“ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ” του Ευάγγελου Π. Παπανούτσου

Ανέκαθεν οι σοφές κεφαλές, οι συγγραφείς μεγάλου διαμετρήματος δεν καταδέχονται να κατεβούν στα ζητήματα της καθημερινής ζωής, στα «μικροπροβλήματα»  που αντιμετωπίζουν σε κάθε βήμα του οι κοινοί άνθρωποι. Όταν ακούς από παντού ότι υπάρχει μια έρευνα και μια μάθηση που όλα τα θέματα τα εξετάζει σοβαρά και λέγεται «φιλοσοφία», αν τύχει και είσαι αμύητος και τρέξεις να συμβουλευτείς για το δικό σου θέμα τους  λεγόμενους «φιλοσόφους», δοκιμάζεις μια μεγάλη έκπληξη. Βρίσκεις στα έργα τους απαντήσεις (ή προσπάθειες για απάντηση) σε πλήθος αποριών, που άλλες καταλαβαίνεις και άλλες δεν καταλαβαίνεις, αλλά για το συγκεκριμένο ζήτημα, το καυτό, το σοβαρό, το επείγον, που ζητείς βοήθεια, δεν ακούς λέξη. Σα να το θεωρούν περιθωριακό, και ούτε καν το αναφέρουν. Στην αρχή συστέλλεσαι να ρωτήσεις εκείνον που σε συμβουλεύει να απευθυνθείς στους «φιλοσόφους», τους παντογνώστες, και με την ελπίδα ότι οι «μεγάλοι» κάπου, μέσα στα πολυσέλιδα έργα τους, θα ασχοληθούν και με το ζήτημά σου, προχωρείς και ψάχνεις. Γρήγορα όμως απογοητεύεσαι και εγκαταλείπεις κάθε προσδοκία. Αυτοί έχουν να κάνουν με τα πολύ «σοβαρά» και τέτοια δεν θεωρούν το δικό σου που ωστόσο δεν σε αφήνει ήσυχο μέρα και νύχτα και γίνεται εφιάλτης της ζωής σου. Ξαναβάζεις τότε τα έργα τους στο ράφι που τα βρήκες, και όταν στο μέλλον ακούς τη μαγική λέξη «φιλοσοφία», κουνάς με σκεπτικισμό το κεφάλι σου: «Είναι – λες – για τους αργόσχολους αυτή η σπουδή, όχι για όσους η προσωπική ανάγκη απαιτεί άμεση βοήθεια». Μπορεί να προχωρήσεις και περισσότερο·  να πεις ότι η «φιλοσοφία» είναι περιττή, άχρηστη για τη ζωή, και να την κοροϊδέψεις… Ας μείνουμε όμως στην πρώτη θέση, τη συγκαταβατική· αυτή μάς αρκεί.

Όποιος έχει προσέξει τις αντιδράσεις των κοινών ανθρώπων απέναντι στα «φιλοσοφικά» βιβλία που έπεσαν στα χέρια τους, δεν νομίζω ότι θα βρει υπερβολικές τις παραπάνω παρατηρήσεις. Επειδή συμβαίνει να μ’ ενδιαφέρει αυτή η (καλώς ή κακώως λεγόμενη) «επιστήμη των επιστημών», μπορώ να βεβαιώσω ότι δεν απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Όταν έτυχε να συναντήσω έναν απελπισμένο άνθρωπο  που ο αμείλικτος τροχός της καθημερινής βιοπάλης δεν του αφήνει στιγμήν αναψυχής και του δίνω τη συμβουλή, αντί να ζητεί μάταιη παρηγοριά στο ποτό που τον αποκτηνώνει, να διαβάσει «φιλοσοφία», και συγκεκριμένα τα έργα ξακουστών σοφών της αρχαιότητας ή των νέων χρόνων που ασχολούνται με γνωσιολογικά και, κυρίως με  ηθικά προβλήματα, τον ακούω σε λίγες μέρες να ομολογεί με δυσφορία:

-Έσκυψα με συγκίνηση και ταραχή στα βιβλία που μου δάνεισες, στη γνωσιολογία και στην ηθική, γρήγορα όμως τα παράτησα αποκαμωμένος και αδειανός, όπως πριν. Στη γνωσιολογία διάβασα, στην αρχή, πολλές σελίδες για την αντινομική μορφή της οντολογικής απορίας, αν πρέπει τελικά να προτιμήσουμε τη ρεαλιστική ή την ιδεαλιστική λύση της. Ύστερα ζαλίστηκα διαβάζοντας τις απόπειρες που γίνονται ανέκαθεν για τη φαινομενολογική ανάλυση του αντικειμένου και τη διατομή της έννοιας του υποκειμένου της γνώσης. Και στο τέλος έπεσα στο θ έμα των κατηγοριών, στον ορισμό και την παραγωγή τους, στον πίνακα και την αλληλουχία τους… Σε τι με βοηθούν όλα αυτά, είπα, και πέρασα στα άλλα βιβλία, στους τόμους της Ηθικής. Το πρόβλημά μου, σκέφτηκα, είναι κατά κύριο λόγο ηθικό· πρέπει λοιπόν να το έχουν μελετήσει και λύσει οι «ηθικοί» φιλόσοφοι. Αλλά και αυτοί με απογοήτεψαν. Εκατοντάδες σελίδες αφιερώνουν στη σωκρατική ηθική, στην καντιανή ηθική, στη βιολογική ηθική, στο πολύκροτο ζήτημα των ηθικών αξιών, στην αυθυπαρξία και στην ιεραρχία τους. Πουθενά όμως δεν εξηγούν τη συμφορά του δύστυχου ανθρώπου που οι συνθήκες της ζωής τον αναγκάζουν να «φεύγει» από τον εαυτό του με τον ένα τρόπο ή τον άλλο· τι μπορούν λοιπόν να μου πουν; Αυτοί δεν μπορούν· δεν θέλουν ή δεν καταδέχονται. Και στις δύο περιπτώσεις μού είναι άχρηστοι…

Τι να αποκριθείς σ’ αυτή τη δεινή αντίρρηση, την τόσο βεβαιωμένη από τα πράγματα; Ό,τι η φιλοσοφία σαν έργο του νου θεωρητικό, που έχει ανέκαθεν στενή σχέση με τη ζήτηση της αλήθειας και πολύ χαλαρότερη με την εμπνοή της φαντασίας, με την ποίηση (νόμιμη κι αυτή ενασχόληση του πνεύματος), οφείλει να αρχίζει από τα γενικά ζητήματα και να αφήνει στον στοχαστικό άνθρωπο την πρωτοβουλία και την ευθύνη να λύνει τα προβλήματά του; Όταν πιέζεσαι από την ανάγκη, δεν περιμένεις· επείγεσαι, και τη σιωπή του άλλου τη θεωρείς (δικαίως) αποφυγή ή ολιγωρία. Ο άνθρωπος γεννιέται σ’ ένα κόσμο που προϋπάρχει, και είναι εξοπλισμένος (από τη φύση και την οικογένεια) για να ζήσει σ’ ένα «περιβάλλον» βιολογικό, ψυχολογικό, κοινωνικό προσχηματισμένο από πρόσωπα και γεγονότα που ούτε τις δυνατότητες έχει ούτε τα μέσα να το ελέγξει. Έρχεται στη ζωή ντυμένος ένα σώμα που υδεν το έχει ζητήσει – γερό ή αδύνατο, άρτιο ή ανάπηρο, όμορφο ή δύσμορφο – και μ’ αυτό πρέπει να τα βγάλει πέρα, με τους άλλους ανθρώπους και με τον εαυτό του. Απροσδιόριστη εξ’ αρχής είναι και η διανοητική του κατάσταση· μπορεί άλλωστε και να μη μείνει η ίδια, να βελτιωθεί ή να χειροτερέψει. Με αυτά τα προσόντα και τα μειονεκτήματα καλείται να ζήσει. Οι περιστάσεις θα τον οδηγήσουν· την ίδια ή και μεγαλύτερη επίδραση θα έχουν και οι συμπτώσεις.  Αν χρειαστεί όμως βοήθεια, πού θα καταφύγει; Η βιοπάλη, το άλλο φύλο, οι Αρχές και οι νόμοι τους, οι περιπλοκές της υγείας, τα ανεβοκατεβάσματα της μοίρας τον φέρνουν διαρκώς σε δύσκολη θέση,  και του αναθέτουν να πάρει αποφάσεις που θα σφραγίσουν με ανεξίτηλα χρώματα την ύπαρξή του: επάγγελμα, γάμος, παιδιά, δικαστήρια, στρατός κτλ. Κτλ. Είναι λ.χ. αδέξιος και φυτοζωεί στη δουλειά του· δεν είναι εντυπωσιακός, και η γυναίκα που αγαπάει, τον αποστρέφεται· ο γιος ή η κόρη του πήραν λοξό δρόμο και δεν μπορεί να τους ξαναφέρει κοντά του· και ούτε ανώδυνα ούτε ανεπαίσχυντα έρχονται τα  γεράματα που δεν αργούν. Δεξιά και αριστερά τον παραφυλάει η εκτροπή, η αυτοκτονία, το έγκλημα. Την ώρα της μεγάλης δυστυχίας από ποιον θα ζητήσει συμβουλή; Είναι όλοι σε θέση να τον καταλάβουν; Θα προσπαθήσουν να αντιληφθούν τη δεινή θέση του και να του δείξουν τον δρόμο της σωτηρίας ή δεν θα του δώσουν σημασία: θα περιορισθούν σε τυπικές, εξωτερικές και άχρηστες συστάσεις, και θα κοιτάξουν πρώτα το δικό τους συμφέρον;

Μην πείτε τα «προβλήματα» αυτά μικρά και ασήμαντα. Έτσι μπορεί να τα χαρακτηρίσει όποιος δεν μπερδεύτηκε στους τροχούς των ή κατόρθωσε (πράγμα ακόμη σπανιότερο) να διαφύγει την πίεσή τους με μικρές απώλειες. Οι πολλοί, οι περισσότεροι τα έχουν δοκιμάσει και ξέρουν τι στοιχίζουν. Ας μη το λένε· οι άνθρωποι δεν αγαπούν να ομολογούν τις σκέψεις που περνούν από το κεφάλι τους τις ώρες της μεγάλης δοκιμασίας. Φορούν κάθε μέρα τη στολή της υποκρισίας που τους ταιριάζει και ή κρύβουν τις θύελλες που έχουν ξεσπάσει μέσα τους, ή (εάν τους συμφέρει και περιμένουν ωφελήματα) υπερβάλλουν στην εκδήλωσή τους. Πώς θα τους φερθείτε τις ώρες της δυστυχίας; Εδώ είναι η «φιλοσοφία», θα τους πείτε,  η πείρα των αιώνων, οι υψηλές «επιστήμες»; ανάγνωση και γραφή γνωρίζεις· άνοιξε τα χοντρά βιβλία και θα βρεις την απάντηση που γυρεύεις. Αυτή θα είναι η συμβουλή σου;

Μην παραξενευτείς τότε εάν έπειτα από λίγο, ακούσεις τον μαθητευόμενο σοφό, γεμάτον απόγνωση και θυμηδία-, να σου απαντά με τα περίφημα λόγια μιας πασίγνωστης τραγωδίας: «Αχ! έχω φιλοσοφία, νομική και ιατρική, αλλοίμονο και θεολογία συστηματικά σπουδάσει με θερμή προσπάθεια. Να! όμως που στέκομαι εδώ, εγώ ο φτωχός τρελός, «και είμαι τόσο ξυπνός όσο και πρώτα!». («Φάουστ» του Goethe, μέρος α΄, νύχτα).

Η λύση στο θέμα που εξετάζουμε θα είναι (ας με συγχωρέσει ο αναγνώστης) πολύ απλή. Την ώρα της δοκιμασίας τον άνθρωπο που χειμάζεται θα τον στείλουμε όχι στη «φιλοσοφία», αλλά στους «φιλοσόφους». Εκείνη με τα υψηλά νοήματα και τις αφαιρέσεις της πολύ λίγα θα του πει, για να τον στηρίξει και να τον παρηγορήσει, αυτοί εδώ έχουν να του πουν πολλά, πιο πολύ από την προσωπική τους εμπειρία παρά από τις μελέτες τους. Κατά βάθος μόνο ο «άνθρωπος» μπορεί να σώσει τον άνθρωπο, όχι το βιβλίο. Και ο «άνθρωπος» αυτός, της επικουρίας, δεν είναι ανάγκη να έχει πάντοτε εγκύψει στα χοντρά βιβλία· αρκεί να τον έχει διδάξει η ζωή με τον πόνο της. Για τούτο «φιλόσοφοι» , με το νόημα που έχουν στο άρθρο μας, δεν είναι οι «ειδικοί». (Αν τύχει να είναι και το ένα και το άλλο, ακόμη καλύτερα). Αλλά όσοι δοκιμάστηκαν, βασανίστηκαν, ταλαιπωρήθηκαν στις σκληρές βιωτικές μέριμνες και με τη σκέψη – την ήττα ή υποχώρηση, τον συμβιβασμό ή τη μεταμέλεια – έζησαν τις δυσκολίες και σήμερα τις βλέπουν με άλλο μάτι, όχι με την ορμή του πάθους που χτυπάει εδώ κι εκεί τυφλά, για να βρει διέξοδο στο απροχώρητο. Πώς θα τους ονομάσουμε αυτούς τους συμβούλους της έσχατης ανάγκης; Ας μη πολυπραγμονήσουμε με το όνομά τους. Μπορεί να είναι σύντροφοι της βιοπάλης, γνώριμοι της τελευταίας ώρας, ηλικιωμένοι συγγενείς – ή δάσκαλοι, λησμονημένοι φίλοι, εξομολόγοι…

Πρακτικούς φιλοσόφους, θα τους πούμε· όχι θεωρητικούς. Την πρακτική φιλοσοφία, τη φιλοσοφία της ζωής σπούδασαν και ασκούν, όχι τη θεωρητική, την «από καθέδρας». Έναν καιρό, στα χρόνια τα παλιά, και οι δύο φιλοσοφίες (η πρώτη δεν ήταν πολύ αναπτυγμένη) αποτελούσαν έναν κορμό γνώσεων. Εκείνο που κυρίως μάθαιναν τον άνθρωπο, ήταν πώς να ζει, αλλά και πώς να πεθαίνει ευπρεπώς, αφού και ο θάνατος είναι μέρος του προγράμματος της ζωής. Σήμερα δεν είναι πια ενωμένες. Η δεύτερη μάλιστα, επειδή την αποτελούν περιστασιακές και υποκειμενικές, όχι αιώνιες και αντικειμενικές αλήθειες, δεν έχει την ίδια εκτίμηση από τους ειδικούς. Κάνουν όμως λάθος οι μύστες αυτοί του «απόλυτου». Οι ποιητές (και μάλιστα οι μυθιστοριογράφοι) τη γνωρίζουν καλά και δικαίως προσφέρουν κάποτε στον άνθρωπο μεγαλύτερες υπηρεσίες.

Τι έχει να πει ο πρακτικός «φιλόσοφος» στον άνθρωπο που χειμάζεται;

Πολλά. Τα περισσότερα βέβαια εντελώς προσωπικά, ανάλογα με το είδος της περιπέτειας και το μέτρο ειλικρίνειας τού εξομολογούμενου. Αντλημένα από τη δική του εμπειρία. Έχει όμως κι αυτός τις δικές του γενικές αρχές, τις αλήθειες που ταιριάζουν σε  κάθε περίπτωση και πρέπει να επαναλαμβάνονται. Θα του πει λ.χ. δύο αδαμάντινους κανόνες που τους ξεχνούμε στη δυστυχία μας. Πρώτα ότι δε λύνονται όλα τα προβλήματα σ’ αυτή τη ζωή, τα περισσότερα παραμένουν άλυτα και μας πληγώνουν, έως ότου με τον  καιρό περάσουν στο δεύτερο επίπεδο και χάσουν την οξύτητά τους. Και έπειτα ότι αυτά που συμβαίνουν στον βασανισμένο άνθρωπο (η προσβολή και η κακεντρέχεια των άλλων, ή η «κακιά ώρα», το μοιραίο και ανεπανόρθωτο) δεν είναι  μοναδικά, συμβαίνουν σε πολλούς σ’ αυτόν τον άθλιο πλανήτη, αλλά οι μυαλωμένοι άνθρωποι δεν παρασύρονται στο χαμό· την τελευταία στιγμή κρατιούνται και σώζονται. Αυτά φυσικά δεν αρκούν· οι προσωπικές περιπτώσεις είναι άπειρες. Στις περισσότερες όμως, θα παρατηρήσει ο πρακτικός φιλόσοφος, η συμφορά έρχεται από μιαν αξιοθρήνητη παρεξήγηση: Ο άνθρωπος λησμονεί ότι ο πρωτογονισμός είναι μια πολύ παλαιά φάση της ανθρωπότητος, και σήμερα είναι αναχρονικός εκείνος που εξακολουθεί να δανείζεται απ’ αυτόν τα όπλα του. Δεν χειροδικεί πια ο πολιστιμένος άνθρωπος, ούτο το ρίχνει στο πιοτό ή στην ερημιά για να «ξεχάσει». Έχουμε πια «νόμους» που προβλέπουν και «πολιτείες» που διαθέτουν τα μέσα τού σωφρονισμού. Ηττημένος δεν είναι πιο ο «παθός», αλλά όποιος καταδικάζεται για τη μωρία του.

Ζητώ την άδεια να επαναλάβω εδώ μια μικρή περικοπή από ένα βιβλίο μου που δεν είδε ακόμα το φως: «Όσο και αν τρέχει σήμερα με μεγάλο διασκελισμό και με γοργό ρυθμό ο χρόνος και μαζί του μεταβάλλονται οι διαθέσεις, οι αντιλήψεις, οι συνήθειές μας, το ανθρώπινο τοπίο δεν έχει, ή δεν έχει ακόμη αλλάξει ριζικά. Και ένας καλός λόγος, αν είναι τίμιος και θαρραλέος, πάντα μπορεί να ωφελήσει εκείνους που αισθάνονται την ανάγκη βοήθειας από κάποιον που τον δίδαξε πολλά η ζωή με τις εμπειρίες και τις δοκιμασίες της». Πριν απ’ όλα, εκείνα που χρειάζονται στον άνθρωπο για να μη ναυαγήσει στη ζωή είναι (κατά τον σοφό Κινέζο Κομφούκιο) η βούληση, η αγάπη και η σκέψη· κοντά σ’ αυτά όμως να μην παραγνωρίζουμε τον «καλό λόγο». Την αξία του την καταλαβαίνουμε, άμα μας λείψει.

 

Ευάγγελος Π.Παπανούτσος  (1900-1982)             

Παιδαγωγός,φιλόσοφος.δοκιμιογράφος,θεολόγος, 

Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Βερολίνου, Παρισιού – Διδάκτωρ της Φιλοσοφίας του

Πανεπιστημίου της Τιβίγγης, Μέλος  της Ακαδημίας Αθηνών

Απόσπασμα από το βιβλίο «Τα μέτρα της εποχής μας»

Η κρίση-Η φιλοσοφία-Η τέχνη-Η παιδεία-Τα πρόσωπα-Ο άνθρωπος

Εκδόσεις Φιλιππότη (Σύγχρονος Προβληματισμός 6)

Αθήνα 1981

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ:

Ο Ευάγγελος Παπανούτσος γεννήθηκε το 1900 στον Πειραιά. Σπούδασε στα πανεπιστήμια Αθηνών, Βερολίνου, Τυβίγγης και Παρισίων. Διετέλεσε διδάκτωρ της Φιλοσοφίας, του γερμανικού Πανεπιστημίου της Τυβίγγης. Και “τιμής ένεκεν” διδάκτωρ του Δικαίου, του σκωτικού Πανεπιστημίου του Αγίου Ανδρέου. Η συμβολή του στη λειτουργία και στην ανακαίνιση της Ελληνικής Παιδείας είναι πασίγνωστη. Υπηρέτησε την εκπαίδευση από το 1920, και ως εκπαιδευτικός πέρασε όλες τις βαθμίδες της ιεραρχίας, έως ότου (μετά την απελευθέρωση της χώρας) διορίστηκε γενικός διευθυντής και αργότερα (1950 και 1963) γενικός γραμματέας στο Υπουργείο Παιδείας. Δίδαξε επί 20 χρόνια φιλοσοφία, ψυχολογία και παιδαγωγικά στον μορφωτικό σύλλογο “Αθήναιον”. Διετέλεσε αντιπρόεδρος του “Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ομίλου” και βουλευτής επικρατείας στην πρώτη Δημοκρατική Βουλή. Με τη διεύθυνσή του δημοσιεύτηκαν 15 τόμοι του Περιοδικού “Παιδεία” (1946-1961) και 100 τόμοι Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, έκδοση Ι. Ζαχαρόπουλου (1954-1958). Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει δεκάδες βιβλία, όχι μόνο στην ελληνική, αλλά και στη γερμανική, την αγγλική και τη γαλλική. Πέθανε το 1982.

 

Πηγή φωτογραφίας & Βιογραφικό: ianos.gr

 

Επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο: Τζούλια Δ. Πουλημενάκου (Ιδιωτικό Αρχείο Βιβλιοθήκης)