Γράφει η  Τζούλια Πουλημενάκου

 «Τελευταία, έγινα πολύ ευσυγκίνητη, αλλά μ’ αρέσει. Το αποδέχομαι ευχάριστα και δεν ψάχνομαι να βρω από πού πηγάζει αυτό το συναίσθημα. Αξίζει, σκέφτομαι, να δείχνουμε στα παιδιά μας τα αισθήματά μας. Αξίζει να γνωρίζουν πως τα σκεφτόμαστε πολύ, πως μας λείπουν, πως τα λατρεύουμε, πως όταν φεύγουν αδειάζει η φωλιά μας.» Ν. Μ.-Κ.

Ο Γάλλος μυθιστοριογράφος Βίκτωρας Ουγκώ είχε πει: «Όσο μακριά και να πάει ο νους ποτέ δε φτάνει εκεί που μπορεί να φτάσει η καρδιά.» Η «Άδεια φωλιά» της συγγραφέως Νίκης Μπλουτή-Καράτζαλη πέτυχε αυτό ακριβώς: να φτάσει στην καρδιά μας. Ένα βιβλίο που αποτελείται από 28 αυτοτελείς ιστορίες, ένα βιβλίο πλήρες ανθρωπίνων συναισθημάτων.

Η συγγραφέας με την εξαιρετική και αφοπλιστική της πένα περιγράφει με σαφήνεια και καθαρότητα όλα τα πεπραγμένα της ζωής του ανθρώπου και συγκεκριμένα της ελληνικής κοινωνίας μας.  Η γραφή της ρέει άφθονη, σαν την άμμο μέσα στην κλεψύδρα, μεταφέροντας διαχρονικά μηνύματα στον αναγνώστη,  σε όλα τα φάσματα της σύγχρονης ζωής μας. Η συγγραφέας με αυτή, λοιπόν, τη γραφή της, μπαίνει ολοκληρωτικά στο μυαλό και στην ψυχή των  ηρώων της, βιώνει όλα τα συναισθήματα του ανθρώπου, και μας τα μεταφέρει αυτούσια και αληθινά σα να συμβαίνουν αυτή τη στιγμή και να διαδραματίζονται μπροστά της. Με έντονη ενσυναίσθηση ενσωματώνεται με τον ήρωα, άλλοτε σε πρώτο πρόσωπο και άλλοτε σε τρίτο, μας καθηλώνει με τα θέματα που διαπραγματεύεται, τα οποία είναι η καθημερινή πραγματικότητα της κονωνίας μας την δύσκολη αυτή εποχή που βιώνουμε όλοι μας.  Η απώλεια, ο φόβος, η  προσφυγιά, η μοναξιά, η οικονομική κρίση, ο πόλεμος, οι ανθρώπινες σχέσεις, κοινωνικά και υπαρξιακά προβλήματα,  θέματα που διαπραγματεύεται η συγγραφέας και καταφέρνει να μας συγκινήσει και να μας προβληματίσει. Αρκετές φορές η πένα της μοιάζει σαν κοφτερό μαχαίρι, καθρεφτίζοντας την πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας.

Γράφει στο διήγημα με τίτλο «Το κελί» :

«Μας εγκατέλειψαν στο μαρτύριό μας. Ο ένας μετά τον άλλον έκλειναν εσκεμμένα τ’ αυτιά τους και σφάλιζαν τις πόρτες πίσω τους, μετά από έναν ομηρικό καβγά μας. Είμαι πολύ οργισμένη με όλους. Τι θα άλλαζε αναρωτιέμαι, αν συμπεριφέρονταν διαφορετικά. Πώς θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν; Δεν ξέρω…./Η σιωπή είναι αφόρητη, μονάχα οι πνιχτές ανάσες τους τη μαχαιρώνουν.»

 Η συγγραφέας όμως ξέρει, έχει έντονη ενσυναίσθηση και ακριβώς μπαίνει στον ρόλο της ηρωίδας –που στο συγκεκριμένο διήγημα κακοποιείται από τον σύζυγό της, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να τον σκοτώσει, και κραυγάζει μέχρι το τέλος για αυτήν την  κοινωνία που κωφεύει σε τέτοια θλιβερά θέματα.

Η «Άδεια φωλιά» της Νίκης Μπλουτή-Καράτζαλη είναι ένα βιβλίο το οποίο ο αναγνώστης θα βιώσει μαζί με τους ήρωες συναισθήματα πόνου, φόβου, μισεμού, αλλά και αγάπης, ελπίδας, αλληλεγγύης και προσφοράς προς τον άνθρωπο.  Αποτυπώνει τα κακώς κείμενα της κοινωνίας μας, αλλά στον αντίποδα υπάρχει η θετική πλευρά της ζωής, εκεί που φωλιάζει η αγάπη, η πίστη και η ελπίδα.

Γράφει στο διήγημα με τίτλο «Εκείνη τη μέρα» (που είναι αφιερωμένο στην 17χρονη Βασιλική):

«Σηκώθηκα ταραγμένη απ’ το κρεβάτι και απ’ τον φόβο μου δεν μπορούσα να κάνω βήμα. Ο σπαραγμός της μάνας συνέχισε να μου τρυπάει τ’ αυτιά και μέχρι να τα καταφέρω να φτάσω στην κουζίνα, οι μισοί γείτονες είχαν ήδη κατέβει αναστατωμένοι αλλά οι δικοί όλοι έλειπαν. Ο πόνος ενός εννιάχρονου παιδιού δεν περιγράφεται με λέξεις. Ούτε ο πόνος του γονιού που χάνει το σπλάχνο του. Αυτός ο πόνος της απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου παρηγοριά δεν έχει κι ούτε μερώνει ποτέ.»

 Η συγγραφέας σκιαγραφεί με λεπτομέρεια τους χαρακτήρες των ηρώων της, των απλών ανθρώπων της διπλανής πόρτας, αυτούς τους τόσο γνώριμους σε όλους μας, πάντα με σωστή κατανομή των ρόλων, έτσι ώστε να αποκομίσει ο αναγνώστης τα σωστά και σαφή μηνύματα. Θα χαρακτήριζα την «Άδεια φωλιά» ένα βιβλίο κοινωνικού προβληματισμού, όχι τόσο να φανούν οι χαρακτήρες των  ηρώων της, αλλά περισσότερο για φανούν τα πραγματικά, κοινωνικά προβλήματα που βιώνει τα τελευταία χρόνια η χώρα μας.

Γράφει η συγγραφέας στο διήγημα «Το διάλειμμα» :

«Εγώ είμαι ένα ξεχωριστό παιδί./…Στην παράλληλη δασκάλα μου οφείλω τη μισή μου επιτυχία. Η άλλη μισή οφείλεται στη φαντασία μου/… είναι τυχεροί  οι άνθρωποι που έχουν φαντασία, γιατί τους δίνει τη δυνατότητα να ξεφεύγουν με τον νου από τη σκληρή πραγματικότητα.»

Τα μηνύματα ο αναγνώστης τα λαμβάνει καθαρά. Άλλωστε τα γνωρίζει και τα ξεχωρίζει. Βιώνει κι αυτός ίδια συναισθήματα. Όλοι μας έχουμε νιώσει το συναίσθημα τής απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου μας, όλοι έχουμε έστω και μια φορά στη ζωή μας πανικοβληθεί, φοβηθεί ή τρομάξει. Τη συγγραφέα δεν την απασχολεί οι ιστορίες της να έχουν καλολογικά στοιχεία, να είναι περίπλοκες, με ακαταλαβίστικες λέξεις και δυσκολονόητες. Με γλώσσα κατανοητή και λιτή τα νοήματά της είναι μεστά και ολοκληρωμένα για τον αναγνώστη.

Γράφει στο διήγημα με τίτλο «Ρε Παναγιώτηηη..» (που είναι αφιερωμένο στους βιοπαλαιστές του σήμερα):

«Πώς ν’ αλλάξει ένας άνθρωπος συνήθειες απ’ τη μια στιγμή στην άλλη; Πώς τα καταφέρνουν μερικοί; …αναρωτιέται μες τη μαυρίλα του; Ποιος θα του δώσει δουλειά στα πενήντα του;/ Ένας αφόρητος πόνος κι ένα σφίξημο στο στήθος τού θόλωσαν το βλέμμα./Γονάτισε τρομαγμένος στη μέση του πεζόδρομου. Φώναξε για βοήθεια. /Δεν τα κατάφερε. /Ένιωσε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν.»

Τέλος, δε θα μπορούσα να παραλείψω ένα ακόμα λογοτεχνικό εύρημα στην «Άδεια φωλιά», αυτό της διάσωσης της τοπικής ελληνικής διαλέκτου, που είναι από τα σημαντικότερα θέματα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Να μη χαθεί η ντοπιολαλιά της ελληνικής περιφέρειας και μέσα από τις ιστορίες και τα διηγήματα να αναδειχθεί και να διασωθεί.

Γράφει η συγγραφέας στο διήγημα «Σε διάστασ’»:

«Δεν π’ στεύου, τ’ λέου, να κάνιτ’ κάνα αστείου κι να μας θάψιτ’ χώρια μιθαύριου; Αυτό στου λέου, δε θα τ’ αντέξου. Να, πώς να ‘ταν τρόπους να πέθινα τώρα δα, άμα πρόκειτ’ να γίν’ αυτό του πράμα. Θα ‘μαστ’ στουν ίδιου τάφου μι τουν παππού σ’ κι ας είμαστ’ σι διάστασ’  ε;» του ρώτ’σα για να σιγουριφτού , κι άμα μού ‘λεγ’ τίπουτα σούξου μούξου, δε θα τ’ άφ’να μι τίπουτα να προυχουρήσ’ τα χαρτιά.»

Θα μπορούσα να αναλύσω κι άλλες από τις ιστορίες της «Άδειας φωλιάς», αλλά δεν είναι αυτός ο σκοπός μου. Σκοπός μου είναι ο αναγνώστης να διαβάσει τις ιστορίες της συγγραφέως, να σκεφτεί, να προβληματιστεί και ίσως να βρει και τις λύσεις για ένα καλύτερο  αύριο, για έναν καλύτερο κόσμο.

Εύχομαι στη συγγραφέα καλοτάξιδη η «Άδεια Φωλιά» της και μακάρι όλοι εμείς να γεμίσουμε με όλα αυτά τα συναισθήματα που εγείρει η ανάγνωσή της, συναισθήματα αγάπης, προσφοράς και ενσυναίσθησης, που διακρίνουν τη συγγραφέα και αποτυπώνονται στην πένα της.

Άλλωστε όπως μας λέει και η ίδια  στο ομότιτλο διήγημα «Άδεια φωλιά»:

«Με την αγάπη για οδηγό πορεύτηκα μέχρι τώρα στη ζωή μου, κι η αγάπη για μένα δε λαθεύει ποτέ, να το ξέρεις./Κρατάει το σκήπτρο σαν βασίλισσα, είναι το βαθύτερο απ’ όλα τα αισθήματα και το πιο αληθινό…/Χορταίνεται η αγάπη, ψυχή μου;»

Τζούλια Πουλημενάκου

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ: Η συγγραφέας Νίκη Μπλούτη Καράτζαλη γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Άγιο Γεώργιο Λιβαδειάς. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια ζει μόνιμα με την οικογένειά της στη Λιβαδειά και ασχολείται με τη συγγραφή.Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά περιοδικά (Λόγω Γραφής, vivlionet, Gulturagenta, Θεματοφύλακες βιβλίων κ.α) και στην τοπική εφημερίδα «Διάβημα». Τελευταία, συνεργάζεται με τo ψηφιακό περιοδικό «GreekAffair», καθώς επίσης και τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής» στην οποία δημοσιεύει διηγήματα στη στήλη «Ένα τραγούδι για σένα». Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής και έχει συμμετάσχει σε εκδηλώσεις για παιδιά (ανάγνωση, εργαστήρια δημιουργικότητας) στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Λιβαδειάς. Διηγήματά της διακρίθηκαν σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και έχουν συμπεριληφθεί σε Ανθολογίες.Έχει εκδώσει δυο μυθιστορήματα, «Όταν η σιωπή μιλάει στα όνειρα»(Πρότυπες εκδόσεις Πηγή)- Νοέμβριος 2014, και «Κάποτε… στον Παράδεισο» (Εκδόσεις Όστρια)- Μάιος 2016. Το 2017 κυκλοφόρησε η πρώτη συλλογή διηγημάτων της με τίτλο  «Το κίτρινο δάνειο». (Εκδόσεις Όστρια)- Νοέμβριος 2017.  Το διήγημα «Το κίτρινο δάνειο» πήρε το Α’ Βραβείο στον Πανελλήνιο διαγωνισμό της Εταιρίας ΕΤΕΠΚ το 2016 και το διήγημα  «Τα φιλαράκια» διακρίθηκε με έπαινο στον ίδιο διαγωνισμό το 2017.

 

Επιμέλεια κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο:Τζούλια  Πουλημενάκου

Για το «Επί-Λόγου» – Συγγραφικά αφιερώματα

Αθήνα Οκτώβριος 2019

 

Απαγγέλλει: ο ποιητής Πότης Κατράκης

Στίχοι: Πότης Κατράκης

Μουσική: Δημήτριος Παναγόπουλος

Τραγούδι: Βασίλης Πάτσιος Mελοποιημένο ποίημα του Πότη Κατράκη Το Ελληνικό έπος 40-41

Επιμέλεια βίντεο : Stella Gkoutzourela

(Στίχοι  1 – 2074)

Ήτανε μέρα σκοτεινή στα τέλη του Οκτώβρη

εκείνος που το τόλμησε απ’ το θεό θα το βρει.

Ο Ιταλός ο πρεσβευτής στην Κηφισιά πηγαίνει

στου Έλληνα Πρωθυπουργού το σπίτι ανεβαίνει

του λέει έχω μήνυμα σπουδαίο να σου δώσω                                    5

από την αγωνία μου κοντεύω να ιδρώσω

το μήνυμα είναι κακό θα σε στεναχωρήσει

την αγαθή σου την ψυχή φαρμάκι θα ποτίσει.

Ο Μουσολίνι απαιτεί τους δρόμους να ανοίξεις

για να περάσει ο στρατός κι υποταγή να δείξεις                               10

κι αν τύχει και το αρνηθείς πολλή ζημιά θα κάνει

εσένα και τη χώρα σου μπορεί και να ξεκάνει.

Το παίρνει ο Πρωθυπουργός γρήγορα το διαβάζει

κι απ’ τη μεγάλη ταραχή βαριά αναστενάζει

νιώθει να τον τυλίγουνε της συμφοράς οι βρόγχοι                            15

και χωρίς να πολυσκεφτεί βροντοφωνά το ΟΧΙ.

Τρέχει βρίσκει το Βασιλιά και τα επιτελεία

τους λέει με λεπτομέρεια όλη την ιστορία.

Χωρίς να χάσουνε καιρό φιρμάνια υπογράφουν

μιλάνε για αντίσταση και ιστορία γράφουν.                                       20

Και σαν προβάλλει η αυγή και ξημερών’ η μέρα

το μήνυμα ακούγεται παντού πέρα ως πέρα

γίνεται μια οχλοβοή χτυπάνε οι καμπάνες

στους δρόμους κατεβαίνουνε άνδρες παιδιά και μάνες

πετάνε πέρα το σφυρί αξίνες και δρεπάνι                                          25

και πάνε να φορέσουνε της νίκης το στεφάνι

να συναντήσουν τον εχθρό και να τονε χτυπήσουν

για της πατρίδας την τιμή το αίμα τους να χύσουν.

Προτού το τελεσίγραφο ακόμα να εκπνεύσει

τα πρώτα βόλια του εχθρού είχανε κιόλας πέσει                               30

περάσανε τα σύνορα δρόμους και μονοπάτια

ό,τι μπροστά τους βρίσκεται το κάνουνε κομμάτια

σκοτώνουν κι ερημώνουνε τη γη όπου περνάνε

νομίζουν σε διασκέδαση ακόμα ότι πάνε.

Χωρίς να βρουν αντίσταση φτάνουνε στους Φιλιάτες                        35

κάθε λογής οχήματα πεζοί και ποδηλάτες.

Οι Έλληνες τους καρτερούν άγρυπνοι περιμένουν

και όταν ήρθε η στιγμή αμέσως επεμβαίνουν

χτυπούν με πυροβολικό όλμους και πολυβόλα

είναι λίγοι κι αδύναμοι και τα θυσιάζουν όλα                                      40

τους κλείνουν τα περάσματα και πίσω τους γυρίζουν

με το ντουφέκι το σπαθί σαν στάχυα τους θερίζουν.

Λίγο πιο ανατολικά φτάνουνε στο Καλπάκι

οι δυο στρατοί αρπάζονται σαν όρνιο με γεράκι

χτυπιούνται με αυτόματα και με χειροβομβίδες                                   45

σαν το χαλάζι τ’ ουρανού πέφτουνε οι οβίδες

άρματα ξεκοιλιάζονται και πυροβόλα σπάζουν

οι Έλληνες αμύνονται και κάτω δεν το βάζουν.

Έρχετ’ η νύχτα άγρια σκληρή φουρτουνιασμένη

οι δυο στρατοί στα διάσελα χτυπιούνται μανιασμένοι                         50

αναστενάζ’ η Ήπειρος από το κανονίδι

οβίδες κόβουνε κορμιά θερίζει το λεπίδι.

Η επιστράτευση νωπή μικρή η εφεδρεία

στους Έλληνες απόμεινε σαν όπλο η ανδρεία

έχει δυνάμεις ο εχθρός τανκς και αεροπλάνα                                        55

εκατομμύρια πεζούς τα σχέδιά του πλάνα

θέλει να πάρει τα στενά Μέτσοβο Καλαμπάκα

κι οι Έλληνες που τα κρατούν είναι μια μόλις δράκα.

Ρίχνει όλο το βάρος του για να τα προσπεράσει

και σε δυο μέρες το πολύ στη Λάρισα να φτάσει                                  60

χτυπά με πυροβολικό τον τόπο ανασκάφτει

το πεζικό ακολουθεί κι ακόμα δε σκοντάφτει

μα σαν πλησίασε κοντά στον Έλληνα φαντάρο

συνάντησε το διάβολο κι αντίκρισε το χάρο.

Χτυπούν τα λιανοντούφεκα χτυπάνε τα κανόνια                                   65

γίνεται κοσμοχαλασιά τινάζονται κοτρόνια

η μάχη ’ναι αμφίρροπη κανένας δε νικάει

οι Έλληνες αμύνονται το μέτωπο δε σπάει

τότε ανοίγ’ ο ουρανός και καταρράχτες ρίχνει

μουλάρια αυτοκίνητα η νύχτα καταπίνει                                                70

πήρανε τα μεσάνυχτα κι ακόμα να κοπάσει

νομίζεις η συντέλεια του κόσμου πως θα φτάσει.

Με τούτο τον κατακλυσμό οι Ιταλοί ξεβγαίνουν

ανηφορίζουν τον γκρεμό και τη Γραμπάλα παίρνουν

αποτελεί οχύρωμα και μετερίζι πρώτο                                                   75

στο δρόμο για τα Γιάννενα μοναδικό πιλότο.

Ο Κατσιμήτρος τ’ άκουσε και τη φωνή σηκώνει

προτού ροδίσει η αυγή το τόξο του τεντώνει

στέλνει το πυροβολικό και άνδρες δύο λόχους

στις τρεις τα ξημερώματα σφυροκοπούν τους στόχους                        80

φτάνουν οι άνδρες στην κορφή τις ξιφολόγχες βάζουν

τους Ιταλούς π’ αμύνονται απ’ τη Γραμπάλα βγάζουν.

Είχανε είκοσι νεκρούς κι εξήντα τραυματίες

ο Μέραρχος στους νικητές δίνει ευχαριστίες.

Προτού μερώσει η αυγή και τα πουλιά λαλήσουν                                  85

τα σιδερένια ερπετά πάνε να ξεκινήσουν

είναι περίπου εκατό με οπλισμό γεμάτα

φαίνονται στον ορίζοντα κινούνται αεράτα

κανένας λένε δεν μπορεί πια να τα σταματήσει

κι όποιος τολμήσει σίγουρα θάνατο θ’ αντικρίσει.                                  90

Από τα χαρακώματα τα βλέπουν οι φαντάροι

να προχωρούν επάνω τους με κομπασμό και χάρη

κι όλο ζυγώνουν πιο κοντά χωρίς να σταματάνε

ανήμποροι να αμυνθούν τι θα γενεί ρωτάνε.

Μα μες στην απορία τους χτυπάει το κανόνι                                          95

ξερνά ατσάλι και φωτιά και βράχους ξεριζώνει

σκορπίζει μαύρο θάνατο σπέρνει φωτιά και τρόμο

τα πρώτα τους τινάζονται και φράζουνε το δρόμο

τα άλλα στρίβουνε δεξιά και στα χωράφια μπαίνουν

που τάφροι με λασπόνερα και νάρκες περιμένουν                               100

και τα χτυπάνε στην κοιλιά σαν τσόφλια τα τινάζουν

οι Ιταλοί που τα θωρούν βαριά αναστενάζουν

είναι το τέλος τους φριχτό μεγάλ’ η συμφορά τους

χάνουνε τις ελπίδες τους παγώνουν τα φτερά τους.

Κλαίει ο Ντούτσε και θρηνεί τραβάει τα μαλλιά του                            105

βλέπει ότι η νίκη πια δεν είναι στη μεριά του.

Φέρνουν οι Ηπειρώτισσες τα πυρομαχικά τους

τα κουβαλούν περήφανες σαν νάταν τα προικιά τους

τα ανεβάζουνε ψηλά στου ουρανού τα στήθια

μοιάζουν νεράιδες όμορφες που ζουν στα παραμύθια.                        110

Φορτώνονται φυσίγγια, αυτόματα και όλμους

τρέχουνε σε γιδόστρατες με πληγιασμένους ώμους

σ’ απάτητες βουνοκορφές σε κρυσταλλένια βράχια

θερίζοντας με την ψυχή της λευτεριάς τα στάχυα.

Οι Ιταλοί τους ρίχνουνε να μαυροφορεθούνε                                        115

μαντήλια μελανόχρωμα για πένθος να κρατούνε

μα ξέχασαν ότι φορούν τα μαύρα και χορεύουν

μάχονται με το θάνατο γελούν και αντρειεύουν.

Και νέα τους επίθεση σε λίγο ξετυλίγουν

πασχίζουν να περάσουνε ξανά πυρά ανοίγουν.                                   120

Κουμάτα και Παλιόκαστρο προπύργια υψώνουν

τα εχθρικά στρατόπεδα με πτώματα τα στρώνουν.

Στη γέφυρα του Καλαμά στον Άγιο Θανάση

σαράντα νέα άρματα η κόλαση θα βράσει.

Φρούριο αδιαπέραστο έγινε το Καλπάκι                                               125

γεράκι με πλατιά φτερά και φίδι με φαρμάκι.

Η μέρα τούτη πέρασε την άλλη με το δείλι

ο χάρος και ο θάνατος πιάνουνε το μαντήλι

νέο χορό αρχίζουνε ψυχές πα να μαζέψουν

στο άρμα τους νέους νεκρούς και συμφορές να ζέψουν.                     130

Πάλι κινούν οι Ιταλοί να πάρουν τη Γραμπάλα

που άλλαζε στρατόπεδο σαν ποδοσφαίρου μπάλα

μουγκρίζουνε τα άρματα και το κανόνι βάζει

κάθε πλαγιά και κορυφή την όψη της αλλάζει.

Και σαν η νύχτα έπεσε και το Σκοτάδι απλώθη                                    135

επίθεση των Ιταλών με λύσσα ξεδιπλώθη

εστείλανε για έφοδο του θάνατου στρατιώτες

γερούς και λεοντόκαρδους φανατικούς πατριώτες

πάνε από κρυφές μεριές από γκρεμούς και βράχους

σαν τους παλιούς και άξιους ρωμαίους μονομάχους                            140

φτάνουνε ως την κορυφή τα πολυβόλα στήνουν

την τύχη αυτού του πόλεμου φιλοδοξούν να κρίνουν

ορμάνε αιφνιδιαστικά και τηνε ξαναπαίρνουν

μηνύματα ενθουσιασμού στο μέραρχό τους στέλνουν.

Ο Κατσιμήτρος έντρομος στέλνει μια τριλοχία                                      145

και λέει να πολεμήσουνε με θάρρος και ανδρεία

γιατί αν αποτύχουνε είναι όλα χαμένα

και του λαού τα όνειρα στο χάος γκρεμισμένα.

Οι άνδρες τ’ ανεβαίνουνε στην κορυφή της φτάνουν

και την πληγή της άμυνας επιχειρούν να γειάνουν.                              150

Μέσα στο κρύο στη βροχή και στο βαθύ σκοτάδι

ανοίγουνε τα στόματα του αδηφάγου Άδη

χωρίς να πέσει ντουφεκιά χωρίς να ρίξουν βόλι

όπως οι κερατόμορφοι της κόλασης διαβόλοι

τις ξιφολόγχες βγάζουνε και το ατσάλι μπήγουν                                   155

στα σώματα των Ιταλών και τους ωθούν να φύγουν.

Οι Ιταλοί δεν μπόρεσαν με λόγχη να παλέψουν

τη λάμα την ατσάλινη στα σωθικά ν’ αντέξουν

και μόλις την αντίκριζαν το βάζανε στα πόδια

χωρίς να λογαριάσουνε ευθύνες και εμπόδια.                                      160

Το φρούριο εσώθηκε πήρανε τη Γραμπάλα

και θάψανε των Ιταλών τα πλάνα τα μεγάλα.

Στης Πίνδου τα ψηλά βουνά μια νέα μεραρχία

η Τζούλια η περίφημη του Ντούτσε η λατρεία

προτού το τελεσίγραφο των Ιταλών εκπνεύσει                                     165

δάφνες και δόξες και τιμές επιχειρεί να δρέψει.

Οργανωμέν’ επίθεση στο κέντρο δοκιμάζει

και ξεκινά για Μέτσοβο σαν να το διασκεδάζει

έχει στρατιώτες άριστους και άρτια γυμνασμένους

Ρωμαίους σκληροτράχηλους και αποφασισμένους.                             170

Απέναντί της Έλληνες δύο χιλιάδες μόνο

έχουν ταχθεί να αμυνθούν και να κερδίσουν χρόνο

με το Δαβάκη αρχηγό σκληρά να πολεμήσουν

και όλα τα περάσματα στους Ιταλούς να κλείσουν.

Τραβούν μπροστά οι Ιταλοί χτυπούν και προχωράνε                           175

αμύνονται οι Έλληνες μα δεν τους σταματάνε

μέσα στο κρύο στη βροχή και στις πολλές πιέσεις

υποχωρούν συμπτύσσονται και πιάνουν νέες θέσεις.

Κρίσιμη η κατάσταση και τους προβληματίζει

ποιο θα ’ναι τ’ αποτέλεσμα κανένας δε γνωρίζει.                                  180

Στις δύσκολες αυτές στιγμές που όλα καταρρέουν

δυνάμεις των μετόπισθεν συνέχεια συρρέουν

να πιάσουνε υψώματα κι εκεί να γαντζωθούνε

οι Ιταλοί που προχωρούν πίσω ξανά να ρθούνε.

Σαν όλα ήταν έτοιμα οι εφεδρείες φτάσαν                                             185

και όσοι πολεμούσανε επήραν μιαν ανάσα

ο Μέραρχος τα σχέδια της άμυνας αλλάζει

κι επίθεσ’ ολομέτωπη στο στράτευμα διατάζει.

Στη Λυκοράχη στην Οξιά διατάζει το Μεσύρη

πίσω από το άρμα του τους Ιταλούς να σύρει                                        190

στην Τσούκα το ψηλό βουνό τον Καραβία στέλνει

που ολημερίς πυκνή βροχή και καταχνιά το δέρνει

στη Φούρκα και στο Κούτσουρο τον ένδοξο Δαβάκη

που μάχεται απ’ την αρχή με πείσμα και μεράκι

για την πατρίδα την τιμή να πολεμήσουν λέει                                         195

τον Ντούτσε να ντροπιάσουνε κι από καημό να κλαίει.

Το ντουφεκίδι ξεκινά γλυκοχαράζ’ η μέρα

κρότοι και ποδοβολητά δονίζουν τον αέρα.

Βγάζ’ ο Δεσύρης το σπαθί ακάθεκτα ορμάει

την άμυνα των Ιταλών στα τέσσερα τη σπάει                                          200

πολλοί ’ναι οι αιχμάλωτοι σωροί τα πτώματά τους

με πόνο και με σπαραγμό μετρούν τη συμφορά τους.

Μα ο Δαβάκης καρτερεί και δεν μπορεί να δράσει

οι λόχοι του στο μέτωπο δεν έχουν ’κόμα φτάσει

φτάνουν αργά και προχωρεί μα τα βουνά πελώρια                                 205

ελάχιστα του μένουνε ν’ ανέβει περιθώρια.

Στ’ αριστερό του πολεμούν άνδρες του Καραβία

μα τους χτυπούν οι Ιταλοί με πάθος και μανία

πρώτος ο Διάκος λοχαγός στην Τσούκα ανεβαίνει

μα ο στρατός των Ιταλών πίσω την ξαναπαίρνει                                     210

σώμα με σώμα μάχονται και με χειροβομβίδες

με πολυβόλα και σπαθιά όλμους και αραβίδες

ολημερίς παλεύουνε την κορυφή να πιάσουν

με πείσμα και ηρωισμό χωρίς να ξαποστάσουν.

Το ύψωμα είναι κλειδί και όποιος το κατέχει                                           215

πρωτοβουλία κίνησης στον πόλεμο θα έχει.

Ο Διάκος πάλι ξεκινά και την καταλαμβάνει

μα κι ο στρατός των Ιταλών το θάρρος του δε χάνει

αντεπιτίθεται ξανά και πίσω τηνε παίρνει

στο λόχο τον ελληνικό μπελάδες ξαναφέρνει                                         220

για τρίτη τώρα πια φορά ο Διάκος ξεκινάει

και στο δεξί το χέρι του περίστροφο κρατάει.

Βροντούν κανόνια και η γης τρέμει κι αναστενάζει

αλλά ο Διάκος προχωρεί και κάτω δεν το βάζει

ξεκίνησε χαράματα και είναι μεσημέρι                                                    225

η πίστη του ακλόνητη πως θα τα καταφέρει

πλησιάζει ως την κορυφή χτυπά με το πιστόλι

αλλά η μοίρα του κακιά τον βρίσκει ένα βόλι

και του τρυπάει την καρδιά πέφτει νεκρός στο χώμα

αλλά το ύψωμα κρατά δεν πάρθηκε ακόμα.                                           230

Ο Ντάσκας παίρνει τώρα πια του λόχου τα ηνία

και πολεμά στη θέση του με θάρρος και ανδρεία

όμως μια δεύτερη ριπή τον βρίσκει στο κεφάλι

κι ο λόχος του ακέφαλος γυρίζει πίσω πάλι.

Φεύγει από τα Γρεβενά με βιάση κι αταξία                                             235

του ιππικού η διαλεχτή Πρώτη Ταξιαρχία

έχει για επικεφαλής έναν συνταγματάρχη

Δημάρατο τον λέγανε και γνώριζε να άρχει.

Όλη τη νύχτα περπατά με κρύο και χαλάζι

η νύχτα ρίχνει κεραυνούς αλλά δεν την τρομάζει                                   240

κοντά στα ξημερώματα στο μέτωπο ’χει φτάσει

μα σέρνεται κατάκοπη θέλει να ξαποστάσει.

Αυτή την ώρα φαίνεται του Πανταζή το τάγμα

το κυνηγούν οι Ιταλοί και όλα είναι δράμα.

Λένε η Τζούλια προχωρεί και όλο κατεβαίνει                                         245

ολοταχώς στο Μέτσοβο ακράτητη πηγαίνει

τη Σαμαρίνα άρπαξε βρίσκεται στη Βωβούσα

κυριαρχεί στο μέτωπο είναι παντού παρούσα

έχει σκοπό την άμυνα στα δυο να την κόψει

κι είναι ανάγκη ο στρατός να το ’χει στα υπ’ όψη                                   250

κεραυνοβόλο πόλεμο θέλει να εφαρμόσει

να κόψει τους εφοδιασμούς κι όλα να τα νεκρώσει

πίσω πως την ακολουθεί η Μεραρχία Μπάρι

και σ’ όλα τα μετόπισθεν σηκών’ αυτή τα βάρη

χτυπά τις θέσεις του στρατού και τις εξολοθρεύει                                  255

φτάνει τη νύχτα στον Πουρνιά κι εκεί στρατοπεδεύει.

Σαν τ’ άκουσ’ ο Δημάρατος το στράτευμα συνάζει

αντίκρυ του ορθώνεται και δυνατά φωνάζει.

Αυτή την ιερή στιγμή σ’ αυτά εδώ τα μέρη

τη νίκη ή τον όλεθρο ο χρόνος θα μας φέρει                                          260

στα δυο σας χέρια βρίσκεται σήμερα η πατρίδα

όταν τη μάχη χάσουμε χάνεται καθ’ ελπίδα

θα την πατήσουν οι εχθροί και θα την καταστρέψουν

και στο χειρότερο ζυγό για πάντα θα τη ζέψουν

προτού προφτάσει ο εχθρός κι άλλο στρατό να στείλει                         265

είναι ανάγκη άμεση η νίκη ν’ ανατείλει

άλλο καιρό δεν έχουμε λίγο ξεκουραστείτε

και έπειτα σαν λέοντες στη μάχη να ριχτείτε.

Ανάσα λίγη παίρνουνε και παν να πολεμήσουν

για της πατρίδας την τιμή το αίμα τους να χύσουν.                                270

Παίρνει ο Δαβάκης τους μισούς κι αμέσως ξεκινάει

για να χτυπήσει τον εχθρό εκεί που τον πονάει

είναι θεριό που δε λυγά λιοντάρι που βρυχάται

δε λογαριάζει τον εχθρό το χάρο δε φοβάται

στη μία τα μεσάνυχτα αρχίζει τον αγώνα                                                275

και παρασύρει τον εχθρό σε άγριο τυφώνα

τονε σαρώνει τον χτυπά τον αποτελειώνει

από τους αμυνόμενους κανένας δε γλιτώνει

παίρνει όλα τα οχυρά που έχουνε αξία

τη Φούρκα την απόρθητη και τον Προφήτ’ Ηλία.                                 280

Μα στο Ταμπούρι ο εχθρός δεν το χει βάλει κάτου

παλεύει και αμύνεται σκληρά μέχρι θανάτου

τότε παίρνει απόφαση ξανά να το χτυπήσει

χαράκωμα και οχυρό όρθιο να μην αφήσει

μα καθώς ετοιμάζεται πάνω του να ορμήσει                                          285

μια σφαίρα από τον εχθρό το δρόμο θα του κλείσει.

Θανάσιμα τον πλήγωσε δεν έχει πια ελπίδα

η είδηση απλώθηκε σαν μαύρη καταιγίδα.

Κλαίνε οι λόγγοι τα βουνά και οι φαντάροι όλοι

μαύρος βοριάς εσκέπασε κάθε χωριό και πόλη.

Ο Μέραρχος στη θέση του τον Καραβία βάζει

που χωρίς χάσιμο καιρού επίθεση διατάζει                                            290

η μάχη είναι φονική αμφίρροπη μεγάλη

πέφτουν τα βλήματα βροχή θερίζει το ατσάλι

με μία τους εξόρμηση οι Ιταλοί κερδίζουν

τους Έλληνες θερίζουνε και πίσω τους γυρίζουν.

Ο Καραβίας το κακό κοιτάζει και δακρύζει                                             295

διατάσσει αντεπίθεση και ο τροχός γυρίζει

πέφτει ευθύς ο Άη-Λιας πέφτει και το Ταμπούρι

δούλεψε ο ενθουσιασμός η λόγχη το τσεκούρι.

Οι Έλληνες ανδρειώνονται με πείσμα πολεμάνε

πεινάνε και παγώνουνε αλλά δε σταματάνε                                          300

τη μεραρχία ιππικού στο Κουκουρούντζο στέλνουν

να ’ναι κοντά στους Ιταλούς που Μέτσοβο πηγαίνουν.

Οι άλλοι τρία τμήματα γίνονται και τραβάνε

τους Ιταλούς να διώξουνε κι από ορμή μεθάνε

το πρώτο μέσα στο Μουρνιά την Μπάρι να χτυπήσει                           305

στου Γράμμου τις ψηλές κορφές να τηνε διαμελίσει

το δεύτερο τη διάβαση στην Κόνιτσα να κλείσει

τους Ιταλούς που μάχονται στην Πίνδο να λυγίσει

το τρίτο επιτέθηκε και χτύπησε την Τζούλια

την ώρα που στον ουρανό εφάνηκε η Πούλια.                                      310

Γίνονται μάχες φονικές και τιτανομαχίες

που όμοιες τους δεν παίχτηκαν στο Χόλυγουντ ταινίες.

Βροντά αστράφτ’ ο ουρανός πέφτει βροχή και χιόνι

ξερνούν φωτιές τα οχυρά βροντάει το κανόνι

αφήν’ η Μπάρι το Μουρνιά στο Γράμμο ανεβαίνει                                 315

πείνα κακό και θάνατος εκεί την περιμένει

πέφτουνε λόφοι κι οχυρά παντού σφαγή και τρόμος

και κλείνεται οριστικά της Κόνιτσας ο δρόμος.

Στη Σαμαρίνα γίνεται μεγάλο χαροκόπι

καίγονται τα νοικοκυριά σκοτώνονται ανθρώποι                                    320

είναι κλειδί στην Τζούλια και την υπερασπίζει

αν πέσει παγιδεύεται και πίσω δε γυρίζει.

Μέσα σ’ ένα μερόνυχτο οι Έλληνες την παίρνουν

και με ακράτητη ορμή πιο κάτω κατεβαίνουν

πολιορκούν το Δίστρατο χτυπάνε τη Βωβούσα                                     325

η Τζούλια μες στην τρέλα της είναι παντού παρούσα

αποκομμένη κι έρημη σαν το σφαχτό σφαδάζει

νιώθει να ’ναι σε κόλασης καζάνι που τη βράζει

έρχεται σε βοήθεια η αεροπορία

ρίχνει τροφές εφόδια σ’ όλη τη Μεραρχία                                              330

μα οι ανάγκες της πολλές δε φτάνουν να περάσει

κι αναρωτιέται το κακό που μέλλει πια να φτάσει.

Δεν έχ’ άλλη επιλογή από τη σωτηρία

και παίρνει για τα σύνορα αντίστροφη πορεία

μα δίπλα στο Ελεύθερο οι Έλληνες ορμάνε                                          335

το Όγδοό της σύνταγμα με λύσσα το χτυπάνε

οι άνδρες του αμύνονται εφτά συνέχεια ώρες

μέσα σε σύννεφα φωτιάς αλαλαγμούς και μπόρες

τρακόσοι πέφτουνε νεκροί αιχμάλωτ’ εφτακόσοι

ο Ντούτσε είν’ ανίκανος να ρθει και να τους σώσει                              340

μετά χτυπούν το ένατο που τρέχει να ξεφύγει

και το ’χει πιάσει πανικός απελπισιά και ρίγη

αμύνονται οι άνδρες του σαν λύκοι πολεμάνε

αλλά στο τέλος σπάζουνε για Κόνιτσα τραβάνε

τους κυνηγούν οι Έλληνες τους αποτελειώνουν                                   345

από την άγρια σφαγή ελάχιστοι γλιτώνουν.

Στα πρόθυρα της Κόνιτσας η τελευταία μάχη

της Πίνδου της ηρωικής την ίδια τύχη θα χει

οι Ιταλοί αμύνονται μα γρήγορα λυγάνε

βάζουν στην πόλη μια φωτιά στα σύνορα τραβάνε.                             350

Η Πίνδος πια έχει σωθεί είναι λευτερωμένη

μένει σε χέρια ελληνικά ένδοξη τιμημένη.

Αυτή η νίκη η τρανή τον κόσμο θα τρελάνει

είναι ένα κατόρθωμα που άλλος δεν το φτάνει

καμιά ως τότε δύναμη δεν είδαν να παλέψει                                         355

ενάντια στον άξονα και τρόπαια να δρέψε

και μόνο η μικρή Ελλάς ολόθρια πολεμάει

τον αποκρούει σθεναρά και συνεχώς νικάει.

Γιορτάζει η Αμερική γιορτάζει το Λονδίνο

μουδιάζουν και αγαναχτούν Ρώμη και Βερολίνο                                  360

και όσοι ζούνε στη σκλαβιά αρχίζουν να ελπίζουν

στην ξιφολόγχη του τσολιά τα μάτια τους γυρίζουν

τόνε κοιτάζουν σαν θεό και τόνε προσκυνάνε

τη λεβεντιά του χαίρονται και δε λυποψυχάνε.

Όσοι ταλαντευόμενοι παίρνουνε αποστάσεις                                       365

φοβούνται πια να εμπλακούν σε τέτοιες καταστάσεις.

Οι Βούλγαροι μουδιάζουνε κι αρχίζουν να χωλαίνουν

μα και οι Τούρκοι δε μιλούν και ξεκομμένοι μένουν.

Στο βόρειο το μέτωπο προς τη Μακεδονία

γράφεται για τους Ιταλούς μια νέα τραγωδία.                                       370

Οχυρωμένοι στα βουνά προσμένουνε να πέσουν

η Πίνδος και η Ήπειρος τη νίκη τους να δέσουν

κι έπειτα να ορμήσουνε προς τη Θεσσαλονίκη

να καρπωθούνε και αυτοί μία μεγάλη νίκη.

Αλλά οι Έλληνες ορμούν πάνω στην άμυνά τους                                375

διαβαίνουνε τα σύνορα πλησιάζουνε κοντά τους.

Πρώτη στη μάχη ρίχνεται μία ταξιαρχία

ο στρατηγός ο Μεταξάς είχε την αρχηγία.

Πριν ξημερώσει το πρωί την πρώτη του Νοέμβρη

πολύ κακό τους Ιταλούς απρόσμενα θα έβρει                                     380

στις δύο Πρέσπες ξαφνικά ανάμεσα προβάλλει

κι αρχίζει ασυνήθιστη θανατηφόρα πάλη.

Νύχτα με νύχτα πολεμούν χωρίς να ξαποστάσουν

σε λόφους και ψηλές κορφές πασχίζουνε να φτάσουν.

Χτυπάνε Λούβατ Μπίγκλιτσα Καπέτιστα Γκολίνα                              385

παίρνει κεφάλια Ιταλών του χάρου η γκιλοτίνα

πλησιάζουνε οι Έλληνες μέχρι τα δύο μέτρα

οι Ιταλοί αμύνονται πίσω ’πό κάθε πέτρα

σιγούν το πυροβολικό κι η αεροπορία

με το μαχαίρι γράφεται κι αυτή η ιστορία                                             390

τρυπά η λόγχη τα πλευρά το αίμα τρέχει βρύση

η λευτεριά το γεύεται για να μπορεί να ζήσει.

Αυτός δεν είναι πόλεμος κατάντησε σφαγείο

οι Έλληνες καρπώνονται της νίκης το βραβείο

βαδίζουν κι όλο πιο βαθιά μπήγουνε το μαχαίρι                                  395

κι από ψηλά τους ευλογεί της Παναγιάς το χέρι.

Παίρνουν κι άλλα υψώματα στο κέντρο και στο νότο

τρέμουνε κάμποι και βουνά στου κανονιού τον κρότο

Μπίγκλιτσα και Καπέτιστα Βρανέστε και Τσαγκόνι

στο πέρασμά του ο τσολιάς και τούτα τα σαρώνει.                              400

Τώρα Μοράβα και Ιβάν είναι οι νέοι στόχοι

που στέκονται αντικριστά στου μαχαιριού την κόχη

είναι βουνά που κόβουνε της Κορυτσάς το δρόμο

οχυρωμένα τέλεια και προκαλούν τον τρόμο.

Η μάχη π’ αναμένεται θα ’ναι σκληρή μεγάλη                                      405

και προκαλεί στους στρατηγούς εγρήγορση και ζάλη

επίλεκτα στρατεύματα οι Ιταλοί προτάσσουν

μυρίζονται επίθεση και τρέχουν να προφτάσουν.

Τις μεραρχίες Πιέμοντε Βενέτσια και Πάρμα

στέλνουν για ν’ αποτρέψουνε ένα καινούριο δράμα                            410

πιο πίσω τους ακολουθούν και άλλες τρεις ακόμη

Ράτσο Τριέντο Μόδενα που μάχονται με ρώμη

δυο διαλεχτά συντάγματα και άρματα τρακόσια

αεροπλάνα εκατό κανόνια πεντακόσια.

Απέναντι τους καρτερούν έτοιμες να ορμήσουν                                   415

στα οχυρά των Ιταλών και να τα εκπορθήσουν

η Ένατη η Δέκατη και η Δεκάτη Τρίτη

που χουνε άνδρες με ψυχή και αντοχή γρανίτη

η Πρώτη η Ενδέκατη και η Δεκάτη Πέμπτη

με βαθμοφόρους άξιους και στρατηγό λεβέντη.                                   420

Με άγρυπνο το μάτι τους οι Ιταλοί κοιτάζουν

τους Έλληνες να προχωρούν και βαρυαναστενάζουν.

Στην Πίνδο και στην Ήπειρο τις μάχες έχουν χάσει

τις σνμφορές που πάθανε δεν έχουνε ξεχάσει.

Περνούν οι ώρες βιαστικά γεμάτες αγωνία                                           425

και κείνες που ακολουθούν θα γράψουν ιστορία.

Να μετρηθούνε καρτερούν για μια φορά ακόμη

ο τέλειος εξοπλισμός με της ψυχής τη ρώμη.

Τα όπλα πάντα κρίνανε την τύχη στους πολέμους

όμως υπήρξανε φορές που θέρισαν ανέμους                                      430

όταν μπροστά συνάντησαν το θάρρος την ανδρεία

τη δίψα την ακόρεστη για την ελευθερία.

Όταν αυτοί που πολεμούν ξέρουν γιατί πεθαίνουν

και ότι με το θάνατο τη δόξα ανασταίνουν

τότε πια ανατρέπονται της μάχης οι κανόνες                                       435

κι οι δυνατοί γκρεμίζονται σαν χάρτινες κολόνες.

Νοέμβρη δεκατέσσερις μέρα σημαδεμένη

θα μείνει ανεξίτηλα στο χρόνο λαξεμένη

χαράματα κελάηδησε του λόγγου το αηδόνι

τους άνδρες των μεραρχιών στο πόδι ξεσηκώνει                                440

κινούν για την επίθεση με πίστη να νικήσουν

κι αν δεν πετύχουν το σκοπό να μην ξαναγυρίσουν.

Απ’ τη χερσόννησο Παξού ξεχύνοντ’ οι φαντάροι

με όψη άγρια τραχιά φαντάζουνε σαν χάροι

που θα θερίσουνε ψυχές θα διώξουνε διαβόλους                               445

αλπίνους κοκορόφτερους και όλους τους τριβόλους.

Σιωπά το πυροβολικό για να μην τους ξυπνήσουν

στον ύπνο να τους πιάσουνε κι εκεί να τους θερίσουν.

Σπάζουν τις πρώτες τους γραμμές γρήγορα προχωράνε

φτάνουνε στα υψώματα μα κει τους σταματάνε                                   450

τους ρίχνουν τα μυδράλια όλμοι και πυροβόλα

άρματα αερόπλανα και τα τουφέκια όλα

αντεπιθέσεις κάνουνε και πίσω τους γυρνάνε

απελπισμένα μάχονται τις θέσεις τους κρατάνε

αλλά στις δέκα το πρωί το μέτωπο τους σπάει                                    455

όλο στο αίμα βάφτηκε και άλλο δεν κρατάει

αφήνουν πτώματα σωρούς και φεύγουν να σωθούνε

ψηλά σε άλλες κορυφές γρήγορα ν’ ανεβούνε.

Οι Έλληνες ακολουθούν τρέχουν να τους προφτάσουν

όπως ο σκύλος το λαγό στα δόντια να τους πιάσουν                          460

πριν δυνηθούν να φτάσουνε στη δεύτερη γραμμή τους

σαν τρομεροί αρχάγγελοι να πάρουν την ψυχή τους.

Πέφτει κανάτι η βροχή νερό με το τσουβάλι

μα δεν προσμένουν να βρεθεί μια ευκαιρία άλλη

ο δρόμος είναι δύσβατος γεμάτος λασπονέρια                                    465

τα γόνατα λυγίζουνε παγώνουνε τα χέρια

μουλάρια πέφτουν στους γκρεμούς άλογα γονατίζουν

δέχονται εχθρικά πυρά μα πίσω δε γυρίζουν.

Το ύψωμα μπρος στο Ιβάν χιλιάδες τόσα μέτρα

που στέκεται εμπόδιο με τη γυμνή του πέτρα                                      470

πρέπει να εκπορθήσουνε το δρόμο να ανοίξουν

που οδηγεί στην Κορυτσά και τον εχθρό να πλήξουν.

Με το βρεγμένο τους γυλιό το όπλο και τη λόγχη

ανηφορίζουν στο βουνό και στου γκρεμού την κόχη

φτάνουνε ως την κορυφή και πιάνονται στα χέρια                               475

το λόγο τώρα παίρνουνε της φρίκης τα μαχαίρια

καρφών’ η λόγχη τα πλευρά και ουρλιαχτά ξεσπάνε

σ’ αυτού του είδους τη σφαγή οι άλλοι δεν κρατάνε

νιώθουνε τρόμο στην καρδιά και στην ψυχή τους ρίγη

γυρίζουνε την πλάτη τους και όπου φύγει φύγει                                  480

και όσοι δεν προφτάσουνε να φύγουν να γλιτώσουν

τα χέρια τους σηκώνουνε προτού να τους καρφώσουν.

Παίρνονται τα υψώματα και το Ιβάν λυγίζει

η άλωση της Κορυτσάς αρχίζει να ροδίζει.

Οι μάχες συνεχίζονται με ήλιο με σκοτάδι                                            485

και η Μοράβα ξεψυχά στα τάρταρα του Άδη.

Τρεις μέρες συνεχίζεται σώμα με σώμα πάλη

όλες οι θέσεις παίρνονται η μια μετά την άλλη.

Τώρα το πυροβολικό φτάνει και βομβαρδίζει

τα πρόθυρα της Κορυτσάς και το θεριό λυγίζει                                    490

χτυπάει τα στρατόπεδα και το αεροδρόμιο

καταβροχθίζει πτώματα της Άβυσσου το στόμιο.

Οι Ιταλοί λιποψυχούν άλλο πια δεν αντέχουν

βλέπουνε ότι χάνονται και να ξεφύγουν τρέχουν

αδειάζουνε την Κορυτσά στο Πόγραδετς πηγαίνουν                            495

απ’ τις κορφές της Μόραβα γρήγορα κατεβαίνουν.

Εικοσιδύο του μηνός πεντέμισι η ώρα

μπαίν’ ο στρατός στην Κορυτσά γιορτάζει όλ’ η χώρα.

Πρώτος το πόδι πάτησε στην πόλη ο Μπεγέτης

συνταγματάρχης άξιος του έθνους ευεργέτης                                      500

σε κάθε πόλη και χωριό χτυπάνε οι καμπάνες

χαίρονται και γιορτάζουνε γέροι παιδιά και μάνες

απ’ το μπαλκόν’ ο Μεταξάς τη νίκη αναγγέλλει

οι εκκλησιές ανοίγουνε και ψάλλουν οι αγγέλοι.

Σ’ όλο τον κόσμο το γνωστό γίνεται πρώτο θέμα                                505

οι Έλληνες νικήσανε τελείωσε το ψέμα

όλοι συγχαρητήρια στέλνουνε στην Ελλάδα

που έδιωξε τη σκοτεινιά κι έφερε τη λιακάδα

χιλιάδες οι αιχμάλωτοι όπλα μικρά μεγάλα

εφόδια και τρόφιμα όλμοι και τόσα άλλα.                                             510

Ο Μουσολίνι έντρομος την ήττα ρίχνει σ’ άλλους

σε άμυαλους πολιτικούς και στρατηγούς μεγάλους

μα δίνει την υπόσχεση στο τέλος να νικήσει

και την Ελλάδα σίγουρα ότι θα κατακτήσει

όμως κανείς στα λόγια του δεν έχ’ εμπιστοσύνη                                  515

στους δρόμους όλοι τραγουδούν κορόιδο Μουσολίνι.

Η Αίγυπτος που έτρεμε πως θα την κατακτήσει

τον θεωρεί πια κωμικό έχει αναθαρρήσει

ακόμα και στη χώρα του γελοίο τον φωνάζουν

τον θεωρούν ανίκανο μηδενικά του βάζουν.                                         520

Πιο κάτω ο Δεμέστιχας σχέδια ετοιμάζει

και δίχως καθυστέρηση σ’ εφαρμογή τα βάζει

επιτελάρχης διαλεχτός άξιος μελετημένος

σε όλες τις κινήσεις του σωστός και μετρημένος

δίνει αμέσως διαταγές οι στρατηγοί να δράσουν                                  525

πέρα από τα σύνορα υψώματα να πιάσουν.

Ο Κατσιμήτρος προχωρεί ούτε στιγμή δε χάνει

να κατακτήσει βιάζεται της νίκης το στεφάνι

είναι αυτός που έδιωξε τους Ιταλούς στο νότο

και έκανε περήφανο του κανονιού τον κρότο                                        530

χωρίς πολλές απώλειες μα ούτε και με λόγχη

κατόρθωσε τους Ιταλούς να πιάσει στην απόχη

την Ήπειρο λευτέρωσε και πρώτος πάλι τρέχει

να πάρει οχυρώματα που ο εχθρός κατέχει.

Νοέμβρη δεκατέσσερις συννεφιασμένη μέρα                                       535

τα στόματα των κανονιών μουγκρίζουν στον αέρα

απ’ το Καλπάκι ξεκινούν χάραμα οι ευζώνοι

έχουν μπροστά τους Ιταλούς και πίσω το κανόνι

φορούν τσαρούχια κόκκινα και γκρίζα φουστανέλα

τους βλέπουνε οι Ιταλοί και τους αρπάζει τρέλα                                   540

είναι σε τρία τάγματα και χώρια προχωράνε

σε κατευθύνσεις χωριστές καθένα τους τραβάνε.

Το πρώτο πάει αριστερά και πόλεμο αρχίζει

διώχνει μακρά τους Ιταλούς και λάφυρα κερδίζει

το δεύτερο πάει δεξιά δε βρίσκει αντιστάσεις                                       545

καταλαμβάν’ υψώματα για νέες καταστάσεις

το τρίτο βρίσκει σθεναρή αντίσταση παλεύει

μάχεται ώρες δώδεκα σκοτώνει και θεριεύει

πότε νικά τους Ιταλούς και πότε πίσω κάνει

έχει απώλειες πολλές στο στόχο του δε φτάνει                                  550

το ύψωμα Ρεπέτιστα οι Ιταλοί κατέχουν

βοήθεια στους συντρόφους τους από ψηλά παρέχουν

η μάχη με το σούρουπο στο τέλος τελειώνει

και κυνηγούν τους Ιταλούς τη νύχτα οι ευζώνοι

πιάνουν εξήντα τέσσερις και εκατό ακόμα                                          555

και είναι περισσότεροι που κείτονται στο χώμα

πιάνουν και αξιωματικούς όλμους και πολυβόλα

κιβώτια πυρομαχικά βλήματα πυροβόλα.

Κοντά στα ξημερώματα προτού ο ήλιος φέξει

το οχυρό Ρεπέτιστα για να μπορεί ν’ αντέξει                                      560

στις επιθέσεις του τσολιά στης λόγχης το λεπίδι

αρχίζει ένα δυνατό άγριο κανονίδι.

Χτυπούν κανόνια εκατό τον κόσμο ξεκουφαίνουν

μα οι τσολιάδες προχωρούν στο όρος ανεβαίνουν

πίσω το πυροβολικό του Κατσιμήτρου βάζει                                      565

κάθε βολή του εύστοχη και το βουνό στενάζει

το θαύμα πάλι έκαναν κανόνια φουστανέλα

και φέρανε στους Ιταλούς τον τρόμο και την τρέλα

παράτησαν το οχυρό και φεύγουν να σωθούνε

κι άλλοι τα χέρια σήκωσαν για να παραδοθούνε.                               570

Επέσανε η Ρεπέτιστα και Κεφαλοβουλγάρα

και ο τσολιάς περήφανος τραβά για τη Χειμάρρα.

Στη Σκάλα του Κεράσοβου κοντά στη Ζαραβίνα

στο δρόμο προς την Κακαβιά και την Αγιά Μαρίνα

οι Ιταλοί προβάλουνε αντίσταση λυσσώδη                                        575

δίνουνε μάχη δύσκολη άγρια πεισματώδη

είναι μονάδα ειδική στρατιώτες Βερσαλιέροι

ήρθαν να πολεμήσουνε σ’ αυτά εδώ τα μέρη

φοιτούν πανεπιστήμιο διαβάζουν και σπουδάζουν

έντεκα ώρες πολεμούν μα κάτω δεν το βάζουν                                 580

δυο μέρες μόλις φτάσανε με τα αεροπλάνα

τα όνειρά τους μάταια τα σχέδια τους πλάνα.

Λένε θα κατακτήσουνε όλο τον κόσμο πάλι

θα κάνουν την πατρίδα τους ένδοξη και μεγάλη

και θα ιδρύσουνε ξανά την αυτοκρατορία                                          585

που οι Ρωμαίοι είχανε και γράφαν ιστορία.

Ο Μουσολίνι καίσαρας στον τόπο τους θα γίνει

και κείνοι Πραιτωριανοί και ένδοξοι Λατίνοι

θα κατεβούν στην Αίγυπτο θα πάρουν τη Συρία

την Παλαιστίνη το Ιράκ και τη Μικρά Ασία.                                       590

Μα όταν είδαν τον τσολιά πάνω τους να ορμάει

με γένια κι άγρια ματιά με λόγχη να τρυπάει

ν’ ακούγονται σπαραχτικές φωνές απελπισίας

να μην υπάρχει έξοδος φυγής και σωτηρίας

σαν φίδια μέσα στη φωτιά χτυπιούνται και σφαδάζουν                   595

σηκώνουνε τα χέρια τους και ήμαρτον φωνάζουν.

Με το κεφάλι τους σκυφτό πάνε αιχμαλωσία

και μάθανε πως άλλοι πια γράφουν την ιστορία.

Πεζοπορώντας βιαστικά με χιόνια και με κρύο

έφτασε ως το μέτωπο η μεραρχία Δύο                                             600

έχει το Λάβδα στρατηγό και διαλεχτούς ευζώνους

των ένδοξων πατέρων τους άξιους απογόνους.

Χωρίς λίγο να κοιμηθούν χωρίς να ξαποστάσουν

την άμυνα των Ιταλών διατάσσονται να σπάσουν.

Οι ώρες είναι κρίσιμες και πρέπει να προλάβουν                             605

προτού προφτάσουν οι εχθροί ενίσχυση να λάβουν

παίρνουν το δρόμο και χτυπούν Ντούσκα Κεφαλοχώρι

το λόφο του Βασιλικού και το Αηδονοχώρι

πιο πίσω τους ακολουθούν οι πυροβολαρχίες

που ρίχνουνε στους Ιταλούς βολές με ευστοχίες                              610

η μάχη μαίνεται σκληρή είναι θανατηφόρα

ο λόφος του Βασιλικού γίνεται νεκροφόρα

μέσα σ’ ένα οχτάωρο οι Ιταλοί λυγίζουν

τ’ αφήνουν όλα έρημα την πλάτη τους γυρίζουν

και τρέχουν όσο το μπορούν χωρίς να ξαποστάσουν                      615

πέρα από τα σύνορα με την αυγή να φτάσουν.

Οι Έλληνες κυρίεψαν εννέα πυροβόλα

δέκα αντιαεροπορικά και πλήθος πολυβόλα

πήρανε αυτοκίνητα εφόδια και όλμους

και γύρισαν στη βάση τους με φορτωμένους ώμους                         620

λίγο να ξαποστάσουνε και πάλι να κινήσουν

να φτάσουνε τους Ιταλούς και να τους κυνηγήσουν.

Τραβούν Μολυβοσκέπαστο Αηδονοχώρι Γόρμο

περνούν φαράγγια και βουνά για να κερδίσουν δρόμο

φτάνουν στον Παρακάλαμο στο χάνι Δελβινάκι                                 625

το χιόνι γίνεται φονιάς και ο βοριάς φαρμάκι

δίνουνε μάχες στη Ρουψιά Άγιο Κοσμά και Λίμνη

τ’ απρόοπτα είναι πολλά χαράζονται στη μνήμη.

Προτού φανούν κι ορμήσουνε στη Λίμνη οι τσολιάδες

οι Ιταλοί τους χωρικούς βάλανε σε μπελάδες                                    630

πήρανε τις πιο όμορφες και διαλεχτές κοπέλες

τη νίκη να γιορτάσουνε με έρωτα και τρέλες

ήταν αυτές που έφερναν στον ώμο τα φορτία

με θαυμαστό πατριωτισμό και άκρα προθυμία

όμορφες ηπειρώτισσες του έθνους στυλοβάτες                                 635

λουλούδια που καμάρωναν οι ντόπιοι κι οι διαβάτες

κλαίγανε και οδύροντο τα είχανε χαμένα

τα μάτια τους ήταν θολά τα μάγουλα βρεγμένα

μα όταν ξεκινήσανε και πήγαν παραπέρα

φωνές πολλές ακούστηκαν που φώναζαν αέρααα…                         640

Κατέβαιναν απ’ την πλαγιά τσολιάδες οχτακόσοι

τους άκουγαν οι Ιταλοί και είχανε παγώσει

τρέχουν δεξιά κι αριστερά ασύνταχτο κοπάδι

που παίρνει τον κατήφορο κι αφήνει το λιβάδι

γυναίκες τώρα και παιδιά τα όπλα τους αρπάζουν                            645

τους σημαδεύουν τους κτυπούν και πτώματα στοιβάζουν

η Λίμνη λευτερώνεται και κάθε μια κοπέλα

φιλί χαρίζει στον τσολιά γλυκό σαν καραμέλα.

Το δρόμο προς την Κακαβιά οι Ιταλοί κρατάνε

για να μπορούν να σώζονται όταν υποχωράνε                                   650

τη Ράνιτσα κατέλαβαν γερά την οχυρώνουν

φτιάχνουνε χαρακώματα δουλεύουν και ιδρώνουν

είναι βουνό πολύ ψηλό και κείνος που το έχει

μεγάλο πλεονέκτημα στον πόλεμο κατέχει

μια μεραρχία το φρουρεί και Βερσαλιέροι χίλιοι                                  655

άρματα πυροβολικό και σιδερένιοι στύλοι.

Η Όγδοη αντίκρυ του έρχεται μεραρχία

και λίγο πριν επιτεθεί χωρίζεται στα τρία

το πρώτο της απόσπασμα χτυπά το Κρυονέρι

με όλμους πυροβολικό αλλά και το μαχαίρι                                        660

το δεύτερο τα Ράβενια και χάνι Δελβινάκι

που ’χει εμπρός του οχυρά κι ένα βαθύ χαντάκι

το τρίτο τη Στρατίνιστα θέση οχυρωμένη

ώρα την ώρα ο εχθρός τη μάχη περιμένει.

Προτού το χάραμα φανεί στου οχυρού το φρύδι                                665

χτυπά το πυροβολικό και σφάζει το λεπίδι.

Οι Ιταλοί αμύνονται καλά ταμπουρωμένοι

μέσα σε χαρακώματα και οχυρά κρυμμένοι

οι ώρες φέρνουν συμφορές σκοτώνονται φαντάροι

ο ήλιος εβασίλεψε φάνηκε το φεγγάρι                                                 670

οι Βερσαλιέροι πολεμούν πέφτουν μα δε λυγίζουν

τρίζουν τα δόντια στον τσολιά από θυμό αφρίζουν

στις έξι ώρα το πρωί πέφτει το Κρυονέρι

κατόπι η Στρατίνιστα με το μακρύ μαχαίρι

την επομένη παίρνουνε και τον Προφήτ’ Ηλία                                     675

που έχει ανεκτίμητη στρατηγική αξία

την τρίτη μέρα το πρωί τη Βήσανη χτυπάνε

παίρνουν πολλά υψώματα και τις γραμμές τους σπάνε.

Αρχίζει υποχώρηση άτακτη και μεγάλη

οι Ιταλοί αφήνουνε μέσα στην παραζάλη                                             680

τόννους τα πυρομαχικά κιβώτια μεγάλα

ποδήλατα ασύρματους οχήματα και άλλα.

Στη λέσχη αξιωματικών στρωμένο το τραπέζι

με κρέατα και με τυριά ραδιόφωνο να παίζει

λίγο και θα πιανότανε ο στρατηγός Τζανίνι                                           685

που είχε πρώτη έννοια του να τρώει και να πίνει.

Με το τραγούδι ο στρατός για Κακαβιά τραβάει

έχει στα πόδια του φτερά κανείς δεν τον κρατάει.

Ένας τσολιάς ψηλόκορμος λεβεντοκαμωμένος

κατηφορίζει το στρατί στον ώμο φορτωμένος                                       690

έναν φαντάρο Ιταλό που δύσκολα σαλεύει

έχει δυο τραύματα βαριά και γιατρειά γυρεύει

τον βλέπει ένας λοχαγός και του μιλά με βιάση

δώστονε στους αιχμάλωτους γιατί θα σε κουράσει

άσε τους κύριε λοχαγέ γιατ’ είναι ζαλισμένοι                                         695

κι έχει πατέρα κι αδελφές μάνα που περιμένει.

Στ’ αριστερό το μέτωπο στην πλούσια Θεσπρωτία

που χύνεται ο Καλαμάς σε όμορφα τοπία

επιχειρήσεις ξεκινά η μεραρχία όλη

να λευτερώσει γρήγορα κάθε χωριό και πόλη                                        700

και να διαβεί τα σύνορα να πάει παραπέρα

και του Ιταλικού στρατού να πάρει τον αέρα.

Κάνει την αντεπίθεση στις δώδεκα του μήνα

να τον χτυπήσει στην καρδιά να μπει στο κέντρο σφήνα.

Τρία μερόνυχτα χτυπούν οι Ιταλοί κρατάνε                                            705

μα κάνουν έναν ελιγμό και πίσω τους χτυπάνε

παίρνουνε τα υψώματα την όμορφη Σαλίτσα

τους διώχνουν την επόμενη απ’ την Ηγουμενίτσα.

Αμύνονται οι Ιταλοί με αεροπορία

ανάγκη να κρατήσουνε λένε τη Θεσπρωτία.                                           710

Πέφτουνε δυνατές βροχές ο τόπος λασπωμένος

ο δρόμος είναι δύσβατος παντού αποκλεισμένος

δεν έχουνε εφόδια και ρούχα για ν’ αλλάξουν

όσα φοράνε βράχηκαν πρέπει να τα πετάξουν

όμως ανάγκη να τραβούν γυμνοί και πεινασμένοι                                  715

γιατ’ ο εχθρός συντάσσεται και άλλους περιμένει

ο Καλαμάς ξεχείλισε και δύσκολα περνιέται

μα τις ευθύνες του κανείς πια δεν τις απαρνιέται

αποφασίζουν και περνούν το βουερό ποτάμι

άλογα και εφόδια πηγαίνουνε χαράμι                                                      720

τα παρασύρ’ ο ποταμός στη θάλασσα τα στέλνει

μα πρέπει να επιτεθούν αναβολή δεν παίρνει.

Οι Ιταλοί τους βλέπουνε αδειάζουν τους Φιλιάτες

γυρίζουνε στα σπίτια τους και πάλι οι χωριάτες

την επομένη το πρωί και τους Σαγιάδες παίρνουν                                  725

και πέρα ’πό τα σύνορα τις μάχες τώρα φέρνουν.

Το Τρίτο Σώμα του στρατού Νοέμβρη εικοσπέντε

διατάζει μιαν επίθεση στις τέσσερις και πέντε

τη λίμνη να περάσουνε την όμορφη Μαλίκη

κι εκεί να πολεμήσουνε σαν πεινασμένοι λύκοι                                       730

το Πόγραδετς να πάρουνε γερά να ριζωθούνε

μέσα στ’ αλβανικά βουνά κι όλο να προχωρούνε.

Μπροστά τους έχουν οχυρά βάραθρα και χαράδρες

απάτητα σε άλογα και του στρατού τους άνδρες.

Κατηφορίζουν την πλαγιά πιασμένοι χέρι χέρι                                         735

ένα και μόνο γλίστρημα καταστροφή θα φέρει

φτάνουνε ως τη ρεματιά μετά ανηφορίζουν

μέτρο το μέτρο προχωρούν και έδαφος κερδίζουν

μα δέχονται πυκνά πυρά πέφτουν πολλές οβίδες

τους ρίχνουν με αυτόματα όλμους και αραβίδες.                                     740

Περνούν οι ώρες χάνονται αρχίζει να νυχτώνει

και ο εχθρός λυσσομανά χτυπάει και σκοτώνει

η μάχη συνεχίζεται απλώνει το σκοτάδι

στης νίκης τον ορίζοντα δε φαίνεται σημάδι.

Ο Στρατηγός ανησυχεί κάτι καλά δεν πάει                                               745

το τάγμα καθηλώνεται και πια δεν προχωράει

δίνει αμέσως διαταγή να φέρουν το κανόνι

μια λάμψη προσπαθεί να δει και το λαιμό τεντώνει

και ω του Θαύματος ευθύς βλέπει να λαμπιρίζει

σαν δράκος που ξερνά φωτιά σαν φίδι που σφυρίζει                             750

κάπου στην άλλη την πλαγιά ένα πολυβολείο

και ξετυλίγει παρευθύς της μνήμης το αρχείο.

Το σημαδεύει με σπουδή και ρίχνει την οβίδα

χτυπά τα πυρομαχικά σηκώνει καταιγίδα.

Οι Ιταλοί πια δεν κρατούν τα παρατούν και πάνε                                    755

σε μακρινότερα βουνά και πίσω δεν κοιτάνε.

Παίρνονται τα υψώματα Ζερβάσκα Μπραγκοζάτι

που ήταν για το Πόγραδετς το φρύδι και το μάτι

τα δύο τούτα οχυρά οι Ιταλοί τ’ αφήνουν

και στο γενναίο στρατηγό τα όπλα παραδίνουν                                       760

Μουτούση τονε λέγανε κι είχε καρδιά μεγάλη

στους Ιταλούς εσκόρπαγε τρόμο κι ανεμοζάλη.

Οι μάχες συνεχίζονται βόρεια στη Μαλίκη

που ο στρατός αντίσταση και οχυρώσεις βρίσκει

παίρνουν κι άλλα υψώματα μα και πολεμοφόδια                                    765

που λείπανε τόσον καιρό και λύνουν τα εμπόδια.

Οι στρατηγοί των Ιταλών είναι σ’ απελπισία

τους έφερ’ αναστάτωση αυτή η ιστορία

ψάχνουνε για τα αίτια να βρουν αυτόν που φταίει

κι ο ένας για τον άλλονε βαριές κουβέντες λέει                                        770

ο ισχυρός Μπαντόλιο αμέσως παραιτείται

του ρίχνουνε τα άδικα και άλλο δεν κρατείται

ο Μουσολίνι έντρομος τους στρατηγούς συνάζει

εκθέτει την κατάσταση και άγρια φωνάζει.

Τα πράγματα ’ναι σοβαρά κανένας πια δεν ξέρει                                    775

πόσες ακόμα συμφορές ο χρόνος θα μας φέρει

ανάγκη είναι άμεση να ανασφουγκωθείτε

αλλιώς μέσα στη θάλασσα να πέστε να πνιγείτε.

Χειμώνας άγριος βαρύς πυκνό πέφτει το χιόνι

ο δρόμος προς την Πρεμετή το αίμα τους παγώνει                                 780

μα είν’ ανάγκη να διαβούν στο Φράσερι να φτάσουν

όρη λαγκάδια να διαβούν χωρίς να ξαποστάσουν.

Στο Μάλι Κέλκες το βουνό τραχύ και χιονισμένο

που το χουνε οι Ιταλοί καλά οχυρωμένο

γίνονται μάχες άγριες και τιτανομαχίες                                                     785

μια μεραρχία πολεμά και δυο ταξιαρχίες.

Οι Έλληνες τους απωθούν παίρνουν το Ζαβαλίνι

αρχή για την κατάληψη της Πρεμετής θα γίνει

τέσσερις μέρες μάχονται στα χιονισμένα ύψη

ώσπου να σπάσει ο εχθρός και πια να υποκύψει.                                    790

Στο διάσελο του Ντελανιές δίνονται μάχες άλλες

από τις φονικότερες κι από τις πιο μεγάλες.

Του Μάλι Κέλκες οι πλαγιές οι χιονοσκεπασμένες

προβάλλουν αιματόβρεχτες και μαυροφορεμένες

τη μια οι εύζωνοι νικούν πίσω την άλλη κάνουν                                       795

λιποψυχούν οι Ιταλοί και το παιχνίδι χάνουν.

Ο δρόμος προς το Φράσερι διάπλατα ανοίγει

και με τη λόγχη ο τσολιάς τους παίρνει στο κυνήγι.

Λίγο πιο πέρα πολεμά μια άλλη μεραρχία

έχει στρατιώτες ήρωες διεκδικεί πρωτεία

Ογκρέν Κοστρέτς πολιορκεί για να το εκπορθήσει                                   800

να τελειώνει βιάζεται προτού ο ήλιος δύσει.

Στο βάθος μίας ρεματιάς και στο Καστρίτσι πέρα

λευκή σημαία Ιταλοί σηκώνουν στον αέρα

σημάδι ότι θέλουνε για να παραδοθούνε

απ’ του πολέμου τα δεινά κάποτε να σωθούνε                                        805

ήτανε για τους Έλληνες ένα καλό χαμπάρι

και στέλνουν ένα λόχο τους να πάει να τους πάρει

μα σαν πλησίασαν κοντά τα πολυβόλα βάζουν

τους ρίχνουν πάνω στο ψαχνό και πτώματα στοιβάζουν

την μπαμπεσιά τους βλέποντας ο Ταγματάρχης πίσω                             810

φωνάζει όλους φέρτε τους εδώ να τους σουβλίσω

βγάζουν τις λόγχες και ορμούν όλους να τους συλλάβουν

προτού χαθούν στη ρεματιά εκδίκηση να λάβουν

ο Ταγματάρχης πρόσταξε ρουθούνι να μη μείνει

όλους τους μαχαιρώσανε και ο θεός ας κρίνει.                                         815

Στ’ αριστερό το μέτωπο το ιππικό με χάρη

στα κακοτράχαλα βουνά μάχεται σαν λιοντάρι

στο Μάλιμπαρδ αντίσταση γενναία συναντάει

μα ξεγυμνώνει το σπαθί κι ακάθεκτο ορμάει

Μπατζόνια Μπένια Σέκερι πέφτουνε στην ορμή του                                820

και ο εχθρός όπλα πολλά αφήνει στη φυγή του.

Η πτώση πια της Πρεμετής φτάνει ώρα την ώρα

καμπάνες θα χτυπήσουνε ξανά σ’ όλη τη χώρα.

Στο μέτωπο της Κακαβιάς στο χάνι Δελφινάκι

τους· Ιταλούς μοιρολογά ένα χελιδονάκι                                                  825

λέει πως είναι άστοχο εκεί να πολεμάνε

γιατ’ οι γραμμές τους σπάσανε και άλλο δε βαστάνε

να τραβηχτούν ψηλότερα πάνω στο Τεπελένι

που ’χει βουνά απάτητα και ο χιονιάς τα δέρνει.

Οι Ιταλοί το γνώριζαν χωρίς αμφιβολία                                                    830

κι ανοίγανε ορύγματα χτίζαν πολυβολεία

δουλεύανε μερόνυχτα χωρίς να σταματάνε

να φτιάξουνε τα οχυρά έτσι που να μη σπάνε

και ώσπου να τελειώσουνε κι όλα να πάνε πρίμα

πιο πίσω να μην κάνουνε ούτε για ένα βήμα                                           835

μάχες σκληρές να δίνουνε με δόντια και με χέρια

κι αν χρειαστεί να πολεμούν με λόγχες και μαχαίρια

για να τους πάρει ο καιρός τα οχυρά να φτιάξουν

το δρόμο προς τα Τίρανα στους Έλληνες να φράξουν.

Κι όταν οι Έλληνες ορμούν κοντά στην Πολιτσάνη                                 840

καθένας τους ορκίζεται πως πίσω δε θα κάνει.

Ημέρες τους πολιορκούν μα κάτω δεν το βάζουν

νύχτα οι Έλληνες ορμούν και τους αιφνιδιάζουν

οι Ιταλοί στον ύπνο τους τρομάζουν και τα χάνουν

τα χέρια τους σηκώνουνε αιχμάλωτους τους πιάνουν                          845

μαζί τους και ο αρχηγός ένας συνταγματάρχης

που σ’ όλους εκαυχιότανε πως θα γενεί στρατάρχης.

Στους Ποντικάτες και Ραντάτ ο Μουσολίνι στέλνει

σύνταγμα άξιο δυνατό εκεί να περιμένει

τους Έλληνες που φτάνουνε να αντιμετωπίσει                                      850

και πολεμώντας άξια πίσω να τους γυρίσει.

Σαράντα δύο νούμερο ήταν ο αριθμός του

στη μεραρχία Μόδενα ήταν ο στρατηγός του

σαράντα δύο νούμερο είχαν και οι τσολιάδες

που έβαλαν τους Ιταλούς σε άσχημους μπελάδες.                               855

Σαρανταδυό σαρανταδυό αντίκρυ πολεμάνε

χτυπιώνται και σκοτώνονται μα πίσω δε γυρνάνε.

Με πυροβόλα είκοσι σαράντα πέντε όλμους

οι Ιταλοί απέκλεισαν περάσματα και δρόμους

μα χίλιοι τόσοι Έλληνες χτυπάνε το Μουράτο                                       860

που ’ναι βουνό απάτητο και οχυρά γεμάτο

ακολουθούνε πίσω τους οι πυροβολαρχίες

κι ανοίγουνε στους Ιταλούς μεγάλες ιστορίες

βάζουνε κατά του Βομπλό και το περικυκλώνουν

τους Ιταλούς που μάχονται στη φάκα τους τσακώνουν                         865

πιάνουν αιχμάλωτους πολλούς τρακόσους Αρβανίτες

στρατιώτες με τους Ιταλούς και των Ελλήνων θύτες.

Την ίδια μέρα πέφτουνε Κατούνα Ποντικάτες

οι Ιταλοί σκορπίσανε σαν τις βρεγμένες γάτες.

Η Μπούνα ανυπόταχτη κι άλλα κορμιά θα θάψει                                  870

και δεν υπάρχει αδελφή και μάνα να τους κλάψει

δάσος πυκνό μες στο βουνό γερά οχυρωμένο

προπύργιο των Ιταλών με έλατα σπαρμένο

να το πλησιάσουν δεν μπορούν τσολιάδες και φαντάροι

κι ο μέραρχος οργίζεται και πάει να κρεπάρει                                       875

το σώμα στέλνει διαταγή στην Όγδοη να δράσει

να προχωρήσει βόρεια να το υπερκεράσει.

Ο μέραρχος δε συμφωνεί προβάλλει αντιρρήσεις

λέει πως βλέπει δύσκολες τέτοιες επιχειρήσεις

η Όγδοη κουράστηκε συνέχεια πολεμάει                                               880

μέρες τριάντα ακριβώς και άλλο δε βαστάει

στην άμυνα της κράτησε μόνη τρεις μεραρχίες

χωρίς πολλά εφόδια και άλλες εφεδρείες

και τώρα μία τέταρτη προστέθηκε ακόμη

που με τα πλοία έφτασε μέσα από τη Ρώμη                                          885

τις δύο τις ετσάκισε τις έκανε κομμάτια

και χύσαν μαύρα δάκρυα των Ιταλών τα μάτια

όπλα πολλά κυρίευσε και αιχμαλώτους χίλιους

πολλά παιδιά της χάσανε της χαραυγής τους ήλιους

και πρέπει να αναπαυτεί λίγο να ξαποστάσει                                        890

τα όρια της αντοχής έχει πια ξεπεράσει.

Ο σωματάρχης εννοεί τη δύσκολή της θέση

μα ο εχθρός στα σύνορα άγκυρα λέει θα δέσει

κι αν δεν τονε πετάξουνε να πάει παραπέρα

κινδύνευαν να χάσουνε της νίκης τον αέρα.                                          895

Αρχίζει παλ’ επίθεση σκληρή και ματωμένη

η μεραρχία προχωρεί λειψή και λαβωμένη

ολόγυρα στην Κακαβιά ο χώρος έχ’ ανάψει

κάθε του τόπου πιθαμή κρότος και μία λάμψη.

Οι Ιταλοί αμύνονται και πλάτη δε γυρνάνε                                            900

κανόνια αερόπλανα ολημερίς χτυπάνε

πίσω από το πεζικό τα πολυβόλα στήνουν

σκοπεύουν κατά πάνω του και διαταγή τους δίνουν

όσους επιχειρήσουνε τα νώτα να γυρίσουν

να ρίχνουν πάνω στο ψαχνό και να τους αφανίσουν.                           905

Τα πράγματα ’ ναι δύσκολα γιατ’ ο εχθρός κρατιέται

περνούν οι ώρες οι στιγμές και όμως δεν κουνιέται.

Τότ’ ο Βραχνός οργίζεται κύκλωση διατάζει

και των τσολιάδων τη ζωή να παίξει δε διστάζει

με επιθέσεις συνεχείς ηρωϊκές θυσίες                                                  910

πιάνει στα νώτα του εχθρού νέες τοποθεσίες

του κόβει τα εφόδια και όλο τονε σφίγγει

ωσότου τον ανάγκασε να σηκωθεί να φύγει.

Ελεύθερη η Κακαβιά ο δρόμος της θ’ ανοίξει

μια άλλη μάχη φονική έφτασε ως τη λήξη                                            915

σωρός είναι τα λάφυρα πολλοί οι αιχμαλώτοι

τη λευτεριά χαρίσανε σε κάθε ηπειρώτη.

Ολόγυρα απλώνεται τοπίο που τρομάζει

σφαγείο αποτρόπαιο που κόλαση φαντάζει

σε κάθε να χαμόκλαδο σε κάθε μία πέτρα                                            920

πιάσε μολύβι χάροντα και τους νεκρούς σου μέτρα

τα όρνια πέφτουν σύννεφο ανάλαφρα πετάνε

κάθονται στα κουφάρια τους ηδονικά τσιμπάνε

γεύονται σπλάχνα και καρδιές και μάτια ανοιγμένα

παιδιών που χάσαν τη ζωή και φύγαν πικραμένα.                               925

Στη Θεσπρωτία χαμηλά κοντά στην παραλία

επίθεση ξεκίνησε η δύο μεραρχία

και έφτασε πολύ βαθιά στου Τσαμαντά τα όρη

που ’ναι χωριά ελληνικά κι ευλογημένοι χώροι.

Στο μέτωπο της Ήπειρου η Τρίτη μεραρχία                                          930

πέρα από τα σύνορα ξεκίνησε πορεία

πάει με περισσή ορμή το βάπτισμα να πάρει

και να σηκώσει στο εξής του πόλεμου τα βάρη.

Παίρνουνε Κρα και Μπουλαράτ κι όλο .μπροστά τραβάνε

αμύνονται οι Ιταλοί μα δεν τους σταματάνε                                          935

τραβούν για Αργυρόκαστρο και Άγιους Σαράντα

κι όπου περνούν ακούγεται της λευτεριάς η μπάντα.

Στην Πολιτσάνη πάρα κει η αεροπορία

βλέπει σε δρόμους και βουνά στρατιώτες σε πορεία

χτυπά πυκνούς σχηματισμούς και τους εξαθλιώνει                             940

μουλάρια έφιππους πεζούς ομαδικά σκοτώνει

περνούν τον πρώτο πανικό μα πάλι προχωράνε

και στην κοιλάδα του Ξεριά στέκονται για να φάνε.

Μικρή ανάσα παίρνουνε κι ορμάνε με μανία

με περισσό ηρωισμό και άφταστη ανδρεία                                           945

στο Πλατυβούνι ενάντια που ’ναι οχυρωμένο

με χαρακώματα βαθιά και σύρματα πλεγμένο

το προστατεύουν ειδικά τάγματα αθανάτων

που λέγεται πως πολεμούν όλοι μέχρις εσχάτων.

Εκεί μαζί τους έστειλε το γιο του ο Μουσολίνι                                      950

να δείξει σ’ όλους ήθελε τι σημασία δίνει

στο Πλατυβούνι τ’ οχυρό και στους Άγιους Σαράντα

που όταν εχανόντουσαν δυσκόλευαν τα πάντα

γιατ’ ο ελληνικός στρατός θα είχε πια λιμάνι

να μεταφέρ’ εφόδια και μάχες να μη χάνει.

Τρεις μέρες ακατάπαυστα χτυπούσαν τα κανόνια

τα πολυβόλα γρύλιζαν οι ώρες μοιάζαν χρόνια                                   955

την τρίτη τη φαρμακερή για τον εχθρό ημέρα

ακούγετ’ η γνωστή φωνή στους Ιταλούς αέρααα

οι Έλληνες σαν γέρακες με ξιφολόγχ’ ορμάνε

κι από τα χαρακώματα τους Ιταλούς πετάνε.

Η λευτεριά περήφανη στα κάτασπρα ντυμένη                                     960

στους Άη-Σαράντα περπατά δαφνοστεφανωμένη

επέσανε τα φρούρια με σφαίρες και μαχαίρια

τα όρνια πήρανε φτερό ήρθαν τα περιστέρια.

Πέφτουν Δελδίνο Πρεμετή πέφτει η Δερβιτσάνη

τρόμος κατέχει τον εχθρό που φεύγει και δε φτάνει                            965

και πάει προς το Μπουλαράτ Γράψι και Γιωργουτσάδες

μα πίσω τους ακολουθούν με λόγχες οι τσολιάδες

δεν τους αφήνουν να σταθούν χτυπάνε και τους σφάζουν

της λευτεριάς το όραμα στην Ήπειρο χαράζουν

παίρνουν Μεγάλη Λούμποβα το διάσελο του Μούσκες                      970

κι αδειάζουνε τους Ιταλούς σαν τρυπημένες φούσκες.

Τώρα και τ’ Αργυρόκαστρο στο έλεος τ’ αφήνουν

χάθηκαν τα υψώματα και πρέπει να του δίνουν                                 

γιατί υπάρχει κίνδυνος στη φάκα να τους πιάσουν

όταν καθυστερήσουνε κι αργήσουν να τ’ αδειάσουν.                          975

Τέσσερις μέρες έρημο με όψη πονεμένη

τη λευτεριά του καρτερεί που χρόνια περιμένει

το πόδι πρώτο πάτησε σύνταγμα χαλκιδέων

της μεραρχίας διαλεχτό απόσπασμα γενναίον.

Απ’ άκρη σ’ άκρη την αυγή χτυπάνε οι καμπάνες                               980

έπεσε τ’ Αργυρόκαστρο σκούζουν παιδιά και μάνες.

Διάγγελμα ο Βασιλιάς αμέσως αναγγέλλει

το παίρνουν και το διαλαλούν στον κόσμο οι Αγγέλοι

δοξολογίες γίνονται μέσα στις εκκλησίες

στην Παναγιά και στο Χριστό δίνουν ευχαριστίες                               985

Άγγλοι και Αμερικανοί μαζί πανηγυρίζουν

οι Γερμανοί από θυμό σαν τα σκυλιά γαυγίζουν.

Στο Πόγραδετς φτάνει γοργά η Δέκατη Εβδόμη

που έχει άνδρες δυνατούς και με περίσσια ρώμη

τον Μπασακίδη στρατηγό και πυροβόλα έχει                                     990

τις τέχνες τις πολεμικές άριστα τις κατέχει.

Τρεις του Δεκέβρη ξεκινά και μπαίνει στον αγώνα

για να τραβήξει τον εχθρό στη δίνη του κυκλώνα

αναρριχάται σε βουνά ψηλά και χιονισμένα

που τα ’χουνε οι Ιταλοί γερά οχυρωμένα.                                            995

Με επιθέσεις γρήγορες άγριες πεισματώδεις

αντεπιθέσεις φονικές πολλές και θηριώδεις

οι δυο στρατοί παλεύουνε με όπλα και μαχαίρια

πολλές φορές ζυγώνονται και πιάνονται στα χέρια

η μάχη τους αμφίρροπη οι Ιταλοί κρατάνε                                         1000

μάχονται μέχρι θάνατο μα δεν υποχωράνε.

Τη δύσκολη τούτη στιγμή φάνηκε ο Μπασιάκος

συνταγματάρχης έμπειρος και του πολέμου δράκος

παίρνει’ να λόχο και τραβά στων Ιταλών τα νώτα

που τα ’φράζε ψηλός γκρεμός και. έκοβε τη ρότα.                             1005

Με αλυσίδες και σχοινιά οι άνδρες του δεθήκαν

τον ογδοντάμετρο γκρεμό σαν φίδια κατεβήκαν

η νύχτα ήταν παγερή παντού πυκνό σκοτάδι

να βγαίνουν βλέπουν οι εχθροί διαβόλοι ’πο τον Άδη

να βρίσκονται στα νώτα τους μέτρα μόλις διακόσα                            1010

με μάτια που πετούν φωτιές και πυρωμένη γλώσσα

βήματα να ακούγονται στο χιόνι παραπέρα

και να φωνάζουν δυνατά σκοτώστε τους αέρααα

να έρχονται με πρόθεση σαν γίδια να τους σφάξουν

κάθε φυγής την έξοδο οριστικά να φράξουν.                                      1015

Κυκλώθηκαν και δεν μπορούν άλλο πια τι να κάνουν

παρά ή να παραδοθούν ή όρθιοι να πεθάνουν

προτίμησαν το δεύτερο τις ξιφολόγχες βγάζουν

και σαν αγρίμια ρίχτηκαν στους Έλληνες και σφάζουν.

Τα πυροβόλα σίγησαν τα πολυβόλα πάψαν                                      1020

στους αντιπάλους και στους δυο τα αίματα ανάψαν

μόνο φωνές ακούγονται ανθρώπων που ουρλιάζουν

στις μαχαιριές που δέχονται και κάτω δεν το βάζουν.

Η μεραρχία την αυγή όλη μαζί ορμάει

οι οχυρώσεις παίρνονται κι όλο μπροστά τραβάει                             1025

πιάνει αιχμάλωτους πολλούς γύρω στους τετρακόσους

καταμετράει τους νεκρούς τους βρίσκει οχτακόσους

φτάνει στο βράχο που’γινε το μακελειό το βράδυ

μέσα στην παγερή νυχτιά και στο βαθύ σκοτάδι

και τον Μπασιάκο να θωρεί τους λίγους που ’χαν μείνει                   1030

και μένουνε εμβρόντητοι με όσα είχαν γίνει.

Βλέπουν να στέκονται πολλοί με λόγχη καρφωμένοι

και να ’ναι όρθιοι στητοί δυο δυο ζευγαρωμένοι

να ’χει καρφωσ’ ο Έλληνας τον Ιταλό στα σπλάχνα

ο Ιταλός τον Έλληνα και να μη βγάζουν άχνα                                   1035

αλλά ολόρθοι και οι δυο αλληλοκαρφωμένοι

να στέκονται αγάλματα νεκροί μαρμαρωμένοι

συμπλέγματα εξωτικά απ’ της ζωής τη δράση

που καλλιτέχνη έμπνευση δεν μπόρεσε να φτάσει.

Τρεις του Δεκέβρη έπεσε το Πόγραδετς και πάει                              1040

και ο ιταλικός στρατός πιο βόρεια τραβάει

πάει ψηλά στο Ελβασάν δεν έχει άλλη λύση

να φτιάξει οχυρώματα άμυνα να κρατήσει.

Ο Αρχιστράτηγος Σοντού στον Τσιάνο στέλνει γράμμα

του γράφει πως το μέτωπο κατάντησε ’να δράμα                          1045

σε όποια μάχη γίνεται οι Έλληνες νικάνε

οι άνδρες τους λυγίσανε και άλλο δε βαστάνε

ανάγκη είναι άμεση και πρέπει να τα βρούνε

γιατί προβλέπει γρήγορα πως όλοι θα χαθούνε

ανακωχή να κάνουνε ο πόλεμος να πάψει                                      1050

γιατί δεν έχει νόημα κι άλλους νεκρούς να θάψει.

Το παίρνει ο Τσιάνο και ευθύς στο Μουσολίνι τρέχει

πόνος κακό και ταραχή και τρόμος τον κατέχει

πώς να του πει το μήνυμα τόσο κακό μαντάτο

πως όλα πήγανε στραβά και φτάσανε στον πάτο;                          1055

Ότι ο Αρχιστράτηγος ανακωχή προτείνει

ετούτη την ταπείνωση πώς θα την υπομείνει;

Ο Μουσολίνι έντρομος ακούει και θολώνει

τέτοια γελοιοποίηση άλλο πια δε σηκώνει

στη Γερμανία λέει του θα τρέξω να ζητήσω                                     1060

την άδεια να μου δώσουνε να συνθηκολογήσω

δε φταίω αν με πείσατε τη νίκη πως θα πάρω

με τούτα τώρα που μου λες στον Άδη θα σαλπάρω

εγώ δεν έχω πια στρατό παρά δειλά ψοφίμια

που με την πρώτη ντουφέκια σκορπάνε σαν αγρίμια.                      1065

Ο Τσιάνο δεν το δέχεται συνέχιση προτείνει

στον πόλεμο που κήρυξαν και ό,τι θέλ’ τους γίνει

πως κάλλιο να πεθάνουνε μαζί με τους στρατιώτες

παρά να δειλιάσουνε και να φανούν προδότες.

Ο Μουσολίνι πείθεται σχέδιο ετοιμάζει                                              1070

τον Αρχιστράτηγο Σοντού αμέσως τον αλλάζει

και βάζει στο ποδάρι του τον Ούγκο Καμπαλέρο

άνδρα γενναίο έμπιστο Ναπολιτάνο βέρο.

Εκείνος αποδέχεται και πα να πολεμήσει

επίθεση εαρινή καυχιέται πως θ’ αρχίσει                                           1075

τη ρότα πουχ’ ο πόλεμος λέει θα την αλλάξει

τον ταύρο απ’ τα κέρατα με δύναμη θ’ αδράξει.

Οι Γερμανοί ανήσυχοι τον Τσιάνο προσκαλάνε

βλέπουν πως όλα χάνονται κι εξήγηση ζητάνε

του λένε πως τα πράγματα έχουνε παραγίνει                                    1080

και τον ρωτάνε να τους πει τι μέλλεται να γίνει.

Εκείνος βρίσκει αφορμή βοήθεια ζητάει

γιατ’ ο στρατός του χάνεται και άλλο δε βαστάει.

Οι Γερμανοί οργίζονται βρίζουν και απειλούνε

να πολεμήσουν τον ωθούν ειδάλλως να πνιγούνε                             1085

πως μια μικρή βοήθεια μονάχα θα τους δώσουν

αεροπλάνα φορτηγά λίγο να ξαλαφρώσουν

μα πείθονται οι Έλληνες πως εύκολα δε σπάνε

και στην Ελλάδα μόνοι τους θα πρέπει πια να πάνε.

Ακράτητοι οι Έλληνες στα όρη ανεβαίνουν                                         1090

δίνουνε μάχες φονικές κι όλο μπροστά πηγαίνουν

παίρνουνε λόφους και βουνά χωριά και πολιτείες

και διαψεύδουν μια προς μια όλες τις προφητείες

κασσάνδρων που προφήτευαν για νίκες που μιλούσαν

στα μέσα και στον οπλισμό όσων υπερτερούσαν.                               1095

Για την Κλεισούρα βάζουν μπρος που ’ναι οχυρωμένη

και στέκεται ανάχωμα μπροστά στο Τεπελένι

πασχίζουν να προλάβουνε τα οχυρά πριν χτίσουν

να φτάσουν όσο γίνεται και να τους τα γκρεμίσουν.

Όμως μπροστά τους στέκεται το Έξι Έξι Ένα                                      1100

ύψωμα που ’χει οχυρά όσα άλλο κανένα

και πρέπει να το πάρουνε με κάθε τους θυσία

με τόλμη και ενθουσιασμό να γράψουν ιστορία.

Η Όγδοη πάει μπροστά του έθνους το καμάρι

με ακατάλυτη ορμή το ύψωμα να πάρει                                               1105

που το κρατούν οι Ιταλοί σαν οφθαλμού τους κόρη

και αν το χάσουν πέφτουνε όλα τα γύρω όρη

και η Κλεισούρα τότε πια θα πέσει με την πρώτη

ώριμο φρούτο και βορά στον Έλληνα στρατιώτη

άπαρτα έχει φρούρια και πυροβολαρχίες                                             1110

σειρές τα χαρακώματα άφθονες εφεδρείες

γκρεμούς απότομους ψηλούς φαράγγια δασωμένα

πολυβολεία σκεπαστά με σίδερα δεμένα.

Λυσσομανά η παγωνιά τα κόκαλα ραγίζει

μαύρη το ζώνει συννεφιά και συνεχώς χιονίζει                                     1115

πώς ν’ ανεβούν στις κορυφές χωρίς να ξεπαγιάσουν

να μπουν στα οχυρώματα και να τους ξεφωλιάσουν;

Θάνατο σπέρνουν τα πυρά και σπαραγμό το χιόνι

της Όγδοης το μαρτύριο κρατά και δεν τελειώνει

για τέσσερα μερόνυχτα παλεύουνε σαν λύκοι                                       1120

πέφτουνε πλάι τους κορμιά υψώνεται η φρίκη

η πείνα σκάβει την κοιλιά τα γόνατα λυγίζει

σέρνονται σαν το ερπετό που αγκομαχά κι αφρίζει.

Φάνηκαν κι όλας οι νεκροί στην άγρια τούτη πάλη

κρυσταλλιασμένοι άψυχοι το χέρι στη σκανδάλη                                   1125

άγρυπνοι του λαού φρουροί και της ελευθερίας

που γράφουνε τα κείμενα της νέας ιστορίας

όμως την πλάτη δε γυρνούν ούτε λιποψυχάνε

τα δόντια ακονίζουνε ν’ ανέβουν να τους φάνε

δεν έχουν όπλα τέλεια ούτε πολλά κανόνια                                            1130

ρούχα κουβέρτες άρβυλα ν’ αντέξουνε στα χιόνια

μα έχουνε για όπλο τους το θάρρος και τη λόγχη

τον πόθο για τη λευτεριά του Μεταξά το ΟΧΙ.

Τη δύσκολη τούτη στιγμή ο Μέραρχος διατάζει

να πολεμήσουν τον εχθρό εκεί που τονε σφάζει                                     1135

να προσπεράσουν τις γραμμές και πίσω του να φτάσουν

με θαρραλέους ελιγμούς να τον υπερκεράσουν.

Δυο άξια αποσπάσματα αμέσως καταρτίζουν

και ταγματάρχες αρχηγούς γενναίους διορίζουν

τον ένα τονε λέγανε Κατσώτα Παυσανία                                                  1140

της Ρούμελης λεβεντονιός άνθρωπος με αξία

το Στεφανάκο όρισαν υπεύθυνο στο άλλο

να πάει στα νώτα του εχθρού και να του φέρει σάλο.

Βράχο το βράχο περπατούν και όλοι φορτωμένοι

φαντάροι μα και χωρικοί που ήτανε φερμένοι                                        1145

από τη Σέλκα τ’ όμορφο μικρό Ελληνοχώρι

και στα πλευρά των Ιταλών καρφώνουνε το δόρυ.

Ανήσυχος ο Στρατηγός προσμένει να μερώσει

να δει αν το εγχείρημα το έχουν κατορθώσει

και ως ακούει τα γνωστά δικά του πολυβόλα                                         1150

επίθεση διέταξε τα παίζει όλα κι όλα.

Οι Ιταλοί αμύνονται τους Έλληνες θερίζουν

ομάδες λόχους τάγματα χτυπούν και ξεκληρίζουν

πάνω στο χιόνι το παχύ ποτάμι τρέχει αίμα

και χύνεται ορμητικό στης Χίμαιρας το ρέμα.                                          1155

Το πεζικό των Ιταλών πίσω πάει να κάνει

μα βλέπουνε ανάστατοι μια πολυβόλου κάνη

να βάζει κατά πάνω τους όλους να τους θερίζει

και δίπλα έναν λοχαγό να σκούζει και να βρίζει

εμπρός εχθρός πίσω γκρεμός μα τι μπορούν να κάνουν                        1160

τους μοίρας τους ήταν γραφτό να ’ρθουν και να πεθάνουν.

Μένουν εκεί οι Έλληνες ώρες και πολεμάνε

οι Ιταλοί αμύνονται και πίσω δε γυρνάνε

μια δεύτερη επίθεση αιματηρή διατάζουν

συναγερμό σηκώνουνε και με τη λόγχη σφάζουν                                    1165

απόκαμαν οι Ιταλοί αιμορραγούν και σπάνε

τρέχουν να φύγουν να σωθούν και πίσω δεν κοιτάνε

όπλα πολλά αφήνουνε αιχμάλωτους τρακόσους

τρόφιμα πυρομαχικά άταφους οχτακόσους.

Στης Θεσπρωτίας τα βουνά που θάλασσα τα βρέχει                              1170

χιονίζει ακατάπαυστα μα ο στρατιώτης τρέχει

να πάρει τα ψηλά βουνά να φτάσει στη Χειμάρρα

και προκαλεί στους Ιταλούς ανείπωτη τρομάρα.

Μα του ’λυωσαν τα άρβυλα και περπατά στο χώμα

σέρνει βαριά τα πόδια του θαρρείς και είναι πτώμα                               1175

πατά σε βράχους κοφτερούς στα χιόνια και στ’ αγκάθια

σκίζονται τα ποδάρια του και γίνονται κομμάτια

τα ρούχα του ελειώσανε δεν έχει για ν’ αλλάξει

τονε θεριζ’ η παγωνιά μα ποιος να τον κοιτάξει

η πείνα τονε θέρισε τα νιάτα του ρουφάει                                              1180

χωρίς ψωμί χωρίς φαί κι όλο να πολεμάει

τα γένια του μακρύνανε είναι γεμάτα ψείρα

πρωτόγνωρα μαρτύρια που του ταξε η μοίρα

τα άλογα τσακίζονται και στους γκρεμούς πηγαίνουν

κι αυτοί τραβούν για κορυφές και όλο ανεβαίνουν                                 1185

στη Φτέρα μόνο χάνονται άλογα διακόσια

που για Χειμάρρα βάδιζαν και έμειναν τρακόσια

τα πυροβόλα λύνονται τα κουβαλούν στους ώμους

τα υποζύγια δεν μπορούν πάνω σε τέτοιους δρόμους

στις επιθέσεις να βροντούν ανάγκη ’ναι μεγάλη                                    1190

δίνουνε θάρρος στην ορμή και δύναμη στην πάλη

έτσι γυμνοί και νηστικοί πλησιάζουν στη Χειμάρρα

και θέλουν να την πάρουνε με πάθος και λαχτάρα.

Στο Κούτσι και στην Παπαδιά τους Ιταλούς χτυπάνε

στου Μάλι Τζόρετ τους γκρεμούς όρθιοι πολεμάνε                              1200

μα βρίσκουνε αντίσταση πυρά που τους σκοτώνουν

ορμούν να πάρουν οχυρά μα δεν το κατορθώνουν.

Με περισσή περίσκεψη λίγο πριν ξημερώσει

γιουρούσι κάνει στον εχθρό για να τον εξοντώσει

του Τσακαλώτ’ απόσπασμα ξυπόλυτο γενναίο                                     1205

και γράφει ’να κατόρθωμα στην ιστορία νέο

κατατροπώνει τον εχθρό και τονε κυνηγάει

που φεύγει όσο ’ναι καιρός και πίσω δεν κοιτάει

πιάνει αιχμάλωτους πολλούς εννιά εκατοντάδες

πρώην μελανοχίτωνες και τώρα φουκαράδες.                                      1215

Το Κούτσι πέφτει και τραβούν γραμμή για την Μπελένα

κι ο Μέραρχος μετάλλιο χαρίζει στον καθένα.

Είκοσι δύο του μηνός παίρνουν και τη Χειμάρρα

και προσκυνούν την Παναγιά και την Αγιά Βαρβάρα.

Είκοσι τρεις ίδιου μηνός που βρέχει και χιονίζει.                                   1220

Κλεισούρα καταλάβατε η διαταγή ορίζει.

Με τη Δεκάτη Πέμπτη και με την Ενδεκάτη

ξεκίνησ’ η επίθεση μαζί με την Τετάρτη.

Έχει μεγάλη καταχνιά και δύο μέτρα χιόνι

φυσά αέρας τσουχτερός η παγωνιά σκοτώνει                                      1225

κατηφορίζουν την πλαγιά γρήγορα περπατάνε

και βρίσκουνε τους Ιταλούς γλυκά να τραγουδάνε

τον έρωτα τραγούδαγαν και τον ωραίο κόσμο

για ανοιξιάτικα πουλιά γαρύφαλλα και δυόσμο.

Ξαφνιάστηκαν κι αρπάξανε τα όπλα ν’ αμυνθούνε                               1230

να πολεμήσουν τον τσολιά να μην παραδοθούνε

απ’ το πρωί πολέμαγαν ως τις εφτά το βράδυ

και πήραν τον κατήφορο σαν ήρθε το σκοτάδι

αφήνοντας σωρούς νεκρούς όπλα και τραυματίες

τρέχοντας για να ενωθούν με άλλες μεραρχίες.                                   1235

Αλλά κι η Πρώτη προχωρεί χτυπάει το Κουκιάρι

είναι σπουδαίο ύψωμα και πρέπει να το πάρει

γίνονται έφοδοι πολλές μα και αντεπιθέσεις

οι Ιταλοί σκοτώνονται αλλά κρατούν τις θέσεις.

Φαρμάκι είναι ο καιρός και συνεχώς χιονίζει                                        1240

παγώνει κάθε Έλληνας γυμνός και τουρτουρίζει

ξυπόλητος και νηστικός κοιμάται πα στο χιόνι

ξυλιάζουνε τα χέρια του και το κορμί του λυώνει

τα άρβυλά του τρύπησαν και φύγανε οι σόλες

ελυώσανε οι κάλτσες του και του ’χουν φύγει όλες                              1235

τα ρούχα του τρυπήσανε πρέπει να τα πετάξει

τα κόκαλά του πάγωσαν η μύτη έχει φράξει

και μέσα σ’ όλα έπεσε αρρώστια μεγάλη

που αχρηστεύει το στρατό και φέρν’ ανεμοζάλη

τουμπάνιαζαν τα πόδια τους και δυνατά πονούσαν                            1240

λες κι έπαιρναν μικρά καρφιά και μέσα τους περνούσαν

πάγωνε και μελάνιαζε στο σώμα τους το αίμα

μια δυσοσμία άφηναν και σάπιζε το δέρμα.

Οι λόχοι δεκατίζονται οι μεραρχίες πάσχουν

και είναι αδιανόητο σε μάχες να μετάσχουν.                                    1245

Ανήσυχοι οι στρατηγοί τη δράση αναστέλλουν

για έξι μέρες το πολύ και ένα σήμα στέλλουν

πως η Τετάρτη έχασε ως τώρα τρεις χιλιάδες

από κρυοπαγήματα φαντάρους και τσολιάδες

πως έχει χίλιους εκατό νεκρούς και τραυματίες                               1250

τις απομένουν οι μισοί μ’ αυτές τις ιστορίες

ότι διακόσους έχανε την κάθε μία μέρα

και η κατάσταση αυτή δεν πάει παραπέρα

τα υποζύγια ψοφούν στα χιόνια και στο κρύο

και έμειναν να περπατούν στα δέκα μόνο δύο                                 1255

επάνω στις ψηλές κορφές στήνονται χειρουργεία

που κόβουν πόδια στη σειρά και γίνονται σφαγεία.

Σαν τις αγέλες μένουνε στα χιόνια οι φαντάροι

και περιμένουν κάποιονε να ρθει και να τους πάρει

αλλού υπάρχουν δυο και τρεις ακόμα και μονάχοι                          1260

της λεβεντιάς απόμαχοι της ερημιάς ξωμάχοι

μα ποιος να πάει να τους βρει ποιος να τους βοηθήσει

που όποιος μπορεί να περπατά τρέχει να πολεμήσει;

Πάνω στα χιόνια έρημοι το θάνατο προσμένουν

σαν λύτρωση στα βάσανα και μόλις ανασαίνουν                             1265

βλέπουν τα όρνια τους νεκρούς λαίμαργα να τσιμπάνε

και περιμένουν τη σειρά και κείνους να τους φάνε

μία ζωή την είχανε τη δίνουν στην πατρίδα

και ο Χριστός σταυρώθηκε μόνο για μια ελπίδα.

Οι έξι μέρες πέρασαν τους τσάκισε το χιόνι                                     1270

κι ο Γολγοθάς είναι μακρύς χάος που δεν τελειώνει

τα ράκη παίρνουν διαταγή από το στρατηγείο

επίθεση να κάνουνε στις έξι παρά δύο

να πάρουνε υψώματα θέσεις να καταλάβουν

κι αυτοί πριν ξεκινήσουνε τρέχουν να μεταλάβουν                          1275

από ανθρώπους και Θεό συγχώρεση να λάβουν

αντάξια να πεθάνουνε για την ελευθερία

σελίδες αιματόβρεχτες να γράψ’ η ιστορία.

Ορθώνονται τα λείψανα π’ ανήκουν στην Τετάρτη

σκελετωμένα νηστικά μ’ αγριεμένο μάτι                                          1280

να πάρουν τα υψώματα στο Προγκονάτι πέρα

ώσπου ο ήλιος να κρυφτεί και σκοτενιάσ’ ημέρα

είναι φερμένοι πρόσφατα από τη Λακωνία

που έχουνε επίζηλη θέση στην ιστορία

άνδρες γενναίοι δυνατοί και με ψυχή γρανίτη                                 1285

έχουν φτερά σταυραετού φαρμάκι του αστρίτη.

Στα πέντε πρώτα τα λεπτά πέφτουν τριάντα ένας

κι από διακόσιους Ιταλούς δεν έμεινε κανένας

με ακατάλυτη ορμή και την ψυχή στο στόμα

την ξιφολόγχη βγάζουνε παλεύουν σώμα σώμα                            1290

καταλαμβάνουν Νίβιτσα και πιάνουν εξακόσους

και μέσα σ’ ένα δίωρο σκοτώνουν άλλους τόσους.

Τούτοι δεν είναι άνθρωποι ημίθεοι φαντάζουν

πεθαίνουν δεκατίζονται μα κάτω δεν το βάζουν

το θεωρούν έργο τιμής το θεωρούν βεντέτα                                  1295

και παίρνουν την εκδίκηση χωρίς άλλη κουβέντα

κι όλο βαδίζουν προς τα μπρος παίρνουν και το Λεντούση

και φεύγουνε οι Ιταλοί σαν άτακτο λεφούσι

φτάνουνε και στο Μάλι Σπατ και το Τζανίνι πιάνουν

συνταγματάρχη Ιταλό και στις γραμμές τους φτάνουν                  1300

σαν τα λιοντάρια ρίχνονται σκοτώνουνε διακόσους

τους κυνηγούν που φεύγουνε και πιάνουν τετρακόσους.

Ο Στρατηγός περήφανος πάει να τους τιμήσει

και εθνικό παράσημο σε όλους να χαρίσει

μα βλέπει θέαμα φριχτό που τον αναστατώνει                              1305

κι ένα μαχαίρι στην καρδιά νιώθει να τον καρφώνει.

Δυο λόχους μεταφέρανε που είχαν πάθει ψύξη

και η ζωή τους έμελλε σε λίγο πια να λήξει

ασάλευτους κι αμίλητους επάνω στα φορεία

σε μία ανιστόρητη και πένθιμη πορεία.                                          1310

Με τούτη την κατάσταση τις φονικές πορείες

όπου σχεδόν τις είχανε όλες οι μεραρχίες

το Δεύτερο Σώμα Στρατού σήμα επείγον στέλλει

γράφει πως την επίθεση για λίγο αναστέλλει.

Και πάνω σ’ όλα τα δεινά της φρίκης τα στοιχεία                           1315

φτάνει σε όλες τις γραμμές μία πληροφορία

πως πέθανε ο Μεταξάς ο ψυχωτής τ’ αγώνα

της νίκης πρωτομάστορας του έθνους η κολόνα.

Το Ναυτικό τη θάλασσα άγρυπνα διασχίζει

ιταλικές νηοπομπές και πλοία τορπιλίζει                                        1320

άξιος φύλακας φρουρός στης θάλασσας τα πλάτη

τους κίνδυνους μεταφοράς φορτώνεται στην πλάτη.

Φεύγει το Παπανικολής και πάει να τορπιλίσει

νηοπομπή ιταλική και να τηνε βυθίσει.

Τα δώδεκα ’ναι φορτηγά μαχητικά τα έξι                                       1325

και τα χτυπάει ξαφνικά λίγο προτού να φέξει

τους έριξε τορπίλες τρεις και χτύπησε τα τρία

νέο κατόρθωμα λαμπρό δίνει στην ιστορία

και παίρνει την εκδίκηση για το χαμό του Έλλη

τότε που πότιζαν χολή και πίνανε το μέλι.                                     1330

Τιμή σ’ όλο το πλήρωμα στον άξιο Ιατρίδη

ψυχή στα υποβρύχια στο ναυτικό στολίδι.

Τέλειωσε η αναστολή το Στρατηγείο πάλι

τις μεραρχίες διάταξε ν’ αρχίσουνε την πάλη

στα οχυρά υψώματα γραμμές να αναπτύξουν                              1335

και στης Κλεισούρας τα στενά κανόνια να βροντήξουν.

Πρώτες κινούν στην πρωινή αιματηρή πορεία

με το κανόνι το σπαθί να γράψουν ιστορία

η Δεκαπέντε στα δεξιά κι η Πρώτη παραπέρα

που είχαν πάρει και οι δυο της μάχης τον αέρα.                           1340

Απέναντι τους είχανε καλά εξοπλισμένες

ντυμένες και ξεκούραστες, χορτάτες ποδεμένες

την Τζούλια, Μπάρι, Άκουϊ τους μελανοχιτώνες

αλπινιστών συντάγματα που φράζαν τους πυλώνες.

Ώρα εβδόμη το πρωί η Δεκαπέντε πάει                                         1345

στη μία παρά τέταρτο η Πρώτη ξεκινάει.

Η Δεκαπέντε άρπαξε στις δύο πρώτες ώρες

το οχυρό Τοπόγιανιτ με χιόνια και με μπόρες

αλλού όμως αμύνονται κάνουν αντεπιθέσεις

και κατορθώνουν να κρατούν απόρθητες τις θέσεις.                     1350

Οι μάχες είναι φονικές πέφτουν κορμιά αράδα

που δε θα ξαναδούν ποτέ του ήλιου τη λιακάδα.

Οι Έλληνες αδυνατούν άλλο να προχωρήσουν

και παίρνουν την απόφαση με λόγχη να ορμήσουν.

Τα πρώτα βήματα αργά στο αίμα βουτηγμένα                              1355

πάνω σε μέρη άγρια και ναρκοθετημένα

πιο πίσω χαρακώματα που βάλλουν και θερίζουν

τους Έλληνες που προχωρούν τους αποδεκατίζουν

με την κοιλιά τους σέρνονται φίδια που ξεφυτρώνουν

ομαδικά από γκρεμούς κι αρχίζουν να δαγκώνουν                       1360

στα δύο μέτρα φτάνουνε και πιάνονται στα χέρια

τώρα το λόγο έχουνε της λόγχης τα μαχαίρια

στήθος με στήθος πολεμούν απ’ το πρωί στο βράδυ

σταμάτησαν ως έπεσε της νύχτας το σκοτάδι.

Μάλι Χιρότσε πήρανε οι Έλληνες στη μάχη                                  1365

μα και το Μάλι Γκαρονίν την ίδια τύχη θα ’χει

είναι υψώματα γερά τη μάχ’ αυτά θα κρίνουν

και εύκολα οι Ιταλοί να πέσουν δεν τ’ αφήνουν

πιάσανε και αιχμάλωτους μέχρι και πεντακόσους

οι τραυματίες κι οι νεκροί φτάνουν τους εννιακόσους                   1370

ήτανε όλοι έμπειροι της Τζούλιας το καμάρι

εκείνης που πολέμησε την Πίνδο για να πάρει.

Η Πρώτη η αγέραστη ορμά το μεσημέρι

μεγάλο αποτέλεσμα φιλοδοξεί να φέρει

τηνε χτυπούν από παντού οβίδες και κανόνια                              1375

π’ αναταράζουν τα βουνά και λυώνουνε τα χιόνια

αεροπλάνα έρχονται και τηνε βομβαρδίζουν

σαν δαίμονες της κόλασης στον ουρανό βουίζουν

οι Έλληνες πιο εύστοχοι στο πυροβολικό τους

συντρίβουνε τους Ιταλούς και φέρνουν το χαμό τους                    1380

η μάχη συνεχίστηκε από τη μια στις έξι

και τότε αναβλήθηκε ώσπου ξανά να φέξει

μέχρις εκείνη τη στιγμή π’ ακούγονταν οι κρότοι

πάρθηκαν πέντε οχυρά τρακόσοι αιχμαλώτοι.

Η Δέκατη η Πέμπτη τη νύχτα δεν κοιμάται                                     1385

δένει τις ανοιχτές πληγές και όλο συλλογάται

κοντά στο μεσονύχτιο που φάνηκε η πούλια

στέλνει το νεκροφίλημα στη μεραρχία Τζούλια

παίρνει τα πυροβόλα της και άρχισε με άχτι

να πυρπολεί τη δημοσιά Κλεισούρα προς Βεράτι                          1390

χτυπάει φάλαγγες πυκνές και τις ξεθεμελιώνει

πιάνει ’να τάγμα ζωντανούς κι άλλους πολλούς σκοτώνει

κι ως το πρωί ξημέρωσε πάλι ξανά ορμάει

παίρνει νέα υψώματα και όλο προχωράει.

Η Πρώτη την ακολουθεί και πολεμά γενναία                                   1395

μοιάζει κι αυτή στο δάγκωμα την Ύδρα τη Λερναία.

Την τρίτη και φαρμακερή επίθεσης ημέρα

στέλνουν την Τζούλια στην οργή κι ακόμα παραπέρα

και την Κλεισούρα εκπορθούν των Ιταλών το μάτι

που το χασαν και φεύγουνε παράπονο γεμάτοι.                             1400

Οι Έλληνες απτόητοι τις μάχες συνεχίζουν

παίρνουνε τα υψώματα τους Ιταλούς τσακίζουν

πάνω σ’ απάτητες κορφές ξεθεμελιώνουν κάστρα

με χιόνια κρύα και βροχές με νύχτες δίχως άστρα.

Ο Σωματάρχης λέει τους λίγο να ξαποστάσουν                               1405

να φτιάξει κάπως ο καιρός και έπειτα να δράσουν

μα κείνοι κιόλας φύγανε για μακελειό τραβάνε

είναι παιδιά της Πέμπτης τη δόξα κυνηγάνε

την Πούντα Νορντ αρπάζουνε και την Άρτζα ντι Σόμπρα

φίδι είναι η Πέμπτη θανατηφόρα κόμπρα                                         1410

διακόσοι κείτονται νεκροί των Ιταλών στο χώμα

κι η μάχη είναι στην αρχή δεν τέλειωσε ακόμα

χτυπάνε κι άλλα οχυρά που πρέπει να παρθούνε

Λέκλι Πεστάνη Γκόλικο στους Έλληνες να ρθουνε

είν’ οχυρά που έχουνε στρατηγική αξία                                            1415

και δίνουν στην επίθεση μεγάλη σημασία

μάχονται με τους Ιταλούς στο κρύο και στα χιόνια

παλεύουν με το χάροντα σε μαρμαρέν’ αλώνια

μα η κατάσταση φριχτή το τίμημα μεγάλο

έχει θεριέψει το κακό και δε σηκώνει άλλο                                       1420

ένας στους τρεις αποχωρούν τους κόβουνε τα πόδια

τα χιόνια κι από τον εχθρό πιο τρομερά εμπόδια

δυο μέρες ξεκληρίζονται να πάρουν την Πεστάνη

τέτοιου στρατού την αντοχή άλλος πια δεν τη φτάνει.

Στρώματα είναι οι νεκροί διακόσοι αιχμαλώτοι                                1425

χρυσάφι τα υψώματα του στρατηγού πιλότοι.

Κοντόφτασαν και μάχονται μπροστά στο Τεπελένι

με τρυπημένα άρβυλα και ματωμένη χλαίνη

φτάσανε στην πιο κρίσιμη καμπή αυτού τ’ αγώνα

ώρα να το γκρεμίσουνε να πάνε για Αυλώνα.                                 1430

Οι στρατηγοί διστάζουνε δεν προχωρούν τα πόδια

ζητάνε κι άλλα τμήματα τρόφιμα και εφόδια

το Αρχηγείο διαφωνεί συνέχιση διατάζει

βγάζει το Δράκο στρατηγό και τον Πιτσίκα βάζει

στέλνει και τον Τσολάκογλου στο βόρειο τομέα                              1435

κι αρχίζει πάλ’ επίθεση με ηγεσία νέα.

Εφτά του Μάρτη το πρωί κινούν για το Σεντέλι

είν’ ύψωμα στρατηγικό κι ο μέραρχος το θέλει

βάζει το πυροβολικό κι ο ουρανός βρυχάται

κάθε στρατιώτης Ιταλός τ’ ακούει και φοβάται                                 1440

γιατ’ είναι εύστοχο πολύ και στο ψαχνό χτυπάει

σύρματα χαρακώματα τα σκίζει και τα σπάει

φεύγει μετά το πεζικό ’πο δύο κατευθύνσεις

αμύνονται οι Ιταλοί μα έχουν παραισθήσεις

χωρίς να το αντιληφθούν βρίσκονται κυκλωμένοι                          1445

πάνε να φύγουν να σωθούν μα είναι πια χαμένοι

οι σφαίρες τους θερίζουνε οβίδες τους σκοτώνουν

τους κομματιάζουν στο λεπτό και τα κορμιά τους λυώνουν

στις έξι ώρα σπάζουνε τα χέρια τους σηκώνουν

τα βάσανα τους ως εδώ αιχμάλωτοι δηλώνουν                              1450

είκοσι αξιωματικοί και χίλιοι δυο στρατιώτες

φεύγουν κι απομακρύνονται απ’ τις γραμμές τις πρώτες.

Είχανε και νεκρούς πολλούς πέντε εκατοντάδες

απ’ των Ελλήνων εκατό θα κλάψουνε μανάδες.

Πάει κι αυτό το οχυρό το ξακουστό Σεντέλι                                     1455

χολή και δηλητήριο πίνουνε οι φρατέλοι.

Την ίδια μέρα το πρωί στο Δυτικό τομέα

το Πρώτο Σώμα του στρατού μάχη αρχίζει νέα.

Στο Γκόλικο εξόρμησε τ’ απόσπασμα Κατσώτα

που πολεμάει και εδώ ηρωικά σαν πρώτα                                      1460

αρχίζει μάχη φονική δουλεύει ξιφολόγχη

φεύγ’ απ’ το στόμα η ψυχή όποιου η μοίρα το χει

οι Ιταλοί αμύνονται και πολεμούν γενναία

για τους επιτιθέμενους δεν είν’ καλά τα νέα

αφήνουνε πολλούς νεκρούς μένουν καθηλωμένοι                          1465

το βράδυ αποσύρονται λειψοί και κουρασμένοι.

Την επομένη το πρωί ξανά πάλι ορμάνε

οι Ιταλοί αμύνονται από ψηλά χτυπάνε

σαν πέτρες πιάνουν και πετούν σωρό χειρομβοβίδες

που κάνουν κρότο δυνατό και σκάζουν σαν οβίδες                         1470

απέχουν απ’ τους Ιταλούς μέτρα είκοσι δύο

και έχουν μπρος ανηφοριά κι αβάσταχτο το κρύο

φουσκώνουν από την πολλή άγρια ανηφόρα

κι ο σαλπιχτής δε σταματά το πρόσταγμα προχώρα

και όλο ξεκληρίζονται και γίνονται πιο λίγοι                                     1475

ρίζωσε ο εχθρός καλά και δε λέει να φύγει

οι λίγες εφεδρείες τους στη μάχη πρωτομπαίνουν

βράχους ψηλούς κι απότομους σαν φίδια ανεβαίνουν

παραπατούν και πέφτουνε απ’ την πολύ ζαλάδα

και γίνονται τριαντάφυλλα για τη γλυκιά Ελλάδα                             1480

σε δύο ώρες φτάνουνε στων Ιταλών τα νώτα

και δίνουν έτσι ξαφνικά τη νικητήρια νότα.

Οι Ιταλοί σαν είδανε πως είναι κυκλωμένοι

ολόγυρα πως βάλονται και είναι πια χαμένοι   

πετούν τα όπλα μακρυά σηκώνουνε τα χέρια                                 1485

προτού τους σκίσουν την καρδιά της λόγχης τα μαχαίρια.

Γκόλικο Λέκλι έπεσαν οι Έλληνες γιορτάζουν

μα φήμες για επίθεση των Γερμανών οργιάζουν

στη Βουλγαρία φτάσανε χιλιάδες εφτακόσες

και της Ελλάδας ο στρατός δε φτάνει τις διακόσες                          1490

σίφουνας που στο διάβα του τα πάντα θα σαρώσει

και η Ελλάδα η μικρή δύσκολα θα γλυτώσει.

Μα ορκίστηκαν να πολεμούν το θάρρος τους δε χάνουν

στρατιώτες είναι κι έχουνε καθήκον να πεθάνουν.

Ετούτη την κατάσταση ο Φύρερ δεν τη θέλει                                   1495

φαρμάκι του δωσαν να πιει και του χαν τάξει μέλι

το Μουσολίνι προσκαλεί στο Σάλτσμπουργκ να τα πούνε

να τον κεράσει δυο ποτά να φάνε και να πιούνε.

Τον Ντούτσε τονε ζώσανε λίγο πολύ τα φίδια

φοβάται μήπως και του πει να πάει στα τσακίδια                            1500

ότι τα ρεζιλίκια του άλλο πια δεν αντέχει

και πως βοήθεια πια καμιά στο μέλλον δε θα έχει.

Ο Μουσολίνι έρχεται με σκέρτσο και με νάζι

κάνει πως η κατάσταση καθόλου δεν τον νοιάζει

πως πάνε όλα μια χαρά άμυνα θα κρατήσει                                   1505

θα εξαντλήσει τον εχθρό ώσπου να τον νικήσει

κι ως ήπιαν και ως έφαγαν και πέρασαν ωραία

ο Μουσολίνι άρχισε να λέει του τα νέα.

Μεγάλε φίλε και τρανέ και άξιε σύμμαχέ μου

θαρρώ σε στενοχώρησα με συγχωρείς καλέ μου                           1510

μα λέω σου περίμενε και θα με δεις σε λίγο

τους Έλληνες τους πονηρούς στο αίμα να τους πνίγω

θα κάνω μια επίθεση την άνοιξη μεγάλη

που όμοιά της σ’ όλη τη γη δε θα υπάρξει άλλη

θα πλημμυρίσω με στρατό όλη την Αλβανία                                  1515

κι αμέσως θα επιτεθώ με πάθος και μανία

θα σπάσω κάθε άμυνα φαλάγγι θα τους πάρω

κι αν δεν πιστεύεις πάρε με τον ίδιο για καπάρο

γι’ αυτό μη βιάζεσαι πολύ πάνω τους να ορμήσεις

γιατί να ξέρεις βάναυσα θα με στεναχωρήσεις.                             1520

Ο Φύρερ κρυφογέλαγε του φαίνονταν αστεία

πίστη καμιά δεν έδινε σ’ αυτή την ιστορία

στα μάτια τονε κοίταξε κι άρχισε να του λέει

πράματα που τον έκαναν λίγο να κρυφοκλαίει.

Μπενίτο δεν τα λες καλά με έκανες ρεζίλι                                      1525

γι’ αυτό στο λέω καθαρά δεν είμαστε πια φίλοι

εντρόπιασες τον Άξονα κι αντί να μας φοβούνται

από τις συμμαχίες μας τώρα αποτραβιούνται

άσε λοιπόν τους κομπασμούς σε μάθαμε ποιος είσαι

μον’ παρ’ ένα ραδιόφωνο και το αυτί σου στήσε                           1530

ν’ ακούσεις κατορθώματα που ούτε στ’ όνειρό σου

δεν τα χεις δει καήμενε μου και άντε στο καλό σου.

Σε πέντε μέρες το πολύ θα πάρω την Ελλάδα

με κρύο ή με καύσωνα σύννεφα ή λιακάδα

μα να μη λες ότι εγώ τη νίκη σου μποδίζω                                    1535

σαράντα μέρες το πολύ ακόμα σου χαρίζω

να κάνεις την επίθεση μήπως και τους νικήσεις

γιατί αλλιώς να ξέρεις πως θύελλες θα θερίσεις.

Ο Μουσολίνι γρήγορα στο βασιλιά του τρέχει

του λέει πως ευχάριστα νέα του Φύρερ έχει                                  1540

ότι του δίνει τον καιρό μπροστά να προχωρήσει

κι αν δε νικήσ’ ολότελα μια μάχη να κερδίσει

το γόητρο να σώσουνε της δόλιας Ιταλίας

και να ξεπλύνουν την ντροπή της ήττας της αθλίας.   

Σαν όλα πήγανε καλά στον Καμπαλέρο στέλνει                            1545

ένα επείγον μήνυμα ότι τον περιμένει

τα σχέδια να στρώσουνε για τη μεγάλη νίκη

γιατί η δόξα σίγουρα στους Ιταλούς ανήκει.

Ο Καμπαλέρο έφτασε κι ακούει να του λέει

ότι σε πέλαγα χαράς και ευτυχίας πλέει                                        1550

ότι ο Φύρερ του ’δωσε το χρόνο να νικήσει

και διόλου την επίθεση να μην καθυστερήσει

μία τεράστια στρατιά πως πρέπει να μαζέψει

και στων Ελλήνων γρήγορα το κέντρο να τη στρέψει

με ξαφνική επίθεση στα δυό να τους χωρίσει                               1555

και στην Αθήνα μια και δυο γοργά να προχωρήσει

να μην προλάβ’ ο Γερμανός τη δόξα να του πάρει

και πάψει να αποτελεί των Ιταλών καμάρι

έστω και ως τα Γιάννενα αν ημπορεί να φτάσει

την τρομερή επίθεση του Φύρερ να προφτάσει                           1560

κι αν τούτο είν’ αδύνατο μια νίκη να του δώσει

το γόητρο των Ιταλών απ’ το χαμό να σώσει

για τόνωση του ηθικού στο μέτωπο θα πάει

κι από κοντά ο ίδιος τις μάχες θα κοιτάει.

Ο Καμπαλέρο άκουγε σκυφτός συλλογισμένος                           1565

ο Ντούτσε του φαινότανε πως μίλαγε πιωμένος

του λέει είν’ αδύνατο Μπενίτο να νικήσεις

και την Ελλάδα μόνος σου ότι θα κατακτήσεις

μα ούτε και στα Γιάννενα κατά που λες να φτάσεις

ή έστω κι απ’ τα σύνορα πιο πέρα να περάσεις.                         1570

Άσε, λοιπόν, τους Γερμανούς μόνοι τους να ορμήσουν

σε δέκα μέρες το πολύ το πρόβλημα να λύσουν

μια νέα μας επίθεση πολύ θα μας στοιχίσει

θα σκοτωθούν νέα παιδιά αίμα θα τρέξει βρύση

και θα ’ναι άδικο πολύ οι μάνες τους να κλάψουν                        1575

που άλλο πια δε θα τα δουν ούτε για να τα θάψουν

μόνο για ένα γόητρο και τίποτα πιο πέρα

τόσες θυσίες και ζωές να πάνε στον αέρα.

Μα αν το θες τόσο πολύ χατίρι δε χαλάω

φεύγω αμέσως και ευθύς στην Αλβανία πάω                              1580

επίθεση εαρινή κατά που θες θ’ αρχίσω

με τη βοήθεια του θεού ίσως και να νικήσω.

Ο Μουσολίνι λέει του με πάθος και με βιάση

χωρίς ν’ αφήσ’ ούτε λεπτό χαμένο να περάσει.

Άντε λοιπόν και μη μιλάς φτώχεια είναι τα λόγια                          1585

γλυκό τραγούδι άρχισε κι άσε τα μοιρολόγια.

Όλα γίνονται βιαστικά δε χάνουν ευκαιρίες

και ετοιμάζουν γρήγορα δώδεκα μεραρχίες

μαζεύουν άρματα πολλά κανόνια εξακόσα

αεροπλάνα σύγχρονα γύρω στα πεντακόσα.                              1590

Οι Έλληνες απέναντι έχουν μονάχα έξι

στον τόπο της επίθεσης που είχανε μαντέψει

σε χαρακώματα βαθιά κλειστά πολυβολεία

που μόνη της ετοίμασε η κάθε μεραρχία

απλώθηκαν στο μέτωπο η Πρώτη και η Πέντε                           1595

η Τέταρτη η Έντεκα μα και η Δεκαπέντε

η Δέκατη η Έβδομη εφεδρική η Έξι

το ρόλο το βοηθητικό διατάχτηκε να παίξει.

Ώρα εβδόμη το πρωί της όγδοης του Μάρτη

θάλασσα γης και ουρανός συθέμελα τραντάχτη                        1600

γέμισ’ ο ουρανός βουή από αεροπλάνα

που άδειαζαν τις βόμβες τους σύμφωνα με τα πλάνα

χτυπάνε τους καταυλισμούς στους δρόμους τις πορείες

και όλα τα υψώματα που ’χουν οι μεραρχίες.

Ώρα τέσσερις και μισή πρωί την άλλη μέρα                               1605

ομοβροντίες κανονιών ταράζουν τον αέρα

βάζει το πυροβολικό με τετρακόσες κάνες

κλαίνε γυναίκες κι ορφανά μοιρολογάνε μάνες

απ’ άκρη σ’ άκρη στις γραμμές η γης ταρακουνιέται

ότι υπάρχει στις βολές όρθιο δεν κρατιέται                                1610

μέχρι χιλιάδες εκατό οβίδες σε δυο ώρες

πετάξανε στους Έλληνες με ήλιο και με μπόρες

μα κείνο που χτυπούν πολύ και θέλουν να το κάψουν

ότι υπάρχει πάνω του για πάντα να το θάψουν

είναι το σπάνιο ύψωμα Εφτά Τριάντα Ένα                                 1615

που όμοιο του στο μέτωπο δε στάθηκε κανένα.

Του ρίχνουν δίχως τελειωμό και το ξεθεμελιώνουν

δέντρα και πέτρες κι οχυρά παίρνουν φωτιά και λυώνουν

τηλέφωνα δε λειτουργούν ο ουρανός θολώνει

όλοι ρωτούν τι γίνεται ποιος ζει ποιος τελειώνει.                       1620

Ώρα εβδόμη το πρωί το πεζικό κινάει

να πάρει τα υψώματα η Πρώτη που κρατάει.

Τις τέχνες τις πολεμικές ο Ντούτσε εφαρμόζει

όπου με το βομβαρδισμό στο πεζικό αρμόζει

ν’ ανηφορίσει το βουνό ας είν’ κι από γρανίτη                           1625

και να το πάρει στη στιγμή χωρίς να σπάσει μύτη.

Έτσι κινούν τα τάγματα σε μάζες ανεβαίνουν

ξεκούραστοι και θαλεροί στο δρόμο παραβγαίνουν

ποιος πρώτος από όλους τους στην κορυφή θα φτάσει

να στήσει τη σημαία τους τη νίκη να γιορτάσει                          1630

μα μόλις πλησιάζουνε στα εκατό τα μέτρα

κοντά στα χαρακώματα και στη σκαμμένη πέτρα

βγαίνουν από τις τρύπες τους μαύροι κουρελιασμένοι

που μοιάζουνε με δαίμονες ’πο κόλαση βγαλμένοι

στρατιώτες και πυροβολούν δεκάδες να σκοτώνουν                1635

και τους επιτιθέμενους στο χώμα να ξαπλώνουν

ακολουθούν λίγα λεπτά τα πολυβόλα βάζουν

και στις γραμμές των Ιταλών τα πτώματα στοιβάζουν.

Οι Ιταλοί τα χάνουνε πίσω ξανά γυρίζουν

μα πάλι τα ντουφέκια τους αρχίζουν να γεμίζουν                      1640

μέσα σε είκοσι λεπτά πάλι ξανά ορμάνε

φτάνουν σε μέτρα είκοσι κι άλλο δεν προχωράνε

χειροβομβίδες ρίχνουνε γυρίζουνε την πλάτη

στρώνουνε το βουνό κορμιά χωρίς να πάρουν κάτι.

Ογδόντα αερόπλανα αδειάζουν τα φορτία                              1645

γκρεμίζουν οχυρώματα χτυπούν πολυβολεία.

Ξανά το πυροβολικό την Πρώτη σημαδεύει

ξερνά φαρμάκι και φωτιά τη γη ανακατεύει

το ύψωμα το Θρυλικό Εφτά Τριάντα Ένα

που δέχτηκε χτυπήματα όσα άλλο κανένα                               1650

το βομβαρδίζουν συνεχώς και το ’χουν κάνει στάχτη

τ’ απωθημένα βγάζοντας και το βαρύ τους άχτι.

Τώρα πια το ’χουν σίγουρο πως Θα το κυριεύσουν

θ’ ανέβουνε στην κορυφή και μόσχο θ ’αναπνεύσουν

κοιτούν στα χαρακώματα και φύλλο δεν κουνιέται                   1655

η γης σκαμμένη άμορφη και δύσκολα πατιέται

κι ενώ το ανεβαίνανε και το κανόνι εβρόντα

από τα χαρακώματα στα μέτρα τα ογδόντα

λείψανα ξεπετάγονται κι αρχίζουν να θερίζουν

τους Ιταλούς που μάχονται και πίσω τους γυρίζουν.               1660

Κάνουνε το απόγευμα και άλλες επιθέσεις

μα και αυτοί σκοτώνονται χωρίς να πάρουν θέσεις.

Σωροί νεκροί μπρος στις γραμμές σκεπάσανε το χώμα

και όσοι πίσω έρχονται πατούν σε κάποιο πτώμα.

Όπως τα χρόνια τα παλιά ήταν στη Σαλαμίνα                          1665

ο Ξέρξης που κατέβηκε να πάρει την Αθήνα

πάνω σε θρόνο κεντητό και είχ’ ανησυχία

σαν έβλεπε να χάνεται γι αυτόν η ναυμαχία

έτσι κι ο Ντούτσε κάθεται ψηλά στο Κομαράτι

και πίνει δηλητήριο στης φρίκης το κανάτι.                              1670

Κοιτά ψηλά στον ουρανό τα χέρια του σηκώνει

βγάζει μια δυνατή φωνή και το λαιμό τεντώνει.

Λυπήσου με λυπήσου με θεέ και λύτρωσέ με

απ’ τα φριχτά μου βάσανα έλα κι απάλλαξέ με

θυσιάζω τους λεβέντες μου για λίγη περηφάνια                      1675

αφήνω μάνες και παιδιά να ζούνε στην ορφάνια

και νίκη δε μου έστειλες όλο με αποπαίρνεις

πάντα καινούρια βάσανα και συμφορές μου στέλνεις.

Τι σου ’κανα ο δύστυχος και με παιδεύεις τόσο

ποιες προσευχές ποια τάματα θέλεις να εκπληρώσω;           1680

Έχω διπλάσιο στρατό εξοπλισμό μεγάλο

κι αντί να τους νικώ εγώ με ταπεινώνουν κι άλλο.

 Έρχετ’ η νύχτα ζοφερή πέφτει πυκνό σκοτάδι

μοιάζουνε και οι δυο στρατοί να κατοικούν στον Άδη

ανάμεσά τους πτώματα άμορφα στοιβαγμένα                        1685

μα βρίσκονται και αρκετοί με όργανα σπασμένα

είναι ακόμα ζωντανοί βογκούν κι αναστενάζουν

βλέπουν να χάνουν τη ζωή και δυνατά φωνάζουν

όμως κανένας δεν τολμά να πα να τους βοηθήσει

μια κάνη είν’ απέναντι και θα τονε θερίσει.                               1690

Οι Έλληνες είναι στεγνοί άγρυπνοι κουρασμένοι

τρώνε την κουραμάνα τους στο αίμα βουτηγμένη.

Στη δίνη αυτού του χαλασμού και της ταλαιπωρίας

παίρνουνε από το Βραχνό μετάλλιο ανδρείας

το στρατηγό που οδήγησε το ύψωμα στο θρύλο                     1695

και άλεσε τους Ιταλούς στης συμφοράς το μύλο

και νιώθει περηφάνια η μαύρη η ψυχή τους

ένεση να κρατήσουνε όρθιο το κορμί τους.

Σφαλίζουνε τα μάτια τους λίγο να κοιμηθούνε

μα στις τεσσερισήμισι ριπές όπλων ακούνε                             1700

πετάγοντ’ απ’ τον ύπνο τους καθένας παίρνει θέση

χωρίς να είναι σίγουρος αν ζήσει ή θα πέσει.

Οι Ιταλοί πλησιάζουνε φτάνουνε στις γραμμές τους

και πίσω τους σε κύματα έρχονται οι ορδές τους

μα τους σκοπεύουν τους χτυπούν βόλι και ένα πτώμα           1705

σε λίγο θα παλέψουνε ξανά σώμα με σώμα

είναι ακόμα σκοτεινιά αρχίζει να χαράζει

σ’ όλο το μήκος της γραμμής ο θάνατος οργιάζει

χειρομβοβίδες πέφτουνε χτυπάνε αραβίδες

βροντά το πυροβολικό ρίχνουν φωτοβολίδες                          1710

το θρυλικό θερίζουνε Εφτά Τριάντα Ένα

δέντρο και πράσινο κλαρί δεν του ’μεινε κανένα.

Μπροστά και πίσω φάνηκαν οι Ιταλοί και πάλι

κι αρχίζει άγρια σκληρή αιματοφόρα πάλη

σε μία τους προσπάθεια να το υπερκεράσουν                        1715

τους Έλληνες που μάχονται αιχμάλωτους να πιάσουν

ξαφνιάζονται και βλέπουνε πως είναι κυκλωμένοι

και μέσα στην παγίδα τους είναι αυτοί πιασμένοι

μάταια αγωνίζονται να βγουν και να σωθούνε

από τις τέσσερις πλευρές οι σφαίρες τους χτυπούνε             1720

σηκώνουνε τα χέρια τους τα όπλα καταθέτουν

τελεία στην επίθεση κι αυτή τη μέρα θέτουν.

Η τρίτη μέρα έρχεται πικρή φαρμακωμένη

νέο μεγάλο μακελειό τους Ιταλούς προσμένει

το ύψωμα ξαναχτυπούν Εφτά Τριάντα Ένα                            1725

και δεν αφήνουν άθιχτο χαράκωμα κανένα

τρεις ώρες το βομβάρδιζαν διακόσα πυροβόλα

δράκο το θεωρούσανε χάρο και καρμανιόλα.

Την Πούλιε τούτη τη φορά στείλαν να πολεμήσει

το άπαρτο και φονικό ύψωμα να πατήσει                                1730

νεοφερμένη δυνατή άξια μεραρχία

κόμπαζε πως θα έπαιρνε της νίκης τα πρωτεία

αλλά ξεπουπουλιάστηκε μέσα σε μία ώρα

κι άφησε πτώματα σωρούς που τρόμαξε η χώρα.

Χτύπησε και Μπρέγκου Ραπίτ και άλλα δυο ακόμη                 1735

αλλά και κει κλειστήκανε με πτώματα οι δρόμοι.

Ανίκανη πια και λειψή κι αποδεκατισμένη

την Μπάρι σ’ αναπλήρωση να έρθει περιμένει.

Τέταρτη μέρα βροχερή και φύλλο δεν κουνιέται

μα γύρω στα μεσάνυχτα η γης βογκά και σειέται                    1740

σε τρεις ώρες απέκρουσαν τέσσερις επιθέσεις

και κράτησαν αλώβητες και άπαρτες τις θέσεις.

Αλλά στις πέντε το πρωί ανάβει το καμίνι

και δέχεται το ύψωμα που θρύλος έχει γίνει

το νέο τούτο το Βερντέν αυτού εδώ του τόπου                       1745

και σύμβολο ηρωισμού τ’ αλβανικού μετώπου

την ενδεκάτ’ επίθεση τώρα από την Μπάρι

που πίστευε πως εύκολα το ύψωμα θα πάρει.

Πρώτα το πυροβολικό κι η αεροπορία

τόννους φωτιά του ρίξανε μετά η μεραρχία                            1750

σε δυνατούς σχηματισμούς επάνω του ορμάει

χύνει κι αυτή το αίμα της κι ερείπιο γυρνάει.

Την ίδια μέρα γράφτηκε σ’ αυτή την ιστορία

κατόρθωμα απρόσμενο με περισσή αξία

μια διμοιρία Έλληνες συνάντησαν στο δρόμο                        1755

διακόσους δέκα Ιταλούς με τους γυλιούς στον ώμο

τους φώναξαν ’πο δυο μεριές πως είναι κυκλωμένοι

κι αν τύχει και αντισταθούν είναι όλοι χαμένοι

εκείνοι το πιστέψανε τα χέρια τους σηκώνουν

και με παράπονο πικρό αιχμάλωτοι δηλώνουν                     1760

κι ως είδαν πως η κύκλωση ήτανε ένα ψέμα

θέλαν ν’ αυτοκτονήσουνε και να πνιγούν στο αίμα.

Η μέρα τούτη πέρασε και όλα ησυχάσαν

οι Ιταλοί συσκέπτονται να δουν μέχρι που φτάσαν.

Πώς βλέπεις την κατάσταση Μπενίτο Μουσολίνι                  1765

ο Καμπαλέρο τον ρωτά να δει πώς θα τον κρίνει

και κείνος τον κοιτά καλά κι αντί να πει τι φταίει

με λυπημένη τη φωνή ορθά κοφτά του λέει:

Γενναία πολεμήσατε και δάφνες σας αξίζουν

αλλά το αποτέλεσμα είναι για να σας βρίζουν.                     1770

Το λόγο τότε ζήτησε ο στρατηγός Τζελόλο

πασίγνωστος και αρεστός στο στράτευμά τους όλο

καμαρωτός και κουνιστός στο βήμα ανεβαίνει

επιχειρήματα πολλά στο Μουσολίνι φέρνει

και να τον πείσει προσπαθεί ο πόλεμος δε χάθει                 1775

αφού το Τεπελένι τους ακόμα δεν επάρθει

και ότι είναι άδικο μεγάλη αμαρτία

να χάνονται τόσα κορμιά χωρίς καμιά αιτία

αφού πια είναι σίγουρο οι Γερμανοί θα μπούνε

σ’ αυτόν εδώ τον πόλεμο κι όλα δεξιά θα ρθουνε                 1780

θα ροβολήσουν και αυτοί να πάνε στην Αθήνα

και όλα θα εξελιχθούν πανέμορφα και φίνα.

Ο Μουσολίνι θύμωσε άγρια τονε κοιτάζει

και με στεντόρεια φωνή σε όλους τούτα κράζει.

Τα κάνατ’ όλοι μούσκεμα και παύτε να μιλάτε                      1785

γιατί προβλέπω γρήγορα στα σπίτια σας να πάτε

εγώ διάταξ’ επίθεση να πάρω την Ελλάδα

και σεις μου λέτε πράματα που μ’ έπιασε κρυάδα

το πρόβλημα που έχουμε δεν είν’ το Τεπελένι

σ’ είκοσι μέρες το πολύ η Γερμανία μπαίνει                         1790

στα σύνορα τα ελληνικά κι αιχμάλωτους θα πιάσει

τους Έλληνες που πολεμούν κι έχουν ακόμα δράση

το γόητρο ’ναι πρόβλημα δικό μου και δικό σας

που έχει φτάσει στο μηδέν και βάλτε στο μυαλό σας

πως πρέπει να το σώσουμε έστω και με μια νίκη                 1795

ρωμαίων τέκνα είμαστε και δόξα μας ανήκει.

Άλλωστε και οι Έλληνες για δόξα πολεμάνε

αφού το ξέρουν σίγουρα οι Γερμανοί θα πάνε

σε ένα μήνα το πολύ να τους υποδουλώσουν

και είναι πια ανώφελο άλλους νεκρούς να δώσουν.             1800

Κάνετε πέτρα την καρδιά και ανασκουμπωθείτε

σε δέκα μέρες το πολύ στα Γιάννενα να μπείτε

κι αν τούτο είν’ αδύνατο μια νίκη μόνο θέλω

προτού να με τρελάνετε και μοιάσω στον Οθέλο.

  Ο μήνας έχει δεκατρείς καταραμένη μέρα                             1805

ομοβροντίες κανονιών δονούνε τον αέρα

χτυπάνε το μαρτυρικό Εφτά Τριάντα Ένα

θέλουν να φτάσουν στην κορφή να πιάσουν έναν ένα

τους Έλληνες που βρίσκονται κι αντρίκεια πολεμάνε

και κάνουνε τους Ιταλούς πτώματα να μετράνε                     1810

και να τους πνίξουν μαζικά στη Θάλασσα τ’ Αυλώνα

προτού τους πνίξει η ντροπή στη δίνη του κυκλώνα.

Κιάφε Λοζίτ Μπρέγκου Ραπίτ χτυπήσανε ακόμα

τα βομβαρδίζουν άγρια απ’ το πρωί στο γιόμα

και όταν πια σταμάτησαν να πέφτουν οι οβίδες                    1815

των πολυβόλων άρχισαν να φεύγουν οι δεσμίδες.

Οι Ιταλοί θερίζονται μ’ αντρίκεια πολεμάνε

πατούν πάνω στα πτώματα κι όλο μπροστά τραβάνε

φτάνουν στα χαρακώματα πετούν χειροβομβίδες

εκεί που πέφταν λίγο πριν των κανονιών οβίδες                  1820

μα ένα κρακ ακούγεται από τις ξιφολόγχες

που πάγωσε το αίμα τους και του μυαλού τις κόχες

αρχίζει το μαχαίρωμα κατόπι το κυνήγι

και η ορμή των Ιταλών στο αίμα της επνίγη.

Απόκαμαν πια να μετρούν τόσες αποτυχίες                        1825

βλέπουν ότι χαθήκανε όλες οι ευκαιρίες.

Οι στρατηγοί οδύρονται για όσα έχουν πάθει

δεν πείθονται πως έκαναν αυτοί όλα τα λάθη

γι’ αυτό και αποφάσισαν λίγο να αδρανήσουν

και πάνω στο τριήμερο πάλι να ξαναρχίσουν.                     1830

Οι τρεις μέρες περάσανε πάμε δέκα εννέα

και το πρωί ξεκίνησε μια τραγωδία νέα

πεζοί και πυροβολικό μα και θωρακισμένα

πορεύονται στο θρυλικό Εφτά Τριάντα Ένα

θέλουνε να το πάρουνε ή να το γονατίσουν                        1835

από το χάρτη και το φως για πάντα να το σβήσουν.

Μπροστά πάνε τα άρματα ακολουθούν οι άλλοι

χτυπά το πυροβολικό με δύναμη μεγάλη

κοντά στα χαρακώματα τα πολυβόλα βάζουν

πετάγονται οι Έλληνες κι αρχίζουν να τους σφάζουν          1840

τα άρματα παίρνουν φωτιά στον τόπο σταματάνε

στρατιώτες πέφτουν σε γκρεμούς και τα κορμιά τους σπάνε

οι άλλοι παραδίδονται πάνε αιχμαλωσία

στο ύψωμα απλώνεται ’ξανά η ηρεμία.

Τελείωσε και έφυγε και τούτη δω η μέρα                             1845

γυρίζουν τη σελίδα τους και πάνε παραπέρα.

 Εικοσιδύο του Μαρτιού με κάτασπρη σημαία                         

πλησιάζουνε οι Ιταλοί για να κομίσουν νέα.

Οι Έλληνες τους βλέπουνε και λίγο απορούνε

στέλνουνε δύο λοχαγούς να δούνε τι ζητούνε                        1850

είναι δυο αξιωματικοί και τρεις ιερωμένοι

και με αδιάφανο πανί στα μάτια τυλιγμένοι

για να μη βλέπουν τους νεκρούς π’ απλώνονται μπροστά τους

και πάθουνε κανα κακό στο τέλος τα μυαλά τους

μα ως σηκώσαν τα πανιά και είδαν πεταμένα                         1855

μύριους σωρούς τα πτώματα στα όρνια αφημένα

«Τερίμπιλε τερίμπιλε» με σπαραγμό φωνάζουν

και πέφτουνε λιπόθυμοι σαν κάποιοι να τους σφάζουν

λίγο κονιάκ τους δώσανε για να τους συνεφέρουν

το μήνυμα που κράταγαν ήρεμα να προφέρουν.                     1860

Πείτε μας τι μας θέλετε οι λοχαγοί ρωτάνε

κι εκείνοι αποκρίθηκαν και έτσι τους μιλάνε.

Ανακωχή να κάνουμε για δύο μέρες μόνο

για να θαφτούνε οι νεκροί στο λίγο τούτο χρόνο.

Οι Έλληνες δεχτήκανε αλλά με έναν όρο                                1865

να ’ναι σ’ όλο το μέτωπο κι όχι σ’ αυτόν το χώρο.

Οι Ιταλοί τ’ απέρριψαν και άπρακτοι γυρίζουν

τα πτώματα σαπίζουνε κι απαίσια μυρίζουν.

Το χώρο τούτο διάλεξε ο Ντούτσε για να χτίσει

μνημείο όσων πέσανε κι έτσι να τους τιμήσει.                         1870

Μικρή ανάσα πήρανε με τις διαπραγματεύσεις

οι Ιταλοί σταμάτησαν λίγο τις επιθέσεις

όμως τα ξημερώματα τάγματα ένα ένα

τραβάνε για το ύψωμα Εφτά Τριάντα Ένα.

Τα πυροβόλα δε χτυπούν για να αιφνιδιάσουν                       1875

να μπουν στα χαρακώματα στον ύπνο να τους πιάσουν

όπως πολλές φορές πιο πριν είχαν πιαστεί και κείνοι

μα ήρθανε ανάποδα τ’ αντίστροφο θα γίνει

γιατί τους πήραν είδηση ακούστη το αέρα

πτώματα μόνο άφησαν και τούτη την ημέρα.                          1880

Εικοσιπέντε του Μαρτιού γιορτή πολλή μεγάλη

ημέρα που οι Έλληνες είχαν μια νίκη άλλη

δέχονται μια επίθεση την ώρα που γιορτάζουν

βόμβες οβίδες βλήματα κάθε λογής αδειάζουν

επάνω στο μαρτυρικό Εφτά Τριάντα Ένα                              1885

και του ματώνουν τα πλευρά του σχίζουν τον αυχένα.

Ο Καμπαλέρο παρευθύς χτυπά και το Σεντέλι

μα δηλητήριο τον κερνούν κι ούτε σταγόνα μέλι

 μοίρα του τον έταξε να πάρει την ευθύνη

και νεκροθάφτης του στρατού των Ιταλών να γίνει.               1890

  Μπαιν’ ο Απρίλης χαρωπός με ρόδα και με κρίνα

οι Γερμανοί ’τοιμάζονται να πάνε στην Αθήνα

μια σιδερόφραχτη στρατιά χιλιάδες εφτακόσες

αεροπλάνα άρματα με σιδερένιες γλώσσες

στη Βουλγαρία φτάνουνε κι επίθεσ’ ετοιμάζουν                    1895

οι Σέρβοι και οι Έλληνες τα βλέπουν και τρομάζουν.

Έξι τ’ Απρίλη στέλνουνε το τελεσίγραφό τους

στον Κορυζή και λένε του σε λίγο ο στρατός τους

κατηφορίζει κι έρχεται τους Άγγλους να χτυπήσει

και πως θα είναι φρόνιμο να μην τον εμποδίσει.                    1900

Κατά τα ξημερώματα που κελαηδούν τ’ αηδόνια

τις θέσεις τις ελληνικές χτυπάνε τα κανόνια.

Μπέλες και Ρούπελ καίγονται Ιστίμπεη στενάζει

αεροπλάνα εξορμούν το σκηνικό αλλάζει.

Οι Γιουγκοσλάβοι δε βαστούν σε μία μέρα σπάζουν             1905

οι Γερμανοί τα άρματα νότια κατεβάζουν

και στις εννέα του μηνός μπαίνουν Θεσσαλονίκη

ξεκάθαρα πια φαίνεται πως κέρδισαν τη νίκη.

Ηχούν καμπάνες θλιβερά μοιρολογούν στην πόλη

πενθούν τα δάση τα βουνά και η Ελλάδα όλη.                      1910

Το μαύρο τούτο μήνυμα φτάνει στην Αλβανία

μαύρη σημαία σήκωσε η κάθε μεραρχία

παίρνουνε και τη διαταγή να οπισθοχωρήσουν

και όσα κατακτήσανε πίσω τους να τ’ αφήσουν

ναν’ η οπισθοχώρηση περήφανη γενναία                             1915

να μη θρηνήσουν στα στερνά μια τραγωδία νέα.

Μα πως να το πιστέψουνε και πως να το χωνέψουν

κοντεύουν απ’ την ταραχή στα πόδια τους να ρέψουν

πόλεις και δάση και χωριά που πήρανε με αίμα

πως τώρα να πιστέψουνε πως ήταν ένα ψέμα;                     1920

Συντεταγμένοι ισχυροί την πλάτη τους γυρνάνε

στους Ιταλούς και προχωρούν στα σπίτια τους να πάνε.

Οι Ιταλοί τρελαίνονται απ’ την πολλή χαρά τους

τελειώσανε προσωρινά όλα τα βάσανα τους

ενώνονται με Γερμανούς πίνουν πανηγυρίζουν                    1925

χορεύουνε και τραγουδούν φωνάζουν και σφυρίζουν.

Ο Μουσολίνι στέκεται χλωμός συλλογισμένος

στενάχωρος αμίλητος και πολύ πικραμένος

αρπάζει το τηλέφωνο τον Καμπαλέρο παίρνει

του λέει να ρθει γρήγορα και μόλις φτάνει κραίνει.                1930

Με τι καρδιά τι πρόσωπο στους Γερμανούς να πάω

όταν μέσα στα χέρια μου μια νίκη δεν κρατάω;

σύρε αμέσως μάζεψε όλες τις μεραρχίες

αεροπλάνα άρματα τις πυροβολαρχίες

μια νίκη να μου φέρετε λίγο να ανασάνω                              1935

γιατί από τη φούρκα μου κοντεύω να πεθάνω.

Ο Καμπαλέρο έντρομος στα μάτια τον κοιτάει

και με παλλόμενη φωνή έτσι του απαντάει.

Ντούτσε μου είναι άσκοπο τώρα να πολεμάμε

αφού Αθήνα Πειραιά έτσι κι αλλιώς θα πάμε                        1940

γιατί να σκοτωνόμαστε χωρίς καμιά αιτία

και να θρηνήσουμε νεκρούς ξανά στην Ιταλία;

Δεν έχουμε δικαίωμα ζωές να αφαιρούμε

για μια φιλοδοξία μας ένοχοι να κριθούμε.

Ο Ντούτσε είν’ ανένδοτος κουβέντα δε σηκώνει                  1945

με άγρια μάτια τον κοιτά τον κατακεραυνώνει.

κου και είναι διαταγή μη μου αντιμιλήσεις

γιατί στο λέω σίγουρα πως θα κακοπαθήσεις

ρίξε όλο το στράτευμα στο Εφτά Τριάντα Ένα

σκότωσε όσους πολεμούν και μην αφήσεις ένα                  1950

το μέτωπο τους έσπασε και πια δε θα κρατήσουν

κυκλώθηκαν και δεν μπορούν άλλο να πολεμήσουν

τα νώτα τους μας γύρισαν κατά κοπάδια φεύγουν

και όσοι τους απόμειναν γρήγορα τα μαζεύουν

τρέξε λοιπόν και πρόλαβε μην τύχει και μας φύγουν          1955

και μείνουμε χωρίς εχθρό οι προθεσμίες λήγουν.

Οι Έλληνες είναι μακρά στα σύνορα πλησιάζουν

υποχωρούν κανονικά νέες γραμμές χαράζουν

μόνο της Πρώτης μένουνε κρατώντας τους τα νώτα

ύστατες μάχες δίνοντας γενναία σαν και πρώτα.                1960

Ημέρα δεκατέσσερις και χαραυγή τ’ Απρίλη

τ’ ηδόνια γλυκοκελαηδούν και τραγουδούν οι γρύλοι

παίρνει φωτιά ο ουρανός η γης ταρακουνιέται

στο θρυλικό το ύψωμα ο θάνατος πλανιέται

κένταυροι και αλπινιστές μιλιούνια βερσαλλιέροι               1965

ανηφορίζουν το βουνό με τ’ όπλο τους στο χέρι

εκατοντάδες άρματα τρακόσα πυροβόλα

η τελευταία μάχη τους και τα θυσιάζουν όλα.

Ξερνάνε σίδερο καυτό και το ξεθεμελιώνουν

χώματα βράχους πτώματα στον ουρανό σηκώνουν.        1970

Ο Μουσολίνι τους κοιτά από το Κομαράτι

και τρέμει απ’ το φόβο του μην είναι πια φευγάτοι

μη βρούνε οι στρατιώτες- του ερείπια και στάχτες

και γίνουν αναπάντεχα της συμφοράς του κράχτες

τους θέλει όλους ζωντανούς ή και νεκρούς ακόμα            1975

μπροστά του να τους θάβουνε και να τους τρώει το χώμα.

Σιωπά το πυροβολικό το πεζικό ανεβαίνει

παντού θανάτου σιωπή ψυχή δεν ανασαίνει

μα ξαφνικά ακούγονται κρότοι από ντουφέκια

τα πολυβόλα κελαηδούν ρίχνουν αστροπελέκια                1980

θερίζονται οι Ιταλοί τους κόβει το δρεπάνι

και είναι τόσοι οι νεκροί που ο λογισμός τα χάνει.

Μα νέα κύματα ορμούν έχουνε εφεδρείες

πίσω τους περιμένουνε δεκάξι μεραρχίες

πατούν σε στοίβες πτώματα με την ψυχή κομμένη           1985

γνωρίζουνε πολύ καλά το τι τους περιμένει

από τα χαρακώματα τα ισοπεδωμένα

πύρινες γλώσσες φαίνονται και φίδια αγριεμένα

βόλια τους ρίχνουν στο ψαχνό δε χάνεται μια σφαίρα

θρήνος για κάποια αδελφή γυναίκα ή μητέρα.                  1990

Οι Ιταλοί είναι πολλοί πέφτουν μα προχωράνε

έχουν περίσσευμα στρατού και δεν τα παρατάνε

στα δέκα μέτρα σταματούν χτυπούν με αραβίδες

με όση δύναμη μπορούν πετούν χειροβομβίδες

πάνε ακόμα πιο κοντά φτάνουν σε μέτρα δύο                   1995

μα βλέπουν λόγχες μια οργιά και το λεπίδι κρύο

παίρνουνε τον κατήφορο και φεύγουν να προφτάσουν

προτού δεχτούν τη μαχαιριά στη βάση τους να φτάσουν.

Πέρασε ένα δίωρο και πάλι δοκιμάζουν

οι μαχητές του οχυρού βαρέθηκαν να σφάζουν.               2000

Ο Μουσολίνι φλέγεται και πάει να κρεπάρει

ήταν και τούτη τη φορά φαρμάκι το χαμπάρι.

Κρύβετ’ ο ήλιος στα βουνά αρχίζει να νυχτώνει

τον μαύρο πέπλο της παντού η νύχτα τώρ’ απλώνει

η Μεραρχία παρατά τις θέσεις της και πάει                       2005

τη γαλανή σημαία της μεσίστια κρατάει

κατηφορίζουν τις πλαγιές παίρνουν τα μονοπάτια

πετάνε κι αφανίζουνε όλη τους την πραμάτεια

τρέχουν για να προφτάσουνε στα σύνορα να φτάσουν

άλογα και ημίονους κοντεύουν να τα σκάσουν.                  2010

Γλυκοχαράζει η αυγή πάει να ξημερώσει

και ξαναφτάνει η στιγμή η μάχη να φουντώσει

στο θρυλικό και άπαρτο Εφτά Τριάντα Ένα

π’ όλος ο κόσμος πάνω του τα μάτια ’χει στραμμένα

μα βλέπουνε με έκπληξη σιωπή να το κραδαίνει               2015

παντού θανάτου ερημιά ψυχή δεν ανασαίνει.

Οι ήρωές του φύγανε τραβούν για την πατρίδα

που τηνε δέρνουν κεραυνοί και άγρια καταιγίδα

επολεμήσαν άξια με κρύο και με χιόνια

κρατήσανε των Ιταλών δέσμια τα κανόνια                         2020

και δώσαν στους υπόλοιπους το χρόνο να προφτάσουν

στη μακρινή πατρίδα τους ελεύθεροι να φτάσουν

ταγμένοι να πεθάνουνε πολέμησαν γενναία

και γράψαν με το αίμα τους εποποιία νέα.

Κατηφορίζουν τα βουνά κι είναι οι τελευταίοι                    2025

αγέρωχοι περήφανοι απ’ όλους πιο γενναίοι

ημίθεοι που κράτησαν με θάρρος και ευθύνη

τις σιδερόφραχτες στρατιές του Ντούτσε Μουσολίνι.

Ποιοι ήταν, ποιοι πολέμησαν κανείς δε θα το μάθει

σκουπίδια που τα πέταξαν στης λησμονιάς τα βάθη.        2030

  Η ιστορία ξέχασε υπόμνηση να κάνει

καγχάται πως της σώθηκε της πένας το μελάνι.

Τραγούδια δεν τους γράψανε ύμνους δεν τους χαρίσαν

μνημεία κι ανδριάντες τους σε δρόμους δεν εστήσαν

το έθνος τους επλήρωσε με την αχαριστία                        2035

λες και τα όσα κάνανε ήταν πράξη αστεία

όμως και τούτοι κράτησαν ναούς και Θερμοπύλες

και ζωντανοί περάσανε της κόλασης τις πύλες

για μια πατρίδα μια τιμή για μία περηφάνια

άφησαν μάνες κι αδελφές παιδιά τους στην ορφάνια.       2040

 Ψηλά από το Πόγραδετς ως κάτω στο Ιόνιο

σιγορουφούν οι Έλληνες του γυρισμού το κώνειο

τη μάχη την κερδίσανε την κάψανε την Τροία

όχι με ίππους δούρειους αλλά με την ανδρεία

πήραν σκληρή εκδίκηση κατά τον Μουσολίνι                   2045

για τη μεγάλη προσβολή όπου τους είχε γίνει

τώρα στα πλοία μπήκανε γυρίζουν στην πατρίδα

παλεύοντας με κεραυνούς και άγρια καταιγίδα

που ξέσπασ’ αναπάντεχα και όλα τα σαρώνει

βουνά τα άγρια κύματα στο δρόμο τους σηκώνει.           2050

Θα συναντήσουν κύκλωπες τον άγριο Ποσειδώνα

τη Σκύλα και τη Χάρυβδη τα δόντια του κυκλώνα.

Ήδη τα στούκας φάνηκαν και κεραυνούς πετάνε

πολυβολούν σκοτώνουνε πασχίζουν να τους φάνε

σωθήκανε τα τρόφιμα η πείνα τους θερίζει                      2055

η κούραση αβάσταχτη τα πόδια τους λυγίζει

η πειθαρχία χάθηκε γινήκανε μπουλούκια

ζητάνε λίγη ανθρωπιά και δέχονται χαστούκια.

Αυτοί που φανταστήκανε πως θα ‘φταναν μια μέρα 

και θα ‘χανε στο βλέμμα τους της νίκης τον αέρα             2060

περήφανοι και ζωηροί το πόδι να χτυπάνε

σε φάλαγγες καμαρωτοί στις πόλεις να περνάνε

μ’ αρώματα και λούλουδα κοπέλες να τους ραίνουν

να τους γελούν να τους φιλούν και πάνω τους να γέρνουν

να παίζουνε οι σάλπιγγες τύμπανα να χτυπάνε               2065

θριαμβευτές και νικητές σπίτια τους να γυρνάνε

σαν τους ζητιάνους σέρνονται γυμνοί κουρελιασμένοι

της μοίρας τους απόκληροι απ’ όλους ξεχασμένοι.

Γι’ αυτούς που τότε γράψανε με αίμα ιστορία

και κάναν όλους να ρωτούν με δέος κι απορία                2070

αν είναι άνθρωποι θεοί γίγαντες ή τιτάνες

γι’ αυτούς που πρωταπαίξανε της νίκης οι παιάνες

όπου στον κόσμο Έλληνας το δάκρυ του ας στάξει

τη μνήμη τους αιώνια στο νου του ας χαράξει.                2074

 

 ΠΟΤΗΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΣ

 

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ: ΕΠΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΛΕΞΙΤΥΠΟΝ – ΑΘΗΝΑ 2014

 

Φωτογραφία κειμένου: Από το φωτογραφικό αρχείο του φωτορεπόρτερ ΛΑΖΑΡΟΥ ΑΚΚΕΡΜΑΝΙΔΗ – Πηγή:istoriatexnespolitismos.wordpress.com

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ: Ο Πότης Κατράκης είναι επίτιμος Διδάκτωρ Λογοτεχνίας, επίτιμος Αντιπρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, μέλος της υπό την αιγίδα της UNESCO Ακαδημίας «World Academy of Arts and Culture» και «World Congress of Poets», της International Writers and Artists Association (I.W.A.), μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Εταιρείας των Ελλήνων Λογοτεχνών, της Α.Ε.Π.Ι., και άλλων Ενώσεων. Έχει διατελέσει Αντιπρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Πειραιώς, Αντιπρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, Προϊστάμενος της Νομικής Υπηρεσίας του Δήμου Πειραιώς, πρόεδρος του Θεατρικού Εργαστηρίου Πειραιώς και πρόεδρος σε διάφορα άλλα σωματεία. Έχει εκδώσει μέχρι τώρα 318 λογοτεχνικά βιβλία, από τα οποία 10 μυθιστορήματα, 10 συλλογές σε διηγήματα και νουβέλες, 20 θεατρικά έργα, 6 δοκίμια, 1 ταξιδιωτικό και 270 ποιητικές συλλογές, με πάνω από 23.000 ποιήματα κατανεμημένα σε 8 διαφορετικές μορφές και είδη ποίησης, όπως μοντέρνα (σουρεαλιστική, ακατάληπτη και ανερμήνευτη), σε πεζό κείμενο, μοντέρνα σε στίχους για τραγούδια, μοντέρνα σε έμμετρο και ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο, παραδοσιακή σε στίχους για τραγούδια, παραδοσιακή σε επική ποίηση, παραδοσιακή σε γνωμική ποίηση, παραδοσιακή σε ελεύθερο στίχο και σε μοντέρνα ποίηση. Από αυτά τα 9.000 είναι σε στίχους για τραγούδια, εκ των οποίων τα 135 έχουν μελοποιηθεί σε τραγούδια και κυκλοφορούν στην αγορά σε CD με τους τίτλους «Οι μάγκες τελειώσανε», «Σχέδιο Συνάντησης», «Θαλασσινές αγάπες», «Νησιώτικα μεράκια», «Τραγούδια για την αγάπη», «Λαϊκοδημοτικά τσιφτετέλια», «Τα μάτια που αγάπησα», «Τραγούδια για τη Δαιμονιά», «Το μελτέμι του Αιγαίου», «Του ανέμου το φιλί» κ.λπ. 7 Δύο από τα θεατρικά του έργα, διηγήματα και 26 από τις ποιητικές συλλογές του, με πάνω από 2.000 ποιήματά του, αλλά και μεμονωμένα ποιήματά του, έχουν μεταφρασθεί μέχρι τώρα σε ξένες γλώσσες, όπως στην Αγγλική, Γαλλική, Ιταλική, Ρωσική, Γερμανική, Μογγολική, Ισπανική, Πορτογαλική, Κινεζική, Αλβανική και Βουλγαρική. Έχει τιμηθεί με 2 αριστεία γραμμάτων και 58 βραβεία τόσο σε εθνικούς και διεθνείς διαγωνισμούς όσο και από διάφορους πολιτιστικούς φορείς.

 

Επιμέλεια και μεταφορά στο διαδίκτυο με την έγκριση του συγγραφέα: Τζούλια Πουλημενάκου

Επί-Λόγου – Λεύκωμα – Οκτώβριος 2019

Μια αναφορά στην ποίηση της Ζέφης Δαράκη (της Βαρβάρας Ρούσσου)

Το χαμένο ποίημα, η πρόσφατη ποιητική συλλογή της Ζέφης Δαράκη, αποτελεί μια ακόμη ψηφίδα στο έργο της. Όπως εύστοχα η Άννα Κατσιγιάννη, βασισμένη και σε παλαιότερες αποτιμήσεις, παρατήρησε, πριν μερικά χρόνια, πρόκειται για «“work in progress”, ένα εκτεταμένο συνθετικό ποίημα, χωρίς στίξη, όπου ο κόσμος διόλου παγιωμένος, αναπαριστάται ρευστός και φευγαλέος.» [1]

Και σε αυτή τη συλλογή παρούσα είναι η πάγια απεύθυνση σε ένα εσύ που φαίνεται συνήθως απόν, πότε αποτελώντας την ανάμνηση του αγαπημένου, πότε την αντανάκλαση του εγώ στους πολυάριθμους καθρέφτες του σύμπαντος της Δαράκη, ενώ άλλοτε είναι ο αναγνώστης. Τα επτά πρώτα ποιήματα, η πρώτη ενότητα της συλλογής, προβάλλουν το μοναχικό εγώ μπροστά στο αναπόδραστο –   «Καθώς με χτυπάει κατά πρόσωπο το/μ η  π ε ρ α ι τ έ ρ ω»-, καθιστώντας αναγκαιότητα το διάλογο με το εσύ, έστω και απόν. Στην τελευταία ενότητα «Το χαμένο ποίημα» η αναγκαιότητα γίνεται πράξη, ο διάλογος πλέον πραγματώνεται με το ποίημα, με το χαμένο ποίημα: «Το ποίημα που χάθηκε/σε μια δική του νύχτα/ψάχνοντας τα ίχνη του,/τριγυρνάει μόνο του/ εκτός «Απάντων»/ φιλαναγνώστη, μιας κατοικίδιας ποίησης»/.

Σταθερή η αυτοαναφορικότητα της Δαράκη βλέπει την ποίηση ως απείκασμα του ονειρικού κόσμου ως καταφυγή και εφιάλτη, ως συνομιλητή, μόνιμο συνοδοιπόρο: «Στο αίμα μου έπηξε μαύρισε/ η ποίηση κι η θλίψη» γράφει με προσωπείο τον Hölderlin. Ο στίχος «Μέσα στην ποίηση όμως είναι σκοτεινά…» μεταφέρεται από Το μοναχικό φάντασμα της Λένας Όλεμ Θάλεια του 1982 στο Η σπηλιά με τα βεγγαλικά του 2014 ή μεταλλάσσεται σε «Η ποίηση πηγαίνει ονειρόπληκτη από θαύμα σε θαύμα»  (Η σπηλιά με τα βεγγαλικά 2014). Ακόμη, και σε αυτή τη συλλογή του 2018, η ποίηση παραμένει ως μόνη σταθερά στο παιχνίδι της επικοινωνίας: «Μίλησέ μου, ικετεύω/τον σπασμένο βυθό/ενός στίχου…» («Στον σπασμένο βυθό ενός στίχου»). Ωστόσο, υποφώσκει πάντα το ερώτημα του εάν η ποίηση μπορεί να (αντι-υπο)καθιστά το απωλεσθέν Εσύ: «Άλλωστε όλη η τέχνη – ένας σπασμός/ ένα χαμένο ποίημα είναι που/σαν εκκρεμές σημαίνει// -πού ήσουν;-πού ήμουν…/-πού ήσουν;-πού ήμουν…» κλείνει η συλλογή.

Η συμπλοκή ονειρικού («Πέφτω στα γόνατα του ονείρου» –Η σπηλιά με τα βεγγαλικά 2014)  μετατοπίζει στο χώρο του ασαφούς φανταστικού το πραγματικό του οποίου οι λεπτομέρειες υπακούν στη νομοτέλεια της εσωτερικής ζωής, («στο μαύρο οβάλ του χρόνου»-Σε ονομάζω θα πει σε χάνω 2008˙ «Πέφτω στα γόνατα του ονείρου/ καταφιλώντας τις στάχτες του/» –Η σπηλιά με τα βεγγαλικά 2014): «εμένα με περικυκλώνει η Όνειρος/ ενός μυστικού θεάματος» γράφει υποστασιοποιώντας και σχεδόν θεοποιώντας ξανά το όνειρο στο Χαμένο ποίημα (βλ. και στα πεζά Η Όνειρος 1990). Δημιουργείται έτσι ένα μεταιχμιακό σημείο: «Τα όνειρα- αυτά τα ξαφνιασμένα παιχνίδια της/ λογικής,/πέφτουνε δίχως ήχο και δίχως φως/παρακινώντας μονάχα το σκοτάδι/». Αυτή η ζωή του ονείρου και ταυτόχρονα η ζωή στο όνειρο, ρευστή και ασαφής («Σε κορόιδεψα! Ακούω τη φωνή/ του ονείρου/ Αντικατοπτρισμός-οφθαλμαπάτη ήμουν!»), παράγει μια ιδιόλεκτο της Δαράκη, χαρακτηριστικά εδραιωμένη στην πορεία της. Ο ύπνος δεν αποτελεί την απώλεια της συνείδησης του ορατού/υπαρκτού κόσμου αλλά τη μετάβαση στο χώρο της εσωτερικής ζωής όπου η μετάπλαση της εμπειρίας με τους αβέβαιους όρους του ονείρου μπορεί να δώσει νόημα στην ίδια την πραγματική ζωή. ΄Ετσι, πράγματι, Ο ύπνος είναι ρόδο ( συλλογή του 2016).

Αλλά το ονειρικό στοιχείο δε συνεπάγεται τον περιορισμό στο χώρο του αποκλειστικά ιδιωτικού και την απώθηση του δημόσιου. Η ενότητα «Οδοιπορία» της συλλογής  αντλεί από την πρόσφατη ιστορική συγκυρία: το προσφυγικό.  Το σολωμικό μότο (κλαίγε κλαίγε ελευθερία…) εύστοχα συνδέει το παρελθόν με το παρόν το οποίο παρέχει τις ποιητικές εικόνες: «…Καλά καλά δε θυμάμαι/ το πλεούμενο/Κάτω απ’ τις σκάλες/τις φωνές των επιζώντων[…] Παγωμένε μικρέ μου Άλαντ, από/ παγίδα σε παγίδα/ στα ίδια δάκρυα κυλάμε…». Σαν συλλογικό θρηνητικό επιμύθιο στο παραπάνω ποίημα προστίθεται το δημοτικό «…σ’ το ‘πα και σ’ το ξαναλέω στο γιαλό/μην κατεβείς…».  Η  ιστορική πραγματικότητα συνάπτεται και με το χαμένο επαναστατικό όραμα -το οποίο τροφοδοτεί εν μέρει και ο διάλογος με τον Μαγιακόφσκι: «Κι από τα βάθη των επαναστάσεων/τα κείμενα κι οι μουσικές και τα χρώματα/ είναι μια βία πάνω σου η τέχνη – η έμφλογη επιλογή» (Ερήμωνε 2012)- . Στο Χαμένο ποίημα πλέον τα πράγματα καταστάλαξαν ταυτίζοντας την απώλεια στο ατομικό επίπεδο με αυτήν στο συλλογικό: «Υπήρχε μια λέξη,/επανάσταση – όπως όταν έλεγες,/ τι απελπισμένα που σε θέλω/Υπάρχει μια λέξη,/ επανάσταση/Που αποτυχαίνει/» (εν ουτοπία).

Η συνομιλία με λογοτέχνες λειτουργεί ως αναφορά στις επιρροές και τους συνοδοιπόρους: Σολωμό, Χαίρντερλιν, Παπαδιαμάντη, Κάλβο και στο ποίημα «η παρέα» αναφορές με τα μικρά τους ονόματα στην παρέα του Βύρωνα Λεοντάρη: «Καθόντουσαν εκεί- ο Μανόλης ο Γεράσιμος ο Βύρων ο Ανδρέας ο Μάριος ο Τάσος ο Μάρκος ο Στέφανος ο Αντώνης…»˙ φιλοσόφους (σταθερά ο Κίρκεγκαρντ και η Ρεγγίνα του)˙ εμβληματικούς λογοτεχνικούς χαρακτήρες (Μποβαρύ, Καρένινα).

Ωστόσο, παρά την κίνηση σε ένα ποιητικό σύμπαν, με πάγια γνωρίσματα, η συλλογή σηματοδοτεί ένα «Αποδώ και πέρα», που ορίζεται σχεδόν στο ποίημα «στους περαστικούς»: «Αποδώ και πέρα. Θα χαρίζω τα ποιήματά μου/ στους περαστικούς// καθώς οι σημασίες εξατμίζονται». Η απώλεια νοήματος πλέον σχεδόν οριστικοποιείται ενώ η τυχαιότητα επιβάλλεται στην πορεία των ποιημάτων από το δημιουργό προς τους αναγνώστες που σημαίνονται ως «περαστικοί» ενισχύοντας την αδυναμία επικοινωνίας, σε ένα πεδίο απόλυτα πακτωμένο στο αναπόδραστο: «αν αυτή η γυναίκα έφυγε, /πάει έφυγε/αν τα χέρια της γέμισαν λουλούδια, πάει γέμισαν/αν τη σκέπασε η λήθη,/πάει τη σκέπασε». Τα αποσιωπητικά με τα οποία πολλά ποιήματα ξεκινούν, όπως εξάλλου παρατηρείται και σε άλλες συλλογές της Δαράκη, υποδεικνύουν την επικοινωνία ως ημιτελή ή χωρίς αρχή ή ως αποτέλεσμα πρώτα ενός σιωπηλού μονολόγου που εξωτερικεύεται μήπως και βρει αποδέκτη σε έναν χώρο τραγικά κενό: «…από το θρίαμβο του τίποτα, επάνω στο ελάχιστο/κάτι της ψυχής/-…» τελειώνει ένα από τα ποιήματα, υποβάλλοντας αυτήν την ατελή επικοινωνία.

Αντιθετικά ζεύγη σκοτάδι-φως, παρελθόν-παρόν αλλά και η έννοια του χρόνου («στα ερείπια ενός μέλλοντος παρόντος»), σιωπή-λόγος (ως ποίημα), το βίωμα ως απώλεια και απουσία, ως φθορά και μνήμη, οι (ονειρικοί και πραγματικοί) κήποι -Η προτελευταία ενότητα τιτλοφορείται «Ήρθαν και φύγανε οι κήποι»-, αποτελούν το δυναμικό υπόβαθρο της συλλογής, έννοιες που εδραιώνουν την ποίηση της Δαράκη ως υπαρξιακή, και συμπληρώνονται από τις επανερχόμενες αναφορές στον Κίρκεγκαρντ: «Ποιος υποδύεται εκείνο τον Soeren με χειρονομίες και/με νοήματα διακωμωδώντας την αιώνια πληγή μου/» (Ερήμωνε 2012). Και στο Χαμένο ποίημα: «Η ειρωνεία δεν αφαιρεί τίποτα/ από την περιπάθεια/παραμιλούσε ο Søren/που ακόμη σουλατσάριζε στο Εστεργκάιδ».

Ποιήματα τροφοδοτημένα από όλο το φάσμα αυτού που ονομάζουμε «υπαρξιακή» ποίηση, και με το αντίστοιχο φιλοσοφικό υπόβαθρο, μας παρουσιάζει και πάλι η Ζέφη Δαράκη.  Η ώριμη στοχαστικότητα, η ενατένιση του παρελθόντος και του παρόντος με συμπυκνωμένη την εμπειρία, του βίου και της τέχνης, οι ποιητικές σταθερές, ολοένα και πιο λιτές και συμπυκνωμένες, η οικονομία εκφραστικών μέσων, η ισχυρή εικονοποιία, όλα, ανάγουν Το χαμένο ποίημα σε κορύφωση και συναίρεση ενός πολύχρονου και σημαντικού έργου.

[1]Άννα Κατσιγιάννη, «Το άρρητο της Ποίησης και οι μεταμορφώσεις του Άλλου στην ποιητική συλλογή Ερήμωνε της Ζέφης Δαράκη»

info: Ζέφη Δαράκη, Το χαμένο ποίημα, Νεφέλη 2018

Πηγή: ο Αναγνώστης – Περιοδικό για το Βιβλίο και τις Τέχνες    oanagnostis.gr

Οκτώβριος 2019

 

Πηγή φωτογραφίας: tovima.gr

 

Οι  Era Musicale εγκαινιάζουν τις εμφανίσεις τους τη φετινή σεζόν με τη μουσική παράσταση

Music of the Night  και πρώτο σταθμό τo Θέατρο Αρχελάου

την Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2019 και ώρα 21.00.

Επόμενοι σταθμοί τους στα Βόρεια Προάστια είναι ο Χώρος Τέχνης «Ιδιόμελο» στο Μαρούσι

το Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019.

Σε μια μουσική περιπλάνηση στο μαγευτικό χώρο του Μιούζικαλ με πολυαγαπημένες μελωδίες και θεατρικές πινελιές από τα αριστουργήματα του μουσικού θεάτρου και κινηματογράφου Φάντασμα της Όπερας, Οι Άθλιοι (Les Miserables), Cats, Dracula, West Side Story, Romeo & Juliet, Jekyll and Hyde, Love Story, Αστέρι της Ερήμου – Ναλιμάρ κ.ά.

μας οδηγούν η crossover σοπράνο Μάνια Βλαχογιάννη και ο βαθύφωνος Βασίλης Ασημακόπουλος.

Ιστορίες αγάπης, πάθους, τόλμης, ανθρωπιάς, που άλλοτε συγκινούν και άλλοτε συγκλονίζουν, τραγούδια που αγαπήθηκαν σε όλες τις ηπείρους, δοσμένα μέσα από δυνατές, εκφραστικές ερμηνείες.

Ο πιανίστας Σπύρος Σουλαδάκης συνοδεύει τους ερμηνευτές στο ταξίδι τους, ζωντανεύοντας μουσικά τις συναρπαστικές ιστορίες των ηρώων κάθε έργου.

Δημιουργός του σχήματος Era Musicale και εμπνεύστρια της παράστασης Music of the Night, η οποία τελεί υπό την αιγίδα του Ομίλου για την UNESCO Τεχνών, Λόγου και Επιστημών Ελλάδος,

είναι η μουσικός Μάνια Βλαχογιάννη, συγγραφέας του βιβλίου Αστέρι της Ερήμου – Ναλιμάρ (Εκδόσεις Νόηση – 2015), το οποίο μεταφέρθηκε αυτούσιο στη μουσικοθεατρική σκηνή ως λιμπρέτο της επιτυχημένης ομότιτλης Μοντέρνας Όπερας (Μιούζικαλ) σε μουσική του Έλληνα συνθέτη Balsam7teen.

«Δημιούργησα ένα νέο καλλιτεχνικό σχήμα με όραμα και στόχο να παρουσιάσω στο κοινό το συναρπαστικό γνωστό – άγνωστο κόσμο του σύγχρονου Μουσικού Θεάτρου και μαζί με καταξιωμένους αλλά και νέους καλλιτέχνες να μυήσουμε το θεατή σε αυτό το ιδιαίτερο και απαιτητικό είδος Τέχνης, που συνδυάζει δυναμικά το τραγούδι με το θέατρο και συχνά με το χορό.» σχολιάζει χαρακτηριστικά η Μάνια Βλαχογιάννη, άμισθη Ειδική Σύμβουλος Δήμου Αγίας Παρασκευής για θέματα Πολιτισμού και μέλος του Δ.Σ. του Ομίλου για την UNESCO Τεχνών, Λόγου και Επιστημών Ελλάδος.

Era Musicale – Music of the Night

Mάνια Βλαχογιάννη, σοπράνο crossover

Βασίλης Ασημακόπουλος, βαθύφωνος

Σπύρος Σουλαδάκης, πιάνο

Κείμενα – Επιμέλεια: Μάνια Βλαχογιάννη

Photo credits: Μάνος Μανιός

Ποιοι είναι οι Era Musicale

Μάνια Βλαχογιάννη

Γεννήθηκε στην Αθήνα. Διπλωματούχος Πιάνου του Εθνικού Ωδείου Αθηνών σε ηλικία 17 ετών με Α’ Βραβείο και Αριστείο Εξαιρετικής Επιδόσεως και της Ακαδημίας του Ρίχαρντ Στράους (Μόναχο) σπούδασε παράλληλα Μονωδία  και Musical Τheater Performance. Φοίτησε στη Ανώτατη Μουσική Σχολή Δρέσδης, τη Δραματική Σχολή του H.D.Trayer και ολοκλήρωσε τoν προπτυχιακό κύκλο της Νομικής Σχολής  Αθηνών.

Συμμετείχε σε μουσικοθεατρικές παραστάσεις σε Γερμανία, Αυστρία, Ελβετία και Ελλάδα ενώ σε νεαρή ηλικία της δόθηκε η θέση της Υποδιευθύντριας στην Κρατική Μουσική Σχολή του Γκάρχινγκ (Μόναχο).

Σήμερα ζει στην Αθήνα, συνεργάζεται δισκογραφικά με σύγχρονους συνθέτες ενώ παράλληλα εμφανίζεται σε μουσικοθεατρικές  – θεατρικές παραστάσεις.

Από το Δεκέμβριο 2013 μέχρι σήμερα κυκλοφορούν διεθνώς 15 δισκογραφικές δουλειές της σεποικίλα είδη μουσικής,αρκετές από τις οποίες κατέκτησαν ελληνικά και ευρωπαϊκά Charts.

Η Μάνια Βλαχογιάννη είναι μέλος του Δ.Σ. του Ομίλου για την UNESCO Tεχνών, Λόγου και Επιστημών Ελλάδος, συνεργάζεται στενά με το Διεθνές Φεστιβάλ Τέχνης και Πολιτισμού Πορτοχελίου και ασχολείται παράλληλα με τη λογοτεχνία.

Το λογοτεχνικό έργο της Αστέρι της Ερήμου – Ναλιμάρ  ενέπνευσε ως λιμπρέτο τον μουσικοσυνθέτη Νίκο Λεκάκο ώστε να συνθέσει μουσική για ολόκληρο το βιβλίο, δίνοντας του τη μορφή μιας νέας σύγχρονης  Όπερας,

η οποία από το 2016 μέχρι σήμερα συνεχίζει σε δύο εκδοχές με επιτυχία την πορεία της σε θεατρικές σκηνές της Αθήνας, ενώ πρόσφατα ποιήματα της απέσπασαν Βραβεία Ποίησης σε Διεθνείς Λογοτεχνικούς Διαγωνισμούς.

Το Σεπτέμβριο 2019 ανέλαβε καθήκοντα άμισθης Ειδικής Συμβούλου Δήμου Αγίας Παρασκευής σε θέματα Πολιτισμού καθώς και τακτικού μέλους Δ.Σ. του Πολιτιστικού και Αθλητικού Οργανισμού στον ίδιο Δήμο.

Βασίλης Ασημακόπουλος

O βαθύφωνος Βασίλειος Ασημακόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα.

Πήρε το δίπλωμά του στο κλασικό τραγούδι το 2011 με Άριστα παμψηφεί

και Α΄ Βραβείο από το Αττικό Ωδείο.

Έχει ερμηνεύσει διάφορους ρόλους σε χώρους όπως το Κτίριο Ηνωμένων Εθνών (Νέα Υόρκη), Royal College of Music (Λονδίνο), το Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (Παρίσι), την Εθνική Όπερα και Μπαλλέτο της Σόφιας (Βουλγαρία), Ηρώδειο, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης κ.α.

Έχει συνεργαστεί με την Εθνική Λυρική Σκηνή σε διάφορες παραγωγές:

Ναμπούκο, Φάουστ, Τροβατόρε, Σικελικοί Εσπερινοί, Προσοχή ο πρίγκιπας λερώνει, Τραβιάτα, Μαντάμα Μπαττερφλάι, ο Κουρέας της Σεβίλλης, Μούζικα κ.ά.

Είναι απόφοιτος του τμήματος Ψυχολογίας και μεταπτυχιακός φοιτητής στο τμήμα Εγκληματολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου.

Σπύρος  Σουλαδάκης

Γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε πιάνο με την Ίντα Λώρη Μαργαρίτη και την Μαρίνα Κουτούβαλη (Δίπλωμα Πιάνου με 1ο  Βραβείο Παμψηφεί) καθώς και ανώτερα θεωρητικά (πτυχία αρμονίας, αντίστιξης και φούγκας).

Συνέχισε τις πιανιστικές σπουδές του στο Royal College of Music του Λονδίνου πλάι τους διακεκριμένους John Blakely και Nigel Clayton, απ’ όπου αποφοίτησε με Bachelor of Music, ενώ παρακολούθησε και μαθήματα ενορχήστρωσης – σύνθεσης.

Έχει συμμετάσχει και παρακολουθήσει πολυάριθμα σεμινάρια διακεκριμένους καθηγητές και σολίστ πιάνου, όπως Paul Badura Skoda, Murray Perahia, Pierre Boulez, Nelly Acopian-Tamarina, Konstantin & Julia Ganev, Aleksandar Raichev, κ.α.

Έχει βραβευθεί σε διεθνείς διαγωνισμούς σε Ελλάδα και εξωτερικό ενώ το 2002 απέσπασε πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό πιανιστικής συνοδείας “Robert Sutherland” στη Μ. Βρετανία. 

Έχει δώσει πολυάριθμα ρεσιτάλ πιάνου, συνοδείας τραγουδιού και μουσικής δωματίου στην Ελλάδα και το εξωτερικό: Νέα Υόρκη (Carnegie Hall), Λονδίνο (Wigmore Hall, National Gallery κ.α.), Ρώμη, Παρίσι, Μιλάνο, Βαϊμάρη, Κύπρο, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών,  Θεσσαλονίκη, Κρήτη, Ρόδο κ.α.

Συνεργάζεται με τη Λυρική Σκηνή, τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, το Φεστιβάλ Αιγαίου και άλλους φορείς σε μουσικά/εκπαιδευτικά προγράμματα ανά την Ελλάδα.

Πηγή: writersgang.com

 

 

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΗΜΕΡΙΔΑΣ

 

(Μια αναφορά στη Θεώνη Δρακοπούλου)

Έχω αναφερθεί πολλές φορές στον λόγο της αναπόλησης του παρελθόντος κόσμου. Το να προσπαθεί κάποιος να συλλέξει τα κομμάτια του κόσμου που «επέρασε και εχάθη», αποτελεί μιαν απέλπιδα ίσως προσπάθεια ανασύστασης του «εύ ζείν», μέσα σε όλη τούτη την κενότητα του σήμερα. Το σήμερα, όπως εμείς το βιώνουμε μοιάζει χωρίς γεύση, χωρίς χαρακτήρα, χωρίς αναφορές άξιες λόγου και το χειρότερο όλων είναι πως όσο περνά ο καιρός, η κατάσταση καθίσταται όλο και περισσότερον πνικτική.

Τούτη η διαπίστωση, δεν αφορά μόνον την γνωστή οικονομική μας κρίση, αλλά περισσότερο την έλλειψη ενός συλλογικού οράματος για μια πατρίδα όπου όλοι θα ζουν με μια ποιότητα ζωής που σήμερα δεν υπάρχει και αν κάποτε υπήρξε, βρίσκεται αποτυπωμένη σε κάποιο παλιό, ξεχασμένο σε κάποια προθήκη παλαιοβιβλιοπωλείου  βιβλίο, σαν σε όνειρο, σαν σε όνειρο θολό κάποιου άχρονου απομεσήμερου.

Ο πνευματικός μας δήθεν κόσμος  νοσεί βαθειά, έχει καταντήσει μια στρατιά ατάλαντων «ποιητών», «συγγραφέων» ή όπως αλλιώς θα ήθελε κανείς να ονοματίσει, ανθρώπους οι οποίοι όχι μόνον δεν έχουν καμιά σχέση με τον πολιτισμό και την τέχνη, αλλά με τα διάφορα εκτρωματικά «πονήματά» τους, δηλητηριάζουν σε καθημερινή βάση το κοινωνικό συλλογικό ασυνείδητο, διαλύοντας κάθε καλαισθησία, αλλά και κάθε ελπίδα προς ουσιαστική ανάκαμψη.

Πάντοτε θα επιμένω ως του τέλους, πως το πρόβλημα της χώρας  είναι πρόβλημα μόνον πνευματικό. Πρόβλημα νοοτροπιών αρρωστημένων, οι οποίες έχουν ριζώσει βαθιά σε τούτο τον λαό και αποτελούν όλες μαζί ένα πλέγμα εκ του οποίου εάν δεν ξεφύγουμε δραστικώς διαμέσου της αυτοκριτικής, ουδεμία ελπίς υπάρχει για ανάταση και ανάσταση.

Στην ενσυνείδητη θέλω να πιστεύω προσπάθεια μου όχι να κρύψω το κεφάλι σε έναν μικρόκοσμο, αλλά να εντοπίσω ό,τι ωραιότερο του παρελθόντος, το οποίο δύναται να μας παραδειγματίσει για το παρόν και το μέλλον, απόψε ενθυμούμαι μια ακόμα εκπρόσωπο ενός πνευματικού κόσμου με ουσία, ενός κόσμου γεμάτο λυρισμό και αγάπη για την ζωή σωστά εκφρασμένη.

Η  Μυρτιώτισσα, κατά κόσμο Θεώνη Δρακοπούλου, γεννιέται στα 1885 σε προάστιο της Κωνσταντινούπουλης. Ο πατέρας της, Αριστομένης Δρακόπουλος ήταν γιός της Θεώνης Καλαμογδάρτη, οικογένειας εύπορης με ιστορία τα  νεοελληνικά  γράμματα. Ως υπάλληλος της πρεσβείας της Ελλάδος εκεί, έδωσε από την αρχή μεγάλη σημασία στην καλλιτεχνική  εκπαίδευση της κόρης του και έτσι η μικρή Θεώνη Δρακοπούλου, ημπόρεσε να ζήσει σε ένα περιβάλλον το οποίο ενθάρρυνε την καλλιτεχνική δραστηριότητα όχι ως «τέχνη για την τέχνη», αλλά ως ατραπό αυτοβελτίωσης του ανθρώπου, έτσι όπως ακριβώς θα πρέπει να θεωρείται η τέχνη.

Έξι χρόνια έπειτα από την γέννησή της και λόγω του επαγγέλματος του γονέα της, η Θεώνη ακολουθεί την οικογένεια στην τότε τουρκοκρατούμενη ακόμη Κρήτη , αλλά έπειτα από δύο ακόμη χρόνια εγκαθίσταται πλέον οριστικά στην Αθήνα. Φοιτά στην «Σχολή Χιλλ» στην αρχαία γειτονιά της Πλάκας και από πολύ μικρή ηλικία, δείχνει πως ανταποκρίνεται λίαν θετικώς, προς την τέχνη, ιδιαίτερα την ποίηση και το θέατρο. Παρακολουθεί μαθήματα υποκριτικής στην τότε σχολή του Βασιλικού θεάτρου και καταφέρνει να εμφανιστεί ως ηθοποιός στην «Νέα Σκηνή» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου.

Στα 1904 η Δρακοπούλου, αναγκάζεται λόγω αντίδρασης της οικογένειας της να σταματήσει την σταδιοδρομία της στο Ελληνικό θέατρο, παντρεύεται τον Σπυρίδωνα Παππά και ταξιδεύει για το Παρίσι, όπου και εκεί παρακολουθεί μαθήματα υποκριτικής στην εκεί Κρατική δραματική σχολή.

Λίγο έπειτα ενώ αποκτά τον γιό της Γιώργο Παππά, ο μάλλον πρόωρος γάμος της θα διαλυθεί και εκείνη θα επιστρέψει στην Αθήνα όπου θα εργαστεί εις το Ωδείο Αθηνών ως καθηγήτρια. Σημαντικότατο ρόλο δε, αναφορικά με την ποιητική της εξέλιξη και εδώ θα πρέπει να τονιστεί αυτό, υπήρξε ο μεγάλος της έρωτας με τον ποιητή  Λορέντζο Μαβίλη.

Έπειτα από τον ηρωικό θάνατο του Μαβίλη, εκείνη στα εικοσιεπτά της χρόνια, μην έχοντας άλλη διέξοδο ως ένα παιχνίδι της μοίρας, θα στραφεί στην ποίηση προκειμένου να εκφράσει τα συναισθήματα της. Είναι η  περίπτωση όπου κάποιο δυνατό αόρατο  χέρι, στρίβει το τιμόνι του βίου προς κάτι που ουδείς φαντάζεται, διότι έτσι θα πρέπει να γίνει. Η Μυρτιώτισσα πεθαίνει στις 4 Αυγούστου του 1968 και ενταφιάζεται στον οικογενειακό τάφο της οικογένειας της στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.

Αυτά τα ολίγα αναφορικά με την ζωή της, ποιητικά τώρα η Θεώνη Δρακοπούλου, αποτέλεσε μια εκ των κυριότερων εκπροσώπων του ποιητικού γυναικείου λυρισμού εις τα νεοελληνικά μας γράμματα στις αρχές του 20ου αιώνα, με έντονες τις θεματικές αναφορές στο δίπολο «Έρως και Θάνατος», δύο κομβικά σημεία της ανθρώπινης ύπαρξης, όσο κομβική υπήρξε και η πραγματική φιλία της με τον Κωστή Παλαμά.

Εκδίδει τις ποιητικές συλλογές «Τραγούδια» στα 1919, «Κίτρινες Φλόγες» στα 1925, συλλογή την οποία προλογίζει ο ίδιος ο Κωστής Παλαμάς, «Δώρα αγάπης» στα 1932 με βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, «Κραυγές» εις τα 1939, ενώ στα 1953 κυκλοφορεί η συλλογή με τίτλο «Ποιήματα».  Μετέφρασε επίσης την «Μήδεια» του Σοφοκλή, εξέδωσε και μια δίτομη παιδική ανθολογία καθώς και ένα βιβλίο αναφορικά και με αφορμή τον πρόωρο χαμό του γιού της, τον ηθοποιό Γιώργο Παππά.

Πολυβραβευμένη μα η αλήθεια μου, αν κάποιος ψάχνει στα βραβεία την αξιοσύνη, ψάχνει συχνότατα σε λάθος μέρος. Σημασία έχει πάντοτε η αίσθηση ενός έργου στην συλλογική ψυχή και μνήμη και το έργο της Μυρτιώτισσας αν μπορούσε να περιγραφεί η αίσθηση του, θα έμοιαζε με το γλυκόπνοο αεράκι μιας καλοκαιρινής νύχτας στην θάλασσα.

Μικρά εκλογή ακολουθεί:

«Σ΄ αγαπώ» – οι δύο πρώτες στροφές

Σ’ αγαπώ, δεν μπορώ
Τίποτ’ άλλο να πω
Πιο βαθύ, πιο απλό
Πιο μεγάλο!

Μπρος στα πόδια σου εδώ
Με λαχτάρα σκορπώ
Τον πολύφυλλο ανθό
Της ζωής μου

«Τα βήματα» – οι δύο πρώτες στροφές

Τα βήματα, τα βήματά σου
τα γνώριμα τ’ αγαπημένα που είναι χαμένα.
Έχω ποθήσει τη μιλιά σου,
τα μάτια σου, τα δυο σου χέρια.

Κι έχω διψάσει τα φιλιά σου
και πια με σφάζουνε μαχαίρια.
Σαν θυμηθώ τα βήματά σου,
καίγονται ξαφνικά τ’ αστέρια.
Βρίσκομαι μες την αγκαλιά σου.
Τα βήματα, τα βήματά σου.

«Πάθος» – οι δύο πρώτες στροφές

Ω! τα μάτια, τα μάτια σου
που όλο χρώματ’ αλλάζουν,
με γητεύουν τα μάτια σου
και βαθιά με σπαράζουν.

Μες στα χέρια – τα χέρια σου –
τα γερά, τ’ ατσαλένια,
τρεμουλιάζουν τα χέρια μου
σαν πουλιά λαβωμένα!

Πάνος Χατζηγεωργιάδης

Μουσικοσυνθέτης-Λογοτέχνης-Αρθρογράφος

ΣΥΝΤΟΜΟ ΒIOΓΡΑΦΙΚΟ : Ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης γεννήθηκε στα 1976. Μετά το πέρας των εγκύκλιων σπουδών του, σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων και Ψυχολογία σε Πανεπιστήμια του εξωτερικού. Ως μουσικοσυνθέτης, είναι μέλος της Performing Rights Society του Λονδίνου με δισκογραφική παρουσία στον χώρο απο τις αρχές του 2000 και σε χώρες όπως η Αγγλία, Ολλανδια και Δανία. Πριν κάποια χρόνια, υπήρξε υποψήφιος σε βραβεία της διεθνούς μουσικής σκηνής στο Los Angeles, Hollywood της Καλιφόρνια. Ως λογοτέχνης έχει βραβευθεί σε πολλούς και σημαντικούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Αρθρογραφεί κυρίως με άρθρα γνώμης και λογοτεχνικές αναφορές, επί δεκαετία.

 

 

Κοιτώντας το βλέμμα σου, θαρρούσα πως έβλεπα,

πρώτη φορά, ουρανό που κυμάτιζε.

Στο βάθος του ανταύγειες υποπράσινες σύνθεταν

ένα χρώμα ακαθόριστο. Ένα χρώμα από πνεύμα,

από φως, ένα αγίασμα.

  Νύχτωνε κι όμως

θαρρούσα πως σάλευαν στους τοίχους λουλούδια,

σάμπως χαράζοντας πέρα σε κάποιο

βάθος ν’ ανταύγαζε. Τα μάτια σου δέσποζαν.

Θωρώντας αυτή τους την ατλάζινη κίνηση

να πηγαίνει και νάρχεται, δεν μπορούσα να ειπώ

τι ακριβώς μου θυμίζανε. Μπορεί την Αγία

Άννα στους Βράχους, ορθή, με του σύμπαντος

το διάφανο στέφανο γύρω στο στήθος της.

Μπορεί κάτι άλλο που τόχα συλλάβει

ο ίδιος εγώ, αλλά μούκαψε τη σκέψη και χάθηκε.

Θαρρούσα πως έβλεπα τη γιορτή των χρωμάτων,

τη γιορτή της φωτιάς, τη γιορτή του νερού

και της βλάστησης.

Κι’ όλα

μαζί, σ’ ένα όρθιο ποτάμι που ανέβαινε

και χύνονταν πάνω στον γαλάζιο ουρανό,

σε δυό οροπέδια, που αχτίδιζαν δυο διάφανες

λίμνες : τα μάτια σου.

Ποιος είναι άραγε

απ’ τους δυο μεγαλύτερος; ο κόσμος ή ο άνθρωπος;

Σε λίγο βαδίζαμε μόνοι, κοιτάζοντας

πέρα στο βάθος. Είχεν απ’ ώρα

δύσει ο ήλιος. Πριν να προφτάσει,

γλυκός σα μετέωρο μάτι παιδιού,

ν’ ανατείλει ο έσπερος, πήραν να γίνονται

πράγματα άλλα μες στον ορίζοντα.

Μέσα στο ημίφως σηκωνόνταν αυλαίες.

΄Αναψεν άξαφνα όλα τα μέσα

φώτα του ο κόσμος.

Νικηφόρος Βρεττάκος

 

Από την ποιητική συλλογή «Το βάθος του κόσμου» – 1961

Κεφάλαιο «Τα τρύπια χέρια»

Ανθολογία Ποίησης Νικηφόρου Βρεττάκου «Τα ποιήματα»

Τόμος Δεύτερος – ΤΡΙΑ ΦΥΛΛΑ

Εκδόσεις Θεμέλιο & Κ.Βρεττάκος – Αθήνα 1999

 

Επιλογή κειμένου και μεταφορά στο διαδίκτυο: Τζούλια Πουλημενάκου

(Προσωπικό αρχείο βιβλιοθήκης)

 

 

 

Η Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών σας προσκαλεί στην εκδήλωση,

που θα γίνει στην αίθουσα Μιχαήλας Αβέρωφ, οδός Ακαδημίας και Γενναδίου αρ. 8, 7ος όροφος,

την 25η Οκτωβρίου 2019,  ημέρα Παρασκευή και ώρα 7 μ.μ.

με θέμα “ ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ ΄40”.

Ομιλητής: Αυγερινός Ανδρέου, Δικηγόρος, πρώην Πρόεδρος, πρώην

Γενικός Γραμματέας και νυν μέλος του ΔΣ της Ε.Ε.Λ.

Απόδοση κειμένων: Γιώργος Μπασιάκος, ηθοποιός.

Θα γίνει κινηματογραφική προβολή δρωμένων του πολέμου του  1940 με επιμέλεια του Γιώργου Μπασιάκου.

  Για το Δ.Σ.

                 Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

                          ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΟΥΣΟΣ                             ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ

 

 

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ

“ΕΛΛΑΔΑ: ΜΙΑ ΧΩΡΑ ΠΑΡΑΔΟΞΩΣ ΝΕΩΤΕΡΙΚΗ” (Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ) 

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

ΤΕΤΑΡΤΗ 23 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2019 ΚΑΙ ΩΡΑ 19:00

ΣΤΟΝ ΠΟΛΥΧΩΡΟ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ