“ΣΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ ΤΑ ΤΕΛΙΑ” της Φωτεινής Αζαμοπούλου

 Διήγημα

       Ήταν η γιαγιά του Κωστή. Η Διδώ. Το μοναδικό πρόσωπο που μου γνώρισε απ’ την ακριβοθώρητη οικογένειά του. Την αγαπούσε πολύ. Την αγάπησα και γω, χωρίς περιορισμούς. Η αγαπησιάρα της όψη σού γεννούσε πολλαπλά και ειλικρινή αισθήματα. Ο βίος της συνταρακτικός, γιομάτος βάσανα. Και χαροκαμένος.

      Την πρώτη φορά που την επισκεφτήκαμε μαζί αισθάνθηκα άβολα. Τι να της πω! Είχε τόσους σταυρούς σηκώσει στους άλλοτε στητούς της ώμους! Έψαχνα μια τόση δα λεξούλα παρηγοριάς, μα το λεξιλόγιό μου φτωχό προς τα κει. Πόσες πικρές εμπειρίες να έχει ένα νεαρό κορίτσι, που ήμουν τότε, για να αισθανθεί το μέγεθος του πόνου της μάνας που χάνει τον μονάκριβό της γιο.

      «Γιαγιά, η Φανή σε συμπονάει για το θάνατο του πατέρα», επενέβη τότε ο Κωστής και αρκέστηκα απλά σε μια αγκαλιά διαρκείας. Η κυρά Διδώ ξεδιπλωνόταν από μόνη της εξάλλου, άνοιγε διάπλατα τα φύλλα της καρδιάς και γιόμιζε τις άγραφες σελίδες μου με γλαφυρές ατόφιες φράσεις, με συμπαγείς, ολοζώντανες εικόνες από της ζήσης της το διάβα.

      Η Διδώ γεννήθηκε στη Σμύρνη, το 1902. Ήταν ολοφάνερο πως κατάγεται από αρχοντογενιά. Μεγάλωσε με άνεση σε ένα τεράστιο οικοδόμημα με πολλά διαμερίσματα και υπηρετικό προσωπικό. Ο πατέρας της μεγαλέμπορος, πέμπτης γενεάς, ονομαστός σε όλη τη Μικρά Ασία· και όχι μόνο. Είχε λάβει λοιπόν άριστη γυμνασιακή εκπαίδευση, γνώριζε δύο ξένες γλώσσες και είχε τρόπους αβρούς και πληθωρικούς συνάμα.

      Ήταν νιόπαντρη όταν τους βρήκε το κακό. Το καζάνι κόχλαζε καιρό, ο αέρας έφερνε καθημερινά μαύρα νέφελα απάνω από τη σκέπη τους, μα δεν υπολόγιζαν σε τέτοια συμφορά. Τέτοιον ξεριζωμό απ’ τον τόπο τους και βιαιοπραγίες. Αν και αντίκρισε το σπίτι της παραδομένο στις φλόγες, έκλαιγε γοερά αδυνατώντας να το αποχωριστεί. Πρόλαβαν. Την τελευταία στιγμή ξεθάφτηκαν, δέκα νομάτοι, απ’ την κρυψώνα τους στο ξημέρωμα της τρίτης, και πιο δολερής ημέρας, και μπερδεύτηκαν στο πλήθος που έτρεχε πανικόβλητο μες στη σύγχυση. Ο πατέρας της, αιμόφυρτος, της έκανε κουρέλι το καινούριο πανωφόρι, την πασάλειψε με λάσπη να μη φαντάζει το ροδαλό της δέρμα και την έσπρωχνε απεγνωσμένα, ανάμεσα από πτώματα και πληγωμένους. Και την τραβούσε, να μην την αγγίξει χέρι άλλο, ξενικό, ώσπου να φτάσουν στην προκυμαία και να μπουν στη γραμμή για τα καράβια. Τον καλό της τον έχασαν, τη μάνα της τη σκότωσαν μπροστά τους, τα δυο αρσενικά αδέρφια της τα ξεχώρισαν πως είναι νεαροί και τα πήραν αιχμαλώτους. Κανέναν τους δεν ξαναείδε. Ούτε καν τον αγαπημένο της. Ανέβηκε στο καράβι μονάχη, με τη Μάνια, την ξαδέρφη της, ούτε ο πατέρας τα κατάφερε. Η πορεία του ανεκόπη στην επιβίβαση, έτσι άρεσε στους Τσέτες, να του πάρουν την ψυχή μια ανάσα πριν απ’ τη σωτηρία. Της έμεινε η δύναμη του χεριού του, ακόμα παίρνει όρκο πως την αισθάνεται στο μπράτσο της.

      Λύγισε τότες. Έχασε και το τελευταίο της στήριγμα. Η Μάνια έκλαιγε γοερά και σφιγγόταν επάνω της για να αντλήσει δύναμη. Ήταν και πεντέξι χρόνια μικρότερή της και κάθε στοιχειωμένη στιγμή του χαλασμού ήταν για την αγνή ψυχή της σοκαριστική. Η Διδώ δεν ξαφνιαζόταν πια.

      Το καράβι ξεμάκραινε μα κείνη η αίσθηση, της σάπιας σάρκας των σκοτωμένων, του μακάβριου, την ακολουθούσε παντού. Την οσμιζόταν στα βρώμικα ρούχα της, την εξέταζε με δέος στα ξεσκισμένα και καταματωμένα παπούτσια. Τα έβγαλε και τα ’ριξε στη θάλασσα, να μείνουν τα χνάρια της, εκεί, στην κατακρεουργημένη πατρίδα. Στο μέλλον, απ’ όλες τις αναδρομές του παρελθόντος, κράτησε μονάχα αυτή. Τον τρόμο των τριών τελευταίων ημερών. Τίποτα από τις ανέφελες και χαρμόσυνες στιγμές της νιότης. Για να μη βυθίζεται στου νόστου τις χαράδρες. Τον πανικό μονάχα και την απώλεια.  

      Ποιον να πρωτοθρηνήσει! Όσο και αν έψαξε για τον Αποστόλη της, για τους αδελφούς και τη μάνα, τίποτα, ίχνος ουδέν. Κανείς στους καταυλισμούς της Χίου και αργότερα, στου Βόλου, δεν τους είχε ανταμώσει. Η Μάνια στάθηκε πιο τυχερή βρήκε τον αδερφό της. Μαζί του ήρθαν στην Αθήνα και έπιασαν, με τα πολύτιμα που κουβαλούσαν στους κόρφους και στις τσέπες τις μυστικές, τούτο το σπιτάκι στο Βύρωνα.     

      Οι εικόνες της φρίκης δεν αποδιώχνονταν. Τα σπλάχνα της Διδώς ήταν διαρκώς σε άθλιο ανακάτεμα, ξερνοβολούσε σαν το γατί… και το αίμα, το αίμα των συμπατριωτών της που χάθηκαν, το είχε διαρκώς στα ρουθούνια. Ξοδεύτηκε άλικο, από τους βαρβάρους, και δεν την άφηνε να ησυχάσει. Αδυνάτισε και άργησε να διαπιστώσει πως και κάτι άλλο συνέβαινε μέσα της.

      Έχασε τις αισθήσεις της ένα πρωινό και τα ξαδέρφια της την πήγαν στο νοσοκομείο. Ο Αποστόλης ο δεύτερος, ήταν στα σκαριά, σα μάνα εξ ουρανού,  χόρτασε την ψυχή τους και επιτέλους γέλασε το χειλάκι τους. Γεννήθηκε το Μάιο του 1923, και μεγάλωνε με φροντίδα περισσή και αγάπη.

      Έζησαν κάμποσα χρόνια μαζί. Έπειτα παντρεύτηκε η Μάνια με έναν συμπατριώτη τους και μετακόμισε στη Νέα Σμύρνη. Ο Πολυχρόνης, ο αδερφός της, βρήκε μια καλή ευκαιρία για δουλειά και φόρτωσε τη βαλίτσα του για τη Θεσσαλονίκη. Και η Διδώ! 

      «Αυτή η τρώγλη, κορούλα μου, στέγασε τη λύπη και τη χαρά της μητρότητάς μου. Μετά από τόσα μεγαλεία στη σπιταρόνα μας στη Σμύρνη με τα δεκατέσσερα υπνοδωμάτια κατάντησα εδώ. Και δόξα τω Θεώ! Όχι, δεν παραπονιέμαι. Χίλιες φορές σε αχυρένιο καλυβάκι μα με όλους τους δικούς μου, παρά ετούτη η ερημιά. Αχ, με βρήκαν και τα χειρότερα… τώρα, στο τέλος της ζωής…», άφησε τη φράση μισοτελειωμένη. Η στρογγυλοπρόσωπη αγγελική μορφή της συσπάστηκε και έσφιξε ασυναίσθητα το μαύρο μαντήλι κάτω απ’ το σαγόνι της. Τούτη η αναφορά για τον Αποστόλη, το γιο της. Το καλοκαίρι που έφυγε πέθανε αιφνίδια από καρδιά, στα εξήντα δύο του χρόνια.

      «Από την ώρα που τον γέννησα με γιόμισε χαρές και υπερηφάνεια. Περάσαμε κακουχίες, αναδουλειά και πείνες, μα κείνος, πανάξιος για τα πάντα, με φρόντιζε και παράλληλα σπούδαζε. Του άρεσε τόσο πολύ και το θέατρο. Εικόνες απ’ το ολοκαύτωμα της Σμύρνης, της φριχτής κατοχής, του αντιστασιακού και του μεροκαματιάρη, τις μετέφερε με επιτυχία στο χαρτί και αργότερα και στο σανίδι. Ανέβηκαν δύο έργα του, ευτύχησε να τα δει! Έχω και τα εγγόνια μου! Τον Απόστολο τον τρίτο, και τούτον εδώ, ζωή να χουν. Θα ανταμώσουμε πάλι, ελπίζω γρήγορα, Μεγαλόχαρη, πόσο θα ζήσω πια!»

      Σταυροκοπήθηκε και σηκώθηκε να μας κεράσει γλυκάκι του κουταλιού και λικέρ γαρύφαλλου που έφτιαξε με τα χεράκια της. Μοσχοβόλησε η ατμόσφαιρα και ηττήθηκε η μούχλα του χαμόσπιτου. Το ήπιαμε στην υγειά της και μας αντευχήθηκε «υγιαίνετε».

     Μετά από τη μάνα ήταν το σωστό, συλλογιόμουν και η θλίψη της μου έκανε επιδρομή. Ο πόνος της γινόταν αυτόματα δικός μου. Γιατί; Ώρες ώρες ο Θεός δεν τα ’κανε καλά τα πράματα. Ήταν απολύτως άδικο κάποιοι άνθρωποι να καταδιώκονται αλύπητα από τη μοίρα.

      Την επισκεφτήκαμε πολλές φορές. Της κρατούσαμε ώρα συντροφιά.

      «Να την πάρεις τη Φανούλα», συμβούλευε τον Κωστή. «Να την πάρεις, και γρήγορα. Είναι καλή κοπέλα. Γιατί άμα περάσουν χρόνια έτσι, θα τη βαρεθείς και δε θα τηνε πάρεις».

      Γλυκιά νοσταλγία σ’ αυτές τις αναπολήσεις. Μαζί του πρωτοέφαγα γιαουρτλού. Μεσουρανούσε και το Ρεμπέτικο στις μεγάλες οθόνες και λάτρεψα σταδιακά τη Σμύρνη και τα τραγούδια της. Μπήκανε στο πετσί μου.

      Ο Κωστής, όχι, δε με πήρε. Μα η ζωή ανελέητη τον έφερνε τακτικά στο δρόμο μου. Συνεργάστηκα μάλιστα στενά με τη δεύτερη σύζυγό του, δε βαριέσαι. Όμως δεν ξαναπέρασα ποτέ από κείνη τη γωνίτσα του Βύρωνα. Δε ζήτησα να μάθω την τύχη της γιαγιάς του. Κοντεύουν τριάντα χρόνοι από τότε!  Και γνώρισα ανθρώπους, πρόθυμους απογόνους να μου μεταφέρουν ιστορίες αληθινές, της χαμένης τους πατρίδας, με σκοπό να τις ζωντανέψω στο χαρτί. Μα δε με ενέπνευσαν. Στη γιαγιά Διδώ είχα εναποθέσει και την ψυχή μου, δε ζορίστηκε η μελάνη μου να κυλήσει. Εις το επανιδείν λοιπόν, τούτο μονάχα θα της πω.

 

Φωτεινή Αζαμοπούλου

Ποιήτρια – Πεζογράφος

 

 

 Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Ιούνιος 2020