, ,

“Το δερμάτινο σημειωματάριο” – Διήγημα του Βασίλη Πουλημενάκου

Εκείνο το πρώτο ραντεβού έμοιαζε σαν ένα κοινό ταξίδι σε σκέψεις και χάδια στην ψυχή μας. Κατέληξε μ’ ένα αγκάλιασμα στο κατώφλι, μια καθαρή ματιά και μια υπόσχεση να συνεχίσουμε. Ήταν μια διάθεση ευχάριστη, χαρούμενη και  σίγουρα θετική. Στη σκέψη μου έρχονταν κάθε φορά τα αγγελικά της μάτια και τότε μ’ έπιανε η ανάγκη να την ξαναδώ.

Προς το τέλος της εβδομάδας δεν άντεξα και την ρώτησα αν θέλει να τα πούμε από κοντά το σαββατόβραδο. Μου απάντησε σαν έτοιμη για το ερώτημα, ότι συνήθως τα Σάββατα πηγαίνει το απόγευμα στη Κεντρική Βιβλιοθήκη της Σάμου  μένοντας μέχρι αργά για να διαβάσει κάποιο βιβλίο και ότι αν θέλω μπορώ να την βρω εκεί μετά στις έξι. Συμφώνησα και αρχικά ενθουσιάστηκα. Σκέφτηκα όμως αργότερα ότι μια βιβλιοθήκη δεν είναι το καλύτερο μέρος για κουβέντα ούτε για συναντήσεις ερωτικής φύσεως. Όμως οι επιλογές μου ήταν μηδαμινές. Είχα τόση ανάγκη να την δω που φανταζόμουν ότι θα μου αρκούσε απλά να την κοιτάζω να διαβάζει.

Μπαίνοντας στη βιβλιοθήκη αντίκρισα πολύ κόσμο  κυρίως νεαρούς  και  κοπέλες, σε σειρές σαν μαθητές σε τάξεις και βουτηγμένους σε βιβλία. Δίπλα τους συνήθως είχαν ένα πρόχειρο τετράδιο και σημείωναν αποσπάσματα. Κατευθύνθηκα στο γκισέ όπου μια νεαρή βιβλιοθηκονόμος με καλησπέρισε χαμογελαστά και έπειτα με ρώτησε όσο πιο σιγά μπορούσε ποιο βιβλίο ήθελα. Της απάντησα με την ίδια ένταση κι εκείνη συνέχισε ακόμα πιο σιγά, σχεδόν ψιθυριστά.

-Το “Πιο βαθιά από τη θάλασσα” ήδη το διαβάζει η κυρία εκεί που έχει πάρει μερικά ακόμη. Αν θέλετε μπορώ να της το ζητήσω.

Πήγαμε μαζί και δεν είχα αμφιβολία ότι ήταν εκείνη που είχε πάρει το βιβλίο. Ταιριάζαμε σε πολλά, το ίδιο και στα βιβλία. Μόλις με είδε να πλησιάζω  μου χαμογέλασε. Μετά κοίταξε με περιέργεια τη βιβλιοθηκονόμο.

– Παρακαλώ;

– Συγνώμη, ο κύριος ενδιαφέρεται για ένα βιβλίο που έχετε δανεισθεί. Θα είχατε την καλοσύνη να του το παραχωρήσετε;

– Το “Πιο βαθιά από τη θάλασσα” ψάχνετε κύριε;

Έμοιαζε και εκείνη σίγουρη για το βιβλίο που ήθελα και μου το έδωσε, ζητώντας μου αν θέλω να καθίσω να το διαβάσω δίπλα της.

Έκατσα στο τραπέζι – θρανίο έχοντας απέναντι τη βιβλιοθηκονόμο στο γκισέ της ικανοποιημένη που εξυπηρέτησε μια κατάσταση. Συγχρόνως κοιτούσα κρυφά στο βιβλίο της διπλανής μου λες και ήθελα να κλέψω για το διαγώνισμα που μας είχαν βάλει.

Στάθηκα όμως στα δάχτυλα της, που οδηγούσαν αθέλητα το βλέμμα μου στο τολμηρό μπλουζάκι, όσο δηλαδή μπορούσε να φανεί κάτω από τα ατέλειωτα μαλλιά της. Το άρωμά της ήταν το ίδιο που με είχε σαγηνεύσει την προηγούμενη φορά. Ήρθε κάποια στιγμή και τα πόδια μας συναντήθηκαν κάτω από το τραπέζι. Με έναν ήχο αντίδρασης -μάλλον χαμόγελου- άφησε για λίγο το χέρι της στο κάθισμα, δίνοντάς μου την ευκαιρία να το σφίξω τρυφερά στο δικό μου σα να ήθελα να της δείξω ότι μου “χρωστάει” γι αυτά που περνάω.

Αργότερα έβγαλα από την τσέπη μου ένα δερμάτινο σημειωματάριο κι ένα καλό στυλό όπως  αναλογεί σε έναν έμπειρο θαμώνα των όπου γης βιβλιοθηκών, μπροστά στο ανάμικτο βλέμμα έκπληξης και θαυμασμού της βιβλιοθηκονόμου για την οργάνωσή μου. Υποκρίθηκα πώς σημείωνα αποσπάσματα του πράγματι υπέροχου βιβλίου, ρίχνοντας ματιές μια στο βιβλίο και την άλλη στο σημειωματάριο δήθεν για να ελέγξω αν αντέγραψα σωστά τα κείμενα. Όταν τέλειωσα το άφησα ανάμεσά μας στο τραπέζι ανοιγμένο με τρόπο ώστε να μπορεί να το διαβάσει.

”Τι θα γίνει, θα μιλήσουμε επιτέλους; Δίπλα είναι ένα καφέ που πάνω έχει πατάρι. Εκεί μπορούμε να τα πούμε. Θα σε περιμένω…”

Όταν διαπίστωσα ότι το διάβασε, έκλεισα το σημειωματάριο και χωρίς να περιμένω απάντηση σηκώθηκα, την ευχαρίστησα ευγενικά και έφυγα κλείνοντας αθόρυβα την ξύλινη εξώπορτα, αφού πρώτα χάρισα ένα παίξιμο του ματιού στη βιβλιοθηκονόμο, κάνοντάς την να κοκκινίσει ελαφρά και να γυρίσει το βλέμμα ίσως για πρώτη φορά από τότε που μπήκα στη βιβλιοθήκη.

Πήγα στο παραδοσιακό σαμιώτικο καφέ και την περίμενα. Ήξερα πολύ καλά το μέρος. Το πατάρι του ήταν μια σοφίτα μικρή ιδανική για συζητήσεις και μοναδικά ζεστή για να φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά. Αυτό που δεν ήξερα ήταν αν πράγματι θα με ακολουθούσε. Κι όσο περνούσαν τα λεπτά τόσο με έζωναν περίεργες σκέψεις. Έλεγα  ξανά και ξανά ότι φέρθηκα  ανόητα, σίγουρος για τον εαυτό μου, αμετροεπής αφού αποφάσισα για εκείνη χωρίς να τη ρωτήσω. Ποιος ξέρει… θα ερχόταν άραγε ή θα με άφηνε τελικά μόνο με τις ενοχές μου;

……………………….

Το κατάλαβα ότι έφυγε λίγο στενοχωρημένος αλλά πιστεύω ότι έπρεπε να τον φέρω στην βιβλιοθήκη. Ήθελα να γνωρίσει τις συνήθειές μου, να περπατήσει δίπλα μου ένα διάστημα και να αγαπήσει αν μπορεί ό,τι κι εγώ. Περνώντας οι μέρες κατάλαβα ότι  αισθάνομαι πολλά  και βλέπω  ολοφάνερα ότι και για αυτόν είμαι πολύ σημαντική. Ξέρω επίσης ότι αυτά τα παιχνίδια τα  ερευνητικά δεν είναι για πολύ. Ίσως του ζήτησα κάτι παραπάνω απ’ ότι ταίριαζε. Πρέπει να πάω να τον συναντήσω και ήδη άργησα.

Δεν είχα όμως προβλέψει έναν αστάθμητο παράγοντα.

Η βιβλιοθηκονόμος περπάτησε αργά προς το μέρος μου και μου έδειξε με βλοσυρό χαμόγελο το σημειωματάριο που “ξέχασε” φεύγοντας πάνω στο τραπέζι.

-Ο κύριος που μοιραστήκατε το βιβλίο ξέχασε εδώ το σημειωματάριό του. Θα μου επιτρέψετε να το κρατήσει η βιβλιοθήκη, γιατί ίσως έχει σημειώσεις αξίας. Όταν το αναζητήσει ο κύριος θα του παραδοθεί…

Την κοίταζα άφωνη χωρίς να μπορώ να αντιδράσω. Για όλους στη βιβλιοθήκη ήταν ένας άγνωστός μου. Και η βιβλιοθηκονόμος που τον κοίταζε επίμονα; Γιατί δεν αντέδρασα; Γιατί δεν φώναξα ότι αυτός ο άνδρας είναι ο αγαπημένος μου, ότι είναι έστω ένας καλός φίλος μου και στο σημειωματάριο έγραψε για μένα;

Βλέπω τη μικρή της βιβλιοθήκης να στήνεται πάλι πίσω από το γκισέ της και προσεκτικά -δήθεν αδιάφορα- να ανοίγει το σημειωματάριο στις τελευταίες σελίδες και να διαβάζει το μήνυμά του. Χαμογελάει. Πες μου τώρα ότι πίστεψε πως προοριζόταν για εκείνη το μήνυμα σαν φυσικό αποδέκτη του ξεχασμένου σημειωματάριου; Κοιτάζει και το ρολόι της. Είναι απίστευτο. Την πλησιάζω.

– Ξέρετε δεσποινίς, το σημειωματάριο προοριζόταν για μένα. Γνωριζόμαστε με τον κύριο. Και συγνώμη γιατί έπρεπε να το πω από την αρχή.

Η βιβλιοθηκονόμος συνέχισε με αυτό το προσποιητό επαγγελματικό χαμόγελο, αλλά έμοιαζε να μην πιστεύει λέξη από αυτά.

– Δεν θέλω να αντιδικήσω μαζί σας αλλά γνωρίζω μόνο ότι ένας κύριος άφησε κάποιο προσωπικό του αντικείμενο στην Κεντρική Βιβλιοθήκη.

– Μα σας λέω ότι γνωριζόμαστε. Είναι ο φίλος μου, ο αγαπημένος μου. Πώς να το πω διαφορετικά;

Αναγκάστηκα να φωνάξω για να γίνω πειστική και όλοι σχεδόν γύρισαν προς το μέρος μας. Συγκέντρωσα το μυαλό μου.

– Μπορώ να σας πω τι έγραφε στην τελευταία σελίδα του σημειωματάριου… Ρώτησε αν θα τα πούμε επιτέλους και μου είπε ότι θα με περιμένει στο πατάρι του διπλανού καφέ.

– Αφού λέτε ότι είναι ο αγαπημένος σας, πώς ρωτάει αν θα τα πείτε επιτέλους;

Ένιωσα να τσιτώνουν τα νεύρα μου και να είμαι έτοιμη να απαρνηθώ τον πολιτισμό και την αυτοπειθαρχία του χώρου και…

– Εν πάσει περιπτώσει, δεν θα σας δώσουμε λογαριασμό πότε θα τα πούμε, αυτή όμως είναι η αλήθεια. Κι αφού διαφωνείτε, ελάτε μαζί μου να σας το επιβεβαιώσει.

Αν είναι ακόμα εκεί  βέβαια”, “αν δεν έχει θυμώσει”, “αν δε με έχει ξεγράψει”, μονολόγησα από μέσα μου αυτή τη φορά. Κατεβήκαμε γρηγορα τις σκάλες και προχωρήσαμε τα πενήντα μέτρα μέχρι το καφέ. Ευτυχώς ήταν ακόμα στο πατάρι. Μόλις είχε βάλει το φλιτζάνι στο στόμα να πιει την πρώτη γουλιά. Κι έμεινε έτσι για ώρα μέχρι να συνέλθει. Εκεί που περίμενε μόνο εμένα, βλέπει ξαφνικά δυο γυναίκες στη σοφίτα να κρεμόμαστε από τα χείλη του.

Η βιβλιοθηκονόμος μίλησε πρώτη. Του έδωσε το σημειωματάριο. Του έσκασε το γνωστό αχώνευτο χαμόγελο.

– Το ξεχάσατε στη βιβλιοθήκη.  Ήθελα να σας το παραδώσω.

Είπε “ευχαριστώ” αμήχανα χωρίς να γνωρίζει τι είχε διαδραματιστεί λίγο νωρίτερα. Ένιωσα να καταρρέω. Συνέχισε όμως, παίρνοντας πρώτα μια βαθιά ανάσα.

– Στην πραγματικότητα όμως να ξέρετε ότι δεν το ξέχασα κοπέλα μου. Στο σημειωματάριο αυτό περιέχονται όσα αισθάνομαι κι όσα ελπίζω να αισθάνεται αυτή η όμορφη γυναίκα που σας συνοδεύει. Όσα της αξίζουν κι όσα έχει ταιριάξει κάποιος στους δυο μας. Εδώ μέσα περιγράφεται μια μικρή αγάπη ανάμεσα σε παραπομπές, αστερίσκους και όνειρα. Όσο κι αν το διαβάσετε δεν πρόκειται να το νιώσετε. Γιατί είναι γραμμένο για εκείνη.

Η κοπέλα χαιρέτησε ευγενικά κι έφυγε σαν βρεγμένη γάτα. Εγώ έπεσα στην αγκαλιά του και του έδωσα ένα φιλί τόσο επίμονο που κόντεψα να τον πνίξω, ενώ με τα χέρια μου χάιδευα το πρόσωπό του σαν να ήταν μωρό χτενίζοντας με τ’ ακροδάχτυλα  τα μαλλιά και τους κροτάφους του. Το βράδυ το περάσαμε μαζί. Δίπλα στο τζάκι, πάνω στις κόκκινες βελέντζες ένιωσα πάλι μετά από καιρό τι σημαίνει να αγαπάς και να ερωτεύεσαι, τι σημαίνει να ΄χεις αγκαλιά σου τ’ όνειρο. Οι φλόγες της  στιγμής έκαιγαν στο στήθος, ίδρωναν τα σωθικά μας,  οι πόροι ανάβλυζαν, βάραιναν τις ανάσες. Κι οι ψυχές φέγγιζαν σαν δυο σταγόνες στο χνωτισμένο τζάμι, δίνοντας λόγο στο ρολόι του χρόνου που κύλαγε υγρός. Στο πλάι μας.

Στο τραπεζάκι το σημειωματάριο ήταν ανοιχτό και γυρισμένο σε μια καινούργια, λευκή σελίδα.

 

Βασίλης Πουλημενάκος

Διηγηματογράφος-Στιχουργός

 

Το διήγημα περιλαμβάνεται στη συλλογική έκδοση της Δημόσιας Κεντρικής Ιστορικής Βιβλιοθήκης Σάμου

με τίτλο: “Σάμος, μια μέρα…” – Εξήντα πέντε διηγήματα για τη Σάμο,

σε επιμέλεια έκδοσης Γιάννη Γ. Χουτόπουλο – Εκδόσεις Κύφαντα (Προλογίζει η Γιούλη Επτακοίλη) – ΣΑΜΟΣ, 2022

Επιμέλεια δημοσίευσης για τη σελίδα Επί-Λόγου με την άδεια του συγγραφέα. 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ: 

Ο Βασίλης Πουλημενάκος γεννήθηκε το 1967 στη Λευκωσία Κύπρου. Κατάγεται απ’ τη Μάνη, ζει στη Χαλκίδα κι εκεί γράφει τις ιστορίες του. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός κι εργάζεται σ’ αυτόν τον κλάδο.

Διηγήματα και ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί στο διαδίκτυο ενώ αρκετοί στίχοι του έχουν μελοποιηθεί.

Έχει συμμετάσχει στον 1ο ψηφιακό μουσικό βιβλίο ποίησης για παιδιά Για ένα σου χαμόγελο και το διήγημά του «Το πέρασμα στη Νίσυρο», τιμήθηκε με διάκριση στον 1ο διαγωνισμό του πολιτιστικού περιοδικού Ως3.

Στον διαγωνισμό στίχου του δικτύου «Μουσική Άμιλλα» κατέβαλε την 4η θέση.

Έχει κυκλοφορήσει σε e-book τη νουβέλα Δαντέλα από τον Λίγηρα, διάφορα διηγήματα και αφηγήματα όπως και συμμετοχές σε συλλογικά βιβλία.

 

Επί-Λόγου – Λεύκωμα – Αφιερώματα Λογοτεχνίας – Ιούλιος 2023