“Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ” του Τσέλλερ-Νέστλε (Μετάφραση Χ.Θεοδωρίδη)

Γιατί καταγινόμαστε στην ελληνική φιλοσοφία ακόμα σήμερα, 1400 χρόνια από τότε που ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός έκλεισε (529 μ.Χ.) την τελευταία ελληνική φιλοσοφική σχολή, την Πλατωνική Ακαδημία της Αθήνας; Mιάμιση χιλιετηρίδα χριστιανική παιδεία δεν έφτασε να ξεπεράσει αυτή την «ειδωλολατρική» φιλοσοφία και να την κάνει άχρηστη για μας;  Η φιλοσοφία των νέων χρόνων δεν προχώρησε τόσο πέρα από τα πορίσματα της ελληνικής διανόησης όσο η φυσική επιστήμη κι η τεχνική προχώρησαν πέρα από το σκαλοπάτι που το είχαν φτάσει στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, ώστε να μη χρειαζόμαστε να διδαχτούμε τίποτε απ’ αυτή; Μήπως κάθε λαός και κάθε εποχή δεν έχουν τη δική τους φιλοσοφία, και μπορεί η φιλοσοφία ενός από καιρό περασμένου λαού, όπως οι Έλληνες, να έχει για μας άλλο ενδιαφέρον παρά της αρχαιομάθειας; Τέτοια ερωτήματα είναι υποχρεωμένος να θέτει όποιος καταπιάνεται με τη μελέτη της ελληνικής φιλοσοφίας και να προσπαθήσει ν’ απαντήσει σ’ αυτά.

Πρώτα είναι χωρίς άλλο μια ιστορική περιέργεια, που τραβάει και τον νεότερο άνθρωπο σ΄αυτή τη μελέτη. Η ελληνική φιλοσοφία είναι σπουδαίο συστατικό της ευρωπαϊκής πνευματικής ζωής, που χωρίς αυτή δε θα μπορούσαμε να καταλάβουμε την ανάπτυξή της. Μα σ’ αυτό το καθαρά ιστορικό αντίκρισμα η ιστορία της φιλοσοφίας προβάλλει σα μέρος της ιστορίας του πολιτισμού, πρώτα του πολιτισμού του ελληνικού λαού. Κι είναι μέρος της χωρίς άλλο, αφού το κάθε φιλοσοφικό σύστημα κι οι προσωπικοί του δημιουργοί, ριζώνουν στη γενική πνευματική ιδιοσυγκρασία του καιρού, άρα είναι ιστορικά καθορισμένοι, ακόμα κι όταν ξεπερνούν την εποχή τους, και με τα διανοήματά τους δείχνουν καινούργιους δρόμους στις κατοπινές γενεές. Όμως η ιστορία της φιλοσοφίας έχει και τους ιδιαίτερούς της νόμους, γιατί οι προσπάθειες των φιλοσόφων να λύσουν το κοσμικό πρόβλημα δεν παρουσιάζουν εξωτερική μονάχα και λίγο πολύ τυχαία αλληλουχία, παρά το ένα πρόβλημα φυτρώνει από το άλλο μ’ εσωτερική αναγκαιότητα, το ένα σύστημα σέρνει το άλλο πίσω του σαν προκοπή ή σα συμπλήρωμα, σαν αντίφαση ή σαν αντίθεση. Έτσι κι η ιστορία της φιλοσοφίας ενός λαού καθρεφτίζει την ανάπτυξη της διανόησής του κι η ιστορία της γνώσης καταντάει, από τη δική της μεριά, ένα κομμάτι γνώση της ιστορίας.

Μπορούμε όμως να μιλήσουμε για την ιστορία της φιλοσοφίας σε γενική έννοια; Ο κάθε λαός, ο κάθε πολιτισμένος λαός δεν κατάφερε να κάνει φιλοσοφία. Πολλοί λαοί έχουν αγίους, προφήτες, θρησκευτικούς μεταρρυθμιστές,  πολλοί λίγοι όμως φιλοσόφους. Από τους λαούς της αρχαιότητας υπολογίσιμοι είναι, εκτός από τους Έλληνες, μονάχα οι Ινδοί και οι Κινέζοι. Για τους τελευταίους, αυτοί που ξέρουν τα φιλοσοφικά τους συγγράμματα, λένε πως η γλώσσα τους ακόμα δεν είναι κατάλληλη για φιλοσοφία. Το βαθύτερό τους σύστημα, ο ταοϊσμός του Λάο-Τσε, είναι περισσότερο μυστικισμός παρά φιλοσοφία, ενώ ο Κογκ-Τσε, που κατά τη δική του μαρτυρία ήταν «μεταδότης κι όχι δημιουργός» και σφιχτοκρατιόταν από τη θρησκεία, ήταν περισσότερο κήρυκας ηθικής παρά φιλόσοφος και δεν είχε αντίληψη για μεταφυσικά ζητήματα. Είναι αλήθεια πως οι Ινδοί έβγαλαν διάφορα φιλοσοφικά ζητήματα, η ινδική φιλοσοφία όμως, ακόμα και στα πιο υλιστικά της συστήματα, δε χάνει ποτέ την επαφή με τη θρησκεία, δε γίνεται δηλαδή ποτέ ανεξάρτητη, και με τον απόκοσμό της χαρακτήρα είναι κάτι ολότελα ασυμβίβαστο με την δική μας τη φύση. Όπως κι αν είναι όμως, δεν υπάρχει καμιά συνάφεια ανάμεσα στη φιλοσοφική διανόηση των Κινέζων και των Ινδών είτε ανάμεσα στη διανόηση ενός από τους λαούς αυτούς και των Ελλήνων. Οι τρεις αυτοί λαοί δημιούργησαν τη φιλοσοφία τους αντλώντας από τη δική τους ουσία. Η ελληνική φιλοσοφία όμως έγινε η γενάρχισσα ολόκληρης της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας. Οι φιλοσοφικές ιδέες που βρίσκουμε στα βιβλία των Ρωμαίων δεν είναι πρωτότυπες παρά δανεισμένες από τους Έλληνες και μεταδομένες με το φόρεμα της λατινικής γλώσσας στο μεσαιωνικό και το νεώτερο κόσμο.

Η ελληνική φιλοσοφία έχει, όπως όλα τα δημιουργήματα της ελληνικής διάνοιας, το γνώρισμα του πηγαίου και του θεμελιακού για την ανάπτυξη ολόκληρου του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού. Ποτέ ένας λαός δεν αντίκρισε την ουσία του και τους θεσμούς, τα ήθη και έθιμα που ανάβλισαν απ’ αυτή, με τόσο μεγάλη απροκαταληψία όση οι Έλληνες, κανένας δεν κοίταξε το γύρω κόσμο κι ολόκληρο το σύμπαν με ανοιχτότερο μάτι. Κι η απροκαταληψία αυτή, ζευγαρωμένη με μια δυνατή αίσθηση της πραγματικότητας, που της αντιστοιχούσε μια όχι λιγότερο δυνατή αφαιρετική ικανότητα, τους έκανε ικανούς να καταλάβουν πολύ νωρίς τις θρησκευτικές τους παραστάσεις αυτό που ήταν: πλάσματα της καλλιτεχνικής φαντασίας, και στη θέση ενός μυθικού κόσμου να βάλουν έναν άλλο φτιαγμένο με τη δύναμη της ανεξάρτητης ανθρώπινης διανόησης, του λόγου, που είχε την απαίτηση να εξηγεί την πραγματικότητα από φυσικά αίτια. Αν δεν είναι μικρότερη εκδούλευση το να βλέπει και να θέτει κανείς τα προβλήματα – γιατί το να έχει κανείς απορίες για τις καθιερωμένες, τις απλοϊκές αντιλήψεις, το θαυμάζειν, είναι η αρχή κάθε φιλοσοφίας – από το να τα λύνει, ήδη από την άποψη αυτή οι Έλληνες κατάφεραν πράγματα που θα μείνουν. Όλα τα βασικά ζητήματα της φιλοσοφίας, της θεωρητικής όσο  και της πρακτικής, τα έθεσαν κι απάντησαν με τη χαρακτηριστική για το ελληνικό πνεύμα διάφανη καθαρότητα. Δημιούργησαν τις βασικές έννοιες της φιλοσοφίας, κι επειδή φιλοσοφία και φυσική ήταν στην αρχή αχώριστες, έφτιαξαν επίσης μεγάλο μέρος από τις έννοιες της φυσικής επιστήμης, που μέσα σ’ αυτές κινείται και μ’ αυτές δουλεύει ολόκληρη η κατοπινή ευρωπαϊκή φιλοσοφία κι επιστήμη.

Θεμελίωσαν όλους τους βασικούς κλάδους της φιλοσοφίας, σχημάτισαν όλες τις τυπικές μορφές της κοσμοθεωρίας. Ακόμα κι η εκκλησιαστική φιλοσοφία του Μεσαίωνα, η Σχολαστική, δεν μπόρεσε να κάνει χωρίς αυτή, και, σαν κινδύνευε να ναρκωθεί σ’ ένα παρανοημένο αριστοτελισμό, ήταν πάλι το γνήσιο, το ξαναζωντανεμένο στην Αναγέννηση, ελεύθερο ελληνικό πνεύμα, που ξύπνησε τη νόηση και την έρευνα της εποχής σε καινούργια ζωή κι άνοιξε το δρόμο στη νεότερη φιλοσοφία. Κι άν στην τελευταία αυτή, με την ανάπτυξη των καθέκαστα επιστημών και τα φιλοσοφικά προβλήματα έγιναν πολυπλοκότερα, πάλι τα βγάζει πέρα καλύτερα στις μπερδεψιές  όποιος δε χάνει από το μάτι τις μεγάλες βασικές γραμμές της φιλοσοφικής διανόησης, που οι Έλληνες τις τράβηξαν μια για πάντα,  και ξέρει ν’ ανάγει το περίπλοκο σε απλά αρχικά διανοήματα και να το καταλαβαίνει ξεκινώντας από τέτοια.

Όμως οι διανοητικές οικοδομές των Ελλήνων φιλοσόφων δεν πρέπει να περνούν μονάχα για προπαιδεία της νεότερης φιλοσοφίας, παρά έχουν σαν εξαιρετική συμβολή στην ανάπτυξη της πνευματικής ζωής του ανθρώπου την ιδιαίτερη αξία τους. Ήταν οι Έλληνες που ασφάλισαν ύστερα από αγώνα τη λευτεριά και την αυτοτέλεια της φιλοσοφικής διανόησης, που διαλάλησαν κι επίβαλαν την αυτονομία του λογικού, και μάλιστα από δυο απόψεις. Η «σοφία» στην ελληνική έννοια σήμαινε πάντα δίπλα στη θεωρητική ερμηνεία του κόσμου ένα ορισμένο πρακτικό αντίκρισμα της ζωής.  Εκείνο, λοιπόν, που ξεχωρίζει τον Έλληνα «σοφόν» είναι, κοντά στην ανεξαρτησία της επιστημονικής διανόησης, η επίσης καθαρά λογικά θεμελιωμένη εσωτερική ελευθερία για τη ρύθμιση της ζωής, η «αυτάρκεια». Οι πρωτοπόροι Έλληνες φιλόσοφοι έζησαν κιόλας πάντα σα φιλόσοφοι. Αυτό που ο Νίτσε το είπε «θαρρετή ξαστεριά φιλοσοφικής ζωής» και το είχε παράπονο που αυτό δεν το βρίσκει στους φιλοσόφους των νέων χρόνων. Αν η απουσία θρησκευτικής δογματικής ευνοούσε τις προσπάθειες για τη δημιουργία και διάδοση της φιλοσοφικής ερμηνείας του κόσμου, η πρακτική φιλοσοφία μια που έλειπε ηθική θεμελιωμένη στην αυθεντία της θρησκείας, γέμιζε κυριολεκτικά ένα κενό στην πνευματική κι ηθική ζωή του λαού, μια θέση, που σε άλλους λαούς την έπιανε η πίστη στην αποκάλυψη, που κανόνιζε και την πρακτική ζωή.

Αυτό έδωσε στην ελληνική φιλοσοφία τη μεγάλη της δημοτικότητα και θέση στη ζωή των Ελλήνων κι αργότερα των Ρωμαίων πολύ σπουδαιότερη και πολύ σημαντικότερη από κείνη που πήρε η φιλοσοφία των νέων χρόνων. Η τελευταία, παρ’ όλες τις θεωρητικές επαγγελίες για την ανεξαρτησία της, ήταν πάντα περιορισμένη από τη δύναμη της εκκλησιαστικής ζωής  και μιας ηθικής μπλεγμένης με τη θρησκεία κι έμεινε υπόθεση των λογίων και κτήμα μικρού σχετικά κύκλου. Η ελληνική φιλοσοφία, αντίθετα, επειδή βλάστησε από το πνεύμα του λαού όπως πριν απ’ αυτήν η τέχνη και η ποίηση, είναι οργανικό συστατικό του ελληνικού πολιτισμού και της ανήκει η ίδια υπέρχρονη σημασία, όπως στ’ άλλα δημιουργήματα των Ελλήνων, που με αυτά έχει στα καλύτερά της έργα κοινή την ξετελειωμένη καλλιτεχνική μορφή. Όπως τα τραγούδια του Ομήρου, όπως τα αριστουργήματα της αττικής τραγωδίας και της τέχνης των χρόνων του Περικλή, και το γέννημα αυτό του ελληνικού νου στέκεται εμπρός μας με αμάραντη δροσερότητα.

ΤΣΕΛΛΕΡ – ΝΕΣΤΛΕ

(Μετάφραση από τη Δέκατη Τρίτη έκδοση ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗ)

Αθήνα, Έκδοση Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 1942

 Το ανωτέρω κείμενο είναι από την Εισαγωγή της «Ιστορίας της Ελληνικής Φιλοσοφίας» (Κεφ.Ι)

 

Ο Eduard Zeller (Έντουαρντ Τσέλλερ – 1814-1908) ήταν από τους μεγάλους ιστορικούς της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας.

Ο Wilhelm Nestle (Βίλχελμ Νέστλε), ελληνιστής ζητημάτων ελληνικής φιλοσοφίας, επιμελήθηκε τη νεότερη έκδοση του έργου του Τσέλλερ.

 

Επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου (Προσωπικό αρχείο βιβλιοθήκης)

Πηγή φωτογραφίας του Έντουαρντ Τσέλλερ: intownpost.com