“Η ΑΚΛΗΡΗ” του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

     ΔΙΗΓΗΜΑ  

    Βέβαια, η τύχη της το είχε, κοντά εις όλα τ’ άλλα βάσανά της, να ευρεθή και στο σπίτι της αυτό, όπου εκατοικούσε, εις μέρος τόσον παράμερον, και τόσον ξανοιχτόν συνάμα· σιμά εις τον αιγιαλόν, κατέναντι εις μικράν πλατείαν, και ανάμεσα εις δύο εργαστήρια, το εν σιδηρουργείον, το άλλο βαρελάδικον. Διότι όλα αυτά τα διάφορα μέρη ήσαν ως κυψέλαι, ως σφηκοφωλεαί, όπου εμαζώνοντο καθημερινώς όλες “ο ι    κ λ ή ρ ε ς” της γειτονιάς και του χωρίου, κι’ εθορυβούσαν, κι’ εχαλνούσαν τον κόσμον.

     Νέα όταν ήτον η Μαχώ, εν όσω είχε ακόμα ελπίδα, ν’ αποκτήση κι’ αυτή τέκνον, εσυνήθιζε ν’ αγαπά ό,τι σήμερον ωνόμαζε “κλήρες”, τα παιδιά του κόσμου. Αλλ΄αφού είχε κάμει τόσα ταξίματα και μετεχειρίσθη ψευτογιατρικά, κι’ επήγε δύο τρεις φορές στα “Θέρμα”, και η στείρωσίς της δεν εθεραπεύθη, και δεν ημπόρεσε να καρπογονήση – τώρα, τελευταίον, εξενιτεύθη και ο σύζυγός της, κι’ αυτή πλέον ήρχισε να γηράζη – δεν ημπορούσε πλέον να υποφέρη τα μικρά παιδία· καθίσταντο λίαν οχληρά!

     Διότι, ο γιαλός είχε βάρκες, και μέσα στις βάρκες επηδούσαν οι κ λ ή ρ ε ς, κι’ εφώναζαν, και ατακτούσαν· αν ήτον καλοκαίρι, πρωϊ, βράδυ, μεσημέρι, δεν έπαυαν να κολυμβούν κι’ εβουλιούσαν τις βάρκες, κι’ έκαναν διαβολεμένο θόρυβον· και η μικρά πλατεία είχε δέντρα, κι’ επάνω στα δέντρα ανερριχώντο οι κλήρες, κι’ έτρωγαν μισοάγουρα τα μούρα και τα ζίζυφα, κι’ εκυνηγούσαν τα πουλιά, κι’ έσπαζαν τα κλωνάρια· και κανέν απ’ αυτά δεν έπιπτε ποτέ κάτω να μισερωθή, δια να πάρουν φόβον τ’ άλλα. Και από το εν εργαστήριον ο βαρελάς ήτον άνθρωπος μαλακός κι’ επέτρεπεν εις τις κλήρες να κυλούν τα βαρέλια, να του χαλούν τα στεφάνια, να κάμουν ώρες-ώρες τρομερόν βόμβον εις την γειτονιάν. Και όσον δια τους δύο αδελφούς γύφτους του άλλου εργαστηρίου, ο μάστρο-Γιάννης, όσον και αν τα εμάλωνε, δεν ημπορούσε να τα περιορίση· και ο Γιάλα-Ντρίτσας επικαλούμενος, ο άλλος αδελφός, ήτον πάντοτε σχεδόν μεθυσμένος κι’ οι μάγκες είχαν εύρει με αυτόν καλή διασκέδασιν. Εκτυπούσαν κι’ έσπαζαν τους φυσητήρες, έκλεπταν τεμάχια σιδήρων, του ήρπαζαν τις βρεχτούρες, και τον εκυνηγούσαν με αλλαλαγμούς και φωνές.

– Γιάλα-Ντρίτσα! Γιάλα-Ντρίτσα!

     Δίπλα εις το σπίτι της θειάς Μαχώς, εκατοικούσε η Αφροδώ, με τον άντρα της και τα παιδιά της. Η Αφροδώ είχε – πώς τα μοιράζει ο Θεός! – οκτώ παιδιά, όλο κορίτσια! Εν μόνο αγόρι είχε κάμει, και ως δια να διορθωθή το πανόραμα της φύσεως, της το είχε πάρει ο χάρος. Κάποια εχθρά της στρίγκλα, τις οίδε ποία, της είχε ρίξει τα κορίτσια επάνω στον γάμον της, όταν ανεγινώσκετο ο Αρραβών. Δεν είχαν λάβει πρόνοιαν οι δικοί της, να της βάλουν το Τετραβάγγελον εις τον κόρφον της. Άλλως, ο πενθερός της, έλεγαν, ότι εδιάβαζε τον Σολομωνικήν, και ίσως εκείνη η αμαρτία να είχε φθάσει…

    Είχεν οκτώ κορίτσια, όλα ως αραπάκια, το εν μελανώτερον του άλλου. Αλλ’ όταν έφθαναν το εν μετά το άλλο, και πολύ σύντομα, εις την ήβην, όλα εξάσπριζαν, ωμόρφαιναν, εγίνοντο αγνώριστα… Αυτά κατορθώνει η δημιουργός μήτηρ, η φύσις!

    Η θειά Μαχώ, “σαν ψέμματα, σαν αλήθεια”, της είχε ζητήσει να της δώση εν των κορασίων της, να το υιοθετήση. Η Αφροδώ, με όλας τα ανάγκας της (ο σύζυγός της, χωρικός, είχεν μικράν τινα κτηματικήν περιουσίαν), αδιστάκτως ηρνήθη!…

    Μίαν χρονιάν, όταν ήλθεν η Μεγάλη Εβδομάς, από την Τετάρτην εσπέρας, καθώς διεκόπησαν τα μαθήματα του δημοτικού σχολείου, όλες οι “πανούκλες” του χωριού, του σχολείου, και του δρόμου, είχαν κολλήσει γύρω, εις την μικράν πλατείαν και εις το σιδηρουργείον, κι’ έκαμνον δαιμονικόν θόρυβον. Απαιτούσαν από τον Γιάλα-Δρίτσαν να τους δώση μεγάλα καρφιά, “τζαβόττες”, δια να καίουν τα καψύλια των. Άλλοι εζητούσαν επιτακτικώς να τους κατασκευάση μικρά “κανονάκια”. Έψαλλον τον στίχον του άσματος:

 Χαλκιά, χαλκιά, φτιάσ’ μας καρφιά,

φτιάσ’ μας πειρούνια τρία

ο σκύλος ο παράνομος…

    Η βρεχτούρα έπαιζε μέγα μέρος εις όλην αυτήν την διαμάχην και την στιχομυθίαν. Την μίαν την είχαν κλέψει οι μάγκες, και την έβρεχαν με θαλάσσιον νερόν, ο Γιάλα – Δρίτσας τούς εφοβέριζε με την άλλην.

    Εις επίμετρον, ο νέος δήμαρχος, όστις είχε εκλεχθή το έτος εκείνο, θέλων να νεωτερίση και να μιμηθή ό,τι γίνεται εις τας πόλεις είχε διατάξει να κατασκευασθή εξέδρα επί της μικράς πλατείας, δια να ψαλή η Ανάστασις. Ο ναός απείχε περί τα διακόσια βήματα. Επάνω εις τους δοκούς και εις τα ξύλα και τα σκελετά εκείνα, εκόλλησαν όλες οι “κλήρες” και δεν εξεκολλούσαν. Περισσότερον θόρυβον έκαμνον αυτοί παρά όσην δουλειά οι μαστόροι, από το πρωί ως το βράδυ· ωμοίαζον με μυίγες, οπού είχαν πέσει επάνω εις κολλητικόν γλυκύ στρώμα. Παν νεοφανές πράγμα ήτο δι’ αυτούς ανέκφραστος αγαλλίασις.

    Η πτωχή η “Άκληρη”, δεν ετόλμα πλέον ν’ ανοίξη παράθυρον, να τους επιπλήξη. Είχε διδαχθή εκ πικράς πείρας, ότι το “να τους μαλώνη” τις ήτο δι’ αυτούς μεγάλη διασκέδασις· και άλλο καλλίτερο δεν εζητούσαν, ειμή να εύρουν πλάσμα τι, να κάμνη το σοβαρόν, δια να τον πάρουν “στο μεζέ”. Προ πολλού καιρού ήδη είχε λάβει τα μέτρα της, να μην παραπονήται ποτέ, αλλά να υποφέρη εν άκρα υπομονή. Το οποίον είναι σπανία φρόνησις, και δι’ άνδρα ακόμη.

    Τέλος ήλθεν η νύκτα του Μεγάλου Σαββάτου. Τα μεσάνυκτα εψάλη η Ανάστασις, επί της εξέδρας, κατά τα σχέδια του νέου δημάρχου. Όλος ο κόσμος εστάθη γύρω εις την εξέδραν, οι γυναίκες ολίγον παραπίσω. Η θεία Μαχώ, μαζύ με άλλας δύο ή τρεις, χήρας ή γραίας, εστάθησαν έξω της γυναικείας θύρας του ναού, κι’ εθεώντο μακρόθεν.

   Γυναίκες τινες εγόγγυσαν, ότι δεν ήκουον ή ότι δεν έβλεπον καλά τα εν τη εξέδρα. Εσυμπέραναν μόνον ότι εψάλλετο το “Χριστός ανέστη” από τας σταυροειδείς ανακινήσεις των λαμπάδων, και από τα ολίγα τρουμπόνια που έπεσαν.

    Πλησίον εις τον όμιλον των χηρών και των γεροντισσών ήλθεν εν δεκαετές παιδίον, το οποίον δεν εφαίνετο ευχαριστημένον. Ήτο μακρυνός ανεψιός της Μαχώς. Μία εκ του ομίλου ήτο η μητέρα του. Ήτο το μόνον παιδίον, το οποίον ήτο κάπως συμπαθές εις την “άκληρη”.

– Ιπέρσ’ ήταν καλά, θειά Μαχώ, είπεν αποτείνας τον λόγον προς την θείαν του.

 “Ιπέρσι”, καθώς ενθυμείτο η Μαχώ, έβρεχε, και η Ανάστασις δεν είχε ψαλή εις τον ύπαιθρον. Αλλ’ ίσως ο μικρός ενθυμείτο εν πυροτέχνημα το οποίον εκάη από παραθύρου γειτονικής οικίας.

– Τάχα θα ζήσουμε και του χρόνου, παιδάκι μ’ ; είπεν η Μαχώ.

     Το παιδίον, απογοητευμένον ήδη, είχεν αρχίσει να χάνη το ιδανικόν του, κι’ ελυπείτο το παρελθόν.

     Η γραία ανησύχει δια το μέλλον.

 

Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα “Ακρόπολις”, 17 Απριλίου 1905

 ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ (1851-1911)-Από το Ανθολόγιο Διηγημάτων

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ-

ΕΠΙΛΟΓΗ ΙΙΙ – ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

                                                     2η Έκδοση-Εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ- ΑΘΗΝΑ, 2011

 

Πηγή φωτογραφίας στην αρχή του κειμένου: ebooks4greeks.gr

 

 

 

Επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό Αρχείο Βιβλιοθήκης)

  

Επί-Λόγου – Λεύκωμα – Απρίλιος 2021