“ΦΕΓΓΑΡΙ” του Γιάννη Ρίτσου

“Η ποίηση πρέπει νάναι

ένας οδηγός μάχης κι ευτυχίας

ένα όπλο στα χέρια του λαϊκού αγωνιστή

μια σημαία στα χέρια της Ελευθερίας”

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

 ΦΕΓΓΑΡΙ

 Πάνου απ’ τον ύπνο μας το πλατάγισμα του αντίσκηνου –

ύπνος κομματιασμένος απ’ τον άνεμο·

ένα τοπίο μισό μαύρο, μισό κίτρινο,

ένα κομμένο πόδι ψάχνοντας για το σώμα του

κι ο ραβδοσκόπος χτυπώντας την πέτρα – δοκιμάζοντας·

κι ο θάνατος χτυπώντας την καρδιά μας – δοκιμάζοντας.

 

Ένας παραμιλάει μες στον ύπνο του.

Ένας φωνάζει σαν τον πληγωμένο στο πεδίο της μάχης.

Οι άλλοι δεν τον ακούνε. Κοιμούνται.

Μην έχουνε λοιπόν πεθάνει;

Κι η ίδια φωνή φωνάζοντας: “νερό, νερό”.

 

Δεν είναι τίποτα. Κοιμήσου.

Μεθαύριο θα σου φέρω μια βρύση στα χέρια μου.

Θα σου φέρω ένα ποτάμι μεθαύριο. Κοιμήσου.

Δεν είναι το καράβι. Είναι ο άνεμος.

Ο διάδρομος με τα πλακάκια, μισά μαύρα, μισά κίτρινα

και τα δεκανίκια της νύχτας στο διάδρομο.

 

Δεν είναι τίποτα. Είναι ο άνεμος. Κοιμήσου.

Η αντίσταση του τεντωμένου σκοινιού.

Αντέχει το σκοινί – κι η απόφαση αντέχει.

Δεν κόβεται στα δυο το δίκιο. Η Παναγία του Φεγγαριού

τριγυρίζει ξυπόλυτη μέσα στ’ αντίσκηνα.

 

Με τέτοιον άνεμο τι θέλετε; – παραμιλούσε.

Κόβουνται στη μέση τα λόγια των πεθαμένων.

Τι θέλετε; Τι θέλετε;

Τι θέλει το φεγγάρι στη σκηνή των γερόντων;

Έχει ένα μικρό σουγιά το φεγγάρι

να σκαλίσει αμπελόφυλλα στην κασέλα του μπαρμπα-Μήτσου.

Έχει δυο μικρές Κυριακές μέσα στα μάτια του.

 

Τι να τον κάνουμε τούτο το σουγιά;

 

Είναι μια φλέβα στον καρπό του χεριού – δεν είναι εκεί –

πάρα μέσα είναι ο σφυγμός, πάρα μέσα,

και το σκοινί που αντιστέκεται στον άνεμο –
ου γιου – ούου γιου – μπαρμπα-φεγγάρι,

δεν κόβουνται τούτα τα σκοινιά

παράτα το σουγιά σου – παράτα τον,

πήγαινε στ’ άρρωστα παιδιά να πουλήσεις ασημένια σταυρουλάκια.

Μέσα σε τούτα τα χοντρά παπούτσια είναι πολύ λιγνά τα ποδάρια σου.

Δεν μπορούνε να σύρουν τα ποδάρια σου

ετούτα τα χοντρά παπούτσια των συντρόφων.

 

Σκύψε και μέτρησέ τα

να λογαριάσεις τον δρόμο που περπάτησαν,

τον δρόμο που θα περπατήσουν,

τον δρόμο που δεν έχει τέλος.

Ετούτα τ’ άρβυλα τα μπαλωμένα, τα χοντροκαμωμένα,

δεν είναι για τα πόδια σου, φεγγάρι.

Ετούτα τ’ άρβυλα περπάτησαν τον πόνο,

περπάτησαν τον θάνατο, μπαρμπα-φεγγάρι,

τον θάνατο δίχως να σκοντάψουν.

 

Άντε, τραβήξου από τον δρόμο τους βερέμικο φεγγάρι.

 

 ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ (1909-1990)

Ποιητική Συλλογή “ΠΕΤΡΙΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ” (1957)

 

Από την ποιητική ανθολογία “ΤΑ ΕΠΙΚΑΙΡΙΚΑ” (1945-1969)

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ

ΑΘΗΝΑ, 1975

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

Επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό Αρχείο Βιβλιοθήκης)

  

Επί-Λόγου – Λεύκωμα – Μάιος 2021