,

“Η ΜΗΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ” – Αφιέρωμα στην Παγκόσμια Ημέρα της Μητέρας

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

“μου λείπει τ’ όνομά μου στα δικά σου χείλη

αυτά που μόνο εσύ για μένα ήξερες”

ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

 

 ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

 “Ούτε ένα ξέφτι απ’ το χαμόγελό σου”

 μου λείπει η άνοιξη

η άνοιξη μετά βαρύ χειμώνα

που πλημμυρίζει τον αέρα φτερουγίσματα

το φως μου λείπει

απ’ τα γαλάζια μάτια σου

τις επτασφράγιστες τώρα μητέρα

πύλες του κόσμου

 

μου λείπει τ’ όνομά μου στα δικά σου χείλη

αυτά που μόνο εσύ για μένα ήξερες

 

τώρα δεν μένει τίποτα

ούτε το θρόισμα από το φόρεμά σου

μια νότα απ’ τη φωνή σου

μικρό ένα ξέφτι απ’ το χαμόγελό σου

τώρα δεν μένει

παρά να σκεπαστώ μ’ αυτό το τίποτα

και στο κενό βουβός να βλέπω

κάποιον που θάλεγες πως είμαι εγώ

σαν τον χλωμό αντικατοπτρισμό

μιας παιδικής φωτογραφίας σου

 ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

Ποιητική Συλλογή “ΞΕΝΕΣ ΧΩΡΕΣ” (1991)

Από την Ποιητική Ανθολογία

ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ – “Ο ΠΛΟΗΓΟΣ ΤΟΥ ΑΠΕΙΡΟΥ”

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1966-2002 – ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΑ ΠΟΡΕΙΑ/2004

 ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ (1902-1930)

 “Ο μοιραίος δρόμος”

                                                     Της Μητέρας μου

 Μητέρα μου· παιδί σου εμέ πιστό

με αφήνει η κάθε μέρα που διαβαίνει.

Σε με το πρόσωπό σου εικονιστό

και μέσα μου η ψυχή σου φωληασμένη.

 

Δε σ’ ένοιωσα πριν να σε χωριστώ

μα η θύμησή σου ακέρηα που μου μένει,

μου δείχνει εμένα, εκεί να εξιλαστώ

για πάντα θλιβερή μετανοιωμένη.

 

Πιστό παιδί σου. Τη μαρτυρική

ζωή σου ζωή μου να τη νοιώσω

Μητέρα μου καλή, πονετική.

 

Και στον κρυφό καημό σου, να μη δουν

τον πόνο σου όσοι αγάπαγες, να δώσω

και γω τα σπλάχνα μου – άνθη να μαδούν …

 ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ

Από την ποιητική συλλογή “ΟΙ ΤΡΙΛΛΙΕΣ ΠΟΥ ΣΒΗΝΟΥΝ” (1928)

 ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ (1914-2004)

 “Γράμματα στη μητέρα”

Ποιητική Ενότητα (Απόσπασμα)

 γ

Δεν είμαι βέβαιος αν δεν θα επαναλάβω

πράγματα που σου είπα κατά κάποιο τρόπο

στο προηγούμενο γράμμα μου, μητέρα,

γιατί δεν είν’ εύκολο πια να τα ξεχωρίζω αυτά,

τίποτα πια δεν είναι εύκολο να ξεχωρίζω.

Αλλάζουν όλα διαρκώς μορφή, μητέρα,

όλα διαρκώς μεταμφιέννυνται, μητέρα,

αναπεριβάλλονται,

κυμαίνονται,

αναστέφονται,

ασταθούν,

περιδινούνται

και τα καινούργια δεν είναι καινούργια,

και τ’ άγνωστα δεν είν’ άγνωστα,

και τα σχήματα δεν είναι σχήματα,

κ’ οι αποστάσεις δεν είν’ αποστάσεις,

κ’ οι αποστάσεις δεν αφίστανται

κ’ ερωτοτροπούν

ίδια κι απαράλλαχτα σαν τη βουνοσειρά της Κερύνιας

που σήμερα την αγγίζεις με το χέρι σου,

που σήμερα σκύβει απάνω απ’ το σπίτι σου,

που σήμερα είναι γατούλα στα πόδια σου,

κι’ αύριο είναι μίλια μακρυά,

σαν την ανεξήγητη, λέω, βουνοσειρά της Κερύνιας

που σήμερα είναι

κι’ αύριο δεν είναι,

που σήμερα είναι

κι’ αύριο δεν ξέρουν, δεν άκουσαν,

που σήμερα έχει όνομα

κι’ αύριο δεν έχει,

κ’ ενίστανται πια οι γεωγραφικοί χάρτες

και σαστίζουν

και διαμαρτύρονται

και δεν εμπιστεύονται.

Σαν την ανεξήγητη, λέω, βουνοσειρά της Κερύνιας

που άλλα χαρτιά σου δείχνει σήμερα κι’ άλλα αύριο,

που ισοπεδώνεται κι’ ανεβοκατεβαίνει

κ’ επανέρχεται και δεν επανέρχεται,

που κρεμά τ’ ανεύθυνο κουδούνι στο λαιμό,

που κρεμά κουδούνι και μυρσίνι στον λαιμό

και πηλαλά κορφή και σύγνεφο,

κι ανεμίζει κορφή και σύγνεφο,

κι’ ανεμίζει κορφή και μαντήλι,

κι’ ανεμίζει κορφή και χλωρό μαντήλι,

κι’ ανεμίζει κορφή και μαντήλι χαράς,

κι’ ανεμίζει κορφή και μαντήλι χωρισμού

και δεν ανεμίζει κορφή και μαντήλι χαράς,

και δεν ανεμίζει κορφή και μαντήλι χωρισμού

γιατί δήθεν το μαντήλι χωρισμού

επιμηκύνεται στη θάλασσα,

γιατί δήθεν το μαντήλι χωρισμού

επιβραδύνεται στη θάλασσα,

και ταξιδεύει και δεν ταξιδεύει,

και σφυρίζει ελιά,

και σφυρίζει χαρουπιά,

και σφυρίζει πεύκο και κυπαρίσσι

και γυρνά εδώθε και σφυρίζει μπάτη κι’ αρμύρα

και γυρνά εκείθε και σφυρίζει κάμπο

κι’ άχνα Αυγουστιάτικη,

και σφυρίζει ψέμα και παραμύθι,

και σφυρίζει μικρή αλήθεια

και σφυρίζει πικρή αλήθεια

και πικρό νερό και πικροδάφνη.

Έγιναν όλα ρευστά, μητέρα,

έγιναν όλα απροσδιόριστα ρευστά

έτσι όπως μαθαίναμε στη Φυσική μας Πειραματική,

έγιναν όλα υδράργυρος

μ’ εκείνη την ευθιξία,

μ’ εκείνο το διαλείπον τρέξιμο,

μ’ εκείνη την έλλειψη δαχτυλικών αποτυπωμάτων,

μ΄εκείνη την τελική σφαιροποίηση.

Έγιναν όλα συνώμυμα, μητέρα,

απέβαλαν την ταυτότητά τους,

απέβαλαν τα χαραχτηριστικά τους

και μας μπερδεύουν,

και δεν μπορούμε πια να τραβήξουμε γραμμή,

και δεν είμαστε πια βέβαιοι ποιος μας μιλά,

και δεν είμαστε πια βέβαιοι σε ποιον μιλάμε,

τι μιλάμε,

αν είμαστε καν εμείς που μιλάμε.

Οι λέξεις έγιναν απλοί ήχοι, μητέρα,

τις αφαίρεσαν. Εκφράζομαι σαφώς;

 ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ

 Απόσπασμα από την Ανθολογία “ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ” – ΠΟΙΗΣΗ-ΤΟΜΟΣ 9

~ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ~(γ-σελ.25-27)

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΡΓΑ – ΛΕΥΚΩΣΙΑ 2014

~~~~~~~~~~~~~~

  

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ (1912-1991)

“Ευγενίας μνήμη”

 Ανεξιχνίαστες οι βουλές της αγράμματης

όσο κ’ η φύση ή όσο κι ο Θεός που γνωρίζουν

τα πάντα εξ αιτίας της αγάπης. Λοιπόν,

την είδα που πάλευε σκαλωμένη να φτάσει

ένα αστέρι, στην κορφή της βελανιδιάς.

 

(Να το βάλει στο ξύλινο τραπέζι

που γράφω εναντίον της νύχτας).

  ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

Ποιητική Συλλογή “Απογευματινό Ηλιοτρόπιο” (1976)

 Από την ποιητική ανθολογία “ΝΙΚΟΦΟΡΟΥ ΒΡΕΤΤΑΚΟΥ-ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ”

ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ  – ΤΡΙΑ ΦΥΛΛΑ-ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΘΕΜΕΛΙΟ

ΑΘΗΝΑ, 1999

 ~~~~~~~~~~~~~~

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΚΑΒΑΦΗΣ (1863-1933)

 “Δέησις”

Η θάλασσα στα βάθη της πήρ’ έναν ναύτη. –
H μάνα του, ανήξερη, πιαίνει κι ανάφτει

 στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και ναν’ καλοί καιροί –

 και όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί.
Aλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,

 η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θάλθει πια ο υιός που περιμένει.(1898)

 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΚΑΒΑΦΗΣ

 Από τα ανθολογούμενα ποιήματα “ΚΑΒΑΦΗΣ-ΑΠΑΝΤΑ” (1896-1933)

Β΄ Τόμος – ΕΚΔΟΣΕΙΣ Πανταζή Φυκίρη

ΑΘΗΝΑ, 1982

~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ (1884-1951)

“Η μάνα του Ντάντε”

 Η Φλωρεντία σα ν’ άδειασε της φάνη μες στον ύπνο της,

  το χάραμα ως αρχίζει,

κι από τις φιλενάδες της μακριά τους δρόμους μοναχή

  να σιγοσεργιανίζει…

 

Το νυφικό της φόρεμα φορώντας το μεταξωτό,

  τα πέπλα τα κρινάτα,

τα σταυροδρόμια γύριζε, και στ’ όνειρο της φάνταζε

  καινούρια η κάθε στράτα…

 

Κι από τους λόφους πο’ λουζεν αχνό ανοιξιάτικο αυγινό,

  σα μακρινά μελίσσια

αργόηχα τα καμπαναριά ξεψυχισμένα αχούσανε

  βαθιά στα ερημοκλήσια…

 

Και ξάφνου, σα να βρέθηκε σε περιβόλι ανάμεσα,

  μέσα στον άσπρο αέρα,

ντυμένο στα νυφιάτικα, με νερατζιές και με μηλιές

  γεμάτο πέρα ως πέρα…

 

Κι όπως τη σέρναν οι ευωδιές, ένα ψηλό δαφνόδεντρο

  της φάνη να ζυγώνει,

που στην κορφή του ανέβαινε, σκαλί πηδώντας το σκαλί

  απάνου, ένα παγόνι·

 

Κ’ εκείνο λύγαε το λαιμό στο ‘να και στ’ άλλο το κλαδί

  δαφνόκουκα γεμάτο,

κ’ ένα έτρωγε, ένα το ‘παιρνε κι από τον κλώνο το ‘ριχνε

  γοργό στο χώμα κάτω…

 

Την κεντημένη της ποδιάν σήκωσεν αθέλητα

  στον ίσκιο, μαγεμένη,

και να· σε λίγο εβάραινεν απ’ τα σγουρά δαφνόκουκα

  μπροστά της φορτωμένη.

 

Απ’ της αυγής τον κάματο έτσι αναπαύτη μια στιγμή

  μες σε δροσάτο νέφος·

και γύρα οι φιλενάδες της απ’ το κρεβάτι, επρόσμεναν

  για να δεχτούν το βρέφος! …

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ 

 Από την ποιητική συλλογή  “Λυρικός Βίος” –  Λυρικά Ι

Κεφ. “Αφροδίτης Ουρανίας”

Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία – Αθήνα, 1966

~~~~~~~~~~~~~~~

 

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ (1922 – 1988)

“Μητρικές προβλέψεις”  (Μοιραίες συναντήσεις) 

 Κι η μητέρα φορούσε πάντα φαρδιά φορέματα,

για να σκεπάζει ίσως κι εκείνον

που δε γίναμε.

~~~~~~~

  “Πανσέληνος”

 “Μητέρα”, της λέω, “μη μου ετοιμάζεις πια το γάλα – δεν μπορείς να καταλάβεις ότι είσαι πεθαμένη;”
Περίμενα να δω τι θα πει. Ήταν Ιούνιος βράδυ, με μια φανταστική πανσέληνο στον ουρανό.
Και μη μου πείτε πως αυτό δεν ήταν μια απάντηση. 

~~~~~~~

“Ταξίδι χωρίς τέλος”

 (…) Άλλοτε πάλι πηγαίνω στο παλιό πατρικό σπίτι, ετοιμόρροπο,

άδειο, αλλά μ’ ένα μου στεναγμό ξαναγίνεται αμέσως κατοικήσιμο,

εκεί βρίσκω τη μικρή Αννέτα, παίζουμε το αντρόγυνο πίσω απ’ τον καναπέ,

την άλλη μέρα όμως έρχεται η μητέρα της και παραπονιέται

στη μητέρα μου, “αυτές τις βρωμιές να τις κάνει στο σκύλο σας

τον Λέων” φωνάζει, της βγάζουμε γλυκό, ησυχάζει λίγο,

εξάλλου είναι φτωχή και στο τέλος κατανοεί… (…)

 ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

  Αποσπάσματα από την Ποιητική Συλλογή “ΒΙΟΛΕΤΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ”

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ – ΑΘΗΝΑ, 1985

 ~~~~~~~~~~~~~

 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ (1939-2020)

 “Η μάνα μου κι ο Σατανάς” (απόσπασμα)

                                                                        Στον Philip Ramp

 (…) Οι κληρονόμοι της μάνας

είναι τα πράγματα

μα εγώ τρίβω τη μουσούδα μου

στα πράγματα

σαν γάτα που λέρωσε στο σαλόνι

καταπίνω μετανοημένη

τα σάλια και τ’ αλάτια μου

και τρέχω να κρυφτώ

στην πάνω σκάλα

το μεγάλο αιλουροειδές.

Την ανεβαίνω

με κουτρουβαλάει

τη σκαρφαλώνω

και με φτύνει.

Κάηκε το πλατύσκαλο

κοπήκαν τα σκοινιά

μαζεύτηκαν στην άκρη της τρύπας

τα φοβερά σκαθάρια.

Μάνα, κινδυνεύω

αιωνία σου η μνήμη.

Κινδυνεύω πολύ

αιωνία σου η μνήμη.

                                                ΄Ανοιξη 1970

 ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ

Απόσπασμα από το ποίημα “Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΚΙ Ο ΣΑΤΑΝΑΣ”

Από την Ποιητική Συλλογή “ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ, ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ” (1974)

 Από τα ανθολογούμενα ποιήματα  “ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ

ΠΟΙΗΣΗ 1963-2011” – Εκδόσεις Καστανιώτη

ΑΘΗΝΑ, 2014

~~~~~~~~~~~~

 

Επιλογή ποιημάτων και μεταφορά στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό Αρχείο Βιβλιοθήκης)

  

Επί-Λόγου – Λεύκωμα – Αφιερώματα – Μάιος 2021