“ΜΕ ΤΟ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΤΟΥ ΑΓΚΩΝΑ” του Γιάννη Ρίτσου (Απόσπασμα)

Μυθιστόρημα (Απόσπασμα)

Κεφάλαιο 10ο : «Οι σχέσεις μας με τα όνειρα»

     Πόσες χιλιάδες όνειρα έχω δει – αμέτρητα. Και βλέπω ακόμα. Άλλα μ’ αρέσουν και θέλω να κρατήσουν όλη τη νύχτα, όλη τη ζωή. Άλλα μου σφίγγουν την καρδιά και θέλω να ξυπνήσω, να γλιτώσω από δαύτα. Κι όταν ξυπνάω φοβάμαι να ξανακοιμηθώ μη μ’ αρπάξουν πάλι στα νύχια τους τα ίδια και χειρότερα. Όταν όμως βλέπω καλά όνειρα δε θέλω να ξυπνήσω για να συνεχιστούν, και λέω μέσα στον ύπνο μου «τι όμορφα, τι όμορφα», και λέω να τα θυμηθώ σαν θα ξυπνήσω για να μη μου φύγουν και να τα πω σε κάποιον για να χαρεί κι αυτός ή να τα γράψω. Μα όταν ξυπνάω, πολλές φορές, δε θυμάμαι απολύτως τίποτα και μένω με την αίσθηση μιας μεγάλης απώλειας, πολύ θλιμμένος, χαμένος, σιωπηλός, κι ύστερα σαν προβληματισμένος, και μου φταίει το μαξιλάρι, το σεντόνι, το δεξί μου χέρι, το ‘να παπούτσι μου που δεν ξέρω πώς βρίσκεται στη μέση της κάμαρας ή το ξυπνητήρι στο κομοδίνο που ο λεπτοδείχτης του κινείται πολύ πιο αργά απ’ το μυαλό μου και δεν καταφέρνω να τα συντονίσω για να σκεφτώ με συνέχεια τη σκέψη μου. Άλλοτε πάλι θυμάμαι ένα όνειρο μέσες άκρες και τρέμω μη μου φύγουν και προσπαθώ να τ’ αναπλάσω, να τα συναρθρώσω, και παρεμβαίνουν κι άλλα νόθα κομμάτια και μπερδεύονται, αλλάζουν θέσεις, τροποποιούνται, κι εγώ μένω απέξω, κι αρχίζω μάλιστα να κάνω μιαν επιλογή «αυτό θα κρατήσω», «αυτό θα πετάξω», και πολύ ενοχλούμαι απ’ αυτή μου την ανάμιξη που την ξέρω και τη χαρακτηρίζω π α ρ α χ ά ρ α ξ η, γιατί σκληραίνει αφόρητα η άυλη ύλη του ονείρου, χώρια που αρχίζει κιόλας να λογικοποιείται και να συμβολοποιείται και να προτείνεται σε ψυχολογικές ή κοινωνικές ερμηνείες ή ακόμη σε ηθικά παιδαγωγικά συμπεράσματα. Ε, τότες όλα παν κατά διαόλου. Και παιδεύουμαι απ’ την αρχή ν’ αφαιρέσω τις άγαρμπες προσθήκες και να διατηρήσω λίγα έστω αποσπάσματα απ’ την πρώτη αέρινη ουσία. Δε βγαίνει πάλι τίποτα της προκοπής. Καμιά φορά όμως, σπάνια, βέβαια, ξαναθυμάμαι ένα ο λ ό κ λ η ρ ο όνειρο, και κυκλοφορώ μέσα του, κι είμαι μέρος του, όπως στο «Σκιώδη χώρο» ή στο «Όνειρο με τους κρίνους», κι είμαι κι εγώ αέρινος – ένα μετέωρο χαμόγελο, ένας δημιουργός αδημιούργητος που δεν θέτει ερωτήσεις, δεν του θέτουν ερωτήσεις, δε χρωστάει καμιάν απάντηση στους άλλους ή στον εαυτό του, ελεύθερος μέσα στο άπλετο α ν ε ξ ή γ η τ ο που είναι (ίσως) το θάμβος, η ομορφιά, η άγνοια, η μαγεία, ο έρωτας, όλος μαζί ο έρωτας κι ο θάνατος, η αιωνιότητα ορατή και μεταφυσική, η αγνότητα, η αγιοσύνη. Ζω λίγες ώρες μέσα σ’ αυτή τη μέθη και ξαφνικά τινάζομαι, χτυπάω τα μεριά μου για να βεβαιωθώ πως ξύπνησα, πως είμαι εγώ,  πως είμαι εδώ, όχι άγγελος ή σύννεφο ή αερόστατο, εγώ, ένας άνθρωπος πλάι στους ανθρώπους, εδώ, στη γη, στην πατρίδα του ανθρώπου, μέσα στ’ όμορφο θνητό μου σώμα, και ξαναχτυπάω τα μεριά μου σαν τον Οδυσσέα, που οι Φαίακες τον βγάλαν κοιμισμένον απ’ το πλοίο και τον αποθέσαν στα πατρικά του χώματα κι έφυγαν, κι όταν ξύπνησε αυτός τα χαράματα στην Ιθάκη, δεν ήξερε που βρίσκεται κι άρχισε να μετράει τα χαλκώματα, ίσως για να εντοπιστεί με συμφέρουσες πρακτικές απασχολήσεις.

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ,  Ι

Τον βγάλαν απ’ το πλοίο κοιμάμενον, μαζί με τις κουβέρτες του,

τον άφησαν μαλακά στη στεριά, λίγο πιο πάνω απ’ το λιμάνι του Φόρκινα,

μπροστά στο σπήλαιο, κάτω απ’ την ελιά· αποθέσαν πλάι του

τα δώρα των Φαιάκων – τρίποδες, χαλκώματα, λεβίτια –

κι έφυγαν πάλι. Σαν ξύπνησε εκείνος

μήτε φαντάζονταν που το φιλόξενο καράβι, που τον έφερε,

είχε πετρώσει κιόλας σε έμπα της Σχερίας,

στο λιμάνι κατάντικρυ·  μήτε και γνώρισε καθόλου

τα πατρικά του χώματα. Θεϊκή καταχνιά τον περιέβαλλε

μετά την εικοσάχρονη δοκιμασία. Ωστόσο

μέτρησε τα χαλκώματα ένα ένα, μη του κλέψαν τίποτες.

Κι η πονηριά, μήτε και τούτη τη στιγμή, δεν του ‘λειψε,

Όταν ρωτούσε τ’ όμορφο βοσκόπουλο, να μάθει

τον τόπο τούτο που πατούσε, τα συνήθεια του. Κι η Θεά

όχι μονάχα το ανεχόταν, το απαιτούσε κιόλας, το καμάρωνε.

Έπρεπε τρόπος να βρεθεί μη χαθεί τίποτα

από τις μνήμες του μεγάλου ταξιδιού, από τα δώρα που έλαβε και θ’ άφηνε.

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ,  ΙΙ

Σαν ξύπνησε, λοιπόν, κοίταξε ολόγυρα –

δέντρα, βραχώδη μονοπάτια, ευρύχωρα

λιμάνια κάτω, ένα σύννεφο στο νότο· –

τίποτα, τίποτα δεν ήξερε. (Τάχα να τα ‘βρισκε

τρανότερα ή μικρότερα;). Κείνο που πιότερο

ονειρευόταν, τώρα που έφτασε, έμοιαζε

πιότερο ξένο και άγνωστο. Μη φταίξιμο ήταν

του μακριού χρόνου ή φταίξιμο της γνώσης

έξω απ’ τον χρόνο; Με τις δυο παλάμες του

χτύπησε τα μεριά του να βεβαιωθεί πως ξύπνησε.

«Πού βρίσκομαι;» είπε μόνο. Κι ύστερα

σαν το σκυλί που βγαίνει από μεγάλη πόρτα, χάραμα,

εκεί, στη ρίζα της καλής ελιάς, αλάφρωσε.

Τινάζουμαι, λοιπόν, απ’ το κρεβάτι. Πηγαίνω στο μέρος ν’ αλαφρώσω κι εγώ. Ακούω το κάτουρό μου στη λεκάνη. Και ε ί μ α ι, και είμαι ε δ ώ. Επιστρέφω απ’ τη θεϊκή καταχνιά στα πράγματα και στα γεγονότα. Ρίχνω μπόλικο νερό στο πρόσωπο και στα μαλλιά μου. Ψήνω τον καφέ μου. Ανάβω  τσιγάρο. Φυσώ τον καπνό απ’ τα ρουθούνια και το στόμα μου βγάζοντας έξω τον προηγούμενο φόβο μου μήπως εξαερωθώ μες στ’ όνειρο. Μέσα μου σχηματίζονται ολοζώντανες οι λέξεις. Ονομάζω φιλικά τ’ αντικείμενα που μας προσδιορίζουν και μας επιβεβαιώνουν τη θέση μας και την πορεία μας. Λέω: κρεβάτι, τραπέζι, παράθυρο, καρέκλα, ποτήρι, φλιτζάνι. Κι είναι πράγματι φλιντζάνι. Το πιάνω από το συμπαθητικό χερούλι του, το ανεβάζω στα χείλη μου και ρουφάω τον καφέ μου. Ενώ στ’ όνειρο, μόλις έκανα να το σηκώσω, διαλύθηκε το φλιτζάνι κι έμεινε ο καφές στο σχήμα του φλιτζανιού , μα δεν είχε χερούλι να τον πιάσω και να τον φέρω στο στόμα μου κι υποχρεώθηκα να σκύβω το κεφάλι μου κάθε τόσο για να πίνω γουλιά γουλιά τον καφέ μου, ακριβώς όπως κάνουν οι κότες όταν πίνουν νερό στη γούρνα της αυλής. Το ίδιο ανεβοκατεβάζαμε τα κεφάλια μας. Μα, για να πω την αλήθεια, μ’ άρεσε κιόλας – να τρώω και να πίνω σαν πουλί –όχι, βέβαια, κότα, μα περιστέρι ή έστω σπουργίτι. Τώρα, λοιπόν, κάθουμαι στο τραπέζι μου, πίνω τον καφέ μου, καπνίζω, ψαχουλεύω τα χαρτιά μου, κάνω τις αναγνωρίσεις μου, κάτι σημειώσεις ορνιθοσκαλίζω (μη και ξεχάσω), μετράω κι εγώ ένα ένα τα χαλκώματά μου, τους μαντικούς τρίποδες, τα λεβίτια της μαγειρικής και της πλύσης, γιατί πρώτος ο Όμηρος με δίδαξε να βρίσκω τρόπους μη χαθεί τίποτα από τις μνήμες του μ ε γ ά λ ο υ   τ α ξ ι δ ι ο ύ, από τα δώρα που έλαβα και θ’ άφηνα – μη χαθεί τίποτα από τ’ όνειρο, τον μύθο και την ιστορία. Μήπως και τ’ όνειρο δεν είναι ένα μεγάλο ταξίδι μέσα στο πριν, στο τώρα, στο μετά, μες στο δικό μας άγνωστο και στ’ άγνωστο του κόσμου, μες στο αιώνιο; Φτάνει να βρεις την ώρα και τον τρόπο να το πεις και να το πράξεις, κι είναι έτσι σα να πετυχαίνεις  το ακατόρθωτο. Γι’ αυτό κι εγώ πασκίζω νύχτα μέρα να καταγράψω τα όμορφα και τα καλά του κόσμου, να γίνει πιο καλή (όσο γίνεται) η ζωή για μένανε και για όλους. Και τώρα δα θυμήθηκα κι άλλο ένα όνειρο και θέλω να σας ιστορήσω και τα δύο του μέρη, γιατί ‘τανε στ’ αλήθεια χωρισμένο σε δύο μέρη ή σε δύο πράξεις. Λοιπόν, βρισκόμουνα κάπου κοντά στη θάλασσα (δεν ξέρω αν στην ακρογιαλιά ή μες στη θάλασσα ή πάνω στη θάλασσα), και μες στη θάλασσα ήταν ένας ανεστραμμένος κώνος από άψητο πηλό – όχι ένας κώνος που επιπλέει και τραμπαλίζεται σαν μισοβυθισμένη βάρκα, αλλά χτισμένος μες στη θάλασσα, με την αιχμή του στηριγμένη στον πάτο και με τα χείλια του δυο σπιθαμές πάνω απ’ τη θάλασσα, σχηματίζοντας έναν κύκλο από γαλήνιο φωτεινό νερό ενώ γύρω του χτυπιόταν η φουρτούνα. Και παραξενευόμουνα πώς δε θρίβεται ο πηλός απ’ τα κύματα, αφού εγώ μια στιγμή μόλις ακούμπησα τα χέρια μου πάνω του και γέμισαν τριμμένον άργιλο. Τότε (μήτε και τώρα ξέρω πως) καμιά εικοσπενταριά μικρά παιδιά, αγόρια και κορίτσια ολόγυμνα, βρεθήκανε πιασμένα με τα χέρια τους στο στόμιο του κώνου, γύρω γύρω, φτιάχνοντας μια μεγάλη ωραία μαργαρίτα. Σκύβανε τα κεφάλια τους στο φωτεινό νερό κι εκεί καθρεφτιζόντανε τα όμορφα πρόσωπά τους φτιάχνοντας έναν άλλο κύκλο μέσα στο νερό νερένιο και ξαφνικά μύρια χρυσόψαρα γεμίσανε τον μέσα κύκλο σα χρυσόσκονη της μαργαρίτας. Ύστερα φτάσαν οι μεταλλωρύχοι με  πελώριες νταλίκες, βγάλαν τα ρούχα τους, ντυθήκαν βατραχάνθρωποι, σηκώσανε τον πήλινο κώνο και τράβηξαν δεν ξέρω κατα πού. Χαθήκανε. Μόνο ακουγόταν το νερό που κρουνέλιζε στον πέρα δρόμο καθώς άδειαζε ο κώνος, αλλά δεν είμαι βέβαιος αν ακουγόταν θόρυβος νερού μες στ’ όνειρο. Τότε εγώ βρέθηκα μόνος στη στεριά κι ίσως έβρεχε κι έκανε μαύρο. Εκατοντάδες μαύρες ομπρέλες περπατούσαν μόνες τους μισό μέτρο πάνω απ’ τη γη – φαίνεται κρατημένες απ’ τα χέρια υπόγειων ανθρώπων, και το παράξενο είναι πως διόλου δεν παραξενευόμουν που οι ομπρέλες, αν και τα χερούλια τους τα κράταγαν ανθρώποι κάτου απ’ τη γη, αυτές διασχίζανε ανεμπόδιστα τη γη σα να ‘ταν αέρας. Το ΄βρισκα πολύ φυσικό. Κι ήταν. Μα ενώ κοιτάω τις ομπρέλες κι αρχίζω να πιάνω φιλίες μαζί τους, παίρνει το μάτι μου στον δρόμο κάτι που γυαλίζει – ένα ζευγάρι ματογυάλια. Τα σηκώνω. Τα σκουπίζω με τη ζερβιά άκρη του σακακιού μου. Τα φοράω. Τι ‘ναι αυτό, θε μου; Τι φως; Άσπρο φως, άσπρο, κάτασπρο. Δε βρέχει. Όχι. Χιονίζει. Ούτε χιονίζει. Το άσπρο δε διαστίζεται από νιφάδες. Έχει χιονίσει. Η πλαγιά του βουνού είναι σαν μπαμπάκι. Αυτός που κατηφορίζει παραπαίοντας απ’ το βουνό μοιάζει με τον Νιζίνσκι. Ναι, αυτός είναι. Γερασμένος. Τρεκλίζει. Αυτός με τα πουλίσια πόδια. Το ‘χει σκάσει απ’ το σπίτι του. Έχει θυμώσει με τη γυναίκα του γιατί αυτή επιμένει να τον ταΐσει κρέας. Κι αυτός δε θέλει. Δε θέλει να τη βλέπει μήτε αυτή να τρώει κρέας. Και το ‘σκασε. Μα πού πάει; Τα πόδια του βουλιάζουν στο χιόνι. Θα σωριαστεί. Κάπου είναι κρυμμένος ο φονιάς. Ετούτος ο χιονοσωρός είναι τάφος. Δυο ξερά παλούκια είναι μπηγμένα πάνω του. Εδώ θα τον έχουν θάψει. Το ξέρει καλά ο Νιζίνσκι. Προχωρεί. Μα πού τραβάει επιτέλους; Φτάνει στο χείλος του γκρεμού. Θα γκρεμοτσακιστεί. Μα, να, εκεί στην άκρη, ένα μικρό δέντρο. Το αγκαλιάζει. Στεριώνεται και πισωπατάει. Πλησιάζω. «Το ‘δες;» μου λέει. «Το ‘δα» του λέω. «Μ’ έπιασε με τα δυο του χέρια ο Θεός απ’ τη μέση. Με κράτησε. Δε μ’ άφησε να πέσω». «Ναι», του λέω. «Αυτό σημαίνει πως πρέπει να γυρίσω σπίτι μου». «Ναι», του λέω. «Είμαι κι εγώ Θεός», μου λέει. «Ήσουν», του λέω, κι αμέσως διορθώνω: «Είσαι», του λέω.  Κάνει να μου πάρει τα γυαλιά μου. Του σπρώχνω το χέρι. Εξαφανίζεται. Στεριώνω τα γυαλιά στη μύτη μου, γιατί δε στεριώνουν  καλά πίσω απ’ τα αυτιά μου. Ο φωτισμός αλλάζει. Ξάστερη νύχτα. Στο βάθος της λεωφόρου, ωραία φωτισμένης από ψηλούς φανοστάτες, βλέπω  τον Τέλη καβάλα στη μοτοσικλέτα του. Έρχεται ολοταχώς κατευθείαν προς εμένα. Σταματάει χωρίς να σβήσει τη μηχανή. «Έρχεσαι βόλτα με τον γάιδαρό μου;» λέει. «Πάμε» του λέω. Καβαλικεύω πίσω του. Φεύγουμε, αστραπή. Τον αθεόφοβο. Γλιστράει ανάμεσα σε δυο λεωφορεία, τρέχει πότε δεξιά, πότε αριστερά, προσπερνάει αυτοκίνητα, δε σταματάει με το κόκκινο φανάρι, προσπερνάει και τις δυο νταλίκες των μεταλλωρύχων, «πιο αργά – του φωνάζω – θα τσακιστούμε». Αυτός τίποτα. Σφίγγω τα χέρια μου στα δυνατά πλευρά του. Ο αέρας τής ταχύτητας μού τινάζει μπρος πίσω τα μαλλιά. Απαγκιάζω πίσω απ’ τις γερές του πλάτες, πίσω από το κράνος του, σαν πίσω από κάποιον γιγαντόσωμο χαλκοντυμένο πολεμιστή. Όχι. Ντύνομαι ολόσωμον τον Τέλη, θωρακίζομαι ολόσωμος με μιαν άτρωτη χαλύβδινη πανοπλία. Δεν έχω μήτε αχίλλειον πτέρνα. Του σφίγγω πιότερο τα ρωμαλέα του πλευρά και κολλάω πάνω του. «Μη, – φωνάζει – με γαργαλάς». Γελάω. Κατεβάζω τα χέρια μου στη μέση του. Το  ίδιο κρουστή και ρωμαλέα κι αυτή. Τρέχουμε. Φεύγουμε. Πετάμε. Δεν είναι πια δρόμος, αυτοκίνητα, φανάρια. Μόνο ουρανός. Πετάμε στη γραμμή του γαλαξία, με τρομερή ταχύτητα – μια ακίνητη σχεδόν ταχύτητα. «Θες στραγάλια;» μου φωνάζει. «Βάλε το χέρι σου στη δεξιά τσέπη του μπουφάν μου και πάρε». Βάζω το χέρι μου στην τσέπη του. Πιάνω μια φούχτα στραγάλια. Είναι ζεστά απ’ το σώμα του. Τα ροκανίζω ένα ένα, ενώ με το ζερβί μου χέρι κρατιέμαι πιο σφιχτά απ’ τη μέση του. Ακούω το τρίξιμο των δοντιών μου. Απ’ το τρίξιμο ξυπνάω. Έχει ξημερώσει. Πριν ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου τρέχω στη βιβλιοθήκη μου, βρίσκω το «Ημερολόγιο του Νιζίνσκι». Το ξεφυλλίζω. Διαβάζω το μέρος που είχα δει στον ύπνο μου. Ρίχνω ματιές και σε άλλες σελίδες της ωραίας του τρέλας.  Και μήπως τα όνειρά μας δεν είναι η δικιά μας τρέλα που τη ζούμε στον ύπνο μας για να μπορούμε τη μέρα να μην είμαστε τρελοί, να τη θυμόμαστε και να ‘μαστε συγκρατημένοι, κι αποφεύγοντας τις υπερβολές της (που τις ζήσαμε ωστόσο στο ακέραιο) να κάνουμε με μέτρο σωστά τη δουλειά μας; Και θαρρώ πως κάποιος σοφός είχε πει: «σοφία δεν είναι παρά η συνειδητοποίηση και πολιτογράφηση της παραφροσύνης». Εγώ δεν ξέρω απ’ αυτά. Διαβάζω πιο κάτω στο «Ημερολόγιο του Νιζίνσκι» κάποιες αράδες που μ’ άρεσαν και τις έχω από τότε υπογραμμίσει. «Μόλις σήμερα, στο γεύμα, μπόρεσα να παρατηρήσω την πεθερά μου. Ζήτησε ένα μανταρίνι, κι εγώ της πρόσφερα αυτό που ‘χαν φυλάξει για μένα, λέγοντάς της πως δε θα με πείραζε να φάω εγώ πορτοκάλι. Το πήρε δίχως να βγάλει άχνα. Δεν της έκρυψα πως αυτό δε μ’ άρεσε καθόλου μα καθόλου. Ο πεθερός μου, ο Όσκαρ, παίρνει αμέσως το μέρος της. Εγώ παίρνω πίσω το μανταρίνι. Δίνω το μισό στον Όσκαρ, το άλλο μισό στη γυναίκα μου. Όμως αυτή δε θέλει να το πάρει, νομίζοντας πως θέλω να το φάω εγώ. Το ξαναβάζω, λοιπόν, στο πιάτο της πεθεράς μου. Αυτή αρνείται να το φάει και δε λέει λέξη». Βρε τη γριά-γκιόσα (αυτό δεν το γράφει ο Νιζίνσκι, το λέω εγώ). Καλά το λένε πως αυτός που δεν έχει μάθει να λέει ευχαριστώ δεν έχει γίνει ακόμα άνθρωπος. Όταν βγω έξω θα πάω στον διπλανό μανάβη ν’ αγοράσω πολλά μανταρίνια. Όχι πορτοκάλια. Και δε θα δώσω ούτε μισό στη γρια-γκιόσα, κι ας είναι και σπουδαία ηθοποιός. Θα τα φάμε όλα οι δυο μας, ξεφλουδίζοντάς τα με τα δάχτυλά μας, οι δυο μας, αντικριστά, ξιπόλητοι (για να βλέπω τα φτερωτά του ακόμη πόδια), εγώ κι ο Νιζίνσκι. Τα κουκούτσια και τα φλούδια θα τα ρίξουμε στο πάτωμα, να χρυσίζουν στον ήλιο που μπαίνει απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο και να μοσκοβολάνε. Τα πέντε που μείνανε θα τα δώσω στον Πέτρο.

ΚΑΡΛΟΒΑΣΙ,  9 VIII.83

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ (1909-1990)

Λογοτέχνης

 Απόσπασμα από το Μυθιστόρημα «ΜΕ ΤΟ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΤΟΥ ΑΓΚΩΝΑ»

Κεφάλαιο 10ο «Η σχέση μας με τα όνειρα» (σελ.120-131)

Δεύτερη Έκδοση

Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ – Αθήνα 1984

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ:

Ο Γιάννης Ρίτσος  (Μονεμβασιά, 1 Μαΐου 1909 – Αθήνα, 11 Νοεμβρίου 1990) ήταν ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές με διεθνή φήμη και ακτινοβολία. Δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα και μελέτες. Τα έργα του συμπληρώνουν πολλές μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα. Αρκετά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες. Πολιτικά ανήκε στην Αριστερά (συγκεκριμένα στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας και την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά).

Ο Ρίτσος νόσησε από φυματίωση, ξεπέρασε την ασθένεια (πράγμα δύσκολο για την εποχή) και πέρασε από υλικές και ηθικές δοκιμασίες. Στο σανατόριο του «Σωτηρία», όπου νοσηλευόταν, ήρθε κοντά με τον μαρξισμό και την Αριστερά, πράγματα που επηρέασαν βαθύτατα την ποίησή του και τον τρόπο ζωής του. Αφού πέρασε από διάφορα σανατόρια, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως αυτοδίδακτος σκηνοθέτης στην Εργατική Λέσχη και ως ηθοποιός και χορευτής σε επιθεωρήσεις.

Η αγωνιστική του έφεση και η επαναστατική του φύση τον οδηγούν στην προσχώρηση του κινήματος των «Πρωτοπόρων» και κατόπιν, το 1942, στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, ενώ έγινε μέλος και του Κ.Κ.Ε. Αργότερα αρχίζουν οι εξορίες στη Λήμνο, στη Μακρόνησο και στον Άγιο Ευστράτιο. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, προσχώρησε στην Ε.Δ.Α.

Το 1956 ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση και στην Κούβα. Κατά τη διάρκεια της χούντας των Συνταγματαρχών εξορίστηκε και πάλι, αρχικά στη Γυάρο και κατόπιν στη Λέρο Με το πέρας της δικτατορίας και τη μεταπολίτευση, ο Ρίτσος έγινε ευρέως γνωστός, τόσο στον ελλαδικό χώρο, όσο και στο εξωτερικό, ενώ ακολούθησαν πολλές διακρίσεις και βραβεύσεις.

Η Σονάτα του Σεληνόφωτος, ο Επιτάφιος και η Ρωμιοσύνη είναι κάποια από τα σημαντικότερα ποιήματα του Ρίτσου, ενώ έχει κάνει και πολλές μεταφράσεις ξένων ποιητών όπως του Ναζίμ Χικμέτ, του Αλεξάνδρου Μπλοκ, του Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι κ.ά. Πολλά ποιήματα του Ρίτσου έχουν μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη, γνωστότερα εξ αυτών: Η Ρωμιοσύνη και ο Επιτάφιος και άλλα.

Μεταξύ των τιμητικών διακρίσεων του Ρίτσου περιλαμβάνονται το κρατικό βραβείο ποίησης και το βραβείο Λένιν. 

 

Πηγή βιογραφικού: el.vikipedia.org

 

Επιλογή και μεταφορά κειμένου από το πρωτότυπο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό Αρχείο Βιβλιοθήκης)

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Οκτώβριος 2020