“ΤΟΥΛΙΠΕΣ” της Σύλβια Πλαθ

Αμερικάνικη Ποίηση

Επιλογή-Μετάφραση: Kατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

 

ΤΟΥΛΙΠΕΣ

Οι τουλίπες συγκινούνται τόσο εύκολα, είναι χειμώνας εδώ.

Κοίτα πόσο άσπρα είναι όλα, πόσο ήσυχα, πόσο χιόνι.

Μαθαίνω τη γαλήνη, ξαπλωμένη μόνη μου ήσυχα.

΄Οπως το φως ξαπλώνει στους λευκούς αυτούς τοίχους, το κρεβάτι,

τα χέρια αυτά.

Είμαι ο κανείς. Καμιά σχέση δεν έχω μ’ εκρήξεις.

Παράδωσα το όνομα και τα ρούχα της ημέρας στις νοσοκόμες

Και την ιστορία μου στον ναρκωτή και το κορμί μου στους

χειρουργούς.

 

Στήλωσαν το κεφάλι μου ανάμεσα στο μαξιλάρι και το

στρίφωμα του σεντονιού

Σαν ένα μάτι ανάμεσα σε δυο άσπρα καπάκια που δεν λεν να

κλείσουν.

Η ανόητη κόρη του ματιού πρέπει όλα να τα ρουφήξει!

Περνούν, περνούν οι νοσοκόμες, δεν πειράζουν

περνούν σαν γλάροι στη στεριά με τ’ άσπρα τους σκουφιά,

Κάνοντας διάφορα με τα χέρια τους, όλες τόσο ίδιες κι

απαράλλαχτες,

που είν’ αδύνατο να πεις το πόσες είναι.

 

Το κορμί μου είν’ ένα χαλίκι γι’αυτές, το φροντίζουν όπως το νερό

φροντίζει τα χαλίκια που θα πρέπει ν’ ανατρέψει, λειαίνοντάς τα

απαλά.

Μου φέρνουν ένα μούδιασμα με τις λαμπρές βελόνες τους,

μου φέρνουνε τον ύπνο.

Τώρα που τον εαυτό μου έχασα μπαγκάζια δεν αντέχω·

το λουστρινένιο βαλιτσάκι σαν μαύρο κουτί για χάπια

ο άντρας μου και το παιδί χαμογελούν απ’ τη φωτογραφία·

τα χαμόγελά τους γαντζώνονται στο δέρμα μου επάνω σαν

γάντζοι χαμογελαστοί.

 

Άφησα τα πράγματα να γλιστρήσουν, ένα τριαντάχρονο βαπόρι

φορτηγό

με πείσμα να κρεμιέμαι στο όνομά μου αυτό στη διεύθυνσή μου.

Μου ξεπάστρεψαν το καθετί που κάτι μπορούσε τρυφερά να μου

θυμίσει

τρομαγμένη και γυμνή στο φορείο με το πράσινο πλαστικό

μαξιλάρι

έβλεπα το σερβίτσιο του τσαγιού, τ’ άσπρόρουχά μου, τα βιβλία μου

να βυθίζονται μακριά απ’ την όρασή μου και το νερό να με

κουκουλώνει ολόκληρη

Είμαι καλόγρια τώρα, ποτέ δεν είμουν τόσο αγνή.

 

Δεν ήθελα λουλούδια, μόνο ήθελα

να ’μαι ξαπλωμένη με τα χέρια ανάστροφα και να ’μαι

ολότελα άδεια.

Τι ελευθερία, δεν έχεις ιδέα τι ελευθερία αισθάνεται!

Η ηρεμία είναι τόσο μεγάλη σε ζαλίζει,

και δεν ζητάει τίποτα, μια ετικέτα με τ’ όνομα, λίγα

μπιχλιμπίδια·

πάνω σ’ αυτά κλειδώνονται στο τέλος οι νεκροί· τους φαντάζομαι

να τα μαγκώνουν με τα στόματά τους σαν να ’ταν όστια.

 

Οι τουλίπες πρώτα πρώτα υπερβολικά κόκκινες, με πληγώνουν

ακόμη και μεσ’ απ’ το χαρτί τους τις ακούω π’ ανασαίνουν

ελαφρά, μεσ’ απ’ τις άσπρες φασκιές τους, σαν ένα φριχτό μωρό.

Η ερυθρότητά τους μιλά στην πληγή μου, αντιστοιχεί.

Είναι πονηρές: μοιάζουν να πλένε, αλλ’ εμένα με το βάρος τους

με παν στον πάτο

αναστατώνοντάς με με τις ξαφνικές τους γλώσσες και το χρώμα

μια ντουζίνα ατσάλινα βαρίδια στο λαιμό μου ολόγυρα

κανείς δε με φρουρούσε πριν, τώρα με φρουρούν

οι τουλίπες στρέφονται σε μένα και στο παράθυρο πίσω μου

μια φορά την ημέρα το φως φαρδαίνει αργά κι αργά

λεπταίνει,

και βλέπω τον εαυτό μου, επίπεδο, γελοίο, μια σκιά κομμένη

σε χαρτόνι

ανάμεσα στο μάτι του ήλιου και τα μάτια στις τουλίπες,

και πρόσωπο δεν έχω, ήθελα να γίνω απρόσωπη.

Οι ζωηρές τουλίπες μού τρων το οξυγόνο.

 

Πριν έρθουν ήταν ήσυχος ο αέρας αρκετά,

πήγαινε κι ερχόταν, ανάσα την ανάσα, χωρίς φασαρία καμιά.

Ύστερα οι τουλίπες τον γιόμισαν σαν θόρυβος δυνατός.

Τώρα ο αέρας σταματά και στροβιλίζεται γύρω τους όπως

ο ποταμός

σταματά και στροβιλίζεται γύρω από μια βουλιαγμένη και

κόκκινη απ’ τη σκουριά μηχανή

συγκεντρώνουν την προσοχή μου που πριν ευτυχισμένη

έπαιζε κι αναπαυόταν χωρίς δεσμεύσεις.

 

Κι αυτοί οι τοίχοι μοιάζουν να θερμαίνονται.

Οι τουλίπες έπρεπε να ’ναι πίσω απ’ τα σίδερα σαν ζώα επικίνδυνα·

ανοίγουν σαν στόμα τεράστιας αφρικάνικης γάτας,

κι έχω συνείδηση της καρδιάς μου: ανοίγει και κλείνει

το τάσι της με τους κόκκινους ανθούς μόνο από αγάπη για μένα.

Το νερό στα χείλη μου είναι ζεστό κι αλάτι σαν τη θάλασσα,

κι έρχεται από μια χώρα μακρινή σαν την υγεία.     (1961)

 

SYLVIA PLATH (1932-1963)

Φωτογραφία: https://el.wikipedia.org

 

  Γεννήθηκε στη Βοστώνη το 1932 και φοίτησε στο αριστοκρατικό Σμιθ Κόλετζ. Το 1955 πήρε υποτροφία για το Κέιμπριτζ στην Αγγλία, όπου γνώρισε και παντρεύτηκε τον γνωστό Άγγλο ποιητή Τεντ Χιούζ. Στις 11 Φεβρουαρίου του 1963 η Πλαθ αυτοκτόνησε.

   Τα ποιήματά της είναι έντονα προσωπικά, σχεδόν οδυνηρά. Αλλά εκτός από το εξομολογητικό τους στοιχείο, χαρακτηρίζονται κι από ένα οξύ χιούμορ και μαζί από την ικανότητα της ποιήτριας να εντάσσει το προσωπικό της μαρτύριο σε ένα γενικό, ανθρώπινο πλάνο, σε μια νέα μυθολογία πόνου.

   Βιβλία της: Ο Κολοσσός (The Colossus) 1960. Μετά τον θάνατό της εκδόθηκαν: Άριελ (Ariel) 1965, Διασχίζοντας το νερό (Crossing thw Water) 1971, Χειμωνιάτικα δέντρα (Winter Trees) 1973 και το μυθιστόρημα Ο Κώδωνας (The Belljar) 1966.

  

Το ποίημα “Τουλίπες” συμπεριλαμβάνεται στο  βιβλίο «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ»

Επιλογή-Μετάφραση: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ

Εκδόσεις «ύψιλον/βιβλία»

Αθήνα, 1983

 

 

Επί – Λόγου – Λεύκωμα – Φεβρουάριος 2021