“ΤΑ ΣΟΝΕΤΑ” του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (Μετάφραση: Γιώργος Μικέλλης)

Αποσπάσματα 151-154 

 

151

Παιδί είναι ο Έρωτας, καλό, κακό δεν ξέρει,

μα ποιος δεν ξέρει πως αυτά αγάπη τα γεννάει;

Μα, ξελογιάστρα μου καλή, κακία μην χρεώνεις

μήπως και ένοχη βρεθείς για όμοιά σου λάθη.

Γιατί προδίδοντας εμέ, έτσι κι εγώ προδίδω

αυτήν την ίδια μου ψυχή στο πρόστυχό μου σώμα.

Στο σώμα λέει η ψυχή πως ίσως τούτο γίνει

θριαμβευτής στον έρωτα· η σάρκα δεν βαστάει,

σαν τ’ όνομά σου ακουστεί, σηκώνεται και δείχνει

σαν έπαθλο εσένανε. Με τόση περηφάνια,

το σώμα να ‘ναι δούλος σου δέχεται με χαρά του,

σε ό,τι πεις πανέτοιμο και δίπλα σου να πέφτει.

Μη με νομίζεις ένοχο, αυτής όταν της λέω

«αγάπη μου». Γι’ αγάπη της σηκώνομαι και πέφτω.

152

Που σε λατρεύω, ξέρε το, τον όρκο μου πατάω,

Μα συ το κάνεις δυο φορές, αγάπη σαν μου τάζεις·

όρκους του γάμου πάτησες, πρόδωσες νέο φίλο,

μίσος ορκίστηκες εκεί που άλλοτε αγαπούσες.

Όμως, δυο όρκους τούς πατάς, γιατί κατηγορώ σε

σαν είκοσι πατώ εγώ; Ψεύδορκος μέγας είμαι,

γιατί όλοι οι όρκοι μου γίναν για να σε βρίζουν,

χαμένη είν’ η πίστη μου, η τίμια, σε σένα.

Ήταν τρανοί οι όρκοι μου για τις τρανές σου χάρες,

όρκοι για την αγάπη σου, συνέπεια κι αλήθεια

και τύφλωσα τα μάτια μου, λαμπρή για να σε κάνω

ή τα ‘βαλα ν’ απαρνηθούν με όρκο ό,τι βλέπουν.

Ορκίστηκα είσ’ όμορφη· τι ψεύδορκο το μάτι

ψέμα να πει, ομνύοντας ενάντια στην αλήθεια.

153

Τη δάδα του την άφησε ο Έρως και κοιμήθη.

Την ευκαιρία άρπαξε της Άρτεμης μια νύμφη

και τον πυρσό που φλόγισε ψυχές ερωτευμένων,

τον βύθισε σ’ ολόδροση πηγή μες στην κοιλάδα,

που πήρε απ’ την άγια τη φλόγα τής αγάπης

μια λαύρα ζωοδότρια που ζει μες τους αιώνες

και γίνηκε θερμή πηγή, που βρίσκουν οι ανθρώποι

θαυματουργή τη γιατρειά σ’ αλλόκοτες παθήσεις.

Μα τον πυρσό ξανάναψε το βλέμμα της κυράς μου,

που στην καρδιά μου ακουμπά για δοκιμή ο Έρως.

Όλα αυτά μ’ αρρώστησαν, πόθησαν την πηγούλα,

έτρεξα κει, ένας πικρός, άρρωστος επισκέπτης,

μα δεν ευρήκα γιατρειά· πηγή να με συντρέξει

είναι τα μάτια, που ‘δωσαν στον Έρωτα τη φλόγα.

154

Κάποια φορά ο Έρωτας την ώρα που κοιμόταν,

Είχε στο πλάι τον πυρσό που τις καρδιές φλογίζει.

Νύμφες πολλές που ορκίστηκαν αγνές να είναι πάντα,

ακροπατώντας έφτασαν· με το αγνό της χέρι

απ’ όλες η πιο όμορφη εσήκωσε τη φλόγα,

που ‘χε ζεστάνει Άπειρες καρδιές ερωτευμένων

κι έτσι, ενώ ο Έρωτας, ο αρχηγός των πόθων,

κοιμόταν, χέρι Πάναγνο τα άρματα τού πήρε.

Και τον πυρσό τον έσβησε σε δροσερό Πηγάδι,

που απ’ του πάθους τη φωτιά αιώνια πήρε φλόγα

κι έγινε θερμή πηγή και γιατρειά για όλους,

που τσάκισε ο έρωτας· μα σκλάβος της Κυράς μου,

πήγα εκεί να γιατρευτώ κι έμαθα ετούτο:

Έρως φλογίζει το νερό, μ’ αυτό δεν τον δροσίζει.

Oυίλλιαμ Σαίξπηρ (1564-1616)

Από το βιβλίο “ΤΑ ΣΟΝΕΤΑ” – Σαίξπηρ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΙΚΕΛΛΗΣ

ΔΙΓΛΩΣΣΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΑΓΡΙΝΙΟΥ

ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Shakespeare’ s Sonnets

ΑΓΡΙΝΙΟ – 2018

 

Επιλογή κειμένου: Τζούλια Πουλημενάκου (Προσωπικό Αρχείο Βιβλιοθήκης)

Επί-Λόγου – Λεύκωμα –  Μάιος 2020