροειδείς ανακινήσεις των λαμπάδων, και από τα ολίγα τρουμπόνια που έπεσαν.

    Πλησίον εις τον όμιλον των χηρών και των γεροντισσών ήλθεν εν δεκαετές παιδίον, το οποίον δεν εφαίνετο ευχαριστημένον. Ήτο μακρυνός ανεψιός της Μαχώς. Μία εκ του ομίλου ήτο η μητέρα του. Ήτο το μόνον παιδίον, το οποίον ήτο κάπως συμπαθές εις την “άκληρη”.

– Ιπέρσ’ ήταν καλά, θειά Μαχώ, είπεν αποτείνας τον λόγον προς την θείαν του.

 “Ιπέρσι”, καθώς ενθυμείτο η Μαχώ, έβρεχε, και η Ανάστασις δεν είχε ψαλή εις τον ύπαιθρον. Αλλ’ ίσως ο μικρός ενθυμείτο εν πυροτέχνημα το οποίον εκάη από παραθύρου γειτονικής οικίας.

– Τάχα θα ζήσουμε και του χρόνου, παιδάκι μ’ ; είπεν η Μαχώ.

     Το παιδίον, απογοητευμένον ήδη, είχεν αρχίσει να χάνη το ιδανικόν του, κι’ ελυπείτο το παρελθόν.

     Η γραία ανησύχει δια το μέλλον.

 

Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα “Ακρόπολις”, 17 Απριλίου 1905

 ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ (1851-1911)-Από το Ανθολόγιο Διηγημάτων

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ-

ΕΠΙΛΟΓΗ ΙΙΙ – ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

                                                     2η Έκδοση-Εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ- ΑΘΗΝΑ, 2011

 

Πηγή φωτογραφίας στην αρχή του κειμένου: ebooks4greeks.gr

 

 

 

Επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό Αρχείο Βιβλιοθήκης)

  

Επί-Λόγου – Λεύκωμα – Απρίλιος 2021

 

 

 

Στη Μαρώ

 

Κάποτε συλλογίζομαι πως τούτα εδώ που γράφω

δεν είναι άλλο παρά εικόνες που κεντούν στο δέρμα

τους φυλακισμένοι ή πελαγίσιοι.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

 

Τρουμπέτες, τραμ, βορβορυγμοί, τρίξιμο φρένων

χλωροφορμίζουν το μυαλό του όπως μετράς

όσο βαστάς κι έπειτα χάνεσαι

στη νάρκη και στο έλεος του χειρούργου.

 

Στους δρόμους περπατά με προσοχή, να μη γλιστρήσει

στις πεπονόφλουδες που ρίχνουν αδιαφόρετοι αραπάδες

ή πρόσφυγες πολιτικάντηδες και το σινάφι,

παραμονεύοντας: θα τηνε πατήσει; – δε θα την πατήσει;

Όπως μαδάς μια μαργαρίτα·

  προχωρεί

κουνώντας μιαν υπέρογκη αρμαθιά ανωφέλευτων κλειδιών·

το στεγνό γαλάζιο μνημονεύει

ρεκλάμες ξεβαμμένες της Ελληνικής Ακτοπλοΐας,

παράθυρα μανταλωμένα πάνω σε πρόσωπα ακριβά,

ή λίγο καθαρό νερό στη ρίζα ενός πλατάνου.

 

Προχωρεί πηγαίνοντας στη δουλειά του καθώς

χίλια λιμάρικα σκυλιά του κουρελιάζουν τα μπατζάκια

και τον γυμνώνουν.

Προχωρεί, παραπατώντας, δαχτυλοδειχτούμενος,

κι ένας πηχτός αγέρας φέρνει γύρα

σκουπίδια, καβαλίνα, μπόχα και καταλαλιά.

 

Κάιρο, Σάρια Εμάντ ελ Ντιν, 24 Ιουνίου ’43

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ (1900-1971)

 Από την Ποιητική Συλλογή “ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ, Β΄”

 

Ποιητική Ανθολογία “ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ-ΠΟΙΗΜΑΤΑ”

ΕΙΚΟΣΤΗ ΤΡΙΤΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΙΚΑΡΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

ΑΘΗΝΑ, 2012

 

 

Επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό Αρχείο Βιβλιοθήκης)

  

Επί-Λόγου – Λεύκωμα – Απρίλιος 2021

 

 

 

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π.ΚΑΒΑΦΗΣ (29/4/1863-29/4/1933)

 

ΤΕΙΧΗ

 Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ

μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

 

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.

Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

 

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.

Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

 

Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.

Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω. (1896)

 ~~~~~~~~

 ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ

 Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος

σκυμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος·

με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.

 

Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια

σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια

που είχε και δύναμι, και λόγο, κ’ εμορφιά.

 

Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.

Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει

σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.

 

Και συλλογιέται η Φρόνησις πως τον εγέλα·

και πως την εμπιστεύονταν πάντα – τι τρέλλα! –

την ψεύτρα που έλεγε: “Αύριο. Έχεις πολύν καιρό”.

 

Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση

χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι

κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.

 

…Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται

ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται

στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι. (1897)

~~~~~~~~~~~~~~~~

ΔΕΗΣΙΣ

Η θάλασσα στα βάθη της πηρ’ έναν ναύτη. –

Η μάνα του, ανήξερη, πιαίνει κι ανάφτει

 

στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί

για να επιστρέψει γρήγορα και ναν’ καλοί καιροί –

 

και όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί.

Αλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,

 

η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,

ξεύροντας πως δεν θάλθει πια ο υιός που περιμένει. (1898)

~~~~~~~~~~~~~~~~

ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ

Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ

μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ

για νάβρω τα παράθυρα. – Όταν ανοίξει

ένα παράθυρο θάναι παρηγορία. –

Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ

να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.

Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.

Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει. (1903)

~~~~~~~~~~~~~~~~

 ΜΟΝΟΤΟΝΙΑ

 Την μια μονότονην ημέραν άλλη

μονότονη, απαράλλαχτη ακολουθεί. Θα γίνουν

τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι –

ή όμοιες στιγμές μάς βρίσκουνε και μας αφίνουν.

 

Μήνας περνά και φέρνει άλλον μήνα.

Αυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει·

είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα.

Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει. (1908)

 ~~~~~~~~~~~~~~~~~

 ΕΠΗΓΑ

 Δεν εδεσμεύθηκα. Τελείως αφέθηκα κ’ επήγα.

Στες απολαύσεις, που μισό πραγματικές,

μισό γυρνάμενες μες στο μυαλό μου ήσαν,

επήγα μες στην φωτισμένη νύχτα.

Κ’ ήπια από δυνατά κρασιά, καθώς

που πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής. (1912)

 ~~~~~~~~~~~~~~~~

 ΓΙΑ ΝΑΡΘΟΥΝ

 Ένα κερί αρκεί. Το φως του το αμυδρό

αρμόζει πιο καλά, θάναι πιο συμπαθές

σαν έρθουν της Αγάπης, σαν έρθουν η Σκιές.

 

Ένα κερί αρκεί. Η κάμαρη απόψι

μα μην έχει φως πολύ. Μέσα στην ρέμβην όλως

και την υποβολή, και με το λίγο φως –

μέσα στην ρέμβην έτσι θα οραματισθώ

για νάρθουν της Αγάπης, για νάρθουν η Σκιές. (1920)

 ~~~~~~~~~~~~~~~~

 ΕΙΣ ΤΑ ΠΕΡΙΧΩΡΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ

 Σαστίσαμε στην Αντιόχειαν όταν μάθαμε

τα νέα καμώματα του Ιουλιανού.

 

Ο Απόλλων εξηγήθηκε με λόγου του, στην Δάφνη!

Χρησμό δεν ήθελε να δόσει (σκοτισθήκαμε!),

σκοπό δεν τόχε να μιλήσει μαντικώς, αν πρώτα

δεν καθαρίζονταν το εν Δάφνη τέμενός του.

Τον ενοχλούσαν, δήλωσεν, οι γειτονεύοντες νεκροί.

 

Στη Δάφνη βρίσκονταν τάφοι πολλοί. –

Ένας απ’ τους εκεί ενταφιαμένους

ήταν ο θαυμαστός, της εκκλησίας μας δόξα,

ο άγιος, ο καλλίνικος μάρτυς Βαβύλας.

 

Αυτόν αινίττονταν, αυτόν φοβούνταν ο ψευτοθεός.

Όσο τον ένοιωθε κοντά δεν κόταε

να βγάλει τους χρησμούς του· τσιμουδιά.

(Τους τρέμουνε τους μάρτυράς μας οι ψευτοθεοί).

 

Ανασκουμπώθηκεν ο ανόσιος Ιουλιανός,

νεύριασε και ξεφώνισε: Σηκώστε, μεταφέρτε τον,

βγάλτε τον τούτον τον Βαβύλα αμέσως.

Ακούς εκεί; Ο Απόλλων ενοχλείται.

Σηκώστε τον, αρπάξτε τον ευθύς.

Ξεθάψτε τον, πάρτε τον όπου θέτε.

Βγάλτε τον, διώξτε τον. Παίζουμε τώρα;

Ο Απόλλων είπε να καθαρισθεί το τέμενος.

 

Το πήραμε, το πήγαμε το άγιο λείψανον αλλού.

Το πήραμε, το πήγαμε εν αγάπη κ’ εν τιμή.

 

Κι ωραία τοόντι πρόκοψε το τέμενος.

Δεν άργησε καθόλου, και φωτιά

μεγάλη κόρωσε: μια φοβερή φωτιά:

και κάηκε και το τέμενος κι ο Απόλλων.

 

Στάχτη το είδωλο· για σάρωμα, με τα σκουπίδια.

 

Έσκασε ο Ιουλιανός και διέδοσε –

τι άλλο θα έκαμνε – πως η φωτιά ήταν βαλτή

από τους Χριστιανούς εμάς. Ας πάει να λέει.

Δεν αποδείχθηκε· ας πάει να λέει.

Το ουσιώδες είναι που έσκασε. (1933)

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π.ΚΑΒΑΦΗΣ (1863-1933)

 

Από τα ανθολογούμενα ποιήματα “ΚΑΒΑΦΗΣ-ΑΠΑΝΤΑ”

ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1896-1933 – Τόμος Β΄)

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΝΤΑΖΗ ΦΥΚΙΡΗ

ΑΘΗΝΑ, 1982

 

 

 

Επιλογή ποιημάτων και μεταφορά στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό Αρχείο Βιβλιοθήκης)

 

 

Επί-Λόγου – Λεύκωμα – Αφιερώματα – Απρίλιος 2021

 

 

 

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

“Μ’ απάντησες στο δρόμο σου, Ποιητή.

Ήμουν το πρωτολούλουδο του Απρίλη.

Η δίψα της αγάπης που ζητεί

σου φλόγιζε τη σκέψη και τα χείλη”

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ (1902-1930)

 

 ΓΙΑΤΙ Μ’ ΑΓΑΠΗΣΕΣ

 Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες

στα περασμένα χρόνια.

Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού, προμάντεμα

και σε βροχή, σε χιόνια,

δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

 

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου

μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,

μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο

κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,

μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

 

Μόνο γιατί στα μάτια σου με κύτταξαν

με την ψυχή στο βλέμμα,

περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο

της ύπαρξής μου στέμμα,

μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.

 

Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες

και στη ματιά σου να περνάη

είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο

να παίζη, να πονάη,

μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες,

 

Γιατί διστακτικά σα να με φώναξες

και μου άπλωσες τα χέρια

κ’ είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα

-μια αγάπη πλέρια,

γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες,

 

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε

γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.

Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,

σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.

 

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,

γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.

Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη

μένα η ζωή πληρώθη.

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.

 

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου

μού χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.

Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου

μού γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,

μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

 

Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες

έζησα, να πληθαίνω

τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες

κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω

μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.

Από την ποιητική συλλογή “ΟΙ ΤΡΙΛΛΙΕΣ ΠΟΥ ΣΒΗΝΟΥΝ” (1928)

 ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

ΗΧΩ ΣΤΟ ΧΑΟΣ (Απόσπασμα)

 ****

Χθες η βραδιά ήταν άγγιγμα

στου Απρίλη την καρδιά, πούχε μαντέψει

γλυκά το μυστικό.

Ήταν μια ωραία σκέψη,

ήταν ερωτικό

βλέμμα που διαπερνά και μαγνητίζει.

 

Πως ήμουν έτσι ανάρμοστα

βαλμένη εγώ στην πλάση σα ριγμένη.

Να μου μιλή ένας νέος μ’ έρωτα

και το Φεγγάρι ν’ ανεβαίνη

απ’ τάδυτα κι’ απ’ ταφανέρωτα,

πως μπόρειε το μηδέν να με κερδίζη!

****

Τι θέλει τούτη η Άνοιξη …

Σαλεύουν

αόρατα, πανάλαφρα

των δέντρων τα κλαδιά.

Τι θέλει η μυρωδιά

που μας χτυπά απαλότατα

με αμυγδαλιάς ανθόκλωνο

την καρδιά…

 

(Μια νέα περνά ζυγίζοντας

στα δάχτυλα

ένα κορμί, φτερό.

Κι’ όπως σιεί ρυθμικά

μια κατάλευκη ομπρέλλα,

είναι πουλί.

 

Ένας νέος αράθυμος

συλλογιέται γλυκά,

σα να πέρασε πλάι του

πεταλούδα μυρόβολη

το φιλί).

 

(Τρέμει κάτι το αδύναμο

κι’ όλο μένει

σαν κουτσό… κοντοφτέρουγο…)

Λυπημένη

τη ματιά μας ρουφά

το ανοιξιάτικο απόγευμα

και χλωμαίνει.

Ξαφνικά, κάποιο σκίρτημα

στη γαλήνη

και σα λυγμός παράφορος.

Ένα πιάνο ξεσπά

το δικό μας ενάντιωμα

με κλειστό στόμα.

 

Τι θέλει πάλιν η Άνοιξη…

Τι να μας φέρει ακόμα… (1929)

 ~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΣΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΜΙΑΣ ΝΥΧΤΕΡΙΝΗΣ ΚΙΘΑΡΑΣ

 Ο Απρίλης κ’ η Σελήνη μέσα στο άλσος

σμίξαν. Το μεσονύχτι μεθυσμένοι

περάσαν μ’ ευθυμία.

Και τώρα στη γαλήνη είνε απλωμένη

ρεμβαστική ματιά, η μελαγχολία.

 

Δυο δέντρα αναπολούνε

μια νύχτα καταιγίδας, που οι κορφές τους

ερωτικά μπλεχτήκαν

και στην ανάμνησή τυος ξεπετιέται

λυγμός από χορδές που δονήθηκαν.

 

  _ Στον ύπνο σου κόρη γλυκειά…

 

Εν’ ανοιχτό παράθυρο

στο αγιόκλημα πνιγμένο

κ’ η κόρη κρίνο, με το φως

του φεγγαριού ντυμένο.

 

  _ Του τραγουδιού μου η φωνή…

 

Κι’ αγγίζει στον αμύριστο

κάλυκα της καρδιάς της

σαν όνειρον αθώας χαράς

ο πρώτος έρωτάς της.

 

Και λίγο λίγο σκοτεινιάζει το άλσος.

Στο κυπαρίσσι στάθηκε η Σελήνη

βαθιά συλλογισμένη.

Ο Απρίλης πια βαρέθηκε να δίνη

φιλιά. Φεύγει κ’ η Νύχτα κουρασμένη.

Όλα σιγήσαν μόνο για να μείνη

το φλογερό παράπονο:

 

  _ Γιατί μ’ έχεις σ’ αιώνια τυράννια…

 

το κλάμα της κιθάρας που ανεβαίνει

προς τη χλωμή Σελήνη, προς τα ουράνια…

 Από την ποιητική συλλογή “ΗΧΟ ΣΤΟ ΧΑΟΣ” (1929)

 ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

 Μ’ απάντησες στο δρόμο σου, Ποιητή.

Ήμουν το πρωτολούλουδο του Απρίλη.

Η δίψα της αγάπης που ζητεί

σου φλόγιζε τη σκέψη και τα χείλη.

 

Ήμουν το πρωτολούλουδο. Κλειστή

τότε η πηγή των στοχασμών μου, εμίλει

μόνο η καρδιά μου αθώα και λατρευτή,

όταν το πρώτο βλέμμα μού είχες στείλει.

 

Με τον καιρό, τον πόθο σου σ’ εμέ

να φανερώσης σίμωσες. Ωιμέ,

είμασταν μιας γενιάς παιδιά. Η καρδιά μας

 

Αγάπαε με το πάθος που ζητά

να πάρη, το αισθανθήκαμε φριχτά

και πήραμεν αλλούθε τη ματιά μας.

 Ανέκδοτη συλλογή (1923)

 

Από το Ανθολόγιο “ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ – ΟΛΑ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ”

“ΜΙΛΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΣΟΥ”

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΙ ΚΑΙΡΟΙ

ΑΘΗΝΑ 1998

~~~~~~~~~~~~~~

 

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Απρίλιος 2021

 

 

Ημερομηνία/Ώρα
06/05/2021
20:30 – 21:30

Με τη σειρά  συναυλιών Φιλελληνικής Μουσικής αποτίουμε φόρο τιμής στους Φιλέλληνες που υποστήριξαν με την πρωτοβουλία και τη δράση τους το μαχητικό πνεύμα της  Επανάστασης  και κράτησαν με το έργο τους, καθόλη την διάρκειά της,  το ενδιαφέρον της Ευρώπης για τον Ελληνικό Αγώνα αμείωτο.

Στην πρώτη συναυλία παρουσιάζονται έργα γραμμένα για φωνή και πιάνο σε γαλλική γλώσσα από Φιλέλληνες συνθέτες άνδρες και γυναίκες, που παρουσιάζονταν στα παρισινά σαλόνια  με πρωτοβουλία κυρίως γυναικών της  αστικής τάξης, αλλά και της αριστοκρατίας, ως έρανοι για να στηρίξουν οικονομικά και ηθικά την Ελληνική Επανάσταση:

Ο Κλέφτης, η Χήρα του Μπότσαρη, Οι αποχαιρετισμοί εικόνες-σύμβολα της Επανάστασης αλλά και της καθημερινής πραγματικότητας εκείνης της εποχής ζωντανεύουν μέσα από τις συνθέσεις των Allut, Päer, Jadin, Kuhn κ.α.

 

Φανή Αντωνέλου σοπράνο

Κάτια Πάσχου σοπράνο

Τάσης Χριστογιαννόπουλος βαρύτονος

Μαρία Παπαπετροπούλου πιάνο

 

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ:

Le réveil des Grecs, Albert Guillion

Le Klephte, Edmond Dédé

Le Grec et son fils, Ch. Maire de Weber

Les adieux du Klephte Mlle Mélanie Allut

Le dernier cri des Grecs, Ferdinand Sor

Cyrénaïque, Mlle Flavi Parodi

Le jeune Spartiate aux Thermopyles, Charles Chaulieu

Une veuve Greque au berceau de son fils, Ferdinando Päer

La veuve du Grec Botsaris à l‘ Autel de Marie, Louis Jadin

Mères endormez vos enfants, Chant de Missolonghi, Giovanni Pacini

Les derniers adieux, F. de Flotow

L’ écho de Navarin, Georges Kuhn

Πέμπτη 6 Μαΐου 2021

Ώρα: 20.30

Η συναυλία θα προβληθεί δωρεάν μέσω facebook live streaming (@thf.gr).

Πηγή: https://thf.gr/el/events/filelliniki-moysiki-o-mperlioz-kai-i-epanastasi-gallikos-filellinismos/

 

Επί-Λόγου – Εκδηλώσεις – Aπρίλιος 2021

Μ. ΔΕΥΤΕΡΑ

ΚΑΤΑΚΟΠΟΣ από τις ουράνιες περιπέτειες, έπεσα τις πρωινές ώρες να κοιμηθώ.

Στο τζάμι, με κοίταζε η παλαιά Σελήνη, φορώντας την προσωπίδα του Ήλιου.

 

Μ. ΤΡΙΤΗ

ΜΟΛΙΣ ΣΗΜΕΡΑ βρήκα το θάρρος και ξεσκέπασα το κηπάκι σαν φέρετρο.

Με πήραν κατάμουτρα οι μυρωδιές, λεμόνι, γαρίφαλο.

Ύστερα παραμέρισα τα χρόνια, τα φρέσκα πέταλα και να: η μητέρα μου, μ’ ένα μεγάλο

άσπρο καπέλο και το παλιό χρυσό ρολόι της κρεμασμένο στο στήθος.

Θλιμμένη και προσεκτική. Πρόσεχε κάτι ακριβώς πίσω από μένα.

Δεν πρόφτασα να γυρίσω να δω γιατί λιποθύμησα.

 

Μ. ΤΕΤΑΡΤΗ

ΟΛΟΕΝΑ ΟΙ ΚΑΚΤΟΙ ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΝ κι ολοένα οι άνθρωποι ονειρεύονται σα να ’ταν αιώνιοι. 

Όμως το μέσα μέρος του Ύπνου έχει όλο φαγωθεί και μπορείς τώρα να ξεχωρίσεις καθαρά τι

σημαίνει κείνος ο μαύρος όγκος που σαλεύει

Ο λίγες μέρες πριν ακόμη μόλις αναστεναγμός

Και τώρα μαύρος αιώνας.

 

Μ. ΠΕΜΠΤΗ

ΜΕΡΑ ΤΡΕΜΑΜΕΝΗ όμορφη σαν νεκροταφείο

με κατεβασιές ψυχρού ουρανού

Γονατιστή Παναγία κι αραχνιασμένη

Τα χωμάτινα πόδια μου άλλοτε

(Πολύ νέος ή και ανόητα όμορφος θα πρέπει να ήμουν)

Οι και δύο και τρεις ψυχές που δύανε

Γέμιζαν τα τζάμια ηλιοβασίλεμα.

 

Μ. ΠΕΜΠΤΗ, β

ΣΩΣΤΟΣ ΘΕΟΣ. Όμως κι αυτός έπινε το φαρμάκι του

γουλιά γουλιά καθώς του είχε ταχθεί

έως ότου ακούστηκε η μεγάλη έκρηξη.

Χάθηκαν τα βουνά. Και τότε αλήθεια φάνηκε

πίσω από το πελώριο πηγούνι ο κύλικας

Κι αργότερα οι νεκροί μες στους ατμούς, εκτάδην.

 

Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

ΣΑΝ ΝΑ ΜΟΝΟΛΟΓΩ, σωπαίνω.

Ίσως και να ’μαι σε κατάσταση βοτάνου ακόμη

φαρμακευτικού ή φιδιού μιας κρύας Παρασκευής

Ή μπορεί και ζώου από κείνα τα ιερά

με τ’ αυτί το μεγάλο γεμάτο ήχους βαρείς

και θόρυβο μεταλλικό από θυμιατήρια.

 

Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, β 

Αντίς για Όνειρο

 

ΠΕΝΘΙΜΟΣ ΠΡΑΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ μες στο λιβάνι

αναθρώσκουν παλαιές Μητέρες ορθές σαν κηροπήγια

τυφεκιοφόροι νεοσύλλεκτοι σε ανάπαυση

μικρά σκάμματα ορθογώνια, ραντιστήρια, νάρκισσοι.

Σαν να ’μαι, λέει, ο θάνατος ο ίδιος αλλ’

ακόμη νέος αγένειος που μόλις ξεκινά

κι ακούει πρώτη φορά μέσα στο θάμβος των κεριών

το «δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν».

 

Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ

ΠΕΡΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΗ ΧΘΕΣΙΝΗ αϋπνία μου

λίγο, για μια στιγμή, μου χαμογέλασε

η θεούλα με τη μωβ κορδέλα

που από παιδάκι μου κυκλοφοράει τα μυστικά

Ύστερα χάθηκε πλέοντας δεξιά

να πάει ν’ αδειάσει τον κουβά με τ’ απορρίματά μου

– της ψυχής αποτσίγαρα κι αποποιηματάκια –

εκεί που βράζει ακόμη όλο παλιά νεότητα

και αγέρωχο το πέλαγος.

 

Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, β

ΠΑΛΙ ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΙΑ της θάλασσας το μαύρο

εκείνο σύννεφο που ανεβάζει κάπνες

όπως φωνές επάνω από ναυάγιο

Χαμένοι αυτοί που πιάνονται από τ’ Άπιαστα

Όπως εγώ προχθές του Αγίου Γεωργίου ανήμερα

που πήα να παραβγώ μ’ αλόγατα όρθια

και θωρακοφόρους

και μου χύθηκε όλη, όξω απ’ τη γης, η ερωτοπαθής
ψυχή μου.

 

OΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ


Ποιητική συλλογή «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου»

Εκδόσεις “ύψιλον/βιβλία”, 1984

 

Πηγή: koitamagezine.gr

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Απρίλιος 2021

 

 

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ

 

Τίτλος: Aστραπή ζωής

Συγγραφέας: Μαργαρίτα Αρβανίτη

 Κατηγορία: Ποίηση

Εικαστικά: Aντώνης Απέργης

ISBN: 978-960-382-025-3

Eκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ – 2021

****

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Αγαπητέ αναγνώστη,

Ποίημα το ποίημα, καρέ-καρέ ξεδιπλώνω εντός τις αναζητήσεις μου σχετικά με τις συμπεριφορές της ζωής και την πάλη των αντιθέτων που τη διέπουν, στην επιθυμία μου να εντοπίσω τι περιμένει η ζωή από εμάς προκειμένου να κρατηθούμε μέσα της και να αξιωθούμε να βρούμε τη δική μας θέση στον κόσμο. Με λόγο λιτό και τοποθετήσεις πειθαρχημένες στη σύντομη μορφή ποίησης χαϊκού και τάνκα, επιχειρώ να μεταλλάσσω τα ερωτηματικά που βάζει η ζωή με τα προβλήματά της, σε θαυμαστικά μιας ζωής θαυμαστής όπως την επιθυμούμε!

Προσωπική η ευθύνη της διαμόρφωσης της ποιότητας της ζωής μας. Εύκολο δεν είναι, αναγκαίο όμως είναι γιατί αν δεν το κάνουμε εμείς για τον εαυτό μας κανείς δεν θα το κάνει για μας.

Παράλληλα με τα ποιήματα πορεύονται από κοντά με τη δική τους αυτονομία οι εικόνες έργων ζωγραφικής του μεγάλου εικαστικού Αντώνη Απέργη. Με τέχνη ξεχωριστή και τεχνική προσωπικού χαρακτήρα, ο καλλιτέχνης με παλέτα χρωμάτων μοναδική από τις πιο απαλές αποχρώσεις έως τα πιο σκούρα χρώματα, «εικονοποιεί» την ομορφιά του κόσμου, της φύσης, της ζωής, υπονοεί όμως και την αγωνία, την μοναξιά, τα βάσανα του ανθρώπου που βιώνει μέσα στη κοινωνία του, όπου καλείται να κάνει την υπέρβαση! Να κάνει την αναστροφή από τα δύσκολα και δυσάρεστα που αντιμετωπίζει στα αντίθετά τους, που υπάρχουν στον αντίποδά τους, προκειμένου να ζήσουμε τα όμορφα και ευχάριστα που επιθυμούμε να έχουμε στη ζωή μας.

Ο καλλιτέχνης στην πολύχρονη καλλιτεχνική του πορεία ευρισκόμενος σε συνεχή εικαστική διερεύνηση του κόσμου που τον περιβάλλει, επιδιώκει την επικράτηση του ωραίου και επιθυμητού στο έργο του, γι΄ αυτό και όλοι οι πίνακές του, ανεξάρτητα του μηνύματος που θέλουν να επικοινωνήσουν, εντυπωσιάζουν με την ομορφιά που έχουν και τα πολλά συναισθήματα που γεννούν!

Η ζωή βάζει προβλήματα που μπορεί να λύσει και περιμένει από εμάς βάσει των κανόνων και απαιτήσεων που τη διέπουν, με δικές μας πράξεις να οδηγηθούμε στη λύση.

Ο στίχοι των ποιημάτων μου με τη δική τους αυτονομία και κοινό σημείο αναφοράς με τα έργα του Αντώνη Απέργη το Όραμα για όμορφη ζωή, έρχονται να προσεγγίσουν την προσπάθεια πώς μπορεί να γίνει το πέρασμα από το Όραμα στη Πράξη! Αυτή την αναγκαιότητα επιχειρώ..

Η καλύτερη στιγμή είναι η συνάντηση του δημιουργού με σένα αναγνώστη. Τα βιβλία βρίσκονται σε «ομηρία» και αρχίζουν να ζουν τον προορισμό τους όταν βρίσκουν μια θέση στη καρδιά σου.

Προσδοκώ τα ποιήματα να κερδίσουν το ενδιαφέρον σου!

Στο μοίρασμα είναι η χαρά!

Μαργαρίτα Αρβανίτη

Αστραπή ζωής η κάθε μας στιγμή συμπυκνωμένη

****

Ο ήλιος βγαίνει,

παραδώσου ψυχή μου.

Ζήσε το θαύμα!

****

Για κάθε στιγμή

μια λιγότερη μένει.

  Απόλαυσέ την!

****

 Πορεία ζωής.

Με το ξεκίνημά της

αρχή του τέλους.

****

Περί ανεκπλήρωτων ερώτων, επιθυμιών…

****

Στέρεες μέρες

επιθετικά ίσως

τις διέλυσαν.

    ****

 Ανεκπλήρωτα

λεηλατούν τις νύχτες.

Μας βασανίζουν.

Στρατοπεδεύουν εντός

επιζητώντας λύσεις.

****

 Παραδόθηκα.

Ήττα εύκολη πολλή

για τέλος καλό.

****

 ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ:

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΑΡΒΑΝΙΤΗ

Η δική μου ιστορία…

Γεννήθηκα στην Αθήνα. Το πατρικό μου σπίτι στη μέση της μεγάλης οικογενειακής αυλής δίπλα στην αγαπημένη μου μουριά, έγινε ο πρώτος χώρος γνωριμίας με τον κόσμο γύρω μου! Η γεύση από τα μούρα που έβαφαν μαβιά τα χέρια μου όταν τα μάζευα τις άπειρες ώρες χαράς που πέρναγα μέσα στην αγκαλιά της, οι ζεστές μέρες καλοκαιριού που έστρωνα μια κουρελού κάτω από τη πλούσια φυλλωσιά της και διάβαζα εκεί τα αγαπημένα μου κόμικς, εικονογραφημένα κλασσικά και βιβλία ενώ εκείνη μού χάριζε την ευεργετική δροσιά της, συνοδεύουν έως σήμερα τις όμορφες αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων.

Μεγάλωσα μέσα στη φροντίδα των πέντε οικογενειών της αυλής, των γονιών μου, των θείων και των θειάδων μου μαζί και των γιαγιάδων μου, η αγάπη και η φροντίδα των οποίων με έκαναν καλύτερο άνθρωπο με την επιθυμία να θέλω και εγώ με τη σειρά μου να μοιράζομαι με τους συνανθρώπους μου την αγάπη που εισέπραξα από τους δικούς μου. Βασική αξία της ζωής μου η οποία καθορίζει καταλυτικά και τον συγγραφικό μου λόγο.  Σπούδασα σχέδιο Δομικών και Τοπογραφικών μελετών και εργάστηκα στον ιδιωτικό τομέα από όπου και συνταξιοδοτήθηκα. Το πιο σημαντικό στη ζωή μου είναι η γνωριμία με τον άνδρα μου Αντώνη Αρβανίτη, έρωτας και μέντορας της ζωής μου και τα 2 παιδιά που αποκτήσαμε. Και οι τρεις τους είναι τα καμάρια μου. Τους ευχαριστώ που υπάρχουν και δίνουν νόημα, ουσία και πληρότητα στη ζωή μου.

Το ενδιαφέρον μου για τις τέχνες και τα γράμματα ξεκίνησε μέσα από τις σχολικές δραστηριότητες τις οποίες μεγαλώνοντας στήριξα με αντίστοιχες σπουδές για να μπορώ όχι μόνο να τις χαίρομαι αλλά δημιουργώντας η ίδια να μπορώ να εκφράζομαι μέσα από αυτές. Η ποίηση είναι από τις πρώτες αγάπες. Η γνωριμία μου μαζί της έγινε στη Τετάρτη τάξη του Δημοτικού όταν με παρότρυνση της χαρισματικής μου δασκάλας έγραψα το πρώτο μου ποίημα που γέννησε τη μαγεία της έκφρασης με ρίμα και μέτρο σαν τέρψη και  άσκηση νου η οποία μετεξελίχθηκε στα ώριμα χρόνια που ακολούθησαν με την έκδοση των ποιημάτων μου, σε κανάλι επικοινωνίας με το αναγνωστικό κοινό. Στη μουσική έκανα σπουδές κλασσικής και μοντέρνας κιθάρας και εργάστηκα σαν μουσικός παραγωγός προγραμμάτων ελληνικής μουσικής στο ραδιόφωνο. Ασχολήθηκα θεωρητικά με το θέατρο και την εξέλιξή του.  Στη ζωγραφική, είχα την τιμή και την χαρά να έχω δάσκαλο τον εξαιρετικό άνθρωπο και διακεκριμένο ζωγράφο Αντώνη Απέργη. Οι εικόνες των έργων του κοσμούν και τις σελίδες των ποιημάτων μου.

Η αγάπη μου για την Αθήνα, τη πόλη που με «ανέθρεψε», με ώθησε για πολλά χρόνια στην φωτογράφηση των αρχαιολογικών χώρων και των ιστορικών μνημείων της πόλης, μεράκι που με οδήγησε στην αγάπη μου για την φωτογραφία γενικότερα. Έχω συγκεντρώσει πλούσιο φωτογραφικό υλικό για έκδοση λευκώματος της πόλης των Αθηνών.  Η φωτογράφηση των αρχαιολογικών χώρων των παραλίων της Μ. Ασίας με οδήγησε στην εκμάθηση της τουρκικής γλώσσας και στη μετάφραση των ποιημάτων του τούρκου ποιητή Ορχάν Βελί Κανίκ ο οποίος μαζί με τον Ναζίμ Χικμέτ ανήκει στους κορυφαίους ποιητές του τόπου του. Η συλλογή αυτή με τον γενικό τίτλο «Εμένα οι ωραίοι αυτοί καιροί με εξόντωσαν» σύντομα θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ.

Έχω ασχοληθεί με βιβλιοκριτικές, παρουσιάσεις βιβλίων και κείμενα, ποιήματα και συνεντεύξεις μου περιέχονται σε site, ανθολόγια και λογοτεχνικά έντυπα. Είμαι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών. Επιθυμώ μέσα στη γενικότερη συλλογική και συγγραφική προσπάθεια να είμαι κυρίως χρήσιμη με τον λόγο μου για ένα καλύτερο παρόν και μέλλον, για μας και τα παιδιά μας!

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:

(2021) Αστραπή ζωής, Ποίηση (Εκδόσεις Κάκτος)

(2018) Ανα-κατευθύνσεις, Ποίηση (Εκδόσεις Κάκτος)

(2017) Ξεπέρνα τον φόβο – ζήσε το θαύμα, Μυθιστόρημα (Εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη)

(2015) Του έρωτα και της ζωής, Ποίηση (Εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη)

(2013) Ανεκπλήρωτοι έρωτες, Ποίηση (Εκδόσεις Ελληνική Πρωτοβουλία)

 

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Απρίλιος 2021

 

 

Aφιερώματα

“Αν έχεις έναν κήπο και μια βιβλιοθήκη, έχεις όλα όσα χρειάζεσαι”. 

ΚΙΚΕΡΩΝ 

H 23η Απριλίου καθιερώθηκε από την UNESCO ως Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου, αφιερωμένη σε δύο από τους σπουδαιότερους δημιουργούς της παγκόσμιας λογοτεχνίας τον Ισπανό συγγραφέα Μιγκέλ Ντε Θερβάντες και τον Άγγλο συγγραφέα και δραματουργό Γουίλιαμ Σαίξπηρ. Το 2016 η Ένωση Ελληνικού Βιβλίου με τη συνεργασία της Εταιρείας Συγγραφέων και του Ελληνικού Τμήματος της ΙΒΒΥ – Κύκλος του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, καθιέρωσε και στην Ελλάδα την ημέρα αυτή ως Ημέρα Βιβλίου.

Στην Καταλονία, παράλληλα με τη γιορτή του προστάτη της περιοχής Αγίου Γεωργίου εορτάζεται η Μέρα των Βιβλίων και των Ρόδων, μία τοπική παραλλαγή της Γιορτής του Αγίου Βαλεντίνου. Με το σύνθημα «Ένα τριαντάφυλλο για την αγάπη, ένα βιβλίο για πάντα», ο άνδρας θα χαρίσει στην αγαπημένη του ένα τριαντάφυλλο κι αυτή θα του το ανταποδώσει με ένα βιβλίο. Στο επίκεντρο των εκδηλώσεων, ο περίφημος δρόμος της Βαρκελώνης «Λα Ράμπλα», η πιο ζωντανή γωνιά της πόλης, «ο μόνος δρόμος, που δεν ήθελα να τελείωνε ποτέ», όπως είχε πει κάποτε ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα.  Εκτιμάται ότι μόνο την ημέρα αυτή διακινούνται στην Βαρκελώνη 500.000 βιβλία και 4 εκατομμύρια τριαντάφυλλα.

*************************

Γουίλιαμ Σαίξπηρ (1564-1616)

Ο Γουίλιαμ Σαίξπηρ  ήταν Άγγλος, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, ηθοποιός και θεατρικός επιχειρηματίας. Θεωρείται ο κορυφαίος δραματουργός των νεωτέρων χρόνος και ο μόνος, ίσως, που μπορεί να σταθεί δίπλα στους τρεις μεγάλους αρχαίους έλληνες τραγικούς ποιητές. Ο δημιουργός του «Άμλετ», του «Μάκθεβ», του «Βασιλιά Λιρ» και άλλων αριστουργημάτων ζωντάνεψε με τους ήρωές του, όχι μόνο το πνεύμα της εποχής του, αλλά όλων των αιώνων.

Από το βιβλίο “William Shakespeare – TA ΣΟΝΕΤΑ”-Eκδόσεις Gudenberg

ΣΟΝΕΤΟ 109 – Στίχοι 9-14

 “Στη φύση μου βασίλευσαν όλες οι ασωτίες
Που κάθε σάρκα πολιορκούν, εντούτοις βεβαιώσου,
Ποτέ σε τόσο άλογες δε θα ‘φτανα αμαρτίες
Ν’ αφήσω για το τίποτα το αμέτρητο καλό σου.
Τίποτα ονομάζω εγώ το άπειρο σύμπαν, αν
Δεν έχω εσένα ρόδο μου, που εντός του είσαι το παν.”

Μετάφραση : Λένια Ζαφειροπούλου

**********************

Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα (1547-1616)

Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες είναι χωρίς καμία αμφιβολία ένας από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες όλων των εποχών. Η περιπετειώδης και γεμάτη οδύνες ζωή του κύλησε ανάμεσα στην περίοδο του μεγαλείου της Ισπανίας και στην αρχή της παρακμής της, πράγμα που αποτυπώνεται στο αριστούργημά του «Δον Κιχώτης», που θεωρείται ένα από τα κορυφαία και επιδραστικότερα μυθιστορήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Το έργο αυτό επηρέασε γενιές πεζογράφων, όχι μόνο στον ισπανόφωνο, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Είναι το πιο πολυμεταφρασμένο βιβλίο, μετά τη Βίβλο.

Απόσπασμα από το βιβλίο “ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ” (Κεφ.21)

«- Δεν τα λες άσκημα, Σάντσο, αποκρίθηκε ο Δον Κιχώτης· όμως πριν να φτάσει κανένας ως εκεί, πρέπει πρώτα να γυρίσει τον κόσμο για να δοκιμαστεί, γυρεύοντας περιπέτειες, και ν’ αποχτήσει με τα κατορθώματα του τέτοιο όνομα και τέτοια φήμη, ώστε, όταν θα παρουσιαστεί στο παλάτι κανενός μεγάλου μονάρχη, να είναι ήδη γνωστός από τα έργα του· και μόλις τόνε δουν τα παιδιά να μπαίνει από την πύλη στην πόλη μέσα, να τον πάρουν αμέσως από πίσω και να τον τριγυρίζουν φωνάζοντας και λέγοντας: «Να, αυτός είναι ο ιππότης του Ήλιου ή του Φιδιού» ή μ’ όποιο άλλο σύμβολο να είναι γνωστός πως έκανε τα μεγάλα του τα κατορθώματα. «Αυτός είναι», θα λένε, «που νίκησε σε πρωτάκουστη μάχη το μέγα γίγα Μπροκαμπρούνο, το δυνατό· αυτός που λευτέρωσε το μέγα Μαμελούκο της Περσίας από τα μάγια που τον κρατούσαν μαγεμένο κάπου εννιακόσια χρόνια». Κι έτσι από στόμα σε στόμα θ’ απλώνεται η φήμη των κατορθωμάτων του· κι αμέσως, από το θόρυβο που θα κάνουν τα παιδιά κι όλος ο άλλος κόσμος, θα παρουσιαστεί στα παραθύρια του βασιλικού του παλατιού ο βασιλιάς εκείνης της χώρας· και μόλις δει τον ιππότη και τον αναγνωρίσει από την πανοπλία του ή από το έμβλημα της ασπίδας του, δεν μπορεί παρά να πει: “Εμπρός, όλοι οι ιππότες μου όσοι βρίσκονται στο παλάτι μου, ας βγουν έξω να δεχτούνε το άνθος της ιπποσύνης που έρχεται από πέρα!” ».

*************************

 

Πηγές πληροφοριών:

https://www.sansimera.gr/worldays/17

greekbookday.gr ,

lifo.gr (το απόσπασμα από τα Σονέτα του Σαίξπηρ), και

ebooks.edu.gr (το απόσπασμα από τον “Δον Κιχώτη”)

 Eπί – Λόγου – Λεύκωμα – Απρίλιος 2021

 

 

Την πάσα αυγή, γιατρέ, με τα χαράματα

Πάντα η καρδιά μου στην Ελλάδα ντουφεκίζεται.

 ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ (1902-1963)

 

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΓΑΡΟΥΦΑΛΟ

 Έχω απάνω στο τραπέζι μου

τη φωτογραφία του ανθρώπου

με το άσπρο γαρούφαλο –

που τον ντουφέκισαν

                                  στο μισοσκόταδο

πριν απ’ την αυγή,

                       κάτω απ’ το φως των προβολέων.

 

Στο δεξί του χέρι

                              κρατάει ένα γαρούφαλο

πούναι σα μια φούχτα φως

                              απ’ την ελληνική θάλασσα.

Τα μάτια του τα τολμηρά,

                             τα παιδικά

κοιτάζουν άδολα

κάτω απ’ τα βαριά μαύρα τους φρύδια.

Έτσι άδολα –

όπως ανεβαίνει το τραγούδι

σα δίνουν τον όρκο τους

  οι κουμμουνιστές.

Τα δόντια του είναι κάτασπρα –

                                    ο Μπελογιάννης γελά.

 

Και το γαρούφαλο στο χέρι του

είναι σαν το λόγο πούπε στους ανθρώπους

τη μέρα της λεβεντιάς –

                                        τη μέρα της ντροπής.

Αυτή η φωτογραφία

                                       βγήκε στο δικαστήριο

ύστερ’ απ’ την καταδίκη σε θάνατο.

 

 Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Σοβιετική Γυναίκα” τον Απρίλη του 1952

 ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ

  Μονάκριβή μου!

             Στο τελευταίο γράμμα σου:

                    “X ά ν ω   τ ο   ν ο υ,

                            ε μ α ύ ρ ι σ ε   η   ψ υ χ ή   μ ο υ!”

                                                                       μου λες,

“α ν   σ ε   κ ρ ε μ ά σ ο υ ν

                         κ α ι   α ν   σ ε    χ ά σ ω”

                                   μου λες,

                                        “π ά ε ι    η    ζ ω ή    μ ο υ”

 

Θα ζήσεις, γυναικούλα μου, καιρό

και σαν καπνός η θύμησή μου θα χαθεί,

θα ζήσεις της ψυχής μου αδελφή.

Πάνω από χρόνο δεν κρατεί

στον εικοστό αιώνα

                         η θλίψη γι’ άνθρωπο νεκρό.

 

– Να με κρεμάσουν, λέει,

και να κουνιέμαι στο σκοινί!

Ω, τέτοιο θάνατο

                          φριχτό

                          δε δέχεται η καρδιά μου!

Και όμως ναι,

να με πιστέψεις, συ, αγαπημένη,

αν είν’ ένας κατσίβελος

                                με χέρι τριχωτό

μαύρη θηλιά

                              στην τραχηλιά

                                                       να μου περάσει,

άδικα κει θα μένει,

                  τ’ αδίκου θα προσμένει,

                  στη γαλανή ματιά μου

                 να δει λιγοψυχιά.

Εγώ μες στα θολώματα

                        της ύστερης αυγής μου

θα δω μορφές συντρόφων μου

                       τα μάτια της καλής μου

και μόνο εν’ ατέλειωτο

                                      τραγούδι μου θα είναι

                                      η πίκρα της ζωής μου.

Καλή μου!

Καλόκαρδή μου μέλισσα

με μάτια πιο γλυκά

                                κι απ’ το μέλι

ρωτιέμαι πως το θέλησα

και στάγραψα αυτά:

                                πως ζήτησαν στη δίκη

                                μια τέτια καταδίκη.

Η δίκη μόλις άρχισε

– το ξέρεις –

                               κι είναι δύσκολο πολύ

να πάρουν τη ζωή μου.

                               Σα λάχανα – δεν το μπορούν –

                                                      να παίρνουνε κεφάλια.

 

Ξέχαστα όμως πια αυτά,

                                        σαν πιθανότητα θολή,

κι αν έχεις τίποτε λεφτά

                                       αγόρασέ μου ένα βρακί

                                                                          από μαλί

γιατί το πόδι πάλι με πονάει

και μην ξεχνάς:

                                άντρα σαν έχεις φυλακή

                                κακό από τη σκέψη σου

                               δεν πρέπει να περνάει.

 

 Φυλακές Προύσας

11 του Νοέμβρη 1933

~~~~~~~~~~~~~~~~~~

  

ΑΥΤΟ ΕΙΝ’ ΟΛΟ

 Ζω στη φεγγοβολή

                          που προχωράει

ολόγιομα είν’ τα χέρια μου

                          με πόθους

κι ο κόσμος είναι όμορφος πολύ,

                          μοσκοβολάει.

 

Τα μάτια μου λιμπίστηκαν

                         τα δέντρα

τα δέντρα που γιομίσανε ελπίδες

                        και ντύθηκαν την πράσινη στολή

το λιόχαρο δρομάκι προχωράει

                        σ’ ολόδροσο χαλί

κι απ’ το φεγγίτη με καλεί

                       στις πράσινες νησίδες

Κι ούτε μυρίζομαι τα φάρμακα

                       τ’ αναρωτήριο πια δε μου βρωμάει

– θ’ ανοίξουν τα γαρύφαλα

                      – η ώρα η καλή! –

Τι τάχα αν είσαι φυλακή;

                     – Να μη λυγάς!

                     αυτό είν’ όλο.

                     Δεν είναι άλλη συμβουλή.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

ΣΤΗΘΑΓΧΗ *

 Αν η μισή μου καρδιά βρίσκεται, γιατρέ, εδώ πέρα

Η άλλη μισή στην Κίνα βρίσκεται

Με τη στρατιά που κατεβαίνει προς το Κίτρινο Ποτάμι.

Κ’ ύστερα, να, γιατρέ, την πάσα αυγή

Την πάσα αυγή, γιατρέ, με τα χαράματα

Πάντα η καρδιά μου στην Ελλάδα ντουφεκίζεται

Κ’ ύστερα, να σαν οι φυλακισμένοι γέρνουνε στον ύπνο

Και σβήνουν στο νοσοκομείο τα τελευταία βήματα

Τραβάει ολόισια, γιατρέ, η καρδιά μου,

Τραβάει, γιατρέ, στην Ιστανμπούλ, σ’ ένα παλιό ξύλινο σπίτι.

 

Κ’ ύστερα, δέκα χρόνια τώρα, να, γιατρέ

Που τίποτα δεν έχω μες στα χέρια μου να δώσω στο φτωχό λαό μου

Τίποτα πάρεξ ένα μήλο

Ένα κόκκινο μήλο, την καρδιά μου.

Κ’ είναι, γιατρέ απ’ αφορμή όλα τούτα

Που μες στα στήθεια μου έχω τούτη την αρρώστια.

 

Όμως, γιατρέ, και μ’ όλα τα ντουβάρια που μου κάθονται στα στήθεια

Κοιτάω τη νύχτα ανάμεσα απ’ τα κάγκελα

Κι όλη η καρδιά μου αντιχτυπά και στο πιο μακρινό αστέρι. (1948)

 

 ΝΑΖIM ΧΙΚΜΕΤ (1902-1963)

Ποιητής – Δραματουργός

 

Η μετάφραση των ανωτέρω έργων έγινε από ομάδα Ελλήνων επιστημόνων των Σοσιαλιστικών χωρών και ανατυπώνονται από την έκδοση εξωτερικού του Εκδοτικού “ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ”.

 * Το ποίημα “ΣΤΗΘΑΓΧΗ” είναι σε ποιητική απόδοση του μεγάλου μας Γιάννη Ρίτσου που στίχοι του μελοποιήθηκαν από τον μουσικοσυνθέτη Θάνο Μικρούτσικο.

 

Από την ποιητική συλλογή “ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ – ΠΟΙΗΜΑΤΑ”

(Εκλογή από το έργο του)

Εκδόσεις “ΑΥΤΟΜΟΡΦΩΣΗ”

ΣΤ.ΚΥΠΡΑΙΟΣ & ΣΙΑ Ε.Ε.

 

Επιλογή ποιημάτων και μεταφορά στο διαδίκτυο : Τζούλια Πουλημενάκου (Προσωπικό αρχείο βιβλιοθήκης)

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Απρίλιος 2021

 

 

(Απόσπασμα)

Ήτανε μέρα Κυριακή εννιά ήταν η ώρα

ο ήλιος μόλις είχε βγει δίχως βροχή και μπόρα

την πήρε με την κούρσα του και πήγαν στο Μουσείο

να δούνε τα αγάλματα κι όλο το μεγαλείο

ενός λαμπρού πολιτισμού που η Ελλάδα είχε

και τώρα η πατρίδα του από καιρό κατείχε.

Μοναδικά του φώναξε μα τα ‘χετ’ αγοράσει

ή μέσα στο Μουσείο σας τα έχετε περάσει

έτσι γιατί τ’ αρπάξατε χωρίς να τα πληρώστε

κι όλα εδώ τα φέρατε χωρίς δραχμή να δώστε;

   ******

 Πολλή κουβέντα γίνεται πως τα ‘χουμ’ αποκτήσει

κι από καιρό τα έχουμε εδώ τοποθετήσει

αν δώσαμε γι’ αυτά λεφτά ή τα ‘χουμε κλεμμένα

και αν θα πρέπει να ‘ναι δω με τη σειρά βαλμένα

είναι ένα ερώτημα με δύο απαντήσεις

και σ’ όποιονε διάλογο δίνονται δύο λύσεις.

Η μία πως τα σώσαμε ‘πο την καταστροφή τους

και λόγος να μη γίνεται για την επιστροφή τους

γιατί αν έμεναν εκεί μέσα στον Παρθενώνα

που ήταν ένα φρούριο εκείνον τον αιώνα

όπου εβομβαρδίζετο χτυπιόταν με οβίδες

‘πο κάποιο πυροβολικό κι όχι με αραβίδες

μάλλον δε θα υπήρχανε θα ήτανε κομμάτια

καικ δε θα τα ξανάβλεπαν άλλων ανθρώπων μάτια

ενώ τώρα τα βλέπουμε εμείς κι εσείς ακόμη

και τούτη είναι μια σωστή αλλά και πρώτη γνώμη.

Η άλλη ότι θα ‘πρεπε και να επιστραφούνε

μετά απ’ όσα έγιναν στη θέση τους να μπούνε

την τελευταία άποψ η και ‘γω υποστηρίζω

και κάθε μια προσπάθεια επιστροφής στηρίζω.

   ******

 Μετά πήγαν και κάθισαν κάπου για να δειπνήσουν

και γι’ άλλα ενδιαφέροντα εκεί να συζητήσουν.

Πριν απ’ το βράδυ φτάσανε να δουν την κατοικία

που κατοικούσε μόνος του και είχε ησυχία.

Ήταν ένα διαμέρισμα ωραίο στο Λονδίνο

που έμενε μονάχος του όλο τον χρόνο κείνο

μπήκαν σ’ ένα δωμάτιο πήραν κάτι να πιούνε

‘βάλαν την τηλεόραση και κάτι για να δούνε

μετά στο πιάνο κάθισε και άρχισε να παίζει

διάφορα που ‘ταν πιο γλυκά και από πετιμέζι

μα τη Ρεβέκκα έκαναν να τον κοιτά με γλύκα

και να του λέει τυχερή είμαι αφού σε βρήκα

και έδιωξες ‘πο πάνω μου κάθε αμφιβολία

που ξαφνικά μου έφερε αυτή η ιστορία

γύρω ‘πο την υγεία μου και ό,τι έχω πάθει

απ’ του κορμιού μου την πληγή και της ψυχής τα βάθη.

Πολλά όσα με δίδαξες και με ‘κανες σαν πρώτα

να νιώθω όλα γύρω μου και μ’ άναψες τα φώτα

να δω όσα δεν έβλεπα μετά ‘πο τόσα πάθη

από ζηλόφθονους εχθρούς κι από δικά μου λάθη

γιατί κι εγώ όπως και συ βάλθηκα να αλλάξω

το σάπιο και το βάρβαρο στη λήθη να πετάξω

τον κόσμο ‘πο τη διαφθορά που ‘χουμε στην Ελλάδα

κι αντί φουρτούνες και χιονιάς να απλωθεί λιακάδα.

Συνήθισα όπως και συ μόνη μου να παλεύω

και πάντα στο καλύτερο και στα ψηλά σκοπεύω

κι όλα που έχω σήμερα σε μάχες τα ‘χω πάθει

πολλά και ‘γω κατόρθωσα μα έκανα και λάθη.

Νομίζω πιο ψηλότερο στον κόσμο δεν υπάρχει

να κάνεις μία πρόβλεψη για ‘να κακό που θα ‘ρθει

και πάντα ν’ αγωνίζεσαι για να το αποτρέψεις

και όσο ζεις πάνω στη γη τέτοιες να έχεις βλέψεις.

   ******

 Καλά βλέπω το μάντεψες και έχεις καταλάβει

γιατί το ιερατικό καθήκον έχω λάβει

όχι ‘πο πίστη μου καμιά στη του Χριστού θρησκεία

αλλά ‘πο θαυμασμό αυτού εις τη φιλοσοφία

που όχι μόνο κήρυξε σαν άλλους φιλοσόφους

Έλληνες Ισραηλινούς και Ευρωπαίους τόσους

αλλά και τήνε σφράγισε με το παράδειγμά του

μένοντας αμετάπειστος την ώρα του θανάτου.

Αυτού ‘γω το παράδειγμα θέλω να συνεχίσω

και έργο ανεξίτηλο πίσω μου να αφήσω

στα σύγχρονα προβλήματα θέλω να καταγίνω

και ένας νέος μάρτυρας με τον καιρό να γίνω

στον κόσμο που κατρακυλά και στον γκρεμό πηγαίνει

που βγαίνει έξω ‘πο το φως και στο σκοτάδι μπαίνει

της γης τον υπερπληθυσμό μήπως και σταματήσω

και όρθιο στα πόδια του τον κόσμο να κρατήσω

που ‘ναι πηγή κάθε κακού στην εποχή που ζούμε

κι αν συνεχίσει στο εξής καταστροφή θα δούμε

θα μολυνθούν τα ύδατα οι πάγοι θ’ απλωθούνε

θα πλημμυρίσουν θάλασσες στα σπίτια μας θα μπούνε

κάμποι θα ερημώσουνε πόλεις θα καταστρέψουν

θάνατο και μαρτύρια οι άνθρωποι να δρέψουν.

Ο υπερπληθυσμός αυτός αντί να λιγοστεύει

σ’ Ευρώπη και Αμερική να απλωθεί γυρεύει

φέρνοντας με το άσυλο πολλούς δυστυχισμένους

με ήθη και με έθιμα όλους εμβολιασμένους

για να γεννούν πολλά παιδιά κι έτσι να πλημμυρίσουν

με πληθυσμούς πολυπληθείς και να τις αφανίσουν.

Αντί για να μειώσουνε τις ήδη κορεσμένες

χώρες Ασίας κι Αφρικής στον όλεθρο δοσμένες
ανοίξανε τα σύνορα ως πόρνες και αυξάνουν

χωρίς αυτά που έρχονται στο νου τους να τα βάνουν

με αλλοθρήσκους πληθυσμούς φτωχούς και πεινασμένους

στις πολλαπλές γεννήσεις τους τυφλά παραδομένους

από θρησκείες κι έθιμα που ‘ναι παρωχημένα

και οδηγούν τον άνθρωπο στης φρίκης τα γραμμένα.

Σε όλα τούτα βάλθηκα να βάλω ένα φράγμα

με πρόταξη το ράσο μου σ’ ένα μεγάλο δράμα

που έρχεται σα χείμαρρος την πλάση να ρημάξει

στη βρώμα και στη σκοτεινιά του βούρκου να πετάξει

συνεχιστής τώρα και ‘γω του ΜΕΓΑ ΝΑΖΩΡΑΙΟΥ

του άφθαστου φιλόσοφου και μάρτυρα γενναίου

θα κάνω ό,τι δυνατόν ώστε να δικαιώσω

την παρουσία μου στη γη τον άνθρωπο να σώσω

από τον υπερπληθυσμό και τα ακόλουθά του

προοίμιο για τον άνθρωπο ενός φρικτού θανάτου.

   ******

 Όμως σε μια ερώτηση θέλω να μ’ απαντήσεις

κι αν θέλεις κάτι να μου πεις αν όχι να σιωπήσεις

εάν ανήκεις στ’ ανδρικό για εις το τρίτο φύλο

και αν θα μου επέτρεπες για να σε κάνω φίλο

κι όσο θα είμαι πλάι σου και μέχρι που να φύγω

αν πρέπει να ‘μαι χώρια σου ώστε να αποφύγω

κάποτε να σ’ ερωτευτώ και φύγω πληγωμένη

αφού σου είναι φανερό πως είμαι παντρεμένη.

   ******

 Για μια στιγμή την κοίταξε με προσοχή στα μάτια

κι απάντησε πως περπατά σε λάθος μονοπάτια

στο τρίτο φύλο δυστυχώς από παιδί ανήκει

όμως δεν είν’ ελάττωμα που προκαλεί τη φρίκη

μα είναι κάτι και αυτό που έπλασε η φύση

για το δικό της το σκοπό τον έχει ξεχωρίσει

και το ‘χει πια αποδεχτεί σαν κάτι αναγκαίο

από ‘να χέρι θεϊκό κρυφό μα και ωραίο

μ’ αξιοπρέπεια το κρατά και σεβασμό μεγάλο

κι ότι δεν θα χαιρότανε να είναι κάτι άλλο.

Ότι αυτό του έδωσε τον χρόνο ν’ αναλώσει

για της ζωής τα δύσκολα και πιο πολλά να δώσει

για έναν άγνωστο Θεό που κυβερνά την πλάση

και που μπροστά στην όψη του ποτέ του δε θα φτάσει.

   ******

 Μετά ‘πο ώρες αρκετές επέστρεψαν και πάλι

μακρά από τον θόρυβο και του μυαλού τη ζάλη

και μέσα στο διήμερο και τον Δημήτρη παίρνει

του λέει θεραπεύτηκε και σε τρεις μέρες βγαίνει

απ’ το θεραπευτήριο και να ‘ρθει να την πάρει

αφού πια απαλλάχτηκε απ’ της ψυχής τα βάρη

και έγινε πάλι καλά πέρδικα να πετάξει

φεύγει από το ίδρυμα και όλα είν’ εν τάξει.

Σε πέντε μέρες έφτασε σ’ αεροπλάνο μπήκε

γυρίσανε στο σπίτι τους και ησυχία βρήκε.

  ******

 Χαρούμενη και υγιής γύρισε στη δουλειά της

κι αμέσως ασχολήθηκε με τα καθήκοντά της

με ένα βίο ήσυχο γεμάτο αναμνήσεις

που σου ‘δινε εφόδια καλύτερα να ζήσεις.

Σιγά-σιγά περάσανε ‘πο τότε κι άλλα χρόνια

και επισκέψεις κάνανε πολλές τα χελιδόνια.

Η Ρόζα εμεγάλωσε έγινε δεσποινίδα

έπιασε τα δεκαεφτά και είχε την ελπίδα

να γίνει ένα μανεκέν να μπει στην πασαρέλα

αφού ‘τανε μία ψηλή πανέμορφη κοπέλα

όμως εις την προσπάθεια να κάνει σιλουέτα

και να σκορπάει ευωδιά σαν άνοιξης βιολέτα

έπαθε μία τροφική στο σώμα αλλεργία

και άρχισε κάθε στιγμή να τρώει με λαιμαργία

βάρος να χάνει συνεχώς και να αδυνατίζει

δύσκολα πια να περπατά αλλά και να τρεκλίζει.

Μετά από προσπάθειες και μέσα σ’ ένα χρόνο

που η Ρεβέκκα πέρασε με ταραχή και πόνο

κατόρθωσε σιγά-σιγά πάλι να επανέλθει

να επιστρέψει στα παλιά και πλήρως να συνέλθει.

   ******

 Για να μην επαναληφθούν στο μέλλον πια τα ίδια

και για να μην ξαναβγούν απ’ τις φωλιές τα φίδια

οι ψυχολόγοι σύστησαν ν’ ασχοληθεί με κάτι

ώστε να είναι στο εξής η μέρα της γεμάτη

να συγκεντρώσει το μυαλό σε κάτι που να πρέπει

ν’ ανακουφίζει την ψυχή χρυσούς καρπούς να δρέπει.

Πολλοί της είπαν στο χορό, να ζωγραφίζει άλλοι

και άλλοι με την ποίηση που ‘χει περίσσια κάλλη.

Μα τελικά προτίμησε ποιήτρια να γίνει

να πάει για φιλόλογος κι εκεί να παραμείνει.

Όμως κάποιος της σύστησε πως πριν να ξεκινήσει

σε κάποιο δύσκολο σκαλί θα πρέπει να πατήσει

ν’ αρχίσει θεωρητικά πρώτα να την μαθαίνει

κι έπειτα σκαλί-σκαλί πιο πάνω ν’ ανεβαίνει.

Σαν δάσκαλο της σύστησαν τον Ομηρίδη Γιώργο

που έγραφε την ποίηση χωρίς κανένα ψόγο

εγνώριζε πολύ καλά όλη τη θεωρία

και εκμεταλλευόμενη αυτή την ευκαιρία

μαθήματα ξεκίνησαν το πρώτο καλοκαίρι

και όλα πλέον δείχνανε πως θα τα καταφέρει.

Η ποίηση της έλεγε έχει βαθιά τις βάσεις

και είναι απαραίτητο μέχρι εκεί να φτάσεις

ώστε να πιάσεις την αρχή να την κατανοήσεις

και έπειτα με τον καιρό βιβλία να γεμίσεις.

Φτάνει μέχρι τον Όμηρο κι ακόμη παραπέρα

και πάντοτε τραγούδαγε μαζί με τη φλογέρα

είχε ρυθμό και νόημα χαμόγελα και χάρη

και σκόρπαγε τη σκοτεινιά και της ψυχής τα βάρη.

Αλλά πριν δυο τρεις αιώνες ήρθαν τα πάνω κάτω

πολλοί προφήτες φάνηκαν κι ανάτρεψαν το πιάτο.

Μπολιάστηκε και γέννησε τρεις άλλες θυγατέρες

που άρχισαν να περπατούν σαν όμορφες κρουστέρες.

Η μια τρελή παράλογη η δεύτερη με γνώση

η τρίτη η πιο όμορφη τα πιο πολλά να δώσει.

Μοντέρνα ονομάσανε την πρώτη κάποια μέρα

τη δεύτερη την πιο σεμνή με μπρίο και αέρα

που ήταν στην παράδοση από καιρό ταγμένη

από τα χρόνια τα πολλά σοφία φορτωμένη

είπαν παραδοσιακή σύντροφο του ανθρώπου

στον χώρο τον ελληνικό αλλά και κάθε τόπου.

Την τρίτη τη νεότερη την πιο χαριτωμένη

με τα πολλά στολίδια της βραβεία φορτωμένη

μεταμοντέρνα βάφτισαν τη φόρτωσαν αστέρια

και στα μαλλιά της πέταξαν σμάρια τα περιστέρια.

Μ’ αντί για να καθίσουνε μόνες τους να τα βρούνε

αφού όλες ταχτήκανε για να υπηρετούνε

τον όπου άνθρωπο στη γη τον μόνο αποδέκτη

τον τροβαδούρο της χαράς και της σοφίας δέκτη

άρχισαν να τσακώνονται και να μαλλιοτραβιούνται

με νύχια δόντια και καρφιά σαν τίγρεις να χτυπιούνται

ώσπου απομακρύνανε τον κόσμο από κοντά τους

και τελικά τους έμειναν στα χέρια τα μαλλιά τους.

   ******

 Η Ρόζα τόνε άκουγε με προσοχή και χάρη

για να φορτώσει το μυαλό και πιο πολλά να πάρει

και τελικά τον ρώτησε ποια να ακολουθήσω

και ποια από αυτές τις τρεις μου λέτε να ψηφίσω;

   ******

 Εάν θέλεις να βραβευθείς από την πολιτεία

εφόσον γράψεις άριστα θα ‘χεις την ευκαιρία

για ν’ αποσπάσεις κάποτε και κρατικό βραβείο

που θα σου δώσει δύναμη κι όλο το μεγαλείο

θ’ ακολουθήσεις την τρελή και τη νεοφερμένη

απ’ της Ευρώπης την κοιλιά σαν κόρη γεννημένη.

Αν θέλεις μόνο ο λαός να σε χειροκροτάει

να σ’ αντικρίζει σαν θεά και να σε αγαπάει

διάλεξε την παράδοση και πιάσε τη σοφία

της φύσης τα παράδοξα και τη φιλοσοφία.

Αν θέλεις νέους ατραπούς και δρόμους να χαράξεις

και σαν περήφανος αητός στα νέφη να πετάξεις

μεταμοντέρνα διάλεξε και κει να παραμείνεις

κι ό,τι ωραίο κι αγαθό στον άνθρωπο να δίνεις.

Μα πριν απ’ την επιλογή μάθε το παρελθόν τους

το μέλλον τους και το παρόν τον ακριβή σκοπό τους.

Αν θέλεις πια όπως και εγώ όλες να τις φροντίζεις

κι απλόχερα τις χάρες τους στον κόσμο να χαρίζεις

άρχισε να υπηρετείς όλες σαν αδερφάδες

πανέμορφες και διαλεχτές του πνεύματος κυράδες.

ΠΟΤΗΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ

ΠΟΙΗΤΗΣ

Απόσπασμα από την ποιητική σύνθεση “ΡΕΒΕΚΚΑ”

(Επική Ποίηση στίχοι 2972-3207)

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΛΕΞΙΤΥΠΟΝ

ΑΘΗΝΑ 2021

 

Επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο με την έγκριση του συγγραφέα: Τζούλια Πουλημενάκου 

(Προσωπικό Αρχείο Βιβλιοθήκης)

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Απρίλιος 2021