ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΙΙ. ΣΤΗ ΜΑΧΗ
Ο ήλιος πρόβαλλε πλέον καθαρά ντυμένος την πορφυρένια του χλαμύδα πάνω από τον ορίζοντα. ΄Εριξε για μια στιγμή ένα νυσταγμένο βλέμμα στην αγουροξυπνημένη πλάση και τράβηξε αδιάφορος, με την αδιαφορία που προκαλεί η ρουτίνα, για το καθημερινό του δρομολόγιο. Οι στρατιώτες δίπλα κάπνιζαν νευρικοί, αμίλητοι, με την αγωνία της αναμονής στα πρόσωπά τους. Οι πιο παλιοί φαίνονταν περισσότερο ήσυχοι. Καθώς τους κοίταζα, έβλεπα μέσα στα μάτια τους να υπάρχει περισσότερος οίκτος για μας παρά φόβος για εκείνα που θ’ αντιμετώπιζαν σε λίγο. Παρ’ όλο που μόλις είχε βγει ο ήλιος, η ζέστη άρχιζε να μας σιγοψήνει κιόλας.
Ένιωσα τον ιδρώτα κόμπους κόμπους, να γλυστρά κατά μήκος της ραχοκοκκαλιάς μου. Παράξενη πράγματι μέρα. Το πέρασμα από τη δροσιά στο λιοπύρι είχε γίνει τόσο απότομα, λες και είμαστε σε κάποια ακύμαντη, αχλή θάλασσα του Ινδικού. Ξεκούμπωσα το πουκάμισό μου προσπαθώντας να ανακουφιστώ λίγο από τη δυσφορία, που μου προκαλούσε η ζέστη και η αγωνία. Μέσα από το μονότονο βούισμα των τζιτζικιών ξεχώριζε μια παράξενη, παγερή σιωπή, που πρώτη φορά ζούσα. ΄Ενα αλλόκοτο συναίσθημα, που δεν αντιλαμβανόσουν με τις αισθήσεις σου, αλλά άγγιζε κατ’ ευθείαν το είναι σου μέχρι τα μύχια της ψυχής σου.
Είχα σχεδόν αφαιρεθεί, χωρίς να σκέπτομαι τίποτα συγκεκριμένο. Στο μυαλό μου στριφογύριζαν θολές σαν εικόνες γυροσκοπίου οι πρόσφατες αναμνήσεις μου. Πότε τα πρόσωπα των δικών μου με την πίκρα και την αγωνία καθρεφτισμένες πάνω τους, όπως τ’ αντίκρισα για τελευταία φορά στον καταυλισμό. Πότε η Μαρία εύθραυστη, αλλά συνάμα καρτερική και πότε η Ράνια δυνατή και αποφασιστική πίσω από την επιφανειακή της λεπτότητα! Περνούσαν οι εικόνες βιαστικά, αβασάνιστα, χωρίς να μου προξενούν καμία σχεδόν εντύπωση και πάντοτε έφταναν μέσα στο αντίστροφο γύρισμά τους μέχρι την παραλία του χωριού μου, εκεί στο μεγάλο αγαπημένο μου βράχο που τον έλουζαν με αφρούς τα κύματα ερεθισμένα στο άγγιγμα του ανέμου. Όμως πάντοτε οι εικόνες σταματούσαν εκεί, χάνονταν πίσω από το παραπέτασμα του νερού και των αφρών σαν μαγικές νεράιδες στο βυθό της θάλασσας. Και το γυροσκόπιο άρχιζε πάλι από την αρχή τη μονότονη πια προβολή των παραστάσεών του. Να… τώρα πλησίαζε πάλι στο τέλος του. Τα κύματα σπάζουν πάνω στο βράχο και οι αφροί τους με χτυπούν στο πρόσωπο. Το βλέπω καθαρά αλλά δε νιώθω τη δροσιά τους. Σιγά σιγά ξεμακραίνει και αυτή η εικόνα. Χάθηκε σε ένα προπέτασμα απέραντου γαλάζιου. Να τώρα θ’ αρχίσει από την αρχή ο κύκλος των αναμνήσεων. Όμως, όχι, κάτι ακούγεται. Κοιτάζω αλλά δε βλέπω τίποτα, μόνο στ’ αυτιά μου έρχεται καθαρά μακρινός βόμβος από μηχανή, που όλο και ζυγώνει, για να μεταλλαχθεί σε ανατριχιαστικό ουρλιαχτό, που μου διαπερνά τα μηνίγγια. «Αεροπλάνα», σκέφτομαι, και νιώθω πάλι εκείνον τον τρελό πανικό να με κυριεύει, όπως την πρώτη εκείνη μέρα. «Πρέπει να φύγω… να κρυφτώ… να τρέξω!». Αλλά τα πόδια μου δε λένε να κινηθούν. Λες και είναι καρφωμένα στο χώμα αιχμάλωτα από τις βαριές αλυσίδες του τρόμου.
Δεν καταλαβαίνω τίποτα πια. Μέσα στο μυαλό μου στριφογυρίζουν θαμπές σαν σ’ εφιάλτη οι εικόνες του καταρημαγμένου χωριού μου. Όλα γκρεμίζονται. Παντού χτυπά αόρατος και τρομερός ο θάνατος. Και η βοή συνεχώς δυναμώνει και όλο ακούγεται πιο κοντά μου, και το ουρλιαχτό της, ουρλιαχτό θανάτου, τρυπώνει ύπουλα μέσα στο μυαλό μου κάνοντάς το να παραλογίζεται και να παρδέρνει. Κάποιος με σπρώχνει με δύναμη και με ρίχνει κάτω, ενώ συγχρόνως μου φωνάζει «Φυλάξου, αεροπλάνα!…». Σχεδόν ταυτόχρονα ένα σμήνος από αεριωθούμενα περνά από πάνω μας, όμοια με κοπάδι από όρνια μου μαλώνουν ποιο θα πρωτοαρπάξει τη λεία. Το τερέτισμα των πολυβόλων τους αντήχησε σαν παραφωνία μέσα στο άγριο μοτίβο της φωνής τους. Ωστόσο εκείνο ήταν ή μάλλον τα πολυβόλα που έφεραν τον τρόμο.
Καθώς ήμουν πεσμένος μπρούμυτα μέσα στο χαράκωμα, με τις σφαίρες να σφυρίζουν ανατριχιαστικά μία σπιθαμή μόλις πάνω από το κεφάλι μου, σκεφτόμουν πως δε χρειαζόταν τίποτ’ άλλο παρά μόνο λίγα χιλιοστά πιο κάτω στην πορεία κάποιας σφαίρας, για να μ’ απαλλάξει απ’ όλα. Από τα προβλήματα, τις απορίες μου και τους φόβους. Ξαφνικά κατάλαβα γιατί εμείς οι άνθρωποι κάνουμε τόσο αλλοπρόσαλλα πράγματα. Είμαστε τραγικά δειλοί και αδύναμοι. Εγώ δεν ήμουν που φώναζα πριν από λίγες ώρες και ζητούσα μια λύση στο πρόβλημά μου; Νάτη τώρα λοιπόν η λύση. Δεν είχα παρά να σηκώσω λίγο το κεφάλι μου και όλα θα ταχτοποιούνταν μια χαρά. Ούτε θα σκότωνα, ούτε θα έβλεπα το θάνατο και την ταπείνωση του ανθρώπου. Όμως όχι μόνο δε σήκωνα το κεφάλι μου αλλά σε κάθε νέο σφύριγμα στριμωχνόμουν ακόμη περισσότερο σαν ασβός μέσα στη φωλιά του. Ναι, όλες τις λύσεις τις είχα εξετάσει σαν πιθανές, όλες εκτός από το θάνατο, γιατί αυτός έπληττε τον εαυτό μου και φοβόμουν να επιχειρήσω ή τι λέω, ούτε που να σκεφτώ δεν ήθελα κάτι τέτοιο. Όχι…! Προκειμένου να γλιτώσω εγώ, παραμέριζα όλους τους ενδιασμούς μου και άφηνα κατά μέρος τους προβληματισμούς που με απασχολούσαν. Αν ήταν να σωθώ, άφηνα αναπάντητα όλα τα γιατί που τόσο με απασχόλησαν. Ήμουν έτοιμος προς χάριν της ζωής μου να σκοτώσω και να καταστρέψω, να κάνω οτιδήποτε. Πόσο δίκιο είχε ο Ανδρέας, όταν μου έλεγε αυτά ακριβώς, πριν από λίγο. Τον θαύμασα για την καθαρότητα της σκέψης του και τη διορατικότητα του μυαλού του. Χωρίς να ξέρει τίποτα περισσότερο από μένα, μπόρεσε ν’ αφήσει κατά μέρος όλες τις ανόητες φιλολογίες και να φτάσει στο τέλος… στην αλήθεια. Γύρισα και τον κοίταξα. Ήταν κι αυτός στριμωγμένος, όμοιος με φοβισμένο ζωάκι, αλλά τουλάχιστον αυτός το ήξερε από πριν, δε φώναζε, δε χειρονομούσε ανόητα λέγοντας λόγια του αέρα, όπως τόσο παιδιάστικα έκανα εγώ! Ήταν ένα φοβισμένο ζωάκι, όμως το παραδεχόταν, ήξερε ποιος είναι και τι θέλει. Ενώ εγώ… εγώ δεν ήμουν τίποτα ούτε άνθρωπος ούτε ζώο, δεν ήξερα τι είμαι και αυτό ήταν το χειρότερο απ’ όλα.
Τ’ αεροπλάνα απομακρύνθηκαν αφού πέρασαν πάνω από τα κεφάλια μας για τρίτη ή τέταρτη φορά. Ποιος μπορούσε να μετράει εκείνες τις ώρες! Κανείς όμως δε κινήθηκε ούτε πόντο από τη θέση του, ξέραμε όλοι μας ότι ήταν απίθανο να μην επιστρέψουν και πάλι. Πραγματικά, αφού έκαναν μια στροφή πάνω από το δάσος ξαναγύρισαν πάλι πίσω, για να συνεχίσουν το μακάβριο έργο τους. Πάλι το άγριο ουρλιαχτό τους μέσα στο μυαλό μου, πάλι το βουητό των βλημάτων αντήχησε δίπλα μου. Ξαφνικά ένα παιδί, που βρισκόταν ακριβώς δίπλα μου ανασηκώθηκε και άρχισε να ρίχνει με το όπλο του προς τ’ αεροπλάνα. Θέλησα να φωνάξω, να το προφυλάξω, αλλά δεν πρόλαβα να συνειδητοποιήσω τη σκέψη μου και το κακό είχε γίνει. Μία ακόμη ριπή και το παλικάρι δίπλα μου σταμάτησε το μάταιο έργο του. Οι σφαίρες από το πολυβόλο του αεροπλάνου μπήχτηκαν στην πλάτη και στο κεφάλι του και βγήκαν από το στήθος και το πρόσωπό του, πριν ακόμη το αίμα προλάβει να τις βάψει! Για λίγο έμεινε μετέωρος και ύστερα σωριάστηκε άψυχος σαν χάρτινη φιγούρα του καραγκιόζη. Κοίταζα με γουρλωμένα μάτια από τον τρόμο και τη φρίκη το πτώμα, που πριν από λίγο ήταν ένας νέος άνθρωπος, γεμάτος όνειρα κι ελπίδες για τη ζωή του. Πριν από λίγες στιγμές αυτά τα δύο μάτια, που τώρα με κοίταζαν κατάματα σαν γυάλινες, υγρές χάντρες γεμάτα παράπονο, έκπληξη και απορία, φανέρωναν αγάπη, ιδανικά, πίστη, ελπίδα!
Μια ανυπόφορη ναυτία, που ακόμη δεν έχω συνειδητοποιήσει αν ήταν φυσική αντίδραση ή επανάσταση του μυαλού μου, ή ακόμα αν θέλετε της ψυχής μου, συντάραξε τα σωθικά μου. Όμως μια άλλη δύναμη, μια ασίγαστη περιέργεια ή ακόμη μαζοχισμός – είναι τόσο ανεξερεύνητη και μυστηριώδης η ψυχή του ανθρώπου – με κρατούσε εκεί στην ίδια θέση και με υποχρέωνε να κοιτάζω συνέχεια, χωρίς διακοπή το απαίσιο εκείνο θέαμα!
Το αίμα πηχτό κόκκινο, όλο αφρούς, αχνίζοντας είχε αρχίσει να ξεπηδά σαν πορφυρός πίδακας από τις ανοιγμένες πληγές. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχε καλύψει όλο του το σώμα και ύστερα κύλησε στο φρυγμένο χώμα, που το ρούφηξε λαίμαργα. ΄Ενιωσα το κεφάλι μου να βουίζει δαιμονισμένα και όλα γύρω μου κιτρίνισαν. Νόμισα ότι από στιγμή σε στιγμή θα λιποθυμήσω. Όμως άντεχα ακόμη. Τα εντόσθιά μου βασανίζονταν από τη φοβερή ναυτία. Ένας νέος αιμάτινος πίδακας και δεν άντεξα να μην κάνω εμετό. Παρ’ όλ’ αυτά όμως δεν εννούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από το μακάβριο θέαμα. Η λύπη και η περιφρόνηση, μπορώ να πω κακία, ήταν ανάμειχτα μέσα στην ψυχή μου. Ίσως ή μάλλον σίγουρα φαίνεται παράξενο, αν όχι τρελό αυτό που λέω και όμως δεν είναι παρά μόνο η αλήθεια των συναισθημάτων μου, έτσι όπως τα έζησα εκείνες τις τραγικά εφιαλτικές ώρες. Πραγματικά τον λυπόμουν αλλά συγχρόνως τον περιφρονούσα! Τον λυπόμουν γιατί έχασε τη ζωή του άδικα, άκαιρα, χωρίς να προλάβει να γευτεί έστω και μια σταγόνα από το ποτήρι της. Μπορεί να είναι η ζωή ένα κοκτέηλ, όπου οι λύπες πλεονάζουν συντριπτικά απέναντι στις χαρές, όμως δεν παύει να είναι πολύ επιθυμητή, γιατί αυτό που μας δίνει, την αίσθηση της ύπαρξης, είναι αρκετά πολύτιμο για να ισοσκελίσει όλα τα άλλα. Και η διαδοχή των συναισθημάτων πέρναγε από τη λύπη στην περιφρόνηση. Ναι τον περιφρονούσα, όπως περιφρονούσα κάποιον ανόητο, γιατί αυτό που έκανε για τους περισσότερους, αν όχι για όλους, είναι πράξη ηρωισμού και αυτοθυσίας, για μένα όμως δεν ξέρω σίγουρα αν ήταν ηρωισμός ή όχι. Πάντοτε σε κάθε μου κίνηση συνηθίζω να βάζω σαν βασική προϋπόθεση τη θετική απάντηση της λογικής. Χωρίς αυτή δεν κάνω ποτέ μου βήμα. Απ’ ό,τι έχω όμως διαβάσει ηρωισμός και λογική δεν συμβαδίζουν. Δεν αρνούμαι, προς θεού, μη βιαστείτε να με καταδικάσετε, την αξία του ηρωισμού. Είναι χρήσιμος διότι οι ήρωες εκτελούν , μπορούν να εκτελούν. Από αυτή τη σκοπιά είναι χρήσιμοι, αλλά η εκτέλεση του σχεδίου είναι το τελευταίο βήμα. Προηγούνται η κατάστρωση και ο προγραμματισμός του και αυτά που είναι τα θεμέλια δεν τα κάνουν, δεν μπορούν να τα κάνουν οι ήρωες! Η δουλειά αυτή είναι για τους μεθοδικούς ανθρώπους. ΄Ομως ο νεαρός δεν ήταν καθόλου μεθοδικός αλλά ούτε και ήρωας γιατί δεν εκτελούσε κανένα συγκεκριμένο σχέδιο, αλλά ενεργούσε ενστικτωδώς, χωρίς να σκέπτεται καθόλου. Φυσικά δεν ήταν δυνατό να προξενήσει ζημιά στ’ αεροπλάνα με το μικρό του όπλο, αλλά και αν παραδεχτούμε ότι κατέρριπτε ένα αεροπλάνο, πράγμα απίθανο, πάλι δεν έλυνε το πρόβλημα. Να γιατί τον περιφρονούσα, μου φαινόταν πως ενέργησε σαν κάποιο άμυαλο ζώο με μόνο οδηγό το ένστικτό του.
Τ’ αεροπλάνα, που ξαναπέρασαν με τρομερό θόρυβο από πάνω μας, έδωσαν τέλος στις σκέψεις και η προσπάθειά μου να κρατηθώ στη ζωή μακριά από τις δολοφονικές τους σφαίρες νέκρωσαν και αυτά ακόμη τα συναισθήματά μου. Ο νεκρός δίπλα μου και όλα όσα τον αφορούσαν μου φάνηκαν ασήμαντα και χάθηκαν σαν τρεμάμενος ιστός αράχνης, που διαλύεται στην παντοδυναμία κάποιου γιγάντιου αναπάντεχου εχθρού. Πέρασαν δύο φορές ακόμη πάνω από τα χαρακώματα και ύστερα απομακρύνθηκαν κατά το βορρά.
Σιγά-σιγά αρχίσαμε να βγαίνουμε από τα χαρακώματα. Στα πρόσωπα όλων μας είχαν αποτυπωθεί η ένταση και ο φόβος που περάσαμε. Για λίγο δε μίλησε κανείς! Όλοι μας σκεφτόμαστε ή μάλλον συνειδητοποιούσαμε τι περίπου μας περίμενε στο μέλλον. Ένας αξιωματικός πιο ψύχραιμος, συνηθισμένος ίσως στη θέα του θανάτου, διέταξε να φροντίσουν τους νεκρούς. Εκτός από το διπλανό μου αγόρι, άλλοι πέντε είχαν αφήσει την τελευταία τους πνοή πάνω στο ξερό χώμα! Μια ομάδα από στρατιώτες τράβηξε έναν-έναν τους νεκρούς έξω από τα χαρακώματα προς την πλευρά του δάσους. Είχα απομείνει να κοιτάζω ασάλευτος το νεκρό παλικάρι, καθώς το έπαιρναν. Τ’ ακίνητα μάτια του λες και με κατηγορούσαν για κάτι, που όμως δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν! Τα χέρια του κρέμονταν άψυχα με τα δάχτυλα γυρισμένα προς τα μέσα παγωμένα στη λαβή, που μέχρι πριν από λίγο κρατούσαν το όπλο του. Ένας παράξενος λήθαργος, που ήταν συγχρόνως και μια περίεργη πνευματική ένταση, με είχε κυριέψει. Μια φωνή γνώριμη δίπλα μου με συνέφερε, «έλα μη το σκέφτεσαι άλλο τώρα!». Ήταν ο Ανδρέας που μίλησε. ΄Ενας Ανδρέας παγωμένος από την τρομερή και γι’ αυτόν εμπειρία, που όμως προσπαθούσε με όλη την δύναμη της ψυχής του να παραμείνει όσο μπορούσε περισσότερο, ψύχραιμος.
– Ναι έχεις δίκιο, απάντησα έτσι για να πω κάτι.
– Γιατί σηκώθηκε από τη θέση του;
– Δεν ξέρω! Εκείνο που σίγουρα ξέρω είναι ότι ήταν ένας βλάκας και μισός, φώναξα αγαναχτισμένος.
Ένιωθα να μισώ τον νεκρό, που πριν από λίγο είχε αφήσει την τελευταία του πνοή δίπλα μου. Τον μισούσα, γιατί έγινε η αιτία να δοκιμάσω την πιο σκληρή εμπειρία μου. Τώρα μόλις συνειδητοποιούσα, γιατί ένιωθα να με κατηγορεί το βλέμμα του. Τον μισούσα και συνάμα ντρεπόμουν γι’ αυτό το συναίσθημα, γιατί ήξερα ότι ήταν πολύ άδικο και εγωιστικό.
– Μην κάνεις έτσι, είπε ο Ανδρέας και με κτύπησε ενθαρρυντικά στην πλάτη, θα συνηθίσεις με τον καιρό… θα συνηθίσουμε όλοι μας!…
[….]
Νίκος Ταβουλάρης
Ποιητής-Πεζογράφος-Δοκιμιογράφος
τ.Πρόεδρος της «Πανελλήνιας ΄Ενωσης Λογοτεχνών»
Μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός»
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Η ΑΝΑΣΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑΣ» («Ωδή στη ματωμένη Κύπρο»)
Αφιερωμένο στους αγνοούμενους της Κύπρου. Στη μνήμη των ηρωικών Τάσου Ισαάκ και Σολωμού Σολωμού.
(σελ.163-168)
Εκδόσεις Όμβρος – Αθήνα 1997
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ:
Ο Νίκος Ταβουλάρης είναι ποιητής-πεζογράφος-δοκιμιογράφος. Γεννήθηκε το 1956 και κατάγεται από την Καρυούπολη Γυθείου Λακωνίας. Είναι έγγαμος και πατέρας δύο παιδιών. Τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην ιδιαίτερη πατρίδα του και σπούδασε Δημοσιογραφία, Μarketing και Διοίκηση Επιχειρήσεων. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια σχετικά με τα ανωτέρω αντικείμενα, μεταξύ των οποίων και την εφαρμογή του χαοτικού Μanagment. Διαθέτει πτυχία Δημοσιογραφίας, GRADUATE DIPLOMA IN MANAGEMENT STUDIES του Αγγλικού ΙSTITUTE OF COMMERCIAL MANAGEMENT (I.C.M.). Επίσης, από το Οlymbian university MBA στα αντικείμενα του MANAGEMENT BY CHAOS THE REAL TIME MΑNAGMENT SYSTEM και HOW TO THINK LIKE A MANAGER. Με τη λογοτεχνία και τη συγγραφή ασχολείται από τη εφηβική του ηλικία.Το πρώτο του μυθιστόρημα, το οποίο ξεκίνησε σε ηλικία 19 ετών, το εξέδωσε το 1997 από τις εκδόσεις «Όμβρος» με τίτλο «Η ανάσα της καταιγίδας-Ωδή στη ματωμένη Κύπρο».Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι αφιερωμένο «Στους αγνοούμενους της Κύπρου – Στη μνήμη των ηρωικών Τάσου Ισαάκ και Σολωμού Σολωμού». Το 2007 εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Με τα φτερά του ανέμου», από τις εκδόσεις «Αμαρυλλίς» και το 2008 την ποιητική ενότητα «Πέτρινος Κόσμος» από τις εκδόσεις «Γ.Χ.Αλεξανδρή». Το 2009 εξέδωσε το βραβευμένο μυθιστόρημα «Ώρα μηδέν», από τις εκδόσεις «Δρόμων», το οποίο είναι ενδεικτικό της γραφής του συγγραφέα και έχει χαρακτηριστεί ως «φιλοσοφικό μυθιστόρημα». Το 2014 εξέδωσε την ποιητική ενότητα «Νυν και Αεί» από τις Εκδόσεις «Όστρια».
Εκτός από τα λογοτεχνικά του βιβλία ο συγγραφέας έχει συγγράψει ικανό αριθμό επιστημονικών-τεχνικών βιβλίων σχετικών με το Managment και το Marketing. Το 2009 εξέδωσε από τις Εκδόσεις «Δρόμων» το πρωτοποριακό βιβλίο Συστημάτων Πωλήσεων «Αρμονική Πώληση». Το ανέκδοτο έργο του Νίκου Ταβουλάρη είναι πληθωρικό και αποτελείται από 20 ποιητικές συλλογές, πέντε μυθιστορήματα, τρία δοκίμια, τρεις συλλογές διηγημάτων, παραμύθια και πραγματείες. Το έργο αυτό έχει δημιουργηθεί σε μια χρονική περίοδο 35 ετών. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στην Αγγλική και Γαλλική γλώσσα. Έχουν δημοσιευθεί πολλές εργασίες του σε περιοδικά και εφημερίδες. Έχει δώσει πολλές διαλέξεις σχετικές με λογοτεχνικά και φιλοσοφικά θέματα και επιπλέον εκτός από τη συγγραφή διδάσκει την τεχνική της λογοτεχνικής γραφής. Οργάνωσε και διηύθυνε την ελεύθερη ομάδα λόγου «Σπείρα», στο πλαίσιο της οποίας πραγματοποιήθηκαν λογοτεχνικές και φιλοσοφικές συζητήσεις. Τιμήθηκε με βραβεία λογοτεχνικών διαγωνισμών σε όλα τα είδη του λόγου, με σηματικότερη τη διάκριση του Α΄Βραβείου ποίησης που απέσπασε το 1998 στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης των Δελφών της «Πανελλήνιας ΄Ενωσης Λογοτεχνών», με το ποίημα «Θα ‘θελα ν’ αγγίξω».
Ο Νίκος Ταβουλάρης διετέλεσε Έφορος της «Πανελλήνιας ΄Ενωσης Λογοτεχνών» για τη διετία 2007-2009 και Πρόεδρος για τη τριετία 2010-2013. Επανεξελέγη στη θέση του Προέδρου για τη διετία 2013-2015. Διετέλεσε Αντιπρόεδρος της «Πανελλήνιας ΄Ενωσης Λογοτεχνών» για τη διετία 2016-2018. Είναι τακτικό μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου “Παρνασσός”.
Επιμέλεια, επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο με την άδεια του συγγραφέα: Τζούλια Πουλημενάκου
Επί-Λόγου – Λεύκωμα – Οκτώβριος 2021