,

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΚΑΒΑΦΗΣ – 8 Ποιήματα (1896-1933)

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π.ΚΑΒΑΦΗΣ (29/4/1863-29/4/1933)

 

ΤΕΙΧΗ

 Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ

μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

 

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.

Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

 

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.

Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

 

Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.

Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω. (1896)

 ~~~~~~~~

 ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ

 Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος

σκυμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος·

με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.

 

Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια

σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια

που είχε και δύναμι, και λόγο, κ’ εμορφιά.

 

Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.

Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει

σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.

 

Και συλλογιέται η Φρόνησις πως τον εγέλα·

και πως την εμπιστεύονταν πάντα – τι τρέλλα! –

την ψεύτρα που έλεγε: “Αύριο. Έχεις πολύν καιρό”.

 

Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση

χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι

κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.

 

…Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται

ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται

στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι. (1897)

~~~~~~~~~~~~~~~~

ΔΕΗΣΙΣ

Η θάλασσα στα βάθη της πηρ’ έναν ναύτη. –

Η μάνα του, ανήξερη, πιαίνει κι ανάφτει

 

στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί

για να επιστρέψει γρήγορα και ναν’ καλοί καιροί –

 

και όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί.

Αλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,

 

η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,

ξεύροντας πως δεν θάλθει πια ο υιός που περιμένει. (1898)

~~~~~~~~~~~~~~~~

ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ

Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ

μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ

για νάβρω τα παράθυρα. – Όταν ανοίξει

ένα παράθυρο θάναι παρηγορία. –

Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ

να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.

Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.

Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει. (1903)

~~~~~~~~~~~~~~~~

 ΜΟΝΟΤΟΝΙΑ

 Την μια μονότονην ημέραν άλλη

μονότονη, απαράλλαχτη ακολουθεί. Θα γίνουν

τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι –

ή όμοιες στιγμές μάς βρίσκουνε και μας αφίνουν.

 

Μήνας περνά και φέρνει άλλον μήνα.

Αυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει·

είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα.

Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει. (1908)

 ~~~~~~~~~~~~~~~~~

 ΕΠΗΓΑ

 Δεν εδεσμεύθηκα. Τελείως αφέθηκα κ’ επήγα.

Στες απολαύσεις, που μισό πραγματικές,

μισό γυρνάμενες μες στο μυαλό μου ήσαν,

επήγα μες στην φωτισμένη νύχτα.

Κ’ ήπια από δυνατά κρασιά, καθώς

που πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής. (1912)

 ~~~~~~~~~~~~~~~~

 ΓΙΑ ΝΑΡΘΟΥΝ

 Ένα κερί αρκεί. Το φως του το αμυδρό

αρμόζει πιο καλά, θάναι πιο συμπαθές

σαν έρθουν της Αγάπης, σαν έρθουν η Σκιές.

 

Ένα κερί αρκεί. Η κάμαρη απόψι

μα μην έχει φως πολύ. Μέσα στην ρέμβην όλως

και την υποβολή, και με το λίγο φως –

μέσα στην ρέμβην έτσι θα οραματισθώ

για νάρθουν της Αγάπης, για νάρθουν η Σκιές. (1920)

 ~~~~~~~~~~~~~~~~

 ΕΙΣ ΤΑ ΠΕΡΙΧΩΡΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ

 Σαστίσαμε στην Αντιόχειαν όταν μάθαμε

τα νέα καμώματα του Ιουλιανού.

 

Ο Απόλλων εξηγήθηκε με λόγου του, στην Δάφνη!

Χρησμό δεν ήθελε να δόσει (σκοτισθήκαμε!),

σκοπό δεν τόχε να μιλήσει μαντικώς, αν πρώτα

δεν καθαρίζονταν το εν Δάφνη τέμενός του.

Τον ενοχλούσαν, δήλωσεν, οι γειτονεύοντες νεκροί.

 

Στη Δάφνη βρίσκονταν τάφοι πολλοί. –

Ένας απ’ τους εκεί ενταφιαμένους

ήταν ο θαυμαστός, της εκκλησίας μας δόξα,

ο άγιος, ο καλλίνικος μάρτυς Βαβύλας.

 

Αυτόν αινίττονταν, αυτόν φοβούνταν ο ψευτοθεός.

Όσο τον ένοιωθε κοντά δεν κόταε

να βγάλει τους χρησμούς του· τσιμουδιά.

(Τους τρέμουνε τους μάρτυράς μας οι ψευτοθεοί).

 

Ανασκουμπώθηκεν ο ανόσιος Ιουλιανός,

νεύριασε και ξεφώνισε: Σηκώστε, μεταφέρτε τον,

βγάλτε τον τούτον τον Βαβύλα αμέσως.

Ακούς εκεί; Ο Απόλλων ενοχλείται.

Σηκώστε τον, αρπάξτε τον ευθύς.

Ξεθάψτε τον, πάρτε τον όπου θέτε.

Βγάλτε τον, διώξτε τον. Παίζουμε τώρα;

Ο Απόλλων είπε να καθαρισθεί το τέμενος.

 

Το πήραμε, το πήγαμε το άγιο λείψανον αλλού.

Το πήραμε, το πήγαμε εν αγάπη κ’ εν τιμή.

 

Κι ωραία τοόντι πρόκοψε το τέμενος.

Δεν άργησε καθόλου, και φωτιά

μεγάλη κόρωσε: μια φοβερή φωτιά:

και κάηκε και το τέμενος κι ο Απόλλων.

 

Στάχτη το είδωλο· για σάρωμα, με τα σκουπίδια.

 

Έσκασε ο Ιουλιανός και διέδοσε –

τι άλλο θα έκαμνε – πως η φωτιά ήταν βαλτή

από τους Χριστιανούς εμάς. Ας πάει να λέει.

Δεν αποδείχθηκε· ας πάει να λέει.

Το ουσιώδες είναι που έσκασε. (1933)

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π.ΚΑΒΑΦΗΣ (1863-1933)

 

Από τα ανθολογούμενα ποιήματα “ΚΑΒΑΦΗΣ-ΑΠΑΝΤΑ”

ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1896-1933 – Τόμος Β΄)

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΝΤΑΖΗ ΦΥΚΙΡΗ

ΑΘΗΝΑ, 1982

 

 

 

Επιλογή ποιημάτων και μεταφορά στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό Αρχείο Βιβλιοθήκης)

 

 

Επί-Λόγου – Λεύκωμα – Αφιερώματα – Απρίλιος 2021