,

ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 1930-1980 – ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

Ποιητικό αφιέρωμα

Ένα παιδί

με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι

κοιτάζω εκστατικά

πίσω απ’ τις στάλες της βροχής

ένα πολύχρωμο κόσμο

 

κρύβω μέσα μου ένα παιδί

με τις τσέπες γεμάτες μπίλλιες

μέσα στο χειμώνα

ένα παιδί με δακρυσμένα μάτια

για το γατάκι του που πέθανε

για το λουλούδι που μαράθηκε

για όσους έφυγαν χωρίς επιστροφή

κρύβω μέσα μου ένα παιδί

με τρύπιο παλτό

που λαχταράει τα ζεστά κάστανα

την γειτονιά και τους φίλους

την άνοιξη που θάρθει

 

κρύβω μέσα μου ένα παιδί

που δεν δέχεται

πως μπορώ να γελάω

όταν την ίδια στιγμή κάποιος κλαίει

 

κρύβω μέσα μου ένα παιδί

απαρηγόρητο

που θάθελε να φτιάξει τη ζωή στα μέτρα της καρδιάς του

 

                                                                      Από τη συλλογή «Αναρχικά»

 

Ποιητής

εγώ δεν γράφω στίχους

δεν τραγουδάω

σαν προαιώνιος κατακλυσμός

κλονίζω τα ίδια φράγματα

σαν την πανούργα θάλασσα

κατατρώω τον ίδιο βράχο

σαν πεισματάρης γύφτος

δουλεύω το ίδιο φυσερό

ανάβω την ίδια φλόγα

κολλάω αφίσες με το σάλιο μου

σκίζω στολές

τσακίζω αλύπητα παράσημα

χορεύω στις ανύποπτες πλατείες σας

μπερδεύω τους λογαριασμούς σας

ανοίγω το κλουβί να φτερουγίσετε

αδειάζω ένα τσουβάλι ζωγραφιές στα πόδια σας

 

Ελλάδα 1979

 με το αίμα μου σε ιστορώ πατρίδα μου

 

πολιτείες παραδομένες στο μπετόν

δρόμοι σημαδεμένοι με ξενικές επιγραφές

κάθε οικοδομή και μια τράπεζα

κάθε γωνιά κι ένα φροντιστήριο

κάθε διαμέρισμα κι ένα διαφθορείο

οι νέοι με τα μηχανάκια

τα αυτοκίνητα στο πεζοδρόμιο

αναρίθμητα ξενοδοχεία και υπηρέτες

εκτρώσεις σε ιδιωτικά ιατρεία

οι άρρωστοι στους διαδρόμους των νοσοκομείων

δεκατρείς χιλιάδες δικηγόροι στην πρωτεύουσα

και οι εργολάβοι σε απεργία

 

με παγάκια και ξηρούς καρπούς

προδότες που δοξολογούνται

δοσίλογοι που αμείβονται

χαφιέδες που καταχωρούν τα ίχνη της αγωνίας μας

 

στο καφενείο του χωριού ο λαός περιμένει

πριν και μετά τις διαφημίσεις

το επόμενο έμβασμα του μετανάστη

το επόμενο αστυνομικό σήριαλ

την επόμενη μοναδική διέξοδο

κοινή ευρωπαϊκή εξαγορά

τα ψάρια νεκρά

ο αέρας μαύρος

η γη πουλημένη

ελεύθερο αστικό καθεστώς και ιδιωτική πρωτοβουλία

 

κι η ελιά να γαντζώνεται με πείσμα

ν’ απλώνει παλάμες στον απίστευτα γαλάζιο ουρανό

αιώνες τώρα

και τα πεύκα να χαϊδεύουν τη θάλασσα

 

πατρίδα μου

το μεγαλείο σου τέλος δεν έχει

 

                                           Από τη συλλογή «Ο Μεθυσμένος Ακροβάτης»

 

 

Πορεία στην ομίχλη

 θα πω λοιπόν τα δυό φτωχά μου λόγια

κι εγώ πριν φύγω με τη σειρά μου

θα περπατήσω σχεδόν τυφλός στα σκοτεινά

μ’ ένα παράφωνο τραγούδι

μιλώντας σε φανταστικούς διαβάτες

σφίγγοντας το ένα χέρι μου με τ’ άλλο

σα νιώθω μόνος

 

μες στην ομίχλη θα σηκώνονται

στριγγές και κούφιες

άγνωστες ολότελα κραυγές

φωνές το ίδιο αλλότριες

είτε σημαίνουνε χαρά είτε λύπη

σφυρίχτρες διαπεραστικές και σάλπιγγες

αλαλαγμοί και βογγητά

ο σκουριασμένος στεναγμός

μιας βρύσης δίχως νερό

 

σημαίες θ’ ανεμίζουνε γιορταστικά

στο περιθώριο της νύχτας

λάβαρα με παράδοξα χρώματα

αλλόκοτους συνδυασμούς

 

θα ματώσω χέρια και γόνατα

τη γλώσσα μου θα δαγκάσω χτυπώντας σε τοίχους

θα εξουθενωθεί το κορμί μου

τίποτα όμως δε θάχω να φοβηθώ

καθώς ο δρόμος θάναι πια μέσα μου

οι φλέβες και τα νεύρα

αυτή η σπονδυλική μου στήλη

αν μου μείνει μια μόνο κλωστή

απ’ αυτή θα κρατηθώ

μισό δευτερόλεπτο πριν σπάσει

αν μου μείνει μια αχτίδα φως

ας οδηγήσει ένα μονάχα βήμα.

 

                                              Δημοσιευμένο στο περιοδικό «Το δέντρο»

 

Τόλης Νικηφόρου

Ποιητής

 

Απόσπασμα από το βιβλίο «ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ» 1930-1980  (Σελ.142-146)

Εισαγωγή – ανθολόγηση  – εργογραφία : Νίκος Καρατζάς

Εκδόσεις ΘΥΡΑΘΕΝ

5η Έκδοση – Θεσσαλονίκη 2016

 Επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Αρχείο προσωπικής βιβλιοθήκης)

Επί-Λόγου – Αφιερώματα – Λεύκωμα – Ιούλιος 2020