,

“ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ” του Οδυσσέα Ελύτη

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

 

Δεν ανήκω σ’ εκείνους που έχουν τη γνώμη ότι ο πόλεμος πρέπει μοιραία να κυριαρχήσει επάνω μας, ν’ αποστομώσει δηλαδή τις φυσικές ή πνευματικές μας ροπές και να μην αφήσει στο πρώτο επίπεδο του ενδιαφέροντός μας παρά την Ανάγκη. Η Ανάγκη βέβαια υπάρχει και πρέπει να λυθεί και θα λυθεί. Αλλ’ αν το ψωμί είναι πιο χρήσιμο απ’ την Ποίηση, αυτό κιόλας δε σημαίνει πως η τελευταία ετούτη παύει να παραμένει ένας από τους πιο αληθινούς στόχους του ανθρώπου. Από την απλή, τη μηχανική, την καθημερινή πράξη του, ίσαμε το μυστήριο της γέννησης ή του θανάτου του, κι από τη συμβατική μέσα στην κοινωνία θέση του ίσαμε την αγωνία της ελευθερίας του πνεύματός του, ο άνθρωπος διατρέχει μεγάλες ψυχικές αποστάσεις, πονεί, δρα, ονειρεύεται, κι η ποίησή του, η τέχνη του, ανάβουν τις μεγάλες τους φωτιές πέρα, σε περιοχές δυσκολοπροσδιόριστες, εκεί που ίσως μυστικά συνορεύουν η υπέρτατη ευδαιμονία κι η υπέρτατη απόγνωση.

Αλήθεια, με ποιον τρόπο φτάνει κανένας ίσαμε εκεί; Τα λόγια είναι μεγάλα, όμως εκείνα που έχουμε να πούμε είναι ακόμα πιο μεγάλα. Μπορεί να τα διατυπώνουμε όσο μπορούμε πιο καθαρά, να τα χτενίζουμε, να τα ταχτοποιούμε, ποτέ δεν καταφέρνουμε τίποτε όσο έχουμε για μόνο μας κριτήριο τη λογική και τη γνώση, όσο ενδιαφερόμαστε να ερμηνέψουμε μόνο κι όχι ν’ αποκαλύψουμε το μυστικό και λυρικό νόημά τους.

Όταν στις πιο μοναχικές μας στιγμές νιώθουμε την ανάγκη της έκφρασης, η φαντασία είναι αυτή που μόνη μπορεί – όχι σα μνήμη αρρωστημένα ξαναφερμένη στο σήμερα, όχι σα φυγή από το πραγματικό, καθώς θα το νομίζανε οι περισσότεροι, αλλά σαν προβολή στο μέλλον, και σα γενναία μεταμορφωτική επέμβαση στις συνθήκες ενός παρόντος –, είναι αυτή μονάχα που μπορεί να επιτελέσει το θαύμα. Θα ‘τανε λιποψυχία κι αμάρτημα να την αφήσει κανείς δισταχτική, δειλή, μετρημένη, κατάλληλη δηλαδή ν’ αντιπροσωπεύει έναν κόσμο το ίδιο δειλό, δισταχτικό, μετρημένο, καταδικασμένο σε μαρασμό, τη στιγμή ακριβώς που θα μπορούσε να τη λειτουργήσει ώς τις έσχατες συνέπειές της, απολαμβάνοντας έτσι κι όλα της τα ευεργετήματα. Σήμερα, οπόταν η φθορά εκατομμυρίων σελίδων ποιητικού λόγου έχει κάνει τη συγκίνηση απαιτητικότερη, μονάχα η βίαιη χειρονομία της φαντασίας μπορεί να ελπίσει σε αληθινά δάκρυα. Τι σημασία μπορεί να έχει αυτό το σπάσιμο, αυτός ο αναστατωμός του αιώνιου ύπνου των κοινών και μακάριων ανθρώπων για την ποίηση δε μου φαίνεται ανάγκη να εξηγήσω.

Αν στ’ αλήθεια υπάρχει ένας αέρας ποιητικός – αυτός μόνο μεσ’ απ’ τις ρωγμές της σπασμένης συμβατικότητας πνέει και ξεχύνει τις ζωοδότρες του ριπές. Είναι ο  αέρας που χιλιάδες χρόνια τώρα, με διαφορετική βέβαια ένταση, μα με την ίδια ευγένεια και την ίδια φορά, πνέει μες στ’ άξια λυρικά έργα, κλασικά, ρομαντικά, υπερρεαλιστικά – αδιάφορο. Απ’ τη Σαπφώ ή τον Μίμνερμο ίσαμε τον Σολωμό ή τον Σικελιανό κι από τον Ντάντε Γκαμπριέλ Ροσσέττι ή τον Γουίλλιαμ Μπλέηκ ίσαμε τον Νοβάλις και τον Κητς – είναι οι ίδιες κατά βάθος αρετές που υπάρχουν και λάμπουν ανάλογα με τις απαιτήσεις της εποχής τους, οι ίδιες που και σήμερα περνούν από έργα σαν του Λόρκα ή του Μαγιακόφσκι.

Πώς, λοιπόν, συμβαίνει να βλέπουμε μια μεγάλη μερίδα του αναγνωστικού κοινού – τη μεγαλύτερη ίσως – με θαυμασμό σκυμμένη πάνω στα έργα των παλαιότερων, με ειρωνικό χαμόγελο ή ολοφάνερη αντιπάθεια πάνω στα έργα των νεότερων;

Κάθε μέρα που περνάει με κάνει ολοένα και περισσότερο να πιστεύω πως το μεγαλύτερο μέρος του αναγνωστικού κοινού μήτε τα έργα των παλαιότερων καταλαβαίνει, τουλάχιστον το μέρος εκείνο που ίσα-ίσα αποτελεί τη μοναδική αξία τους, το σπίθισμα της μεγαλοφυΐας τους, την αίγλη της ιδιαίτερής τους επιβολής. Οι περισσότεροι καταλαβαίνουμε την υπόθεση, τον μύθο, τα ερμηνευτικά σχόλια της κριτικής επάνω στις συνθετικές αρετές τού έργου, μπορεί να θαυμάζουν τη θέση που τυχόν έχει πάρει το έργο αυτό μες στους αιώνες, αλλά την παρουσία τής ουσίας του λυρισμού, την πραγματική συγκίνηση, που δονεί τους στίχους, και δικαιώνει το ανάβλυσμά τους, την αγνοούν, την περνούν ανυποψίαστα, σα να μην ήτανε παρά μια τυχαία και αδιάφορη λεπτομέρεια.

Έτσι λοιπόν βλέπουμε κάθε μέρα αξιοπρεπέστατους κυρίους, με θέσεις μεγάλες μέσα στην κοινωνία, με βιβλιοθήκες μεγάλες πίσω απ’ τις γυριστές πολυθρόνες τους, να κινούν το κεφάλι τους με οίκτο μπροστά σε πίνακες ή βιβλία πρωτοπόρων και να διαδηλώνουν τον αποτροπιασμό τους για τον κατήφορο που πήρε κι όπου βρέθηκε να κυλάει σήμερα η Ποίηση και η Τέχνη. Το χειρότερο μάλιστα είναι ότι οι κύριοι αυτοί, κατά βάθος καλόπιστοι και ειλικρινείς, παρουσιάζονται απόλυτα πεπεισμένοι για το δίκιο τους και βαθύτατα συγκινημένοι για το παραστράτισμα – όπως το θεωρούνε  – των νέων εργατών του πνεύματος.

Στην πρώτη παρατήρηση που είναι δυνατόν να τους γίνει σχετικά με την κακή μέθοδο που χρησιμοποιούν για να πλησιάσουν ένα ποίημα τινάζονται με αγανάκτηση και κοιτάζουνε γύρω τους με δίκαιη απορία, ωσάν να θέλουνε να πούνε: «Αν δεν καταλαβαίνουμε εμείς, τότε ποιος, διάβολε, καταλαβαίνει;». Και το πιστεύουν! Σάμπως η ποίηση να μην είναι παρά ζήτημα σοφής κεφαλής και εργαστηρίου, πείρας μελετητικής και κοινωνικής ικανότητας για σταδιοδρομία. Κι όμως εκεί εντοπίζεται το κακό που γίνεται σήμερα αιτία της μεγάλης μας ασυμφωνίας.

Ε λοιπόν, όσο για μένα, το λέω! Κάθε μέρα που περνάει με κάνει ολοένα και περισσότερο να πιστεύω πως η κατανόηση της ποίησης είναι κάτι το εντελώς άσχετο με ό,τι ώς τώρα συνηθίσαμε να ονομάζουμε ευφυΐα, άσχετο με όλα όσα κάτω από τον γενικό τίτλο «πνευματικά προσόντα» εξασφαλίζουν, όταν υπάρχουν, στον κάτοχό τους κοινωνικές επιτυχίες και θαυμασμούς. Η κατανόηση αυτή είναι πολύ περισσότερο ζήτημα μιας άλλης ικανότητας, που θα μπορούσαμε ίσως να ονομάσουμε ποιητική νοημοσύνη.

Η ποιητική αυτή νοημοσύνη μπορεί να λείπει από τους παντογνώστες, κι ωστόσο να κατοικεί μέσα στον πιο απλόν άνθρωπο. Μπορεί, δεν ξέρω, να στηρίζεται σε μια σωστή συναισθηματική και ψυχική αγωγή, να  ‘χει σχέση με την ύπαρξη μιας καλής ποιότητας ευαισθησίας, με την παρουσία μιας ανάγκης πραγματικής για ποιητικό πέταγμα. Οπωσδήποτε, ένα είναι το γεγονός: ότι εκείνοι που κάνουν τόσον πάταγο γύρω από κλασικά κείμενα στέκουν ανήμποροι μπροστά στα σημερινά, επειδή η λογική τους πανοπλία δεν έχει τρόπο να επιδειχτεί και να λειτουργήσει. Εδώ λείπει η ασφάλεια της κατοχύρωσης των αιώνων, λείπει το θέμα που θα γινόταν το μεγάλο σωσίβιο (ή, τουλάχιστον, είναι υποταγμένο σε άλλους κανόνες έκφρασης, αόρατους γι’ αυτούς), λείπει το καθιερωμένο μέτρο. Πώς να ριψοκινδυνέψουν τον ενθουσιασμό τους, πώς να δείξουνε και να συζητήσουνε τις γνώσεις τους της ιστορίας ή της στιχουργικής;  Συμπέρασμα: λείπει από την αρματωσιά τους η ποιητική νοημοσύνη κι αυτό, στα  μάτια μας, είναι που τους κάνει να φαίνονται το ίδιο ανήμποροι, τόσο για τα παλαιά όσο και για τα καινούρια έργα.

Εδώ κι ένα μήνα κυκλοφόρησε στην Αθήνα ένα μεγάλο ποίημα του Νίκου Γκάτσου με τον τίτλο Αμοργός. Το ποίημα αυτό, γραμμένο σύμφωνα με τις ποιητικές αρχές του André Breton και τις φιλοσοφικές του θεωρίες του Husserl, έχει ωστόσο, το μεγάλο καλό να μην απαιτεί καμιά γνώση των θεωριών αυτών για μιαν απρόσκοπτη κατανόησή του. Προσωπικά εγώ, το χαίρομαι, όχι μόνο γιατί βλέπω μέσα του ρίζες ουσιαστικά ελληνικές, αλλά και, ειδικότερα, μοραΐτηκες, πράγμα που πρώτη φορά (εάν εξαιρέσω τον Σπήλιο Πασσαγιάννη) συμβαίνει στον τόπο μας. Δε θα επιχειρήσω εδωπέρα καμιά κριτική για την Αμοργό, παρόλο που θα ‘θελα να μιλήσω μια μέρα για τον τρόπο που ξαναφέρνει στην αισθητική του 20ού αιώνα το επικολυρικό ύφος, για την εντέλεια του ρυθμού, που έρχεται να θυμίσει πόσο δύσκολο πράγμα είναι ο σωστός ελεύθερος στίχος, για το παράδοξο σύμπλεγμα της γερμανικής (χαιλντερλινικής, θα έλεγα) αντίληψης του ρομαντισμού με τον sui generis δωρικό ρομαντισμό της Μάνης, τέλος, για τον πειστικό τόνο της φωνής του και για τις ωραίες, τις υπέροχες κάποτε, εικόνες του που, αν όχι τίποτε άλλο, και  μόνον αυτές έπρεπε να προκαλέσουν την αγαλλίαση των αναγνωστών, αν φυσικά οι αναγνώστες είχανε μια καλή αισθητική αγωγή και μπορούσαν αφιλόκερδα να κινήσουν τη φαντασία τους αντί να ζητούν αντιστοιχίες ζωής ή ηθικά διδάγματα που ο ποιητής ο ίδιος ποτέ του δε διανοήθηκε να δώσει.

Δε θα επιχειρήσω λοιπόν καμιά κριτική, γιατί σήμερα μ’ ενδιαφέρει ένα άλλο πράγμα: να εκφράσω την απορία μου, πιο σωστά, να διαδηλώσω την κατάπληξή μου, για τον τρόπο που οι άνθρωποι των γραμμάτων – οι περισσότεροι τουλάχιστον – δέχτηκαν αυτό το βιβλίο, για τη συμπεριφορά τους απέναντί του, συμπεριφορά που, το λέω αμέσως, δείχνει ολοφάνερα πόσο λίγο ξέρουν όλοι τους να σταθούν σωστά απέναντι σ’ αυτό που ονομάζουμε «ποιητικό φαινόμενο». Το ξέρω, θα ήταν κουτό να βγω και να κατηγορήσω με τη σειρά μου όλους όσοι κατηγόρησαν την Αμοργό. Απεναντίας, περιμένω πάντοτε τη μελέτη εκείνη που θα χτυπήσει εύστοχα τ’ αδύνατα σημεία ενός σημερινού ποιητικού κειμένου. Δυστυχώς, οι  επικρίσεις ή περιορίζονται στην ειρωνεία και τη σάτιρα, πράγμα που καταντάει – τι διάβολο, δεν το καταλαβαίνουν; – εντελώς ανόητο ή φανερώνουν μιαν αδεξιότητα τόσο παιδική, τόσο απίστευτα πρωτόγονη, και στον τρόπο της προσέγγισης και στον τρόπο της ανάλυσης των βασικών στοιχείων του ποιητικού έργου, που είναι στ’ αλήθεια να μένει κανένας εμβρόντητος και ν’ αναρωτιέται κατά πού τάχα θα πρέπει να κατευθύνει τον οίκτο που νιώθει ν’ ανεβαίνει μέσα του: κατά τους μορφωμένους αυτούς κυρίους, που επιμένουν να καταγίνονται με την ποίηση, πιστεύοντας ότι την «καταλαβαίνουν», ή κατά τους ίδιους τους ποιητές, που, ενώ θα μπορούσαν χωρίς ίχνος προσπάθειας να βγάζουν κάθε εικοσιτετράωρο κι από μια ποιητική συλλογή, ικανή να ενθουσιάσει τον κ.Μιχαήλ Ροδά, και όλους τους αναγνώστες τύπου Ροδά του κόσμου, ματώνουνται για ν’ αντισταθούν στην ευκολία και να περάσουν μέσα από τη γενική χλεύη στον χώρο της ουσιαστικής δημιουργίας.

Σκοπός μου δεν είναι ν’ αναλάβω καμιάν επίθεση προσωπική, κι αν χρησιμοποίησα για μια στιγμή το όνομα του κ.Ροδά, το έκανα γιατί μου χρειαζότανε ένα σύμβολο εκείνων που όχι μόνον έχουν απλοϊκή και χονδροειδή αντίληψη για την ποίηση αλλά και θάρρος και θράσος για να τη συζητούν. Είναι τόσο πολλοί, τώρα τελευταία, στον τόπο μας! Θ’ άξιζε, μου φαίνεται, κι αδιαφορώντας αν μερικοί απ’ αυτούς είναι καλόπιστοι ή ευγενικοί άνθρωποι, από ένα είδος γυμναστικής πνευματικού ήθους να τους γυρίζουμε την πλάτη και να μην ατενίζουμε παρά κατά την άλλη όχθη, εκεί όπου νέοι άνθρωποι ετοιμάζονται να πρωτοεκδηλωθούνε και να ρίξουν τα σπέρματα της φαντασίας τους μέσα στη δική μας, τη γεμάτη από αναβρασμό, ζωή. Εμείς, οι αμέσως προγενέστεροί τους, κάναμε το καθήκον μας. Σε μιαν εποχή όπου δεν υπήρχε τίποτε απολύτως πίσω μας, που δεν υπήρχε γύρω μας ούτε ίχνος ατμόσφαιρας δεχτικής, αναλάβαμε μιαν επιτέλους όχι θεματογραφική επανάσταση, που άλλωστε και σήμερα έχουμε όλο το κέφι, όλη την πίστη, που χρειάζουνται για να τη συνεχίσουμε. Ας τη συνεχίσουν κι αυτοί. Ας προτιμήσουν, αντί ν’ αποτελέσουν όλοι τους μαζί ένα φέρετρο επιμελέστατα κλεισμένο πάνω στη χλιαρή στάχτη του κόσμου που πεθαίνει, να πλέξουν τα μπράτσα τους και ν’ αποτελέσουν τη μεγάλη Σχεδία που μέσ’ από μπουρινιασμένα πελάγη θα περισώσει και θα φέρει την Ελπίδα μας σε μια καινούργια, εύφορη γη.    1943.- 

                                                                             

                                                                             ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (1911-1996)

Απόσπασμα από το βιβλίο «ΑΝΟΙΧΤΑ ΧΑΡΤΙΑ»

Κεφάλαιο 8ο : ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ (σελ.476-481)

Τρίτη Έκδοση (οριστική) – Δεκέμβριος 1987

Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Αφιερώματα – Νοέμβριος  2020

Επιλογή κειμένου και μεταφορά από το πρωτότυπο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Ιδιωτικό Αρχείο Βιβλιοθήκης)