“ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΚΑΝΤΕΡΒΙΛ” του Όσκαρ Ουάιλντ

Διήγημα-Παραμύθι (απόσπασμα)        

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV.

H κουκουβάγια χτυπούσε πάνω στα τζάμια του παραθυριού, ο κόρακας έκρωζε μέσα στα κλαδιά του γέρικου πλάτανου, κι ο αγέρας φυσούσε γύρω από τη βίλα σαν κολασμένη ψυχή. Όμως η οικογένεια Ότις κοιμόταν, μη  ξέροντας το τι θα της συμβεί. Κι εκεί πάνω στο δωμάτιό του, το φάντασμα μπορούσε και άκουε αρκετά καθαρά το εξακολουθητικό ροχαλητό του πρεσβευτή των Ηνωμένων Πολιτειών. Γλίστησε μέσα από μια χαραμάδα του σανιδώματος, έχοντας στα σκληρά και σαρκαστικά του χείλη ένα μοχθηρό χαμόγελο.

Το φεγγάρι έκρυψε μέσα σ’ ένα σύννεφο το πρόσωπό του, τη στιγμή που περνούσε το μεγάλο παράθυρο το στολισμένο με δυο γαλαζόχρωμα οικόσημα, το δικό του και της δολοφονημένης γυναίκας του, που λαμποκοπούσαν. Και προχωρούσε, προχωρούσε αθόρυβα σαν κακόβουλος ίσκιος που και τα σκοτάδια ακόμα θαρρείς πως τον σιχαινόντουσαν καθώς περνούσε. Για μια στιγμή του φάνηκε πως κάτι άκουσε να φωνάζει και σταμάτησε. Μα δεν ήταν τίποτα, ήταν ένας σκύλος που αλυχτούσε πέρα μακριά.

Τράβηξε λοιπόν πάλι το δρόμο του, μουρμουρίζοντας κα΄τι παράξενες κατάρες του 16ου αιώνα, και ανεμίζοντας ψηλά μέσα στο σκοτάδι το σκουριασμένο μαχαίρι. Τέλος έφτασε στη γωνιά του διαδρόμου που έφερνε στην κρεβατοκάμαρη του κακόμοιρου Ουάσιγκτον. Στάθηκε λιγάκι εκεί την ώρα που ο αγέρας ανατάραζε τις μακριές άσπρες μπούκλες του γύρω από το κεφάλι του κι έκανε κάτι αλλόκοτες και φανταστικές πτυχές πάνω στο φρικιαστικό νεκρικό του σάβανο.

Τότε το ρολόγι σήμανε το τέταρτο και κατάλαβε πως ήταν καιρός. ΄Εριξε ένα σαρκαστικό χάχανο κι έστριψε τη γωνιά. Μα τινάχτηκε πίσω μονομιάς, αφήνονας από την τρομάρα του ένα λυπητερό βογκητό και κρύβοντας τ’ άσπρο του πρόσωπο μέσα στα μακρουλά κοκαλιάρικα χέρια του. Αντίκρυσε σχεδόν μπροστά του να στέκεται ορθό ένα τρομακτικό φάντασμα, ακίνητο σαν άγαλμα, κι απαίσιο σαν όνειρο τρελού!

Το κεφάλι του ήταν φαλακρό και γυαλιστερό, το πρόσωπό του στρογγυλό, πλακωτό κι άσπρο κι ένα σατανικό γέλιο που έμοιαζε σαν αιώνιο περίπαιγμα, απλωνόταν πάνω στην έκφρασή του. Από τα μάτια του πέφτανε κόκκινες αχτίδες, το στόμα του ήτανε ένα πηγάδι φωτιάς, κι ένα φρικτό φόρεμα σαν το δικό του, φάσκιωνε με τις βουβές του ασπράδες τη μορφή του Τιτάνα.  Πάνω στο στήθος του κρεμόταν μια πινακίδα με μια μυστηριώδη επιγραφή από αρχαϊκά γράμματα και στο δεξί του χέρι κρατούσε σηκωμένη ψηλά μιαν αστραφτερή ατσαλένια σπάθα.

Επειδή ποτέ του δεν είχε δει φάντασμα, φυσικά το φάντασμα του Κάντερβιλ κατατρόμαξε, κι αφού του ‘ριξε με βιάση ακόμα μια ματιά, το ‘βαλε στα πόδια για να ξαναγυρίσει στο δωμάτιό του. Έτρεχε τρικλίζοντας μέσα στο βαθύ του σάβανο που μπερδευόταν στα πόδια του και καθώς περνούσε από το διάδρομο πέταξε το σκουριασμένο μαχαίρι του, που πήγε κι έπεσε μέσα στα παπούτσια του πρεσβευτή, όπου το ανακάλυψε το πρωί ο επιστάτης. Σαν βρέθηκε στη μοναξιά του δωματίου του, έπεσε πάνω σ΄ένα μικρό αχυρένιο στρώμα κι έκρυψε το μούτρο του κάτω από τα σεντόνια.

Ωστόσο, ύστερα από κάμποση ώρα, το γενναίο πνεύμα του γέρο Κάντερβιλ, πήρε θάρρος κι αποφάσισε να  πάει να μιλήσει στο άλλο φάντασμα κατά τα ξημερώματα. Μόλις λοιπόν η αυγή άρχισε ν’ αγγίζει τις κορφές με τ’ ασημένια δάχτυλά της, γύρισε στον τόπο που τα μάτια του πρωτοείδαν το τρομαχτικό στοιχειό, λέγοντας μέσα του πως στο κάτω-κάτω δυο φαντάσματα θα πετύχαιναν καλύτερα απ’ το ένα, και πως με τη βοήθεια του καινούργιου του φίλου θα μπορούσε να τα καταφέρει μια χαρά με τους δίδυμους. Μόλις όμως έφτασε στον τόπο εκείνο τα μάτια του αντίκρυσαν ένα φοβερό θέαμα.

Ήταν ολοφάνερο πως  κάτι είχε συμβεί στο φάντασμα, γιατί το κόκκινο φως είχε σβήσει ολότελα από τα βαθουλωτά του μάτια, η αστραφτερή σπάθα είχε πέσει από τα χέρια του κι ακουμπούσε πάνω στον τοίχο σε μια στάση στενάχωρη σα να μην στεκόταν καλά στα πόδια. Όρμησε κι άρπαξε το φάντασμα στα χέρια του, όταν προς μεγάλη του φρίκη το κεφάλι γλίστρησε και κυλίστηκε στο πάτωμα, το κορμί έγειρε κι ένιωσε πως κρατούσε ένα άσπρο δίμιτο σεντόνι μ’ ένα μακρύ σκουπόξυλο, έναν μπαλντά της κουζίνας κι είδε μπροστά στα πόδια του αντίς για κεφάλι μια μεγάλη κολοκύθα! Μη μπορώντας να καταλάβει την παράξενη αυτή μεταμόρφωση, άρπαξε σαν τρελός την πινακίδα με την επιγραφή, και στο ωχρό φως της αυγής διάβασε τα φοβερά αυτά λόγια:

TO ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΟΤΙΣ

Το μόνο αληθινό και γνήσιο στοιχειό.

Αποφεύγετε τις απομιμήσεις.

Όλα τ’ άλλα είναι ψεύτικα.

Τώρα τα κατάλαβε όλα, ο γέρο Κάντερβιλ. Τον κορόιδεψαν, του είχαν παίξει ένα πολύ άσχημο παιχνίδι. ΄Εκλεισε τις κουτσοδόντες μασέλες του και σηκώνοντας ψηλά τα κοκαλιάρικα χέρια του, ορκίστηκε με την παραστατική αρχαία φρασεολογία, ότι μόλις ο αλέκτωρ θα εφώνει δυο φορές με τη χαρούμενη λαλιά του, θα χυνόταν αίμα, κι ο Φόνος θα περνούσε από εκεί με τα βουβά του βήματα.

Δεν είχε ακόμα προφέρει το φοβερό αυτόν όρκο, όταν από τα κεραμίδια ενός σπιτιού πέρα μακριά, φώναζε κάποιος πετεινός. Γέλασε μ’ ένα γέλιο σβηστό, υπόκωφο, πικρό και περίμενε. Περίμενε ώρα πολλή, μα ο πετεινός, παράξενο πράγμα, δεν έκραξε άλλη φορά. Τέλος, στις εφτάμιση το ξύπνημα κι οι περπατησιές των υπηρετριών τον έκαναν να παρατήσει τη φοβερή του αγρύπνια και να γυρίσει στο δωμάτιό του, συλλογιζόμενος πως όλα πήγαν χαμένα και πως ο σκοπός του ματαιώθηκε. Εκεί άρχισε να συμβουλεύεται πολλά παλαιά ισπανικά βιβλία που του άρεσε πολύ να τα διαβάζει και βρήκε πως κάθε φορά που είχε κάνει τον όρκο εκείνο, πάντα ο κόρακας φώναζε δύο φορές.Και καταράστηκε τ’ οκνό πουλί. Ύστερα αποτραβήχτηκε μέσα σ’ ένα αναπαυτικό μολυβένιο φέρετρο κι έμεινε εκεί ως το βράδυ.

ΟΣΚΑΡ  ΟΥΑΪΛΝΤ (1854-1900)

Συγγραφέας

Απόσπασμα από το διήγημα-παραμύθι «Το φάντασμα του Κάντερβιλ» THE CANTERVILLE GHOST (Μετάφραση Γ.Σημηριώτη)

Εκδόσεις ΚΟΡΟΝΤΖΗ – Αθήνα – Δεκέμβριος 2004

«Ο θάνατος μου φαίνεται πως θα ‘ναι πολύ ωραίος. Να κείτεσαι στη μαλακιά, τη μαυρωπή τη γη, με τα χορτάρια που θα κυματίζουν πάνω από το κεφάλι σου και ν’ αφουγκράζεσαι τη σιγαλιά! Να μην έχεις «χθες» και να μην έχεις «αύριο». Να ξεχνάς τον Χρόνο, να ξεχνάς τη ζωή, ν’ αναπαύεσαι στη γαλήνη».

OSCAR WILDE

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ:

Ο Όσκαρ Ουάιλντ (πλήρες όνομα Όσκαρ Φίνγκαλ Ο’Φλάχερτι Ουίλς Ουάιλντ –Oscar Fingal O’Flahertie Wills Wilde – 16 Οκτωβρίου 1854-Παρίσι 30 Νοεμβρίου 1900) ήταν Ιρλανδός  μυθιστοριογράφος, ποιητής, δραματουργός και κριτικός. Έχοντας περάσει από διάφορα είδη γραπτού λόγου καθ’ όλη τη δεκαετία του 1880, γεύτηκε τη δόξα ως θεατρικός συγγραφέας στο Λονδίνο  στις αρχές της επόμενης δεκαετίας. Στις μέρες μας έχει γίνει γνωστός για τα ευφυολογήματά του, το μοναδικό του μυθιστόρημα “Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ”,  τα θεατρικά έργα του, τις συνθήκες φυλάκισής του καθώς και τον πρόωρο θάνατό του.

Πηγή αποσπάσματος βιογραφικού και φωτογραφίας: wikipedia.org

 

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Μάρτιος 2020

Επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό αρχείο βιβλιοθήκης)