, , , , , ,

Ομιλία-Παρουσίαση του βιβλίου της Τζούλιας Πουλημενάκου “Απρόσμενη Άνοιξη” (της Νέλλης Λαγάκου)

Της Νέλλης Λαγάκου

Μελετώντας σελίδα τη σελίδα και μετρώντας τα βήματα της καρδιάς τής ποιήτριας, ερευνώντας τη σκέψη της, βαδίζοντας μαζί της το δρόμο τού ποιητικού της λόγου, ανακάλυψα ότι η όμορφη αυτή Μούσα της ποίησης που κρύβεται και παίζει, σαν εκείνο το κρυφτούλι που τόσο έξυπνα και ποιητικά γράφει στο ποίημα «Ημιτελές παιχνίδι», στο τέλος του βιβλίου της, κάποια στιγμή βγαίνει από τον κρυψώνα της και ρίχνει το βλέμμα της, απλώνει τα χέρια της κι αγκαλιάζει εκείνον, που είναι σίγουρη ότι θα την υπηρετήσει με αγάπη, με πάθος και με συνέπεια. Κάπως έτσι, διάλεξε αυτή η Μούσα μια ακόμη ψυχή, της φόρεσε το χιτώνα της ποίησης και της είπε: «Σου χαρίζω αυτό το δώρο μου, τον ποιητικό λόγο, ταξίδευε με τ’ όνειρο, η σκέψη σου ν’ αγκαλιάζει όλα τα μικρά και τα μεγάλα θαύματα του Θεού, τη φύση και τον άνθρωπο, που θα τον βρίσκεις παντού μέσα στην καθημερινότητα», γιατί όπως γράφει ο ποιητής Rainer Maria Rilke, στο βιβλίο του «Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή» : “Αν η καθημερινότητα σού φαίνεται φτωχή, μην την καταφρονήσεις, εκεί θα βρεις τον εαυτό σου απέναντι στους άλλους”.

Η Τζούλια Πουλημενάκου μάς προσφέρει τους καρπούς της δημιουργίας της, οι οποίοι μεταφέρουν μέσα τους αγάπη, αγωνία , ανάγκη για έκφραση και λέξεις μέσα σε στίχους ντυμένους με τη μουσική των αγγέλων. Η ποιήτριά μας, μάς δίνει το στίγμα τι σημαίνει αυτό, τονίζοντας στο ποίημά της «Όταν ο ποιητής γράφει» (στη σελ.37):

“ Όταν ο ποιητής γράφει/ η θάλασσα αγναντεύει το άπειρο/ και η ψυχή μεταλαμβάνει/ το νάμα του Θεού/ Όταν ο ποιητής γράφει/ ο χτύπος της καρδιάς του / είναι ο μυστικός παλμός της γης / και η απέραντη ανάσα του σύμπαντος.”

Ο ποιητικός λόγος της Τζούλιας Πουλημενάκου κινείται σε πολλές παραμέτρους, αγκαλιάζει με τις λέξεις του πολλά πρόσωπα και καταστάσεις, βαδίζει σε πολλούς δρόμους μικρούς και μεγάλους για να δει πως το φως διαχέεται σε κάθε γωνιά και μπαίνει σε κάθε ψυχή που αγωνιά και πονάει. Προσπαθεί ν’ ανακαλύψει και να αναζητήσει από πού έχει μπει το σκοτάδι και εμποδίζει το φως να φωτίσει τον άνθρωπο της ανάγκης, όποια κι αν είναι αυτή. Έτσι γράφει ότι: “Οι λέξεις γίνονται φως.. , γιατί η πένα μετουσιώνεται σε λάμψη φωτίζοντας τον κόσμο”. Κι ακόμη, στη σελ.31, στο ποίημα «Φεγγάρι μου», γράφει : “Φεγγάρι μου/ ανάτειλε το άγνωστο μέλλον της ζωής…/ με περιστέρια ολόλευκα μηνύματα ελπίδας στείλε!/ Aνυψώσου πέρα απ’ της νύχτας το άπειρο/ και με το ύστερο φως σου/ ζωντανή κράτησε την ψυχή μου!”

Σ’ αυτό το ποίημα, ο καθένας μας βρίσκει τον ήχο της ψυχής του.Κι αυτό είναι ποίηση. Να βρίσκουν όλοι τον εαυτό τους μέσα σ’ αυτή. Να βρίσκουν την αγάπη τους, την αγωνία τους, το δάκρυ του πόνου και της χαράς τους. Γιατί αυτό είναι ποίηση, όπως γράφει και ο δικός μας ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος στο ποίημά του «Ο κόσμος και η ποίηση»: “Άλλωστε τι θαρρείς πως στο βάθος είναι η ποίηση; / Είναι η γύρη των πραγμάτων του σύμπαντος./ Η γύρη σε πράξεις, η γύρη σε οδύνη, σε φως, σε χαρά, σε αλλαγές, σε πορεία, σε κίνηση./ Η ζωή κι η ψυχή/ σ’ ένα αιώνιο καθρέφτισμα μέσα στο χρόνο./ Τι νομίζεις,/λοιπόν,/κατά βάθος η ποίηση είναι./Μια ανθρώπινη καρδιά/ φορτωμένη όλον τον κόσμο».

Η ποιήτριά μας, με χαρακτηριστικό τρόπο γραφής, αέρινο, μητρικό, θα έλεγα, πλησιάζει την ποίηση σα να είναι παιδί της, και το κανακεύει και το ρωτάει στο ποίημά της «Ενηλικίωση», ακούστε πόσο γλυκό είναι: “Τη νύχτα γιατί τριγυρνάς στων αστεριών τους δρόμους;/ τo ρώτησα./Εκείνο μ’ αποκρίθηκε: N’ αργήσει η ανατολή/ το ξημέρωμα να ξεχαστεί να έλθει/ κι εσύ να γράψεις κάτι … για μένα…” και, βέβαια, η ποιήτρια τού «χάρησε ένα ποίημα μεγάλο», όπως γράφει.

Στην  ποίηση υπάρχει μια βαθιά ερωτική σχέση του ποιητή με το στίχο, με τις λέξεις, με το κάθε γράμμα ξεχωριστά, γιατί το κάθε γράμμα κουβαλάει και τη μουσική του, όπως η κάθε μουσική νότα παίζει με το δικό της ήχο, και αντιπροσωπεύει το δικό της ψυχικό παλμό. Η Τζούλια όμως, βαθειά προβληματισμένη με τα όσα συμβαίνουν μέσα μας και γύρω μας, ξεκινώντας από το εγώ που σημαίνει στην ποίηση και το εμείς, γράφει κοιτάζοντας τη ζωή να παίζει ένα μονόπρακτο έργο στη θεατρική σκηνή, με όλη την ανθρώπινη δραματουργική πορεία, με τις αμέτρητες εκπλήξεις. Και τελειώνει με τον στίχο «χωρίς χειροκρότημα». Και αυτό είναι του ποιητή και των ανθρώπων το αιώνιο παράπονο. Ακούστε το ποίημα αυτό που ταιριάζει στη ζωή όλων μας (σελ.17):

Mονόπρακτο”

Παράσταση θεάτρου είναι η ζωή μου.

Σε μία πράξη.

Το κορμί μου θεατρίνος στο παιχνίδι της.

Και η ψυχή μου;

Nα κυνηγά το αδύνατο

στη σκηνή του απέραντου χάους,

επεμβαίνοντας δραματικά

-την ύστατη στιγμή-,

δίνοντας το τέλος

σ’ ένα μονόπρακτο

χωρίς χειροκρότημα…

 

Στης ποίησης την ανεξάντλητη δύναμη όλα παίρνουν τη θέση τους μ’ ένα μαγικό τρόπο, που τις περισσότερες φορές προσφέρουν θεραπεία στους ανθρώπους που πονούν, που έχουν χάσει την πορεία τους μέσα στη ζωή, φανερώνοντας μια άλλη πλευρά και με τη μορφή τού ονείρου πλησιάζουν την αισιοδοξία και την ελπίδα. Στο ποίημα «Λέξεις ποτάμια», η Τζούλια γράφει: «Θα γυρίσω τη σελίδα/ και θ’ αντικρίσω τις λέξεις/ που θα γίνουν ποτάμια/ να ποτίσουν τη γη της ψυχής μου», και σε άλλο της ποίημα με τίτλο «Η σταγόνα του κόσμου», θα γράψει μ’ ένα τρόπο καταλυτικό και θα πλησιάσει τον άνθρωπο με μια δυναμική, που θα φτάσει στην ψυχή του με τη λέξη ‘ελπίδα’ : «Βαφτίστηκε στον ωκεανό της μνήμης/ με το όνομα «Ελπίδα»/ αυτή η μικρή σταγόνα του απείρου γέννησε τη βροχή/ και άλλαξε τον κόσμο».

Η ποιήτριά μας, δεν ξεχνάει να υμνήσει μέσα στους στίχους της αυτή την όμορφη πατρίδα μας, που πληγωμένη και ρημαγμένη, ξανανοίγει τα φτερά της και φτερουγίζει σαν τον αετό στις κορυφές του κόσμου. Στο ποίημά της στη σελ.70 με τίτλο «Να προσέχεις», η Τζούλια ξαναγυρίζει τη μνήμη της και την ψυχή της στο παρελθόν, όπως άλλωστε όλοι μας το κάνουμε συχνά, και θυμάται αυτή τη μητρική αγκαλιά που τη ζέσταινε και μέσα της η καρδούλα της χτυπούσε ακουμπησμένη στην καρδιά τής μάνας της. Κι ένιωθε πως ήταν ο φύλακας άγγελός της, που στις φτερούγες του την κράταγε σφιχτά για να την προστατεύσει από κάθε τι που μπορούσε να την πονέσει. Και της έλεγε και της ξανάλεγε «Να προσέχεις».  Ένα ποίημα που εμπεριέχει το μεγαλείο και τον κόσμο της αγάπης της μητέρας.Την αγωνία της για τη ζωή και το μέλλον του παιδιού της. Και η Τζούλια συνεχίζει να γράφει: «Να προσέχεις.. /κι αυτά τα λόγια σου/ χάραξαν την καρδιά μου…/ Όλα ήταν γραμμένα σ’ αυτό το ανήσυχο βλέμμα σου». Ένα ποίημα που αγγίζει όλες τις ψυχές των ανθρώπων. Επαναφέρει στην τάξη όσους ίσως από αμέλεια, ίσως από την προσωπική τους επαγγελματική και οικογενειακή πορεία, τη φόρτιση που μπορούν να έχουν, ξεχνούν αυτό το «παιδί μου να προσέχεις» και να θυμούνται πάντα αυτό το ανήσυχο βλέμμα της μάνας.

Η ποιήτριά μας, ακόμη αγγίζει – ατενίζει με περίσκεψη και τα παγκόσμια προβλήματα, που τελειωμό δεν έχουν και κλειδωνίζουν επικίνδυνα την ισορροπία της γης και των ανθρώπων. Γι’ αυτό, στην ποίησή της πρωταγωνιστεί το όραμα για την Ειρήνη. Και αυτή η λέξη βρίσκεται πίσω από κάθε πόλεμο και κραυγή απελπισίας, πίσω από το κλάμα των παιδιών, που ονειρεύονται έναν κόσμο δίχως σφαίρες και δίχως σταυρούς. Η ποιήτρια, λοιπόν, γράφει και οραματίζεται, προσδοκά ν’ ακούσει στο ποιήμά της «Ο ήχος της ειρήνης» :  «Τον ήχο της Ειρήνης πεθύμησα/όταν η τελευταία βόμβα θα εκλείψει/όταν το πρώτο χαμόγελο θα πλημμυρίσει/ και πάλι το σύμπαν των ψυχών μας». Πιστεύω ότι, αυτή η επιθυμία της βρίσκεται μέσα στης ποίησης την άγια τράπεζα, μέσα στων ποιητών τα βιβλία, που στις σελίδες τους η ψυχή τους προσεύχεται για την Ειρήνη του κόσμου.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να δώσω την ίδια ευχή στη Τζούλια, αυτή που μου είχε δώσει ο Νικηφόρος Βρεττάκος πριν 36 χρόνια, όταν του χάρησα τα δύο πρώτα μου βιβλία, όταν πρωτοδιορίστηκα στο Γύθειο.   Μου είπε : «Έχεις δρόμο ανοιχτό, προχώρα…» και σας διαβεβαιώ ότι αυτός ο δρόμος μετα όσα εμπόδια και δυσκολίες παρουσιάζει, αξίζει κανείς να τον περπατήσει, όσο κι αν κουραστεί και κάποτε απογοητευτεί. Στην αγαπητή μου Τζούλια, επαναλαμβάνω ότι η Μούσα της ποίησης τη διάλεξε, την ξεχώρισε, της έδωσε τη χάρη να υπηρετήσει τον ποιητικό λόγο με πάθος, με αγάπη, με αφοσίωση κι ας είναι λιγοστό το χειροκρότημα στο μονόπρακτο που λέγεται ποίηση. Στην ψυχή της όμως θα ξέρει, θα νιώθει ότι έκανε το χρέος της, το τάλαντό της δεν έκρυψε στη γη.

Γύθειο, 24 Αυγούστου 2016

 

Νέλλη Λαγάκου, Ποιήτρια-Συγγραφέας

τ.Σχολική Σύμβουλος Μέσης Εκπαίδευσης

Μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών

 

 

Η φωτογραφία είναι από το εξώφυλλο της συλλογής “Απρόσμενη ‘Ανοιξη”

(λεπτομέρεια της  “Άνοιξης” του Santro Botticelli 1445-1510)

 

 

 

 

 

0 replies

Αφήστε το σχόλιό σας


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *