,

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ -Ν.ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ-Κ.ΔΗΜΟΥΛΑ-Γ.ΣΕΦΕΡΗΣ-Ν.ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ-Τ.ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

Λογοτεχνικά Αφιερώματα

ΓΥΝΑΙΚΑ

Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.

Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.

Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία.

Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

 

 Από παιδί βιαζόμουνα μα τώρα πάω καλιά μου.

Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.

Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,

για μια στιγμή αν με λύγισε σήμερα δε με ορίζει.

 

Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.

Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.

Ποιος σκύλας γιος μας μούτζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,

που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;

 

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.

Γιομάτη φύκια και ροδάνθη αμφίβια Μοίρα.

Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,

πρώτη φορά σε μια σπηλιά στην Αλταμίρα.

 

 Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.

Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ πού μ’ είδες;

Στην άμμο πάνω σ’ είχα ανάστροφα ζαβώσει

τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες.

 

Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.

Κοντά σου ναύτες απ’ την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.

Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό

έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.

 

Πράσινο. Αφρός, θαλασσινό βαθύ και βυσσινί.

Γυμνή. Μονάχα ένα χρυσό στη μέση σου ζωστήρι.

Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτά Ισημερινοί

μες στου Giorgione το αργαστήρι.

 

Πέτρα θα του ‘ριξα και δε με θέλει το ποτάμι.

Τι σου ‘φταιξα και με ξυπνάς προτού να φέξει.

Στερνή νυχτιά του λιμανιού δεν πάει χαράμι.

Αμαρτωλός που δε χαρεί και που δε φταίξει.

 

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.

Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.

Εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω

ως να μου γίνεις, Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα. (1951)

 

 ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ (1910-1975)

Από την ποιητική συλλογή “Τραβέρσο”

~~~~~~~~~~~~

ΣΗΜΕΙΟ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΩΣ

Άγαλμα γυναίκας με δεμένα χέρια

 

Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,

εγώ σε προσφωνώ γυναίκα κατευθείαν.

 

Στολίζεις κάποιο πάρκο.

Από μακριά εξαπατάς.

Θαρρεί κανείς πως έχεις ελαφρά ανακαθήσει

να θυμηθείς ένα ωραίο όνειρο που είδες,

πως παίρνεις φόρα να το ζήσεις.

Από κοντά, ξεκαθαρίζει το όνειρο:

 δεμένα είναι πισθάγκωνα τα χέρια σου

μ’ ένα σκοινί μαρμάρινο

κι η στάση σου είναι η θέλησή σου

κάτι να σε βοηθήσει να ξεφύγεις

την αγωνία του αιχμαλώτου.

Έτσι σε παραγγείλανε στον γλύπτη:

αιχμάλωτη.

Δεν μπορείς

ούτε μια βροχή να ζυγίσεις στο χέρι σου,

ούτε μια ελαφριά μαργαρίτα.

Δεμένα είναι τα χέρια σου.

Και δεν είν’ το μάρμαρο μόνο ο Άργος.

Αν κάτι πήγαινε ν’ αλλάξει

στην πορεία των μαρμάρων,

αν άρχιζαν τ’ αγάλματα αγώνες

για ελευθερίες και ισότητες,

όπως οι δούλοι,

οι νεκροί

και το αίσθημά μας, 

εσύ θα πορευόσουνα

μες στην κοσμογονία των μαρμάρων

με δεμένα πάλι τα χέρια, αιχμάλωτη.

 

Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,

εγώ σε λέω γυναίκα αμέσως.

Όχι γιατί γυναίκα σε παρέδωσε

στο μάρμαρο ο γλύπτης

κι υπόσχονται οι γοφοί σου

ευγονία αγαλμάτων, 

καλή σοδειά ακινησίας.

Για τα δεμένα χέρια σου, που έχεις

όσους πολλούς αιώνες σε γνωρίζω,

σε λέω γυναίκα.

 

Σε λέω γυναίκα

γιατ’ είσαι αιχμάλωτη.

 

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ (1931-2020)

Ποιητική Συλλογή “Το λίγο του κόσμου”, 1971

~~~~~~~~~

  

Ε΄

 Tα δάχτυλά της

στο θαλασσί μαντήλι

κοίτα: κοράλλια.

 Θ΄

 ΝΕΑ ΜΟΙΡΑ

«Γυμνή γυναίκα

το ρόδι που έσπασε

ήταν γεμάτο αστέρια».

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ (1900-1971)

Ποιητική συλλογή “ΔΕΚΑΕΞΙ ΧΑΪΚΟΥ”

~~~~~~~~~~~

 

Η ΛΑΚΩΝΙΣΣΑ

Η ψυχή μου είναι σήμερα φορτωμένη τα μέλη της
και πορεύεται: τα πλευρά, τα χέρια, τα πόδια μου,
το πρόσωπο κεντημένο απ’ τον χρόνο
με ρυτίδες βαθιές, λοξές, ακατάστατες.
Καθώς η Λακώνισσα με τα ξύλα στις πλάτες της
στο απόκρημνο διάσελο με το μαύρο
ρημαγμένο φουστάνι της (αλλά διπλωμένη
μ’ ένα τούλι απ’ τον ήλιο που δύει)
πέτρα την πέτρα η ψυχή μου πορεύεται.

 

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ(1912-1991)

Ποιητική συλλογή “ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΟ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΟ” (1976)

~~~~~~~~~~~

 

γυναίκα

 κάθε μικρή σου υποταγή

μειώνει τη δική μου ελευθερία

εμένα ταπεινώνει

κάθε χαμένο σου δικαίωμα

πληγώνει τη δική μου αξιοπρέπεια

κάθε παραπανίσιο σου φορτίο

έχει σε μένα ρίζες προγονικές

κάθε σε βάρος σου αδικία

είναι μια στυγερή κλοπή

απ’ το παγκάρι της δικής μου εκκλησίας

κι όταν εσύ λιποψυχείς

εγώ είμαι ο αληθινός προδότης

στέκεσαι δίπλα μου

στο σπίτι, στη δουλειά ή στο οδόφραγμα

και με τα ίδια μάτια

ελεύθερα ατενίζουμε τον ήλιο

περήφανοι

ασυμβίβαστοι

ωραίοι μέσα στα τόσα ελαττώματά μας

εμείς που η φύση έταξε σε σάρκα μία

 ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

Ποιητική συλλογή Το μαγικό χαλί, 1980

~~~~~~~~~~

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Μάρτιος 2021