“ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ” του Τίτου Πατρίκιου

Ι

 Χωρίς να παραδέχεσαι το απλούστερο τοπίο

χωρίς να ξεχαστείς στην πιο κοινή γραμμή του ορίζοντα

η μουσική γλιστράει στα κορμιά, φέρνει

το φως απ’ τα μαλλιά σου στα μαλλιά μου

κυλάει ανάμεσα στις λέξεις, μας ταξιδεύει.

Πάλι ο στριμωγμένος κόσμος, οι παλιές καρέκλες

το ξεγδαρμένο πρόσωπο του ανέμου

ασύνδετα τμήματα σπιτιών, μια αυθαίρετη συσχέτιση

κι η μουσική, ποτάμι που τρώει το χώμα και χωρίζει

ποτάμι που απλώνει τις προσχώσεις του

κι ενώνει απόμακρα κομμάτια γης.

Ούτε το απλούστερο τοπίο.

Μόνο το άδειο καφενείο, μόνο

τα πεταμένα φλούδια μιας ατέλειωτης κουβέντας.

Μονάχα εσύ που αρνήθηκαν τα μάτια μου.

 

ΙΙ

 Χωρίς να σε βλέπω χωρίς να σου μιλάω

χωρίς ν’ αγγίζω ούτε μια σκιά απ’ το βήμα σου

χωρίς – πόσο γυμνός ακόμα θα ‘θελες να μείνω;

Μη με πιστεύεις, σε τίποτα μη με πιστέψεις.

Κι όταν εντάσσω τις στιγμές στα σίγουρα σχήματά μου

όταν ανασκευάζω το χαμόγελό σου

όταν αποκαλώ την ομορφιά φθαρτό περίβλημα

μη με πιστεύεις – κι όμως σου λέω την αλήθεια.

Δεν την αντέχω αυτή τη μάταιη ελπίδα

να επιζώ σε μια τυχαία σου σκέψη

μα κάθε βράδυ τη ζεσταίνω απ’ την αρχή.

 

ΙΙΙ

Στα μάτια σου κατεβαίνουν κοπάδια τ’ άστρα να ξεδιψάσουν

στα  μαλλιά σου επουλώνεται ο άνεμος

ο λαιμός σου είναι από μέταλλο του φεγγαριού

τα στήθια σου δυο μαχαίρια που καρφώνουν τη σιωπή

το στόμα σου ανυπόταχτη τροχιά του ήλιου

τα δόντια σου μέρες μικρού καλοκαιριού

ύστερα από τα πρωτοβρόχια.

Μες στο βαθύ πηγάδι της φωνής σου

ψάχνουμε για το μυστικό σου.

 

IV

 Αυτή η μεγάλη δίψα

πίσω από κάθε πράγμα η φωτιά

κι η θάλασσα αναδεύει το αύριο και το χτες

ξεβράζοντας τα χρόνια μας στην άμμο.

Τα πράγματα είναι, δεν τα φτιάχνω,

όσο κι αν έχω την ευθύνη μου.

Ζούμε σε μια φωτιά που τρώει και μέσα κι έξω.

Ίσως φραγμένο, ίσως βαθιά μέσα στη γη

το νερό υπάρχει.

Κάθε στιγμή τα πράγματα τ’ αλλάζουμε.

 

V

 Θα ‘θελα να μιλήσω μια φορά

λευτερωμένος από σκοπιμότητες κι αυτοδεσμεύσεις

να σου ‘λεγα –

μα από τα λόγια μου κρατάς μονάχα τη φωνή μου

απ’ τη φωνή μου μόνο τα χείλια μου

δεν βλέπεις τον δρόμο που ξεκινάει πριν από μας

που συνεχίζεται πέρα από μας…

Μάταιο να σου υποβάλλω  ιδέες

όταν ακόμα τα κορμιά μας

έχουνε τη δική τους λογική.

 

VI

 Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός που βλέπεις, αυτός που ξέρεις

δεν είμαι μόνο αυτός που θα ‘πρεπε να μάθεις.

Κάθε επιφάνεια της σάρκας μου κάπου τη χρωστάω,

αν σ’ αγγίξω με την άκρη του δαχτύλου μου

σ’ αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι,

αν σου μιλήσει μια λέξη μου

σου μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι –

θ’ αναγνωρίσεις τ’ άλλα κορμιά που πλάθουν το δικό μου;

θα βρεις τις πατησιές μου μες στη ροή του πλήθους;

Είμαι κι ό,τι έχω υπάρξει και πια δεν  είμαι –

τα πεθαμένα μου κύτταρα, οι πεθαμένες

πράξεις, οι πεθαμένες σκέψεις

γυρνάν τα βράδια να ξεδιψάσουν στο αίμα μου.

Είμαι ό,τι δεν έχω γίνει ακόμα –

μέσα μου σφυροκοπάει η σκαλωσιά του μέλλοντος.

Είμαι ό,τι πρέπει να γίνω –

γύρω μου οι φίλοι απαιτούν οι εχθροί απαγορεύουν.

Μη με γυρέψεις αλλού

μονάχα εδώ να με γυρέψεις

μόνο σε μένα.

 

VII

 Άνθισες με τον ήλιο που κάποτε θα βασιλέψει

και συντηρούμαι με τον ήλιο που ως τώρα δεν ανέτειλε.

Ανάμεσά μας ετοιμάζεται το σκοτάδι.

Στο στέρνο σου χειρονομεί ακόμα η θάλασσα

στα χείλια σου παγιδεύτηκε η ώρα

το δειλινό κουρνιάζει μες στα πόδια σου

ο άνεμος σβήνει και ξαναγράφει το φουστάνι σου.

Μες στον αμμουδερό μας χώρο

πέτρωσε το αρνητικό σου εκμαγείο.

 

VIII

 Η απόφασή μου να μη σε συλλογιέμαι

είναι μήπως και σώσω ό,τι μπορώ να σώσω

κρύβοντας λίγες σπαταλημένες μέρες

βαθιά μέσα στη μνήμη, ρίχνοντας

τις άλλες μέρες από πάνω σα λιθάρια.

 

IX

Άργησα να μαντέψω τη βροχή

το τέλος δέθηκε με την αρχή.

 

X

 Πέφτει η βροχή στυφή

ξεπλένοντας τα πρόσωπα

ξεθωριάζοντας τις παλιές επιγραφές

νοτίζοντας τα σπίτια του νησιού.

Στάζει η βροχή απ’ τους γιακάδες

γλιστράει μέσα στις τσέπες υγραίνει τα χέρια

μουσκεύει ένα ξεχασμένο γράμμα

αλλάζει την προσφώνηση σβήνει τη διεύθυνση.

Βρέχει στη χλαίνη του χωροφύλακα

στις αποθήκες με τις κονσέρβες

στα τσουβάλια με το αλεύρι

βρέχει στο νεκροταφείο βρέχει στα χωράφια

κάπως ανήσυχοι οι νεκροί κάτι τους λείπει

δεν νοιάζονται να μεγαλώσουν οι σοδειές

βρέχει στους μουσαμάδες των βαρκάρηδων

στη βάρκα με τους επιβάτες

βρέχει στον προβολέα του πλοίου.

Μακρύς ο δρόμος απ’ την επιθυμία στην απόφαση

Μακρύς απ’ την επιστροφή στην άλλη αναχώρηση.

Αθήνα, 1954

 Τίτος Πατρίκιος

Ποιητής

 

Από την ποιητική συλλογή «Λυσιμελής πόθος»

(σελ.45-54)

 Εκδόσεις ΚΙΧΛΗ

Β΄ Έκδοση – Αθήνα 2015

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Σεπτέμβριος 2020

Eπιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο:Τζούλια Πουλημενάκου

(Αρχείο προσωπικής βιβλιοθήκης)