~ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΩ “ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ”~ του Πότη Κατράκη [Μέρος Α΄]

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ

Ι.

Σήκω από το λήθαργο της ηρεμίας

καρδιά μου

και μην φοβηθείς να φορτωθείς

των κεραυνών τα λεπίδια

να διαβείς τη νύχτα της ύπαρξης

να φτάσεις

ως τα αθώρητα της δημιουργίας πρίσματα

και να αντλήσεις

τα μπριλάντια και τα μαργαριτάρια

της  άφατης των αιθέρων γνώσης.

Δέξου της μοίρας τα ραπίσματα

ψυχή μου

και άνοιξε τα άυλα φτερά σου

να ταξιδέψεις στο χάος της αβύσσου

εκεί που δοκιμάζεται του λόγου η αντοχή

και θρυμματίζεται το κέλυφος της νύχτας

για να ακούσεις

τις συναυλίες των ουράνιων χορδών

και να συλλέξεις

τους άπιαστους των αινιγμάτων σπόρους.

Και συ νου μου

Άπλωσε τα πανιά σου και βάλε πλώρη

για την ασύνορη των άστρων  λάμψη

για της σοφίας το άμετρο ύψος βάθος και πλάτος

και μέσα από το άγριο

της συνείδησης και των αισθήσεων μαστίγωμα.

Σκίσε

τα παραπετάσματα της αειπάρθενης γνώσης

και περνώντας μέσα από του σκότους

τις δρεπανιφόρες τρύπες

εκπόρθησε του μυστηρίου τις πύλες

και έλα πρόσωπο με πρόσωπο

με τη γιγάντια

ασύλληπτη και ανερμήνευτη δύναμη

που κυλάει τους τροχούς του θαύματος

και το τιμόνι του σύμπαντος κόσμου

κρατάει στα δυο της χέρια.

Και ζήτησε να μάθεις

το σκοπό των ουράνιων κύκλων

που ζεύουν της ζωής το φτερούγισμα

στη λευκή του απείρου οπτασία

και γράψε τον στης καρδιάς μου τους χτύπους

για να βλαστήσουν και να θρέψουν

της αιωνιότητας το τραγούδι.

Πέρασε μέσα από την ομίχλη

της νεκρικής των πλασμάτων πομπής

και δέσε όλες τις φωτιές

σε ένα σύμπλεγμα ελπίδας και χαράς

για να χορέψει η νύχτα με το φως

ανεμίζοντας το άσπρο της μαντήλι

στα πέντε κρινοδάχτυλά της.

Κλείσε ερμητικά τα παράθυρά σου

να μη σου πνίξει η εκτυφλωτική λάμψη

τις υπερούσιες αναλαμπές

και φάει η λύσσα του κακού

του ερωτισμού σου τις ώρες.

Σπάσε του σκοταδιού τις αλυσίδες

και άνοιξε διάπλατα τις πόρτες της ελπίδας.

Εκπόρθησε τη δυναστεία του κακού

και ενθρόνισε τη δεσποτεία των ρόδων.

Σύντριψε της σιωπής το όστρακο

και έμπα στου ονείρου

το ανεξάντλητο σκοτάδι

και φτάσε ως εκεί

που θάλλει η άναρχη φωτιά

και καταυγάζει κόσμους.

Έβγα περίπατο στους μακρινούς γαλαξίες

και ρίξε μια ματιά στον άγνωρο λόγο

που αναθρώσκει από του μηδενός τα βάθη

και με της τρέλας τα δάχτυλα

πλέκει το πεπρωμένο μου.

Παντρέψου νου μου με το φως

και ανέβα στους άχρωους αιθέρες

για ν’ αγναντέψεις και να αισθανθείς

το ανθισμένο με αίμα και οστά

του σύμπαντος δέντρο

που πάλλεται στα χτυπήματα

της νεκρικής σιωπής των αγγέλων.

Καταδύσου

ως τις βαθιές τής άγνοιας χαράδρες

και αναδύσου ξανά

μέσα από τις πύρινες λαίλαπες

κρατώντας στα πλοκάμια σου

το αίνιγμα της ύπαρξης του κόσμου

και κάνε με να ξαναγεννηθώ απ’ την αρχή

προτού αιχμαλωτίσει η σκοτεινιά

της μοίρας μου το αύριο.

Μη λυγίσεις νου μου

μπροστά στο άμετρο  ύψος τ’ ουρανού

και στο άπατο βάθος της αβύσσου.

Μη λυγίσεις

στους ανεμοστρόβιλους που φυσάνε

μέσα από τις λάμψεις των κυμάτων

της πύρινης γνώσης

που σπάνε τους κρίκους της λογικής

και βυθίζουν στου μηδενός τον πυθμένα

των ονείρων τις πράσινες ελπίδες.

Μη διστάσεις

να περάσεις από τις τρομερές καταπακτές

τους φοβερούς και άμετρους γκρεμούς

του τρόμου, του χλευασμού και της ταπείνωσης

μέσα από τις καθαρτήριες φλόγες του σκότους

από τα ανήμερα δόντια του θηρίου χρόνου

τους αβυσσαλέους ανέμους

της τύφλωσης και του αφανισμού.

Μη διστάσεις

να κολυμπήσεις στους ποταμούς των δακρύων σου

και πατώντας

στην ετοιμόρροπη του ίλιγγου γέφυρα

να συρθείς ως ερπετόν

και να φτάσεις μέχρις εκεί

που ολοφύρονται οι νεκροί

και κοχλάζουν τα ενεργά ηφαίστεια

που καταυγάζουν πλανήτες και άστρα.

 

ΙΙ.

Μεθυσμένος παραπατώ

και αδειάζω το αίμα μου

στο λαρύγγι της τρέλας.

Σφίγγεται και αναδιπλώνεται η καρδιά μου

καθώς αγνοώ

αν προσπαθώ να εκπορθήσω το όνειρο

αν ξεκινώ από το όνειρο

αν πορεύομαι για να καταλήξω στο όνειρο

αν ξεκινώ για να ατενίσω

ανύπαρκτα και ασύνορα όντα

που λατομούνται και σφυρηλατούνται ήδη

στα εργαστήρια του άγνωρου λόγου.

Μέσα μου βόσκουνε οι ρίζες της φωτιάς

της ζούγκλας τα θηρία

ξεσχίζουν με τα νύχια τους

τα σωθικά και τις ελπίδες μου

και κατακρεουργούν

την ανυπότακτη για φως συνείδησή μου.

Τρεκλίζουν τα γόνατά μου

πνίγεται στη μαύρη ομίχλη το γέλιο μου

γοερές κραυγές εξέρχονται

από τα ματωμένα σωθικά μου

και οι φρικτές μάσκες

της ταπείνωσης και της εξαθλίωσης

μου στήνουν οδοφράγματα

και μου ανοίγουν βαθιά ορύγματα

στη ματωμένη πορεία μου.

Οι καμπάνες της συντριβής μου

χτυπούν μερόνυχτα στο προσκέφαλό μου

μου προαναγγέλουν

το ανέφικτο της ματωμένης πορείας μου

και γεμίζουν με παραισθήσεις την ακοή μου.

Η άγνοια της απεραντοσύνης

στρωμένη με λεπίδια μαχαιριών

και γω ξυπόλητος οδοιπόρος

με τα πόδια μου να κατακρεουργούνται

στην περιστροφική τους κίνηση

και να αγκομαχώ από το δυσβάσταχτο βάρος

της οδυνηρής αναζήτησής σου.

Κι όμως δε σταματάω να ζητώ εξήγηση

του ανερμήνευτου έργου σου

και να πορεύομαι σταθερά να ανέβω

στης μοίρας μου το σταυρό

και να πνιγώ

στις αφρισμένες θάλασσες της καρδιάς μου.

 

ΙΙΙ.

Σκοτάδια πριν από τη γέννησή μου

σκοτάδια στην αόρατη δίνη

των ουράνιων σωμάτων σου

καυτερά τρυπάνια

που στροβιλίζονται στο μυαλό μου

καθώς στην πορεία μου

προσπαθώ να ατενίσω τη μορφή σου

και τα αόρατα βήματά σου.

Συντετριμμένος ο λογισμός μου

καθώς σε αναζητώ στα άμετρα ύψη

της λάμψης που περικλείει τον θρόνο σου.

Άναυδος παρατηρώ

τα άγνωστα της ύπαρξής σου βήματα

που με γεμίζουν τρόμο, με εκτινάσσουν

έξω από τα  απάτητα κάστρα σου

με γκρεμίζουν

στα βαθιά της λογικής μου σκοτάδια

και με κάνουν να κολυμπάω

στην απύθμενη των ουρανών θλίψη.

Ατενίζοντας σε θαμπά

μέσα από την εκτυφλωτική ροή

του σημαίνοντος και του ασήμαντου

σε θαυμάζω και βογγάω καθώς αναδύομαι

από τις ρίζες του αγέννητου ειδώλου μου.

Και στο χάος της θείας βοσκής σου

εξαϋλώνομαι σε σταγόνες πνεύματος

που αρδεύει του μυαλού μου την άγνοια.

Θαυμάζω και ερευνώ εσένα

που σαν όνειρο έρχεσαι

αλλά και ως άνθος του σκότους

που κάθε τέλος σου είναι και αρχή

και κάθε αρχή και ένα τέλος σου.

Άμετρο της  τελειότητάς του το μέγεθος

χρυσή βλάστηση

που δεν μπορεί ο νους μου να τη βοσκήσει

αλλά επιστρέφει δαρμένος και αδικαίωτος

στην ουράνια αναζήτησή σου

δεμένος με χαλκάδες και αλυσίδες

κατασπαραζόμενος

από του μυστηρίου σου το γύπα

στην ενατένιση του αβυσσαλέου

και απύθμενου ουράνιου θόλου σου.

Θαυμαστό το ασύνορο και ασύλληπτο

φως των αστεριών σου

σπέρμα φωτιάς που εξήλθε του νου σου

και έσκαψε

τα χέρσα του σκοταδιού βάραθρα

που μέσα στο περίγραμμά τους

παγίδεψες το θαύμα της ύπαρξής μου.

 

Πότης Κατράκης

Λογοτέχνης

 

Από την ποιητική σύνθεση ~Σε αναζητώ”Μυστικισμός”~

Απόσπασμα Ι – ΙΙ – ΙΙΙ (σελ.1-22)

Εκδόσεις Λεξίτυπον –Αθήνα 2017

Το ανωτέρω ποίημα στην παρούσα έκδοση είναι μεταφρασμένο και στην αγγλική γλώσσα

 

Youtube Eπιμέλεια Βίντεο : Stella Gkoutzourela 

Επιλογή και μεταφορά κειμένου στο διαδίκτυο:Τζούλια Πουλημενάκου

(Αρχείο προσωπικής βιβλιοθήκης)

 

Για το Επί-Λόγου-Λεύκωμα-Φεβρουάριος 2020