,

“ΕΝΑ ΠΡΩΙΝΟ ΤΟΥ ΦΛΕΒΑΡΗ” – Διήγημα του Καρμέλο Τσιατσία (ΙΤΑΛΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ)

 ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ  ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ  ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: EIΡΕΝΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ-ΑΔΑΜΙΔΟΥ

 

   Κείνο το πρωί, ο Καλότζερο ξύπνησε στις κακές του. Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι, πήγε στην παραθυρόπορτα του δωματίου, που αποτελούσε κι ολόκληρο το σπίτι του, παραμέρισε απότομα τη μαυρισμένη κουρτίνα και κοίταξε έξω βλαστημώντας.

  Μ’ όλο που η ώρα ήταν εφτά περασμένες, μόλις που έμπαινε μέσα λίγο φως, κι οι σκούρες σιλουέτες των μπροστινών σπιτιών διαγράφονταν, επιβλητικές, στο σκοτεινό δρομάκι. Μαύρα σύννεφα κόβανε δω και κει τον ουρανό κι από ώρα έπεφτε μια ψιλή, επίμονη και μονότονη βροχή.

  Ένα πρωινό του Φλεβάρη …ακόμα ένα τραγικό πρωϊνό.

 – Βρέχει … είπε ο Καλότζερο. Ακόμα βρέχει.

  Η γυναίκα του σηκώθηκε αργά, πήγε κοντά του και βάλθηκε να κοιτάζει και κείνη έξω, σιωπηλή. Με το νυχτικό τυλιγμένο γύρω στη χοντρή της κοιλιά και τα μαλλιά της αχτένιστα κι ανασηκωμένα, έμοιαζε με φάντασμα ή με μάγισσα. Ύστερα, έσβησε τη λάμπα του πετρελαίου κι άναψε λίγα ξύλα στην κουζίνα από τούβλα, για να βράσει το γάλα. Τα παιδιά, που κοιμόνταν σ’ ένα κρεβατάκι κολλημένο στο μεγάλο κρεβάτι, άρχισαν να βήχουν απ’ τον καπνό.

  Ο Καλότζερο έμεινε πολλή ώρα κοντά στην παραθυρόπορτα. Εδώ κι έξι μέρες ήτανε συνέχεια κλεισμένος στο σπίτι, δεν μπορούσε να πάει να δουλέψει, επειδή έβρεχε. Κείνο τον χειμώνα, πολύ λίγες μέρες είχε καταφέρει να δουλέψει.

– Έξι μέρες! γκρίνιαξε. Κι όταν ακόμα η βροχή θα έχει σταματήσει, εγώ θα πρέπει να περιμένω κι άλλο, γιατί το χώμα θα είναι βρεγμένο και δε θα μπορώ να περπατήσω.

  Το γάλα ήταν έτοιμο κι η γυναίκα του το σερβίρισε.

– Αυτό το γάλα είναι ξυνό! φώναξε ο Καλότζερο, μόλις το έβαλε στο στόμα του.

– Πώς ήθελες ν’ αγοράσω άλλο, αφού δεν υπάρχουν λεφτά; απάντησε θυμωμένη η γυναίκα. Θα ‘κανες καλύτερα να βρεις άλλη δουλειά, γιατί έτσι δεν μπορούμε να ζήσουμε. Περισσότερες μέρες κάθεσαι στο σπίτι και λιγότερες δουλεύεις.

– Εγώ φταίω αν βρέχει συνέχεια; ούρλιαξε ο Καλότζερο έξαλλος, κι άρχισε πάλι να βλαστημά.

– Δεν είπα πως φταις εσύ. Μα ξέρω πως τόσοι και τόσοι εργάτες δουλεύουν στις αποθήκες. Αν παρακαλέσεις τον μεσίτη, θα βρεις και συ μια θέση εκεί. Έτσι δε θα χάνεις τις μέρες σου και θα μπαίνει και κανένα κομμάτι ψωμί στο σπίτι.

– Λες και το φταίξιμο είναι δικό μου! ξανάπε θυμωμένος ο Καλότζερο. Αν όλοι οι εργάτες πήγαιναν στις αποθήκες, κανένας δε θα δούλευε στα χωράφια, και τότε θα διώχνανε και τους άλλους απ’ τις αποθήκες. Το ξέρεις πως δεν είναι εύκολο να μπεις στις αποθήκες. Χρειάζονται μέσα. Κι ύστερα, είναι κι η πολιτική στη μέση. Πρέπει να είσαι γραμμένος σε κόμμα. Εσύ δεν ξέρεις τι θα πει να είσαι γραμμένος σε κόμμα. Θα πει αν σήμερα κυβερνά το κόμμα σου, την έχεις καλά. Αν όμως αύριο πάψει να κυβερνά το κόμμα σου, την έχεις άσχημα, και μπορεί να καταλήξεις και στη φυλακή. Όχι, μακριά από κόμματα. Η κυβέρνηση θα έπρεπε να τα σκέφτεται ολ’ αυτά, αντί να μας υποχρεώνει να ψηφίζουμε, τώρα που τέλειωσε ο πόλεμος.

– Μακριά από κόμματα και παρέα με την πείνα, λοιπόν! απάντησε η γυναίκα.

– Θα το βουλώσεις, επιτέλους, ή να σου αστράψω κανένα χαστούκι; τη φοβέρισε κείνος και σηκώθηκε για να φύγει.

  Στο μεταξύ τα παιδιά είχαν ξυπνήσει κι έκλαιγαν.

  Καθώς φορούσε το παλιό πανωφόρι του, ο Καλότζερο πρόσεξε πως το ένα μανίκι έτριζε, έτοιμο να σπάσει.

– Δεν μπάλωσες ακόμα τούτο το μανίκι;

– Το μπάλωσα χτες.

– Ωραίο μπάλωμα τού έκανες! Δεν είσαι άξια για τίποτα. Δεν ξέρεις να κάνεις την παραμικρή δουλειά. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί σε παντρεύτηκα.

– Και γω μετάνοιωσα πικρά που σε παντρεύτηκα, έννοια σου! Κάθε μέρα μού κάνεις όλο και πιο μαύρη τη ζωή.

– Γιατί; Δεν είναι αλήθεια πως δεν ξέρεις να κάνεις τίποτα;

– Θα ξεκουμπιστείς καμιά φορά, ή να φύγω εγώ; Πού σηκώθηκες να πας; Στην ταβέρνα; Άντε, λοιπόν, πήγαινε!

– Θα πάω όπου μ’ αρέσει. Εσύ πρόσεχε τα παιδιά και φτιάξε το φιτίλι. Να μου μαντάρεις και τις κάλτσες μου.

  Ο Καλότζερο άνοιξε την πόρτα και βγήκε στον δρόμο φτύνοντας και βλαστημώντας.

– Έφυγε, επιτέλους, ‘κείνο το κτήνος, ο πατέρας σας! είπε η γυναίκα στα παιδιά, που τσίριζαν ακόμα. Ησυχάστε τώρα. Ας ελπίσουμε πως δεν θα ξαναγυρίσει. Μπούχτισα πια μαζί του και με τη ζωή. Ωχ! Τι δυστυχισμένη που είμαι! Πώς θα τα βγάλω πέρα με τούτα τ’ αθώα πλάσματα; Μακάρι να μ’ ήθελε κανένας για υπηρέτρια. Θα πήγαινα οπουδήποτε, ακόμα και στην κορυφή του βουνού.

  Κι έκλαιγε, καθώς τα έντυνε και τα χτένιζε.

  Αργότερα ήρθε μια γειτόνισσα, να ζητήσει λίγο μαϊντανό.

– Μου χρειάζεται για τ’ αυγά… εξήγησε.

  Όμως η γυναίκα του Καλότζερο δεν είχε να της δώσει.

– Δεν έχω τίποτα, μα τίποτα! απάντησε ανοίγοντας τα χέρια της.

– Ο άντρας σου δεν δουλεύει; ρώτησε η άλλη.

– Ναι, μ’ αυτόν τον καιρό πήγε να μαζέψει αέρα φρέσκο!

– Καταλαβαίνω … είπε σιγά η γειτόνισσα. Πότε θα γεννήσεις, αν θέλει ο Θεός;

– Τον Απρίλη.

– Μα μέχρι τότε θα έχει φτιάξει ο καιρός. Με το καλό, λοιπόν!

  Κι έφυγε τσαλαβουτώντας στις λάσπες.

   Τώρα ο ουρανός ήτανε καθάριος και το δρομάκι είχε αρχίσει να παίρνει ζωή. Η βροχή είχε σταματήσει, μα έκανε κρύο. Η καμπάνα της Αγίας Αικατερίνης καλούσε τους πιστούς στη λειτουργία.

  

ΚΑΡΜΕΛΟ ΤΣΙΑΤΣΙΑ – Ιταλός συγγραφέας

 Ο Καρμέλο Τσιατσία γεννήθηκε στο Πατερνό της Κατάνιας, το 1934. Τώρα ζει στο Κονελιάνο Βένετο, του Τρεβίζο. Σπούδασε φιλολογία κι είναι διευθυντής σε σχολείο μέσης παιδείας. Έχει γράψει μυθιστορήματα, άρθρα, δοκίμια και διηγήματα.

 

Από τα ανθολογημένα διηγήματα της ΕΙΡΕΝΑΣ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ-ΑΔΑΜΙΔΟΥ

με τίτλο “56 ΜΙΚΡΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ”

(Ιταλία σελ. 136-138)

 Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της “Εστίας”

Ι.Δ.ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε.

Αθήνα, Μάιος 1976

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑΣ:

Η Ειρένα Ιωαννίδου Αδαμίδου γεννήθηκε στην Αμμόχωστο και σπούδασε μουσική και ξένες γλώσσες στη Λοζάννη και στη Βιέννη. Μέχρι τώρα έχουν εκδοθεί 25 βιβλία της. Έχει γράψει 62 θεατρικά έργα, από τα οποία 50 έχουν δραματοποιηθεί σε θέατρο, τηλεόραση και ραδιόφωνο, 5 αυτοτελείς τηλεταινίες και 7 τηλεοπτικές σειρές, οι οποίες έχουν μεταδοθεί από την κρατική τηλεόραση της Κύπρου αλλά και σε πολλές χώρες του εξωτερικού, κι έχει μεταφράσει 112 θεατρικά έργα. Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία και έχει λάβει πολλές διακρίσεις. Από τα σημαντικότερα: Δύο Πανελλήνια Βραβεία Πεζογραφίας (3ο το 1985 και 1ο το 1992), το 1ο και μοναδικό Βραβείο του 7ου Παγκόσμιου Διαγωνισμού Θεατρικού Έργου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου (1994) και το 3ο Βραβείο Πεζογραφίας στον Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό «Οι κουλτούρες της Μεσογείου» (Γένοβα 2005). Το 2004 παρασημοφορήθηκε από τον Πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας για την προώθηση της ιταλικής κουλτούρας μέσω της λογοτεχνικής μετάφρασης.

 

Πηγή Βιογραφικού και φωτογραφίας: ianos.gr

 

 

Επιλογή, επιμέλεια και μεταφορά κειμένου στο διαδίκτυο για το “Επί-Λόγου”:

Τζούλια Πουλημενάκου

 (Αρχείο Ιδιωτικής Βιβλιοθήκης)

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Αύγουστος 2021