,

“Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΩΣ ΝΟΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ” – Φιλοσοφικό δοκίμιο του Νίκου Ταβουλάρη

Η ομιλία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της διαδικτυακής ημερίδας του

Παγκόσμου Φιλοσοφικού Ιστού «Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ»

του Συλλόγου Λόγου-Μουσικής-Τέχνης «ΛΙΝΟΣ»

με θέμα «Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΩΣ ΑΝΤΙΔΟΤΟ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ»

στις 21 Νοεμβρίου 2020 σε παγκόσμια ζωντανή αναμετάδοση

από το κανάλι “ΦΡΥΚΤΩΡΙΕΣ”

 του Νίκου Ταβουλάρη

Ο άνθρωπος στην εξελικτική του πορεία βίωσε διάφορα στάδια διαφοροποίησης, έως ότου φτάσει στη μέχρι σήμερα βιολογική και πνευματική του βαθμίδα. Η ανάπτυξη του εγκεφάλου του αποτελεί την πρωταρχική αιτία της πορείας του προς τον homosapiens. Η επιστήμη δεν  έχει τελεσίδικα καταλήξει εάν η εγκεφαλική και η σωματική ανάπτυξη έγιναν σε διάφορες χρονικές περιόδους ή συντελέστηκαν ταυτόχρονα. Το βέβαιο είναι, ότι η πνευματική και σωματική εξέλιξη θεωρούμενες σε ικανό χρονικό διάστημα παρουσιάζονται εκ παραλλήλου αναπτυσσόμενες και διαμορφούμενες.

Πρώτη η φιλοσοφία με πρωτοπόρους τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους προσέγγισε τη διανοητική λειτουργία και μάλιστα σε σχέση και με τη σωματική υγεία. Είναι γνωστή η ρήση «νοῦς ὑγιής ἐν σώματι ὑγιεῖ»,που προϋποθέτει την πνευματική υγεία σε συνδυασμό με τη σωματική. Επίσης,  είναι γνωστή η τριμερής απεικόνιση της διανοητικής λειτουργίας, όπως παραστατικότατα μάς τη δίνει ο Πλάτων αρχικά, κατά την οποίαν η διανοητική και ψυχική μας λειτουργία αποτελείται από τρία διαφορετικά επίπεδα: τo Λογιστικόν, το Θυμοειδές και το Επιθυμητικόν.

Η σύγχρονη επιστήμη με τον όρο «Τριαδικός εγκέφαλος» ορίζει το διανοητικό μας «εργαλείο» ως τρία διάφορα τμήματα, που αναπτύχθηκαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους της εξελικτικής μας πορείας. Αυτά είναι ο Νεοθηλαστικός εγκέφαλος ή Νεοφλοιός, ο Παλαιοθηλαστικός εγκέφαλος ή Μεσεγκέφαλος και ο Παλαιοθηλαστικός ή Ερπετικός εγκέφαλος.

Όπως και η αρχαία ελληνική σκέψη έτσι και η σύγχρονη επιστήμη αποδίδει αντίστοιχες λειτουργίες σε ένα έκαστο τμήμα του εγκεφάλου μας. Έτσι το Λογιστικόν αντιστοιχεί στον Νεοφλοιό, όπου και αναφέρονται οι ανώτερες πνευματικές λειτουργίες. Το Θυμοειδές αντιστοιχεί στον Παλαιοθηλαστικό εγκέφαλο, όπου συντελούνται οι συναισθηματικές λειτουργίες και τέλος το Επιθυμητικόν αντιστοιχεί στον Ερπετικό εγκέφαλο, όπου ευρίσκονται οι ενστικτώδεις λειτουργίες.

Συγκρίνοντας  λοιπόν τη σκέψη της αρχαίας φιλοσοφικής προσέγγισης με εκείνη της σύγχρονης επιστήμης, παρατηρούμε ότι εκείνη η τόσο παραστατική απεικόνιση της ψυχής από τον Πλάτωνα, ως ένα άρμα που φυσικά έχει τον Ηνίοχο και δύο άλογα, όπου ο Ηνίοχος εκπροσωπεί το Λογιστικόν, το λευκό άλογο το θυμοειδές και το μαύρο άλογο το επιθυμητικόν, θαυμάσια μπορεί να απεικονίσει και τη σύγχρονη επιστημονική θέση περί του εγκεφάλου, όπου τη θέση του Ηνίοχου  έχει ο Νεοφλοιός ή άλλως ή διάνοια, τη θέση του λευκού αλόγου ο Παλαιοθηλαστικός εγκέφαλος και τη θέση του μαύρου αλόγου ο Ερπετικός εγκέφαλος. Φυσικά για να είναι δυνατή η ομαλή πορεία του «άρματος» είναι απαραίτητη η ικανότητα του Ηνίοχου αλλά και η κατάλληλη αγωγή των αλόγων, ούτως ώστε ο κάθε ένας εκτελώντας ορθά το ρόλο του να συμβάλλει στην ομαλή πορεία του θετικά.

Το ερώτημα που αίφνης αναφύεται είναι, ποιο είναι εκείνο το κομβικό στοιχείο που θα καθορίσει τα ανωτέρω; Την απάντηση την έχει δώσει από αρχαιοτάτων χρόνων η αρχαία ελληνική σκέψη δια στόματος του Αναξίμανδρου: Η ανάγκη. Διαφορετική ανάγκη έχει το μαύρο άλογο, διαφορετική το λευκό και φυσικά διαφορετική ο Ηνίοχος. Έχουμε δηλαδή το φαινόμενο τρία εκ διαμέτρου διαφορετικά στοιχεία να καλούνται σε αγαστή συνεργασία! Για να επιτευχθεί αυτό πρέπει εκτός των ικανοτήτων να υπάρχει η ικανοποίηση των αναγκών τους, ούτως ώστε να είναι ικανά προς τέλεση έργου. Το μαύρο άλογο λοιπόν πρέπει να έχει ικανοποιήσει τα ένστικτα, το λευκό τα συναισθήματα και ο Ηνίοχος να είναι σοφός ως προς την καθοδήγηση των δύο αλόγων.

Σε πρώτη θεώρηση αυτό  το εγχείρημα φαντάζει ιδιαιτέρως κοπιώδες και δύσκολο, δεδομένου  ότι καλούνται τρεις φορείς με διαφορετικές ανάγκες και ικανότητες να συνεργαστούν, ώστε να παράγουν ένα αρμονικό αποτέλεσμα. Αν θυμηθούμε το Αριστοτελικό θέση-αντίθεση-σύνθεση, ίσως έχουμε μια ικανή πλατφόρμα διερεύνησης του θέματος και προσοχή, εδώ η σύνθεση δεν είναι προαιρετική αλλά απολύτως αναγκαία. Ασφαλώς ο ρόλος εκάστου μέρους της ψυχής ή του εγκεφάλου, όπως και αν το ονομάσουμε, είναι και ποιοτικά και ποσοτικά διάφορος. Τον κυρίαρχο ρόλο καλείται να τον διαδραματίσει ο «Ηνίοχος» και, φυσικά για να μπορέσει να τον αποδώσει ικανά πρέπει να έχει τις ανάλογες πνευματικές ικανότητες. Στο σημείο αυτό έρχεται να προστεθεί ο ρόλος της φιλοσοφίας ή της φιλοσοφικής σκέψης και πώς μπορεί αυτή να βοηθήσει τον Ηνίοχο στο έργο του.

Και από την παραστατικότατη και ποιητική εικόνα  που μας κληροδότησε η ποιητική – φιλοσοφική σκέψη του Πλάτωνα, ας έλθουμε στην σύγχρονη, λίγο πεζή αλλά αρκούντως πρακτική εικόνα, για τα τρία διαφορετικά μέρη του εγκεφάλου, δηλαδή, τον Νεοθηλαστικό, τον Παλαιοθηλαστικό και τον Ερπετικό εγκέφαλο. Όπως προαναφέραμε, ο Νεοθηλαστικός έχει τον ρόλο του Ηνίοχου, δεδομένου ότι σε αυτόν εδρεύουν οι ανώτερες πνευματικές λειτουργίες. Η φιλοσοφία λοιπόν και η φιλοσοφική σκέψη έρχεται αρωγός του Νεοθηλαστικού μας εγκεφάλου και καλείται να τον βοηθήσει ούτως ώστε να καθοδηγήσει με επιτυχία τα άλλα δύο άλλα μέρη, ώστε η σκέψη και οι αποφάσεις που παίρνουμε να είναι ορθές και χρήσιμες.

Αλλά τι είναι ο Φόβος; Είναι πολύ πιο εύκολο να βιώσουμε τον φόβο παρά να τον ορίσουμε και τούτο γιατί ο φόβος είναι κάτι που εκδηλώνεται αυτόματα σχεδόν, ως ψυχοσωματική λειτουργία, ευθύς μόλις υπάρξει το ανάλογο ερέθισμα, ενώ ο ορισμός ως καθαρά διανοητική – λογική διαδικασία απαιτεί αναλυτική και συνθετική ικανότητα (αισθητική εποπτεία) και φυσικά γνώσεις και χρόνο για να αποτυπωθεί. Ο φόβος λοιπόν εκδηλώνεται σχεδόν αυτόματα μόλις υπάρξει ανάλογο ερέθισμα, ως εκ τούτου κατατάσσεται στις αρχέγονες λειτουργίες του Παλαιοθηλαστικού εγκεφάλου και όχι στα ένστικτα, δεδομένου ότι τα τελευταία λειτουργούν ανεξάρτητα των εξωτερικών ερεθισμάτων. Είναι δε ο φόβος το πλέον πρωτογενές συναίσθημα, που αποτελεί τη βάση όλων των άλλων συναισθημάτων αλλά ταυτόχρονα έχει και το ρόλο της γέφυρας μεταξύ του Ερπετικού και του Παλαιοθηλαστικού εγκεφάλου.

Η φιλοσοφία είναι η πλέον σύνθετη λειτουργία του Νεοθηλαστικού εγκεφάλου δεδομένου ότι συνδυάζει την ορθολογική με την υπερβατική σκέψη. Ο φιλόσοφος ασφαλώς και λειτουργεί όπως ο μαθηματικός, αλλά ταυτόχρονα και ως ένας προικισμένος ποιητής. Η συνισταμένη αυτών των ιδιοτήτων υλοποιεί και εκφράζει τη φιλοσοφική σκέψη. Αυτή η ιδιότητά της προσδίδει στη φιλοσοφία το μεγαλείο της, αλλά ταυτόχρονα στοιχειοθετεί και τη δυσκολία της. Εν συντομία, μπορούμε να πούμε, ότι η φιλοσοφία εκφράζει όχι μόνο τη λογική αλλά και την υπερβατική προσέγγιση των πραγμάτων δίνοντας απαντήσεις στα διάφορα θέματα που δεν είναι αντίπαλες, αλλά γεφυρώνουν τις εκ προοιμίου αντίθετες αντιλήψεις και πρακτικές της διάνοιας και του συναισθήματος.

Τη σύνθεση αυτή έχει ανάγκη ο άνθρωπος ώστε να εισπράττει λύσεις, όχι μόνον πρακτικά εφαρμόσιμες και ωφέλιμες αλλά και ψυχικά αποδεκτές. Ο φόβος εκδηλώνεται με διάφορες μορφές, σε διαφορετικές καταστάσεις, χρονικές περιόδους, τον διακρίνουμε δε ως ατομικό φόβο αλλά και ως ομαδικό. Οι μέγιστοι των φιλοσόφων καθώς και οι μεγάλοι σύγχρονοι στοχαστές έχουν μελετήσει την ψυχολογία του ατόμου και ιδίως των μαζών (Φρόϋντ). Όταν δε, γίνει μόνιμη κατάσταση τότε έχουμε τις φοβίες, αλλά ακόμη πιο δύσκολη είναι η κατάσταση εκείνη που πλέον ο φόβος επηρεάζει και τις διανοητικές λειτουργίες και δημιουργούνται οι προκαταλήψεις και τα στερεότυπα. Στην περίπτωση αυτή η λογική σκέψη υπολειτουργεί σε μεγάλο βαθμό και οι αντιδράσεις του ατόμου και της κοινωνίας είναι προϊόντα όχι ορθολογισμού αλλά προ υπάρχουσας επιρροής, που τις περισσότερες φορές  ουδεμία έχει σχέση με τις πραγματικές παραμέτρους τού υπό εξέταση θέματος. Η σημερινή προσέγγιση δεν έχει βέβαια στόχο να εξηγήσει λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο η λειτουργία του εγκεφάλου μας αντιμετωπίζει τα πράγματα. Αυτό το έχει απαντήσει η επιστήμη επαρκέστατα.

Η επιδίωξη της ομιλίας μου είναι, να  προτείνω μια εξήγηση για το πώς η φιλοσοφία μπορεί να επέμβει στον φόβο και να επηρεάσει το αποτέλεσμα της σκέψης αλλά και τις ενέργειές μας, τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ο Φόβος εδρεύει στο μεταίχμιο του ενστίκτου και του συναισθήματος, ενώ η Φιλοσοφία είναι μια καθαρή λειτουργία της διάνοιας. Δηλαδή ο φόβος είναι μια σταθερή φυσική λειτουργική εκδήλωση του ανθρώπινου εγκεφάλου, ενώ η Φιλοσοφία είναι μια επίκτητη ιδιότητα σκέψης, συμπεριφοράς και δράσης που λειτουργεί ως εργαλείο και ως εκ τούτου επιδρά σε όλες τις λειτουργίες του εγκεφάλου μας, ανώτερες και κατώτερες και κατά ταύτα και στην λειτουργία εκδήλωσης του φόβου.

Το ερώτημα που αναφύεται είναι, κατά πόσο ένα πνευματικό εργαλείο όπως η φιλοσοφία έχει την ικανότητα αλλά και τη δυνατότητα να παρεμβαίνει σε μια άκρως συναισθηματική, σχεδόν ενστικτώδη λειτουργία και σε ποιο βαθμό μπορεί να γίνει αυτή η παρέμβαση.

Η εκδήλωση του φόβου σε όλες του τις μορφές όπως είναι η ανησυχία, ο φόβος, η μόνιμη κατάσταση φόβου ως φοβία, ο τρόμος σε έντονες καταστάσεις ή ακόμη και οι προκαταλήψεις  και τα στερεότυπα, όταν αυτά εκφράζουν αμυντική στάση του ατόμου, εκδηλώνονται όταν υπάρχουν τα αντίστοιχα ερεθίσματα από το περιβάλλον του ατόμου. Όταν λοιπόν το άτομο προσλάβει ένα μήνυμα που θεωρεί ότι το απειλεί τότε ο φόβος ενεργοποιείται για να σημάνει συναγερμό έναντι μίας πιθανής ή άμεσης απειλής. Δηλαδή ο φόβος λειτουργεί με ανάλογο τρόπο όπως λειτουργεί ο πόνος στο σώμα μας.

Ο φόβος υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους και φυσικά είναι χρήσιμος γιατί μας προειδοποιεί ώστε να λάβουμε τα μέτρα μας απέναντι σε πιθανό κίνδυνο. Παρατηρούμε όμως το φαινόμενο, ο φόβος να μην εκδηλώνεται με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό σε όλους τους ανθρώπους. Τούτο ασφαλώς οφείλεται στη δομή και τα ιδιαίτερα πνευματικά χαρακτηριστικά ενός εκάστου. Έτσι λέμε ότι κάποιος είναι ψύχραιμος και αντιμετωπίζει τα πράγματα με ηρεμία και κάποιος άλλος δεν διακρίνεται για την ψυχραιμία του και οι αντιδράσεις του είναι περισσότερο έντονες και σπασμωδικές. Ιδανικά θα θέλαμε όλοι να αντιδρούν με ψυχραιμία απέναντι στις απειλές, ώστε να επιλέγουν και την καλύτερη λύση του προβλήματος. Σε αυτό το σημείο έρχεται να γίνει αρωγός και να διαδραματίσει το δικό της καταλυτικό ρόλο η Φιλοσοφία, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Η φιλοσοφία όπως αναπτύχθηκε κυρίως από τη σκέψη της κλασσικής αλλά και νεότερης ελληνικής διανόησης με τους μεγάλους Έλληνες φιλοσόφους, στηρίζεται σε ορισμένες σταθερές, που είναι ταυτόχρονα οι δομικοί λίθοι αλλά και τα εργαλεία λειτουργίας της. Αυτά είναι οι αρχές, οι αξίες, οι διανοητικοί κανόνες, τα θεωρήματα και τα εργαλεία. Ο Σωκράτης πρώτος έθεσε τη βασική αρχή της φιλοσοφίας, το «απορείν», όταν είπε το «Εν οίδα ότι ουδέν οίδα», δίνοντας έτσι την πραγματική υπόσταση της σκέψης στην αέναη, διαχρονική της πορεία. Η εφαρμογή της μαιευτικής μεθόδου στην προσέγγιση των θεμάτων από τον Σωκράτη, έδωσε στη φιλοσοφία τη σταθερή πνευματική λειτουργία ως εργαλείο όχι επιβολής της γνώμης, αλλά ως εργαλείο διερεύνησης της αλήθειας. Ο Πλάτων με το κολοσσιαίο έργο του ανέπτυξε μεθοδικά και εξέλιξε τη σκέψη του δασκάλου του Σωκράτη και έκανε πλέον τη μαιευτική μέθοδο κύριο εργαλείο της φιλοσοφικής σκέψης.

Στη συνέχεια ο Αριστοτέλης με το φιλοσοφικό-επιστημονικό έργο του, συνέζευξε τη θεωρητική, υπερβατική ή ακόμη και ποιητική σκέψη των προγενέστερων με την επιστήμη, ανέπτυξε και συστηματοποίησε τη διαλεκτική μέθοδο ως κύριο εργαλείο της φιλοσοφικής σκέψης και μεταξύ άλλων, στο μέγιστο κατ’ εμέ έργο του, που είναι γνωστό ως «Όργανον»,  χάρισε στην παγκόσμια σκέψη τους νόμους της λογικής.  Η  καταλυτική παρουσία του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη έθεσε τα θεμέλια και όχι μόνο της παγκόσμιας φιλοσοφικής σκέψης που έχει εφαρμογή μέχρι σήμερα και κατά τη γνώμη μου θα εξακολουθήσει να έχει διαχρονικά, ανεξάρτητα αν εκφράζεται ανάλογα με την εποχή και τον φορέα με διαφορετικούς εκφραστικούς τρόπους.

Η φιλοσοφία λοιπόν με τα ανωτέρω λειτουργικά χαρακτηριστικά της ως ανώτερη πνευματική λειτουργία, είναι φυσικό να επιδρά σε όλες τις συναισθηματικές καταστάσεις του ανθρώπου και φυσικά και στον φόβο. Αυτή η παρέμβαση της φιλοσοφίας είναι δυνατόν να γίνει σε τρία επίπεδα. Στο γνωστικό, στο βουλητικό και στο δραστικό. Είναι γνωστό από την επιστήμη αλλά και την εμπειρία ότι το άγνωστο προκαλεί φόβο. Φοβόμαστε στο σκοτάδι γιατί δεν γνωρίζουμε σε ικανή απόσταση τι υπάρχει στον περίγυρό μας. Φοβόμαστε να προσεγγίσουμε έναν άγνωστο γιατί δεν ξέρουμε τι είδους άνθρωπος είναι και αν κινδυνεύουμε από αυτόν. Είμαστε επιφυλακτικοί σε προτάσεις αλλαγής γιατί δεν είμαστε βέβαιοι ότι θα είναι προς όφελός μας και δεν θα θιγεί η δική μας υπόσταση. Παραμένουμε πιστοί σε προκαταλήψεις και στερεότυπα γιατί έχουμε την εντύπωση ότι μας δίνουν απαντήσεις στους φόβους μας. Ο Σωκράτης πρώτος έθεσε το ζήτημα της σχέσης της γνώσης και του φόβου στη γενικότερη μορφή του όταν είπε ότι και μόνον η γνώση είναι Αρετή. Ο Πλάτων ανέπτυξε τον τρόπο σκέψης και πνευματικής ανέλιξης του ανθρώπου στην περίφημη αλληγορία του Σπηλαίου και ο Αριστοτέλης  ήλθε να δώσει την τελική επιστημονική απάντηση στο θέμα με τον ορισμό της Αρετής ως Μεσότητα μεταξύ της τέλειας υπερβολής και της τέλειας έλλειψης.

Ασφαλώς η φιλοσοφία έρχεται να μας καθοδηγήσει σε ορθά μονοπάτια σκέψης, επειδή όταν γνωρίζουμε πώς να μεθοδεύσουμε τη σκέψη μας απέναντι σε κάθε πρόβλημα, θα λάβουμε κατά κανόνα και την ορθή απόφαση.

Φυσικά και στη φάση της δράσης μας, η φιλοσοφία είναι πολύτιμη αρωγός, γιατί μας οδηγεί συστηματικά ώστε να αποφεύγουμε τις σπασμωδικές και ανοργάνωτες ενέργειες.

Η φιλοσοφία όμως και η φιλοσοφική σκέψη είναι χρήσιμη μόνον όταν αυτή λειτουργεί και εφαρμόζεται στην πράξη. Δεν έχει νόημα να γνωρίζει κάποιος όλες τις φιλοσοφικές θεωρίες, αλλά να μην εφαρμόζει στη ζωή του τίποτα απ’ όλ’ αυτά. Η φιλοσοφία δεν έχει αξία όταν αντιμετωπίζεται ως απλή παράθεση γνώσεων από τον πολίτη και όχι ως τρόπος σκέψης και δράσης. Ας προσπαθήσουμε όμως να προσεγγίσουμε αυτό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό και ας εξετάσουμε γιατί είναι δύσκολο να εφαρμοστεί η φιλοσοφική σκέψη στην καθημερινότητα μας.

Όπως προαναφέρθηκε ο ανθρώπινος εγκέφαλος λειτουργεί σε τρία κύρια επίπεδα όπως αυτά αναπτύχθηκαν στη εξελικτική του πορεία εκείνα του ενστίκτου, του συναισθήματος και της διάνοιας. Το πρόβλημα είναι ότι για να λειτουργήσει ικανοποιητικά η διάνοια, είναι απαραίτητο να το επιτρέψουν τα δύο προγενέστερα τμήματα, γιατί οι πληροφορίες που δια των αισθήσεων προσλαμβάνουμε, δεν διοχετεύονται κατ’ ευθείαν στη διάνοια αλλά διέρχονται πρώτα από το θυμοειδές, δηλαδή το συναίσθημα. Θα πρέπει δηλαδή ο συναισθηματικός μας κόσμος αλλά και τα ένστικτά μας να είναι επαρκώς ικανοποιημένα ώστε να μην αντιδρούν με τρόπο άμεσο χωρίς να επιτρέπουν τη συμμετοχή της διάνοιάς μας. Θα λέγαμε εδώ, ότι δεν αρκεί να είναι ικανός ο Ηνίοχος, για να θυμηθούμε την απεικόνιση της ψυχής κατά τον Πλάτωνα, αλλά θα πρέπει να είναι εκπαιδευμένα και ικανοποιημένα και τα δύο άλογα, προκειμένου να δώσουν τη δυνατότητα στον Ηνίοχο, εν προκειμένω στη διάνοιά μας, να λειτουργήσει ικανοποιητικά και να οδηγήσει το άρμα της σκέψης μας στον ορθό δρόμο. Επί της ουσίας δηλαδή, παρατηρούμε μια συνδυαστική διαδικασία λειτουργίας του εγκεφάλου μας κατά την οποία το νοηματικό αποτέλεσμα είναι συνισταμένη των τριών μερών του εγκεφάλου μας.

Και εδώ αναφύεται το πρόβλημα της ποσόστωσης κατά την οποία θα συμμετέχει και θα διαμορφώνει αυτή τη νοητική συνισταμένη έκαστο των μερών του εγκεφάλου. Παρατηρείται ότι αυτό ποικίλει ανάλογα με τη δομική σύνθεση, τη μόρφωση, την ηλικία και την εμπειρία, που τα  άτομα έχουν.

Έτσι κάποιος που κυριαρχείται από το θυμοειδές, δηλαδή τον συναισθηματικό του κόσμο, έχει άμεσες και έντονες αντιδράσεις στα ερεθίσματα, αντίθετα εκείνος που κυριαρχείται από τη διάνοια έχει πιο ήπιες αντιδράσεις, ενώ οι αποφάσεις και οι ενέργειές του δεν είναι βιαστικές αλλά κατόπιν σκέψεως.

Παρατηρούμε δηλαδή, ότι δεν αρκεί κάποιος να γνωρίζει αρκετά, εν προκειμένω να γνωρίζει τη θεωρία της φιλοσοφίας, αλλά θα πρέπει να έχει εξασκηθεί κατά τέτοιον τρόπο ώστε όλη η διαδικασία της πνευματικής του λειτουργίας να γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να καθίσταται δυνατή προς χρήση η όποια φιλοσοφική του γνώση. Ο τρόπος για να το επιτύχει κάποιος δεν είναι άλλος από την καθημερινή άσκηση και εφαρμογή των κανόνων της φιλοσοφίας, ειδικά των κανόνων της λογικής και φυσικά τη χρησιμοποίηση του εργαλείου της διαλεκτικής μεθόδου. Όπως και σε άλλες σωματικές ή πνευματικές λειτουργίες έτσι και εδώ η επίτευξη ικανού επιπέδου χρήσης της διάνοιάς μας, στα διάφορα θέματα που αντιμετωπίζουμε, δεν γίνεται δια μιας.

Η καθημερινή εφαρμογή των φιλοσοφικών αρχών στα μικρά θέματα της καθημερινότητας μάς βελτιώνει πνευματικά ώστε βαθμιαία να καταστούμε ικανοί και για πιο δύσκολα θέματα. Ακριβώς όπως ο αθλητής εξασκείται καθημερινά από τα μικρά μέχρι τα πιο δύσκολα στοιχεία του αθλήματός του, ώστε να είναι ικανός να τα εφαρμόσει στον αγώνα, ακριβώς όπως ο μουσικός ξεκινάει την εκμάθηση αρχικά, την εξάσκηση στη συνέχεια των επί μέρους στοιχείων της μουσικής. για να καταστεί ικανός να επιτύχει την αρμονία και ένα πλήθος άλλα παραδείγματα που θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε.

Διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα αλλά και θρησκείες έχουν εισαγάγει την άσκηση ως κύριο μέσο βελτίωσης του ανθρώπου. Ο Αριστοτέλης επισήμανε τη σημασία της άσκησης και της επανάληψης προκειμένου κάποιος να αποκτήσει μια ικανότητα, μιλώντας για την επανάληψη ως μήτηρ μαθήσεως και φυσικά στον βαθμό που δια της επαναλήψεως και της ασκήσεως αυτή γίνεται έξις. Είναι προφανές λοιπόν ότι εάν ο άνθρωπος είναι ικανός να λειτουργήσει αρμονικά τα τρία επίπεδα λειτουργίας του εγκεφάλου του και, η διάνοια, με αρωγό τη φιλοσοφία επιδράσει καταλυτικά στις αποφάσεις του, θα είναι ικανός να εξορθολογήσει σε ικανό βαθμό τα δεδομένα ενός προβλήματος και να εξισορροπήσει την έμφυτη εκδήλωση του φόβου. Το αποτέλεσμα τότε θα είναι μια ορθολογική απόφαση και ως εκ τούτου και μια συναισθηματική ισορροπία.

Ο σύγχρονος άνθρωπος  με την τρομακτική ποσότητα πληροφοριών που δέχεται ανά πάσα στιγμή, είναι ευάλωτος σε πολλές και διαφορετικής μορφής συναισθηματικές πιέσεις, που τις περισσότερες φορές τις προσλαμβάνει σαν απειλές και ως εκ τούτου κυριαρχείται από τον φόβο. Εδώ ο εκπαιδευμένος που μπορεί να χρησιμοποιήσει τη φιλοσοφία, έχει το τέλειο αντίδοτο στον φόβο.

Συμπερασματικά καταλήγοντας,  μπορούμε να πούμε ότι η φιλοσοφία ως ανώτερη διανοητική λειτουργία, στον βαθμό που μπορεί να βρει πρακτική εφαρμογή στην καθημερινότητα του ανθρώπου, τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο είναι το λογικό εκείνο εργαλείο, που του δίνει τη δυνατότητα να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τους φόβους του.

Ας θυμηθούμε λοιπόν την σημαντικότερη φιλοσοφική ρήση, εκείνη τού ορισμού της Αρετής δια στόματος του μεγάλου Σταγειρίτη φιλοσόφου, του Αριστοτέλη και ας προσπαθούμε διαρκώς να την εφαρμόζουμε στη ζωή μας απέναντι σε κάθε μορφής φόβου. «Ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετή ἕξις προαιρετική, ἐν μεσότητι οὖσα τῇ πρός ἡμᾶς, ὡρισμένῃ λόγῳ καί ὧ ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν. Μεσότης δέ  δύο κακιῶν, τῆς μέν καθ’ ὑπερβολήν τῆς δέ κατ’ ἔλλειψιν· καί ἔτι τῷ τάς μεν  ἐλλείπειν τάς δ’ ὑπερβάλλειν τοῦ δέοντος ἔν τε τοῖς πάθεσι καί ἐν ταῖς πράξεσι, τήν δ’ ἀρετήν τό μέσον καί εὑρίσκειν καί αἱρεῖσθαι».

«Είναι λοιπόν η αρετή συνήθεια που επιλέγεται ελεύθερα από το άτομο, η οποία βρίσκεται στη μεσότητα σε σχέση με εμάς, η οποία καθορίζεται από τη λογική και συγκεκριμένα, κατά τη γνώμη μου (με τη λογική), που καθορίζει ο φρόνιμος άνθρωπος. Και (είναι) μεσότητα (που βρίσκεται) ανάμεσα σε δύο κακίες, που η μια βρίσκεται από την πλευρά της υπερβολής, ενώ η άλλη από την πλευρά της έλλειψης· και ακόμα (είναι μεσότητα), επειδή από τη μία άλλες από τις κακίες παρουσιάζονται ελλιπείς και άλλες από την άλλη είναι υπερβολικές, σε σχέση με αυτό που πρέπει και στα συναισθήματα και στις πράξεις, ενώ η αρετή και βρίσκει και επιλέγει το μέσον».

Νίκος Ταβουλάρης

Ποιητής-Πεζογράφος-Δοκιμιογράφος

Αντιπρόεδρος του Συλλόγου Λόγου-Μουσικής-Τέχνης “ΛΙΝΟΣ”

τ. Πρόεδρος της «Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών»

Μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός»

 

Επί – Λόγου – Φιλοσοφία – Λεύκωμα – Δεκέμβριος 2020