“ΠΑΛΙΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ” της Μαριάνθης Πλειώνη

ΔΙΗΓΗΜΑ (Απόσπασμα)

Κάθε ρωγμή σου

ας μπορούσα να κλείσω

τραύμα ακριβό μου

Ο ήλιος είχε σφηνώσει στις γρίλιες των παραθυριών, όταν σταμάτησε για λίγο στη μέση της παλιάς, αγαπημένης διαδρομής. Βγήκε από το αυτοκίνητο και πήρε μια βαθιά ανάσα. Υγρή και ζεστή άχνιζε η λιμνοθάλασσα, εισχωρώντας βαθιά στα ρουθούνια της, που ανοιγόκλειναν άπληστα. Η μυρωδιά της την κυρίευσε, τα μάτια της δάκρυσαν. Δεξιά κι αριστερά οι πελάδες¹ λικνίζονταν νωχελικά στη φιλόξενη αγκαλιά της, με όλα τα χρώματα τ’ ουρανού να μπλέκονται μαγικά στο θολό νερό της.

Οι γαΐτες² μισοβυθισμένες στο πορτοκαλί του δειλινού, έπλεαν σ’ έναν αργόσυρτο ρυθμό, παραπονιάρη, ραγισμένο, όπως του χρόνου τα κομμάτια.

Η ίδια εικόνα απαράλλαχτη, μοναδική, της έβαψε τα μάτια με μαβιές και κίτρινες πινελιές που ο χρόνος δεν κατάφερε όσο κι αν πάσχισε να ξεθωριάσει. Μικρές ψηφίδες ανασύρθηκαν από τα βάθη του νου και της ψυχής σπεύδοντας να ενωθούν σε μια ματιά, σε μιαν ανάσα, σ’ έναν αναστεναγμό ώστε να στεριώσει το βήμα, να πατήσει τα γνώριμα χνάρια, να βρει τον δρόμο εκείνον τον παλιό, πάνω στους τριζάτους ξύλινους πασσάλους.

Γύρισε στην πόρτα το κλειδί που αντιστάθηκε για λίγο, μα στον δεύτερο τριγμό υποχώρησε σαν να ̓ταν μόλις χθες που στριφογύριζε στην κλειδαριά. Η πελάδα μύριζε ξεραμένο φύκι και σάπιο ξύλο μπροστά στο καταδεκτικό φως του ήλιου που, πριν βυθιστεί στη λιμνοθάλασσα, άφησε μιαν αχτίδα αλμυρισμένη για το καλωσόρισμα.

Ο παλιός καθρέφτης ήταν εκεί. Στο άνοιγμα της πόρτας με την ξύλινη κορνίζα του, το θολό του γυαλί, το σαρακοφαγωμένο του πόδι, σαν να απάντησε στο πρώτο τρίξιμο του ξύλινου δαπέδου, σαν να σάλεψε ελαφρά κι έγειρε μπροστά καθρεφτίζοντάς την σχεδόν ολόκληρη. Στο πλάι του είχε ξεμείνει κι ο παμπάλαιος, ψηλός καλόγηρος από ξύλο καρυδιάς, με τ’ απομεινάρια των συναισθημάτων εκεί που άλλοτε κρέμονταν τα καπέλα κι οι ομπρέλες.

Ομπρέλες μαύρες κι ένα θλιβερό ψιλόβροχο έξω από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα, καπέλα με μαύρες πλερέζες και οι μαύρες καστόρινες γόβες που φορούσε η μητέρα της εκείνο το πρωί. Ο λατρεμένος της πατέρας είχε φύγει για πάντα, τυλιγμένος σ’ ένα σύννεφο από ψίθυρους σχετικά με την αρρώστια του, στις μπερδεμένες αναμνήσεις ενός κοριτσιού έξι χρονών, στα θλιμμένα μάτια που δέσποζαν στα πρόσωπα και στα χέρια, πολλά χέρια που την πήγαιναν εδώ κι εκεί, να μη δει, να μη θυμάται, να μην προλάβει να δακρύσει.

Λίγο καιρό πριν, στην τελευταία βόλτα τους στην Κλείσοβα³ με τη γαΐτα, της τραγουδούσε τα λόγια που νόμιζε πως γράφτηκαν για εκείνη, την αγαπημένη του κόρη, «…έλα στην πόλη αρχόντισσα, ρήγισσα να σε κάνω, να σε καθίσω σε χαλιά και σε μετάξια επάνω…». Μεγάλη του αδυναμία η Άννα μετά από δυο αγόρια, καμάρι κρυφό αν και ακολούθησε η Φανούλα, το στερνοπούλι, μα ήταν βρέφος εκείνον τον καιρό κι η μάνα της είχε όλο το βάρος της φροντίδας του.

Το στοργικό του χέρι που μέσα του είχε βουλιάξει το δικό της την πρώτη μέρα στο σχολείο, με την μπλε της ποδιά και τα λευκά σοσόνια, το δειλό της πάτημα στην εξώπορτα που συνοδεύτηκε με το γλυκό του βλέμμα, χάραξε τα βήματά της και της είπε τόσα πολλά δίχως ν’ αρθρώσει λέξη. Χάθηκαν όλα τόσο ξαφνικά σαν να τα σάρωσε ανεμοστρόβιλος. Πώς από μικρή αρχόντισσα έγινε το ορφανό, πώς τα βλέμματα θαυμασμού έγιναν οίκτος, πώς οι γονείς του πατέρα της που ποτέ δεν πίστεψαν σ’ αυτόν τον γάμο του μοναχογιού τους -αρχοντόπουλο, μορφωμένο και με θέση καλή στο τελωνείο της Πάτρας- με μια φτωχή, ασήμαντη κοπέλα, ταπεινής οικογένειας ψαράδων! Την έκλεψε ένα βράδυ που η βροχή και η υγρασία περόνιαζε τον τόπο όλο. Κρυψώνα και καταφύγιο το μοναστήρι του Αη Συμιού, μέχρι το ξημέρωμα. Όλη τη νύχτα κάτω από το μεγάλο πλατάνι στον περίβολο, ο ένας στον κόρφο του άλλου, πουλιά κυνηγημένα στης πρώτης νιότης τον καημό, άμυαλοι, φευγάτοι.

Η υγρασία τούς τρυπούσε τα κόκαλα κι ήταν ο ύπουλος εχθρός, σαράκι που τον έτρωγε για χρόνια μετά, ώσπου να ρίξει οριστικά την αυλαία σε μια ζωή που φαινόταν πως θα κυλήσει χαρισάμενη, σ’ ένα τρελό όνειρο που χωρίς δεύτερη σκέψη έπλασαν οι άγουρες καρδιές.

(Απόσπασμα)

Μαριάνθη Πλειώνη

Συγγραφέας

Το ανωτέρω διήγημα απέσπασε Έπαινο από τον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» το 2016

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

  1. Πελάδες είναι τα μικρά ξύλινα σπιτάκια των ψαράδων στη λιμνοθάλασσα που στηρίζονται σε πασσάλους.
  2. Η γαΐτα είναι μικρό ξύλινο σκάφος για ρηχά νερά που οι ψαράδες μετακινούσαν με τη βοήθεια κονταριού.
  3. Κλείσοβα είναι το μικρό νησάκι 2 χλμ. από το Μεσολόγγι έκτασης ενός στρέμματος.
  4. Στίχοι από βουκολικό τραγούδι του 1938 του Κώστα Κοφινιώτη και μουσική Μιχ. Σουγιούλ (Του Γιάννου η φλογέρα).
  5. Αη Συμιός, μοναστήρι του 1740, ιστορικός τόπος συνάντησης των εξοδιτών του Μεσολογγίου.

 

 Από το βιβλίο διηγημάτων «Δύο Μ στους ίσκιους της αγάπης»

Κεφάλαιο Α΄  “Πυρωμένα αγκάθια” – Διήγημα 1ο

Εκδόσεις 24 γράμματα

ΣΕΙΡΑ: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΑΘΗΝΑ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2019

 

 

Επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο με άδεια των συγγραφέων:  Τζούλια Πουλημενάκου