“ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ” του Πότη Κατράκη

Με βλέμμα σκοτεινό και θλιμμένο

αντικρίζω, Κύριε

τα όνειρα των δρυμών, βουνών και δασών

να ξεψυχούν στην αγχόνη της τρέλας.

Τα πεύκα και τα έλατα να τραγουδούν

ματωμένες μπαλάντες

και τους δαίμονες της κόλασης

να χορεύουν και να τρίζουν τα δόντια τους.

Διασαλεύεται η τάξη και η πυρκαγιά φονιάς

καμακώνει της ελπίδας τα έμβρυα

και βυθίζει στον Άδη στρατιές

ερπετών και θηλαστικών.

Με συντριβή και οδύνη παρατηρώ, Κύριε

τα βελούδινα των πτηνών χαμόγελα

να σπαράζουν στη χοάνη της θλίψης

τα ανέμελα τρωκτικά

να ρουφούν το δάκρυ του πόνου

να αιωρούνται στον βρόγχο

του τρόμου και να χάνονται στο λαβύρινθο

της ντροπής και της βαρβαρότητας.

Το μάτι τις δορκάδας τυλιγμένο στις φλόγες

ζει την πιο αβάσταχτη τραγωδία

καθώς ξεπροβάλλει μέσα

από τα δάκρυα των λουλουδιών

και τους λυγμούς των δέντρων

και χάνεται στο αδηφάγο στόμα

του σπαραγμού και της ανυπαρξίας.

Η πένθιμη από τους πυρίνες φλόγες μουσική

δυναστεύει τη φωνή της ύπαρξής μου

εκθρονίζει την ευτυχία από τα χείλια μου

δολοφονεί τη λεβεντιά των βουνών

την περηφάνεια των κάμπων

στέρνει στο νεκροθάλαμο τη ζωή

και καταδυναστεύει την ανάσα μου.

Οι χείμαροι χάνουν τη συντροφιά της βλάστησης

ορφανεύουν, θρηνούν και στην οργή τους

αποκεφαλίζουν αθώες συνειδήσεις

και ανοίγουν τάφους να θάψουν

τις προσδοκίες του μέλλοντος χρόνου.

Τα περιστέρια απαγχονίζονται άκλαυτα

στον ιστό της ειρήνης.

Ο φόβος ανοίγει σύραγγες στις φλέβες μου

και η γαλήνη της ψυχής μου φυλακίζεται

στης σιωπής τα συρματοπλέγματα.

Οι δράκοντες της νύχτας

βγαίνουν από τους κρυψώνες τους

και με υψωμένα τα σπαθιά τους

ουρλιάζουν  και θερίζουν

της ευτυχίας τα χαμόγελα

που ξεψυχούν στων θαυμάτων τα χείλια.

Σώσον, Κύριε

την απείρου κάλλους δημιουργία σου

από τα πύρινα της λαίλαπας νύχια

που τη σέρνουν για να την πνίξουν

στα ματωμένα του Άδη βάραθρα.

Μάτωσε η φωνή μου να σου φωνάζει

σκίστηκαν τα πόδια μου να σε αναζητούν

την ώρα της οδυνηρής δοκιμασίας.

Πάγωσαν τα χέρια μου

να υψώνονται και να ζητούν το έλεός σου

αρρώστησε η ψυχή μου στου ολέθρου τη θέα.

Μη στέκεσαι, Κύριε

μακρά από της δημιουργίας σου το έργο

που φλέγεται απο μιασμένα και βδελυρά δάχτυλα.

Μην εγκαταλείπεις τα πλάσματά σου

που σπαράζουν ζωντανά στις πύρινες φλόγες

και μάταια αναζητούν τη σωτηρία τους

στην παντοδυναμία και στο έλεός σου.

Κατέβα από τα μακρινά σου αστέρια

και από της νύχτας τα σκοτεινά βάθη

και σύντριψε των οικοπεδοφάγων τις κεφαλές

και όσων άλλων ασελγούν

στης δημιουργίας σου το έργο

για να κορέσουν τη δίψα τους για άνομο πλούτο

και να ικανοποιήσουν τις διαστροφές τους.

Στείλε το δάκρυ σου ως δροσερή νεροποντή

να ξεπλύνει τις στάχτες και να επαναφέρει

το σεληνιακό τοπίο στη χαρά της ζωής.

Πότης Κατράκης

Λογοτέχνης

 

Από την ποιητική συλλογή «ΔΕΗΣΕΙΣ»

(Ποίηση μορφή μεταμοντέρνα)

Εκδόσεις Μαυρίδη

Αθήνα 2004

 

Επί-Λόγου – Λεύκωμα – Ιούλιος 2020