“ΟΜΦΑΛΟΣ” του Οράσιο Καστίγιο

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 

 

Πάρε μια πέτρα – είπε ο αγγελιαφόρος – και σήμανε το κέντρο

του κόσμου.

Ρώτησα από πόρτα σε πόρτα, από πλατεία σε πλατεία,

από πόλη σε πόλη,

αλλά κανείς δεν ήξερε να απαντήσει και συνέχισα στα τυφλά

τον δρόμο,

χάνοντας κάποτε την πορεία, ξαναβρίσκοντάς την,

εμπιστευόμενος τα λόγια του αγγελιαφόρου:

Πάρε μια πέτρα και σήμανε το κέντρο του κόσμου.

Πάνω από μια φορά ήμουν έτοιμος να τα παρατήσω,

να ριχτώ για πάντα δίπλα στο όνειρο των γονιών,

αλλά αίφνης η καρδιά άρχισε να χοροπηδά μέσα στο στήθος,

έρχονταν στο στόμα μου λέξεις μιας άγνωστης γλώσσας,

και επισπεύδοντας το βήμα μου αναφωνούσα: Προτού χαθεί

το άστρο.

΄Ετσι, έφτασα σε μια γη όπου το πρώτο που είδα

ήταν ένας άντρας που είχε κάνει μια τρύπα σε έναν τάφο

και ρίχνοντας δροσερό νερό επαναλάμβανε: Πιες, γιε μου.

Ύστερα είδα ένα πλήθος που έσκαβε τον τόπο

και ανασύροντας τα κόκαλα των νεκρών τα έβαζε

σε ένα κάρο,

μπροστά από το οποίο πήγαινε μια γυναίκα πετροβολώντας

τον ήλιο

και ουρλιάζοντας: Κρύψου, για να μη βρει ο θάνατος

τον δρόμο.

Επίσης, είδα ένα πουλί που είχε βγει από ένα πηγάδι

και στεκότααν επάνω στο πεζούλι, δίπλα απ’ το οποίο

είχαν μαζευτεί

οι γυναίκες για να το ρωτήσουν:

Τι έχεις δει εκεί κάτω; – ρωτούσαν. Και το πουλί απαντούσε:

Έχω δει άντρες γουλί, μουτσάτσες αχτένιστες,

παιδιά να δαγκώνουν το σκοτεινό μήλο τού τίποτα.

Τότε οι γυναίκες έσκυβαν πάνω από το στόμιο του πηγαδιού

κι έριχναν, μουγκρίζοντας, μεγάλα κλωνάρια βασιλικού.

Εκεί υπήρχε ένα τεράστιο δέντρο, ένας απολιθωμένος κορμός,

δίπλα απ’ τον οποίο οι μουτσάτσες γέμιζαν με μαλλί μαξιλάρια

και στρώματα, και, φτιάχνοντας κοτσίδα τα μαλλιά της νύφης,

τραγουδούσαν:

“Ω, λευκή μου βαμβακιά, κανείς δεν θα σε διώξει,

και η αυλή μας θα έχει τη χάρη, το σπίτι μας φως”.

Οι άντρες χόρευαν βαριά σε κύκλο

κι εκείνος που έσερνε τον χορό, χτυπώντας το έδαφος με το πόδι,

τραγουδούσε: “Αυτή είναι η γη που θα μας φάει,

αυτή είναι η γη που τρώει παιδιά, λουλούδια και μουτσάτσες”.

Έφτασα δίπλα στο δέντρο και χόρεψα με εκείνους τους άντρες,

πιασμένοι απ’ τον ώμο χορέψαμε όλη τη νύχτα,

ώσπου το στόμα μου άρχισε να ψελλίζει μια γλώσσα

άγνωστη

και ξανάκουσα τη φωνή του αγγελιαφόρου:

Πάρε μια πέτρα και σήμανε το κέντρο του κόσμου.

Πήρα μια πέτρα και την έβαλα δίπλα απ’ το δέντρο

και η πέτρα γέμισε φύλλα, το δέντρο του ήλιου.

 

                                                                                    Συλλογή “Αλάσκα” (Alaska, 1993)

 

ΟΡΑΣΙΟ ΚΑΣΤΙΓΙΟ   (HORACIO CASTILLO 1934-2010)

 

Από το βιβλίο – ΟΡΑΣΙΟ ΚΑΣΤΙΓΙΟ “Οι γάτοι της Ακρόπολης και άλλα ποιήματα” –

Μετάφραση: Xαράλαμπος Π.Δήμου

Δεύτερη έκδοση

ΟΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΥΝΑΔΕΛΦΩΝ – 2012

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

Επιλογή ποιήματος και μεταφορά για το “Επί-Λόγου” : Τζούλια Πουλημενάκου

(Αρχείο Ιδιωτικής Βιβλιοθήκης)

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Αφιερώματα –  Οκτώβριος 2021