“ΒΕΛΘΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ ΧΡΥΣΑΝΤΖΑ” (Ανώνυμου λογοτέχνη)

Ιπποτικό μυθιστόρημα (απόσπασμα)

(Έργο με γνήσια αίσθηση ποιητική, με λόγια γλώσσα, που τοποθετείται στις αρχές του 15ου αιώνα. Η υπόθεση του έργου είναι, εν συντομία, η εξής: ο Βέλθανδρος, γιος του βασιλιά Ροδόφιλου, δυσαρεστημένος με τον πατέρα του, φεύγει και γυρίζει τις χώρες της Ανατολής. Οδηγημένος από ένα αστέρι, που καθρεφτίζεται σ’ ένα ποτάμι, φτάνει στο Ερωτόκαστρο. Τον καλούν να παρουσιαστεί στον βασιλιά των Ερώτων, που τον βάζει να κρίνει ποια είναι η ωραιότερη ανάμεσα σε σαράντα κόρες. Φεύγοντας από κει και φτάνοντας στην Αντιόχεια, ο Βέλθανδρος αναγνωρίζει στη Χρυσάντζα (την κόρη του βασιλιά) την νέα του Ερωτόκαστρου. Οι δυο νέοι ερωτεύονται  και περνούν κρυφά μέρες ευτυχίας. Κάποτε όμως τους ανακαλύπτουν  και τους διώκουν. Έτσι, αποφασίζουν να δραπετεύσουν μαζί με τους ακολούθους  τους. Στον δρόμο όμως  τους βρίσκει μια τρομερή καταιγίδα κι όλοι οι ακόλουθοι πνίγονται. Η Χρυσάντζα νομίζει πως πνίγεται κι ο Βέλθανδρος  και τον θρηνεί για πεθαμένο. Το τέλος όμως είναι αίσιο κι ο Βέλθανδρος γυρίζει με τη Χρυσάντζα στην πατρίδα του και αναλαμβάνει τον θρόνο.)

 

Και μίαν προς παράβραδον ώραν…

Η ερωτική συνάντηση.

(στ. 829-860)

 Και μίαν προς παράβραδον [1] ώραν, ηλίου δύσιν

εκάθητο ο Βέλθανδρος μόνος εις το παλάτιν,

μικρόν και επαρέκυψεν επ’ ένα παραθύρι·

βλέπει ότι εξέβηκε και πάγει εις περιβόλιν

Χρυσάντζα, κόρη του ρηγός, η πολυπόθητή του,

εις δένδρον ευσκιόφυλλον θέτει [2] εκεί υποκάτου,

μεγάλως ενεστέναζεν εκ βάθου της καρδίας·

ως ποταμός τα δάκρυα της ετρέχασιν της κόρης,

τίτοιους λέγει με δάκρυα, με στεναγμούς τους λόγους:

«Βέβαιον τώρα μάνθανε, Βέλθανδρε, δι’ εσένα

πάσχω και διατρύχομαι τον νουν και την καρδίαν,

καίγομαι κι εμπυρίζομαι και τέλος ου λαμβάνω·

και εμάκρυνε το τέρμενον δυο χρόνους και δυο μήνας

οπού βαστώ την φλόγα σου κρυμμένην στην αγκάλην.

Και ως πότε τούτο το κακό κρυφά να το δουλεύω;

Είθε να μη είχα σε ιδεί, να μη είχα σες γνωρίσει!».

Ιστήκει [3] απέξω ο Βέλθανδρος, παρακροάται ταύτα,

ως δ’ ήκουσε τα έλεγε Χρυσάντζα δι’ εκείνον,

γοργόν εκατεπήδησεν και εσέβηκεν απέσω[4].

Ως γουν εστράφησαν οι δυο και είδοσαν αλλήλους,

σ’ αναισθησίαν έπεσαν αμφότερα τα μέρη

και έκειντο τα σώματα μισοαποθαμένα,

και εδιέβη ώρα περισσή τον νουν των να συμφέρουν [5].

Και αφόν [6] τον νουν εσύμφερον και όλον τον λογισμόν των,

ο Βέλθανδρος εστράφηκε και προς την κόρην λέγει:

«Βεργίν [7] βαστάζεις,  λυγερή, και το καλόν ουκ οίδες·

μόνο γινώσκει το ο κριτής οπού σε το εδώκεν».

Εκείνη πάλιν προς αυτόν αντέφησε τοιάδε:

«Και τι μετέχεις, [8] άνθρωπε, και το βεργίν γυρεύεις;».

Αυτός ανταπεκρίθηκε και προς την κόρην λέγει:

«Ως ιδικός σου, δέσποινα, δούλος πιστός γυρεύω

τ’ αυθεντικά μου πράγματα, κυρία, να φυλάττω».

 

                    Λίνος Πολίτης, Ποιητική Ανθολογία, βιβλίο πρώτο (Πριν από την Άλωση),

                    Γαλαξίας, Αθήνα 1967 (β’ έκδοση αναθεωρημένη: Δωδώνη, Αθήνα 1975)

 

Από την Ανθολογία «ΕΠΕΙΔΗ Σ’ ΑΓΑΠΗΣΑ ΚΑΙ Σ’ ΑΓΑΠΩ ΑΚΟΜΗ»

-ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ-

ΚΕΦ. 3ο : ΙΠΠΟΤΙΚΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ (13ος-15ος αιώνας)

Επιμέλεια: Γιάννης Η. Παππάς

Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ- Αθήνα 2010

 

 Υποσημειώσεις:  

[1] παράβραδον: βραδάκι

[2] θέτει: πλαγιάζει

[3] ιστήκει: στέκει

[4] απέσω (επίρρ.): μέσα

[5] συμφέρουν: συνεφέρουν

[6] αφόν (σύνδ.): αφού

[7] βεργί: σκήπτρο

[8] τι μετέχεις: τι ανακατώνεσαι, τι σ’ ενδιαφέρει;

 

Επιλογή κειμένου: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό Αρχείο Βιβλιοθήκης)

 Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Μάιος 2020