“ΠΙΝΑΚΑΣ ΟΝΕΙΡΩΝ” της Ουρανίας Μπούρτζινου

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ (Απόσπασμα)

 

Ο χρωστήρας της ψυχής μου έτοιμος –

αλλάζει το όνειρο του πίνακα.

Τα τελευταία σχέδια, χρώματα ανεξίτηλα,

οι τελευταίες έντονες πινελιές,

αστραφτερές, μόνιμα ακτινοβόλες.

 

Καινούργια μέρα φώτισε, σπαρτάρησε η καρδιά σου!

Μαντατοφόρος ο Ερμής είδηση προσμονής

κι απαντοχής σού φέρνει γεμάτη χαμογέλιο!

Δε σου ταιριάζουνε καθόλου οι αμυχές,

τα μίζερα, τα πένθιμα, τα καταθλιπτικά.

Επιθυμείς έρωτα ανθοφόρο,

αγάπη ριζωμένη στην ομορφιά της πλάσης,

στ’ ασύνορο του σύμπαντος!

 

Ό,τι ζητάς θα το ‘χεις –

σύντομα μπροστά σου θα φανερωθεί!

Κοίτα εκεί που φτάνει η ματιά σου…

τον βλέπεις;

Ο γνώριμός σου έρωτας κι αγαπημένος

που στη μεσόθυρα του Άδη σ’ είχε στείλει,

εκστατικός τώρα γητευτής

σε δυναμικό χορό προτείνει

η κορυφαία του να είσαι, η ηγερία του,

η παντοτινή, μοιραία του αγάπη!!

 

Σαστίζεις! Αναρωτιέσαι, αν είναι

αληθινός, ίσκιος ή αντικατοπτρισμός.

Δεν είναι ονείρου φαντασία, αλλά ζωής αλήθεια!

 

Ποια η απόκριση στο κάλεσμά του;

Φτερά βάζεις στα σύννεφα γρήγορα να τον φτάσεις

και σμίγεις στης γκριζόμαυρης τα λυσσαλέα κύματα.

Στόχος σου να βυθιστείς στο βύθος της αβάσταγη,

να αναδυθείς με μια πνοή, με μια κραυγή,

στη μανία των ανέμων θεριά τα κύματα

χτυπήματα, γροθιές να δώσεις να σωθείς!

 

Ποιος άνθρωπος ή στοιχειό της φύσης

τολμά να αναμετρηθεί μαζί σου;

 

Οι φρενιασμένοι άνεμοι κι η ψυχοβγάλτρα θάλασσα

λιπόθυμη στην αγκαλιά του σ’ έστειλαν

καθώς ατρόμητα πάλεψες κι αγωνίστηκες σκληρά

για τη μοναδική σου αγάπη!

 

Σαν άνοιξαν τα μάτια σου, βλέπεις το πρόσωπό του,

του ήλιου αύρα λαμπερή μαζί και της σελήνης

σαν σε κρατούσε δυνατά όλο αντρειά και χάρη.

 

Ώρα εύλαλης σιωπής καθώς συνομιλούν

τα σώματα και οι ψυχές!

 

Σε λίγο, μπόρεσε να ψελλίσει…

«Με ξέχασες, μου μίσεψες.

Αιώνες φάνηκαν ετούτες οι μέρες!

Απελπισιά και φρίκης μαχαιριά

έμπηξες στο σώμα, στην ψυχή μου,

πώς έσβησες τον έρωτα, τη μυρωμένη αγάπη!

Θα ξεδιψώ βλέποντάς σε να δροσίζεσαι,

θα γιορτάζω όταν σε βλέπω να στολίζεσαι,

δεν θα σ’ αφήνω να πονάς

καθώς τον πόνο σου θα παίρνω,

θα μιλάς εσύ  εγώ σιωπή,

Θα γελάς εσύ, θα γελάμε μαζί!»

 

Ξύπνημα χρυσοπόρφυρο ανατολής λαμποκοπά!

Αρχοντικά διαχέονται τα χρώματά της,

αστραποβόλες οι αχτίδες του φωτοδότη ήλιου.

Του Έρωτα το βέλος έχει βγει απ’ τη φαρέτρα του

τοξεύει την καρδιά τους και τη γεμίζει αγάπη –

να πλημμυρίσουν θυμιάματα στου γαλαξία τ’ όνειρο,

τ’ ουρανού τ’ απέραντο κι ακόμα πιο μακριά.

 

Μοσχομύρισε η ζωή,

μπουμπούκιασαν τα δέντρα,

σαγηνευτικά των πουλιών τραγούδια

τριγυρνούν φτερουγίζοντας την ευτυχία!

Ανάσταση της σχέσης τους ξεχείλισε

με τη δοξολογία της μεγαλόπρεπης φύσης.

Πορεία ανώτερη στο φως ποθούν

προς την εκπλήρωση στόχων και ονείρων.

 

Πανσέληνα μάτια θαλασσινά ταξιδεύουν

στ’ ασέληνο φεγγάρι της ατέρμονης αγαλλίασης.

Ταξιδιάρικα όνειρα καλέσματα,

με το σώμα του σκαρί γερό

και την καρδιά του οδηγό

του Αίολου ούριο άνεμο,

σ’ αρπάζουν παιχνιδιάρικα

με ανοιχτά πανιά ελπιδοφόρα,

σε ταξιδεύουν στ’ ουρανού τη θάλασσα

στης γης τα μακρινά λιβάδια,

στα ρέοντα κρυστάλλινα ποτάμια

σ’ όλα τα φιλόξενα ακρογιάλια.

Αγκαλιά στην πυρόξανθη αμμουδιά,

κυνηγητό με τ’ ατίθασα κύματα

και τα θαλασσοπούλια στου πελάγους τα πλάτη.

Κρυφτό στης ξελογιάστρας θάλασσας

τις θαλασσοσπηλιές και τους υφάλους,

στης απάνεμης ακρογιαλιάς τα βότσαλα

δημιουργίες με ζωγραφιές κι ευχές.

 

Θαλασσοπόροι του έρωτα,

της αγάπης τρανοί πολεμιστές

αψηφούν κάθε κίνδυνο, όποια καταιγίδα.

Το σώμα τους κι η ψυχή τους

υψωμένα λάβαρα στην πνοή των ανέμων

στο αέναο ταξίδι της ευδαιμονίας

και της λυτρωτικής μέθεξης!

 

Με φρέσκα αγριολούλουδα στα χέρια,

κότινο στα σγουρά του τα μαλλιά,

του κάστρου ανάερα

δρασκελίζει το πέτρινο ανθόστρωτο σοκάκι.

Φτάνει στην ανοιχτή πύλη

όπου προβάλλεις εσύ

νεράιδα, νύμφη, μούσα ζηλευτή

με φόρεμα αραιοϋφασμένο

στα χρώματα λουσμένο,

ίδιο ουράνιο τόξο.

Στα μαλλιά σου κογχύλια του βυθού,

της θάλασσας μαργαριτάρια στο λαιμό σου.

Σε στεφανώνει με ανθολεμονιάς κλωνάρια

και το χέρι του τείνει προς σε …

 

Αρχίζει ο χορός με μουσικό ταξίδι αναδυόμενο

από τα σκοτεινά της θάλασσας τα βάθη

μέχρι τα ολόφωτα ουράνια παλάτια,

σαλπίσματα ανεμίζουν νωχελικά

στα τέσσερα του ορίζοντα σημεία.

Δύο σώματα και δυο ψυχές χορεύουν

ως ένα σώμα μια ψυχή μακάρια ενωμένοι.

 

Στο κάστρο του προσηλιακού βουνού

βρήκε η αγάπη τους φωλιά να κατοικήσει

με τη μαγεύτρα θάλασσα να τους αποπλανά,

ο ουρανός προσκέφαλο για να τους ξεκουράζει.

Το ασημοφέγγαρο κι ο χρυσαφένιος ήλιος

ταχυδρόμοι τους κομίζουν της αέναης αγάπης

τηλαυγείς, τερπνές αχτίδες!

 

Ποιος θα μπορέσει τον πίνακα αυτόν,

αδιάφορος να προσπεράσει;

 

Ουρανία Μπούρτζινου

Ποιήτρια-Πεζογράφος

Απόσπασμα από την ποιητική ενότητα «Πίνακας Ονείρων»

(Κεφ. 3ο «Ζωής αλήθεια»)

Εκδόσεις «Αδούλωτη Μάνη»

Αρεόπολη Λακωνίας – Φεβρουάριος 2015