“ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ” του Οδυσσέα Ελύτη

Απόσπασμa

Κεφάλαια Ι – V

ΕΤΣΙ ΣΥΧΝΑ ΟΤΑΝ ΜΙΛΩ ΓΙΑ ΤΟΝ ΗΛΙΟ

ΜΠΕΡΔΕΥΤΑΙ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ ΕΝΑ

ΜΕΓΑΛΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ ΚΑΤΑΚΟΚΚΙΝΟ.

ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΒΟΛΕΤΟ ΝΑ ΣΩΠΑΣΩ.

 

I

Δεν ξέρω πια τη νύχτα φοβερή ανωνυμία θανάτου

Στο μυχό της ψυχής μου αράζει στόλος άστρων.

Έσπερε φρουρέ για να λάμπεις πλάι στο ουρανί

Αεράκι ενός νησιού που με ονειρεύεται

Ν’ αναγγέλλω την αυγή από τα ψηλά του βράχια

Τα δυό μάτια μου αγκαλιά σε πλέουνε με το άστρο

Της σωστής μου καρδιάς: Δεν ξέρω πια τη νύχτα.

 

Δεν ξέρω πια τα ονόματα ενός κόσμου που μ’ αρνιέται

Καθαρά διαβάζω τα όστρακα τα φύλλα τ’ άστρα

Η έχτρα μού είναι περιττή στους δρόμους τ’ ουρανού

Εξόν κι αν είναι τ’ όνειρο που με ξανακοιτάζει

Με δάκρυα να διαβαίνω της αθανασίας τη θάλασσα

Έσπερε κάτω απ’ την καμπύλη της χρυσής φωτιάς σου

Τη νύχτα που είναι μόνο νύχτα δεν την ξέρω πια.

 

ΙΙ

ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

Πάει καιρός που ακούστηκεν η τελευταία βροχή

Πάνω από τα μυρμήγκια και τις σαύρες

Τώρα ο ουρανός καίει απέραντος

Τα φρούτα βάφουνε το στόμα τους

Της γης οι πόροι ανοίγουνται σιγά-σιγά

Και πλάι απ’ το νερό που στάζει συλλαβίζοντας

Ένα πελώριο φυτό κοιτάει κατάματα τον ήλιο!

 

Ποιος είναι αυτός που κείτεται στις πάνω αμμουδιές

Ανάσκελα φουμέρνοντας ασημοκαπνισμένα ελιόφυλλα

Τα τζιτζίκια ζεσταίνονται στ’ αυτιά του

Τα μυρμήγκια δουλεύουνε στο στήθος του

Σαύρες γλιστρούν στη χλόη της μασχάλης

Κι από τα φύκια των ποδιών του αλαφροπερνά ένα κύμα

Σταλμένο απ’ τη μικρή σειρήνα που τραγούδησε:

 

Ω σώμα του καλοκαιριού γυμνό καμένο

Φαγωμένο από το λάδι κι από το αλάτι

Σώμα του βράχου και ρίγος της καρδιάς

Μεγάλο ανέμισμα της κόμης λυγαριάς

Άχνα βασιλικού πάνω από το σγουρό εφηβαίο

Γεμάτο αστράκια και πευκοβελόνες

Σώμα βαθύ πλεούμενο της μέρας!

 

Έρχονται σιγανές βροχές ραγδαία χαλάζια

Περνάν δαρμένες οι στεριές στα νύχια του χιονιά

Που μελανιάζει στα βαθιά μ’ αγριεμένα κύματα

Βουτάνε οι λόφοι στα πηχτά μαστάρια των νεφών

Όμως και πίσω απ’ όλα αυτά χαμογελάς ανέγνια

Και ξαναβρίσκεις την αθάνατη ώρα σου

Όπως στις αμμουδιές σε ξαναβρίσκει ο ήλιος

Όπως μεσ’ στη γυμνή σου υγεία ο ουρανός.

 

ΙΙΙ

Μέρα στιλπνή αχιβάδα της φωνής που μ’ έπλασες

Γυμνόν να περπατώ στις καθημερινές μου Κυριακές

Ανάμεσ’ από των γιαλών τα καλωσόρισες

Φύσα τον πρωτογνώριστο άνεμο

Άπλωσε μια πρασιά στοργής

Για να κυλήσει ο ήλιος το κεφάλι του

Ν’ ανάψει με τα χείλια του τις παπαρούνες

Τις παπαρούνες που θα δρέψουν οι περήφανοι άνθρωποι

Για να μην είναι άλλο σημάδι στο γυμνό τους στήθος

Από το αίμα της αψηφισιάς που ξέγραψε τη θλίψη

Φτάνοντας ως τη μνήμη της ελευθερίας.

Είπα τον έρωτα την υγεία του ρόδου την αχτίδα

Που μονάχη ολόισα βρίσκει την καρδιά

Την Ελλάδα που με σιγουριά πατάει στη θάλασσα

Την Ελλάδα που με ταξιδεύει πάντοτε

Σε γυμνά χιονόδοξα βουνά.

Δίνω το χέρι στη δικαιοσύνη

Διάφανη κρήνη κορυφαία πηγή

Ο ουρανός μου είναι βαθύς κι ανάλλαχτος

Ο,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα

Ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα.

 

ΙV

Πίνοντας ήλιο κορινθιακό

Διαβάζοντας τα μάρμαρα

Δρασκελίζοντας αμπέλια θάλασσες

Σημαδεύοντας με το καμάκι

Ένα τάμα ψάρι που γλιστρά

Βρήκα τα φύλλα που ο ψαλμός του ήλιου αποστηθίζει

Τη ζωντανή στεριά που ο πόθος χαίρεται

Ν’ ανοίγει.

 

Πίνω νερό κόβο καρπό

Χώνω το χέρι μου στις φυλλωσιές του ανέμου

Οι λεμονιές αρδεύουνε τη γύρη της καλοκαιριάς

Τα πράσινα πουλιά σκίζουν τα όνειρά μου

Φεύγω με μια ματιά

Ματιά πλατειά όπου ο κόσμος ξαναγίνεται

Όμορφος από την αρχή στα μέτρα της καρδιάς.

 

V

Ποιo μπουμπούκι ακόμη ανέραστο απειλεί τη μέλισσα

Ο άνεμος βρίσκει μια παρέα φυλλώματα κυματιστά

Η στεριά σκαμπανεβάζει

Στον αφρό των χόρτων οι μουριές ανοίγουν τα πανιά

Το τελευταίο ταξίδι μοιάζει με το πρώτο-πρώτο.

Ω να σπάσουν οι πέτρες να λυγίσουνε τα θυμωμένα σίδερα

Ο αφρός να φτάσει ως την καρδιά ζαλίζοντας τα θεριεμένα μάτια

Η θύμηση να γίνει ένα κλαδάκι δυόσμου αμάραντο

Κι από τη ρίζα του να ορμήσουν άνεμοι γιορτής

Εκεί να γείρουμε το μέτωπο

Τ’ αστραφτερά μας πράγματα να ‘ναι κοντά

Στην πρώτη απλοχεριά του πόθου

Η κάθε γλώσσα να μιλεί την καλοσύνη της ημέρας

Ήμερα να χτυπάει στις φλέβες ο παλμός της γης.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (1911-1996)

Απόσπασμα από την ποιητική ενότητα «ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ»

(Κεφ. Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, ΙV, V – Σελ.9-16)

 

Δέκατη έκδοση – Αθήνα 2002

Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία

Προμετωπίδα Γιάννη Τσαρούχη

 

 

Επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου                                                                 

(Προσωπικό αρχείο βιβλιοθήκης)