«ΜΕΤΡΟΝ ΑΡΙΣΤΟΝ» (Κλεόβουλος ο Ρόδιος)

Μια από τις γνωστότερες ρήσεις της αρχαίας ελληνικής σκέψης είναι και εκείνη ενός από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας, του Κλεόβουλου του Ρόδιου. Στην πολύ γνωστή αυτή αποφθεγματική φράση ο περίφημος σοφός επισημαίνει, ότι σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας διανοητικές, ατομικές, κοινωνικές και πάσης άλλης φύσεως, είναι άριστο, τουτέστιν ωφέλιμο και χρήσιμο να υπάρχει Μέτρο. Τι είναι λοιπόν το Μέτρο το οποίο εάν το έχουμε θα πράττουμε άριστα;
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος στην μακρόχρονη εξελικτική πορεία του διαμορφώθηκε μέσω της φυσικής επιλογής σε τρία βασικά μέρη. Αυτά είναι του ενστίκτου, του συναισθήματος και της διάνοιας (Ερπετικός, Παλαιοθηλαστικός και Νεοθηλαστικός εγκέφαλος). Έτσι, λοιπόν, οι άνθρωποι σκέφτονται και συμπεριφέρονται ανάλογα με τον βαθμό που ο κάθε ένας επηρεάζεται από το αντίστοιχο μέρος του εγκεφάλου του. Για το λόγο αυτό έχουμε διαφορετικούς χαρακτήρες και ποικίλες αντιδράσεις. Υπάρχει ο ανθρώπινος τύπος του συναισθηματικού ανθρώπου που αντιδρά άμεσα και έντονα στα ερεθίσματα που δέχεται, αλλά συναντάμε και τον τύπο του ανθρώπου που αντιδρά ηπιότερα και με ψυχραιμία. Βέβαια, δεν είναι ο στόχος του σύντομου αυτού σημειώματος να αναλύσει διεξοδικά τις αιτίες και τους μηχανισμούς της ανθρώπινης συμπεριφοράς, εξάλλου είναι αδύνατον σε τόσο σύντομη τοποθέτηση, απλά αναφέρονται ως εργαλείο για την περαιτέρω προσέγγιση του θέματός μας. Φυσικά οι αποφάσεις και οι δράσεις του ανθρώπου είναι συνισταμένη των τριών αυτών τμημάτων του εγκεφάλου και ανάλογα με τον βαθμό που επηρεάζει κάθε ένα από αυτά, διαμορφώνεται και το είδος των αποφάσεων του ατόμου.
Ο σοφός Κλεόβουλος ο Ρόδιος λοιπόν επισήμανε ότι, όταν μπορούμε να έχουμε μια ισορροπημένη συνλειτουργία των τριών μερών του εγκεφάλου μας (της ψυχής κατά τον Πλάτωνα όπως αναφέρει στην παραβολή του άρματος με το μαύρο, το άσπρο άλογο και τον Ηνίοχο), τότε οι αποφάσεις μας και οι πράξεις μας θα είναι άριστες. Εν κατακλείδι, μάς προτρέπει να αποφεύγουμε τις ακραίες αντιδράσεις. Ο Πλάτων θα μας πει, στο μνημειώδες σύγγραμμα του «Περί Δικαίου» γνωστότερο ως «Πολιτεία», ότι Δίκαιο είναι το ωφέλιμο για την Πολιτεία και κατ’ επέκταση για τον πολίτη και εν τέλει ο Αριστοτέλης με βάση το «Μέτρον» θα ορίσει την «Αρετή» ως τη Μεσότητα, δηλαδή τη συμπεριφορά εκείνη η οποία είναι σε ίση περίπου απόσταση από την ακραία υπερβολή και την τέλεια έλλειψη.
Στο σημείο αυτό είμαι υποχρεωμένος να επισημάνω ότι δυστυχώς όπως και πολλές άλλες φράσεις της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, το ρητό αναφέρεται εσφαλμένα και ως «Παν μέτρον άριστον», που φυσικά δεν έχει καμία σχέση με το πραγματικό! Μάλιστα σημαίνει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που μας προτρέπει το πραγματικό ρητό και απηχεί σε κάποιο βαθμό τις θέσεις των σοφιστών και όχι των φιλοσόφων!
Κατά καιρούς έχει εκφραστεί η θέση ότι όταν λειτουργεί κάποιος με το δικό του μέτρο, ανάλογα με τις ιδιότητες ή τις ανάγκες του, τότε αυτό το «Μέτρον» είναι δυνατόν να διαφέρει και κατ’ αυτόν τον τρόπο δικαιολογείται η προσθήκη «Παν» στο ρητό. Τούτο ασφαλώς και δεν έχει ισχυρό έρεισμα αποδοχής, επειδή ούτως ή άλλως δεν ειπώθηκε από τον Κλεόβουλο, αλλά και επειδή δεν είναι δυνατόν το «Μέτρον» να προσαρμόζεται κατά το δοκούν, γιατί με αυτόν τον τρόπο, δεν θα είχαμε ποτέ σφάλμα και όλες οι ενέργειες μας θα απόβαιναν σωστές και ωφέλιμες, πράγμα που φυσικά έχει στην πράξη αποδειχτεί ότι δεν ισχύει! Η κλίμακα του φυσικού μεσόκοσμου στον οποίον διαβιούμε μας δίνει για κάθε σκέψη, στάση και ενέργειά μας τον προσδιορισμό των τριών σημείων που είναι απαραίτητα για να οριστεί το «Μέτρον», δηλαδή την ακραία υπερβολή, την τέλεια έλλειψη και εξ αυτών, τον προσδιορισμό κατά προσέγγιση της Μεσότητας, όπως χαρακτηριστικά μάς λέγει ο Αριστοτέλης στον ορισμό της Αρετής «Ωρισμένη λόγῳ καὶ ᾧ ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν».
Η φιλοσοφία έχει αξία όταν μπορεί να γίνει κατανοητή και ωφέλιμη για το ευρύ κοινό, στον σκοπό αυτό έγινε η προσέγγιση σε ένα θεμελιώδες απόφθεγμα της αρχαίας ελληνικής σκέψης. Φυσικά στο σύντομο αυτό σημείωμα ασφαλώς και δεν είναι δυνατόν να αναπτυχθεί λεπτομερώς το θέμα, αλλά θεωρώ ότι είναι χρήσιμο να επισημανθεί η πραγματική έννοια του ρητού, ώστε να μη γίνεται σύγχυση και να χρησιμοποιείται στην καθημερινότητα του πολίτη, ως ίσως το σημαντικότερο διαχρονικά εργαλείο σκέψης και συμπεριφοράς.

 

Νίκος Ταβουλάρης

Ποιητής – Πεζογράφος  – Δοκιμιογράφος

Μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου “Παρνασσός”

 

 

Επί – Λόγου – Φιλοσοφία – Λεύκωμα – Μάιος 2020

 

 

Αποσπάσματα 151-154 

 

151

Παιδί είναι ο Έρωτας, καλό, κακό δεν ξέρει,

μα ποιος δεν ξέρει πως αυτά αγάπη τα γεννάει;

Μα, ξελογιάστρα μου καλή, κακία μην χρεώνεις

μήπως και ένοχη βρεθείς για όμοιά σου λάθη.

Γιατί προδίδοντας εμέ, έτσι κι εγώ προδίδω

αυτήν την ίδια μου ψυχή στο πρόστυχό μου σώμα.

Στο σώμα λέει η ψυχή πως ίσως τούτο γίνει

θριαμβευτής στον έρωτα· η σάρκα δεν βαστάει,

σαν τ’ όνομά σου ακουστεί, σηκώνεται και δείχνει

σαν έπαθλο εσένανε. Με τόση περηφάνια,

το σώμα να ‘ναι δούλος σου δέχεται με χαρά του,

σε ό,τι πεις πανέτοιμο και δίπλα σου να πέφτει.

Μη με νομίζεις ένοχο, αυτής όταν της λέω

«αγάπη μου». Γι’ αγάπη της σηκώνομαι και πέφτω.

152

Που σε λατρεύω, ξέρε το, τον όρκο μου πατάω,

Μα συ το κάνεις δυο φορές, αγάπη σαν μου τάζεις·

όρκους του γάμου πάτησες, πρόδωσες νέο φίλο,

μίσος ορκίστηκες εκεί που άλλοτε αγαπούσες.

Όμως, δυο όρκους τούς πατάς, γιατί κατηγορώ σε

σαν είκοσι πατώ εγώ; Ψεύδορκος μέγας είμαι,

γιατί όλοι οι όρκοι μου γίναν για να σε βρίζουν,

χαμένη είν’ η πίστη μου, η τίμια, σε σένα.

Ήταν τρανοί οι όρκοι μου για τις τρανές σου χάρες,

όρκοι για την αγάπη σου, συνέπεια κι αλήθεια

και τύφλωσα τα μάτια μου, λαμπρή για να σε κάνω

ή τα ‘βαλα ν’ απαρνηθούν με όρκο ό,τι βλέπουν.

Ορκίστηκα είσ’ όμορφη· τι ψεύδορκο το μάτι

ψέμα να πει, ομνύοντας ενάντια στην αλήθεια.

153

Τη δάδα του την άφησε ο Έρως και κοιμήθη.

Την ευκαιρία άρπαξε της Άρτεμης μια νύμφη

και τον πυρσό που φλόγισε ψυχές ερωτευμένων,

τον βύθισε σ’ ολόδροση πηγή μες στην κοιλάδα,

που πήρε απ’ την άγια τη φλόγα τής αγάπης

μια λαύρα ζωοδότρια που ζει μες τους αιώνες

και γίνηκε θερμή πηγή, που βρίσκουν οι ανθρώποι

θαυματουργή τη γιατρειά σ’ αλλόκοτες παθήσεις.

Μα τον πυρσό ξανάναψε το βλέμμα της κυράς μου,

που στην καρδιά μου ακουμπά για δοκιμή ο Έρως.

Όλα αυτά μ’ αρρώστησαν, πόθησαν την πηγούλα,

έτρεξα κει, ένας πικρός, άρρωστος επισκέπτης,

μα δεν ευρήκα γιατρειά· πηγή να με συντρέξει

είναι τα μάτια, που ‘δωσαν στον Έρωτα τη φλόγα.

154

Κάποια φορά ο Έρωτας την ώρα που κοιμόταν,

Είχε στο πλάι τον πυρσό που τις καρδιές φλογίζει.

Νύμφες πολλές που ορκίστηκαν αγνές να είναι πάντα,

ακροπατώντας έφτασαν· με το αγνό της χέρι

απ’ όλες η πιο όμορφη εσήκωσε τη φλόγα,

που ‘χε ζεστάνει Άπειρες καρδιές ερωτευμένων

κι έτσι, ενώ ο Έρωτας, ο αρχηγός των πόθων,

κοιμόταν, χέρι Πάναγνο τα άρματα τού πήρε.

Και τον πυρσό τον έσβησε σε δροσερό Πηγάδι,

που απ’ του πάθους τη φωτιά αιώνια πήρε φλόγα

κι έγινε θερμή πηγή και γιατρειά για όλους,

που τσάκισε ο έρωτας· μα σκλάβος της Κυράς μου,

πήγα εκεί να γιατρευτώ κι έμαθα ετούτο:

Έρως φλογίζει το νερό, μ’ αυτό δεν τον δροσίζει.

Oυίλλιαμ Σαίξπηρ (1564-1616)

Από το βιβλίο “ΤΑ ΣΟΝΕΤΑ” – Σαίξπηρ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΙΚΕΛΛΗΣ

ΔΙΓΛΩΣΣΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΑΓΡΙΝΙΟΥ

ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Shakespeare’ s Sonnets

ΑΓΡΙΝΙΟ – 2018

 

Επιλογή κειμένου: Τζούλια Πουλημενάκου (Προσωπικό Αρχείο Βιβλιοθήκης)

Επί-Λόγου – Λεύκωμα –  Μάιος 2020

Η μορφή σου πλανάται αέρινη

στις νύχτες των παιδικών μου χρόνων

να πλάθεις παραμύθια στο προσκεφάλι μου

χωρίς στοιχειά και κακές μάγισσες,

μα με λευκά άλογα και νεράιδες

που άγγιζαν την αθώα μου ψυχή

και την ταξίδευαν…

 

Σφάλιζες πάνω στο στήθος μου

το χέρι σου ερμητικά,

θωπεύοντας  τους χτύπους της καρδιάς μου

κι ανάσαινες με μυριάδες πνοές

αγωνίες και εφηβείας σπαράγματα.

 

Κρατούσες σφιχτά την ύπαρξή μου,

μην τύχει και την κλέψουν

τα λόγια τα περαστικά

και τα φτηνά ξελογιάσματα…

 

“Να προσέχεις…”, μου έλεγες

με βλέμμα που έκρυβε φόβο

κι’  ηχούν ακόμα στ’ αυτιά μου

οι λέξεις οι πολύτιμες.

Μα πριν προλάβω ν’ ανοιγοκλείσω τα μάτια μου

πρόσεξα τα χρόνια

που σαν αέρας σκόρπισαν

και τα λόγια σου χάραξαν την καρδιά μου…

 

Όλα ήταν γραμμένα σ’ αυτό το ανήσυχο βλέμμα σου…

 

  Τζούλια Πουλημενάκου

 

Από την Ποιητική Συλλογή “Απρόσμενη Άνοιξη” 

Κέντρο Ευρωπαϊκών Εκδόσεων Χάρη Τζο Πάτση 

2η Έκδοση Αθήνα 2017

Επιμέλεια videο: Μαρία Ταβουλάρη

Επί-Λόγου – Τα έργα μου – Τα ποιήματά μου – Λεύκωμα –  Μάιος 2020

Ιπποτικό μυθιστόρημα (απόσπασμα)

(Έργο με γνήσια αίσθηση ποιητική, με λόγια γλώσσα, που τοποθετείται στις αρχές του 15ου αιώνα. Η υπόθεση του έργου είναι, εν συντομία, η εξής: ο Βέλθανδρος, γιος του βασιλιά Ροδόφιλου, δυσαρεστημένος με τον πατέρα του, φεύγει και γυρίζει τις χώρες της Ανατολής. Οδηγημένος από ένα αστέρι, που καθρεφτίζεται σ’ ένα ποτάμι, φτάνει στο Ερωτόκαστρο. Τον καλούν να παρουσιαστεί στον βασιλιά των Ερώτων, που τον βάζει να κρίνει ποια είναι η ωραιότερη ανάμεσα σε σαράντα κόρες. Φεύγοντας από κει και φτάνοντας στην Αντιόχεια, ο Βέλθανδρος αναγνωρίζει στη Χρυσάντζα (την κόρη του βασιλιά) την νέα του Ερωτόκαστρου. Οι δυο νέοι ερωτεύονται  και περνούν κρυφά μέρες ευτυχίας. Κάποτε όμως τους ανακαλύπτουν  και τους διώκουν. Έτσι, αποφασίζουν να δραπετεύσουν μαζί με τους ακολούθους  τους. Στον δρόμο όμως  τους βρίσκει μια τρομερή καταιγίδα κι όλοι οι ακόλουθοι πνίγονται. Η Χρυσάντζα νομίζει πως πνίγεται κι ο Βέλθανδρος  και τον θρηνεί για πεθαμένο. Το τέλος όμως είναι αίσιο κι ο Βέλθανδρος γυρίζει με τη Χρυσάντζα στην πατρίδα του και αναλαμβάνει τον θρόνο.)

 

Και μίαν προς παράβραδον ώραν…

Η ερωτική συνάντηση.

(στ. 829-860)

 Και μίαν προς παράβραδον [1] ώραν, ηλίου δύσιν

εκάθητο ο Βέλθανδρος μόνος εις το παλάτιν,

μικρόν και επαρέκυψεν επ’ ένα παραθύρι·

βλέπει ότι εξέβηκε και πάγει εις περιβόλιν

Χρυσάντζα, κόρη του ρηγός, η πολυπόθητή του,

εις δένδρον ευσκιόφυλλον θέτει [2] εκεί υποκάτου,

μεγάλως ενεστέναζεν εκ βάθου της καρδίας·

ως ποταμός τα δάκρυα της ετρέχασιν της κόρης,

τίτοιους λέγει με δάκρυα, με στεναγμούς τους λόγους:

«Βέβαιον τώρα μάνθανε, Βέλθανδρε, δι’ εσένα

πάσχω και διατρύχομαι τον νουν και την καρδίαν,

καίγομαι κι εμπυρίζομαι και τέλος ου λαμβάνω·

και εμάκρυνε το τέρμενον δυο χρόνους και δυο μήνας

οπού βαστώ την φλόγα σου κρυμμένην στην αγκάλην.

Και ως πότε τούτο το κακό κρυφά να το δουλεύω;

Είθε να μη είχα σε ιδεί, να μη είχα σες γνωρίσει!».

Ιστήκει [3] απέξω ο Βέλθανδρος, παρακροάται ταύτα,

ως δ’ ήκουσε τα έλεγε Χρυσάντζα δι’ εκείνον,

γοργόν εκατεπήδησεν και εσέβηκεν απέσω[4].

Ως γουν εστράφησαν οι δυο και είδοσαν αλλήλους,

σ’ αναισθησίαν έπεσαν αμφότερα τα μέρη

και έκειντο τα σώματα μισοαποθαμένα,

και εδιέβη ώρα περισσή τον νουν των να συμφέρουν [5].

Και αφόν [6] τον νουν εσύμφερον και όλον τον λογισμόν των,

ο Βέλθανδρος εστράφηκε και προς την κόρην λέγει:

«Βεργίν [7] βαστάζεις,  λυγερή, και το καλόν ουκ οίδες·

μόνο γινώσκει το ο κριτής οπού σε το εδώκεν».

Εκείνη πάλιν προς αυτόν αντέφησε τοιάδε:

«Και τι μετέχεις, [8] άνθρωπε, και το βεργίν γυρεύεις;».

Αυτός ανταπεκρίθηκε και προς την κόρην λέγει:

«Ως ιδικός σου, δέσποινα, δούλος πιστός γυρεύω

τ’ αυθεντικά μου πράγματα, κυρία, να φυλάττω».

 

                    Λίνος Πολίτης, Ποιητική Ανθολογία, βιβλίο πρώτο (Πριν από την Άλωση),

                    Γαλαξίας, Αθήνα 1967 (β’ έκδοση αναθεωρημένη: Δωδώνη, Αθήνα 1975)

 

Από την Ανθολογία «ΕΠΕΙΔΗ Σ’ ΑΓΑΠΗΣΑ ΚΑΙ Σ’ ΑΓΑΠΩ ΑΚΟΜΗ»

-ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ-

ΚΕΦ. 3ο : ΙΠΠΟΤΙΚΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ (13ος-15ος αιώνας)

Επιμέλεια: Γιάννης Η. Παππάς

Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ- Αθήνα 2010

 

 Υποσημειώσεις:  

[1] παράβραδον: βραδάκι

[2] θέτει: πλαγιάζει

[3] ιστήκει: στέκει

[4] απέσω (επίρρ.): μέσα

[5] συμφέρουν: συνεφέρουν

[6] αφόν (σύνδ.): αφού

[7] βεργί: σκήπτρο

[8] τι μετέχεις: τι ανακατώνεσαι, τι σ’ ενδιαφέρει;

 

Επιλογή κειμένου: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό Αρχείο Βιβλιοθήκης)

 Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Μάιος 2020

 

 

 

 

 

Απόσπασμα από την ποιητική σύνθεση “Νυν και Αεί” 

 

Μην τραγουδάς μικρό αηδόνι στα παράθυρα της ψυχής μας! Μην προσκαλείς άλλο τη μέρα στ’ αλώνι του κόσμου! Σώπασε για λίγο ν’ ακουστεί η σιωπή! Τούτη η νύχτα πόσο μας ταιριάζει! Τούτη η νύχτα πόσο είναι πολύτιμη!
Στις βαθυπράσινες κερασιές σαπίζουν τα τελευταία πυροκόκκινα διαμάντια του αίματός τους! Έστησαν χορό το λιόγερμα οι συντροφιές των εντόμων κι εμείς μένουμε με τα χέρια άβουλα, σε μια μισοτελειωμένη ικεσία.
Στ’ αλώνια δεν υπάρχουν πια τα ξανθόμαλλα στάχυα. Εδώ και πολλά χρόνια δεν υπάρχουν αλώνια! Μα γιατί εφέτος μ’ έπιασε το παράπονο για το θάνατό τους! Αχ μικρά, σπασμένα, σαπισμένα κορμάκια των παλιών σταχυών. Αχ μικρά βασιλεμένα μάτια των μικρών νεκρών σταχυών, που κοιτάζετε ορθάνοιχτα τον ήλιο! Αχ γελαστά παιδιά της πατρίδας, που ανοίγετε τα μικρά σας χέρια ανέλπιδα στην άβυσσο!
Τούτο το κρασί άλλαξε χρώμα εφέτος. Τούτο το κρασί, τούτο το αίμα από το κορμί της γης, φέτος βάφτηκε κατακόκκινο! Δεν έχουμε αμπέλια για τη χαρά, δεν έχουμε ποτήρια για το κρασί! Δεν έχουμε άλλο αίμα στις φλέβες των ψυχών μας, δεν έχουμε άλλα κουράγια για το πέλαγος των στεναγμών! Τα μικρά λευκά πανιά μας σκίστηκαν. Η μικρή λευκή ψυχή μας λερώθηκε! Κι εκεί ψηλά στο πλωριό κατάρτι ανεμοδέρνεται, σπασμένο το στερνό μας άλμπουρο…
Που είσαι μικρό αηδόνι, που χάθηκε η φωνή σου και πύκνωσε μονομιάς το σκοτάδι! Στον ουρανό του κελιού μου σέρνεται μια μικρή, μαύρη αράχνη. Πηγαίνει κι έρχεται ασταμάτητα. Βιάζεται να στήσει τον ιστό της, μην τυχόν και της ξεφύγουν τα υποψήφια θύματά της. Μια κουκουβάγια τεμαχίζει, σκούζοντας το γυαλί της νύχτας! Πού είσαι μικρό αηδόνι, γιατί βουβάθηκες; Δεν αντέχω ετούτη την απουσία των ήχων, που αφήνουν το θρήνο των ψυχών μας να πλημμυρίζει το σύμπαν! Πού είσαι μικρό αηδόνι; Τραγούδησε πάλι, να κάνουμε τον κόσμο αλλιώτικο! Ψάλε μικρέ βάρδε της αυγής και οι δροσοσταλίδες περιμένουν στην άκρη των φύλλων να στολιστούν με της φωνής σου τα γιορντάνια!
Νίκος Ταβουλάρης
Ποιητής – Πεζογράφος – Δοκιμιογράφος
π. Πρόεδρος της “Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών”
Μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου “Παρνασσός”
Απόσπασμα από την ποιητική σύνθεση “Νυν και Αεί” 
Κεφάλαιο  7 “Υμνωδία” 
Εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ
Αθήνα 2014

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Μάιος 2020

 

 

 

 

 

Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.

Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν

τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί

κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι

και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.

Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς

δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.

Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη

και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια

γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.

Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.

Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ

για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.

Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν

από τότε που υπάρχει ο κόσμος

είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια

για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.

Μα η Ποίηση είναι μια  πόρτα ανοιχτή.

Γιώργης Παυλόπουλος (1924-2008)

 

Το ανωτέρω ποίημα περιλαμβάνεται  στο βιβλίο

τού φιλολόγου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΒΑΣΣΗ με τίτλο «ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΣΕΩΣ … ΠΟΙΗΣΗ»

Μ.Πολυδούρη – Ν.Εγγονόπουλος – Γ.Παυλόπουλος 

ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ

Εκδόσεις Κουκκίδα – Αθήνα 2015

Aπόσπασμα από το βιβλίο σελ.155 – Κεφ. 9: «Τα Αντικλείδια ως ποίημα για την ποίηση»

    Το ποίημα Τα Αντικλείδια έχει για θέμα του την ποίηση. Περιγράφει την ατέρμονη προσπάθεια των ποιητών ν’ ανοίξουν/ «παραβιάσουν» την (ανοιχτή) πόρτα της ποίησης. Απεικονίζει με αλληγορικό τρόπο την ατελεύτητη απόπειρα των ποιητών να κατανοήσουν πλήρως – γράφοντας ποιήματα – το νόημα της Ποίησης, χωρίς όμως ποτέ να το κατορθώνουν. Συνεπώς, το ποίημα αυτό του Γιώργη Παυλόπουλου αναδεικνύει εμμέσως το σημασιακό πλούτο της Ποίησης· την πολυσημία της.

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΒΑΣΣΗΣ – Φιλόλογος

 

 

Επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Ιδιωτικό Αρχείο Βιβλιοθήκης)

 

Επί-Λόγου – Λεύκωμα – Μάιος 2020

 

 

 

 

 

 

Άγγελοι κυκλώνουν

τη γυμνή ψυχή μου

που ξερόφυλλο γίνηκε

τη φυσάει ο γεροάνεμος

και χορεύει

 

Άγγελοι παίρνουν στα χέρια

την ψυχή μου

την οδηγούν

στα άγια των αγίων

σε κόλπους γαλάζιους μυστικούς

σε θαλασσόδερτο ασκηταριό

ερημοκλήσι

 

Εκεί που κανένας άξιος

από μόνος του

να πάει

στη λογική την αναίμακτη μυσταγωγία

Εκεί που ανταμώνονται

όλες οι θάλασσες

και κοινωνούν

η μια την άλλη

Εκεί που των νεφελών

το φέγγος

δοξολογεί τον Έναν

κι εκείνος γίνεται αμνός

και διαμοιράζεται σε όλους

ανεξαιρέτως

 

Για μια και μοναδική φορά στη ζωή μας

σε μυστικούς κόλπους

κρυσφήγετα του νου

Ατενίζοντας τις μαγικές ανατολές

της νέας εποχής

της συστολής

και της συνωμοσίας

 

Καντηλανάφτης

προσέχω τα κεριά

του κόσμου

στο μανουάλι των στεναγμών

αγρυπνώ

πάνω απ’  τα παρακάλια

και τα δάκρυα

των παιδιών των ψυχών

των φτωχών και των κατατρεγμένων

 

Ανδρέας Δαβουρλής

Ποιητής

~επίπονον

ένας άλλος Ιούνης~

14 ιουν 2019

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Μάιος 2020

 

 

 

 

 

Σαν μάνας βρέφος

σάλευες χρόνια στον βυθό,

να ξαναγεννηθείς ποθούσες˙

στο κύμα το ψιθύριζες…

Αχ! Πως λαχταρώ ν’αναδυθώ˙

το μαρτυράει κι ο χρησμός˙

της λεύτερης Κερύνειας

τον αγιομυρωμένο αέρα να μυρίσω

προτού ο εχθρός ματώσει τα νερά…

 

Ελπιδοφόρο κύμα η γνώση˙

μας έφερε τον σιγανό σου ψίθυρο,

αφροχορεύοντας…

Σ’αναγεννήσαμε!

Αναδύθηκες απ’το βάθος σου,

δώρα μας χάρισες

κραυγάζοντας περήφανα!

Να! Η υπόσταση σας!

Βάλτε με στο Κάστρο

ο Βασιλιάς του να γενώ!

 

Κι ύστερα ήρθε ο ξένος…

Και τα νερά ματώσανε…

Σε σκλάβωσε.

Ξέσκισε τα χρυσά μετάξια σου,

έσκυψε,

σε προσκύνησε,

σ’ έχει για καμάρι.

Μια φορεσιά λινή βαμβακερή,

σαν μίζαρο σου φόρεσε.

 

Πόσον καιρό αλήθεια

θα προσκυνά τον σκλάβο του!

Μην κλαις Αθάνατο Σκαρί!

Κράτα καλά το σύνορο,

Λεύτερη είν’ η ψυχή σου

και τον εχθρό, κάποια στιγμή,

ο φόβος τον τελειώνει!

 

Μην κλαις Αθάνατο Σκαρί!

Τελεύει η Υφάντρα…

Την ολομέταξη χρυσή σου φορεσιά,

ξανά θε να φορέσεις !!!

 

Ήβη Μάκη Σάββα – Πιερέττη

Πεζογράφος

Αθήνα 25/11/2019

Από ανέκδοτη ποιητική συλλογή νομικά κατωχυρωμένη

 

 

Πηγή φωτογραφίας: mixanitouxronou.com.cy

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Μάιος 2020

 

 

 

 

 

Εσείς, του θαλάσσιου μουσείου επισκέπτες, γνωρίζετε

πως τ΄ όνομα που μου ’δωσαν είναι «Κερύνεια II».

Μένω σε τόπο ασφαλή με περισσή φροντίδα·

γοητεύεστε από την ομορφιά, το δυνατό σκαρί μου.

Σας ζητώ, τρανή ιστορία ν’ ακούσετε με κάθε προσοχή. .

 

Στα χρόνια πριν απ’ το Χριστό, ξύλινο καράβι εμπορικό

ταξιδευτής στα ελληνικά νησιά του Αιγαίου και της Κύπρου,

μέχρι τα παράλια Συρίας, Παλαιστίνης,

ναυάγησε περίπου στα 300 π.Χ. τρία μίλια έξω απ’ το λιμάνι

της Κερύνειας· θαμμένος θησαυρός ως το 1967 μ.Χ.

Το έφερε στο φως ο Αντρέας Καριόλου, σπουδαίο

προσφέροντας μελέτης δώρο σε επιστήμονες και ειδικούς.

Βρέθηκαν αμφορείς, μυλόπετρες, δοχεία, κανάτες, πήλινο

και χάλκινο καζάνι, χάλκινα νομίσματα, χιλιάδες σπόροι σύκων,

κουκούτσια ελιών, ένα κομμάτι σκόρδο, χιλιάδες αμύγδαλα,

σιδερένιο κλειδί με οχτώ πλευρικά δόντια, βαρίδια για τα δίχτυα

του τετραμελούς πληρώματος κι άλλα αντικείμενα χρήσης οικιακής.

Το κάστρο της Κερύνειας έγινε ο Ξένιος Ζευς του!

 

Απ’ το 1974 αιχμάλωτο στους Τούρκους εισβολείς-κατακτητές.

Μέχρι πότε σε χέρια βέβηλα, σ’ εποίκους; Η λύπη μου, οδύνη!

Είναι αδέλφι μου. Εκείνο είναι το πρώτο. Εγώ πιστό αντίγραφο.

Αναλογίζομαι το σπαραγμό της ψυχής του κι εύχομαι να ’ρθει

γρήγορα η μέρα της αντάμωσης, ώστε να θαυμάσει όλος ο κόσμος

ακόμη μια φορά τη ναυτοσύνη του ένδοξου γένους των Ελλήνων!

 

Ουρανία Μπούρτζινου

Ποιήτρια-Πεζογράφος

 Μέλος του Δ.Σ.(Ταμίας) της Ένωσης Πνευματικών Δημιουργών Λακωνίας

«Χείλων ο Λακεδαιμόνιος”

 

 

 

Πηγή φωτογραφίας: naftotopos.gr

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Μάιος  2020