“ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΤΟ ΛΕΥΤΕΡΩΜΑ” της Μαριάνθης Παπάδη

ΔΙΗΓΗΜΑ (Απόσπασμα)

Κόκκινο βελούδο

ντύθηκε το δειλινό

σαν μάτωσε 

     Ο μπαρμπα-Μάρκος έγειρε το κεφάλι στο ασπροκέντητο μαξιλάρι και με φωνή που ίσα έσκαγε από τον λάρυγγα προσπαθούσε να κάνει ζάφτι την ψυχή του που τον παίδευε και δεν υπάκουε στα παρακαλετά, να τον αφήσει να αλαργέψει επιτέλους από τους θνητούς και να συντροφέψει πια με τους δικούς του ταξιδευτές, αν αξιωνόταν να τους συναντήσει, στη γη της αιώνιας ζωής. Το είχε βάλει αμέτι μωχαμέτι να τον ζουρλάνει, να τον καταπιεί, να τον ποδοπατήσει. Όχι, δε θα του έκανε τη χάρη να τον συνοδέψει γλυκά και τρυφερά στο κατώφλι του άλλου κόσμου.

«Μπαρμπα-Μάρκο», του ψιθύρισε με φωνή πνιγμένη στης οχιάς το δηλητήριο, «δε θα μου ξεφύγεις τόσο γρήγορα. Γελάστηκες καψερέ, αν νομίζεις πως τα γηρατειά και η ανημποριά, θα γίνουν λήθη για τα καμώματά σου. Θα πληρώσεις κι εδώ για τις πομπές σου. Όσο πιο γρήγορα τα μαρτυρήσεις, τόσο πιο εύκολα θα σ’ αφήσω να λυτρωθείς».

Αναμαλλιασμένη τριγυρνούσε σαν ξωτικό αλλοπαρμένο μες στο δωμάτιο του ετοιμοθάνατου. Μύριζε το κακοφόρμισμα της σάρκας του, γέλαγε ξέφρενα χορεύοντας πάνω από το κεφάλι του κι έπειτα με έναν πήδο 24 ξανάμπαινε μέσα του και τον τριβέλιζε. Το σκεβρωμένο κορμί του μαινόταν με βία εναντίον της προσπαθώντας να την ξεγελάσει, όπως έκανε ο ίδιος τόσα χρόνια σε όλους γύρω αφήνοντας την ντροπή, να ξεπλυθεί στο αίμα της μονάκριβης κόρης του, που είχε ερωτευθεί τρελά τον Δημητρό, τον λεβεντονιό του καφετζή, που σαν την πρωτοαντίκρισε να σεργιανά με τ’ άλογό της στις όχθες του Ελασσονίτη, τσάκισαν τα παραθυρόφυλλα της καρδιάς του.

Η σκέψη του, κοπελούδα γοργόφτερη τον έστερξε πίσω στη νιότη, τότε που καμαρωτός πάταγε τη γη και αχολογούσε ο θεσσαλικός κάμπος. Κάθε βηματησιά κι αυτή τρανταζόταν, αναστέναζε με το ακούμπημά του. Είχε τα πάντα. Μελαχρινή ομορφάδα, κορμοστασιά ζηλευτή, περιουσία και γυναίκες που έλιωναν για δαύτονε κι ας ήξεραν πως ήταν σατανάς σκέτος. Η γαλάζια του ματιά τις σαΐτευε και τις έκανε να τρέχουν ξοπίσω του σαν ατάιστα σκυλιά. Μα αυτός πεντάρα δεν έδινε για καμιά. Μόνο η Μαριγώ η κόρη του παπα-Γιάννη, έλιωσε τα κρούσταλλα της καρδιάς του, σαν την είδε ένα βράδυ Ανάστασης με τα ολόμαυρα μαλλιά της λυμένα να σεργιανούν χαμηλά στης μέσης το βαθούλωμα και το κοντυλένιο της πρόσωπο βουτηγμένο στη γλύκα του μελιού.

«Ετούτη δω», μονολόγησε, «θα την κάνω δική μου». Έστειλε προξενιά στον πατέρα της που βουρλίστηκε από τη στεναχώρια, μόλις τ’ άκουσε. Δεν ήθελε να δώσει το στερνοπούλι του σ’ αυτόν που το όνομά του είχε συνδεθεί με την αψάδα και τον φόβο. Δεν του άρεσε και η διαφορά ηλικίας. Ένα δεκαοχτάχρονο κορίτσι να γίνει βορά στα χέρια του Μάρκου που πάταγε τα τριάντα. Μα δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Γιος του άρχοντα του τόπου με βιος αμέτρητο, πώς θα το αρνιόταν; Όχι πως νοιαζόταν για τους χρυσούς παράδες, μα γνώριζε πως θα ήταν αδύνατον να ξεφύγει από το θέλημά του. Με καρδιά ασήκωτη είπε το ναι και τα στέφανα αλλάχτηκαν μέσα σε λίγους μήνες με γλέντια ξέφρενα, που κράτησαν μια βδομάδα κοντά, όπως όριζε το αρχοντιλίκι.

Η αγωνία του πατέρα της όμως μέρα με τη μέρα μεγάλωνε και φίδια τον έζωναν. Προαίσθημα θαρρείς είχε ο καψερός και δεν έπεσε έξω. Η κόρη του, η λαφίνα του η καμαρωτή, κύρτωσε και μαράζωσε από τη φωνή, τη σκληράδα, την παγωνιά του κύρη της. Βουβάθηκε το γέλιο στα σπλάχνα της από τον καημό και τη τζοχάδα του άντρα, όταν δεν αγκάλιασε το αγόρι που περίμενε πως θα φανεί στην κοιλιά της γυναίκας του. Αντί για γιο εκείνη του έφερε πεσκέσι την Αννιώ, την κόρη που έμελλε χρόνια αργότερα να του γιάνει την πληγή ξεχνώντας ολότελα τον καημό για το αρσενικό, που δεν αντίκρυσε.

Η γυναίκα του, όπως του είπε η μαμή, πάλεψε με τη φωτιά στη γέννα, που έμελλε να είναι η πρώτη και η τελευταία της.

«Η Παναγιά το ’θελε κι έζησαν μάνα και παιδί. Τα ’βαλε με το θεριό και τα κατάφερε. Μόνο που δε θα ματαξιωθεί να ζήσει το θαύμα της γέννησης», του μολόγησε.

Τα λόγια της επαναλήφθηκαν και από τον γιατρό,  όταν την πήγε στην πόλη, για να την εξετάσει, να βεβαιωθεί για τα μαντάτα. Πώς να κουμαντάρει το μυαλό, ότι θα έμενε η φαμίλια του δίχως αρσενικό; Τι να μολογήσει τώρα στα δικά του πρωτοτόκια;

(Απόσπασμα)

Μαριάνθη Παπάδη

Συγγραφέας

 

Το ανωτέρω διήγημα απέσπασε τον Α’ Έπαινο στον 35ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό

της «Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών» το 2016

Από το βιβλίο διηγημάτων «Δύο Μ στους ίσκιους της αγάπης»

Κεφάλαιο Α΄  “Πυρωμένα αγκάθια” – Διήγημα 2ο

Εκδόσεις 24 γράμματα

ΣΕΙΡΑ: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΑΘΗΝΑ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2019

 

 

Επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο με άδεια των συγγραφέων:  Τζούλια Πουλημενάκου