“ΦΟΝΙΣΣΑ” – ΜΙΑ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΗΘΟΓΡΑΦΙΑ” του Πάνου Χατζηγεωργιάδη

(Μια αναφορά στη “Φόνισσα” του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη)

Η ηθογραφία ως είδος λογοτεχνικό, άσκησε για δεκαετίες την επιρροή της στα νεοελληνικά γράμματα. Είναι εκείνο το είδος του γραπτού λόγου, το οποίον ασχολείται με την συν-διαμόρφωση των χαρακτήρων σε αλληλεπίδραση με το κοινωνικό, φυσικό, ηθικό περιβάλλον. Διαμέσω μιας ηθογραφίας, παρακολουθεί κάποιος την εξέλιξη ενός χαρακτήρα, σε μια προσπάθεια επεξήγησης σε δεύτερη ανάγνωση, της συμπεριφοράς, του αιτίου και του αιτιατού.

Το ζήτημα της διαμόρφωσης των πολλών εαυτών μας με απασχολεί έντονα το τελευταίο διάστημα. “Εδιζησάμην εμεωυτόν” – Ανεζήτησα τον εαυτόν μου, θα μας φωνάξει από το βάθος των αιώνων ο φωτεινός (κατά άλλους σκοτεινός μα δεν συμφωνεί ο υποφαινόμενος με τον χαρακτηρισμό αυτόν) φιλόσοφος Ηράκλειτος.

Και εδώ τίθεται η σειρά των ερωτημάτων τα οποία κρίνονται εύλογα. Ποιον εαυτόν μπορεί κάποιος να αναζητήσει, όταν αυτός ο εαυτός διαμορφώνεται συνεχώς σε κάτι νέο; Όταν το χθες με τις εμπειρίες που φέρει αλλάζει σε παρόν, αυτό έχει επίδραση τρομερή κυρίως στον εσωτερικό μας κόσμο, άρα και οι εαυτοί μας βρίσκονται συνεχώς υπό διαμόρφωση σε μια προσπάθεια αέναης συνεχούς αναπροσαρμογής, με βάση τα έξωθεν ερεθίσματα, με κριτήριο αυτό το συνεχώς διαδραστικό παιχνίδι του εγώ με το περιβάλλον. Το όποιο περιβάλλον.

Πέρα από τούτα τα εισαγωγικά σημειώματα και σκέψεις με αφορμή το κείμενο που αποτέλεσε την αφορμή ώστε να συνταχθεί το παρόν, την κλασσική πλέον για τα νεοελληνικά γράμματα “Φόνισσα” του κοσμοκαλόγερου ως τον εχαρακτήρισαν Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, θα πρέπει να γίνει μια ειδική αναφορά και στην εποχή του ώστε να μην μας ξενίσει απόλυτα ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, η “Φραγκογιαννού”. Ώστε να μην εκτραπεί εντός μας το πραγματικό νόημα που θέλησε να περάσει ο συγγραφέας.

Θεωρώ πάντα πως ένα πόνημα μιάς εποχής εντελώς διαφορετικής με το σήμερα, θα πρέπει να κρίνεται εφόσον εμείς μπορούμε να αναπλάσουμε όσο το δυνατόν την εποχή που εκείνο το πόνημα γράφτηκε. Η εποχή της “Φόνισσας”, είναι μια εποχή εξαιρετικά δυσμενής για το γυναικείο φύλο. Η γυναίκα και μάλιστα η γυναίκα η προερχόμενη από τη λαική, εργατική, αγροτική τάξη, θεωρείται βάρος για την οικογένεια. Θεωρείται ευτελούς αξίας πλάσμα το οποίο θα πρέπει ο γονιός του να το προικίσει ώστε να μπορέσει να αποκατασταθεί. Μια προίκα και μάλιστα μια προίκα για το επίπεδο της ζωής της αγροτιάς εκείνης της εποχής, αποτελεί εξαιρετικό πρόβλημα για όλους όσοι βαρύνονται με την ευθύνη αυτήν. Αυτό το έθιμο, αυτή η κοινωνική υποχρέωση – σύμβαση υποβαθμίζει τον ρόλο του θηλυκού μέλους της οικογένειας και καθιστά προβληματική την συνύπαρξη με τα άλλα μέλη της.

Το κλειδί στο μυθιστόρημα αυτό του Παπαδιαμάντη λοιπόν ένα “κατηγορώ” του τότε, είναι ο κοινωνικός ρόλος της γυναίκας στην οιαδήποτε μορφή της, είτε ως παιδί, είτε ως ώριμη, είτε ως γραία, η γυναίκα είναι ένα μεγάλο πρόβλημα για την οικογένεια. Κανείς δεν της αναγνωρίζει τα ανθρώπινά της δικαιώματα, θεωρείται ως αναπαραγωγική μηχανή και αν θα πρέπει και εκείνη να παντρευτεί κάποια στιγμή, αποτελεί μόνο και μόνο αυτή της η πράξη, γεννήτρα προβλημάτων. Ζεί εντελώς απαξιωμένη, μέσα στα σκοτάδια της αμαθείας, καταδικασμένη να μην βρεί ποτέ τον πραγματικό της ρόλο μέσα στην εκείνων των απόψεων, κοινωνία.

Ο κεντρικός χαρακτήρας – σύμβολο, είναι η Φραγκογιαννού. Είναι το σύμβολο της καταπιεσμένης γυναίκας των αρχών του προτεραίου αιώνα, που νιώθει αυτή την καταπίεση ως τα κατάβαθα της ασχημάτιστης ψυχής της, της α-μόρφωτης, της εν περιθωρίω διαβιούσης γυναικός.

Και η Φραγκογιαννού αντιδρά. Αντιδρά αθέλητα με μια συμπεριφορά ενός κατά συρροήν δολοφόνου μικρών κοριτσιών όπου με βάση το προαναφερθέν σκεπτικό, το οποίο ανέπτυξε ο υποφαινόμενος, είναι καταδικασμένα να ζήσουν και να μεγαλώσουν ως βάρος της κοινωνίας, ως βάρος κοινωνικό, οικονομικό και ηθικό ενίοτε. Η Φραγκογιαννού δεν έχει συναίσθηση των πράξεων της. Όχι, δεν αναφέρομαι στο “μη έχουσα σώας τα φρένας”. Αναφέρομαι σαφώς στο γεγονός πως τα κριτήρια τα δικά της, τα ιδωμένα απο την κοινωνική της θέση, την θέση μιάς καταραμένης από του λίκνου έως του τάφου αδιέξοδης ύπαρξης, είναι εντελώς άλλα από αυτά του άλλου κόσμου. Ακόμα και από του κόσμου της εποχής της που φαίνεται να έχει αποδεχθεί την μοίρα του.

Η Φραγκογιαννού, το σύμβολο της καταπίεσης των γυναικών των αγροτικών, εργατικών και γενικότερα λαϊκών τάξεων, σκοτώνει μεν εν πλήρη συνειδήσει, αλλά νιώθει ότι βοηθά, νιώθει ότι απαλάσσει τα θύματά της από έναν δύσκολο βίο. Γίνεται εκείνη η ταπεινή, αγράμματη γυναίκα ο κριτής και ο δικαστής για την μοίρα ορισμένων πλασμάτων που τα καταδικάζει σε θάνατο φυσικό πριν η κοινωνία ολάκερη τα καταδικάσει σε θάνατο αργό και βασανιστικό, μέσω της απαξίωσης, της φτώχειας και ότι άλλο φέρνει αυτή η κοινωνική ασθένεια.

Και έρχεται απο τα βάθη των αιώνων και πάλι το ουμανιστικού χαρακτήρα σαιξπηρικό ζήτημα. Να τεθεί εκ νέου.

ΝΑ ΖΕΙ ΚΑΝΕΙΣ Η ΝΑ ΜΗΝ ΖΕΙ ;

Μόνον που αυτή την φορά ο συγγραφέας δεν τοποθετεί την κεντρική του ηρωίδα στην θέση ενός Άμλετ, αλλά στην θέση μιάς αντιηρωίδας. Μιάς απόκληρης από την στιγμή που είδε το φως αυτού του κόσμου. Για την Φραγκογιαννού νιώθεις πλήθος αισθημάτων. Καταρχάς νιώθεις σοκαρισμένος, έπειτα νιώθεις εκνευρισμένος και αγανακτείς και στο τέλος όλα τούτα τα συναισθήματα ξεπλένονται μέσα στην κολυμβήθρα της λύπησης που μπορείς να νιώσεις για αυτό το πλάσμα θύτη μα και θύμα.

Φυσικά ότι κάνει η Φραγκογιαννού, αποτελεί πανανθρώπινο, διαχρονικό και διατοπικό όνειδος. Σκοτώνει εν πλήρη συνειδήσει παιδιά. Δεν είναι όμως ένας κατά συρροήν δολοφόνος υπό την σημερινή έννοια της παθολογίας και της εγκληματολογίας. Σκοτώνει με αιτία. Σκοτώνει πριν τα σκοτώσουν για μια ζωή. Σκέπτεται πως ο φυσικός θάνατος και η αγωνία του δεν διαρκούν παρά ελάχιστα λεπτά της ώρας, ενώ ο κοινωνικός θάνατος διαρκεί δεκαετίες.

Φυσικά τούτο δεν αποτελεί δικαιολογία αναφορικά με την απέχθεια των εγκλημάτων που διαπράττει. Νιώθει ένοχη. Τα βράχια και οι πέτρες την κυνηγούν. Η θάλασσα φωνάζει το όνομά της ως ένα υπερφυσικό στοιχειό που υψώνεται ενάντια στην ανθρώπινη βούληση. Που κρίνει με βάση τα ηθικά μέτρα και όχι τα ανθρώπινα. Η συνείδησή της την ελέγχει σφόδρα, γιατί στην ουσία της δεν είναι δολοφόνος. Μετασχηματίζεται σε δολοφόνο – σωτήρα.

Φυσικά, ως πάντοτε ο υποφαινόμενος πράττει, δεν αποκαλύπτω το τέλος. Το τέλος της είναι λυτρωτικόν. Είναι λύτρωση από μια ζωή που δεν μπορεί να διαχειριστεί. Μια ζωή που δεν πηγαίνει παραπέρα, παρακάτω. Μια ζωή που πνίγεται ολοένα και περισσότερο στα αδιέξοδα που είτε επιβάλλονται από την μοίρα, είτε από τις επιλογές του ανθρώπου, είτε από το σχέδιον του Θεού το οποίον ενυπάρχει πάντοτε μέσα στην θρησκευτικότητα ενός Παπαδιαμάντη.

Δεν ξέρω αν μπορώ να συμπαθήσω ή να μισήσω την Φραγκογιαννού. Με αφήνει η μορφή της με ανάμεικτα συναισθήματα. Αυτό που ξέρω είναι πως δικαίως το παρόν μυθιστόρημα, αποτελεί ένα εκ των σημαντικότερων κειμένων της νεοελληνικής μας λογοτεχνίας.

Αξίζει πραγματικά να το διαβάσετε.

 

Πάνος  Χατζηγεωργιάδης
Μουσικοσυνθέτης, Λογοτέχνης και Αρθρογράφος
Member of Performing Rights Society  –  London – U.K.
Mob. (+30) 697.247.8143
http://nikiforosvizantinospoetry.blogspot.com/
http://www.motionfocusmusic.com/

 

ΣΥΝΤΟΜΟ ΒIOΓΡΑΦΙΚΟ : Ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης γεννήθηκε στα 1976. Μετά το πέρας των εγκύκλιων σπουδών του, σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων και Ψυχολογία σε Πανεπιστήμια του εξωτερικού. Ως μουσικοσυνθέτης, είναι μέλος της Performing Rights Society του Λονδίνου με δισκογραφική παρουσία στον χώρο απο τις αρχές του 2000 και σε χώρες όπως η Αγγλία, Ολλανδια και Δανία. Πριν κάποια χρόνια, υπήρξε υποψήφιος σε βραβεία της διεθνούς μουσικής σκηνής στο Los Angeles, Hollywood της Καλιφόρνια. Ως λογοτέχνης έχει βραβευθεί σε πολλούς και σημαντικούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Αρθρογραφεί κυρίως με άρθρα γνώμης και λογοτεχνικές αναφορές, επί δεκαετία.

 

 

ΠΗΓΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ: 

https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Alexandros_Papadiamantis_Phonissa_1st_edition_1912.png

“H ΦΟΝΙΣΣΑ” – Εξώφυλλο πρώτης έκδοσης – Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Φέξη – Αθήνα 1912 – ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ