“ΡΕΒΕΚΚΑ” του Πότη Κατράκη

(Απόσπασμα)

Ήτανε μέρα Κυριακή εννιά ήταν η ώρα

ο ήλιος μόλις είχε βγει δίχως βροχή και μπόρα

την πήρε με την κούρσα του και πήγαν στο Μουσείο

να δούνε τα αγάλματα κι όλο το μεγαλείο

ενός λαμπρού πολιτισμού που η Ελλάδα είχε

και τώρα η πατρίδα του από καιρό κατείχε.

Μοναδικά του φώναξε μα τα ‘χετ’ αγοράσει

ή μέσα στο Μουσείο σας τα έχετε περάσει

έτσι γιατί τ’ αρπάξατε χωρίς να τα πληρώστε

κι όλα εδώ τα φέρατε χωρίς δραχμή να δώστε;

   ******

 Πολλή κουβέντα γίνεται πως τα ‘χουμ’ αποκτήσει

κι από καιρό τα έχουμε εδώ τοποθετήσει

αν δώσαμε γι’ αυτά λεφτά ή τα ‘χουμε κλεμμένα

και αν θα πρέπει να ‘ναι δω με τη σειρά βαλμένα

είναι ένα ερώτημα με δύο απαντήσεις

και σ’ όποιονε διάλογο δίνονται δύο λύσεις.

Η μία πως τα σώσαμε ‘πο την καταστροφή τους

και λόγος να μη γίνεται για την επιστροφή τους

γιατί αν έμεναν εκεί μέσα στον Παρθενώνα

που ήταν ένα φρούριο εκείνον τον αιώνα

όπου εβομβαρδίζετο χτυπιόταν με οβίδες

‘πο κάποιο πυροβολικό κι όχι με αραβίδες

μάλλον δε θα υπήρχανε θα ήτανε κομμάτια

καικ δε θα τα ξανάβλεπαν άλλων ανθρώπων μάτια

ενώ τώρα τα βλέπουμε εμείς κι εσείς ακόμη

και τούτη είναι μια σωστή αλλά και πρώτη γνώμη.

Η άλλη ότι θα ‘πρεπε και να επιστραφούνε

μετά απ’ όσα έγιναν στη θέση τους να μπούνε

την τελευταία άποψ η και ‘γω υποστηρίζω

και κάθε μια προσπάθεια επιστροφής στηρίζω.

   ******

 Μετά πήγαν και κάθισαν κάπου για να δειπνήσουν

και γι’ άλλα ενδιαφέροντα εκεί να συζητήσουν.

Πριν απ’ το βράδυ φτάσανε να δουν την κατοικία

που κατοικούσε μόνος του και είχε ησυχία.

Ήταν ένα διαμέρισμα ωραίο στο Λονδίνο

που έμενε μονάχος του όλο τον χρόνο κείνο

μπήκαν σ’ ένα δωμάτιο πήραν κάτι να πιούνε

‘βάλαν την τηλεόραση και κάτι για να δούνε

μετά στο πιάνο κάθισε και άρχισε να παίζει

διάφορα που ‘ταν πιο γλυκά και από πετιμέζι

μα τη Ρεβέκκα έκαναν να τον κοιτά με γλύκα

και να του λέει τυχερή είμαι αφού σε βρήκα

και έδιωξες ‘πο πάνω μου κάθε αμφιβολία

που ξαφνικά μου έφερε αυτή η ιστορία

γύρω ‘πο την υγεία μου και ό,τι έχω πάθει

απ’ του κορμιού μου την πληγή και της ψυχής τα βάθη.

Πολλά όσα με δίδαξες και με ‘κανες σαν πρώτα

να νιώθω όλα γύρω μου και μ’ άναψες τα φώτα

να δω όσα δεν έβλεπα μετά ‘πο τόσα πάθη

από ζηλόφθονους εχθρούς κι από δικά μου λάθη

γιατί κι εγώ όπως και συ βάλθηκα να αλλάξω

το σάπιο και το βάρβαρο στη λήθη να πετάξω

τον κόσμο ‘πο τη διαφθορά που ‘χουμε στην Ελλάδα

κι αντί φουρτούνες και χιονιάς να απλωθεί λιακάδα.

Συνήθισα όπως και συ μόνη μου να παλεύω

και πάντα στο καλύτερο και στα ψηλά σκοπεύω

κι όλα που έχω σήμερα σε μάχες τα ‘χω πάθει

πολλά και ‘γω κατόρθωσα μα έκανα και λάθη.

Νομίζω πιο ψηλότερο στον κόσμο δεν υπάρχει

να κάνεις μία πρόβλεψη για ‘να κακό που θα ‘ρθει

και πάντα ν’ αγωνίζεσαι για να το αποτρέψεις

και όσο ζεις πάνω στη γη τέτοιες να έχεις βλέψεις.

   ******

 Καλά βλέπω το μάντεψες και έχεις καταλάβει

γιατί το ιερατικό καθήκον έχω λάβει

όχι ‘πο πίστη μου καμιά στη του Χριστού θρησκεία

αλλά ‘πο θαυμασμό αυτού εις τη φιλοσοφία

που όχι μόνο κήρυξε σαν άλλους φιλοσόφους

Έλληνες Ισραηλινούς και Ευρωπαίους τόσους

αλλά και τήνε σφράγισε με το παράδειγμά του

μένοντας αμετάπειστος την ώρα του θανάτου.

Αυτού ‘γω το παράδειγμα θέλω να συνεχίσω

και έργο ανεξίτηλο πίσω μου να αφήσω

στα σύγχρονα προβλήματα θέλω να καταγίνω

και ένας νέος μάρτυρας με τον καιρό να γίνω

στον κόσμο που κατρακυλά και στον γκρεμό πηγαίνει

που βγαίνει έξω ‘πο το φως και στο σκοτάδι μπαίνει

της γης τον υπερπληθυσμό μήπως και σταματήσω

και όρθιο στα πόδια του τον κόσμο να κρατήσω

που ‘ναι πηγή κάθε κακού στην εποχή που ζούμε

κι αν συνεχίσει στο εξής καταστροφή θα δούμε

θα μολυνθούν τα ύδατα οι πάγοι θ’ απλωθούνε

θα πλημμυρίσουν θάλασσες στα σπίτια μας θα μπούνε

κάμποι θα ερημώσουνε πόλεις θα καταστρέψουν

θάνατο και μαρτύρια οι άνθρωποι να δρέψουν.

Ο υπερπληθυσμός αυτός αντί να λιγοστεύει

σ’ Ευρώπη και Αμερική να απλωθεί γυρεύει

φέρνοντας με το άσυλο πολλούς δυστυχισμένους

με ήθη και με έθιμα όλους εμβολιασμένους

για να γεννούν πολλά παιδιά κι έτσι να πλημμυρίσουν

με πληθυσμούς πολυπληθείς και να τις αφανίσουν.

Αντί για να μειώσουνε τις ήδη κορεσμένες

χώρες Ασίας κι Αφρικής στον όλεθρο δοσμένες
ανοίξανε τα σύνορα ως πόρνες και αυξάνουν

χωρίς αυτά που έρχονται στο νου τους να τα βάνουν

με αλλοθρήσκους πληθυσμούς φτωχούς και πεινασμένους

στις πολλαπλές γεννήσεις τους τυφλά παραδομένους

από θρησκείες κι έθιμα που ‘ναι παρωχημένα

και οδηγούν τον άνθρωπο στης φρίκης τα γραμμένα.

Σε όλα τούτα βάλθηκα να βάλω ένα φράγμα

με πρόταξη το ράσο μου σ’ ένα μεγάλο δράμα

που έρχεται σα χείμαρρος την πλάση να ρημάξει

στη βρώμα και στη σκοτεινιά του βούρκου να πετάξει

συνεχιστής τώρα και ‘γω του ΜΕΓΑ ΝΑΖΩΡΑΙΟΥ

του άφθαστου φιλόσοφου και μάρτυρα γενναίου

θα κάνω ό,τι δυνατόν ώστε να δικαιώσω

την παρουσία μου στη γη τον άνθρωπο να σώσω

από τον υπερπληθυσμό και τα ακόλουθά του

προοίμιο για τον άνθρωπο ενός φρικτού θανάτου.

   ******

 Όμως σε μια ερώτηση θέλω να μ’ απαντήσεις

κι αν θέλεις κάτι να μου πεις αν όχι να σιωπήσεις

εάν ανήκεις στ’ ανδρικό για εις το τρίτο φύλο

και αν θα μου επέτρεπες για να σε κάνω φίλο

κι όσο θα είμαι πλάι σου και μέχρι που να φύγω

αν πρέπει να ‘μαι χώρια σου ώστε να αποφύγω

κάποτε να σ’ ερωτευτώ και φύγω πληγωμένη

αφού σου είναι φανερό πως είμαι παντρεμένη.

   ******

 Για μια στιγμή την κοίταξε με προσοχή στα μάτια

κι απάντησε πως περπατά σε λάθος μονοπάτια

στο τρίτο φύλο δυστυχώς από παιδί ανήκει

όμως δεν είν’ ελάττωμα που προκαλεί τη φρίκη

μα είναι κάτι και αυτό που έπλασε η φύση

για το δικό της το σκοπό τον έχει ξεχωρίσει

και το ‘χει πια αποδεχτεί σαν κάτι αναγκαίο

από ‘να χέρι θεϊκό κρυφό μα και ωραίο

μ’ αξιοπρέπεια το κρατά και σεβασμό μεγάλο

κι ότι δεν θα χαιρότανε να είναι κάτι άλλο.

Ότι αυτό του έδωσε τον χρόνο ν’ αναλώσει

για της ζωής τα δύσκολα και πιο πολλά να δώσει

για έναν άγνωστο Θεό που κυβερνά την πλάση

και που μπροστά στην όψη του ποτέ του δε θα φτάσει.

   ******

 Μετά ‘πο ώρες αρκετές επέστρεψαν και πάλι

μακρά από τον θόρυβο και του μυαλού τη ζάλη

και μέσα στο διήμερο και τον Δημήτρη παίρνει

του λέει θεραπεύτηκε και σε τρεις μέρες βγαίνει

απ’ το θεραπευτήριο και να ‘ρθει να την πάρει

αφού πια απαλλάχτηκε απ’ της ψυχής τα βάρη

και έγινε πάλι καλά πέρδικα να πετάξει

φεύγει από το ίδρυμα και όλα είν’ εν τάξει.

Σε πέντε μέρες έφτασε σ’ αεροπλάνο μπήκε

γυρίσανε στο σπίτι τους και ησυχία βρήκε.

  ******

 Χαρούμενη και υγιής γύρισε στη δουλειά της

κι αμέσως ασχολήθηκε με τα καθήκοντά της

με ένα βίο ήσυχο γεμάτο αναμνήσεις

που σου ‘δινε εφόδια καλύτερα να ζήσεις.

Σιγά-σιγά περάσανε ‘πο τότε κι άλλα χρόνια

και επισκέψεις κάνανε πολλές τα χελιδόνια.

Η Ρόζα εμεγάλωσε έγινε δεσποινίδα

έπιασε τα δεκαεφτά και είχε την ελπίδα

να γίνει ένα μανεκέν να μπει στην πασαρέλα

αφού ‘τανε μία ψηλή πανέμορφη κοπέλα

όμως εις την προσπάθεια να κάνει σιλουέτα

και να σκορπάει ευωδιά σαν άνοιξης βιολέτα

έπαθε μία τροφική στο σώμα αλλεργία

και άρχισε κάθε στιγμή να τρώει με λαιμαργία

βάρος να χάνει συνεχώς και να αδυνατίζει

δύσκολα πια να περπατά αλλά και να τρεκλίζει.

Μετά από προσπάθειες και μέσα σ’ ένα χρόνο

που η Ρεβέκκα πέρασε με ταραχή και πόνο

κατόρθωσε σιγά-σιγά πάλι να επανέλθει

να επιστρέψει στα παλιά και πλήρως να συνέλθει.

   ******

 Για να μην επαναληφθούν στο μέλλον πια τα ίδια

και για να μην ξαναβγούν απ’ τις φωλιές τα φίδια

οι ψυχολόγοι σύστησαν ν’ ασχοληθεί με κάτι

ώστε να είναι στο εξής η μέρα της γεμάτη

να συγκεντρώσει το μυαλό σε κάτι που να πρέπει

ν’ ανακουφίζει την ψυχή χρυσούς καρπούς να δρέπει.

Πολλοί της είπαν στο χορό, να ζωγραφίζει άλλοι

και άλλοι με την ποίηση που ‘χει περίσσια κάλλη.

Μα τελικά προτίμησε ποιήτρια να γίνει

να πάει για φιλόλογος κι εκεί να παραμείνει.

Όμως κάποιος της σύστησε πως πριν να ξεκινήσει

σε κάποιο δύσκολο σκαλί θα πρέπει να πατήσει

ν’ αρχίσει θεωρητικά πρώτα να την μαθαίνει

κι έπειτα σκαλί-σκαλί πιο πάνω ν’ ανεβαίνει.

Σαν δάσκαλο της σύστησαν τον Ομηρίδη Γιώργο

που έγραφε την ποίηση χωρίς κανένα ψόγο

εγνώριζε πολύ καλά όλη τη θεωρία

και εκμεταλλευόμενη αυτή την ευκαιρία

μαθήματα ξεκίνησαν το πρώτο καλοκαίρι

και όλα πλέον δείχνανε πως θα τα καταφέρει.

Η ποίηση της έλεγε έχει βαθιά τις βάσεις

και είναι απαραίτητο μέχρι εκεί να φτάσεις

ώστε να πιάσεις την αρχή να την κατανοήσεις

και έπειτα με τον καιρό βιβλία να γεμίσεις.

Φτάνει μέχρι τον Όμηρο κι ακόμη παραπέρα

και πάντοτε τραγούδαγε μαζί με τη φλογέρα

είχε ρυθμό και νόημα χαμόγελα και χάρη

και σκόρπαγε τη σκοτεινιά και της ψυχής τα βάρη.

Αλλά πριν δυο τρεις αιώνες ήρθαν τα πάνω κάτω

πολλοί προφήτες φάνηκαν κι ανάτρεψαν το πιάτο.

Μπολιάστηκε και γέννησε τρεις άλλες θυγατέρες

που άρχισαν να περπατούν σαν όμορφες κρουστέρες.

Η μια τρελή παράλογη η δεύτερη με γνώση

η τρίτη η πιο όμορφη τα πιο πολλά να δώσει.

Μοντέρνα ονομάσανε την πρώτη κάποια μέρα

τη δεύτερη την πιο σεμνή με μπρίο και αέρα

που ήταν στην παράδοση από καιρό ταγμένη

από τα χρόνια τα πολλά σοφία φορτωμένη

είπαν παραδοσιακή σύντροφο του ανθρώπου

στον χώρο τον ελληνικό αλλά και κάθε τόπου.

Την τρίτη τη νεότερη την πιο χαριτωμένη

με τα πολλά στολίδια της βραβεία φορτωμένη

μεταμοντέρνα βάφτισαν τη φόρτωσαν αστέρια

και στα μαλλιά της πέταξαν σμάρια τα περιστέρια.

Μ’ αντί για να καθίσουνε μόνες τους να τα βρούνε

αφού όλες ταχτήκανε για να υπηρετούνε

τον όπου άνθρωπο στη γη τον μόνο αποδέκτη

τον τροβαδούρο της χαράς και της σοφίας δέκτη

άρχισαν να τσακώνονται και να μαλλιοτραβιούνται

με νύχια δόντια και καρφιά σαν τίγρεις να χτυπιούνται

ώσπου απομακρύνανε τον κόσμο από κοντά τους

και τελικά τους έμειναν στα χέρια τα μαλλιά τους.

   ******

 Η Ρόζα τόνε άκουγε με προσοχή και χάρη

για να φορτώσει το μυαλό και πιο πολλά να πάρει

και τελικά τον ρώτησε ποια να ακολουθήσω

και ποια από αυτές τις τρεις μου λέτε να ψηφίσω;

   ******

 Εάν θέλεις να βραβευθείς από την πολιτεία

εφόσον γράψεις άριστα θα ‘χεις την ευκαιρία

για ν’ αποσπάσεις κάποτε και κρατικό βραβείο

που θα σου δώσει δύναμη κι όλο το μεγαλείο

θ’ ακολουθήσεις την τρελή και τη νεοφερμένη

απ’ της Ευρώπης την κοιλιά σαν κόρη γεννημένη.

Αν θέλεις μόνο ο λαός να σε χειροκροτάει

να σ’ αντικρίζει σαν θεά και να σε αγαπάει

διάλεξε την παράδοση και πιάσε τη σοφία

της φύσης τα παράδοξα και τη φιλοσοφία.

Αν θέλεις νέους ατραπούς και δρόμους να χαράξεις

και σαν περήφανος αητός στα νέφη να πετάξεις

μεταμοντέρνα διάλεξε και κει να παραμείνεις

κι ό,τι ωραίο κι αγαθό στον άνθρωπο να δίνεις.

Μα πριν απ’ την επιλογή μάθε το παρελθόν τους

το μέλλον τους και το παρόν τον ακριβή σκοπό τους.

Αν θέλεις πια όπως και εγώ όλες να τις φροντίζεις

κι απλόχερα τις χάρες τους στον κόσμο να χαρίζεις

άρχισε να υπηρετείς όλες σαν αδερφάδες

πανέμορφες και διαλεχτές του πνεύματος κυράδες.

ΠΟΤΗΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ

ΠΟΙΗΤΗΣ

Απόσπασμα από την ποιητική σύνθεση “ΡΕΒΕΚΚΑ”

(Επική Ποίηση στίχοι 2972-3207)

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΛΕΞΙΤΥΠΟΝ

ΑΘΗΝΑ 2021

 

Επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο με την έγκριση του συγγραφέα: Τζούλια Πουλημενάκου 

(Προσωπικό Αρχείο Βιβλιοθήκης)

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Απρίλιος 2021